Αρχική » Άρθρα με ετικέτα 'Θεωρίες Μάθησης'

Αρχείο ετικέτας Θεωρίες Μάθησης

Μάρτιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031

Kατηγορίες

Ιστορικό

RSS Εκπαίδευση-ειδήσεις

Μεταφορά της γνώσης από εικονικούς κόσμους

Με το όρο «πρόβλημα μεταφοράς» (transfer problem) εννοείται η δυνατότητα μεταφοράς των δεξιοτήτων που αναπτύσσονται από ορισμένες δραστηριότητες σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον σε άλλα, ευρύτερα και μη οικεία περιβάλλοντα (Detterman & Stenberg 1993).
Πολλή από την υπερβολή που πλαισιώνει τo Second Life και την δυνατή επιρροή του στην ανθρώπινη συμπεριφορά βρίσκεται στις υποθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο γενικό πλαίσιο του εικονικού κόσμου και μεταφέρονται σε νέα ευρύτερα πλαίσια. Στην εκπαιδευτική έρευνα αυτά τα φαινόμενα είναι γνωστά με την ονομασία «πρόβλημα μεταφοράς» (transfer problem).
Ο σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι στόχοι και οι προθέσεις μας, περιορίζουν το είδος της πληροφορίας που συλλέγουμε στο περιβάλλον και τον τρόπο που την χρησιμοποιούμε (Barab, et al. 1999). Άνθρωποι, για παράδειγμα, που έχουν μάθει Άλγεβρα, είναι καλοί στο να τη χρησιμοποιούν για την επίλυση προβλημάτων βιβλίων μέσα στη σχολική πραγματικότητα, αλλά αναπτύσσουν πολύ διαφορετικές στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων του πραγματικού κόσμου (Lave, et al. 1990).
Η έρευνα δυστυχώς για τους εκπαιδευτικούς που ανυπομονούν να χρησιμοποιήσουν τους εικονικούς κόσμους, είναι ακόμα στις αρχές για να πιστέψουμε ότι οι παίκτες αναπτύσσουν δεξιότητες εφαρμόσιμες και σε άλλα περιβάλλοντα. Κατά συνέπεια, περιορίζεται αυτό που ελπίζουμε ότι οι παίκτες μπορούν να μάθουν από την αλληλεπίδραση τους με τον εικονικό κόσμο. Αν ένας παίκτης σε ένα Εικονικό Μουσείο στο Second Life έχει μάθει ορισμένες δεξιότητες, όπως το να τηλεμεταφέρεται γρήγορα και να αντιμετωπίζει εύκολα ορισμένα προβλήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι στην πραγματική του ζωή μπορεί να μεταφέρει με επιτυχία τις παραπάνω δεξιότητες. Το περιβάλλον είναι διαφορετικό και απαιτεί άλλες κοινωνικές πρακτικές.

Second Life και θεωρίες μάθησης

Η δύναμη του κονστρουκτιβισμού έχει χρησιμοποιηθεί από πολύ παλιά από δασκάλους όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, οι οποίοι δημιουργούσαν ευκαιρίες για μάθηση όπου οι μαθητές μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν, να κάνουν συνδέσεις και στο τέλος να παράγουν νόημα με τους δικούς τους όρους.

Το παιχνίδι ρόλων, οι μελέτες περίπτωσης, τα ομαδικά projects, οι προσομοιώσεις, έχουν τα χαρακτηριστικά της ενεργούς και δυναμικής ανάμειξης του εκπαιδευόμενου σε καλά σχεδιασμένες δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη μέθοδο της απευθείας διάλεξης.

Στο SL μπορείς να δημιουργήσεις οτιδήποτε μπορείς να φανταστείς με ισχυρά, πολύ προσαρμοστικά κατασκευαστικά εργαλεία, χρησιμοποιώντας γεωμετρικά αρχέτυπα και μια απλή, διαισθητική διεπιφάνεια. Η κατασκευή μαθαίνεται εύκολα και μπορεί να εμπνεύσει την δημιουργικότητα. (Second Life, Education Workshop 2007).

Η δυνατότητα να κατασκευάσει κάποιος τρισδιάστατα αντικείμενα και στη συνέχεια να προσφέρει τη δυνατότητα στους μαθητές να παίξουν με αυτά, δημιουργώντας το δικό τους νόημα και συνδέοντάς τα με την προηγούμενη γνώση τους, συνιστά ένα κονστρουκτιβιστικό περιβάλλον.

Όταν οι μαθητές δομούν τη νέα πληροφορία μέσα στο υπάρχον νοητικό τους πλαίσιο, ενισχύεται η μάθηση με νόημα (meaningful) και σε πλαίσιο (contextual), όπως και η συγκράτηση, ανάσυρση και χρησιμοποίηση της πληροφορίας. Ένα αληθινό εποικοδομητικό περιβάλλον μάθησης εμπλέκει μαθητές σε αυθεντικές δραστηριότητες, προωθώντας την εφαρμογή της πληροφορίας και την ποικιλία της σκέψης. Βοηθά στην δημιουργία μαθησιακών κοινοτήτων που συνδέουν τους μαθητές και προωθούν την εφαρμοσμένη μάθηση (Brandt, 1992).

Νευροεπιστήμη (Neuroscience)

από τη διεύθυνση: http://funderstanding.com/neuroscience.cfm

Πρόκειται για τη μελέτη του ανθρώπινου νευρικού συστήματος, του εγκεφάλου και της βιολογικής βάσης της συνείδησης, της αντίληψης, της μνήμης και της μάθησης. Ο εγκέφαλος θεωρείται το φυσικό θεμέλιο της ανθρώπινης διαδικασίας μάθησης. Η Νευροεπιστήμη επιχειρεί να συνδέσει τις γνωστικές λειτουργίες με τις φυσικές διαδικασίες του ανθρώπινου οργανισμού.

Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, ο εγκέφαλος έχει τριαδική δομή. Περιέχει τον κατώτερο εγκέφαλο (ερπετοειδή, reptilian), που ελέγχει βασικές αισθησιοκινητικές λειτουργίες, τον θηλαστικό (mammalian) εγκέφαλο που ελέγχει τα συναισθήματα, τη μνήμη και τους βιορυθμούς, και τον νεοφλοιό (neocortex) ή σκεπτόμενο εγκέφαλο που ελέγχει τις γνωστικές λειτουργίες (cognition), τη λογική, τη γλώσσα και την υψηλή νοημοσύνη. Η δομή των συνδέσεων των νευρώνων του εγκεφάλου είναι χαλαρή, ευέλικτη, μεμβρανώδης, επικαλυπτόμενη και πλεονάζουσα. Είναι αδύνατο για ένα τέτοιο σύστημα να λειτουργήσει σαν ένα γραμμικής ή παράλληλης επεξεργασίας υπολογιστή. Γι’ αυτό, ο εγκέφαλος περιγράφεται καλύτερα σαν ένα αυτό-οργανωμένο σύστημα. Επιπλέον η καθημερινή χρήση, η νοητική συγκέντρωση και η προσπάθεια αλλάζουν τον τρόπο οργάνωσης και τη φυσική δομή του εγκεφάλου. Τα νευρικά μας κύτταρα (νευρώνες) συνδέονται με διακλαδώσεις που ονομάζονται δενδρίτες. Υπάρχουν περίπου 10 δισεκατομμύρια νευρώνες στον εγκέφαλο και περίπου 1.000 τρισεκατομμύρια συνδέσεις. Οι δυνατοί συνδυασμοί των συνδέσεων είναι περίπου 10 στην εκατομμυριοστή δύναμη. Καθώς χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο, ενισχύουμε συγκεκριμένα πρότυπα συνδέσεων, καθιστώντας κάθε σύνδεση ευκολότερη για να δημιουργηθεί την επόμενη φορά. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσεται η μνήμη.

Με βάση αυτή τη θεωρία, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να οργανώνουν την διδακτέα ύλη τους γύρω από πραγματικές εμπειρίες και να εστιάζουν στην διδασκαλία που προωθεί περίπλοκη σκέψη και την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Κονστρουκτιβισμός (Constructivism)

 

από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://funderstanding.com/constructivism.cfm

Ο Κονστρουκτιβισμός (Εποικοδομισμός)  υποστηρίζει ότι αντανακλώντας στις εμπειρίες μας κατανοούμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Οι εμπειρίες μας δέχονται επεξεργασία από τα τα προσωπικά “νοητικά μοντέλα”, με αποτέλεσμα η μάθηση να είναι η προσαρμογή (accommodation) αυτών των μοντέλων στις νέες εμπειρίες. Η μάθηση θα πρέπει να έχει αφετηρία σε θέματα που οι μαθητές επιχειρούν να κατανοήσουν. Τα επιμέρους θέματα θα πρέπει να εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιό τους και έμφαση θα πρέπει να δίνεται σε πρωταρχικές έννοιες. Η κατάλληλη διδασκαλία λαμβάνει υπόψη τα νοητικά μοντέλα που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να κατανοήσουν τον κόσμο. Ο μαθητής θα πρέπει να δομεί το δικό του νόημα και όχι να αποστηθίζει τις “σωστές” απαντήσεις που έχουν δώσει άλλοι. Επιπλέον, η εκπαίδευση διακρίνεται από διεπιστημονικότητα, γι αυτό και η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι μέρος της μαθησιακής διαδικασίας  (διαμορφωτική αξιολόγηση, formative assessment) και όχι μόνο συνολική αποτίμηση αυτής (summative assessment).

Σύμφωνα με τον Εποικοδομητισμό, η διδακτέα ύλη θα πρέπει να προσαρμόζεται στην προηγούμενη γνώση των μαθητών και οι εκπαιδευτικοί να  προσαρμόζουν τις στρατηγικές διδασκαλίας τους στις απαντήσεις των μαθητών και να ενθαρρύνουν τους μαθητές να αναλύσουν, να ερμηνεύσουν και να προβλέψουν την πληροφορία. Οι καθηγητές επίσης πρέπει να χρησιμοποιούν ανοικτού τύπου ερωτήσεις και να προωθούν εκτενή διάλογο ανάμεσα στους μαθητές πάνω στην επίλυση προβλημάτων. Ο κονστρουκτιβισμός προτείνει την απαλοιφή των βαθμών και των προκαθορισμένων τεστ. Αντίθετα, η αξιολόγηση γίνεται μέρος της μαθησιακής διαδικασίας, ώστε οι μαθητές παίζουν έναν μεγαλύτερο ρόλο στο να κρίνουν την πρόοδό τους.

Θεωρίες Μάθησης

Από το άρθρο του Bobby Elliot:

E-PEDAGOGY, Does e-learning require a new approach to teaching and learning?, SCOTTISH QUALIFICATIONS AUTHORITY, MAY 2008

διαθέσιμο στην διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/932164/EPedagogy

Ο συγγραφέας του άρθρου επισημαίνει ότι χρειάζεται μια νέα παιδαγωγική στήριξη της μάθησης με τις νέες τεχνολογίες και παρουσιάζει τις τρεις βασικές θεωρίες μάθησης, τον συμπεριφορισμό (μάθηση ως συμπεριφορά), την γνωστική θεωρία (μάθηση ως κατανόηση) και τον εποικοδομητισμό (μάθηση ως οικοδόμηση της γνώσης). 

Ο συμπεριφορισμός βλέπει τη μάθηση ως αλλαγή ή ενίσχυση της συμπεριφοράς μέσα από ένα σύστημα αμοιβών και ποινών. Με την δοκιμή και εξάσκηση επιτυγχάνεται η απόκτηση δεξιοτήτων και η επανάληψη θεωρείται μητέρα της μάθησης. Δεν ενδιαφέρεται για τις γνωστικές διαδικασίες στον εγκέφαλο του μαθητή, που τον θεωρεί ως ένα black box. Ο δάσκαλος ενέχει κεντρικό ρόλο και το περιβάλλον επίσης είναι ελεγχόμενο.

Αντίθετα, η Γνωστική θεωρία βλέπει τη μάθηση ως εσωτερίκευση εννοιών και γεγονότων του εξωτερικού κόσμου. Όπως ο υπολογιστής, ο εγκέφαλος του μαθητή επεξεργάζεται τα στοιχεία που εισάγουν οι αισθήσεις του, με τη βοήθεια νοητικών μοντέλων. Ο δάσκαλος προσφέρει το περιεχόμενο και την καθοδήγηση, αλλά ο μαθητής κάνει τα υπόλοιπα. Απαραίτητα στοιχεία είναι το κατάλληλο περιεχόμενο, η σωστή κατεύθυνση από το δάσκαλο, η αντιμετώπιση των ατομικών διαφορών και η ανταπόκριση στα προτιμητέα στυλ μάθησης. Ο ρόλος του δασκάλου γίνεται διευκολυντικός (facilitator).

Η θεωρία του Εποικοδομητισμού (κοσντρουκτιβισμού) θεωρεί τη γνώση ως κάτι υποκειμενικό, ως προσωπική υπόθεση του μαθητή, ο οποίος οικοδομεί τη νέα γνώση πάνω στις προϋπάρχουσες εμπειρίες και γνώσεις του.

Οι έννοιες του Piaget (1977) assimilation ? accommodation περιγράφουν πώς η μάθηση λαμβάνει χώρα. Ο όρος assimilation αναφέρεται στην ένταξη των αντιλήψεων στα υπάρχουσα νοητικά μοντέλα. Ο όρος accommodation περιλαμβάνει την αλλαγή των νοητικών μοντέλων για την ερμηνεία αντιλήψεων που αλλιώς δεν θα γίνονταν κατανοητές. Η μάθηση συμβαίνει όχι από παθητική αποδοχή αλλά από ενεργητική κατασκευή του νοήματος. Όταν οι μαθητευόμενοι αντιμετωπίσουν μια εμπειρία ή κατάσταση που συγκρούεται με την τρέχουσα σκέψη, δημιουργείται μια κατάσταση ανισορροπίας (disequilibrium). Πρέπει να αλλάξουμε τη σκέψη μας για να αποκαταστήσουμε την ισορροπία. Για να το πετύχουμε αυτό βγάζουμε νόημα από την νέα πληροφορία συνδέοντάς τη με αυτό που ήδη ξέρουμε, δηλαδή την αφομοιώνουμε στην υπάρχουσα γνώση μας. Όταν δεν τα καταφέρνουμε, πράγμα που η ψυχολόγοι ονομάζουν γνωστική δυσαρμονία (cognitive dissonance), βολεύουμε την νέα πληροφορία στον παλιό τρόπο σκέψης μας αναδομώντας την παρούσα γνώση σε ένα υψηλότερο επίπεδο σκέψης. Ο δάσκαλος διευκολύνει τη μάθηση, αλλά δεν μπορεί να την κατευθύνει.

Ο κοινωνικός εποικοδομητισμός δίνει έμφαση στην κοινωνική φύση της μάθησης. Ο πολτισμός, η γλώσσα και το κοινωνικό πλαίσιο καθορίζουν τη μάθηση. Δανείζεται από τον Vygotsky τη ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximal development), που υποστηρίζει ότι οι μαθητές μπορούν να κατακτήσουν έννοιες που δεν μπορούν να κατανοήσουν μόνοι τους με τη βοήθεια ενήλικων ή συναδέλφων που είναι πιο προχωρημένοι.

Ο Κονεκτιβισμός ή Δικτυωμένη Μάθηση (connectivism or networked learning) είναι μια νέα θεωρία μάθησης που αναφέρεται ειδικά στην ηλεκτρονική μάθηση. Θεωρεί ότι η γνώση είναι ένα δίκτυο από κόμβους και συνδέσεις που αναδιαμορφώνονται και επανασυνδέονται δημιουργώντας νέα γνώση. Στοιχεία της θεωρίας αυτής είναι τα δεδομένα, η πληροφορία, η γνώση και το νόημα. Ορισμένες ουσιαστικές αρχές της θεωρίας αυτής είναι ότι η γνώση βρίσκεται στην διαφορετικότητα της γνώμης, ότι προκύπτει από τη διαδικασία σύνδεσης κόμβων ή πηγών πληροφορίας, ότι η διατήρηση των συνδέσεων προάγει την συνεχή μάθηση.

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση