Αρχική » Θεωρίες Μάθησης (Σελίδα 3)

Αρχείο κατηγορίας Θεωρίες Μάθησης

Σεπτέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 1
2345678
9101112131415
16171819202122
23242526272829
30  

Kατηγορίες

Ιστορικό

RSS Εκπαίδευση-ειδήσεις

Μαθησιακά στυλ (Learning Styles)

από την διεύθυνση:  http://www.funderstanding.com/learning_styles.cfm

Τα άτομα αντιλαμβάνονται και επεξεργάζονται την πληροφορία με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Το πόσο και το τι μαθαίνουν έχει σχέση με το εάν η εκπαιδευτική εμπειρία είναι σύμφωνη με το συγκεκριμένο στυλ μάθησης παρά με το εάν είναι ή δεν είναι «έξυπνα». Διαφορετικά άτομα έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται και να επεξεργάζονται διαφορετικά την πληροφορία, ανάλογα με την κληρονομικότητα, την ανατροφή και τις περιβαλλοντικές συνθήκες που ζουν.

Στα μαθησιακά στυλ εντάσσονται: α) Συγκεκριμένοι και αφηρημένοι δέκτες (concrete – abstract perceivers): οι συγκεκριμένοι δέκτες απορροφούν την πληροφορία μέσω της άμεσης εμπειρίας, με την πράξη, τη δράση, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Οι αφηρημένοι δέκτες, ωστόσο, λαμβάνουν την πληροφορία μέσω ανάλυσης, παρατήρησης και σκέψης, και β) Ενεργοί και Ανακλαστικοί (αναστοχαστικοί) επεξεργαστές (active – reflective processors): Οι ενεργοί επεξεργαστές κατανοούν μια εμπειρία με το να χρησιμοποιούν αμέσως την νέα πληροφορία. Οι ανακλαστικοί επεξεργαστές κατανοούν μια εμπειρία με το να αναστοχάζονται πάνω σε αυτή και να την συλλογίζονται.

Το σημερινό σχολείο δείχνει προτίμηση για τους αφηρημένους δέκτες και τους αναστοχαστικούς επεξεργαστές. Οι εκπαιδευτικοί, ωστόσο, πρέπει να δώσουν έμφαση στην διαίσθηση, το αίσθημα, την αντίληψη μέσω αισθήσεων και την φαντασία, επιπρόσθετα στις παραδοσιακές δεξιότητες της ανάλυσης, της λογικής και της συστηματικής επίλυσης προβλήματος. Η διδασκαλία πρέπει να συνδέεται και με τα τέσσερα στυλ μάθησης, χρησιμοποιώντας ποικίλους συνδυασμούς από την εμπειρία, τον αναστοχασμό, την ερμηνεία μιας έννοιας και τον πειραματισμό. Οι διδάσκοντες μπορούν να εισάγουν μια μεγάλη ποικιλία από στοιχεία πειραματισμού στην τάξη, όπως ήχο, μουσική, οπτικά, κίνηση, εμπειρία και ομιλία. Αντίστοιχα, και η αξιολόγηση θα πρέπει να στοχεύει στα διαφορετικά στυλ μάθησης.

Μπορούν να είναι εικονικές οι κοινότητες πρακτικής;

 

από το άρθρο: Lueg, C. 2000. Where is the action in Virtual Communities of Practice? In Proc. of the D-CSCW 2000 German Computer-Supported Cooperative Work Conference “Verteiltes Arbeiten – Arbeit der Zukunft” September 11-13, 2000, Munich, Germany

διαθέσιμο στην διεύθυνση: http://wwwstaff.it.uts.edu.au/~lueg/papers/commdcscw00.pdf

Ο συγγραφέας του συγκεκριμένου άρθρου αναρωτιέται κατά πόσο μπορούν να είναι “εικονικές” οι κοινότητες πρακτικής, εφόσον η έννοια των κοινοτήτων συνδέεται στενά με τον υπαρκτό κόσμο, όπου και συμβαίνουν η μάθηση και η πράξη. Αναφέρεται στον όρο «communities of practice», τη θεωρία του Wenger (1998)[1].σύμφωνα με την οποία η μάθηση βρίσκεται στην κοινωνική συμμετοχή σε δραστηριότητες και εργασίας μιας ομάδας-κοινότητας. Αρχικά ο όρος επινοήθηκε από τους Jean Lave και Etienne Wenger, που στηρίχθηκαν σε εργασία στο τέλος της δεκαετίας του ’80, όταν ερευνούσαν την μαθητεία (apprenticeship) σε ποικίλους τύπους κοινοτήτων, από μαίες στο Μεξικό και μοδίστρες στη Λιβερία μέχρι επιμελητές στο ναυτικό των ΗΠΑ, χασάπηδες σε σουπερμάρκετ των ΗΠΑ και αλκοολικούς[2]. Ειδικά, οι Lave και Wenger αναγνώρισαν την «νόμιμη περιφερειακή συμμετοχή» (legitimate peripheral participation), σαν μια σημαντική πτυχή της αποτελεσματικής μάθησης. Η νομιμότητα αναφέρεται στο δικαίωμα συμμετοχής του νέου μέλους στην κοινότητα, αν και το να γίνει πλήρες μέλος δεν είναι όπως ο διορισμός, αλλά είναι μια διαδικασία σταδιακής αποδοχής από τα άλλα μέλη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “lurking” (το να διαβάζει κάποιος τα μηνύματα χωρίς να αφήνει ο ίδιος τα δικά του). Από την οπτική γωνία της κοινότητας πρακτικής, το lurking μπορεί να θεωρηθεί σαν περιφερειακή συμμετοχή και η δημοσίευση άρθρων μοιάζει με τη συμμετοχή και είναι πραγματικά απαραίτητh για να γίνει κάποιος ένα πλήρες μέλος μιας ομάδας συζήτησης.

Μια κοινότητα πρακτικής αποτελείται από μέλη που έχουν τα ίδια ενδιαφέροντα, εργάζονται από κοινού στην ίδια προσπάθεια και έχουν κίνητρα κυρίως εσωτερικά. Μπορούν τα μέλη της να είναι κατανεμημένα στον χώρο, διατηρώντας την επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα (email, voice mail, video conferencing) και με σπάνιες συναντήσεις. Μια τέτοια κοινότητα μπορεί να είναι κατανεμημένη (Distributed Communities of Practice), χωρίς απαραίτητα να είναι εικονική, αφού η μάθηση μπορεί να λαμβάνει χώρα στον πραγματικό κόσμο (π.χ. μια ομάδα επαγγελματιών Πληροφορικής). Αντιθέτως, εικονικές κοινότητες μπορούν να υπάρξουν σε ένα πολυχρηστικό διαδικτυακό παιχνίδι, αφού όλες οι ενέργειες (εξερεύνηση χώρων, επικοινωνία κλπ) γίνεται εικονικά. Ωστόσο η μάθηση και η δράση είναι ασαφές αν βρίσκονται στον εικονικό κόσμο ή στον πραγματικό, αφού ο χρήστης βρίσκεται στον πραγματικό κόσμο και επικοινωνεί μέσω οθόνης και πλητρολογίου. Αλλά και στην περίπτωση των ομάδων συζητήσεων (newsgroups) του Usenet (δίκτυο που προσφέρει ομάδες συζητήσεων μέσω του διαδικτύου), ένα σημαντικό μέρος των σχετικών δραστηριοτήτων λαμβάνει χώρα στον πραγματικό κόσμο και η περισσότερη γνώση που διαμοιράζεται στην κοινότητα σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο.

 


[1] Wenger, E. (1998): Communities of Practice: Learning, Meaning, and Identity. Cambridge, UK:

Cambridge University Press. First Paperback Edition 1999.

[2] Lave, J. andWenger, E. (1991): Situated Learning: Legitimate Peripheral Participation. Cambridge,

UK: Cambridge University Press.

Μάθηση βασισμένη στον εγκέφαλο (brain-based learning)

 από τη διεύθυνση: http://funderstanding.com/brain_based_learning.cfm

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η μάθηση συμβαίνει, εφόσον ο εγκέφαλος ανεμπόδιστα εκπληρώνει τις φυσικές διεργασίες του και λειτουργεί ομαλά. Ο εγκέφαλος είναι ένας πανίσχυρος επεξεργαστής πληροφοριών που προσφέρει τη δυνατότητα της μάθησης σε όλους, εφόσον δεν αποθαρρύνονται ή δεν εμποδίζονται κάποιες διαδικασίες. Μπορεί να επεξεργάζεται παράλληλα πολλά δεδομένα των αισθήσεων, να επεξεργάζεται το όλον και τα μέρη και να είναι μοναδικός. Η μάθηση εμπλέκει την περιφερειακή όσο και την εστιασμένη προσοχή και περιλαμβάνει συνειδητές και μη συνειδητές διαδικασίες. Μπορεί να βελτιώνεται με τις δυσκολίες αλλά εμποδίζεται από το αίσθημα απειλής. Τα συναισθήματα βοηθούν στην μοντελοποίηση και με τη σειρά της η μοντελοποίηση στην αναζήτηση νοήματος.

Τεχνικές διδασκαλίας που συνδέονται με την βασισμένη στον εγκέφαλο μάθηση είναι α) η ενορχηστρωμένη εμβύθιση (orchestrated immersion) που αναφέρεται στη δημιουργία μαθησιακών περιβαλλόντων που εμβυθίζουν τους μαθητές σε μια εκπαιδευτική εμπειρία β) η χαλαρή εγρήγορση (Relaxed alertness): η προσπάθεια να εξαλείψει κάποιος το φόβο από τους εκπαιδευόμενους, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα άκρως προκλητικό περιβάλλον γ) η ενεργή επεξεργασία (Active processing) που επιτρέπει στο μαθητευόμενο να εμπεδώσει και να εσωτερικεύσει την πληροφορία με το να την επεξεργαστεί ενεργά.

Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να σχεδιάζουν τη μάθηση γύρω από τα ενδιαφέροντα των μαθητών και να κάνουν τη μάθηση εμπεριστατωμένη -(contextual), δομώντας τη  μάθηση γύρω από πραγματικά προβλήματα, ενθαρρύνοντας τους μαθητές επίσης να μαθαίνουν σε χώρους εκτός των αιθουσών διδασκαλίας και των σχολικών κτιρίων. Οφείλουν να εμβυθίζουν τους μαθητευόμενους σε περίπλοκες, διαδραστικές εμπειρίες που είναι πλούσιες και πραγματικές. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι η εμβύθιση των μαθητών σε έναν ξένο πολιτισμό για να του διδάξεις την ξένη γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκμεταλλεύονται την ικανότητα του εγκεφάλου για παράλληλη επεξεργασία. Επίσης οι μαθητές οφείλουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες που έχουν  νόημα για αυτούς. Τέτοιες προκλήσεις κεντρίζουν το μυαλό των μαθητών στην επιθυμητή κατάσταση της εγρήγορσης. Οι τρόποι προσέγγισης ενός θέματος θα πρέπει να είναι διαφορετικοί, ώστε να μπορεί ο μαθητής να καλλιεργήσει την ενόραση (insight). Επιπλέον, η ανατροφοδότηση είναι προτιμότερο να προέρχεται από την πραγματικότητα, παρά από τον καθηγητή. Τα ρεαλιστικά προβλήματα είναι προσφορότερος τρόπος μάθησης. Οι διδάσκοντες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι ο καλύτερος τρόπος μάθησης είναι όχι μέσω της διάλεξης αλλά με τη συμμετοχή σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα που επιτρέπουν στους μαθητευόμενους να δοκιμάζουν νέα πράγματα με ασφάλεια.

Νευροεπιστήμη (Neuroscience)

από τη διεύθυνση: http://funderstanding.com/neuroscience.cfm

Πρόκειται για τη μελέτη του ανθρώπινου νευρικού συστήματος, του εγκεφάλου και της βιολογικής βάσης της συνείδησης, της αντίληψης, της μνήμης και της μάθησης. Ο εγκέφαλος θεωρείται το φυσικό θεμέλιο της ανθρώπινης διαδικασίας μάθησης. Η Νευροεπιστήμη επιχειρεί να συνδέσει τις γνωστικές λειτουργίες με τις φυσικές διαδικασίες του ανθρώπινου οργανισμού.

Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, ο εγκέφαλος έχει τριαδική δομή. Περιέχει τον κατώτερο εγκέφαλο (ερπετοειδή, reptilian), που ελέγχει βασικές αισθησιοκινητικές λειτουργίες, τον θηλαστικό (mammalian) εγκέφαλο που ελέγχει τα συναισθήματα, τη μνήμη και τους βιορυθμούς, και τον νεοφλοιό (neocortex) ή σκεπτόμενο εγκέφαλο που ελέγχει τις γνωστικές λειτουργίες (cognition), τη λογική, τη γλώσσα και την υψηλή νοημοσύνη. Η δομή των συνδέσεων των νευρώνων του εγκεφάλου είναι χαλαρή, ευέλικτη, μεμβρανώδης, επικαλυπτόμενη και πλεονάζουσα. Είναι αδύνατο για ένα τέτοιο σύστημα να λειτουργήσει σαν ένα γραμμικής ή παράλληλης επεξεργασίας υπολογιστή. Γι’ αυτό, ο εγκέφαλος περιγράφεται καλύτερα σαν ένα αυτό-οργανωμένο σύστημα. Επιπλέον η καθημερινή χρήση, η νοητική συγκέντρωση και η προσπάθεια αλλάζουν τον τρόπο οργάνωσης και τη φυσική δομή του εγκεφάλου. Τα νευρικά μας κύτταρα (νευρώνες) συνδέονται με διακλαδώσεις που ονομάζονται δενδρίτες. Υπάρχουν περίπου 10 δισεκατομμύρια νευρώνες στον εγκέφαλο και περίπου 1.000 τρισεκατομμύρια συνδέσεις. Οι δυνατοί συνδυασμοί των συνδέσεων είναι περίπου 10 στην εκατομμυριοστή δύναμη. Καθώς χρησιμοποιούμε τον εγκέφαλο, ενισχύουμε συγκεκριμένα πρότυπα συνδέσεων, καθιστώντας κάθε σύνδεση ευκολότερη για να δημιουργηθεί την επόμενη φορά. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσεται η μνήμη.

Με βάση αυτή τη θεωρία, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να οργανώνουν την διδακτέα ύλη τους γύρω από πραγματικές εμπειρίες και να εστιάζουν στην διδασκαλία που προωθεί περίπλοκη σκέψη και την ανάπτυξη του εγκεφάλου.

Αναπτυξιακή θεωρία του Piaget (Developmental Theory)

 

από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://funderstanding.com/piaget.cfm

 Η θεωρία του Ελβετού βιολόγου και ψυχολόγου Jean Piaget (1896-1980), που μελέτησε την ανάπτυξη των παιδιών και τη μάθηση, στηρίζεται στην ιδέα ότι το αναπτυσσόμενο παιδί χτίζει γνωστικές δομές (cognitive structures), με άλλα λόγια, νοητικούς «χάρτες» (mental maps) και σχήματα για να κατανοήσει και να αντιδράσει σε φυσικές εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον του. Ο Piaget απέδειξε ότι η γνωστική δομή ενός παιδιού αυξάνεται σε περιπλοκότητα με την ανάπτυξη, κινούμενη από λίγα εγγενή αντανακλαστικά, όπως το κλάμα και το θηλασμό σε πολύπλοκες νοητικές διεργασίες.

Επισημαίνονται τέσσερα (4) αναπτυξιακά στάδια: α) Αισθησιοκινητικό (Sensorimotor) (γέννηση έως 2 ετών): το παιδί μέσω της φυσικής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον του οικοδομεί μια σειρά από έννοιες για την πραγματικότητα. Είναι το στάδιο όπου ένα παιδί δεν γνωρίζει ότι τα φυσικά αντικείμενα διατηρούν την παρουσία τους ακόμα και όταν δεν τα βλέπει (object permanence). β) Προεπιχειρησιακό-Προσυλλογιστικό (Preoperational) (από 2 έως 7 ετών): το παιδί δεν μπορεί ακόμα να διαμορφώσει αφηρημένες έννοιες και χρειάζεται συγκεκριμένες φυσικές καταστάσεις. γ) Στάδιο συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών (Concrete operations) (από 7 έως 11 ετών): καθώς συσσωρεύεται φυσική εμπειρία, το παιδί αρχίζει να διαμορφώνει έννοιες και να επιλύει αφηρημένα προβλήματα, π.χ. αριθμητικές εξισώσεις με αριθμούς και όχι με αντικείμενα. δ) Στάδιο τυπικών λογικών πράξεων ή αφαιρετικής σκέψης (Formal operations) (από 11 έως 15 ετών): σε αυτό το σημείο οι γνωστικές δομές του παιδιού μοιάζουν με αυτές ενός ενήλικα και περιλαμβάνουν την αφαιρετική λογική.

Κατά τη διάρκεια όλων των αναπτυξιακών σταδίων το παιδί βιώνει το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας τους ήδη υπάρχοντες νοητικούς χάρτες του. Αν η εμπειρία επαναλαμβάνεται, ταιριάζει εύκολα –  ή αφομοιώνεται (assimilation) – στη γνωστική δομή του παιδιού, ώστε να διατηρεί τη νοητική εξισορρόπηση (mental equilibrium). Αν η εμπειρία είναι διαφορετική ή νέα, το παιδί χάνει την διανοητική ισορροπία και αλλάζει τις γνωστικές δομές του για να συμμορφώσει (accommodation) τις νέες συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί αποκτά ολοένα και περισσότερες επαρκείς γνωστικές δομές.

Οι εκπαιδευτικοί, σύμφωνα με την αναπτυξιακή θεωρία, πρέπει να σχεδιάζουν την ύλη των μαθημάτων ώστε να ταιριάζουν στα αναπτυξιακά στάδια των μαθητών και να βοηθούν την λογική και εννοιολογική τους ανάπτυξη. Επίσης, θα πρέπει να δίνεται έμφαση στον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι εμπειρίες ή οι αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον για την μάθηση του μαθητή.

Συμπεριφορισμός (Behaviorism)

 

από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://funderstanding.com/behaviorism.cfm

 

Η θεωρία του Συμπεριφορισμού εστιάζει στην παρατηρήσιμη, εξωτερική συμπεριφορά ζώων και ανθρώπων και όχι στις νοητικές διεργασίες (cognition). Η μάθηση ορίζεται ως η απόκτηση νέας συμπεριφοράς μέσα από τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών (conditioning). Στα είδη της μάθησης διακρίνονται τα εξής δύο: α) Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση (Classic conditioning), όταν μια φυσική αντανακλαστική κίνηση έρχεται ως αντίδραση σε ένα ερέθισμα (stimulus). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση (response) των σκύλων (τρέχουν τα σάλια τους) όταν τρώνε ή βλέπουν τροφή (Pavlov)  β) Συντελεστική Θεωρία Μάθησης (Behavioral – operant conditioning), που συμβαίνει όταν μια αντίδραση ενισχύεται μέσω αμοιβών και είναι περισσότερο πιθανό να επαναληφθεί στο μέλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τεχνικές ενίσχυσης που  χρησιμοποίησε ο B.F. Skinner  για να διδάξει στα περιστέρια να χορεύουν και να κυλούν μια μπάλα σε ένα μικρό διάδρομο.

Η Συμπεριφοριστική θεωρία επικρίνεται, διότι παραβλέπει τις νοητικές διεργασίες και δεν μπορεί να ερμηνεύσει κάποια είδη μάθησης που δεν υπάρχει μηχανισμός ενίσχυσης, όπως είναι η αναγνώριση νέων γλωσσικών προτύπων από τα νέα παιδιά. Αλλά και η συμπεριφορά μπορεί να αλλάζει και να προσαρμόζεται εύκολα σε νέες καταστάσεις, ακόμα και αν η προηγούμενη συμπεριφορά είχε ενισχυθεί στο παρελθόν.

Οι τεχνικές θετικής και αρνητικής ενίσχυσης μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές, τόσο στα ζώα όσο και στην αντιμετώπιση ανθρώπινων διαταραχών όπως είναι ο αυτισμός και η αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο Συμπεριφορισμός συχνά χρησιμοποιείται από τους καθηγητές, που επιβραβεύουν ή τιμωρούν τη συμπεριφορά των μαθητών.

Κονστρουκτιβισμός (Constructivism)

 

από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://funderstanding.com/constructivism.cfm

Ο Κονστρουκτιβισμός (Εποικοδομισμός)  υποστηρίζει ότι αντανακλώντας στις εμπειρίες μας κατανοούμε τον κόσμο που μας περιβάλλει. Οι εμπειρίες μας δέχονται επεξεργασία από τα τα προσωπικά “νοητικά μοντέλα”, με αποτέλεσμα η μάθηση να είναι η προσαρμογή (accommodation) αυτών των μοντέλων στις νέες εμπειρίες. Η μάθηση θα πρέπει να έχει αφετηρία σε θέματα που οι μαθητές επιχειρούν να κατανοήσουν. Τα επιμέρους θέματα θα πρέπει να εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιό τους και έμφαση θα πρέπει να δίνεται σε πρωταρχικές έννοιες. Η κατάλληλη διδασκαλία λαμβάνει υπόψη τα νοητικά μοντέλα που χρησιμοποιούν οι μαθητές για να κατανοήσουν τον κόσμο. Ο μαθητής θα πρέπει να δομεί το δικό του νόημα και όχι να αποστηθίζει τις “σωστές” απαντήσεις που έχουν δώσει άλλοι. Επιπλέον, η εκπαίδευση διακρίνεται από διεπιστημονικότητα, γι αυτό και η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι μέρος της μαθησιακής διαδικασίας  (διαμορφωτική αξιολόγηση, formative assessment) και όχι μόνο συνολική αποτίμηση αυτής (summative assessment).

Σύμφωνα με τον Εποικοδομητισμό, η διδακτέα ύλη θα πρέπει να προσαρμόζεται στην προηγούμενη γνώση των μαθητών και οι εκπαιδευτικοί να  προσαρμόζουν τις στρατηγικές διδασκαλίας τους στις απαντήσεις των μαθητών και να ενθαρρύνουν τους μαθητές να αναλύσουν, να ερμηνεύσουν και να προβλέψουν την πληροφορία. Οι καθηγητές επίσης πρέπει να χρησιμοποιούν ανοικτού τύπου ερωτήσεις και να προωθούν εκτενή διάλογο ανάμεσα στους μαθητές πάνω στην επίλυση προβλημάτων. Ο κονστρουκτιβισμός προτείνει την απαλοιφή των βαθμών και των προκαθορισμένων τεστ. Αντίθετα, η αξιολόγηση γίνεται μέρος της μαθησιακής διαδικασίας, ώστε οι μαθητές παίζουν έναν μεγαλύτερο ρόλο στο να κρίνουν την πρόοδό τους.

Συμμετοχικός Πολιτισμός (Participatory Culture)

από το άρθρο:   Elizabeth M. Hodge, M.H.N. Tabrizi, Mary A. Farwell, and Karl L. Wuensch, (2007), Virtual Reality Classrooms . Strategies for Creating a Social Presence, International Journal of Social Sciences Volume 2

διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.waset.org/ijss/v2/v2-2-15.pdf

Ο συμμετοχικός πολιτισμός περιλαμβάνει τον διαμοιρασμό των προσωπικών δημιουργημάτων και το άνοιγμα της γνώσης σε όλους. Η συμμετοχική δραστηριότητα εντοπίζεται σε ηλεκτρονικές κοινότητες μέσων, όπως είναι τα Facebook, MySpace, message boards, διαδικτυακά ηλεκτρονικά παιχνίδια, σε δημιουργίες ψηφιακού περιεχομένου, όπως μεταφόρτωση εικόνων και βίντεο, σε ομαδική αναζήτηση και καταγραφή γνώσης και επίλυση προβλημάτων, σε σχολιασμό δημοσιεύσεων κλπ.

Χάρη στον συμμετοχικό πολιτισμό, είναι εφικτή η αλληλεπίδραση ομοτίμων (peer to peer), αυξάνεται η δημιουργική έκφραση και η ικανότητα επίλυσης συλλογικών και ατομικών προβλημάτων, παρέχονται πολύτιμες οδηγίες και αναπτύσσονται τεχνολογικές και κοινωνικές δεξιότητες, χρήσιμες στην αγορά εργασίας.

Παιδαγωγικές προσεγγίσεις στη μάθηση

από το έγγραφο: JISC (Joint Information Systems Committee) (2004) Effective practice with e-learning: A good practice guide in designing for learning

διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.jisc.ac.uk/uploaded_documents/ACF5D0.pdf

Πώς σχεδιάζει τη διδασκαλία του ένας διδάσκων; Λαμβάνει υπόψη του το μαθησιακό αντικείμενο, τους μαθητευόμενους αλλά και την ουσία του μαθήματος; 

Το συγκεκριμένο έγγραφο παρουσιάζει τρεις διαφορετικές προοπτικές για το σχεδιασμό της διδασκαλίας. Η υιοθέτηση της καθεμιάς γίνεται ανάλογα με την κατάρτιση του διδάσκοντος, τις συζητήσεις με συναδέλφους και την ειδική γνώση που διαθέτει.

Προοπτική

Υποθέσεις

Αντίστοιχη παιδαγωγική

Συσχετιστική προοπτική

Μάθηση ως απόκτηση ικανότητας

Οι μαθητευόμενοι αποκτούν γνώση χτίζοντας συνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές έννοιες.

 

Αποκτούν δεξιότητες με προοδευτικά σύνθετες ενέργειες από συστατικές δεξιότητες (component skills)

_εστίαση στις ικανότητες

_ρουτίνες οργανωμένων δραστηριοτήτων

_προοδευτική δυσκολία

_καθαροί στόχοι και ανατροφοδότηση
_εξατομικευμένοι τρόποι που ταιριάζουν στην προηγούμενη απόδοση του ατόμου

κονστρουκτιβιστική προοπτική (εστίαση στο άτομο)

Μάθηση ως επίτευξη κατανόησης

Οι μαθητευόμενοι ενεργά κατασκευάζουν νέες ιδέες χτίζοντας και εξετάζοντας υποθέσεις

_διαδραστικά περιβάλλοντα για την κατασκευή γνώσης

_δραστηριότητες που ενθαρρύνουν πειραματισμό και ανακάλυψη αρχών

_υποστήριξη για αναστοχασμό και αξιολόγηση

κονστρουκτιβιστική προοπτική (εστίαση στην κοινωνία)

Μάθηση ως επίτευξη κατανόησης

Οι μαθητευόμενοι ενεργά κατασκευάζουν νέες ιδέες μέσω συνεργατικών δραστηριοτήτων και/ή διαλόγου

_διαδραστικά περιβάλλοντα για κατασκευή γνώσης

_δραστηριότητες που ενθαρρύνουν τη συνεργασία και την ανταλλαγή ιδεών ή έκφρασης

_υποστήριξη για αναστοχασμό, κριτική ομοτίμων (peer review) και αξιολόγηση

Εγκαθιδρυμένη προοπτική (situated perspective)

Μάθηση ως κοινωνική πρακτική

Οι μαθητευόμενοι αναπτύσσουν την ταυτότητά τους μέσω συμμετοχής σε συγκεκριμένες κοινότητες και πρακτικές

_συμμετοχή σε κοινωνικές πρακτικές έρευνας και μάθησης

_υποστήριξη για ανάπτυξη μαθησιακών δεξιοτήτων

_διάλογος για τη διευκόλυνση μαθησιακών σχέσεων

Θεωρίες Μάθησης

Από το άρθρο του Bobby Elliot:

E-PEDAGOGY, Does e-learning require a new approach to teaching and learning?, SCOTTISH QUALIFICATIONS AUTHORITY, MAY 2008

διαθέσιμο στην διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/932164/EPedagogy

Ο συγγραφέας του άρθρου επισημαίνει ότι χρειάζεται μια νέα παιδαγωγική στήριξη της μάθησης με τις νέες τεχνολογίες και παρουσιάζει τις τρεις βασικές θεωρίες μάθησης, τον συμπεριφορισμό (μάθηση ως συμπεριφορά), την γνωστική θεωρία (μάθηση ως κατανόηση) και τον εποικοδομητισμό (μάθηση ως οικοδόμηση της γνώσης). 

Ο συμπεριφορισμός βλέπει τη μάθηση ως αλλαγή ή ενίσχυση της συμπεριφοράς μέσα από ένα σύστημα αμοιβών και ποινών. Με την δοκιμή και εξάσκηση επιτυγχάνεται η απόκτηση δεξιοτήτων και η επανάληψη θεωρείται μητέρα της μάθησης. Δεν ενδιαφέρεται για τις γνωστικές διαδικασίες στον εγκέφαλο του μαθητή, που τον θεωρεί ως ένα black box. Ο δάσκαλος ενέχει κεντρικό ρόλο και το περιβάλλον επίσης είναι ελεγχόμενο.

Αντίθετα, η Γνωστική θεωρία βλέπει τη μάθηση ως εσωτερίκευση εννοιών και γεγονότων του εξωτερικού κόσμου. Όπως ο υπολογιστής, ο εγκέφαλος του μαθητή επεξεργάζεται τα στοιχεία που εισάγουν οι αισθήσεις του, με τη βοήθεια νοητικών μοντέλων. Ο δάσκαλος προσφέρει το περιεχόμενο και την καθοδήγηση, αλλά ο μαθητής κάνει τα υπόλοιπα. Απαραίτητα στοιχεία είναι το κατάλληλο περιεχόμενο, η σωστή κατεύθυνση από το δάσκαλο, η αντιμετώπιση των ατομικών διαφορών και η ανταπόκριση στα προτιμητέα στυλ μάθησης. Ο ρόλος του δασκάλου γίνεται διευκολυντικός (facilitator).

Η θεωρία του Εποικοδομητισμού (κοσντρουκτιβισμού) θεωρεί τη γνώση ως κάτι υποκειμενικό, ως προσωπική υπόθεση του μαθητή, ο οποίος οικοδομεί τη νέα γνώση πάνω στις προϋπάρχουσες εμπειρίες και γνώσεις του.

Οι έννοιες του Piaget (1977) assimilation ? accommodation περιγράφουν πώς η μάθηση λαμβάνει χώρα. Ο όρος assimilation αναφέρεται στην ένταξη των αντιλήψεων στα υπάρχουσα νοητικά μοντέλα. Ο όρος accommodation περιλαμβάνει την αλλαγή των νοητικών μοντέλων για την ερμηνεία αντιλήψεων που αλλιώς δεν θα γίνονταν κατανοητές. Η μάθηση συμβαίνει όχι από παθητική αποδοχή αλλά από ενεργητική κατασκευή του νοήματος. Όταν οι μαθητευόμενοι αντιμετωπίσουν μια εμπειρία ή κατάσταση που συγκρούεται με την τρέχουσα σκέψη, δημιουργείται μια κατάσταση ανισορροπίας (disequilibrium). Πρέπει να αλλάξουμε τη σκέψη μας για να αποκαταστήσουμε την ισορροπία. Για να το πετύχουμε αυτό βγάζουμε νόημα από την νέα πληροφορία συνδέοντάς τη με αυτό που ήδη ξέρουμε, δηλαδή την αφομοιώνουμε στην υπάρχουσα γνώση μας. Όταν δεν τα καταφέρνουμε, πράγμα που η ψυχολόγοι ονομάζουν γνωστική δυσαρμονία (cognitive dissonance), βολεύουμε την νέα πληροφορία στον παλιό τρόπο σκέψης μας αναδομώντας την παρούσα γνώση σε ένα υψηλότερο επίπεδο σκέψης. Ο δάσκαλος διευκολύνει τη μάθηση, αλλά δεν μπορεί να την κατευθύνει.

Ο κοινωνικός εποικοδομητισμός δίνει έμφαση στην κοινωνική φύση της μάθησης. Ο πολτισμός, η γλώσσα και το κοινωνικό πλαίσιο καθορίζουν τη μάθηση. Δανείζεται από τον Vygotsky τη ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximal development), που υποστηρίζει ότι οι μαθητές μπορούν να κατακτήσουν έννοιες που δεν μπορούν να κατανοήσουν μόνοι τους με τη βοήθεια ενήλικων ή συναδέλφων που είναι πιο προχωρημένοι.

Ο Κονεκτιβισμός ή Δικτυωμένη Μάθηση (connectivism or networked learning) είναι μια νέα θεωρία μάθησης που αναφέρεται ειδικά στην ηλεκτρονική μάθηση. Θεωρεί ότι η γνώση είναι ένα δίκτυο από κόμβους και συνδέσεις που αναδιαμορφώνονται και επανασυνδέονται δημιουργώντας νέα γνώση. Στοιχεία της θεωρίας αυτής είναι τα δεδομένα, η πληροφορία, η γνώση και το νόημα. Ορισμένες ουσιαστικές αρχές της θεωρίας αυτής είναι ότι η γνώση βρίσκεται στην διαφορετικότητα της γνώμης, ότι προκύπτει από τη διαδικασία σύνδεσης κόμβων ή πηγών πληροφορίας, ότι η διατήρηση των συνδέσεων προάγει την συνεχή μάθηση.

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση