Αρχική » 2008 » Σεπτέμβριος » 08
Αρχείο ημέρας 8 Σεπτεμβρίου, 2008
Μαθησιακά στυλ (Learning Styles)
από την διεύθυνση: http://www.funderstanding.com/learning_styles.cfm
Τα άτομα αντιλαμβάνονται και επεξεργάζονται την πληροφορία με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Το πόσο και το τι μαθαίνουν έχει σχέση με το εάν η εκπαιδευτική εμπειρία είναι σύμφωνη με το συγκεκριμένο στυλ μάθησης παρά με το εάν είναι ή δεν είναι «έξυπνα». Διαφορετικά άτομα έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται και να επεξεργάζονται διαφορετικά την πληροφορία, ανάλογα με την κληρονομικότητα, την ανατροφή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες που ζουν.
Στα μαθησιακά στυλ εντάσσονται: α) Συγκεκριμένοι και αφηρημένοι δέκτες (concrete – abstract perceivers): οι συγκεκριμένοι δέκτες απορροφούν την πληροφορία μέσω της άμεσης εμπειρίας, με την πράξη, τη δράση, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Οι αφηρημένοι δέκτες, ωστόσο, λαμβάνουν την πληροφορία μέσω ανάλυσης, παρατήρησης και σκέψης, και β) Ενεργοί και Ανακλαστικοί (αναστοχαστικοί) επεξεργαστές (active – reflective processors): Οι ενεργοί επεξεργαστές κατανοούν μια εμπειρία με το να χρησιμοποιούν αμέσως την νέα πληροφορία. Οι ανακλαστικοί επεξεργαστές κατανοούν μια εμπειρία με το να αναστοχάζονται πάνω σε αυτή και να την συλλογίζονται.
Το σημερινό σχολείο δείχνει προτίμηση για τους αφηρημένους δέκτες και τους αναστοχαστικούς επεξεργαστές. Οι εκπαιδευτικοί, ωστόσο, πρέπει να δώσουν έμφαση στην διαίσθηση, το αίσθημα, την αντίληψη μέσω αισθήσεων και την φαντασία, επιπρόσθετα στις παραδοσιακές δεξιότητες της ανάλυσης, της λογικής και της συστηματικής επίλυσης προβλήματος. Η διδασκαλία πρέπει να συνδέεται και με τα τέσσερα στυλ μάθησης, χρησιμοποιώντας ποικίλους συνδυασμούς από την εμπειρία, τον αναστοχασμό, την ερμηνεία μιας έννοιας και τον πειραματισμό. Οι διδάσκοντες μπορούν να εισάγουν μια μεγάλη ποικιλία από στοιχεία πειραματισμού στην τάξη, όπως ήχο, μουσική, οπτικά, κίνηση, εμπειρία και ομιλία. Αντίστοιχα, και η αξιολόγηση θα πρέπει να στοχεύει στα διαφορετικά στυλ μάθησης.
Μπορούν να είναι εικονικές οι κοινότητες πρακτικής;
από το άρθρο: Lueg, C. 2000. Where is the action in Virtual Communities of Practice? In Proc. of the D-CSCW 2000 German Computer-Supported Cooperative Work Conference “Verteiltes Arbeiten – Arbeit der Zukunft” September 11-13, 2000, Munich, Germany
διαθέσιμο στην διεύθυνση: http://www–staff.it.uts.edu.au/~lueg/papers/commdcscw00.pdf
Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου αναρωτιέται κατά πόσο μπορούν να είναι “εικονικές” οι κοινότητες πρακτικής, εφόσον η έννοια των κοινοτήτων συνδέεται στενά με τον υπαρκτό κόσμο, όπου και συμβαίνουν η μάθηση και η πράξη. Αναφέρεται στον όρο «communities of practice», τη θεωρία του Wenger (1998)[1].σύμφωνα με την οποία η μάθηση βρίσκεται στην κοινωνική συμμετοχή σε δραστηριότητες και εργασίας μιας ομάδας-κοινότητας. Αρχικά ο όρος επινοήθηκε από τους Jean Lave και Etienne Wenger, που στηρίχθηκαν σε εργασία στο τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν ερευνούσαν την μαθητεία (apprenticeship) σε ποικίλους τύπους κοινοτήτων, από μαίες στο Μεξικό και μοδίστρες στη Λιβερία μέχρι επιμελητές στο ναυτικό των ΗΠΑ, χασάπηδες σε σουπερμάρκετ των ΗΠΑ και αλκοολικούς[2]. Ειδικά, οι Lave και Wenger αναγνώρισαν την «νόμιμη περιφερειακή συμμετοχή» (legitimate peripheral participation), σαν μια σημαντική πτυχή της αποτελεσματικής μάθησης. Η νομιμότητα αναφέρεται στο δικαίωμα συμμετοχής του νέου μέλους στην κοινότητα, αν και το να γίνει πλήρες μέλος δεν είναι όπως ο διορισμός, αλλά είναι μια διαδικασία σταδιακής αποδοχής από τα άλλα μέλη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “lurking” (το να διαβάζει κάποιος τα μηνύματα χωρίς να αφήνει ο ίδιος τα δικά του). Από την οπτική γωνία της κοινότητας πρακτικής, το lurking μπορεί να θεωρηθεί σαν περιφερειακή συμμετοχή και η δημοσίευση άρθρων μοιάζει με τη συμμετοχή και είναι πραγματικά απαραίτητh για να γίνει κάποιος ένα πλήρες μέλος μιας ομάδας συζήτησης.
Μια κοινότητα πρακτικής αποτελείται από μέλη που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, εργάζονται από κοινού στην ίδια προσπάθεια και έχουν κίνητρα κυρίως εσωτερικά. Μπορούν τα μέλη της να είναι κατανεμημένα στον χώρο, διατηρώντας την επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα (email, voice mail, video conferencing) και με σπάνιες συναντήσεις. Μια τέτοια κοινότητα μπορεί να είναι κατανεμημένη (Distributed Communities of Practice), χωρίς απαραίτητα να είναι εικονική, αφού η μάθηση μπορεί να λαμβάνει χώρα στον πραγματικό κόσμο (π.χ. μια ομάδα επαγγελματιών Πληροφορικής). Αντιθέτως, εικονικές κοινότητες μπορούν να υπάρξουν σε ένα πολυχρηστικό διαδικτυακό παιχνίδι, αφού όλες οι ενέργειες (εξερεύνηση χώρων, επικοινωνία κλπ) γίνεται εικονικά. Ωστόσο η μάθηση και η δράση είναι ασαφές αν βρίσκονται στον εικονικό κόσμο ή στον πραγματικό, αφού ο χρήστης βρίσκεται στον πραγματικό κόσμο και επικοινωνεί μέσω οθόνης και πλητρολογίου. Αλλά και στην περίπτωση των ομάδων συζητήσεων (newsgroups) του Usenet (δίκτυο που προσφέρει ομάδες συζητήσεων μέσω του διαδικτύου), ένα σημαντικό μέρος των σχετικών δραστηριοτήτων λαμβάνει χώρα στον πραγματικό κόσμο και η περισσότερη γνώση που διαμοιράζεται στην κοινότητα σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο.
[1] Wenger, E. (1998): Communities of Practice: Learning, Meaning, and Identity. Cambridge, UK:
Cambridge University Press. First Paperback Edition 1999.
[2] Lave, J. andWenger, E. (1991): Situated Learning: Legitimate Peripheral Participation. Cambridge,
UK: Cambridge University Press.
Μάθηση βασισμένη στον εγκέφαλο (brain-based learning)
από τη διεύθυνση: http://funderstanding.com/brain_based_learning.cfm
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η μάθηση συμβαίνει, εφόσον ο εγκέφαλος ανεμπόδιστα εκπληρώνει τις φυσικές διεργασίες του και λειτουργεί ομαλά. Ο εγκέφαλος είναι ένας πανίσχυρος επεξεργαστής πληροφοριών που προσφέρει τη δυνατότητα της μάθησης σε όλους, εφόσον δεν αποθαρρύνονται ή δεν εμποδίζονται κάποιες διαδικασίες. Μπορεί να επεξεργάζεται παράλληλα πολλά δεδομένα των αισθήσεων, να επεξεργάζεται το όλον και τα μέρη και να είναι μοναδικός. Η μάθηση εμπλέκει την περιφερειακή όσο και την εστιασμένη προσοχή και περιλαμβάνει συνειδητές και μη συνειδητές διαδικασίες. Μπορεί να βελτιώνεται με τις δυσκολίες αλλά εμποδίζεται από το αίσθημα απειλής. Τα συναισθήματα βοηθούν στην μοντελοποίηση και με τη σειρά της η μοντελοποίηση στην αναζήτηση νοήματος.
Τεχνικές διδασκαλίας που συνδέονται με την βασισμένη στον εγκέφαλο μάθηση είναι α) η ενορχηστρωμένη εμβύθιση (orchestrated immersion) που αναφέρεται στη δημιουργία μαθησιακών περιβαλλόντων που εμβυθίζουν τους μαθητές σε μια εκπαιδευτική εμπειρία β) η χαλαρή εγρήγορση (Relaxed alertness): η προσπάθεια να εξαλείψει κάποιος το φόβο από τους εκπαιδευόμενους, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα άκρως προκλητικό περιβάλλον γ) η ενεργή επεξεργασία (Active processing) που επιτρέπει στο μαθητευόμενο να εμπεδώσει και να εσωτερικεύσει την πληροφορία με το να την επεξεργαστεί ενεργά.
Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να σχεδιάζουν τη μάθηση γύρω από τα ενδιαφέροντα των μαθητών και να κάνουν τη μάθηση εμπεριστατωμένη -(contextual), δομώντας τη μάθηση γύρω από πραγματικά προβλήματα, ενθαρρύνοντας τους μαθητές επίσης να μαθαίνουν σε χώρους εκτός των αιθουσών διδασκαλίας και των σχολικών κτιρίων. Οφείλουν να εμβυθίζουν τους μαθητευόμενους σε περίπλοκες, διαδραστικές εμπειρίες που είναι πλούσιες και πραγματικές. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι η εμβύθιση των μαθητών σε έναν ξένο πολιτισμό για να του διδάξεις την ξένη γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκμεταλλεύονται την ικανότητα του εγκεφάλου για παράλληλη επεξεργασία. Επίσης οι μαθητές οφείλουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες που έχουν νόημα για αυτούς. Τέτοιες προκλήσεις κεντρίζουν το μυαλό των μαθητών στην επιθυμητή κατάσταση της εγρήγορσης. Οι τρόποι προσέγγισης ενός θέματος θα πρέπει να είναι διαφορετικοί, ώστε να μπορεί ο μαθητής να καλλιεργήσει την ενόραση (insight). Επιπλέον, η ανατροφοδότηση είναι προτιμότερο να προέρχεται από την πραγματικότητα, παρά από τον καθηγητή. Τα ρεαλιστικά προβλήματα είναι προσφορότερος τρόπος μάθησης. Οι διδάσκοντες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι ο καλύτερος τρόπος μάθησης είναι όχι μέσω της διάλεξης αλλά με τη συμμετοχή σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα που επιτρέπουν στους μαθητευόμενους να δοκιμάζουν νέα πράγματα με ασφάλεια.