Το σημαντικό βιβλίο του Ε. Παπανούτσου “Η Παιδεία το μεγάλο μας πρόβλημα” αποτελεί ένα επίκαιρο βιβλίο αν και εκδόθηκε το 1976. Μέσα από τις σελίδες του επιχειρείται να απαντηθούν ερωτήματα τα οποία, στην πλειοψηφία τους, απασχολούν μέχρι σήμερα τους εκπαιδευτικούς. Επιπλέον, μια κριτική ανάγνωση του βιβλίου αποτελεί καλό οδηγό για μια εποχή αλλαγών, οι οποίες αναμένονται στην επαγγελματική εκπαίδευση.
Το βιβλίο από την αρχή, στο πρώτο κεφάλαιο (Προς Δασκάλους: Παραινετικός) δείχνει το στόχο του συγγραφέα για αλλαγή και όχι αναπαραγωγή της ισχύουσας κατάστασης στο σχολείο (οποιαδήποτε και αν είναι αυτή κάθε φορά).
“Σφάλλουν οι δήθεν επιτυχημένοι και έμπειροι συνάδελφοί σου που θα σε συμβουλέψουν ότι πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου να κερδίσεις οπωσδήποτε την πρώτη μάχη με τους μαθητές σου …. – Πάρ’ τους αμέσως το αέρα – λένε- αλλιώς θα σου το πάρουν εκείνοι, και τότε είσαι χαμένος- Δεν είναι καθόλου φρόνιμη, απεναντίας είναι πολύ επικίνδυνη η τακτική που προτείνουν. Εάν την ακολουθήσεις παίζεις το παιχνίδι των μικρών παρτιζάνων και στο τέλος, ακόμη κι αν την ώρα εκείνη επιβληθείς, αυτοί θα υπερισχύσουν. Ο τρόπος, ο παιδαγωγικός τρόπος (άλλος δεν πρέπει να υπάρχει για σένα) ν’ αντιμετωπίσεις την κατάσταση είναι να δείξεις με τη στάση σου – εδώ βρίσκεται όλο το πρόβλημα: ποια θα είναι η “στάση” σου – ότι η τάξη του σχολείου δεν είναι πεδίο μάχης και πόλεμος μεταξύ σας δεν πρόκειται να γίνει δεν θα παραδεχτείς να γίνει. Τότε οι πολεμικές προετοιμασίες και οι ενέδρες και οι ακροβολισμοί χάνουν το νόημά τους και οι σχέσεις σου με τους νέους που έρχεσαι να διαπαιδαγωγήσεις (να διαπαιδαγωγήσεις – όχι απλώς να ενημερώσεις με “πληροφορίες”) θα μεταφερθούν αμέσως σε άλλο επίπεδο, στο επίπεδο της φιλικής συνεργασίας, όχι της στρατιωτικής αναμέτρησης. Και θα έχεις κερδίσει την πρώτη μεγάλη σου νίκη, τη νίκη του Δασκάλου”.
Επιλέγει να ασχοληθεί σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με το ερώτημα: “Τι θα πει μαθαίνω”. Μέσα από παραδείγματα και περιγραφή καταστάσεων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
“Η μάθηση μπορεί να είναι προμήθεια και απομνημόνευση μιας πληροφορίας (αυτό το είδος της ευδοκιμεί στα σχολεία μας) αλλά μόνο στην περίπτωση που πρόκειται να ικανοποιηθεί μια δευτερεύουσα και περαστική ανάγκη μας. Δεν είναι όμως αυτό απλώς ή αυτό κυρίως η μάθηση. Είναι η διερεύνηση και η εμβάθυνση της πληροφορίας με την προσωπική μας επεξεργασία (με την παρατηρητικότητα, τη φαντασία, την κρίση μας) για να κινητοποιήσει τις σχετικές με αυτήν γνώσεις μας και να ανοίξει προς κάθε διεύθυνση τον πνευματικό μας ορίζοντα εκτείνοντας και εντείνοντας τη θεωρητική και την πρακτική δραστηριότητά μας….
…Πρώτο λοιπόν χρέος του Δασκάλου είναι να δημιουργήσει μέσα στην τάξη τις προϋποθέσεις της απορίας, του προβληματισμού. Να ξυπνήσει δηλαδή στους μαθητές του την ανάγκη για μάθηση….
…όταν τύχει και αμφιβάλλεις για την ενημερότητά σου σε ό,τι σε ρωτούν, αμέσως και χωρίς καμία δυσκολία να τους δηλώνεις: -Δεν το ξέρω κ’ εγώ παιδιά. Αφήστε με να το ερευνήσω, να το σκεφτώ καλύτερα και όταν θα είμαι έτοιμος, θα σας ανακοινώσω την πληροφορία που μου ζητάτε. Έτσι, όχι μόνο το κύρος σου θα υψωθεί, οι μαθητές σου θα αναγνωρίσουν ότι είσαι ένας σοβαρός και ειλικρινής οδηγός, αλλά θα τους δώσεις κ’ ένα πολύτιμο μάθημα: ότι το να μη τα ξέρουμε όλα είναι ανθρώπινο και συγγνωστό – πραγματικά σοφός και έντιμος είναι εκείνος που αναγνωρίζει και ομολογεί την άγνοιά του. ..
…Η μάθηση, η αξία του ονόματος και του προορισμού της, εκτείνει και εντείνει τόσο τη θεωρητική όσο και την πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου. Αυτό λέει πάρα πολλά πράγματα. Σημαίνει ότι η μάθηση αποβλέπει όχι σε ένα περιορισμένο σκοπό: να σε βοηθήσει να λύσεις ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, να ικανοποιήσεις μια ορισμένη και περιορισμένη ανάγκη αλλά ανοίγοντας τον πνευματικό σου ορίζοντα να σε κάνει ικανό να λύνεις κάθε παρόμοιο ή σχετικό πρόβλημα που εμποδίζει την πρόοδο της σκέψης σου ή στενεύει την πρακτική σου δραστηριότητα”.
Προκαλεί έκπληξη η επιχειρηματολογία του συγγραφέα σχετικά με την ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε το διαφορετικό ρόλο του Δασκάλου στη σύγχρονη εποχή (μια σύγχρονη εποχή – 1976- όπου οι προσωπικοί υπολογιστές και το Ιντερνετ ήσαν άγνωστοι, αλλά είχε ξεκινήσει ήδη η ευρεία διάδοση πληροφοριών).
“Πρώτα να ανοίξεις, για τις ανάγκες των μαθητών σου, όλους τους κρουνούς πληροφοριών που υπάρχουν σήμερα, και να τους διδάξεις να τους χρησιμοποιούν. Στους χρόνους μας έπαψε πλέον ο Δάσκαλος να είναι για τους μαθητές του η μόνη πηγή πληροφοριών στα θέματα που τους ενδιαφέρουν ή που έργο του σχολείου είναι να τα προσφέρει στην περιέργειά τους. Η τυπική σχέση μαθητών και Δασκάλου την ώρα της διδασκαλίας, ήταν άλλοτε “αυτός να λέει και εκείνοι να ακούνε”. Σήμερα η σκηνή έχει αλλάξει ριζικά. … Η εφεύρεση της τυπογραφίας στους νεώτερους χρόνους υπήρξε για τη σχολική πράξη μια ευλογημένη επανάσταση. Το τυπωμένο βιβλίο μπήκε στη ζωή μας και έγινε ο αχώριστος σύντροφος κάθε “διαβασμένου” ανθρώπου… Σήμερα στην προμήθεια των πληροφοριών είμαστε ακόμα πιο τυχεροί από τους πατεράδες και τους παππούδες μας. Στους κρουνούς της πληροφόρησης προστέθηκε ο κινηματογράφος (ταινίες εκπαιδευτικές), το ραδιόφωνο και η τηλεόραση (μορφωτικά προγράμματα)… Θα μας φθονούσαν οι παλαιότερες γενιές αν έβλεπαν από πόσες (σε αριθμό) και ποιες (σε παραστατική δύναμη) πηγές αντλεί ένας σημερινός άνθρωπος τις πληροφορίες του…. Πως εκμεταλλευόμαστε στη διδασκαλία αυτούς τους θησαυρούς που μας χάρισε η πρόοδος της Τεχνολογίας του αιώνα μας (αντιστάθμισμα του ολέθρου που προκαλεί με άλλες επινοήσεις της);”
Το βιβλίο αναδεικνύει σε πολλά σημεία την αναγκαιότητα, οι δάσκαλοι να επιμένουν στην επεξεργασία της πληροφορίας από τους μαθητές (με την παρατηρητικότητα, τη φαντασία, την κρίση τους).
“Πρέπει κατά την επεξεργασία της πληροφορίας, να αποβλέπουμε όχι στο άμεσο αποτέλεσμα, αλλά στην κατάκτηση μιας μεθόδου που θα μας κάνει ικανούς το καλό αποτέλεσμα σε κάθε σχετική περίπτωση, οπουδήποτε, οποτεδήποτε και με οποιαδήποτε παραλλαγή των υλικών όρων και αν μας παρουσιαστεί. Ο “αμαθής” μπορεί (πολλές φορές, κατά σύμπτωση) ν’ ανοίξει μ’ ένα πρόχειρο καρφί την κλειδαριά που αντιστέκεται. Όποιος όμως έχει μάθει είναι εφοδιασμένος με μια μέθοδο, δηλαδή με το σοφό κλειδί που μπορεί ν’ ανοίξει και αυτήν και κάθε κλειδαριά του ίδιου τύπου, γιατί έχει κατασκευαστεί ύστερ’ από σοβαρή μελέτη και διερεύνηση του μηχανισμού της…
Δίδαξε και γύμνασε τους μαθητές σου πως να συζητούν, πως να ακούνε με σεβασμό και προσοχή τη γνώμη του άλλου και πως να διατυπώνουν τις αμφιβολίες ή αντιρρήσεις τους με θάρρος και ευγένεια. Συνεργάσου μαζί τους στη σύνταξη ενός Κανονισμού του Διαλόγου, που θα υποσχεθούν όλοι να τον τηρήσουν με ευλάβεια. Δεν χρειάζονται πολλά άρθρα σ’ αυτό τον Κανονισμό, τρία όμως δεν πρέπει να λείπουν: 1. Όλες οι γνώμες είναι ευπρόσδεκτες και σεβαστές, αρκεί να διατυπώνονται σοβαρά και να στηρίζονται σε ακριβείς παρατηρήσεις ή ισχυρά επιχειρήματα. Μη σπεύδεις να συμφωνήσεις με καμία, πριν ακούσεις και ζυγίσεις τον αντίλογο. 2. Δεν επιτρέπεται να αποδοκιμάζεις ή να σαρκάζεις όσους διαφωνούν μαζί σου, ή από απροσεξία και ελαφρότητα κάνουν άστοχες προτάσεις. (Δίνε εσύ το παράδειγμα – μην ειρωνεύεσαι ποτέ τους μαθητές σου – τα παιδιά είναι εξαιρετικά ευαίσθητα στην ειρωνεία – δεν τη συγχωρούν ποτέ σε κανένα) 3. Πρέπει, πριν αρχίσεις να μιλείς, να σκέπτεσαι καλά εκείνο που έχεις να πεις. Και όταν το λες, εσύ πρώτος να “καταλαβαίνεις τι λες”, για να σε καταλάβουν και οι άλλοι”.
Ο συγγραφέας επίσης προβάλλει την ανάγκη ενθάρρυνσης των μαθητών, ιδιαιτέρως των αδυνάτων, ως απαρχή της δημιουργικής συνεργασίας στο σχολείο.
“Του καλού Δασκάλου η τέχνη είναι, να ενθαρρύνει τους μαθητές του (περισσότερο τους αδύνατους) παρά τους δυνατούς, τους άτολμους παρά τους θαρραλέους) στη διατύπωση της γνώμης τους, να τους βοηθεί να τη διευκρινίσουν και να τη συμπληρώσουν και ποτέ να μην επιτρέπει στους διαφωνούντες, πολύ λιγότερο στον εαυτό του, να περιφρονήσουν ή να αποδοκιμάσουν οποιαδήποτε πρόταση, παρά μόνο να τη θέσουν υπό έλεγχο με πρίσμα αντικειμενικό και με καλή πίστη. Εκείνος θα μιλεί τελευταίος, και μόνο αφού εξαντληθεί (ή φτάσει στο απροχώρητο) η συζήτηση, θα ρίξει το βάρος του απάνω στη λύση που βρέθηκε ικανοποιητική, για να γίνει τελικά δεκτή – επαινώντας πάντοτε όλους όσοι με τις ορθές υποδείξεις ή και με τα λάθη τους ακόμη βοήθησαν για να πραγματοποιηθεί το καλό αποτέλεσμα”.
Αναφερόμενος ο συγγραφέας στις θετικές επιστήμες τονίζει ότι η βαθιά γνώση του αντικειμένου, η δημιουργική αξιοποίηση των αναλυτικών προγραμμάτων και η γνώση των ιδιαιτεροτήτων των μαθητών που προέρχεται από την καλή επικοινωνία μαζί τους, αποτελούν προτέρημα για το Δάσκαλο.
“Ένας φημισμένος παιδαγωγός του αιώνα μας (o Kerschen- steiner) έλεγε: – Δώστε μου έναν επιστήμονα που ξέρει καλά τη δουλειά του (το πως δηλαδή από την ειδική επιστήμη του μεθοδεύεται η έρευνα για να έχει θετικά αποτελέσματα) και μέσα σε λίγες εβδομάδες θα σας τον κάνω άριστο δάσκαλο…. Μια συμπλήρωση όμως χρειάζεται η σοφή αυτή παρατήρηση για να καλύψει όλη την έκταση τους αντικειμένου της. Εκτός από την επιστήμη της ειδικότητάς του ο Δάσκαλος, για να επιτύχει στο διδακτικό έργο του, πρέπει να σπουδάσει και μιαν άλλη: την Ψυχολογία… ο “υπό ανάπτυξη” άνθρωπος, σε κάθε φάση της ηλικίας του έχει τον πνευματικό του ορίζοντα, τη συνειδησιακή του ιδιορρυθμία, τον δικό του τρόπο να σκέπτεται, να συγκινείται, να επιθυμεί, που πρέπει να τον γνωρίζεις για να μπορείς να πλησιάσεις το μαθητή σου και να επικοινωνήσεις μαζί του.
Το Αναλυτικό Πρόγραμμα (στα φυσιογνωστικά μαθήματα) θα σε απελπίσει με τον πλούτο των περιεχομένων του. Αν το “βάλεις στα πόδια” με σκυμμένο το κεφάλι για να φτάσεις όπως – όπως στο τέρμα, να είσαι βέβαιος ότι θα πάει άδικος ο κόπος σου. Κάτι περισσότερο: Όχι μόνο δεν θα έχεις ωφελήσει, θα έχεις ζημιώσει τους μαθητές σου που λαχανιασμένοι θα υποχρεωθούν να σε ακολουθήσουν – πνιγμένοι στα “λόγια”, χωρίς καμίαν επαφή με τα πράγματα. Έτσι δυστυχώς εργάζονται οι περισσότεροι συνάδελφοί σου: δένονται οι ίδιοι, δένουν και τα παιδιά στο σχολικό εγχειρίδιο. Εκεί διαβάζονται οι λειτουργίες της ζωής, τα φυσικά φαινόμενα, οι χημικές αντιδράσεις, οι ιδιορρυθμίες του εδάφους και του κλίματος – δηλαδή οι “λέξεις”, που στοιβάζονται στη μνήμη και σκοτίζουν το μυαλό. Αυτή, καθώς θα έχεις ακούσει, υπήρξε η βαριά αρρώστια του σχολαστικισμού που επί αιώνες καταδίκασε σε αδράνεια το πνεύμα της Δύσης στους μεσαιωνικούς χρόνους, έως ότου η Αναγέννηση ξύπνησε από το λήθαργο και άνοιξε πάλι τα φτερά του. Οι άνθρωποι τότε (λέει ένα αστείο) αντί να δοκιμάζουν να κάνουν με μαγιά γιαούρτι, έψαχναν μέσα στα βιβλία του Αριστοτέλη να πληροφορηθούν αν πήζει το γάλα…
… Τι να κάνεις; Απλούστατα να καθίσεις να σκεφτείς στα σοβαρά ποιος είναι ο σκοπός των θετικοεπιστημονικών μαθημάτων και να προσπαθήσεις με κάθε μέσον να βάλεις τους μαθητές σου μπροστά στα “πράγματα”, μακριά από τις “λέξεις”. … Οδήγησε τους μαθητές σου πως να “πειραματίζονται” και αυτοί με όσα μέσα διαθέτει το σχολείο ή μπορούν να τα προμηθευθούν οικονομικά, για να εκτιμήσουν την αξία της πειραματικής μεθόδου και να χαρούν μια μικρήν έστω επιτυχία της”.
Στο Δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με τα προβλήματα της ανατροφής, τα θέματα διδακτικής, την εκπαίδευση του μέλλοντος, την εκπαιδευτική πολιτική και το ιδιαίτερο θέμα Εκπαίδευση και Δημοκρατία. Παρουσιάζουμε ορισμένες από τις βασικές αναφορές αυτού του κεφαλαίου.
“Και ο σκοπός (του μαθητή) είναι πάντα ένας: το άτομο να βεβαιώσει τον εαυτό του νικώντας την αντίσταση των άλλων που δεν ενδιαφέρονται, δεν πείθονται ή δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν. Όταν δεν μπορεί να επιτύχει το αποτέλεσμα τούτο με το καλό, δεν διστάζει να το επιδιώξει με το κακό, που είναι απλώς ο “άλλος” δρόμος. Και αν δεν μπορεί να υψώσει και να επιβάλλει τον ίδιο τον εαυτό του θετικά, θα δοκιμάσει να το κατορθώσει αρνητικά: ελαττώνοντας τον ανάστημα των άλλων θα αναδείξει το δικό του. Πρέπει λοιπόν οι άλλοι να μειωθούν, να παραμεριστούν, με την επιβουλή, την προδοσία, στην ανάγκη. Και αν τούτο το μέσον δεν φανεί αποτελεσματικό, τότε θα κάνει δύναμη την ίδια την αδυναμία του: θα γίνει ο δυστυχής, ο αδικημένος, ο άθλιος και ανάπηρος, ο αξιολύπητος”.
“Σχολείο “εργασίας” δεν θα πει σχολείο αταξίας, γιατί η ίδια η εργασία για να προωθηθεί και να συντελεσθεί χρειάζεται την τάξη και τη μέθοδο και τους κανόνες της – και αυτά από το δάσκαλο περιμένουν οι μαθητές. Με λεπτότητα αλλά και σταθερά ο φωτισμένος δάσκαλος ξέρει να οδηγεί, χωρίς με την αυθεντία του να συνθλίβει την προσωπικότητα των μαθητών του και να τους μεταβάλλει σε ανεύθυνα όργανα των διδακτικών του προθέσεων”.
“Κάποιος πρέπει να σταθεί (με γνώση καλή και προαίρεση καλή) κοντά μας και να μας οδηγήσει στην εκλογή που θα κάνουμε και τη χρήση αυτών που θα πάρουμε. Και αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από εκείνον που έχει αγωνιστεί και πονέσει να ωριμάσει ο ίδιος και να γίνει άξιος να δείξει στους άλλους πως θα ωριμάσουν. Δηλαδή από το Δάσκαλο. Όχι το δάσκαλο – μηχανή, αλλά το δάσκαλο – άνθρωπο (με την πλήρη έννοια του όρου). Γιατί τον άνθρωπο μπορεί να τον πλάσει πάλι ένας άνθρωπος. Όπως τον ελεύθερο άνθρωπο μπορεί να τον πλάσει ένας ελεύθερος άνθρωπος. Όχι δούλος. Είναι ασφαλώς γνωστό το αρχαίο ανέκδοτο. Όταν κάποτε ένας ξακουστός δάσκαλος ζήτησε μεγάλη αμοιβή από τον πατέρα ενός νέου που τον παρακάλεσε να εκπαιδεύσει το γιό του κι’ αυτός διαμαρτυρήθηκε ότι με τόσα χρήματα θα μπορούσε όχι να μισθώσει αλλά να αγοράσει ένα δούλο για αυτό το έργο (δούλοι ήσαν συνήθως οι γραμματοδιδάσκαλοι στους αρχαίους χρόνους), εκείνος αποκρίθηκε: Πάρ’ τον. Και τότε θα έχεις δύο δούλους στο σπίτι σου…”.
“Ή έναν αρχιτέκτονα (ακόμη και μιαν επιτροπή από αρχιτέκτονες) φωνάξουμε και του δώσουμε την παραγγελία: Σχεδίασέ μου ένα σπίτι καλύτερο από εκείνο που έχω, γιατί τούτο δεν μ’ αρέσει πια, ή καλέσουμε έναν ειδικό (ακόμη και μιαν επιτροπή από ειδικούς) και τους δώσουμε την εντολή: Πες μου πως να οργανώσω καλύτερα την εκπαίδευσή μου, γιατί τέτοια που είναι σήμερα δεν εκτελεί τον προορισμό της, χωρίς ούτε στον πρώτο να πούμε τι σπίτι θέλουμε να αποκτήσουμε, και τι πόρους διαθέτουμε για να το χτίσουμε όπως το επιθυμούμε, ούτε στον δεύτερο να εξηγήσουμε ποιον προορισμό βλέπουμε στην εκπαίδευσή μας, και πόσα σκοπεύουμε να ξοδέψουμε για τη λειτουργία της – το ίδιο κάνει. Δηλαδή και στη μια περίπτωση και στην άλλη δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα το θετικό και το χρήσιμο… Και για την άλλη όψη του ζητήματος η ίδια αρχή ισχύει. Γίνεται ένας αρχιτέκτονας (ή και μια επιτροπή από αρχιτέκτονες) αφού κάθισε μήνες σκυμμένος απάνω στα βιβλία του και επιστρατεύοντας όλη τη μάθηση και τη φαντασία του σχεδίασε στο χαρτί ένα λειτουργικά εξαίρετο σπίτι, στερεό, άνετο, κομψό, να ‘ρθει κατόπι σε μένα, που πραγματικά υποφέρω από την καλύβα μου και θέλω να αποκτήσω στέγη της προκοπής, και να μου πει: Ιδού! αυτό το σπίτι θα κτίσεις. Το έχω μελετήσει από όλες τις πλευρές και είναι τέλειο. – Κύριε θα του απαντήσω, δεν σας έχω εκθέσει τις στεγαστικές ανάγκες μου ούτε σας έχω αποκαλύψει τα οικονομικά μου. Πως λοιπόν ξέρετε ότι το κατασκεύασμά σας είναι ό,τι μου χρειάζεται; …”
“Πρέπει κάποτε να καταλάβουμε ότι η εκπαίδευση δεν είναι ξέφραγο χωράφι, όπου έχει ο καθένας το ελεύθερο να μπαίνει και να κάνει το νοικοκύρη με τις ιδέες και τα θέσφατά του. Δικαίωμα να το καλλιεργεί έχει μόνο ο μυημένος στην επιστήμη του σχολείου που διαθέτει μαζί με επαρκή κεφάλαια θεωρίας και πλούσια πείρα πρακτικής”.
Τέλος, αξίζει να διαβάσουμε με κριτική διάθεση το ξεχωριστό κεφάλαιο το οποίο αφιερώνει στην επαγγελματική εκπαίδευση, όχι τόσο για να εφαρμόσουμε τις ιδέες του συγγραφέα, αλλά για να γνωρίσουμε τις αντιφάσεις που υπήρξαν στη μέση τεχνική εκπαίδευση, από τη γέννησή της.
Από τον Σχολικό Σύμβουλο Αθανάσιο Κονταξή.
Πηγή: users.sch.gr/kontaxis/