Το μοντέλο της επαγωγικής σκέψης (inductive-thinking model)
Το μοντέλο αυτό στοχεύει στη διδασκαλία κατηγοριοποίησης δεδομένων και σχηματισμού εννοιών, δηλαδή δεξιότητες ανώτερης τάξης (higher-order thinking) και αναλυτικοσυνθετικής σκέψης. Στους μαθητές παρουσιάζονται δεδομένα τα οποία καλούνται να τα οργανώσουν σε εννοιολογικά συστήματα, γενικεύοντας και διατυπώνοντας υποθέσεις, προβλέψεις και ερμηνείες.
Στις στρατηγικές της επαγωγικής σκέψης περιλαμβάνονται ο σχηματισμός εννοιών (concept formation), η ερμηνεία δεδομένων (interpretation of data) και η εφαρμογή αρχών (application of principles).
Στον σχηματισμό εννοιών περιλαμβάνονται α) η αναγνώριση και απαρίθμηση δεδομένων σχετικών με ένα θέμα β) η ομαδοποίησή τους σε κατηγορίες με κοινά χαρακτηριστικά και γ) η διατύπωση τίτλων για τις κατηγορίες. Ερωτήσεις χρήσιμες είναι: Τι είδες, άκουσες ή σημείωσες; Ποια ταιριάζουν μεταξύ τους και με ποια κριτήρια; Πώς θα ονόμαζες αυτές τις ομάδες;
Στην ερμηνεία δεδομένων περιλαμβάνονται η αναγνώριση σημαντικών σχέσεων και η διαφοροποίησή τους β) η εξερεύνηση των σχέσεων (συσχετισμός κατηγοριών και σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος) και γ) η δημιουργία συμπερασμάτων και γενικεύσεων. Ερωτήσεις χρήσιμες είναι: Τι σημείωσες, είδες ή ανακάλυψες; Γιατί συνέβη αυτό; Τι σημαίνει αυτό; Τι μπορείς να συμπεράνεις;
Στην εφαρμογή των αρχών περιλαμβάνονται: α) η πρόβλεψη συνεπειών και η ερμηνεία ανοίκειων φαινομένων με υποθέσεις, αναλύοντας τη φύση του προβλήματος και ανασύροντας σχετική γνώση β) η ερμηνεία και υποστήριξη των προβλέψεων και υποθέσεων και γ) η επαλήθευση των προβλέψεων. Χρήσιμες ερωτήσεις είναι: Τι θα συνέβαινε…; Γιατί νομίζεις ότι θα συνέβαινε αυτό; Τι χρειάζεται για να ισχύει αυτό γενικά;
πηγή: Joyce B., Weil M., (2000), Models of Teaching, Boston, Allyn and Bacon, σελ. 127-141
Απομνημόνευση (memorization)
Η απομνημόνευση συχνά αδόμητων και άσχετων μεταξύ τους πληροφοριών αποτελεί σχεδόν καθημερινή πρακτική της σχολικής ζωής, κυρίως στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η βελτίωση της ικανότητας απομνημόνευσης εξοικονομεί χρόνο μελέτης και διευκολύνει την αποθήκευση και τακτοποίηση της πληροφορίας.
Στις μεθόδους απομνημόνευσης περιλαμβάνεται η μέθοδος σύνδεσης λέξης (link-word method), η οποία απευθύνεται σε μαθητές που πρέπει να αποστηθίσουν πληροφορίες μη οικείες. Οι μαθητές συνδέουν τις νέες, μη οικείες πληροφορίες αρχικά με πληροφορίες που ήδη γνωρίζουν και στη συνέχεια προσπαθούν με αυτό που ήδη γνωρίζουν να συνδέσουν τη σημασία της νέας, μη οικείας πληροφορίας. Οι συνδέσεις αυτές προσφέρουν πλουσιότερο νοητικό πλαίσιο και η διαδικασία της σύνδεσης αυξάνει τη γνωστική δραστηριότητα, ώστε να «αγκιστρωθεί» καλύτερα η νέα πληροφορία και να παραμείνει στη μνήμη.
Τεχνικές για την βελτίωση της μνημονικής ικανότητας είναι:
-
η προσοχή, η συγκέντρωση και η ετοιμότητα.
-
η σύνδεση της νέας πληροφορίας με την ήδη υπάρχουσα (η λέξη «πώμα» μπορεί να συνδεθεί με τη λέξη «πώμα».
-
οι διαδοχικές συνδέσεις ιδεών με εικόνες έτσι ώστε να δημιουργείται μια φανταστική ιστορία (που μπορεί μάλιστα να είναι πολύ αστεία, γελοία, παράλογη).
-
η σύνδεση μιας έννοιας μη απτής και ορατής από κάτι απτό και ορατό
-
η χρήση λέξεων κλειδιών (key words).
Στη διδασκαλία το μοντέλο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί με τις παρακάτω φάσεις:
α) παρακολούθηση του υλικού (τεχνικές όπως υπογράμμιση, δημιουργία λίστας, αναδιατύπωση και παράφραση, αντανάκλαση με σύγκριση ιδεών)
β) δημιουργία συνδέσεων με υλικό οικείο (χρήση λέξεων-κλειδιών για περίπλοκες παραγράφους ή αποσπάσματα, υποκατάστατων λέξεων-σε περιπτώσεις αφηρημένων εννοιών)
γ) επέκταση αισθητικών εικόνων (τεχνική συνδέσεων με εικόνες αστείες ή και γελοίες ή υπερβολικές, κωμικές δραματοποιήσεις)
δ) εξάσκηση ανάκλησης της πληροφορίας
πηγή: Joyce B., Weil M., (2000), Models of Teaching, Boston, Allyn and Bacon
Το πλαίσιο διδασκαλίας
Στο γενικότερο πλαίσιο διδασκαλίας εντάσσονται τα διδακτικά μοντέλα, οι στρατηγικές, οι μέθοδοι και οι διδακτικές δεξιότητες. Το σχήμα δείχνει την σχέση των παραπάνω από το γενικότερο στο ειδικότερο.
Από πλαίσιο διδασκαλίας |
Τα μοντέλα αντιπροσωπεύουν τον φιλοσοφικό προσανατολισμό της διδασκαλίας. και καθορίζουν την επιλογή των αντίστοιχων στρατηγικών, μεθόδων, δεξιοτήτων και δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με τους Joyce and Weil (1986: Models of teaching, Prentice Hall Inc.) υπάρχουν τέσσερα μοντέλα: το μοντέλο επεξεργασίας της πληροφορίας (information processing), το συμπεριφοριστικό (behavioural), το μοντέλο της κοινωνικής διάδρασης (social interaction) και το προσωπικό (personal).
Οι στρατηγικές που επιλέγονται ανάλογα με το εκάστοτε μοντέλο επιδιώκουν την επίτευξη των μαθησιακών στόχων και διακρίνονται σε άμεσες (direct), έμμεσες (indirect), διαδραστικές (interactive), εμπειρικές (experiential) και ανεξάρτητες (independent).
Με τις μεθόδους ο εκπαιδευτικός διαμορφώνει το κατάλληλο μαθησιακό περιβάλλον και εισάγει τους μαθητευόμενους στις προγραμματισμένες δραστηριότητες. Οι στρατηγικές μπορούν να μεθοδεύονται με πολλούς τρόπους.
Οι διδακτικές δεξιότητες είναι οι συγκεκριμένες τεχνικές, όπως η υποβολή ερωτήσεων, η συζήτηση θεμάτων, οι κατευθύνσεις, η ερμηνεία και η επίδειξη-παρουσίαση και ενέργειες όπως ο σχεδιασμός, η εστίαση του ενδιαφέροντος και η διαχείριση της μαθησιακής διαδικασίας.
Η αυτοαξιολόγηση στη χρήση στρατηγικών, μεθόδων και δεξιοτήτων εμπλουτίζει τις διδακτικές προσεγγίσεις και αυξάνει την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας.
πηγή:
Saskatchewan Education. Instructional Approaches: A Framework for Professional Practice Regina, SK: Saskatchewan Education.
ηλεκτρονική διεύθυνση:
http://www.sasked.gov.sk.ca/docs/policy/approach/instrapp03.html