
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ηλιόπουλος Βαγγέλης
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ: Πατάκη
ΕΤΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: 2005
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΣ: Κελεμένδρη Νάντια
Ο Φώκος, που συχνά φοβάται και ανησυχεί, νομίζει ότι μισεί το σχολείο. Οι γονείς του επιμένουν ότι πρέπει να πάει στο σχολείο. Ο Φώκος είναι θυμωμένος.
Εκείνο το βράδυ ο Φώκος δεν έκλεισε μάτι. Σκεφτόταν το σχολείο και όλο έβρισκε λόγους για να το μισεί. Θα απομακρυνόταν από το σπίτι του, θα ήταν με ξένους κι άγνωστους, θα έπρεπε να σταματήσει το παιχνίδι, θα μάθαινε ένα σωρό άχρηστα πράγματα, θα έπρεπε να ακούει τη δασκάλα και θα έτρωγε ό,τι του έδιναν κι ας μη του άρεσε – αυτό το τελευταίο, μόλις το σκέφτηκε, ένιωσε έναν πόνο στο στομάχι δυνατό σαν μπούνια. Ο πόνος συνεχιζόταν και το πρωί, αλλά η μαμά δεν τον πίστεψε.Του έδωσε το καλαθάκι του, τον φωτογράφισε στην πόρτα για να θυμάται την πρώτη ημέρα στο σχολείο – η μαμά να τη θυμάται, γιατί ο Φώκος σίγουρα θα ήθελε να ξεχάσει αυτόν τον εφιάλτη – και τον έβαλε, σχεδόν σπρώχνοντας, στο σχολικό.Η αλήθεια είναι ότι στο σχολείο η κατάσταση δεν ήταν και τόσο άσχημη. Η δασκάλα ήταν χαμογελαστή και, αφού υποδέχτηκε τα παιδιά, τα άφησε να παίξουν για να γνωριστούν. Ο Φώκος έπαιζε με όσους ήξερε και περνούσε καλά. Όταν είπε η δασκάλα να πάνε όλοι στην τάξη, εκείνος έκανε ότι δεν άκουσε.Τότε ξαφνικά άλλαξαν όλα! Η δασκάλα αγρίεψε και φώναξε δυνατά λέγοντας ότι στο σχολείο υπάρχουν κανόνες που πρέπει ΟΛΟΙ να τηρούν.Η μαμά τον περίμενε στην πόρτα όλο καμάρι που ο γιος της ήταν πια μαθητής. Μόλις τον είδε να έρχεται φώναξε:«Δεν είναι υπέροχα στο σχολείο;»«Είναι χάλια! Εγώ ΔΕΝ ξανάπαω!»Την άλλη μέρα, λοιπόν, δεν ανέβαινε στο σχολικό με τίποτα! Τελικά τον πήγε στο σχολείο η μαμά του, κι επειδή δεν έμπαινε στην τάξη μόνος μπήκε κι εκείνη μαζί του και κάθισαν στο ίδιο θρανίο. Μάλιστα τη ζωγραφιά που ζήτησε η δασκάλα, η μαμά, τάχα για να του δείξει, την έκανε σχεδόν ολόκληρη μόνη της. Τότε ο Φώκος παρατήρησε και μια άλλη μαμά να κάθεται σ’ ένα θρανίο στη γωνία και κατάλαβε πως εκεί καθόταν ένα κοριτσάκι που κι αυτό μισούσε το σχολείο.
Το απόγευμα αποφασίζει να μην ξαναπάει στο σχολείο και μαζί με τους φίλους του φτιάχνει τη «Χώρα των παιδιών». Πως όμως θα φτιάξουν κανόνες, θα μετρήσουν τους πολίτες, θα βγάλουν αρχηγό και, βέβαια, θα βρουν χρόνο για παιχνίδι;
Μήπως τελικά πρέπει να πάνε στο σχολείο;
Μήπως αυτό είναι η χώρα που ονειρεύονται;
«Τελικά η Χώρα των παιδιών εμένα μου θυμίζει σχ…, άντε να το πω, σχολείο».«Δική σου ιδέα ήταν!» του είπε η Γόκι, κι όλοι σώπασαν.Την άλλη μέρα ο Φώκος σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε μόνος του να πάει στο σχολείο. Η μαμά του παραξενεύτηκε.«Που θα πας, Φώκο;»«Εκεί που τόσον καιρό ήθελες να με στείλεις.»«Δε θα σε πάω εγώ; Γιατί έλεγα να τελειώσω τη ζωγραφιά και…»Ο Φώκος πήρε την τσάντα του κι έφυγε βιαστικά.