Ρωμαϊκό Υδραγωγείο
Από το βιβλίο του Μ. Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 96-108 και το άρθρο των Μ. Μανωλεδάκη ? Ε. Μαρκή, Το υδραγωγείο του Χορτιάτη, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 22 (2008), 361-368
Στη βορειοδυτική πλαγιά του Χορτιάτη, στην είσοδο του ομώνυμου σύγχρονου χωριού, σώζεται ένα αρκετά μεγάλο τμήμα υδραγωγείου, μία υδατογέφυρα με κατεύθυνση Δ/ΒΔ-Α/ΝΑ. Ένα από τα χαρακτηριστικά του Χορτιάτη ήταν τα πλούσια νερά του. Ήταν λοιπόν φυσικό το βουνό αυτό να παίξει το βασικό ρόλο στην υδροδότηση της μεγάλης πόλης που απλώθηκε μπροστά του. Τα νερά του Χορτιάτη προέρχονταν από πηγές των βορειοδυτικών πλαγιών του βουνού, σε υψόμετρο περίπου 600-900μ., δηλαδή λίγο ψηλότερα από το σύγχρονο χωριό. Συγκεντρώνονταν στο ίδιο περίπου σημείο όπου συγκεντρώνονται και σήμερα, στο qanat της Αγίας Παρασκευής, πριν περάσουν από την υδατογέφυρα και καταλήξουν στη Θεσσαλονίκη.
Διάφορα πολύ μικρότερα τμήματα του υδραγωγείου που σώζονται διάσπαρτα ανάμεσα στον Χορτιάτη και τη Θεσσαλονίκη επιτρέπουν την παρακολούθηση της πορείας του. Μετά την υδατογέφυρα στην είσοδο του χωριού, το υδραγωγείο κατευθυνόταν προς τα ΒΔ, προς τη διασταύρωση των δρόμων για Ασβεστοχώρι και Καβάλα, συνέχιζε προς το Πανόραμα και στη συνέχεια έστριβε προς την περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου «Φιλίππειον», από όπου κατηφόριζε προς την Ακρόπολη. Το νερό του Χορτιάτη έμπαινε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου διανεμόταν στα λουτρά και τις δεξαμενές, μέσα από ένα πλήθος διακλαδώσεων. Η σημαντικότερη από αυτές φαίνεται πως ήταν εκείνη της Μονής Βλατάδων, που ύδρευε ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Υποστηρίζεται ότι το συγκεκριμένο δίκτυο ύδρευσης ανάγεται σε εποχή πρωιμότερη από την ίδρυση της Μονής. Μία άλλη διακλάδωση του υδραγωγείου έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Υπαπαντής και ύδρευε το ανατολικό τμήμα της πόλης…
η συνέχεια του άρθρου:hortiatis570
Μονή Χορταΐτισας
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 109-127.
Το βουνό του Xορτιάτη αποτέλεσε σημαντικό κέντρο μοναχισμού με πλήθος μοναστηριών κατά τη βυζαντινή εποχή. Ένα από τα μοναστήρια αυτά, σίγουρα το επιφανέστερο, ήταν η Mονή Xορταΐτου, που χτίστηκε κατά την επικρατέστερη άποψη στην περιοχή του σημερινού χωριού Xορτιάτης και συνέδεσε την ιστορία της με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής μέχρι την άλωση από τους Τούρκους.
Αν και οι αναφορές που σώζονται για τη Μονή Xορταΐτου από τη βυζαντινή μέχρι και τη νεότερη περίοδο είναι αρκετές, δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα ούτε το έτος ίδρυσής της, ούτε τον ακριβή τόπο στον οποίο χτίστηκε, ούτε και τον κτήτορά της. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της χρονολόγησης του μοναστηριού, η πρωιμότερη συγκεκριμένη πληροφορία που διαθέτουμε παρέχεται στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ?, όπου αναφέρεται ότι στην αρχή του 13ου αιώνα Κιστερκιανοί μοναχοί από την Ιταλία, που κατά τη διάρκεια της Δ? Σταυροφορίας (1202-1204) είχαν εξαπλωθεί στην Ελλάδα, κατέλαβαν τη Μονή και αντικατέστησαν τους Έλληνες μοναχούς. Αυτό σημαίνει ότι η Μονή υπήρχε πριν από την εποχή αυτή, δηλαδή σίγουρα το 12ο αιώνα.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες δύο σχετικές πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στον 11ο αιώνα. Η μία από αυτές είναι αλληλογραφία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α? Κομνηνό (1081-1118) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαο Γ? Γραμματικό (1084-1111), όπου αναφέρεται πέντε φορές ο μοναχός Ιωάννης ο Xορταϊτινός ή Xορταΐτης, ο οποίος πρέπει να ασκούσε επιρροή στα δύο αυτά πρόσωπα και ήταν παρών τη στιγμή του θανάτου του πατριάρχη Νικολάου.
Σε ένα άλλο κείμενο αναφέρεται ο «Αμβρόσιος μοναχός της ευαγούς μονής Xορταΐτου», ο οποίος ήταν γραφέας ενός κώδικα που χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Μονή Xορταΐτου είναι πολύ πιθανό να υπήρχε ήδη από τον 11ο αιώνα. Αν και η χρονολόγηση με βάση τις δύο αυτές πηγές έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί με επιφύλαξη, έστω και για λόγους που δεν εκτίθενται με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο, κατά πάσα πιθανότητα είναι βάσιμη. Άλλωστε, στα χρόνια του 11ου αιώνα χρονολογούνται τόσο η σφραγίδα της Μονής όσο και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που έχουν βρεθεί στο χωριό Χορτιάτης και πιστεύεται, χωρίς όμως αποδεικτικά στοιχεία, ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο μνημείο.
Το επίγραμμα της σφραγίδας (Σφραγίς Πανάγνου της Μονής Xορταΐτου) είναι σημαντικό, γιατί μας πληροφορεί ότι το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Πάναγνο Θεοτόκο. Στην αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ? αναφέρεται ως μοναστήρι της Sancta Maria de Chortato, ενώ σε μοναστηριακά έγγραφα ως «Σεβασμία βασιλική μονή Xορταΐτου». Αυτό σημαίνει ότι ιδρύθηκε από κάποιον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του οποίου την ταυτότητα όμως δεν γνωρίζουμε, ούτε έχουμε κάποια ένδειξη για να προσδιορίσουμε. Εξετάζοντας το φρούριο της κορυφής του Χορτιάτη, έγινε λόγος για τον Όσιο Φώτιο τον Θεσσαλό, ο οποίος ίδρυσε έναν ή δύο ναούς στο βουνό. Ο Φώτιος έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β?, του επονομαζόμενου Βουλγαροκτόνου (τέλος 10ου ? αρχή 11ου αιώνα), με τον οποίο μάλιστα συνδεόταν έντονα. Ανέλαβε την πνευματική φροντίδα του νεαρού Βασιλείου και εκείνος, όταν αργότερα πήγε στη Θεσσαλονίκη για να εκστρατεύσει εναντίον των Βουλγάρων, αναζήτησε τον Φώτιο και τον πήρε μαζί του στην εκστρατεία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο Φώτιος ασχολήθηκε με την ίδρυση μοναστηριών στη Θεσσαλονίκη, μας οδηγούν στη διατύπωση της δελεαστικής υπόθεσης να ήταν ο Βασίλειος Β? ο αυτοκράτορας εκείνος που ίδρυσε τη Μονή Xορταΐτου, γεγονός που ταιριάζει απόλυτα με τη χρονολόγηση της Μονής που παρατέθηκε προηγουμένως. Στην περίπτωση αυτή, ο ναός που ίδρυσε ο Φώτιος στον Χορτιάτη θα μπορούσε να σχετίζεται με το καθολικό της Μονής Xορταΐτου.
Από τις πολλές αναφορές των πηγών στη Μονή, φαίνεται ότι αυτή αποτέλεσε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή της ακμής της αριθμούσε διακόσιους μοναχούς, ενώ κατά διαστήματα φιλοξενήθηκαν στους χώρους της αυτοκράτορες και αξιωματούχοι του Βυζαντίου. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, στην αρχή του 13ου αιώνα η Μονή καταλήφθηκε από Κιστερκιανούς μοναχούς, αλλά το 1213 επανήλθε στα χέρια των Βυζαντινών και έγινε ονομαστή κατά τον επόμενο αιώνα. Τότε απαντούν και οι περισσότερες αναφορές της στα γραπτά κείμενα, όχι μόνο των Βυζαντινών, αλλά και των Φράγκων, όπως π.χ. του Νικηφόρου Γρηγορά (1295-1360), του Ιωάννη Καντακουζηνού (1295-1383), του Ερρίκου του εκ Βαλεντίας (Henri de Valenciennes, 13ος αι.) και άλλων. Τα κείμενα αυτά μιλούν για γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Μονής, παραθέτουν χρυσόβουλλα αυτοκρατόρων που αναφέρονται σ? αυτήν ή μας πληροφορούν για τα μετόχια και την ακίνητη περιουσία της Μονής, καθώς και για τα ονόματα κάποιων ηγουμένων και μοναχών της.
Σε ό,τι αφορά τα κτήματα της Μονής, γνωρίζουμε την ύπαρξη αρκετών, τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Σε χρυσόβουλλο του Ιωάννη Καντακουζηνού του 1351 γίνεται λόγος για ένα μονύδριο του Αγίου Γεωργίου, που ανήκε στη Μονή Ιβήρων και το πήρε η Μονή Xορταΐτου, ανταλλάσσοντάς το με άλλα κτήματα. Σε έγγραφα του 1318 αναφέρονται επίσης κτήματα της Μονής στον Αξιό ποταμό, που συνόρευαν με κτήματα της Μονής Χιλανδαρίου, και άλλα κτήματα στην περιοχή του Στρυμόνα, ενώ άλλο έγγραφο του 1369 ρυθμίζει τα σύνορα των εκτάσεων των Μονών Xορταΐτου και Ζωγράφου στην Ιερισσό. Κτήματα της Μονής υπήρχαν επίσης και στην περιοχή του Σέδες
Σε ό,τι αφορά τη θέση της ίδιας της Μονής Xορταΐτου, πολλά στοιχεία συγκλίνουν στην τοποθέτησή της στο χώρο γύρω από το σημερινό Δημοτικό Σχολείο του Χορτιάτη. Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο μοναστήρι του Χορτιάτη, γίνεται τόσο συχνά λόγος στις γραπτές πηγές για τη Μονή Xορταΐτου, που γνώρισε αρκετά σημαντικές ιστορικές στιγμές, υποδηλώνει ότι η Μονή αυτή δεν θα πρέπει να ήταν χτισμένη σε σημείο του βουνού πολύ απομακρυσμένο από τη Θεσσαλονίκη, ενώ θα περιμέναμε να έχουν διασωθεί έστω και κάποια λείψανά της. Τα στοιχεία αυτά ταιριάζουν με τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην περιοχή του σχολείου και αυτά πρέπει να είναι τα ερείπια του μοναστηριού που είδε το 19ο αιώνα ο Μ.Ε.Μ. Cousin?ry μετά την είσοδο (εκείνης της εποχής) του χωριού Χορτιάτης.
Τα λείψανα που σώζονται σήμερα είναι: τα υπολείμματα λιθόκτιστων τοίχων και μιας πυργοειδούς κατασκευής, που πρέπει να ανήκουν στον περίβολο της μονής, τμήμα του πύργου υδατόπτωσης ενός νερόμυλου, τμήμα ενός αγωγού στα βόρεια του σχολείου, τμήματα μιας πύλης στα βορειοδυτικά, κατασκευή υδρομάστευσης και δύο θολοσκέπαστες κατασκευές αδιευκρίνιστης μέχρι σήμερα λειτουργίας στα νότια, στην αυλή του σχολείου, που ενδεχομένως εντάσσονταν στο χώρο του μοναστηριού. Aρχιτεκτονικά μέλη της βυζαντινής περιόδου, όπως τμήματα κιόνων και κιονόκρανα που βρίσκονται ακόμα διάσπαρτα στην αυλή του σχολείου ή έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεύτερη χρήση στον κοντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του 19ου αιώνα, είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από τη Μονή, ενώ ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι πολυάριθμες μαρτυρίες για την ύπαρξη ψηφιδωτών δαπέδων γύρω από το σχολείο, ήδη από την εποχή της θεμελίωσης του πρώτου κτιρίου (1904) και για αρκετά χρόνια μετά. Ας σημειωθεί τέλος και η μαρτυρία του A. Struck, που επισκέφτηκε το χωριό το 1901 και το 1903, δηλαδή λίγο πριν την ανέγερση του σχολείου, ότι παρακολούθησε την ανασκαφή μιας βυζαντινής εκκλησίας, «με την οποία συνδέονταν μύθοι σχετικά με την προέλευση του χωριού».
Το τέλος της Μονής Xορταΐτου ήρθε λίγο πριν την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, όταν είχε ήδη ξεκινήσει η πολιορκία και κατάκτηση των περιχώρων της πόλης, ίσως περί το 1421. Μετά την καταστροφή της, το 15ο αιώνα, έγινε τιμάριο ενός χριστιανού ονόματι Χαμζά, ο οποίος τη μεταβίβασε στους γιους του.
πηγή: hortiatis570
Ναός Μεταμόρφωσης του Σωτήρος
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 128-136.
Πολύ κοντά στις εκτάσεις της Mονής Xορταΐτου, λίγα μόνο μέτρα νότια των υπολειμμάτων της, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός της Mεταμόρφωσης του Σωτήρος. Η σπανιότητα του μνημείου αυτού έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί ένα δείγμα απλού ή νησιωτικού οκταγωνικού ναού στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι περισσότεροι ναοί αυτού του τύπου βρίσκονται στο νησιωτικό χώρο και ιδιαίτερα στη Χίο (Νέα Μονή, Παναγία η Κρίνα, Άγιοι Απόστολοι στο Πυργί, Άγιος Γεώργιος Συκούσης). Η παρουσία του ναού αυτού την περιοχή της Θεσσαλονίκης, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης, έχει οδηγήσει στην άποψη ότι ο συγκεκριμένος τύπος δημιουργήθηκε στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου.
η συνέχεια του άρθρου: hortiatis570
Ανεμόμυλοι
Οι ανεμόμυλοι του Χορτιάτη και η υπέροχη μινιατούρα του Διογένη Δάλλη
Στα δυτικά του Χορτιάτη, στην τοποθεσία ?Μύλοι? και σε υψόμετρο 700 μέτρων περίπου βρίσκονται τα ερείπια δύο ανεμόμυλων (φωτό). Η κατασκευή τους χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Είναι πέτρινοι με εσωτερική κλιμακοστάσιο και λειτούργησαν αρκετά χρόνια μέχρις ότου εγκαταλειφθούν στην τύχη τους. Πρόκειται για μνημεία μοναδικά στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με αξιοσημείωτη τη θέση που βρίσκονται, αφού μπορεί κανείς να θαυμάσει από εκεί, το Θερμαϊκό κόλπο και την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η εγκατάλειψη των μνημείων αυτών στην άνιση τους μάχη με τη φθορά του χρόνου, αποτελεί μια ακόμη πτυχή της τοπική μας αδιαφορίας. Δύο σοροί ερειπίων που περιτριγυρίζονται από πέτρες και ένας απέραντος σκουπιδότοπος, με μπάζα, καμένα λάστιχα, έπιπλα παλιά και ότι άλλου είδους σκουπίδια μπορεί να φανταστεί κανείς συμπληρώνουν την τραγική εικόνα του μνημείου. Είναι πλέον φανερό ότι βρίσκεται σε οριακό σημείο η τύχη τους. Πόσα χρήματα και πόσο κόπο απαιτεί άραγε η αναστήλωση τους ώστε να καθυστερεί τόσο πολύ; Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι δύο ανεμόμυλοι με ενέργειες της εφημερίδας μας και της Κίνησης Πολιτών εδώ και κάποια χρόνια έχουν κηρυχθεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία.
Στο πλαίσιο, ωστόσο, του τεχνικού και αισθητικού εξοπλισμού του 2ου Λυκείου Χορτιάτη, άλλη μια προσφορά ήρθε να συμπληρώσει αυτή την προσπάθεια. Ο Διογένης Δάλλης, κάτοικος Χορτιάτη, αλλά Λημνιός στην καταγωγή πρόσφερε στο Λύκειο, για να φιλοξενηθεί εκεί μέχρις ότου δημιουργηθεί λαογραφικό μουσείο στο Χορτιάτη, μία μικρογραφία αυθεντικού ανεμόμυλου της Λήμνου, ο οποίος κοσμεί το σαλόνι του σχολείου. Τοποθετήθηκε σε μια γωνιά, ανάμεσα στα ταμπλό του εκθεσιακού χώρου, θυμίζοντας σε μας μορφές ζωής που χάθηκαν στο χρόνο.
Το έμπειρο μάτι του επισκέπτη μπορεί να διακρίνει ταυτόχρονα από τα παράθυρα του σχολείου τα ερείπια των ανεμόμυλων και τη μικρογραφία του ανεμόμυλου της Λήμνου. Θα πρέπει να τονισθεί εδώ ότι η κατασκευή του κ. Δάλλη, αποτελεί ακριβές αντίγραφο, σε όλες τις λεπτομέρειες του, αυθεντικού ανεμόμυλου.
Τέτοιες προσφορές είναι πάντα καλοδεχούμενες και, μάλιστα, σε περιόδους που το κράτος σε νοιάζεται για τον εξοπλισμό του δημόσιου σχολείου. Πόσο μάλλον για την αισθητική καλλιέργεια των μαθητών.
πηγή: hortiatis570
Κανάτ Αγίας Παρασκευής
Το qanat είναι ένα σύστημα υπόγειων στοών και αγωγών, με τη βοήθεια των οποίων υδρομαστεύεται ο υπόγειος υδροφόρος ορίζοντας, το νερό του οποίου μεταφέρεται στην επιφάνεια με τη βοήθεια της φυσικής κλίσης. Απαιτείται δηλαδή ο οικισμός να βρίσκεται κοντά σε φυσική πλαγιά, αλλά και να υπάρχει η ευνοϊκή για το έργο γεωμορφολογία, που είναι τα πετρώματα με υδροπερατά συστατικά. Στο ανώτερο τμήμα της πλαγιάς κατασκευάζεται το λεγόμενο μητρικό ή ερευνητικό πηγάδι για τον εντοπισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Το βάθος του φρέατος αυτού μπορεί να κυμαίνεται από 5 μέχρι και 300 μ. Από αυτό το ψηλότερο σημείο του qanat, όπου βρίσκεται η πηγή του νερού που θα μεταφερθεί, ξεκινούν οι σήραγγες και (κατόπιν, σε μεγαλύτερα βάθη) οι κλειστοί αγωγοί του νερού, που καταλήγουν στον υποχρεωτικά χαμηλότερα ευρισκόμενο οικισμό. Η κλίση τους ? οπωσδήποτε μικρότερη από αυτήν της πλαγιάς, ώστε κάποια στιγμή να φτάνουν στην επιφάνεια ? κατά κανόνα δεν υπερβαίνει το 5?. Το νερό συχνά ρέει σε ένα ρείθρο, ενώ όλος ο υπόλοιπος χώρος εξυπηρετεί την ανάγκη της πρόσβασης από τον άνθρωπο για λόγους συντήρησης. Στην αρχή της πορείας των σηράγγων, οι οποίες μπορεί να είναι απλώς ανοιγμένες στο υπέδαφος ή να φέρουν τοιχοποιία, διανοίγονται και άλλα φρεάτια ποικίλου βάθους, με σκοπό την εκχωμάτωση και τον εξαερισμό του συστήματος όταν κατασκευάζεται και τη συντήρησή του για όσο καιρό λειτουργεί.
ολόκληρο το άρθρο: hortiatis570
Ναός Αγίου Γεωργίου
Από το βιβλίο του Μανόλη Μανωλεδάκη, Από τον Κισσό στον Χορτιάτη, εκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2007, 147-152.
Το 1837 η κοινότητα του Χορτιάτη είχε την οικονομική δυνατότητα να ανεγείρει μία μεγάλη εκκλησία, το ναό του Αγίου Γεωργίου, πολύ κοντά στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ίσως πάνω στη θέση παλιότερου, μικρότερου ναού.
Πρόκειται για μία ξυλόστεγη βασιλική με τρία κλίτη, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με δύο σειρές από επτά κίονες. Οι διαστάσεις της εκκλησίας (22Χ13,6μ.), αλλά και ο ίδιος ο αρχιτεκτονικός της τύπος, ιδιαίτερα διαδεδομένος την εποχή αυτή στη Μακεδονία, πιστεύεται ότι μαρτυρούν μία καλή οικονομική κατάσταση του χωριού. Ο ναός, στεγασμένος με δίριχτη στέγη φτιαγμένη από ντόπια καστανιά, δεν έχει νάρθηκα, διαθέτει όμως τον απαραίτητο στην τουρκοκρατία γυναικωνίτη. Στην ανατολική πλευρά προεξέχει η αψίδα του ιερού, διακοσμημένη εξωτερικά με εννιά τυφλά αψιδώματα, ενώ στη δυτική υπάρχει προστώο, ιδιαίτερα συνηθισμένο στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως λόγω κλιματολογικών συνθηκών, το οποίο καλύπτεται από μονόριχτη στέγη βασταζόμενη από τρεις μαρμάρινους και τρεις ξύλινους κίονες που πατούν σε μαρμάρινο πεζούλι. Η εκκλησία διαθέτει δύο εισόδους, στη δυτική και τη νότια πλευρά του. Εξωτερικά ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρμολόγηση με ασβεστοκονίαμα της αργολιθοδομής των τοίχων, καθώς και η ενσωμάτωση στο μνημείο τμημάτων από παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση, όπως είναι π.χ. οι παλαιοχριστιανικοί κίονες στο δυτικό προστώο, τα θεοδοσιανά κιονόκρανα στο πεζούλι του, τα μαρμάρινα υπέρθυρα στις εισόδους κ.ά. Τα τμήματα αυτά αποτελούν μάρτυρες της ύπαρξης στην περιοχή και αρκετά προγενέστερων της Μονής Χορταΐτου κτισμάτων.
Στη νότια και την ανατολική όψη του ναού είναι εντοιχισμένες λιθανάγλυφες πλάκες με διακόσμηση λαϊκού και θρησκευτικού χαρακτήρα: διακρίνονται σταυροί, ρόδακες, πουλιά, φυτικά μοτίβα, αλλά και ολόσωμες ανθρώπινες μορφές με φέσι και γιαταγάνι, που κρατούν σημαία με σταυρό. Σε μία από τις πλάκες, στη νότια όψη, είναι χαραγμένο το έτος ανέγερσης του ναού (1837). Πάνω από τις πλάκες αυτές διαμορφώνονται τόξα, στο κέντρο των οποίων έχουν εντοιχιστεί μαρμάρινα ανθρώπινα πορτρέτα με σαφείς διαφορές στα χαρακτηριστικά των προσώπων. Kατά μία άποψη πρόκειται για προσωπογραφίες των μαστόρων που εργάστηκαν στην εκκλησία, ενώ έχουν επίσης συνδεθεί και με πρόσωπα κτητόρων ή δοξασίες αποτροπαϊκού χαρακτήρα σχετικά με το οικοδόμημα.
Η εκκλησία είχε αρχικά λίθινο περίβολο, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα. Απέναντι από τη νότια είσοδο ένα λιθόκτιστο πυργοειδές κωδωνοστάσιο τετράγωνης κάτοψης χτίστηκε το 1874, όπως μαρτυρά μία επιγραφή που φέρει.
Στο εσωτερικό της εκκλησίας σώζεται το ξύλινο τριμερές τέμπλο, με σημαντικές εικόνες γνωστών ζωγράφων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα με έντονη δραστηριότητα στη Μακεδονία, κάτι που μπορεί επίσης να είναι δηλωτικό της οικονομικής κατάστασης του χωριού. Σώζονται ακόμα ο δεσποτικός θρόνος, ο ξύλινος άμβωνας, καθώς και ένα πλούσια διακοσμημένο ξύλινο αναλόγιο, που χρονολογείται από επιγραφή στο 1729 και προέρχεται προφανώς από παλιότερο ναό. Η μοναδική ζωγραφική παράσταση στο μνημείο είναι η μορφή του Παντοκράτορα στην περίτεχνη οροφή του.
Aπό τα κειμήλια του ναού αξίζει να μνημονευτούν τα χειρόγραφα, δύο από τα οποία χρονολογούνται στο 14ο και 15ο αιώνα, καθώς και έντυπα λειτουργικά βιβλία με ενθυμήσεις που καταγράφουν διάφορα γεγονότα και χρονολογούνται από το 17ο αιώνα μέχρι το 1947. Ένα από αυτά αναφέρει τον ξεσηκωμό το 1767 για τον οποίον έγινε λόγος πιο πάνω. Σώζονται επίσης φορητές εικόνες του 14ου και 17ου αιώνα, μια χρυσή επένδυση Eυαγγελίου, του 1806, και ένας περίτεχνος σταυρός αγιασμού.
Η προέλευση όσων από τα αντικείμενα αυτά είναι παλιότερα της ανέγερσης του ναού δεν είναι γνωστή. Θα μπορούσαν να ανήκουν στη Μονή Χορταΐτου ή στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ιδίως τα αρχαιότερα από αυτά, ενώ πιθανή είναι και μία σχέση τους με έναν παλιότερο του Αγίου Γεωργίου ναό, χτισμένο ίσως στην ίδια θέση, αν και μέχρι στιγμής η ύπαρξη ενός τέτοιου ναού δεν αποδεικνύεται. Η κατασκευή της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου εκτός από την οικονομική κατάσταση του Χορτιάτη υποδηλώνει και μία αύξηση του πληθυσμού του και των λατρευτικών του αναγκών στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Το μνημείο αποτελεί μέχρι σήμερα τον ενοριακό ναό του χωριού. Πριν από αυτόν δεν γνωρίζουμε ποια εκκλησία είχε τη συγκεκριμένη ιδιότητα. Η ανέγερσή του δίπλα στο ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και η απουσία άλλης εκκλησίας μέσα στο χωριό θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν προς το μνημείο του 12ου αιώνα, αν αυτό δεν είχε τόσο μικρές διαστάσεις. Δεν αποκλείεται λοιπόν οι κάτοικοι του χωριού να αναγκάστηκαν πράγματι σε κάποια φάση να χτίσουν κάποιον άλλο ναό, τον οποίον αντικατέστησε στην ίδια θέση αυτός του Αγίου Γεωργίου.
πηγή: hortiatis570
Μνημείο Ολοκαυτώματος