Πλάτωνος “Πρωταγόρας” κείμενο-μετάφραση

newego_LARGE_t_1101_54071967

ENOTHTA 2η

Κείμενο: 320d – 321b5

Μετάφραση

     ῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται. ἐπειδὴ δ’ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ᾿Επιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς

πρέπει.

Προμηθέα δὲ παραιτεῖται ᾿Επιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι,

“Νείμαντος δέ μου,” ἔφη, “ἐπίσκεψαι·” καὶ οὕτω πείσας νέμει. νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν,

τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς

δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν

φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε  αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν. ταῦτα

δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ

Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς

τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα,

δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι

τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ

ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς

καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ

ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν· καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις

ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων.

Υπήρχε κάποτε μια εποχή, όταν υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όμως όντα. Όταν ήρθε και γι’ αυτά ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για να γεννηθούν, τα πλάθουν αυτά οι θεοί μέσα στη γη   αφού τα ανέμειξαν με χώμα και νερό και   από όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά.

Όταν επρόκειτο να τα οδηγήσουν αυτά στο φως, έδωσαν εντολή  στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν στο καθένα ικανότητες όπως πρέπει.

Ο Επιμηθέας ζητά ως χάρη από τον Προμηθέα ο ίδιος να κάνει τη μοιρασιά, «όταν εγώ μοιράσω», είπε, «εξέτασε». Και έτσι αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά. Καθώς μοίραζε, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, τα πιο αδύναμα με ταχύτητα εφοδίαζε· σε άλλα έδινε όπλα, ενώ σε άλλα επειδή έδινε άοπλη φύση, κάποια άλλη δυνατότητα σωτηρίας επινοούσε. Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλλε με μικρό σώμα, μοίραζε φυγή πουλιού ή υπόγεια κατοικία· σε όσα έδινε μεγάλο σώμα με αυτό το ίδιο τα έσωζε·  έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες ισορροπώντας τις μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτά τα επινοούσε,  επειδή πρόσεχε μήπως κάποιο είδος αφανιστεί.  Επειδή τους παρείχε αρκετά μέσα αποφυγής της αλληλοεξόντωσης, μηχανευόταν μέσα προσαρμογής απέναντι στις αλλαγές του καιρού που προκαλούνται από τον Δία, ντύνοντας τα με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα, ικανά από τη μια να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα, ενώ από τη άλλη κατάλληλα και στις ζέστες,

 κι ακόμη, όταν πάνε στη φωλιά τους, τα ίδια αυτά να τους είναι στρώμα  δικό τους και φυσικό του στο καθένα, και δένοντας τα πόδια τους άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρματα στερεά και χωρίς αίμα. Ύστερα απ’ αυτό τους προμήθευε τροφές σε άλλα άλλες, σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων, και σε άλλα ρίζες· σε μερικά έδωσε  τροφή τους να είναι η βορά άλλων ζώων σ’ αυτά όμως τα ζώα έδωσε  την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους, ενώ σε κείνα που τρώγονταν απ’ αυτά, έδωσε την μεγάλη γονιμότητα, επινοώντας έτσι σωτηρία για το γένος τους.

Ενότητα 3η

Κείμενο: 321 b6 – 322a Μετάφραση
ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ ᾿Επιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸνκαταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψό-

μενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι,

κλέπτει ῾Ηφαίστου καὶ ᾿Αθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν

πυρί—ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ

χρησίμην γενέσθαι—καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ.

τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ

πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. τῷ δὲ Προμηθεῖ

εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει

εἰσελθεῖν—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν—εἰς

δὲ τὸ τῆς ᾿Αθηνᾶς καὶ ῾Ηφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ  ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ ῾Ηφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς ᾿Αθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι’ ᾿Επιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ

λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.

 

 

Μιας και δεν ήταν και πολύ σοφός ο Επιμηθέας, χωρίς να το καταλάβει ξόδεψε τις δυνάμεις στα άλογα ζώហτου έμεινε λοιπόν αφρόντιστο το ανθρώπινο γένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Ενώ βρισκόταν σε αδιέξοδο έρχεται ο Προμηθέας  για να εξετάσει τη μοιρασιά, και βλέπει από τη μια ότι τα άλλα ζώα είναι κατάλληλα εφοδιασμένα σε όλα, ενώ ο άνθρωπος ήταν γυμνός και χωρίς υποδήματα και  στρώμα και όπλហκαι ήδη είχε έρθει η καθορισμένη από τη μοίρα ώρα, κατά την οποία έπρεπε και ο άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως. Καθώς ήταν λοιπόν σε αδιέξοδο ο Προμηθέας ποια σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο,  κλέβει  την τεχνική ικανότητα του Ηφαίστου και της Αθηνάς και μαζί τη φωτιά ―γιατί ήταν αδύνατο να αποκτήσει κανείς ή να χρησιμοποιήσει την ικανότητα αυτή χωρίς φωτιά― και έτσι  τη δωρίζει στον άνθρωπο.

Έτσι λοιπόν απέκτησε ο άνθρωπος τη σοφία  που του χρειάζονται για τη ζωή του, την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε· γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δια. Κι ο Προμηθέας δεν ήταν  πια δυνατό  να μπει μέσα στην ακρόπολη, στην κατοικία  του Δία· επιπλέον  και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί· στην  κοινή  όμως κατοικία της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυο τους ασκούσαν  τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, και αφού έκλεψε  την  τέχνη με φωτιά του Ηφαίστου και την  άλλη  της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο· και απ’ αυτό εξασφαλίζεται για τον  άνθρωπο πλούσια  μέσα για τη ζωή του, ο Προμηθεύς όμως εξ αιτίας του Επιμηθέως κατηγορήθηκε ύστερα, όπως λέγουν, για κλοπή.

 

 

 

 

Ενότητα 4η

ΚΕΙΜΕΝΟ 322Α-323Α          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
᾿Επειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲνδιὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν·

ἔπειτα

φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο.

οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς

ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν·

ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι

εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής

–πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική–

ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’

οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο.

Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν,

῾Ερμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.

ἐρωτᾷ

οὖν ῾Ερμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις· “Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας

νείμω; νενέμηνται δὲ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ

οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;” “᾿Επὶ

πάντας,” ἔφη ὁ Ζεύς, “καὶ πάντες μετεχόντων· οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων

τεχνῶν·

καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον

αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.”

οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ ᾿Αθηναῖοι,

ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς

δημιουργικῆς, ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν

τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς–εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι–ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολι-

τικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ

σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ

προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις.

αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.

 

 

Επειδή ο άνθρωπος συμμετείχε στον θεϊκό κλήρο, πρώτα λοιπόν, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Θεό, μόνος από τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να φτιάχνει βωμούς και αγάλματα των θεών` 

έπειτα γρήγορα άρθρωσε λόγο και λέξεις με την τέχνη και βρήκε κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές από τη γη.

   Έτσι λοιπόν, εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι, πόλεις όμως, δεν υπήρχαν.

Καταστρέφονταν λοιπόν, από τα θηρία, επειδή από κάθε άποψη ήταν πιο αδύναμοι από αυτά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν γι’ αυτούς επαρκής βοηθός για την τροφή τους, για τον πόλεμο όμως με τα θηρία (ήταν) ανεπαρκής – γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος είναι η πολεμική – επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις` κάθε φορά λοιπόν, που συναθροίζονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη με αποτέλεσμα, αφού διασκορπίζονταν, να καταστρέφονται.

  Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μη χαθεί εντελώς, στέλνει τον Ερμή πού έφερνε στους ανθρώπους τον σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να υπάρξει τάξη στις πόλεις και δεσμοί που να (τις) συνδέουν με τη φιλία.

 Ρωτά λοιπόν, ο Ερμής τον Δία με ποιο τρόπο να δώσει τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό στους ανθρώπους` «Ποιο από τα δύο, όπως έχουν μοιρασθεί οι τέχνες, έτσι και αυτές να μοιράσω; Και έχουν μοιρασθεί ως εξής: ένας που κατέχει την ιατρική επαρκεί για πολλούς απλούς πολίτες, (το ίδιο) και οι άλλοι τεχνίτες` έτσι λοιπόν, να βάλω τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό μέσα στους ανθρώπους ή σε όλους να (τις) μοιράσω;» «Σε όλους» είπε ο Δίας «και όλοι να μετέχουν σ’ αυτές` γιατί δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις , αν μετέχουν λίγοι, όπως ακριβώς στις άλλες τέχνες`

 και βάλε νόμο από εμένα, αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει στον σεβασμό και στη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλεως.»

   Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και για αυτούς τους λόγους και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται λόγος για την οικοδομική ικανότητα ή για κάποια άλλη τεχνική (ικανότητα), νομίζουν ότι λίγοι έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύουν, και αν κάποιος που είναι έξω από τους λίγους επιχειρεί να συμβουλεύει, δεν τον ανέχονται, όπως εσύ λες – και σωστά, όπως εγώ ισχυρίζομαι – όταν όμως έρχονται για συμβουλές για την πολιτική αρετή, η οποία πρέπει ολόκληρη να διέπεται από δικαιοσύνη και φρόνηση, εύλογα ανέχονται κάθε άνδρα, με την ιδέα ότι ταιριάζει στον καθένα να έχει μερίδιο σ’ αυτήν την αρετή, αλλιώς να μην υπάρχουν πόλεις.

Αυτή Σωκράτη είναι η αιτία αυτού του πράγματος.

 

 

 

Ενότητα 5η

ΚΕΙΜΕΝΟ 323Α-Ε          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
῞Ινα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλληςπολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς

εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς

μαινόμενον·

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην

ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν,

ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν

πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ

μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· ὡς ἀναγ-

καῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.

῞Οτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης

τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω·

ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας

παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται,

τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι.

 

ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι

φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’

ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως

ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν;

ταῦτα μὲν γὰρ, οἶμαι, ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις·

ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις,

ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ

τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ

συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς·

     Για να μη νομίζεις ότι εξαπατάσαι ότι πραγματικά πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι ότι κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και στην πολιτική αρετή, πάρε ως απόδειξη αυτό.Δηλαδή στις άλλες ικανότητες, όπως εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε κάποια άλλη τέχνη, στην οποία όμως δεν είναι, τον περιγελούν ή οργίζονται (εναντίον του), και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με την ιδέα ότι είναι τρελός˙

στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, αν και γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος, εάν αυτός ο ίδιος ομολογεί την αλήθεια εις βάρος του μπροστά σε πολλούς, αυτό που σε εκείνη την περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σύνεση, δηλαδή το να λέει την αλήθεια,

σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι, είτε όχι, αλλιώς αυτός που δεν υποκρίνεται ότι είναι δίκαιος πιστεύουν ότι είναι τρελός, με την ιδέα ότι ο καθένας χωρίς εξαίρεση είναι ανάγκη να μετέχει σ’ αυτή μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλιώς να μη ζει ανάμεσα σε ανθρώπους.

   Ότι λοιπόν, εύλογα δέχονται κάθε άνδρα ως σύμβουλο σ’ αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν μερίδιο σ’ αυτή, αυτά τα επιχειρήματα φέρνω˙

ότι όμως πιστεύουν πως αυτή δεν είναι έμφυτη, ούτε από τύχη (δεν έρχεται από τη φύση, ούτε μόνη της), αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί και ότι επέρχεται (γίνεται κτήμα), σ’ όποιον τυχόν επέρχεται (γίνεται κτήμα), ύστερα από φροντίδες, αυτό θα προσπαθήσω να σου αποδείξω στη συνέχεια.

 

Γιατί όσα ελαττώματα νομίζουν οι άνθρωποι, ο ένας για τον άλλον, ότι τα έχουν φυσικά (από τη φύση)

ή τυχαία, κανένας δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί αυτούς που έχουν αυτά, για να μην είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπάται˙

παραδείγματος χάριν στους άσχημους, στους μικρόσωμους ή στους αδύναμους ποιος (είναι) τόσο ανόητος, ώστε να προσπαθεί να τους κάνει κάτι από αυτά;

Διότι γνωρίζουν, νομίζω, ότι αυτά έρχονται στους ανθρώπους από τη φύση και την τύχη, δηλαδή τα χαρίσματα και τα αντίθετά τους˙

όσα καλά όμως νομίζουν ότι συμβαίνουν στους ανθρώπους μετά από φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία,

εάν κανείς δεν τα έχει αυτά αλλά τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, γίνονται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις˙

ένα από αυτά είναι και η αδικία και η ασέβεια και περιληπτικώς καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή.

 

 

 

ENOTHTA 6η

ΚΕΙΜΕΝΟ 324Α-C          ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ἔνθα δὴπᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας

καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν

εἶναι ἀρετήν. οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς

τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις

μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστωςτιμωρεῖται· ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος

τιμωρεῖται–οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη–ἀλλὰ

τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος

μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν· ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ

τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα ᾿Αθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται· ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ ᾿Αθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν

εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται

οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται

ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι  φαίνεται.

 

Τότε λοιπόν, ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, φανερά δηλαδή, με την ιδέα ότι μπορεί να αποκτηθεί με φροντίδα και μάθηση˙αν αλήθεια θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι τέλος πάντων σημαίνει το να τιμωρεί (κανείς) αυτούς που αδικούν,

αυτό το ίδιο θα σε διδάξει, ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν πως είναι δυνατόν να αποκτηθεί η αρετή.

Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, δηλαδή ότι έκανε κάποιος ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος εκδικείται απερίσκεπτα όπως ακριβώς ένα θηρίο˙

ενώ αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί με σύνεση, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει περάσει

 – γιατί δεν μπορεί να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει – αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος, ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε˙

 και αφού έχει τέτοια σκέψη, πιστεύει ότι η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθεί˙ για να μην επαναληφθεί στο μέλλον βέβαια τιμωρεί. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όσοι ακριβώς τιμωρούν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.

 Τιμωρούν για εκδίκηση και σωφρονισμό όποιους νομίζουν ότι αδικούν, και οι άλλοι άνθρωποι και προ πάντων οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου˙ επομένως, σύμφωνα με αυτή τη σκέψη και οι Αθηναίοι ανήκουν σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί.

 Ότι λοιπόν, δικαιολογημένα δέχονται οι συμπολίτες σου και τον μεταλλουργό και τον τσαγκάρη να συμβουλεύει για τα πολιτικά και

ότι πιστεύουν ότι μπορεί να διδαχθεί και να αποκτηθεί η αρετή, έχει αποδειχθεί ικανοποιητικά σε σένα, Σωκράτη, καθώς τουλάχιστον μου φαίνεται.

 

 

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση