Γύρω στο 3000 π.Χ. μετακινήθηκαν και αναμείχθηκαν με τους προϋπάρχοντες κατοίκους του Αιγαίου λαοί που ανήκαν στις μεσογειακές ή τις μικρασιατικές φυλές. Από τον τόπο της εγκατάστα σης τους, δηλαδή την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, ο πολιτισμός που δημιούργησαν ονομάστηκε αιγαιακός. Ανάλογα με την περιοχή που ο πολιτισμός αυτός αναπτύχθηκε, ονομάστηκε κυκλαδικός, κρητικός ή μινωικός και μυκηναϊκός. Ο μυκηναϊκός είναι ο πρώτος πολιτισμός που αναπτύχθηκε από Έλληνες στην ηπειρωτική χώρα γύρω στο 2000 π.Χ.Κυκλαδικός πολιτισμός
Τα νησιά των Κυκλάδων φαίνεται ότι είχαν κατοικηθεί από τα τέλη της πέμπτης χιλιετίας π.Χ. Εκεί αναπτύχθηκε ένας ιδιαίτερος πολιτισμός που ονομάστηκε κυκλαδικός. Η πρώτη του φάση ονομάζεται πρωτοκυκλαδική περίοδος (3200-2000 π.Χ.). Από τα ηφαιστειογενή πετρώματα των νησιών κατασκευάστηκαν τα πρώτα εργαλεία. Επί χιλιάδες χρόνια κατασκευάζονταν από οψιανό της Μήλου βέλη, δρεπάνια και μαχαίρια, ενώ από τραχείτη κατασκευάζονταν μύλοι και γουδιά. Παράλληλα, η ύπαρξη πλούσιων κοιτασμάτων μαρμάρου στην Πάρο και στη Νάξο συνέβαλε στη δημιουργία αντικειμένων και έργων τέχνης. Η περίοδος της μεγάλης ακμής του πολιτισμού
|
Εικ. 1. Μικρογραφική ζωφόρος νηοπομπής (1650 π.Χ. περίπου), τοιχογραφία, ύψος 0,43 μ., Ακρωτήρι της Θήρας, Aθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Η τοιχογραφία αυτή είναι από τα σπουδαιότερα μνημεία της ευρωπαϊκής τέχνης. Το πλήθος των λεπτομερειών δίνει την αίσθηση μιας αφήγησης που ξετυλίγεται με εικόνες. |
Εικ. 2. Πίθηκοι – Νεαροί πυγμάχοι – Αντιλόπες (1650 π.Χ. περίπου), τμήματα τοιχογραφιών, Ακρωτήρι της Θήρας, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.Αν η πρωτοκυκλαδική περίοδος (3200-2000 π.Χ.) μπορεί να χαρακτηριστεί από την άνθηση της γλυπτικής, οι επόμενες, μέση και υστεροκυκλαδική (2000-1100 π.Χ.), χαρακτηρίζονται από την άνθηση της ζωγραφικής. Το σπουδαιότερο δείγμα των ζωγραφικών επιδόσεων του κυκλαδικού πολιτισμού είναι οι τοιχογραφίες από το Ακρωτήρι της Θήρας. Οι κυκλαδικές τοιχογραφίες δείχνουν όχι μόνο καθημερινές δραστηριότητες, αλλά και εξωτικά τοπία, απόρροια των εμπειριών από τα ταξίδια των Κυκλαδιτών. Εικ. 3. Ψαράς (1650 π.Χ. περίπου), τμήμα τοιχογραφίας, Ακρωτήρι της Θήρας, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι νωπογραφίες στο Ακρωτήρι διακοσμούσαν τα σπίτια των κατοίκων της Θήρας. Η τέφρα, που μετά την έκρηξη του η φαιστείου έθαψε τον οικισμό, συνέβαλε στη διατήρηση των καλλιτεχνικών δημιουργιών. Η παράσταση αυτή δείχνει ένα νεαρό ψαρά που κρατά στα δύο χέρια την ψαριά του. |
Εδώ είναι μία από τις πρώτες προσέγγισεις του γυμνού ανδρικού σώματος, θέμα που θα απασχολήσει την ελληνική τέχνη για αιώνες. Παρ’ όλη την επιρροή της αιγυπτιακής τέχνης, οι τοιχογραφίες της Θήρας διατηρούν μια μοναδικότητα, χαρακτηριστική της κυκλαδικής τέχνης, που δημιούργησε ένας λαός ευέλικτος και ελεύθερος. |
Εικ. 4. Πρόχους, Ακρωτήρι της Θήρας, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.Από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της κυκλαδίτικης αγγειοπλαστικής τέχνης είναι τα κεραμικά σκεύη τα οποία βρέθηκαν σε τάφους. Είναι διακοσμημένα με γεωμετρικά ή φυσιοκρατικά μοτίβα καταπληκτικής αρμονίας και συμμετρίας, τα οποία οι κεραμοπλάστες δημιούργησαν με την τεχνική της εμπίεστης* και της χαρακτής* διακόσμησης. Αλλά και σε μάρμαρο σμιλεύονταν αντικείμενα (πυξίδες, φιάλες, ποτήρια, κύλικες), καθώς η ανάπτυξη της μεταλλουργίας και η τελειοποίηση των εργαλείων επέτρεπαν στους μαρμαρογλύπτες το λάξευμα περίτεχνων μοτίβων που δανείζονταν από την αγγειοπλαστική.
Εικ. 5. Οικισμός στη Χαλανδριανή της Σύρου (2800-2300 π.Χ. περίπου). |
|
Εικ. 6. α) “Ο αυλητής” της Κέρου” (2700 π.Χ. περίπου), μαρμάρινο ειδώλιο ανδρικής μορφής, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. β) “Ο αρπιστής” (2700 π.Χ. περίπου), μαρμάρινο ειδώλιο ανδρικής μορφής, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. γ) “Ο εγείρων πρόποσιν” (2700 π.Χ. περίπου), μαρμάρινο ειδώλιο ανδρικής μορφής, Αθήνα, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.Στις μορφές του “Αθλητή της Κέρου” του “Αρπιστή”, και της ανδρικής μορφής που υψώνει το χέρι σε θέση πρόποσης φαίνεται η πλήρης κατάκτηση της τρίτης διάστασης. Τα γλυπτά είναι περίοπτα, δηλαδή όρατά από κάθε πλευρά.
των Κυκλάδων, κατά την οποία αναπτύχθηκαν τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Ακρωτήρι στη Θή ρα και η Φυλακωπή στη Μήλο, ήταν η μεσοκυκλα-δική περίοδος (2000-1600 π.Χ. περίπου). Τα ιστιο φόρα των Κυκλαδιτών, που απεικονίζονται στις πα ραστάσεις της “μικρογραφικής ζωφόρου” στο Ακρωτήρι της Θήρας, φαίνεται ότι κινούνταν τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική και τη Δυτική Μεσόγειο. |
Η ανερχόμενη δύναμη των Μυκηνών επηρέασε τον κυκλαδικό πολιτισμό (εκμυκηναϊσμός), όμως αυτός ποτέ δεν έχασε το νησιωτικό χαρακτήρα του: την ευελιξία, την ευρηματικότητα, την ελευθερία έκφρασης. Οι Κυκλαδίτες, λαός ναυτικός, συνέδεσαν τη ζωή τους με τη θάλασσα. Οι οικισμοί τους ήταν χτισμένοι σε πλαγιές ή υψώματα κοντά στην ακτή, σε τέτοιες θέσεις που να εξασφαλίζεται η εποπτεία της θάλασσας και επομένως η προστασία των κατοίκων από το ενδεχόμενο πειρατικών επιδρομών. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως οικισμούς με σπίτια χτισμένα από ακατέργαστες πέτρες και λάσπη και με χαρακτηριστικό ευθύγραμμο ή κα μπυλόγραμμο σχήμα. Τα δάπεδα ήταν από πατητό χώμα ή πέτρες και οι στέγες από σχιστολιθικές πέτρες που συγκρατούνταν με ξύλινα δοκάρια.Άλλο ένα στοιχείο που μαρτυρεί την ανάπτυξη της κυκλαδικής κοινωνίας είναι οι τάφοι, η οργάνωση των οποίων δείχνει τη φροντίδα με την οποία οι ζωντανοί περιέβαλλαν τους νεκρούς τους. Τα κάθε λογής κτερίσματα που βρέθηκαν στους τάφους, τα αγαπημένα δηλαδή αντικείμενα που συνοδεύουν τους νεκρούς (όπλα, κοσμήματα, εργαλεία, αλλά και ειδώλια και σκεύη), αποδεικνύουν το σεβασμό των ζωντανών προς τους προσφιλείς νεκρούς τους. |
Μινωικός Πολιτισμός O αρχαιολόγος ‘Εβανς, ο οποίος ανακάλυψε το ανάκτορο της Κνωσού στις αρχές του 20ού αιώνα, συνέδεσε το μυθικό βασιλιά Μίνωα με τον πολιτισμό της Κρήτης και έτσι αυτός ονομάστηκε μινωικός (πιθανόν η ονομασία Μίνως να ήταν βασιλικός τίτλος, όπως ο τίτλος Φαραώ). Οι βασιλείς είχαν στα χέρια τους τόσο την κοσμική όσο και τη θρησκευτική εξουσία. Ζούσαν σε επιβλητικά ανάκτορα και αγαπούσαν την πολυτέλεια. Οι πόλεις φαίνεται πως ήταν ανοχύρωτες, γεγονός που φανερώνει την απόλυτη εμπιστοσύνη των Κρητών στην κυριαρχία |
Εικ. 7. “Η Παριζιάνα” (1450 π.Χ. περίπου), τμήμα τοιχογραφί ας, Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο.Τμήμα τελετουργικής πομπής. Πρόκειται πιθανόν για ιέρεια ή ακόμα και θεά, που με την εκλεπτυσμένη μορφή της, το ύφος, τα βαμμένα μάτια και χείλη, τα μακριά κατσαρά μαλλιά εντυπωσιάζει. Αντίθετα από τους Αιγυπτίους, που ζωγράφιζαν σε επιφάνεια στεγνή, οι Μινωίτες δούλευαν σε νωπή επιφάνεια, πράγμα που προσδίδει περισσότερη αμεσότητα στο έργο, στο οποίο ο ζωγράφος έπρεπε να δουλέψει γρήγορα, σχεδόν ενστικτωδώς, με μεγάλη δεξιοτεχνία. Παρ’ όλη την ομοιότητα των κατ΄ ατομών με την αιγυπτιακή και τη μεσοποταμιακή ζωγραφική, στις οποίες το μάτι εμφανίζεται “κατενώπιον” , η κομψότητα της μινωικής μορφής με τα μακριά σγουρά μαλλιά, το γεμάτο αυτοπεποίθηση παράστημα και το χαμογελατστό πρόσωπο ξεχωρίζει. Επίσης, η γωνιακότητα των μορφών που παρατηρούμε στην αιγυπτιακή ζωγραφική εδώ γλυκαίνει με καμπύλες, οι οποίες υποβάλλουν την ελαστικότητα και την κίνηση των ζωντανών όντων.
τους τόσο στον εσωτερικό όσο και στο θαλάσσιο χώρο γύρω από το νησί. Η Κνωσός και η Φαιστός με τα μνημειώδη ανάκτορά τους ήταν τα μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά κέντρα των βασιλέων του νησιού. Άλλα ανάκτορα υπήρχαν στα Μάλια, στις Αρχάνες και στη Ζάκρο. Ένας σεισμός, γύρω στο 1700 π.Χ., προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Τα ανάκτορα γκρεμίστηκαν. Ανοικοδομήθηκαν μετά το σεισμό, κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής της μινωικής Κρήτης, που χαρακτηρίστηκε ως “χρυσός αιώνας” (1700-1400 π.Χ. περίπου). Η μινωική τέχνη είναι σαφώς ιδιαίτερη σε σχέση με την τέχνη των πολιτισμών της περιοχής της Μεσογείου (του κυκλαδικού, της ηπειρωτικής Ελλάδας, του αιγυπτιακού, της Εγγύς Ανατολής), παρ’ όλες τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσά τους. Στους οργανωμένους οικισμούς των Κρητών αναπτύχθηκαν η λιθοτεχνία, η κεραμική, η χρυσοχοΐα, η ελεφαντουργία. |
Εικ. 8. “Τα ταυροκαθάψια” (λίγο μετά το 1500 π.Χ.), τοιχο γραφία από την Κνωσό, Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Η τοιχογραφία είναι τμήμα ευρύτερης σύνθεσης και προέρχεται από το ανάκτορο της Κνωσού, όπως και η “Παριζιάνα”. Μόνο μερικά κομμάτια της παράστασης παραμένουν σώα. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος των κινήσεων των νέων γυναικών (οι οποίες απεικονίζονται με ανοιχτόχρωμο δέρμα) και των νέων ανδρών (με σκουρότερο) που παίρνουν μέρος σε αυτή την τελετουργία. Τα παιχνίδια με τον ταύρο (δεν έχουν καμιά σχέση με τις σύγχρονες ταυρομαχίες) συνέβαιναν στις κεντρικές αυλές των μεγάλων ανακτόρων. Ο νέος άντρας παρουσιάζεται να εκτελεί ριψοκίνδυνα ακροβατικά επάνω στην πλάτη του ταύρου, ενώ η κίνηση του ταύρου υποτβάλλεται από την επιμήκυνση του σώματος και της καμπύλης που διαγράφει.Εικ. 9. “Η μεγάλη θεά των όφεων” (1600 π.Χ. περίπου), φαγεντιανή*, ύψος 34,2 εκ., Κνωσός, Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Αφιερωματικά στη θεά-Μητέρα είναι πολλά πήλινα ειδώλια όπως οι ολόγλυφες θεές των όφεων από επισμαλτωμένο πηλό. Με λιτότητα αλλά και με λεπτομέρειες στο ρούχο και στα τυλιγμένα με φίδια χέρια, η μορφή αποπνέει πνευματικότητα, που φανερώνεται στα έντονα μάτια και στα χρώματα του προσώπου. |
Εικ. 10. Ο δίσκος της Φαιστού (1600 π.Χ.περίπου), Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο.Στις δύο πλευρές του δίσκου είναι χαραγμένη ιερογλυφική γραφή, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει έως σήμερα αποκρυπτογραφηθεί. Εικ. 11. Πήλινος καμαραϊκός κρατήρας (1850-1750 π.Χ. περίπου), Ηράκλειο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Από τα χαρακτηριστικότερα κεραμικά αγγεία είναι τα περίφημα καμαραϊκά. Ονομάστηκαν έτσι από το χωριό Καμάρες, στην Κεντρική Κρήτη, όπου βρέθηκαν μέσα σε σπήλαιο. Τα καμαραϊκά αγγεία έχουν πρωτότυπα σχήματα και είναι διακοσμημένα με πολύπλοκα σχέδια από ατέρμονες συστροφές και στιλιζαρισμένα ζωικά και φυτικά μοτίβα. Εικ. 12. Ανάκτορο της Κνωσού. |
|
Μυκηναϊκός πολιτισμός Ο μυκηναϊκός πολιτισμός πήρε το όνομά του από τις Μυκήνες, που βρίσκονται κοντά σε ένα λόφο και περιβάλλονται από πελώρια τείχη, τα οποία αργότερα ο λαός απέδωσε στους Κύκλωπες και γι’ αυτό τα ονόμασε “κυκλώπεια”.Χρονικά συμπίπτει με την τελευταία φάση της εποχής του χαλκού στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, ανάμεσα στο 1600 και το 1100 π.Χ., που ονομάζεται υστεροελλαδική περίοδος. Από το 1500 π.Χ. και μετά ο μυκηναϊκός πολιτισμός, αφού αναπτύχθηκε πλήρως στην ηπειρωτική Ελλάδα (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός, Αθήνα), εξαπλώθηκε στο Αιγαίο, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Μεσόγειο. Μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας οι Αχαιοί της ηπειρωτικής Ελλάδας εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό και κυριάρχησαν στη Μινωική Κρήτη. Ο 14ος και ο 13ος αιώνας π.Χ. ήταν η περίοδος της μεγάλης ακμής της ηπειρωτικής Ελλάδας και οι Αχαιοί κυριάρχησαν τόσο στο Αιγαίο όσο και σε όλη τη Μεσόγειο η εποχή ονομάστηκε μυκηναϊκή κοινή. Ανάκτορα βρέθηκαν, εκτός από τις Μυκήνες, |
και στην Τίρυνθα, την Πύλο, τη Θήβα, την Ελευσίνα, την Εγκωμή της Κύπρου, την Αθήνα. Γενικώς, οι μυκηναϊκές ακροπόλεις ήταν ικανές να προστατεύσουν το λαό της πόλης που εκτεινόταν κοντά τους. Χωρίς αμφιβολία, η μυκηναϊκή τέχνη επηρεά στηκε από τη μινωική. Ανέπτυξε όμως έναν εντε λώς ιδιαίτερο χαρακτήρα, ο οποίος εκφράστηκε με εντυπωσιακά στοιχεία σε διαφορετικές μορφές τέχνης που επηρέασαν τους λαούς των παραλίων της Μεσογείου. Ο Όμηρος ονόμαζε τις Μυκήνες “πολύχρυσες” εξαιτίας του πλούτου της πολιτισμι κής τους παραγωγής, όπως αποδείχθηκε από τα χρυσά αρχαιολογικά ευρήματα.Τα βασίλεια των μυκηναϊκών κέντρων καταλύ θηκαν περί το 1100 π.Χ., με την κάθοδο των Δωρι έων στον ελληνικό χώρο.
Εικ. 13. “Η Πύλη των Λεόντων” (1300-1250 π.Χ. περίπου), Μυκήνες.
Από τη μεγαλοπρεπή πύλη των τειχών της πόλης σήμερα σώζονται ένα κατώφλι και ένα υπέρθυρο, που στηρίζεται σε δύο παραστάδες. Επάνω από το υπέρθυρο, σε μια τεράστια κατακόρυφη πλάκα, είναι σκαλισμένο ανάγλυφα το σύμβολο της πόλης ή το οικόσημο της δυναστείας των βασιλέων. Δεξιά και αριστερά από έναν κίονα που στηρίζεται σε διπλή βάση βρίσκονται δύο λιοντάρια (γρύπες;) τα οποία πιθανότατα είχαν επιχρυσωμένα χάλκινα κεφάλια. |
Εικ. 14. “Ο θησαυρός” του Ατρέως (1300-1250 π.Χ. περί που), Μυκήνες. Οι πολυτελείς τάφοι δηλώνουν τη λατρεία στους νεκρούς, τους οποίους συνόδευαν στο ταξίδι τους εξαιρετικά πολύτιμα αντικείμενα (κτερίσματα) όπως όπλα, εγχειρίδια, χρυσά προσωπεία, κοσμήματα, αργυρά ποτήρια, πήλινα αγγεία, χάλκινα ξίφη. Ο τάφος του Αγαμέμνονα, γνωστός ως “Θησαυρός του Ατρέως”, είναι ένα πολύ καλά διατηρημένο δείγμα θολωτού τάφου. Αυτό που θαυμάζει κανείς στην τοιχοποιία του θόλου και των τοιχωμάτων του δρόμου που οδηγεί σ’ αυτόν είναι η τέλεια προσαρμογή των αρμών. Ο θόλος έχει διάμετρο 14,50 μ. και ύψος 13,20 μ., ενώ ο δρόμος έχει μήκος 35 μ. Πρόκειται για το μεγαλύτερο θολωτά σκεπασμένο χώρο, χωρίς εσωτερικά υποστηρίγματα, σε όλη την αρχαιότητα. Το Ρωμαϊκό Πάνθεον θα χτιστεί χίλια πεντακόσια χρόνια αρτγότερα με μια τεχνολογία άγνωστη στους Μυκηναίους τεχνίτες.Εικ. 15. Μυκήνες. Ταφικός περίβολος μέσα από τα τείχη: α. “Πύλη των Λεόντων”, β. σιταποθήκη, γ. άνοδος προς τα ανάκτορα, δ. ο περίβολος (σχ. Lawrence). – Κάτοψη μεγάρου στην Τίρυνθα. Μέσα στην πανίσχυρη ακρόπολη των Μυκηνών, στην οποία μπαίνει |
κανείς από την επιβλητική “Πύλη των Λεόντων”, υπάρχουν τα ανάκτορα των βασιλέων που καταπλήσσουν με τον όγκο τους, παρ’ όλο που δεν είναι πολυδαίδαλα και πολυώροφα όπως τα μινωικά. Χαρακτηριστική είναι η κεντρική αίθουσα, το “μέγαρον”, που προοριζόταν για το βασιλιά και την ακολουθία του. Οι μεταγενέστεροι ελληνικοί ναοί χτίστηκαν πάνω στον τύπο του μυκηναϊκού ανακτόρου. Τα ανάκτορα και οι βασιλικοί τάφοι ανακαλύφθηκαν από το Σλήμαν στο τέλος του 19ου αιώνα, το 1876. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα έχουν μερικά βασικά χαρακτηριστικά: την ίδρυσή τους επάνω σε λόφο ή ύψωμα, την οχύρωση, την ανάπτυξη γύρω από μια αυλή, το τριμερές ισόγειο μέγαρο του οποίου η πρόσοψη είναι στραμμένη προς νότο, τη στέγαση συνήθως με οριζόντιο δώμα, τα πλάγια διαμερίσματα ανυψωμένα σε όροφο.Εικ. 16. “Η Μυκηναία” (13ος αιώνας π.Χ.), τμήμα τοιχογραφίας, 0,53 x 0,70 μ., Μυκήνες, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Από τα πιο σπουδαία δείγματα της μυκηναϊκής τέχνης, η γυναικεία αυτή μορφή είναι εντυπωσιακή για τη φυσικότητα, τη ζωντάνια, τη λεπτότατη εργασία στην απόδοση των λεπτομερειών. Το πρόσωπο είναι σε κατατομή, το μάτι και ο κορμός κατενώπιον. |
Εικ. 17. Δύο χρυσά κύπελλα με έκκρουστη διακόσμηση* (1500 π.Χ. περίπου), ύψος 7,8 εκ. και 8,4 εκ. αντίστοιχα, Βαφείο Λακωνίας (θολωτός τάφος), Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στη μεταλλοτεχνία ανήκουν τα δύο χρυσά κύπελλα από το Βαφείο της Λακωνίας, από τα σπουδαιότερα δείγματα της τέχνης των Μυκηναίων, τα οποία φέρουν έκκρουστες παραστάσεις.Εικ. 18. Χρυσή έκκρουστη νεκρική προσωπίδα (κατά το Σλήμαν, ανήκει στον Αγαμέμνονα) από τον τάφο V του περιβόλου Α, Μυκήνες (1600-1500 π.Χ. περίπου), ύψος 0,26 μ., Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρέθηκε σε τάφο των Μυκηνών να σκεπάζει το πρόσωπο νεκρού, με αποτυπωμένα τα χαρακτηριστικά του. Η προσωπίδα απεικονίζει ώριμο άντρα, ίσως βασιλιά.
Εικ. 19. Χάλκινο εγχειρίδιο με εμπίεστη χρυσή διακόσμηση σε νιέλο*, μήκος 23,8 εκ., Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στα εμπίεστα έργα τα διακοσμητικά στοιχεία είναι κομμένα από λεπτό φύλλο μετάλλου, θερμαίνονται κια σφυρηλατούνται επάνω στο επίσης μεταλλικό αντικείμενο σε φόντο από νιέλο (συνδυασμός από μεταλλικά θειούχα άλατα μαύρου χρώματος), ώσπου να κολλήσουν. Είναι τεχνική που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για τη διακόσμηση των λεπίδων χάλκινων εγχειριδίων με παραστάσεις κυνηγιού ή ζώων και φυτών. Οι συνθέσεις είναι ζωηρές και ισορροπημένες, γεμάτες φυσικότητα και κίνηση, και ακολουθούν το σχήμα της λεπίδας. |
ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΓΟΥ
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Εμπίεστη και χαράκτη διακόσμηση: Πρόκειται για τρόπους δημιουργίας διακοσμητικών μοτίβων επάνω σε μαλακό υλικό όπως ο πηλός. Στην εμπίεστη διακόσμηση σκληρά αντικείμενα, που έχουν σχήμα ανάλογο με το προς αποτύπωση σχήμα, πιέζονται επάνω στην επιφάνεια και αφήνουν το αποτύπωμά τους. Στη χαρακτή διακόσμηση τα επιθυμητά σχήματα χαράσσονται με αιχμηρά αντικείμενα. Φαγεντιανή: Πρόκειται για τεχνική επισμάλτωσης κεραμικών. Ο όρος συναντάται και ως “φαγιάνς”. Προέρχεται από τη φημισμένη για τα κεραμικά της πόλη της Ιταλίας Φαέντσα (Faenza). |