Με αφορμή την επέτειο της άλωσης της Πόλης απο τους Οθωμανούς τον Μάϊο του 1453 παρατίθενται δημοτικά τραγούδια της Άλωσης αλλά και ποιήματα νεώτερων Ελλήνων ποιητών εμπνευσμένα από αυτήν την τραγική ημέρα της ιστορίας μας.
Της Αγιά Σοφιάς
Δημοτικό τραγούδι
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
“Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ‘ρθουνε τρία καράβια,
τό ‘να να πάρει το Σταυρό, και τ’ άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν”.
H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι.
Μαρμαρωμένε Βασιλιά
Κωνσταντίνος Καρυωτάκης
Και ρίχτηκε με τ’ άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.
Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ’ αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ’ αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π’ ακόμα χτες εστόλιζ’ ένα θρόνο,
κι εσφάλισε – οϊμένανε! – για πάντ’ αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν’ ελπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!
Ο τελευταίος Παλαιολόγος
Γεώργιος Βιζυηνός (1882)
– Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;
– Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
– Απέθανε, γιαγιά;
– Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
– Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
– Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ’ αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.
– Πότε, γιαγιά μου, πότε;
– Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.
Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!
Ανακάλημα Κωνσταντινουπόλεως
Ε. Κριαράς (έκδ.),
Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31.
“Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
“Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν”.
Πάρθεν η Ρωμανία
(Δημοτικό απόσπασμα)
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
-“Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
Οδυσσέα Ελύτη
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες
στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρ-
δος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ – κάποτε τα στραβά δόντια του άσπρι-
ζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώ-
πους κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλί-
σουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο
Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ’ ώρα μεγάλης τρικυ-
μίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερ-
ξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
II
Θεέ μου και τώρα τι Που ‘χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη
μοναξιά του ποιος αυτός που ‘ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει τι
Που όλα του τα ‘χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσή-
μερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδη-
χτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κορι-
τσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του
φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη
θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ’ ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που ‘σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα
να τον κυριε
III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο-
ρα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ’ τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κά-
θε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του ‘φερναν Ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ’ αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
1 σχόλιο
Η Αγία Σοφία.. εάλω!
Τό τήν Πίστιν μας δοῦναι, ποτέ εἰς ἀπίστους
μηδέ Σύμβολα Ἱερά εἰς βεβήλους ἀλήστους.
«Τετρακόσα σήμαντρα κ’ εξηντα-δυό καμπάνες»
χτυπήστε, της Ορθοδοξίας, τον πένθιμο ρυθμό.
Η Αγία Σοφία, φευ! από βέβηλους «εάλω..!»
Ηχήστε σάλπιγγες του Γένους και παιάνες
το Εθνικό μας εμβατήριο και συναγερμό
της μνήμης εγερτήριο πριν μας συμβεί και άλλο.!
Σε αναπαράσταση το έγκλημα προβάλουν
ως έμβλημα, ωιμέ, οι μωαμεθανοί
ουαί, γνώμη και τρίχα δεν αλλάζουν
τα Ιερά μας και όσια προσβάλουν
και στο ηρωικό «ή τη Νίκη ή τη θανή!»
ουρλιάζουν ως λύκοι και αλαλάζουν.
Και «φίλοι και σύμμαχοι πολιτισμένοι»
με λόγια υποτονικά, «θωπευτικά»
διαμεσολαβητές εσαεί που μας εμπαίζουν
χέρι το χέρι με το διάβολο πιασμένοι
για το συμφέρον τους, κοροϊδευτικά
με σημαδεμένη τράπουλα μας παίζουν.
Σε μία ζυγαριά, ψεύτρα, μας ζυγίζουν
με δύο μέτρα και με δυο σταθμά
το δίκιο με το άδικο στα βάρη
ταχυδακτυλουργοί που θησαυρίζουν
παίρνουν το Πνεύμα μας για ταραμά
και το πουλάν οι κερδοσκόποι για χαβιάρι.
Β. Γ. Βλαχάκος