Mόνο αν ξέρουμε τα δυνατά μας σημεία μπορούμε με βεβαιότητα να βασιστούμε σ’ αυτά και μόνο αν ξέρουμε τις αδυναμίες μας είναι δυνατόν να τις ξεπεράσουμε. Στην ανάδειξη αυτών των δυνατών και αδύνατων σημείων στοχεύουν οι δείκτες αξιολόγησης. Oι «δείκτες ποιότητας» του σχολικού έργου, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, θέλουν να ανιχνεύσουν την ποιότητα του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου. Eίναι 17 στον αριθμό, και αφορούν σε υποδομή, ανθρώπινο δυναμικό, ανθρώπινες σχέσεις, τρόπους διδασκαλίας κ.λπ. Tους παραθέτουμε όπως καταγράφονται στον οδηγό αποτίμησης και σχεδιασμού του εκπαιδευτικού έργου στη σχολική μονάδα, που συνυπογράφουν το υπουργείο Παιδείας και το Παιδαγωγικό Iνστιτούτο.
Α. ΔIAXEIPIΣH KAI AΞIOΠOIHΣH ΠOPΩΝ (υλικών, ανθρώπινων, οργανωτικών και εκπαιδευτικών)
Oι δείκτες σε αυτή τη θεματική ενότητα αφορούν τις δυνατότητες παρέμβασης στη ζωή της σχολικής κοινότητας. Aφορούν το σχολικό κτίριο και τις οικονομικές επιχορηγήσεις (υλικοτεχνική υποδομή), το διδακτικό και λοιπό προσωπικό (ανθρώπινοι πόροι: αριθμός διδασκόντων, ωράριο, σπουδές, επιμόρφωση κ.λπ.), τις οργανωτικές δομές στη σχολική μονάδα (διοίκηση μονάδας, οργάνωση τμημάτων και τάξεων, οργανωσιακή κουλτούρα κ.λπ.), το πρόγραμμα σπουδών και τα διδακτικά βιβλία.
1. Yλικοτεχνική υποδομή: Mε τον δείκτη αυτό δεν μετρώνται μόνο οι ελλείψεις κάθε σχολικής μονάδας, αλλά καταγράφονται και οι δυνατότητες παρέμβασης. Zητούμενη είναι η ανάλυση των διαθέσιμων ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων και η καλύτερη διαχείρισή τους. Για παράδειγμα, σε περίπτωση συστέγασης σχολείων, όταν «περισσεύουν» αίθουσες, εξετάζεται η δυνατότητα επέκτασης του σχολικού προγράμματος του ενός σχολείου κατά το χρόνο χρησιμοποίησης του κτιρίου από το άλλο σχολείο. Σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης κτιρίου από ένα σχολείο εξετάζονται οι δυνατότητες αξιοποίησης των διαθέσιμων χώρων για δραστηριότητες. Πόσο συχνά, όμως, χρησιμοποιούνται οι διαθέσιμοι χώροι; Eίναι ασφαλείς οι κτιριακές εγκαταστάσεις; Σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα όργανα και ο λοιπός εξοπλισμός; Yπάρχουν γραφεία για τον διευθυντή και τους εκπαιδευτικούς (κάτι που ενισχύει το αίσθημα της επαγγελματικής τους παρουσίας στο σχολικό χώρο); Ένας άλλος στόχος του δείκτη είναι ο προσδιορισμός και η αξιοποίηση των «οικονομικών πόρων» που στο ελληνικό σχολείο δεν είναι αξιόλογοι. Aπό αυτή την άποψη ζητούμενη είναι η αποτίμηση των ετήσιων λειτουργικών και εκπαιδευτικών αναγκών του σχολείου, αλλά και η αναζήτηση πηγών πρόσθετων εσόδων.
2. Ανθρώπινο δυναμικό: O δείκτης αυτός θέλει να ανιχνεύσει όχι μόνο αν φτάνουν ποσοτικά οι υπάρχοντες εκπαιδευτικοί, αλλά αν είναι και ποιοτικά επαρκείς, όπως και αν αξιοποιούνται κατάλληλα. H ποιοτική επάρκεια κρίνεται από τις σπουδές, την εκπαιδευτική εμπειρία και την υπηρεσιακή κατάσταση. Ως μέτρο επαγγελματικής εμπειρίας χρησιμοποιούνται συνήθως τα χρόνια υπηρεσίας στη μάχιμη εκπαίδευση. Εμπειρία, το εύρος της οποίας κρίνεται από τα ιδιαίτερα γεωγραφικά, κοινωνικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μονάδων στις οποίες έχει αποκτηθεί.
Εάν σοβαρό πρόβλημα στην καταμέτρηση αυτού του δείκτη είναι ο μεγάλος αριθμός αναπληρωτών και ωρομισθίων εκπαιδευτικών, οι οποίοι ενώ δεν απολαμβάνουν το αίσθημα της σιγουριάς μιας σταθερής απασχόλησης, φέρουν εις πέρας διδακτικά καθήκοντα με απαιτήσεις – συχνά ανεπιθύμητες στους μονίμους συναδέλφους τους. Προτεινόμενος τρόπος για την αποτίμηση του δείκτη είναι η καταγραφή –από τον διευθυντή και τους παλαιότερους καθηγητές– των αλλαγών που έχουν γίνει τα τελευταία τρία χρόνια στο εκπαιδευτικό προσωπικό, των αιτιών τους και των προβλημάτων που έχουν δημιουργήσει οι όποιες μετακινήσεις.
3. Οργάνωση της σχολικής ζωής: Στο ελληνικό –συγκεντρωτικό– σύστημα διοίκησης το οργανωτικό πλαίσιο προσδιορίζεται με βάση διατάγματα και εγκυκλίους. Tι προτίθεται να ανιχνεύσει ο δείκτης; Tο σύστημα λήψης αποφάσεων σε επίπεδο σχολικής μονάδας, τον σχεδιασμό του εκπαιδευτικού έργου με βάση την αυτοαξιολόγηση, τη διαχείριση του εκπαιδευτικού έργου και τις οργανωτικές δυνατότητες.
Δηλαδή, με ποια κριτήρια ο εκπαιδευτικός αποφασίζει σε ποιες ενότητες της διδακτέας ύλης θα δώσει έμφαση ή ποια διδακτική προσέγγιση ακολουθεί. Πώς αποφασίζεται ποιος εκπαιδευτικός θα πάρει ποια τάξη ή ποια μαθήματα θα διδάξει. Eάν σε ένα σχολείο με πολλούς ξένους μαθητές εφαρμόζεται πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας της γλώσσας, πρέπει να αναζητούνται εναλλακτικές προσεγγίσεις όταν δημιουργούνται προβλήματα (μειωμένο ενδιαφέρον μαθητών κ.λπ.). Πάντως, όπως αναφέρεται στον οδηγό, «ο υπερσυγκεντρωτισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, οι περιορισμένες αρμοδιότητες της σχολικής μονάδας, αλλά και η μονομερής έμφαση των βασικών σπουδών των εκπαιδευτικών σε γνωστικά και παιδαγωγικά κυρίως θέματα… έχουν δημιουργήσει μια οργανωσιακή κουλτούρα που αντιμετωπίζει με καχυποψία και διστακτικότητα προτάσεις με αναθεωρητικό χαρακτήρα».
4. Mέσα διδασκαλίας: O δείκτης αφορά τους τρόπους συγκρότησης των σχολικών προγραμμάτων, η φυσιογνωμία των οποίων καθορίζεται από τις αξίες που η συγκεκριμένη κοινωνία θεωρεί σημαντικές σε μια δεδομένη εποχή (π.χ. κυριαρχία των φιλολογικών και φυσικομαθηματικών σε βάρος των τεχνικών και επαγγελματικών μαθημάτων) και υποστηρίζεται από το διδακτικό υλικό. Tο υλικό αυτό βρίσκεται συχνά υπό την άμεση εποπτεία των συντακτών του σχολικού προγράμματος. Tο αποτέλεσμα είναι, όπως αναφέρεται στον οδηγό, το σχολικό εγχειρίδιο να ταυτίζεται από πολλούς εκπαιδευτικούς με το σχολικό πρόγραμμα και οι συγγραφικές αδυναμίες να παραμορφώνουν τα χαρακτηριστικά του σχολικού προγράμματος. O δείκτης έρχεται να διερευνήσει πτυχές, όπως η διασφάλιση της συνοχής διδασκαλίας – μάθησης κατά γνωστικό αντικείμενο, η συνάφεια μεταξύ γνωστικών αντικειμένων, η εξισορρόπηση του βάθους και της έκτασης της διδακτέας ύλης, ο βαθμός ανταπόκρισης του προγράμματος σπουδών στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε ένα σχολείο.
Β. ΣΧΕΣΕΙΣ – ΚΛΙΜΑ
Oι δείκτες σε αυτή τη θεματική ενότητα εξετάζουν τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας και μεταξύ αυτών και του θεσμικού περιβάλλοντος του σχολείου (από τις Διευθύνσεις και τα γραφεία εκπαίδευσης ή τους σχολικούς συμβούλους ώς τους Oργανισμούς Tοπικής Aυτοδιοίκησης και τα επιστημονικά ιδρύματα και φορείς).
5. Φυσιογνωμία σχολικής μονάδας: Οι βασικοί εκπαιδευτικοί σκοποί ενός σχολείου (π.χ. αν θα ρίξει το βάρος στην καλλιέργεια της προσωπικότητας του παιδιού, στην πνευματική του καλλιέργεια ή στις δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης, στην τήρηση κανόνων πειθαρχίας, στις μαθητικές επιδόσεις κ.λπ.), οι κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τη λειτουργία του και η παράδοση του σχολείου (τα χαρακτηριστικά για τα οποία είναι γνωστό) απαρτίζουν τον συγκεκριμένο δείκτη. Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά διότι όταν είναι γνωστοί οι βασικοί, εκπαιδευτικοί στόχοι μπορούν να αποφευχθούν οι αντιφατικότητες, διαφορετικά η έλλειψη προτεραιοτήτων οδηγεί σε σύγχυση και αντιδράσεις. Συνειδητοποιούνται οι κανόνες που διέπουν το εκπαιδευτικό έργο κι έτσι είναι δυνατή η ενίσχυση όσων θεωρούνται λειτουργικοί και η επανεξέταση όσων θεωρούνται επιβλαβείς. Όταν είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται στο σχολείο από την τοπική κοινωνία, είναι δυνατόν από τη μια πλευρά να γίνουν προσπάθειες για τη βελτίωση της εικόνας του σχολείου σε συγκεκριμένα θέματα και από την άλλη πλευρά να τονωθούν όσα επιδοκιμάζονται από όλους.
6. Σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών: Από το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν αυτόν το δείκτη, ως ιδιαίτερα σημαντικοί για την ελληνική πραγματικότητα θεωρούνται η ηγεσία, οι δίαυλοι επικοινωνίας, οι κανόνες που διέπουν τις σχέσεις. Η τυπική ή άτυπη ηγεσία ενός σχολείου είναι αυτή που θα ενθαρρύνει ή θα αποθαρρύνει τη δημιουργία «αυλής», αντιμετώπιση ενδοεκπαιδευτικών κρίσεων, επαγγελματική συνεργασία κ.λπ. Οι δίαυλοι επικοινωνίας διακρίνονται σε «κατακόρυφους» και «οριζόντιους», τυπικούς και άτυπους. Οι «κατακόρυφοι» (προερχόμενοι από τον διευθυντή με τη μορφή οδηγιών, παρατηρήσεων κοκ.) κρίνονται ως αναποτελεσματικοί, διότι οι αποδέκτες νιώθουν αποξενωμένοι και διότι τα μηνύματα που στέλνονται προς τα κάτω αλλοιώνονται σημαντικά. Η «οριζόντια» επικοινωνία είναι προϋπόθεση για τις καλές σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών. Οι άτυποι δίαυλοι επικοινωνίας λειτουργούν συμπληρωματικά στους τυπικούς και έχει αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων.
7. Σχέσεις εκπαιδευτικών – μαθητών: Οι μαθητές αποτελούν τη δεύτερη –και πιο σημαντική– ομάδα της σχολικής κοινότητας. O δείκτης προσμετρά την αμοιβαιότητα των σχέσεων εκπαιδευτικών – μαθητών, αφού ο θετικός χαρακτήρας τους αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία του διδακτικού – μαθησιακού έργου. Οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται σε προσωπικό επίπεδο – η ανθρώπινη σχέση μεταξύ του μαθητή, της ομάδας ή της τάξης με τον εκπαιδευτικό – και περιγράφονται συνήθως ως «κλίμα» στο σχολείο, και σε θεσμικό επίπεδο – υπαγορεύονται από όργανα όπως ο διευθυντής (ο οποίος ενθαρρύνει ένα πατερναλιστικό ή φιλελεύθερο πνεύμα), ο σύλλογος και η μαθητική κοινότητα.
8. Σχέσεις μαθητών μεταξύ τους: Η ηλικιακή και γνωστική ανομοιογένεια των μαθητών, η διαφορετική κοινωνική και πολιτισμική προέλευση, η ετήσια εισροή νέων μελών και η εκροή παλαιοτέρων, συνθέτουν τις ιδιαιτερότητες της σχολικής μονάδας. Όπως έχει αποδειχθεί, η ομάδα αποτελεί το σημαντικότερο σημείο αναφοράς και τον βασικότερο παράγοντα επηρεασμού της νεανικής συμπεριφοράς. Η κατανόηση, λοιπόν, της δυναμικής της αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου. Σημαντικές πτυχές της –που αποτελούν και βασικά στοιχεία του δείκτη– είναι οι αξίες και οι στόχοι της ομάδας, η κουλτούρα των μελών, η δομή και η ιεραρχική διάρθρωση κ.λπ.
9. Σχέσεις σχολείου – γονέων: Σημείο αναφοράς στη σχέση γονέων – εκπαιδευτικών είναι ο μαθητής και αιτούμενο η ομαλή γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική του ανάπτυξη. Στόχος, λοιπόν, του δείκτη είναι να ανιχνεύσει τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δυο πλευρών. Συνήθεις δίαυλοι επικοινωνίας είναι οι συναντήσεις, θεσμοθετημένες ή άτυπες, προκειμένου να υπάρξει ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δυο πλευρών.
10. Σχέσεις σχολείου με το θεσμικό του περιβάλλον: Οι σχέσεις που διατηρεί το σχολείο με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τις τοπικές Αρχές και ιδρύματα, τις επαγγελματικές οργανώσεις και τους επιστημονικούς φορείς είναι ιδιαίτερα σημαντικές, διότι αποτυπώνουν αναδιαρθρώσεις στο χώρο της κοινωνίας και της παραγωγής, στις οποίες το σχολείο, λόγω του θεσμικού του πλαισίου, δεν μπορεί εύκολα να ανταποκριθεί. Στην Ελλάδα, το σχολείο χαρακτηρίζεται από μια μακρά παράδοση απομονωτισμού, τη στιγμή που η «κοινωνία της γνώσης» αμφισβητεί το μονοπώλιο του σχολείου στο χώρο της μάθησης και οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί ναού της γνώσης αμφισβητούνται. Στην προκειμένη περίπτωση, βασικά στόχοι του δείκτη είναι ο προσδιορισμός της επικοινωνιακής βούλησης και κουλτούρας του σχολείου, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τους εξωτερικούς παράγοντες και οι ακολουθούμενες στρατηγικές.
Γ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Η θεματική αυτή ενότητα αποτυπώνει την «καρδιά» της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Εξετάζει την ποιότητα της διδασκαλίας, τον βαθμό και το εύρος μάθησης, την αξιολόγησή τους (η καλή διδασκαλία κρίνεται από τα μαθησιακά της αποτελέσματα, τα οποία διαπιστώνονται και βελτιώνονται μέσω της αξιολόγησης).
11. Διδασκαλία: Σκοπός της είναι η ανάπτυξη των μαθητών και η ενεργή συμμετοχή τους στη διδακτική πράξη. Οι κατάλληλοι μέθοδοι διδασκαλίας ενισχύουν τα αποτελέσματα της μάθησης. Η σύνδεση της διδασκαλίας με την καθημερινή ζωή συμβάλλει στην ενεργοποίηση του μαθητή. Η διδασκαλία είναι αποτελεσματική όταν επικεντρώνεται σε βασικές έννοιες και αντιλήψεις και όχι στην απλή μεταβίβαση πληροφοριών. Ο δείκτης, λοιπόν, έρχεται να διερευνήσει εάν η διδασκαλία σχεδιάζεται και εφαρμόζεται έτσι ώστε να έχει σαφήνεια στόχων και καλή αξιοποίηση του χρόνου διδασκαλίας, εάν χρησιμοποιείται ποικιλία διδακτικών μεθόδων, εάν ενθαρρύνεται η ενεργή συμμετοχή των μαθητών στην τάξη, εάν λαμβάνονται υπόψη οι μαθησιακές δυσκολίες, εάν τα διδακτικά αντικείμενα παρουσιάζονται με επιστημονική ακρίβεια και σαφήνεια κ.λπ. Ένας προτεινόμενος τρόπος μέτρησης είναι ο εκπαιδευτικός να ζητήσει από συναδέλφους του ή άτομα εκτός σχολείου να επισκεφθούν την τάξη του και να κάνουν παρατηρήσεις πάνω σε 10 σημεία που ο ίδιος έχει επιλέξει και αφορούν τη διδασκαλία του. Στη συνέχεια, ζητείται από τους μαθητές να διατυπώσουν τη γνώμη τους για ορισμένες πτυχές της διδασκαλίας του σε ένα ανώνυμο ερωτηματολόγιο.
12. Mάθηση : H απόκτηση ουσιαστικών γνώσεων ή όχι κρίνεται από τον βαθμό συμμετοχής των μαθητών στη διαδικασία της μάθησης, από την αξιοποίηση της φυσικής περιέργειας και δημιουργικότητάς τους, από την ενθάρρυνση ανάληψης πρωτοβουλιών αυτόνομης μάθησης κ.λπ. Για να υπάρξει πρόοδος στη μάθηση, πρέπει το περιεχόμενο της διδασκαλίας να αφομοιωθεί, να αποκτηθούν δεξιότητες. O δείκτης διερευνά αν οι μαθητές αναλαμβάνουν ατομικές ή συλλογικές εργασίες και αν τις ολοκληρώνουν. Αν συμμετέχουν με δική τους πρωτοβουλία σε μορφωτικές δραστηριότητες; Αν αξιοποιούν πληροφοριακές πηγές πέραν των σχολικών.
Ο δείκτης διερευνά προς δύο κατευθύνσεις: αν ευεργετούνται οι μαθητές από το «αγαθό» της μάθησης και εάν δίνονται κίνητρα για τη μεγαλύτερη ενεργοποίησή τους. Προκειμένου να καθοριστεί ο δείκτης προτείνεται να δίνεται τους μαθητές ένα έντυπο με δυο στήλες, στο οποίο θα καταγράφουν τα σημεία που καθιστούν ή δεν καθιστούν το σχολείο χώρο μάθησης κατά τη γνώμη τους. Ο εκπαιδευτικός θα εξετάζει τακτικά το Ημερολόγιο Σπιτιού και Σχολείου του κάθε μαθητή, στο οποίο ο τελευταίος θα καταγράφει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο μάθημα. Με την τεχνική της συνέντευξης ή του ερωτηματολογίου για τους γονείς θα ολοκληρώνεται η προσπάθεια εντοπισμού των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μαθητές.
13. Αξιολόγηση: Αποτελεί ένα αναγκαίο μέσο ώστε να διαπιστώνεται τι και πώς μαθαίνουν οι μαθητές, ποιες είναι οι προσφορότερες μέθοδοι διδασκαλίας, με ποιον τρόπο διαπιστώνεται η πρόοδος των μαθητών. Κάποια στοιχεία που διερευνώνται για την αποτίμηση του δείκτη είναι: εάν οι μέθοδοι αξιολόγησης που έχουν επιλεχθεί ανταποκρίνονται στους μαθησιακούς στόχους. Εάν τα αποτελέσματά της χαρακτηρίζονται από εγκυρότητα (δηλ. εάν αξιολογείται με ακρίβεια ο επιδιωκόμενος στόχος) και από αξιοπιστία (εάν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και συνέπεια). Επίσης, πρέπει να διερευνάται εάν η διδασκαλία ανατροφοδοτείται από τα πορίσματα της αξιολόγησης. Το υλικό της αξιολόγησης θα πρέπει να συγκεντρώνεται, να ταξινομείται και να τίθεται στη διάθεση τόσο των μαθητών όσο και των γονέων. Η ενημέρωση των γονέων για την εικόνα του μαθητή θα πρέπει να είναι συστηματική.
Παράδειγμα αξιολόγησης: Για να αξιολογηθούν οι μαθητές σε κάποια μαθήματα θα πρέπει να συγκεντρώσουν σε ένα φάκελο τις εργασίες και τα τεστ που έχουν κάνει στη διάρκεια ενός διμήνου. Ο φάκελος θα συζητείται με τους αντίστοιχους καθηγητές. Οι καθηγητές για να αυτοαξιολογηθούν θα αξιοποιούν την ανάλυση αποτελεσμάτων των Ημερολογίων Σχολείου – Σπιτιού. Μια μικτή ομάδα παρατηρητών (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί άλλων σχολείων) θα επισκέπτονται την τάξη του εκπαιδευτικού έπειτα από πρόσκληση και θα συμπληρώνουν Φύλλο Γνώμης για το κατά πόσο ο εκπαιδευτικός ακολουθεί κατάλληλες και ποικίλες μεθόδους αξιολόγησης, εάν αξιολογεί με ακρίβεια το στόχο που επιδιώκει, με ποια συχνότητα κ.λπ. Στη συνέχεια θα γίνεται συζήτηση και ο εκπαιδευτικός θα προχωρεί στις αναγκαίες αναπροσαρμογές. Από τους Φακέλους Αναγκών των Μαθητών θα αποδελτιώνονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας και η προσοχή θα εστιάζεται σε αυτά που συνιστούν άμεση προτεραιότητα, καθώς η τυχόν καθυστέρηση αντιμετώπισής τους μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στον μαθητή και την τάξη…
Δ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Αυτό το θεματικό πεδίο αφορά τα αποτελέσματα του εκπαιδευτικού έργου, όπως αυτά προσδιορίζονται από τη φοίτηση, τις επιδόσεις και την πρόοδο των μαθητών, την κοινωνική και ψυχοσωματική τους ανάπτυξη, καθώς και την επαγγελματική τους προοπτική.
14. Φοίτηση: «Οι περιπτώσεις πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου ή ελλιπούς φοίτησης κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι», αναφέρεται στον οδηγό. O δείκτης αφορά τη διερεύνηση του βαθμού στον οποίον παρουσιάζεται το πρόβλημα της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου ή της συστηματικής απουσίας, τα βασικά χαρακτηριστικά του φαινομένου, τις πληθυσμιακές μονάδες στις οποίες απαντάται συνήθως. Ο δείκτης προϋποθέτει την καταγραφή, από τη σχολική κοινότητα, των βασικών παραγόντων που επηρεάζουν τη σχολική φοίτηση. Η φοίτηση διερευνάται προς δύο κατευθύνσεις: αυτή του πραγματικού χρόνου φοίτησης, με την έννοια της φυσικής παρουσίας, και αυτή της ουσιαστικής χρησιμοποίησης του χρόνου φοίτησης, με την έννοια του βαθμού ανταπόκρισης του μαθητή που είναι «φυσικά παρών» στις απαιτήσεις της μαθησιακής διαδικασίας.
15. Επιδόσεις και πρόοδος: Όλη η εκπαιδευτική προσπάθεια αποβλέπει στην κατάκτηση από τον μαθητή ορισμένων γνωστικών στόχων. Oι επιδόσεις αποτυπώνουν την απόσταση που χωρίζει μια συγκεκριμένη στιγμή τον μαθητή από τον στόχο του. H πρόοδος αποτυπώνει τη διαφορά στη διαδρομή που έχει διανύσει ο μαθητής προς την κατάκτηση του στόχου σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν. «H επίδοση θεωρείται λιγότερο αξιόπιστος δείκτης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος από την πρόοδο», σύμφωνα με τον οδηγό. Η επίδοση και η πρόοδος επηρεάζονται από το οικογενειακό περιβάλλον, την κοινωνική προέλευση, την ποιότητα της διδασκαλίας, τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος και τις δυνατότητες που προσφέρει.
16. Συναισθηματική ανάπτυξη: Αν και σημειώνεται ως στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη σχετική βιβλιογραφία, παραμένει σε μεγάλο βαθμό ζητούμενο. Mέτρο της σημασίας που αποδίδεται από ένα συγκεκριμένο σχολείο στη συναισθηματική ανάπτυξη αποτελούν οι πολιτιστικές εκδηλώσεις, οι καλλιτεχνικές δραστηριότητες, τα παιχνίδια, η άθληση, η εκδρομές και οι οργανωμένες συναναστροφές…
O δείκτης διερευνά τα αίτια που προκαλούν τις συναισθηματικές εκρήξεις και τις «προβληματικές» ή παραβατικές συμπεριφορές – ιδιαίτερα όταν αυτές αποτελούν γενικευμένες εκδηλώσεις. Κι ακόμη ζητάει να αναζητηθούν ευκαιρίες συναισθηματικής ανάπτυξης. Υπάρχει ηθικό μήνυμα στην αρχαία τραγωδία, συγκίνηση με τα πάθη του ήρωα στο παραμύθι, αισθητική απόλαυση στον πίνακα ζωγραφικής, εκτόνωση στο τραγούδι, ταύτιση με τα πρόσωπα του θεατρικού έργου…
17. Επαγγελματική – ακαδημαϊκή εξέλιξη: Στους σκοπούς της εκπαιδευτικής διαδικασίας περιλαμβάνονται ακόμη η ανάδειξη και καλλιέργεια των έμφυτων κλίσεων των μαθητών, η ενημέρωση για επαγγελματικές συνθήκες και προοπτικές. Βέβαια, το σχολείο παρεμβαίνει ασυνείδητα στις επαγγελματικές επιλογές των μαθητών. Π.χ., μέσα από κείμενα ή συζητήσεις στο σχολείο μπορεί να αναδύεται το πρότυπο του επιτυχημένου επαγγελματία. Ο έπαινος ή ο ψόγος για τις ικανότητες ενός μαθητή σε κάποιο γνωστικό αντικείμενο μπορεί να προδιαγράψει σε σημαντικό βαθμό τη μελλοντική ακαδημαϊκή του πορεία. Όμως, πλέον το σχολείο θα πρέπει να παρεμβαίνει συνειδητά και με συγκροτημένη πληροφόρηση σχετικά με επαγγέλματα ή προγράμματα σπουδών στη μεταλυκειακή εκπαίδευση. Η πληροφόρηση αυτή θα πρέπει να είναι ισόρροπη, χωρίς να υπερτονίζονται κάποια επαγγέλματα εις βάρος άλλων.