(από το βιβλίο: “Ελευθέριος Βενιζέλος: από το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας” Θάνος Βερέμης, Ηλίας Νικολακόπουλος, Εκδ. Τα Νέα)
“Η ανυπαρξία εκατέρωθεν εδαφικών διεκδικήσεων και η ειλικρινής αποδοχή του εδαφικού καθεστώτος και από τις δύο χώρες θα συγκροτήσουν τη βάση της προσέγγισης του 1930. Αυτό ακριβώς θα τονίσει ο αρχηγός των Φιλελευθέρων κατά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών του Φεβρουαρίου του 1934: ” [η ελληνοτουρκική προσέγγιση] καθίδρυεν εις τα Βαλκάνια μίαν δύναμιν Ελληνοτουρκικήν, η οποία δεν θα επέτρεπεν εις κανένα άλλο κράτος να έχη αξιώσεις κάποιας ηγεμονικής θέσεως εις τα Βαλκάνια”. Σε αυτήν ακριβώς τη σύλληψη βρισκόταν μία από τις σημαντικότερες αρχές της νέας εξωτερικής πολιτικής που εφάρμοζε ο Βενιζέλος: η Ελλάδα δεν επιθυμούσε να ηγεμονεύσει στην περιοχή, αλλά δεν μπορούσε και να αποδεχθεί την τοπική κυριαρχία άλλου Βαλκανικού κράτους, το οποίο έτσι θα μπορούσε να την απειλήσει ή να την δορυφοποιήσει. Δεύτερον, εκτός από τα κοινά συμφέροντα στις βαλκανικές υποθέσεις, υπήρχαν κοινοί φόβοι και κοινές επιδιώξεις και στην Ανατολική Μεσόγειο:παράκτια κράτη σε μία κρίσιμη θαλάσσια οδό, η Ελλάδα και η Τουρκία επιζητούσαν να μην εμπλακούν στις διενέξεις των Μεγάλων Δυνάμεων και μέσω αυτών, σε ένα ενδεχόμενο νέο ευρωπαϊκό πόλεμο. […] Υπήρχαν φυσικά και άλλα μείζονος σημασίας ελληνικά συμφέροντα, τα οποία θα εξυπηρετούνταν από μία διμερή διευθέτηση:η προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της χειμαζομένης ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης, η εξοικονόμηση χρημάτων μέσω της αποφυγής μίας κούρσας εξοπλισμών, η αποτελεσματικότερη οικονομική δραστηριοποίηση των Ελλήνων στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου υπήρχε και η μεγάλη κοινότητα του ελληνισμού της Αιγύπτου. Τέλος, στην ελληνοτουρκική προσέγγιση ενυπήρχε και ένα ακόμα κίνητρο κοινό και για τις δύο χώρες: η σύμπλευσή τους – η δημιουργία της “κοινής Ελληνοτουρκικής δυνάμεως” – τους έδινε τη δυνατότητα να τονώσουν την ανεξαρτησία τους και να διευρύνουν το περιθώριο των ελιγμών τους απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Τουρκία αποκτούσε για την Ελλάδα την ιδιότητα του “στρατηγικού εταίρου”, ενώ σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, για ανάλογους λόγους, και η Άγκυρα αναγνώριζε στην Αθήνα έναν στρατηγικό εταίρο.”
Ποιοι παράγοντες εμπόδιζαν την προσέγγιση;
“Αυτά τα προφανή πλεονεκτήματα, ωστόσο, δεν είχαν αρκέσει για να επιφέρουν τη διμερή προσέγγιση μετά το 1923. Η μνήμη των παλαιότερων συγκρούσεων, αλλά και των πρόσφατων, το 1912-22, το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και οι τρομακτικές βιαιότητες εναντίον του μικρασιατικού ελληνισμού, η αλαζονεία των Τούρκων απέναντι στους Έλληνες, τους οποίους έβλεπαν ως παλαιούς υποτελείς τους, διατηρούσαν ένα ψυχολογικό ρήγμα μεταξύ των δύο πλευρών, που δεν μπορούσε παρά να βρίσκει τις αντανακλάσεις του και στο πολιτικό επίπεδο. Στο πεδίο της πρακτικής πολιτικής, η αδυναμία των δύο χωρών να προχωρήσουν στην εκκαθάριση των περιουσιών των ανταλλαξίμων, κατά τις επιταγές της Σύμβασης Ανταλλαγής των Πληθυσμών της 30ης Ιανουαρίου 1923, συντηρούσε μία σημαντική εκκρεμότητα, η οποία μπορεί να μην ήταν εδαφικής υφής, όμως είχε, πέραν των αυτονόητων ψυχολογικών προεκτάσεών της, και σημαντικότατη πολιτική βαρύτητα στο εσωτερικό τους, αφού οι πρόσφυγες επιθυμούσαν να λάβουν αποζημιώσεις για την απώλεια των περιουσιών τους. Το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο στην ελληνική πλευρά, όπου οι πρόσφυγες ήταν περισσότεροι, αλλά και το δημοκρατικό πολίτευμα συνεπαγόταν ότι είχαν βαρύνουσα πολιτική επιρροή.”