από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://funderstanding.com/behaviorism.cfm
Η θεωρία του Συμπεριφορισμού εστιάζει στην παρατηρήσιμη, εξωτερική συμπεριφορά ζώων και ανθρώπων και όχι στις νοητικές διεργασίες (cognition). Η μάθηση ορίζεται ως η απόκτηση νέας συμπεριφοράς μέσα από τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών (conditioning). Στα είδη της μάθησης διακρίνονται τα εξής δύο: α) Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση (Classic conditioning), όταν μια φυσική αντανακλαστική κίνηση έρχεται ως αντίδραση σε ένα ερέθισμα (stimulus). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση (response) των σκύλων (τρέχουν τα σάλια τους) όταν τρώνε ή βλέπουν τροφή (Pavlov) β) Συντελεστική Θεωρία Μάθησης (Behavioral – operant conditioning), που συμβαίνει όταν μια αντίδραση ενισχύεται μέσω αμοιβών και είναι περισσότερο πιθανό να επαναληφθεί στο μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τεχνικές ενίσχυσης που χρησιμοποίησε ο B.F. Skinner για να διδάξει στα περιστέρια να χορεύουν και να κυλούν μια μπάλα σε ένα μικρό διάδρομο.
Η Συμπεριφοριστική θεωρία επικρίνεται, διότι παραβλέπει τις νοητικές διεργασίες και δεν μπορεί να ερμηνεύσει κάποια είδη μάθησης που δεν υπάρχει μηχανισμός ενίσχυσης, όπως είναι η αναγνώριση νέων γλωσσικών προτύπων από τα νέα παιδιά. Αλλά και η συμπεριφορά μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται εύκολα σε νέες καταστάσεις, ακόμα και αν η προηγούμενη συμπεριφορά είχε ενισχυθεί στο παρελθόν.
Οι τεχνικές θετικής και αρνητικής ενίσχυσης μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές, τόσο στα ζώα όσο και στην αντιμετώπιση ανθρώπινων διαταραχών όπως είναι ο αυτισμός και η αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο Συμπεριφορισμός συχνά χρησιμοποιείται από τους καθηγητές, που επιβραβεύουν ή τιμωρούν τη συμπεριφορά των μαθητών.