Συναγερμός
Εάν η Τουρκία δεν είχε αποστείλει τη ρηματική αυτή διακοίνωση, το θέμα δεν θα είχε δημιουργηθεί. Ο προφορικά διατυπωμένος από τον τούρκο τμηματάρχη ισχυρισμός περί δήθεν τουρκικής κυριότητος επί των βραχονησίδων δεν θα είχε ληφθεί περισσότερο σοβαρά υπ’ όψιν από ό,τι ο αντίστοιχος του κυβερνήτη τού σκάφους. Η αποστολή όμως ενός γραπτού κειμένου άλλαζε τελείως την κατάσταση. Διότι η ρηματική διακοίνωση αποτελεί τον πλέον επίσημο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ κρατών, τα αναφερόμενα σε αυτήν είναι δεσμευτικά για την πλευρά που τη συντάσσει και η αντίδραση σε αυτήν πρέπει να πάρει τον ίδιο δεσμευτικό χαρακτήρα, δηλαδή μια απαντητική ρηματική διακοίνωση.
Οπως μπορούσε να κρίνει κανείς κατόπιν εορτής, η τουρκική αυτή κίνηση μόνο κέρδη μπορούσε να αποφέρει στην Αγκυρα. Αν η ρηματική διακοίνωση έμενε τυχόν αναπάντητη, τούτο θα αποτελούσε πλέον σιωπηρά αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδος του τουρκικού ισχυρισμού περί κυριότητος επί των νησίδων. Αν πάλι – όπερ και το φυσιολογικό – εδίδετο απάντηση, τότε δυοίν θάτερον: είτε θα άνοιγε συζήτηση περί του καθεστώτος των βραχονησίδων η οποία, με τουρκική πρωτοβουλία, θα επεξετείνετο και θα μπορούσε να οδηγήσει σε συζήτηση περί του καθεστώτος μεγάλου τμήματος του Αιγαίου. Είτε, σε περίπτωση ελληνικής αρνήσεως να συζητήσει τα του εδάφους της, θα προχωρούσαμε σε θερμότερη κρίση.
Αυτά όμως ήταν συμπεράσματα που μπορούσε να εξαγάγει κανείς μόνο αργότερα, όταν είχε την πλήρη εικόνα.
Αποστείλαμε το κείμενο της τουρκικής ρηματικής διακοινώσεως στην Αθήνα, ζητώντας να μας δώσουν συγκεκριμένα στοιχεία που θεμελίωναν την ελληνική κυριαρχία στις νησίδες. Σε μια εσωτερική συζήτηση που είχαμε στην πρεσβεία, είχα παρατηρήσει ότι το θέμα δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσει γιατί, όπως θυμόμουν από τις πανεπιστημιακές μου ημέρες, είχαμε διδαχθεί ότι τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδος στο Νότιο Αιγαίο ήταν οριοθετημένα, όπερ δεν συνέβαινε προκειμένου περί του Βορείου Αιγαίου.
Η απάντηση από το υπουργείο δεν άργησε να μας περιέλθει. Η αλληλουχία των γεγονότων βάσει επίσημων διακρατικών συμφωνιών ήταν ολοκληρωμένη και σε ό,τι μας αφορούσε δεν άφηνε περιθώρια αμφισβητήσεων ως προς την εγκυρότητα των τίτλων κυριότητος της Ελλάδος επί των βραχονησίδων! Εκχώρηση των Δωδεκανήσων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ιταλία – Ιταλοτουρκικό πρωτόκολλο που καθόριζε σαφώς την οροθετική γραμμή στη θάλασσα μεταξύ των δύο κρατών, από το οποίο προέκυπτε σαφώς ότι οι νησίδες Ιμια ήταν εντός της περιοχής ιταλικής κυριαρχίας – Συνθήκη των Παρισίων με την οποία τα Δωδεκάνησα παρεχωρούντο στην Ελλάδα. Από νομικής απόψεως η θέση της Ελλάδος ήταν άψογη.
Η απάντησή μας αυτή διαβιβάστηκε – γραπτώς και προφορικώς – στο τουρκικό υπουργείο από τον πρεσβευτή – σύμβουλο της πρεσβείας, τον μακαρίτη, αγαπητό και εκλεκτό συνάδελφο Παναγιώτη Βλασσόπουλο. Ο συνομιλητής του, αφού τον άκουσε, απήντησε ότι θα μετέφερε αυτά όπου έδει και, εν τω μεταξύ, «θα ήθελε να του δώσει τις πρώτες, εκ του προχείρου, αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς». Και ακολούθησε μια ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων – η οποία, όπως απεδείχθη, αποτελούσε και το σύνολο της τουρκικής επιχειρηματολογίας.
Η θερμοκρασία άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει, κυρίως μετά τη διαρροή στον ελληνικό Τύπο των συμβάντων και τη βαθμιαία εκατέρωθεν ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή. Η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας, η αρπαγή της από «δημοσιογράφους» σε εντεταλμένη υπηρεσία, όλα ενίσχυαν την ατμόσφαιρα της αυξανομένης κρίσεως, η οποία ενισχύετο και από τη, μερικές φορές εμπρηστική, αρθρογραφία του Τύπου.
Θυμάμαι ότι οι ξένοι συνάδελφοι ήταν ελαφρώς αποσβολωμένοι από την εξέλιξη της υποθέσεως. Τους ήταν αδιανόητο πώς ήταν δυνατόν δύο κράτη να ευρίσκονται ουσιαστικά επί ποδός πολέμου – για τι;
Η ενημέρωση των ξένων συναδέλφων αποτελούσε πρωταρχικό έργο μας. Και η ουσία των ενημερώσεων ήταν διττή: αφενός μεν να εξηγήσουμε το νομικώς ορθόν της θέσεώς μας σε ό,τι αφορούσε τα Ιμια και επίσης να τονίσουμε πως το θέμα δεν ήταν τόσο αν η τουρκική διεκδίκηση αφορούσε μια-δυο «ασήμαντες» νησίδες, αλλά ότι η τουρκική αξίωση τοποθετείτο στο ευρύτερο πλαίσιο των αξιώσεών της κατά της Ελλάδος.
Ευτυχώς, η Ελλάς είχε αποκτήσει επιτέλους νέα κυβέρνηση και έτσι το συναίσθημα του καραβιού που έπλεε χωρίς κυβερνήτη είχε αρχίσει να εκλείπει. Η νέα όμως κυβέρνηση χρειαζόταν οπωσδήποτε λίγο χρόνο για να οργανωθεί και να αρχίσει να λειτουργεί με άνεση. Και η Τουρκία επείγετο…
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για το ότι η όλη υπόθεση ήταν καλώς προετοιμασμένη από τουρκικής πλευράς από το διάβημα που μου έγινε από τον υπουργό Εξωτερικών. Ο κ. Μπαϊκάλ με εκάλεσε και, περιστοιχιζόμενος από την υπηρεσιακή ηγεσία του υπουργείου «του», μου ανέπτυξε την τουρκική επιχειρηματολογία σε ό,τι αφορούσε τα Ιμια. Ηταν πανομοιότυπη με όσα είχε αναφέρει «εκ του προχείρου» ο συνομιλητής τού Βλασσόπουλου. Ούτε για τον τύπο δεν είχαν κρατήσει ένα τουλάχιστον επιχείρημα σαν εφεδρικό, για να δείξουν πως το έψαξαν το θέμα. Η καλά προετοιμασμένη θέση απλώς επαναλαμβάνετο.
Παρενθετικά σημειώνω ότι η τουρκική επιχειρηματολογία ήταν ασθενεστάτη. Σε σημείο που ένα από τα βασικά σημεία της ήταν η επίκληση των «ιδιαζουσών πολιτικών συνθηκών» (δηλαδή η ύπαρξη στην Ιταλία του επιθετικού φασιστικού καθεστώτος) όταν υπεγράφη το ιταλο-τουρκικό πρωτόκολλο χαράξεως των θαλάσσιων συνόρων.
Και μια φαιδρή νότα: Κατά τη διάρκεια του διαβήματος καθόμουν στον ίδιο καναπέ πλάι στον κ. Μπαϊκάλ. Ο ίδιος διάβαζε από το αντίγραφο της ρηματικής διακοινώσεως, της οποίας στη συνέχεια μου επέδωσε το πρωτότυπο. Πρόσεξα ότι πάνω στο αγγλικό κείμενο από το οποίο διάβαζε ο συνομιλητής μου, οι ξένες γλώσσες του οποίου ήταν περιορισμένης εμβελείας, υπήρχε σε διάφορα σημεία γραμμένη με μολύβι η μετάφραση στα τουρκικά ορισμένων λέξεων του αγγλικού κειμένου από το οποίο διάβαζε ο υπουργός. Ετσι, για να καταλαβαίνει τι έλεγε…
Η θερμοκρασία πάντως ανέβαινε συνεχώς, με αποκορύφωμα τη συγκέντρωση στην περιοχή ισχυρότατων ναυτικών δυνάμεων. Στη φάση αυτή μου ζητήθηκε και επισκέφθηκα τον μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών κ. Οϊμέν – για τους γνωρίζοντες την τουρκική πραγματικότητα, πραγματικό «αφεντικό» του υπουργείου και χαράζοντα την πολιτική του – με σκοπό να του υπογραμμίσω τους κινδύνους που ενείχε η συγκέντρωση σε τόσο μικρό χώρο τόσο ισχυρών δυνάμεων με σοβαρό ενδεχόμενο να προκληθεί ανάφλεξη εκ τυχαίου γεγονότος και να ζητήσω τη λήψη μέτρων που θα οδηγούσαν σε αποκλιμάκωση της εντάσεως και απομάκρυνση του άμεσου κινδύνου. Ο συνομιλητής μου απάντησε εκφράζοντας ενδιαφέρον για επιστροφή στην προγενεστέρα κατάσταση – στο περίφημο status quo ante.
Είναι χαρακτηριστικό πως μετά τη συνάντησή μας, ο κ. Οϊμέν εξηφανίσθη από το υπουργείο. Ηταν – εκ των υστέρων – προφανές πως ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε περαιτέρω επαφή που θα μπορούσε να υπονομεύσει τα τουρκικά σχέδια.
Και τη νύχτα τα σχέδια αυτά εκδηλώθηκαν με την απόβαση των τούρκων στρατιωτών στη μια νησίδα. Η πρώτη ενημέρωση μου έγινε από τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου κ. Σταθουλόπουλο και αφού ξυπνήσαμε το προσωπικό της πρεσβείας παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της κρίσεως, ενημερώνοντας στο μέτρο του δυνατού την Αθήνα και βλέποντας με ανακούφιση την εκτόνωσή της.
H κρίση βέβαια δεν έληξε με την εκτόνωση αυτή, απλώς μετεφέρθη σε άλλα επίπεδα. Η Τουρκία εξέφρασε την έντονη δυσφορία της με την εκφρασθείσα εκ μέρους τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως αλληλεγγύη προς την Ελλάδα, διεμαρτυρήθη επειδή η Ρώμη υποστήριξε την ελληνική ερμηνεία του ιταλο-τουρκικού πρωτοκόλλου, επαναλαμβάνοντας την αιωνίαν επωδόν «τι ανακατεύονται οι τρίτοι σε ελληνοτουρκικά θέματα», και συνέχισε τις πιέσεις. Θυμάμαι διάβημα του διευθυντού ελληνοτουρκικών θεμάτων κ. Gokce επειδή έλληνας βοσκός είχε επιστρέψει στα Ιμια με τις κατσίκες του. Σε παρατήρησή μου ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε και παλαιότερα και συνεπώς αντεπεκρίνετο στο συμφωνηθέν status quo ante, μου απήντησε πως κατ’ αυτούς το status quo ante ανεφερόταν στη χρονικά αμέσως προ της εντατικοποιήσεως της κρίσεως στιγμή και όχι παλαιότερα, ότε όντως επεσκέπτετο ο βοσκός τα Ιμια.
Ορισμένες ερωτήσεις:
Πού αποσκοπούσε η Τουρκία με την πρόκληση της κρίσεως;
Κατά τη γνώμη μου, ο στόχος ήταν απλός: επιθυμούσε να προκληθεί μια περιορισμένη σύρραξη με έναν σχετικό αριθμό θυμάτων και από τις δύο πλευρές, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν να πέσουν κυριολεκτικά οι πάντες πάνω στην Ελλάδα και στην Τουρκία για να αποτρέψουν ευρύτερη σύρραξη και να τις υποχρεώσουν να καθίσουν σε ένα δωμάτιο και να «τα βρουν», επιτέλους, για όλα τα θέματα του Αιγαίου, δίκην διαδικασίας εκλογής του Πάπα. Η συνολική αυτή διαπραγμάτευση σίγουρα δεν θα ήταν προς όφελος της Ελλάδος. Εφόσον η σκέψη αυτή είναι σωστή, είναι προφανές πως η Τουρκία δεν επέτυχε τον επιδιωκόμενο στόχο.
Τι προκάλεσε την Τουρκία να δημιουργήσει τη συγκεκριμένη αυτή στιγμή το θέμα των Ιμίων;
Πιστεύω πως το έναυσμα έδωσε μια απόφαση που υιοθετήθηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1995, η οποία ανακοινώθηκε με τις συνήθεις στην Ελλάδα τυμπανοκρουσίες, περί εποικισμού διάφορων ακατοίκητων βραχονησίδων. Ο «εποικισμός» αυτός προέβλεπε, αν θυμάμαι καλά, ανέγερση εικονοστασίου, τοποθέτηση κάποιου λιμενικού υπαλλήλου και κάτι παρεμφερείς συμβολικές ενέργειες. Για την Τουρκία οι ενέργειες αυτές δεν μπορούσαν παρά να είναι τμήμα ευρύτερου σχεδίου υπογραμμίσεως της ελληνικής κυριαρχίας σε όλο το Αιγαίο. Εξ ου και έπρεπε να προκληθεί μια κρίση που θα απέτρεπε την επέκταση και την εδραίωση της ελληνικής αυτής κυριαρχίας.
Και αφού δεν επετεύχθη ο στόχος της περιορισμένης συρράξεως με τις ανωτέρω συνέπειες;
Τότε η Τουρκία έθεσε σε εφαρμογή το μακρυτέρας διαρκείας σχέδιο αμφισβητήσεως της ελληνικής νησιώτικης κυριαρχίας. Εφηύρε τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, αμφισβήτησε την ελληνικότητα της Γαύδου και άλλα πολλά γνωστά από την τωρινή καθημερινότητα. Εφόσον δεν μπόρεσε να γίνει το short cut για την επίτευξη της αρεστής από την Τουρκία διευθετήσεως, ακολουθήθηκε πλέον η μάχη φθοράς. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει τεράστια αποθέματα υπομονής.
Μήπως τα ανωτέρω αποτελούν υπερβολές;
Λίγο μετά την κρίση, όταν η Τουρκία είχε δημιουργήσει θέμα γκρίζων ζωνών, μίλαγα με τον εκπρόσωπο του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, πρεσβευτή Ακμπέλ (σε αντίθεση με εμάς οι Τούρκοι τοποθετούν στη θέση του εκπροσώπου Τύπου παλαιό και σοβαρό πρεσβευτή). Η Αγκυρα είχε αναφέρει ότι η Ελλάς έπρεπε να αποδείξει την κυριότητά της επί των μη ρητά κατονομαζόμενων σε διεθνή κείμενα νησίδων. Ακολούθησε ο εξής διάλογος
Εγώ: Τι θέλετε να πείτε; Οτι η Ελλάς πρέπει να σας αποδείξει τους τίτλους κυριότητός της;
Ακμπλεκ: Ακριβώς.
Εγώ: Γιατί; Τι είστε εσείς; Ποιοι είστε εσείς;
Ακμπέλ: Είμαστε μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και έχουμε λέγειν στο τι γίνεται και τι υπάρχει στην περιοχή μας.
Παρακάμπτω την απάντησή μου που δεν διεκρίνετο για την ευγένειά της. Νομίζω όμως ότι η ανωτέρω στιχομυθία απαντά στο ερώτημα.
Και ο τελικός απολογισμός;
Είναι γνωστό ότι οι χειρισμοί της ελληνικής κυβερνήσεως στο θέμα των Ιμίων επεκρίθησαν από διαφόρους που θα προέκριναν τη λύση της δυναμικής αντιμετωπίσεως της κρίσεως. Πιστεύω ότι η γραμμή που ακολουθήθηκε, δηλαδή η εκτόνωση του προβλήματος με ειρηνικά μέσα, ήταν κατά πολύ η καλύτερη, για την ακρίβεια η μόνη ενδεδειγμένη. Μια δυναμική επιλογή, ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμου αποτελέσματος, ουσιαστικά έπαιζε το παιχνίδι των Τούρκων που την επεδίωκαν για να επακολουθήσει στη συνέχεια η «επίλυση» του όλου θέματος του Αιγαίου.
Ο κ. Δημήτρης Νεζερίτης ήταν πρεσβευτής στην Αγκυρα την επίμαχη περίοδο.