Με αφορμή αυτή τη φωτογραφία, από το βιβλίο Το Έπος του 40, αρχίσαμε να συζητάμε για τις εφημερίδες τους και το ρόλο τους .
Συζητήσαμε για τον τρόπο με τον οποίο ενημερώνονταν οι άνθρωποι παλιότερα και τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε τα νέα σήμερα.
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο για το πώς ήταν η καθημερινότητα για τα παιδιά της Κατοχής, εντοπίσαμε τη συνέντευξη του 90χρονου Σόλωνα Ουσαντζόπουλου, ο οποίος περιγράφει τη μέρα που οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη.
Οι περιγραφές του είναι πολύ αναπαραστατικές και τα παιδιά θέλησαν να τις ζωγραφίσουν.
Έτσι, αφού χωρίσαμε τις ιστορίες του σε θέματα, αποφασίσαμε να τις εικονογραφήσουμε και να δημιουργήσουμε μια εφημερίδα στην οποία θα περιγράφουμε την ιστορία της Κατοχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Οι μαθητές σε ομάδες ζωγράφισαν την κάθε ιστορία.
Η στιγμή που έφτασαν
οι γερμανοί αξιωματικοί, με μια μεγάλη μηχανή,
στην είσοδο του Λευκού Πύργου. Ο έλληνας
στρατιώτης ήταν με το όπλο στα χέρια και
παρατεταμένο, στη σιδερένια είσοδο, και
αρνούνταν να τους αφήσει να περάσουν μέσα.
Αυτοί τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι, δεν τον
πείραξαν. Ο κόσμος που κοιτούσε και ήταν στο
σημείο άρχισε να τον χειροκροτεί. Δύο ολόκληρες
ώρες ήταν οι Γερμανοί μπροστά του κι αυτός
έστεκε εκεί όρθιος, ασάλευτος, με το όπλο στα
χέρια.
Τα πάρκα ήταν γεμάτα με όπλα, χλαίνες
και παλάσκες παντού. Θυμάμαι πως
περπατούσα και γύρω μου ήταν γεμάτο
όπλα, εκεί που πατούσα, μπροστά μου,
στα κλαδιά κρεμασμένα»
«Μετά την εισβολή, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι»,
«αντικρίσαμε τους Γερμανούς να πηδάνε σαν
βατράχια και να σκαρφαλώνουν από τα κάγκελα
για να ανοίξουν την πολυτελή βίλα που είχαν
εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες εξαιτίας του πολέμου
και να μπουν μέσα, για να το καταλάβουν. Το σπίτι
ήταν επιπλωμένο, τέτοια πολυτέλεια δεν υπήρχε
πουθενά, όλα ήταν πανάκριβα, τέλεια – χαλιά,
έπιπλα, φωτιστικά, μεγάλες πόρτες, κάθε δωμάτιο
και τζάκι, και ήρθαν για να μείνουν μέσα, γερμανοί
αξιωματικοί. Γύρω από το σπίτι, στα πάρκα,
υπήρχαν παντού γερμανοί στρατιώτες και ο
εξοπλισμός τους. Ήταν τρομακτική η εικόνα».
Πολλοί έμπαιναν στις αποθήκες που
εγκατέλειψαν οι Άγγλοι κι έπαιρναν ό,τι
έβρισκαν μπροστά τους. Θυμάμαι και
γελάω όταν θυμάμαι δύο άτομα που
έκλεψαν τις κουβέρτες, τις είχαν κάνει
μια τεράστια μπάλα που δεν χωρούσε
από την πόρτα της αποθήκης και με
δυσκολία τη φόρτωσαν στο κάρο, ένας
άλλος είχε μαζέψει όλες τις αγγλικές
κάσκες και τις φορούσε τη μία πάνω
στην άλλη, καμιά δεκαριά», σημειώνει
και γελώντας «ομολογεί» πως κι αυτός
συμμετείχε στο… πλιάτσικο, μαζεύοντας
τις κιμωλίες, διότι θεωρούσε πως ήταν
πολύτιμες.
Εμείς ζούσαμε στο σπιτάκι κι έβλεπα τους γερμανούς στρατιώτες όλη
την ημέρα, ήμουν μικρό παιδί. Ζούσα ανάμεσά τους, σχολείο δεν πήγαινα
διότι με τους βομβαρδισμούς είχε καταστραφεί και δεν γνώριζα τι
έκαναν, τι είναι το τρίτο Ράιχ. Έβλεπα που αφήναν τις μπότες τους έξω
λασπωμένες. Κανείς δεν έκανε δουλειές για τους άλλους, ακόμα και οι
μεγάλοι αξιωματικοί μόνοι τους φρόντιζαν τα πράγματά τους.
Εγώ δεν ξέρω πώς μου έκοψε,
γυάλισα τις μπότες τους. Μόλις το
είδε ένας γερμανός αξιωματικός,
άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε μια
φετάρα με ψωμί, βούτυρο και
μαρμελάδα. Μεγάλη πείνα είχε τότε,
εγώ όταν την είδα την πήρα και την
έφαγα λαίμαργα. Δεν θα ξεχάσω
ποτέ τη γεύση που είχε»…
Λήψη αρχείου