ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ: ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ “ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ”
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ
ENOTHTA 2η
Κείμενο: 320d – 321b5 |
Μετάφραση |
῏Ην γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται. ἐπειδὴ δ’ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ᾿Επιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς
πρέπει. Προμηθέα δὲ παραιτεῖται ᾿Επιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι, “Νείμαντος δέ μου,” ἔφη, “ἐπίσκεψαι·” καὶ οὕτω πείσας νέμει. νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν. ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν· καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων. |
Υπήρχε κάποτε μια εποχή, όταν υπήρχαν θεοί, δεν υπήρχαν όμως θνητά όμως όντα. Όταν ήρθε και γι’ αυτά ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για να γεννηθούν, τα πλάθουν αυτά οι θεοί μέσα στη γη αφού τα ανέμειξαν με χώμα και νερό και από όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά.
Όταν επρόκειτο να τα οδηγήσουν αυτά στο φως, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα στολίσουν και να μοιράσουν στο καθένα ικανότητες όπως πρέπει. Ο Επιμηθέας ζητά ως χάρη από τον Προμηθέα ο ίδιος να κάνει τη μοιρασιά, «όταν εγώ μοιράσω», είπε, «εξέτασε». Και έτσι αφού τον έπεισε, κάνει τη μοιρασιά. Καθώς μοίραζε, σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, τα πιο αδύναμα με ταχύτητα εφοδίαζε· σε άλλα έδινε όπλα, ενώ σε άλλα επειδή έδινε άοπλη φύση, κάποια άλλη δυνατότητα σωτηρίας επινοούσε. Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλλε με μικρό σώμα, μοίραζε φυγή πουλιού ή υπόγεια κατοικία· σε όσα έδινε μεγάλο σώμα με αυτό το ίδιο τα έσωζε· έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες ισορροπώντας τις μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτά τα επινοούσε, επειδή πρόσεχε μήπως κάποιο είδος αφανιστεί. Επειδή τους παρείχε αρκετά μέσα αποφυγής της αλληλοεξόντωσης, μηχανευόταν μέσα προσαρμογής απέναντι στις αλλαγές του καιρού που προκαλούνται από τον Δία, ντύνοντας τα με πυκνές τρίχες και στερεά δέρματα, ικανά από τη μια να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα, ενώ από τη άλλη κατάλληλα και στις ζέστες, κι ακόμη, όταν πάνε στη φωλιά τους, τα ίδια αυτά να τους είναι στρώμα δικό τους και φυσικό του στο καθένα, και δένοντας τα πόδια τους άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρματα στερεά και χωρίς αίμα. Ύστερα απ’ αυτό τους προμήθευε τροφές σε άλλα άλλες, σε άλλα χορτάρι από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων, και σε άλλα ρίζες· σε μερικά έδωσε τροφή τους να είναι η βορά άλλων ζώων σ’ αυτά όμως τα ζώα έδωσε την ιδιότητα να γεννούν λίγους απογόνους, ενώ σε κείνα που τρώγονταν απ’ αυτά, έδωσε την μεγάλη γονιμότητα, επινοώντας έτσι σωτηρία για το γένος τους. |
Ενότητα 3η
Κείμενο: 321 b6 – 322a | Μετάφραση |
ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ ᾿Επιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸνκαταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκόσμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψό-
μενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει ῾Ηφαίστου καὶ ᾿Αθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί—ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι—καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν—πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν—εἰς δὲ τὸ τῆς ᾿Αθηνᾶς καὶ ῾Ηφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ ῾Ηφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς ᾿Αθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι’ ᾿Επιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.
|
Μιας και δεν ήταν και πολύ σοφός ο Επιμηθέας, χωρίς να το καταλάβει ξόδεψε τις δυνάμεις στα άλογα ζώα του έμεινε λοιπόν αφρόντιστο το ανθρώπινο γένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Ενώ βρισκόταν σε αδιέξοδο έρχεται ο Προμηθέας για να εξετάσει τη μοιρασιά, και βλέπει από τη μια ότι τα άλλα ζώα είναι κατάλληλα εφοδιασμένα σε όλα, ενώ ο άνθρωπος ήταν γυμνός και χωρίς υποδήματα και στρώμα και όπλα και ήδη είχε έρθει η καθορισμένη από τη μοίρα ώρα, κατά την οποία έπρεπε και ο άνθρωπος να βγει από τη γη στο φως. Καθώς ήταν λοιπόν σε αδιέξοδο ο Προμηθέας ποια σωτηρία να βρει για τον άνθρωπο, κλέβει την τεχνική ικανότητα του Ηφαίστου και της Αθηνάς και μαζί τη φωτιά ―γιατί ήταν αδύνατο να αποκτήσει κανείς ή να χρησιμοποιήσει την ικανότητα αυτή χωρίς φωτιά― και έτσι τη δωρίζει στον άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν απέκτησε ο άνθρωπος τη σοφία που του χρειάζονται για τη ζωή του, την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε· γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δια. Κι ο Προμηθέας δεν ήταν πια δυνατό να μπει μέσα στην ακρόπολη, στην κατοικία του Δία· επιπλέον και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί· στην κοινή όμως κατοικία της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυο τους ασκούσαν τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, και αφού έκλεψε την τέχνη με φωτιά του Ηφαίστου και την άλλη της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο· και απ’ αυτό εξασφαλίζεται για τον άνθρωπο πλούσια μέσα για τη ζωή του, ο Προμηθεύς όμως εξ αιτίας του Επιμηθέως κατηγορήθηκε ύστερα, όπως λέγουν, για κλοπή.
|
Ενότητα 4η
ΚΕΙΜΕΝΟ 322Α-323Α | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
᾿Επειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲνδιὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν·
ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής –πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική– ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, ῾Ερμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. ἐρωτᾷ οὖν ῾Ερμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώποις· “Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας νείμω; νενέμηνται δὲ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;” “᾿Επὶ πάντας,” ἔφη ὁ Ζεύς, “καὶ πάντες μετεχόντων· οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν· καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.” οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ ᾿Αθηναῖοι, ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς, ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς–εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι–ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολι- τικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις. αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.
|
Επειδή ο άνθρωπος συμμετείχε στον θεϊκό κλήρο, πρώτα λοιπόν, εξαιτίας της συγγένειάς του με τον Θεό, μόνος από τα ζώα πίστεψε σε θεούς και προσπαθούσε να φτιάχνει βωμούς και αγάλματα των θεών`
έπειτα γρήγορα άρθρωσε λόγο και λέξεις με την τέχνη και βρήκε κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές από τη γη. Έτσι λοιπόν, εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι, πόλεις όμως, δεν υπήρχαν. Καταστρέφονταν λοιπόν, από τα θηρία, επειδή από κάθε άποψη ήταν πιο αδύναμοι από αυτά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν γι’ αυτούς επαρκής βοηθός για την τροφή τους, για τον πόλεμο όμως με τα θηρία (ήταν) ανεπαρκής – γιατί δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, της οποίας μέρος είναι η πολεμική – επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να σώζονται κτίζοντας πόλεις` κάθε φορά λοιπόν, που συναθροίζονταν, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, επειδή δεν είχαν την πολιτική τέχνη με αποτέλεσμα, αφού διασκορπίζονταν, να καταστρέφονται. Ο Δίας λοιπόν, επειδή φοβήθηκε για το γένος μας, μη χαθεί εντελώς, στέλνει τον Ερμή πού έφερνε στους ανθρώπους τον σεβασμό και τη δικαιοσύνη, για να υπάρξει τάξη στις πόλεις και δεσμοί που να (τις) συνδέουν με τη φιλία. Ρωτά λοιπόν, ο Ερμής τον Δία με ποιο τρόπο να δώσει τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό στους ανθρώπους` «Ποιο από τα δύο, όπως έχουν μοιρασθεί οι τέχνες, έτσι και αυτές να μοιράσω; Και έχουν μοιρασθεί ως εξής: ένας που κατέχει την ιατρική επαρκεί για πολλούς απλούς πολίτες, (το ίδιο) και οι άλλοι τεχνίτες` έτσι λοιπόν, να βάλω τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό μέσα στους ανθρώπους ή σε όλους να (τις) μοιράσω;» «Σε όλους» είπε ο Δίας «και όλοι να μετέχουν σ’ αυτές` γιατί δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις , αν μετέχουν λίγοι, όπως ακριβώς στις άλλες τέχνες` και βάλε νόμο από εμένα, αυτόν που δεν μπορεί να μετέχει στον σεβασμό και στη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν ως αρρώστια της πόλεως.» Έτσι λοιπόν, Σωκράτη, και για αυτούς τους λόγους και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται λόγος για την οικοδομική ικανότητα ή για κάποια άλλη τεχνική (ικανότητα), νομίζουν ότι λίγοι έχουν τη δυνατότητα να συμβουλεύουν, και αν κάποιος που είναι έξω από τους λίγους επιχειρεί να συμβουλεύει, δεν τον ανέχονται, όπως εσύ λες – και σωστά, όπως εγώ ισχυρίζομαι – όταν όμως έρχονται για συμβουλές για την πολιτική αρετή, η οποία πρέπει ολόκληρη να διέπεται από δικαιοσύνη και φρόνηση, εύλογα ανέχονται κάθε άνδρα, με την ιδέα ότι ταιριάζει στον καθένα να έχει μερίδιο σ’ αυτήν την αρετή, αλλιώς να μην υπάρχουν πόλεις. Αυτή Σωκράτη είναι η αιτία αυτού του πράγματος.
|
Ενότητα 5η
ΚΕΙΜΕΝΟ 323Α-Ε | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ | ||
῞Ινα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλληςπολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς
εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· ὡς ἀναγ- καῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις. ῞Οτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι.
ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; ταῦτα μὲν γὰρ, οἶμαι, ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς· |
Για να μη νομίζεις ότι εξαπατάσαι ότι πραγματικά πιστεύουν όλοι οι άνθρωποι ότι κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και στην πολιτική αρετή, πάρε ως απόδειξη αυτό.Δηλαδή στις άλλες ικανότητες, όπως εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε κάποια άλλη τέχνη, στην οποία όμως δεν είναι, τον περιγελούν ή οργίζονται (εναντίον του), και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με την ιδέα ότι είναι τρελός˙
στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, αν και γνωρίζουν ότι κάποιος είναι άδικος, εάν αυτός ο ίδιος ομολογεί την αλήθεια εις βάρος του μπροστά σε πολλούς, αυτό που σε εκείνη την περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σύνεση, δηλαδή το να λέει την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι, είτε όχι, αλλιώς αυτός που δεν υποκρίνεται ότι είναι δίκαιος πιστεύουν ότι είναι τρελός, με την ιδέα ότι ο καθένας χωρίς εξαίρεση είναι ανάγκη να μετέχει σ’ αυτή μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλιώς να μη ζει ανάμεσα σε ανθρώπους. Ότι λοιπόν, εύλογα δέχονται κάθε άνδρα ως σύμβουλο σ’ αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν μερίδιο σ’ αυτή, αυτά τα επιχειρήματα φέρνω˙ ότι όμως πιστεύουν πως αυτή δεν είναι έμφυτη, ούτε από τύχη (δεν έρχεται από τη φύση, ούτε μόνη της), αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί και ότι επέρχεται (γίνεται κτήμα), σ’ όποιον τυχόν επέρχεται (γίνεται κτήμα), ύστερα από φροντίδες, αυτό θα προσπαθήσω να σου αποδείξω στη συνέχεια.
Γιατί όσα ελαττώματα νομίζουν οι άνθρωποι, ο ένας για τον άλλον, ότι τα έχουν φυσικά (από τη φύση) ή τυχαία, κανένας δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί αυτούς που έχουν αυτά, για να μην είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπάται˙ παραδείγματος χάριν στους άσχημους, στους μικρόσωμους ή στους αδύναμους ποιος (είναι) τόσο ανόητος, ώστε να προσπαθεί να τους κάνει κάτι από αυτά; Διότι γνωρίζουν, νομίζω, ότι αυτά έρχονται στους ανθρώπους από τη φύση και την τύχη, δηλαδή τα χαρίσματα και τα αντίθετά τους˙ όσα καλά όμως νομίζουν ότι συμβαίνουν στους ανθρώπους μετά από φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, εάν κανείς δεν τα έχει αυτά αλλά τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, γίνονται και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι παραινέσεις˙ ένα από αυτά είναι και η αδικία και η ασέβεια και περιληπτικώς καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή.
|
||
ENOTHTA 6η
ΚΕΙΜΕΝΟ 324Α-C | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
ἔνθα δὴπᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας
καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν. οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστωςτιμωρεῖται· ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται–οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη–ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν· ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα ᾿Αθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται· ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ ᾿Αθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται.
|
Τότε λοιπόν, ο καθένας θυμώνει με τον καθένα και τον συμβουλεύει, φανερά δηλαδή, με την ιδέα ότι μπορεί να αποκτηθεί με φροντίδα και μάθηση˙αν αλήθεια θέλεις, Σωκράτη, να καταλάβεις τι τέλος πάντων σημαίνει το να τιμωρεί (κανείς) αυτούς που αδικούν,
αυτό το ίδιο θα σε διδάξει, ότι οι άνθρωποι τουλάχιστον νομίζουν πως είναι δυνατόν να αποκτηθεί η αρετή. Γιατί κανένας δεν τιμωρεί αυτούς που αδικούν έχοντας το νου του σ’ αυτό και εξαιτίας αυτού, δηλαδή ότι έκανε κάποιος ένα αδίκημα, εκτός αν κάποιος εκδικείται απερίσκεπτα όπως ακριβώς ένα θηρίο˙ ενώ αυτός που επιχειρεί να τιμωρεί με σύνεση, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έχει περάσει – γιατί δεν μπορεί να κάνει αυτό που έγινε να μην έχει γίνει – αλλά για το μέλλον, για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος, ούτε άλλος που είδε ότι αυτός τιμωρήθηκε˙ και αφού έχει τέτοια σκέψη, πιστεύει ότι η αρετή είναι δυνατόν να διδαχθεί˙ για να μην επαναληφθεί στο μέλλον βέβαια τιμωρεί. Αυτή λοιπόν τη γνώμη έχουν όσοι ακριβώς τιμωρούν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή. Τιμωρούν για εκδίκηση και σωφρονισμό όποιους νομίζουν ότι αδικούν, και οι άλλοι άνθρωποι και προ πάντων οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου˙ επομένως, σύμφωνα με αυτή τη σκέψη και οι Αθηναίοι ανήκουν σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να αποκτηθεί και να διδαχθεί. Ότι λοιπόν, δικαιολογημένα δέχονται οι συμπολίτες σου και τον μεταλλουργό και τον τσαγκάρη να συμβουλεύει για τα πολιτικά και ότι πιστεύουν ότι μπορεί να διδαχθεί και να αποκτηθεί η αρετή, έχει αποδειχθεί ικανοποιητικά σε σένα, Σωκράτη, καθώς τουλάχιστον μου φαίνεται.
|
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑ: Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ
ΚΕΙΜΕΝΟ 514Α – 515Α | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
Μετὰ ταῦτα δή, εἶπον, ἀπείκασον τοιούτῳ πάθει τὴνἡμετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καὶ ἀπαιδευσίας. ἰδὲ γὰρ
ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, πaρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν. ῾Ορῶ, ἔφη. ῞Ορα τοίνυν παρὰ τοῦτο τὸ τειχίον φέροντας ἀνθρώπους σκεύη τε παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα, οἷον εἰκὸς τοὺς μὲν φθεγγομένους, τοὺς δὲ σιγῶντας τῶν παραφερόντων. ῎Ατοπον, ἔφη, λέγεις εἰκόνα καὶ δεσμώτας ἀτόπους. ῾Ομοίους ἡμῖν, ἦν δ’ ἐγώ· |
~ Μετά από αυτά λοιπόν, παρομοίασε με τέτοια εικόνα τη δική μας φύση σχετικά με την παιδεία και την απαιδευσία.Φαντάσου δηλαδή, ανθρώπους σαν σε υπόγεια κατοικία που μοιάζει με σπηλιά, έχοντας την είσοδο ανοιχτή προς το φως σε όλο το μάκρος της σπηλιάς,
σ΄ αυτήν να βρίσκονται από παιδιά, αλυσοδεμένοι και στα πόδια και στους αυχένες, ώστε να μένουν ακίνητοι και να βλέπουν μόνο μπροστά τους, ενώ να μη μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους κυκλικά εξαιτίας των αλυσίδων, ακόμη να λάμπει για αυτούς από ψηλά και από μακριά φως από φωτιά που καίει πίσω τους και ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες να υπάρχει πάνω (στην επιφάνεια της γης) δρόμος, δίπλα στον οποίο φαντάσου ένα μικρό τοίχο χτισμένο απέναντι, όπως ακριβώς στήνονται από τους θαυματοποιούς τα παραπετάσματα της σκηνής μπροστά από τους ανθρώπους, πάνω από τα οποία δείχνουν τα τεχνάσματά τους. ~ Τα φαντάζομαι, είπε. ~ Φαντάσου λοιπόν, ανθρώπους να μεταφέρουν δίπλα σε αυτόν το μικρό τοίχο κάθε είδους κατασκευάσματα που προεξέχουν από το τοιχάκι και αγάλματα και άλλα ομοιώματα πέτρινα και ξύλινα και από κάθε είδους υλικό κατασκευασμένα και, όπως είναι φυσικό, άλλοι από αυτούς που τα κρατούν να μιλάνε και άλλοι να σιωπούν. ~ Αλλόκοτη εικόνα, είπε, παρουσιάζεις και αλλόκοτους δεσμώτες. ~ Όμοιους με εμάς, είπα εγώ.
|
ΚΕΙΜΕΝΟ 519Β – D | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
Τί δέ; τόδε οὐκ εἰκός, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἀνάγκη ἐκ τῶνπροειρημένων, μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀληθείας ἀπείρους
ἱκανῶς ἄν ποτε πόλιν ἐπιτροπεῦσαι, μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ἐωμένους διατρίβειν διὰ τέλους, τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι; ᾿Αληθῆ, ἔφη. ῾Ημέτερον δὴ ἔργον, ἦν δ’ ἐγώ, τῶν οἰκιστῶν τάς τε βελτίστας φύσεις ἀναγκάσαι ἀφικέσθαι πρὸς τὸ μάθημα ὃ ἐν τῷ πρόσθεν ἔφαμεν εἶναι μέγιστον, ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, καὶ ἐπειδὰν ἀναβάντες ἱκανῶς ἴδωσι, μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται. Τὸ ποῖον δή; Τὸ αὐτοῦ, ἦν δ’ ἐγώ, καταμένειν καὶ μὴ ἐθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ ἐκείνους τοὺς δεσμώτας μηδὲ μετέχειν τῶν πaρ’ ἐκείνοις πόνων τε καὶ τιμῶν, εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι. |
Τι λοιπόν (πιστεύεις) ; Αυτό εδώ δεν είναι φυσικό, είπα εγώ, και αναγκαίο συμπέρασμα με βάση όσα έχουν ειπωθεί στο παρελθόν, ότι δηλαδή ούτε οι απαίδευτοι και όσοι δεν έχουν γνωρίσει την αλήθεια θα ήταν ποτέ δυνατό να κυβερνήσουν ικανοποιητικά μια πόλη, ούτε εκείνοι που αφήνονται ελεύθεροι να απασχολούνται μέχρι το τέλος της ζωής τους με την παιδεία, οι πρώτοι γιατί δεν έχουν στη ζωή τους έναν ορισμένο σκοπό, στον οποίο σκοπεύοντας πρέπει να κάνουν ανεξαιρέτως όλα όσα τυχόν κάνουν και ιδιωτικά και δημόσια, ενώ οι δεύτεροι, επειδή δεν θα αναμιχθούν ποτέ με την θέλησή τους σε πρακτικά ζητήματα, γιατί νομίζουν ότι, αν και είναι ακόμη ζωντανοί είναι εγκατεστημένοι στα νησιά των μακαρίων; Αλήθεια, είπε.
Λοιπόν, είπα εγώ, το δικό μας έργο είναι, εμείς που είμαστε οι ιδρυτές της πολιτείας να εξαναγκάσουμε τα εξαιρετικά πνεύματα να στραφούν προς τη μάθηση εκείνου που προηγουμένως αναγνωρίσαμε ότι είναι το ανώτερο να δουν, δηλαδή το αγαθό και να ανεβούν εκείνη την ανηφορική οδό και όταν ανεβούν και δουν καλά-καλά να μην τους επιτρέψουμε αυτό που τώρα τους επιτρέπεται. Ποιο δηλαδή; Το να μένουν συνεχώς εκεί, είπα εγώ, και να μην θέλουν να κατεβαίνουν πάλι κοντά σ’ εκείνους τους δεσμώτες, ούτε να συμμερίζονται τους κόπους και τις τιμές που έχουν καθιερώσει εκείνοι είτε κατώτερες είτε ανώτερες είναι.
|
ΚΕΙΜΕΝΟ 519D-520Α | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
῎Επειτ’, ἔφη, ἀδικήσομεν αὐτούς, καὶ ποιήσομεν χεῖρονζῆν, δυνατὸν αὐτοῖς ὂν ἄμεινον;
᾿Επελάθου, ἦν δ’ ἐγώ, πάλιν, ὦ φίλε, ὅτι νόμῳ οὐ τοῦτο μέλει, ὅπως ἕν τι γένος ἐν πόλει διαφερόντως εὖ πράξει, ἀλλ’ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει τοῦτο μηχανᾶται ἐγγενέσθαι, συναρ- μόττων τοὺς πολίτας πειθοῖ τε καὶ ἀνάγκῃ, ποιῶν μεταδιδόναι ἀλλήλοις τῆς ὠφελίας ἣν ἂν ἕκαστοι τὸ κοινὸν δυνατοὶ ὦσιν ὠφελεῖν καὶ αὐτὸς ἐμποιῶν τοιούτους ἄνδρας ἐν τῇ πόλει, οὐχ ἵνα ἀφιῇ τρέπεσθαι ὅπῃ ἕκαστος βούλεται, ἀλλ’ ἵνα καταχρῆται αὐτὸς αὐτοῖς ἐπὶ τὸν σύνδεσμον τῆς πόλεως. ᾿Αληθῆ, ἔφη· ἐπελαθόμην γάρ. Σκέψαι τοίνυν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, ὅτι οὐδ’ ἀδικήσομεν τοὺς παρ’ ἡμῖν φιλοσόφους γιγνομένους, ἀλλὰ δίκαια πρὸς αὐτοὺς ἐροῦμεν, προσαναγκάζοντες τῶν ἄλλων ἐπιμελεῖσθαί τε καὶ φυλάττειν. |
Μα πώς; Τι είπες; Θα τους αδικήσουμε, είπε, και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ είναι δυνατόν σ’ αυτούς να ζουν καλύτερα; Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, ότι το νόμο δεν τον ενδιαφέρει τούτο, πώς δηλαδή μέσα σε μια πόλη θα ευτυχήσει μια μόνο οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα, αλλά ψάχνει να βρει τρόπο να γίνει αυτό σε όλη την πόλη, ενώνοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντάς τους να μεταδίδει ο ένας στον άλλο την ωφέλεια, που ο καθένας τους μπορεί να προσφέρει στο κοινό και ο ίδιος διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες στην πόλη όχι για να τον αφήνει να στρέφεται όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος με σκοπό τον δεσμό που φυλάσσει την πόλη ενωμένη.
Αλήθεια λες, είπε, πραγματικά το λησμόνησα. Σκέψου λοιπόν, Γλαύκων, είπα, ότι δεν θα αδικήσουμε αυτούς που γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας , αλλά θα τους πούμε δίκαια πράγματα, αν τους αναγκάζουμε να φροντίζουν για τους άλλους και να τους φυλάνε.
|
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ 11 | |
ΚΕΙΜΕΝΟ :Α 1, 1 | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
᾿Επειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶπᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρεἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες),δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται, μάλιστα δὲκαὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσαςπεριέχουσα τὰς ἄλλας. αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλιςκαὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.
|
Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για χάρη κάποιου αγαθού (γιατί όλοι οι άνθρωποι κάνουν ό,τι κάνουν με στόχο κάτι που τους φαίνεται καλό), είναι φανερό ότι όλες (οι κοινωνίες) επιδιώκουν κάποιο αγαθό, και μάλιστα το ανώτερο από όλα (τα αγαθά το επιδιώκει) αυτή που είναι ανώτερη από όλες (τις κοινωνίες) και περικλείει όλες τις άλλες. Αυτή είναι η λεγόμενη πόλη ή κοινωνία πολιτική.
|
ΕΝΟΤΗΤΑ 15 | |
ΚΕΙΜΕΝΟ :Γ 1, 1-2 | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶποία τις,σχεδὸν πρώτη σκέψις περὶ πόλεως ἰδεῖν, τί ποτέἐστιν ἡ πόλις.νῦν γὰρ ἀμφισβητοῦσιν, οἱ μὲν φάσκοντεςτὴν πόλιν πεπραχέναι τὴν πρᾶξιν,οἱ δ’ οὐ τὴν πόλιν ἀλλὰτὴν ὀλιγαρχίαν ἢ τὸν τύραννον·τοῦ δὲ πολιτικοῦ καὶ τοῦ νομοθέτου πᾶσαν ὁρῶμεν τὴν πραγματείαν οὖσαν περὶ πόλιν, ἡ δὲ πολιτεία τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἐστὶ τάξις τις. ἐπεὶ δ’ ἡ πόλις τῶν συγκειμένων, καθάπερ ἄλλο τι τῶν ὅλων μὲν συνεστώτων δ’ ἐκ πολλῶν μορίων, δῆλον ὅτι πρότερον ὁ πολίτης ζητητέος· ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν. ὥστε τίνα χρὴ καλεῖν πολίτην καὶ τίς ὁ πολίτης ἐστὶ σκεπτέον. καὶ γὰρ ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται πολλάκις·οὐ
γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην· ἔστι γάρ τις ὃς ἐν δημοκρατίᾳ πολίτης ὢν ἐν ὀλιγαρχίᾳ πολλάκις οὐκ ἔστι πολίτης.
|
Γι’ αυτόν που εξετάζει τον τρόπο διακυβέρνησης και ποια είναι η φύση και ποια τα χαρακτηριστικά της κάθε επιμέρους πολιτείας, το πρώτο σχεδόν θέμα για διερεύνηση είναι να δει (εξετάσει) σχετικά με την πόλη, τι είναι άραγε μια πόλη. Διότι σήμερα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις πάνω σ’ αυτό το θέμα, γιατί άλλοι λένε ότι την τάδε συγκεκριμένη πράξη την έκανε «η πόλις», ενώ άλλοι (λένε) ότι δεν (την έκανε) «η πόλις», αλλά το συγκεκριμένο ολιγαρχικό καθεστώς ή ο τάδε συγκεκριμένος τύραννος˙ βλέπουμε όμως ότι όλη η δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη σχετίζεται με την πόλη, ενώ το σύστημα διακυβέρνησης είναι ένας τρόπος οργάνωσης αυτών που κατοικούν στην πόλη. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα του είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρώτα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης˙ γιατί η πόλη είναι κάποιο σύνολο πολιτών. Συνεπώς πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποιος είναι ο πολίτης. Γιατί για το περιεχόμενο της λέξεως «πολίτης» διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες˙ διότι δεν υπάρχει μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξεως «πολίτης»˙ γιατί κάποιος που είναι πολίτης σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα, πολλές φορές δεν είναι πολίτης σ’ ένα ολιγαρχικό πολίτευμα.
|
ΕΝΟΤΗΤΑ 16 | |
ΚΕΙΜΕΝΟ :Γ 1, 3-4/6/12 | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
ὁ δὲ πολίτης οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν (καὶ γὰρ μέτοικοι καὶ δοῦλοι κοινωνοῦσι τῆς οἰκήσεως), οὐδ’ οἱ τῶνδικαίων μετέχοντες οὕτως ὥστε καὶ δίκην ὑπέχειν καὶ δικάζεσθαι (τοῦτο γὰρ ὑπάρχει καὶ τοῖς ἀπὸ συμβόλων κοινωνοῦσιν)….πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενὶ τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς…
τίς μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων φανερόν· ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς, πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τῆς πόλεως, πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς, ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.
|
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι ζει σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο [γιατί και οι μέτοικοι και οι δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) ένα κοινό τόπο], ούτε αυτοί που (απ’ όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνον το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες [γιατί αυτό το δικαίωμα υπάρχει και σ’ αυτούς που το έχουν χάρη σε ειδικές συμφωνίες]˙ …. Όμως με την ακριβέστερη σημασία της λέξεως ο πολίτης δεν ορίζεται με τίποτα άλλο παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στην εξουσία. ….. Ποιος λοιπόν, είναι ο πολίτης είναι από αυτά φανερό˙ σ’ όποιον δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει σε πολιτική και δικαστική εξουσία, λέμε ότι είναι πια πολίτης αυτής της πόλεως, ενώ πόλη (ονομάζουμε) ένα σύνολο τέτοιων (ανθρώπων) που είναι αρκετό για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους, για να μιλήσουμε γενικά.
|
ΕΝΟΤΗΤΑ 20 | |
ΚΕΙΜΕΝΟ :Θ 2, 1-4 | ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
῞Οτι μὲν οὖν νομοθετητέον περὶ παιδείας καὶ ταύτην κοινὴν ποιητέον, φανερόν· τίς δ’ ἔσται ἡ παιδεία καὶ πῶς χρὴ παιδεύεσθαι, δεῖ μὴ λανθάνειν. νῦν γὰρ ἀμφισβητεῖται περὶ τῶν ἔργων. οὐ γὰρ ταὐτὰ πάντες ὑπολαμβάνουσι δεῖν μανθάνειν τοὺς νέους οὔτε πρὸς ἀρετὴν οὔτε πρὸς τὸν βίον τὸν ἄριστον, οὐδὲ φανερὸν πότερον πρὸς τὴν διάνοιαν πρέπει μᾶλλον ἢ πρὸς τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος· ἔκ τε τῆς ἐμποδὼν παιδείας ταραχώδης ἡ σκέψις καὶ δῆλον οὐδὲν πότερον ἀσκεῖν δεῖ τὰ χρήσιμα πρὸς τὸν βίον ἢ τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετὴν ἢ τὰ περιττά (πάντα γὰρ εἴληφε ταῦτα κριτάς τινας)·
περί τε τῶν πρὸς ἀρετὴν οὐθέν ἐστιν ὁμολογούμενον (καὶ γὰρ τὴν ἀρετὴν οὐ τὴν αὐτὴν εὐθὺς πάντες τιμῶσιν, ὥστ’ εὐλόγως διαφέρονται καὶ πρὸς τὴν ἄσκησιν αὐτῆς). ὅτι μὲν οὖν τὰ ἀναγκαῖα δεῖ διδάσκεσθαι τῶν χρησίμων, οὐκ ἄδηλον· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν τε ἐλευθερίων ἔργων καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, <καὶ> ὅτι τῶν τοιούτων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν χρησίμων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον. βάναυσον δ’ ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶτέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστον ἀπεργάζονται τὸ σῶμα τῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοια
|
Ότι, λοιπόν πρέπει να θεσπίσουμε νόμους για την παιδεία και ότι αυτή πρέπει να είναι ίδια για όλους, είναι φανερό˙ ποιος όμως θα πρέπει να είναι ο χαρακτήρας αυτής της παιδείας και πώς πρέπει (οι νέοι) να εκπαιδεύονται, (τα δύο αυτά ερωτήματα) οφείλουμε να τα σκεφτούμε. Γιατί σήμερα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Δηλαδή δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη για το τι πρέπει να μαθαίνουν οι νέοι ούτε σε σχέση με την αρετή ούτε σε σχέση με την άριστη ζωή, ούτε είναι φανερό αν η παιδεία πρέπει να έχει στόχο της το νου ή τον ηθικό χαρακτήρα˙ και αν ξεκινήσουμε από την εκπαίδευση που παρέχεται σήμερα, η έρευνά μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με μεγάλη σύγχυση και δεν είναι καθόλου φανερό τι πρέπει να επιδιώκει (η παιδεία), αυτά που είναι χρήσιμα για τη ζωή, ή αυτά που οδηγούν στην αρετή, ή αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση [διότι όλες αυτές οι απόψεις έχουν βρει κάποιους υποστηρικτές]˙ και σχετικά με αυτά που οδηγούν στην αρετή δεν υπάρχει καμμία απολύτως συμφωνία [κατ’ αρχήν δεν έχουν την ίδια ιδέα για την αρετή που τιμούν, ώστε είναι φυσικό να υποστηρίζουν διαφορετικές γνώμες και ως προς την άσκησή της]. Ότι, λοιπόν (τα παιδιά) πρέπει να διδάσκονται τα πιο απαραίτητα από τα χρήσιμα, είναι φανερό˙ επίσης είναι φανερό ότι δεν πρέπει (να τα διδάσκονται) όλα (τα χρήσιμα), δεδομένου ότι οι ασχολίες διακρίνονται σ’ αυτές που ταιριάζουν σ’ ελεύθερους ανθρώπους και ότι από τα χρήσιμα πράγματα τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν όσα δεν κάνουν αυτόν που τα μαθαίνει «βάναυσο» (=τιποτένιο). Πρέπει όμως να θεωρούμε τιποτένια κάθε ασχολία και τέχνη ή μάθηση που κάνει άχρηστο το σώμα ή το μυαλό των ελεύθερων ανθρώπων για τα έργα και τις πράξεις της αρετής. |