Το υλικό που ακολουθεί για την προσέγγιση του θέματος είναι βασισμένο σε πληροφορίες που περιέχονται α)στο Κεφάλαιο 6: “Οι περιπέτειες του Οδυσσέα” από το ηλεκτρονικό βιβλίο Ιστορίας του μαθητή της Γ΄Δημοτικού, όπως είναι αναρτημένο στο Ψηφιακό Σχολείο , β)στο βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Θεοί & Ήρωες – Τρωικός πόλεμος – Οδύσσεια” της Σέρβη Κατερίνας, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα:2003, καθώς και γ)στο βιβλίο “Ομήρου Οδύσσεια” της Σοφίας Ζαραμπούκα, Εκδόσεις Κέδρος (14η Ανατύπωση): Μάιος 2011.
10. Στο νησί της Καλυψώς
Κι ακολουθώντας τα λόγια του μάντη, για το νησί του Ήλιου τράβηξαν κι όλα πήγαιναν καλά, μέχρις ότου οι σύντροφοι περίεργοι πάλι, σκότωσαν δύο από τα ιερά βόδια. Και ο Δίας τους έριξε κατάρα μεγάλη. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι, μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε και τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της νύμφης Καλυψώς. Η Καλυψώ τον φρόντισε και τον κράτησε κοντά της εφτά ολόκληρα χρόνια, ώσπου, τον λυπήθηκε η θεά Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της το Δία να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερμή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.
(Η εικόνα ανακτήθηκε από το ιστολόγιο Οι γυναίκες της Οδύσσειας)
11.Στο νησί των Φαιάκων
Όμως, για κακή του τύχη, τον είδε ο Ποσειδώνας που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε με την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύματα τεράστια. Η σχεδία διαλύθηκε κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες κολυμπούσε. Την τρίτη μέρα βγήκε στο νησί των Φαιάκων. Χωρίς δυνάμεις ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε. Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
(Εικόνα από το βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Θεοί &Ήρωες – Τρωικός πόλεμος – Οδύσσεια” της Σέρβη Κατερίνας)
12.Στην Ιθάκη
Όταν την άλλη μέρα ξύπνησε ο Οδυσσέας υπήρχε ομίχλη γύρω του και δεν κατάλαβε πού βρισκόταν. Αφού τον πλησιάσε η θεά Αθηνά με τη μορφή νεαρού βοσκού, του εξήγησε πως ήταν στην Ιθάκη, εκείνος γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του. Στη συνέχεια του φανερώθηκε πως ήταν η θεά Αθηνά του εξήγησε τι συνέβαινε στην πατρίδα του και τι έπρεπε να κάνουν. Του μίλησε για τους μνηστήρες που μπαινόβγαιναν στο παλάτι και ξόδευαν την περιουσία του, για την Πηνελόπη που τόσα χρόνια τον περίμενε και αρνιόταν να παντρευτεί κάποιον από αυτούς, υφαίνοντας κάθε μέρα το ίδιο το πανί.
(Εικόνα από το βιβλίο της Γ΄Δημοτικού )
Πριν φύγει η Αθηνά τον παρότρυνε να πάει να βρει τον παλιό του επιστάτη, τον Εύμαιο, γιατί εκεί θα συναντούσε το γιο του, τον Τηλέμαχο. Αµέσως η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα.
Την άλλη µέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέµαχος κι ο Εύµαιος πήγε στην πόλη να πει στην Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε απ’ το ταξίδι. Σαν έµειναν µόνοι ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος, ήρθε η Αθηνά κι έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή κι εκείνος φανερώθηκε στο γιο του. Γιος και πατέρας αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν πολλή ώρα. Μετά κατέστρωσαν µαζί ένα σχέδιο, για να µπορέσουν να σκοτώσουν τους µνηστήρες. Τότε ήρθε πάλι η Αθηνά κι έκανε τον Οδυσσέα ζητιάνο.
Το άλλο πρωί ο Τηλέµαχος έφτασε στο παλάτι και λίγο αργότερα έφτασαν κι ο Οδυσσέας µε τον Εύµαιο. Πάτησε ο Οδυσσέας για πρώτη φορά µετά από είκοσι χρόνια το χώµα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια περίµενε το αφεντικό του να γυρίσει. Όταν τον είδε να µπαίνει στην αυλή, κούνησε την ουρά του χαρούµενο. Ο Οδυσσέας το πλησίασε και το χάιδεψε δακρυσµένος. Μετά από λίγο ο Άργος, αφού είδε τον Οδυσσέα που γύρισε, ξεψύχησε.
(Εικόνα από το βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Θεοί & Ήρωες – Τρωικός πόλεμος – Οδύσσεια” της Σέρβη Κατερίνας)
Μπήκε µετά ο Οδυσσέας στο σπίτι του και βρήκε τους µνηστήρες να τρώνε και να πίνουν. Οι µνηστήρες τον κορόιδευαν, τον χτυπούσαν, τον φοβέριζαν και του έλεγαν να φύγει. Έµαθε όµως η Πηνελόπη από τον Εύµαιο πως ήρθε ένας ζητιάνος από µακριά στο σπίτι της κι ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει µήπως ήξερε κάτι για τον άνδρα της. Και το βράδυ, που οι µνηστήρες τέλειωσαν το γλέντι και πήγαν στα σπίτια τους να κοιµηθούν, κάλεσε το ζητιάνο να τον ρωτήσει. Μίλησε µε την Πηνελόπη, όµως δεν της φανερώθηκε. Μόνο την παρηγόρησε λέγοντάς της πως ο Οδυσσέας θα ερχόταν σύντοµα. Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιµηθεί, µα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή. Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε: «Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου».Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει. Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών. Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο. Ο Οδυσσέας τεντώνει το τόξο του κατά των μνηστήρων, ενώ πίσω του δύο δούλες τον παρατηρούν με αγωνία (Ερυθρόμορφος σκύφος, π. 450 π.Χ.)
(Εικόνες από το βιβλίο “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Θεοί & Ήρωες – Τρωικός πόλεμος – Οδύσσεια” της Σέρβη Κατερίνας)
Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.
Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
Οι συγγενείς όµως των µνηστήρων πήγαν οπλισµένοι στο παλάτι να βρουν τον Οδυσσέα κι αφού δεν τον βρήκαν εκεί, πήγαν στο κτήµα του Λαέρτη. Πήραν τότε ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος τα όπλα τους κι ετοιµάστηκαν για µάχη. Ήρθε όµως η Αθηνά απ’ τον Όλυµπο, στάθηκε ανάµεσά τους και τους είπε: «Σταµατήστε τον πόλεµο και γίνετε όλοι φίλοι». Τότε όλοι άφησαν τα όπλα τους κι ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έζησε από τότε ευτυχισµένος και βασίλεψε πολλά χρόνια στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη.
1 σχόλιο
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα