Βανάτο του Τέμεσβαρ, επαρχία της Μοναρχίας των Αψβούργων το 1751–1778
Στην περιοχή του Βανάτου όσο και στην περιοχή της Τρανσυλβανίας, οι πρώτοι έμποροι που δραστηριοποιήθηκαν στις περιοχές αυτές ασχολούνταν με το εμπόριο ζωντανών ζώων και δερμάτων. Στο Βανάτο σε αρχειακές πηγές γίνεται λόγος για το εμπόριο χοίρων και βοοειδών, ενώ στην Τρανσυλβανία για εμπόριο αμνοεριφίων και μεταξοσκώληκα.
Τα προϊόντα, λοιπόν, που εμπορεύονταν ήταν υφαντά της Μοσχόπολης και της Νάουσας, περσικά χαλιά, κόκκινο πιπέρι από την Καρατζόβα (Πύργοι), βαμβάκια από τις Σέρρες, δέρματα από τα χωριά της Μακεδονίας, γουναρικά από την Καστοριά, κόκκινα κρασιά από τα χωριά της Μακεδονίας – Νάουσα, Μελένικο, Σιάτιστα, Γουμένισα – κρόκο, κόκκινα και λευκά νήματα από τα Αμπελάκια, υφαντούς αλατζάδες για σκεπάσματα και καλύμματα σε μιντέρια και καναπέδες από την Κοζάνη, βαμβάκι από τις Σέρρες. Τα αρχεία των τελωνείων και η αλληλογραφία των κομπανιών για τα διακινούμενα εμπορεύματα αναφέρουν μαλλιά, μετάξι, σύκα, ρύζι, λεμόνια, χασέδες, λουλάκι, ζωντανά ζώα, δέρματα πρόβεια από την Μακεδονία και την Ανατολή, αλλαντικά αρμυρά από πρόβατο (παστουρμά), άλογα, θυμίαμα αλάτι, όσπρια, δρεπάνια, μαχαίρια και καπνό, αμύγδαλα, δημητριακά, κάνναβη, κερί, λάδι, ξύγκι, σταφίδα προοριζόμενα για τις αγορές του Βανάτου και της Τρανσυλβανίας.
Οι έμποροι έφταναν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου αγόραζαν προϊόντα βιομηχανίας και είδη πολυτελείας. Οι εμπορικοί οίκοι των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και το δίκτυο συνεργατών τους, τους προμήθευε με προϊόντα αργυροχρυσοχοΐας και ακριβά υφάσματα, όπως κρέπια Μπολόνιας, οργαντίνες, τσόχα, μετάξι, σκουλαρίκια, περιδέραια, δαφνόλαδο, πέρλες, μάντολες, τα οποία ήταν περιζήτητα στους Βογιάρους της Oltenia και της Muntenia. Ακόμη, εμπορεύματα από το Αμβούργο και την Λειψία όπως, η σοκολάτα, ο κεντημένος ταφτάς, γλυκά, πορσελάνες, έπιπλα και μουσελίνα έφταναν μέχρι τις αγορές της Κωνσταντινούπολης. Τα προϊόντα αυτά τα έστελναν και στις ιδιαίτερες πατρίδες τους ως ένδειξη ότι οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες απέδιδαν κέρδη.
Μήλιου, 2017:76-77