Η αρχαία Ελληνική επιστήμη
Περισσότερα από χίλια χρόνια μεσολάβησαν από την εποχή που γράφτηκαν τα παλαιο-βαβυλωνιακά μαθηματικά κείμενα και ο αιγυπτιακός πάπυρος του Rhind ώσπου να χαράξει μια νέα εποχή στην ιστορία της επιστήμης, η εποχή της ελληνικής επιστήμης. Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι λέγοντας «ελληνική επιστήμη» δεν εννοούμε απλώς την επιστήμη που αναπτύχθηκε εντός των συνόρων της σημερινής Ελλάδας, αλλά την επιστημονική δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι άνθρωποι που μιλούσαν και έγραφαν στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, η πρώιμη ελληνική επιστήμη του 6ου και του 5ου π.Χ. αι. αναπτύχθηκε κυρίως από πληθυσμούς που κατοικούσαν στην Ιωνία, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και στη Μεγάλη Ελλάδα (Σικελία και Κάτω Ιταλία). Τον 4ο π.Χ. αι. το κέντρο της επιστημονικής δραστηριότητας μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ιδίως στην Ακαδημία που ίδρυσε ο Πλάτων περί το 385 π.Χ. και στο Λύκειο που ίδρυσε ο Αριστοτέλης το 337/6 π.Χ., καθώς με τα δύο αυτά κορυφαία πνευματικά ιδρύματα συνδέθηκαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο όλοι σχεδόν οι διανοητές του 4ου π.Χ. αι. τους οποίους γνωρίζουμε, από οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας κι αν κατάγονταν. Στην ελληνιστική περίοδο εξάλλου, η πιο σημαντική εστία επιστημονικής έρευνας γίνεται η Αλεξάνδρεια της σημερινής Αιγύπτου. Εκεί γράφονται τα δύο πιο γνωστά ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα, τα Στοιχεία [ή Στοιχείωσις] του Ευκλείδη και η Μαθηματική σύνταξις του Πτολεμαίου. Τέλος, για να αναφέρουμε ένα ακόμη παράδειγμα, ο Νικόμαχος, συγγραφέας μιας Αριθμητικής εισαγωγής που άσκησε μεγάλη επίδραση σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, έζησε τον 1ο μ.Χ. αι. στην πόλη Γέρασα της Παλαιστίνης, όχι μακριά από την Ιερουσαλήμ. Από τα λίγα αυτά παραδείγματα βλέπουμε ότι η ελληνική επιστήμη απλώνεται σε μια έκταση που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της σημερινής Ελλάδας, ενώ πολύ μεγάλη είναι και η χρονική περίοδος που καλύπτει, αφού αρχίζει ήδη από τον 6ο π.Χ. αι., για να διαρκέσει ως τον 6ο μ.Χ. αιώνα.
Το απόγειο της αρχαίας ελληνικής επιστήμης
Από τις αρχές του 3ου π.Χ. αι. η πνευματική εστία του ελληνόφωνου κόσμου δεν είναι πια η Αθήνα αλλά η Αλεξάνδρεια της σημερινής Αιγύπτου, η πιο σημαντική από τις δεκαέξι πόλεις με αυτό το όνομα που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αν και η Αίγυπτος ήταν το μικρότερο από τα τρία βασίλεια στα οποία μοιράστηκε η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου μετά το θάνατο του το 323 π.Χ., πολύ γρήγορα έγινε το πλουσιότερο και καλύτερα διοικούμενο. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους τρεις πρώτους βασιλείς της δυναστείας των Πτολεμαίων (Σωτήρ, Φιλάδελφος και Ευεργέτης), που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον από το 305 ως το 221 π.Χ. Επί Πτολεμαίου του Α’ η Αλεξάνδρεια έγινε πρωτεύουσα της Αιγύπτου. Η διοίκηση της από τους Πτολεμαίους είχε ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί η πόλη αυτή σε πολιτιστικό κέντρο και να γίνει για πολλούς αιώνες η σπουδαιότερη εστία επιστημονικής δραστηριότητας σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Η μεταφορά του κέντρου της επιστημονικής δραστηριότητας στην Αλεξάνδρεια είναι κάτι περισσότερο από μια απλή γεωγραφική μετατόπιση. Εκφράζει πρωτίστως μια αλλαγή στο όλο πνευματικό κλίμα, αλλαγή τόσο βαθιά, ώστε οι ιστορικοί αναφέρονται στην περίοδο που εγκαινιάζεται τον 3ο π.Χ. αι. χρησιμοποιώντας την ονομασία ελληνιστική περίοδος. Στην ελληνιστική περίοδο οι πνευματικοί και πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ των Ελλήνων και των λαών που κατοικούν στις κατακτημένες περιοχές αναπτύσσονται, η καλλιέργεια των γραμμάτων και των επιστημών γίνεται αντικείμενο κρατικής μέριμνας, η επιστημονική δραστηριότητα διευρύνεται Θεματικά και εξειδικεύεται, ενώ το καλλιεργημένο κοινό στο οποίο απευθύνεται είναι πλέον πιο περιορισμένο και εντοπίζεται, κυρίως, στους ειδικούς των βασιλικών και πριγκιπικών αυλών της Αλεξάνδρειας, των Συρακουσών, της Σελεύκειας και των άλλων μεγάλων πόλεων της αχανούς πρώην ενιαίας αυτοκρατορίας.
Αντιπροσωπευτικά της νέας αυτής πνευματικής ατμόσφαιρας είναι δύο φημισμένα ιδρύματα, που θεμελιώθηκαν στην Αλεξάνδρεια από τους δύο πρώτους Πτολεμαίους, το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη. Το Μουσείο (δηλαδή: Ναός των Μουσών) ιδρύθηκε περί το 280 π.Χ. από τον Πτολεμαίο τον Β’, στο πνεύμα του Λυκείου του Αριστοτέλη, και σύντομα συγκέντρωσε στις τάξεις του τους κορυφαίους γραμματικούς, ιστορικούς, ποιητές, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, γεωγράφους, αστρονόμους, μαθηματικούς, ανατόμους και φυσιολόγους απ’ όλο τον κόσμο, έχοντας εξασφαλίσει γενναιόδωρη χρηματοδότηση από τους βασιλικούς θησαυρούς. Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία ανώτατου εκπαιδευτικού και ερευνητικού ιδρύματος, που λειτούργησε με δημόσια ή βασιλική δαπάνη, εξακολούθησε δε να λειτουργεί ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Η Βιβλιοθήκη, εξάλλου, η οποία είχε ιδρυθεί νωρίτερα από τον Πτολεμαίο τον Α’, αναπτύχθηκε ταχύτατα και έγινε η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της αρχαιότητας, περιλαμβάνοντας στο απόγειο της περισσότερους από 400.000 κυλίνδρους παπύρου. Μόνο ο κατάλογος της Βιβλιοθήκης καταλάμβανε το 250 π.Χ. 120 κυλίνδρους. Η Βιβλιοθήκη γνώρισε πολλές καταστροφές κατά τη διάρκεια διαφόρων πολέμων, μερικά τμήματά της, ωστόσο, παρέμειναν ανέπαφα ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Η παρακμή της αρχαίας ελληνικής επιστήμης
Η ιστορία της ελληνικής επιστήμης μετά τον 3ο μ.Χ. αι. χαρακτηρίζεται από μια διαρκώς φθίνουσα παραγωγή νέων ιδεών και μια παράλληλη διοχέτευση της επιστημονικής δραστηριότητας στη συγγραφή σχολιαστικών υπομνημάτων και εξηγήσεων στα μεγάλα έργα του παρελθόντος και στη σύνταξη εκλαϊκευτικών συμπιλημάτων και επιτομών. Η δημιουργικότητα και το κριτικό πνεύμα που συνοδεύουν καμιά φορά τα έργα αυτά ή η εμφάνιση από καιρού εις καιρόν κάποιου επιγόνου που μπορεί να παραβληθεί με τις μεγάλες μορφές του παρελθόντος δεν αλλάζουν τη γενική εκτίμηση: η ελληνική επιστήμη περνάει πια στη φάση που συνοψίζεται, ανθολογείται και σχολιάζεται, για να περάσει αργότερα στους Άραβες και μέσω αυτών στη Δυτική Ευρώπη.
Ποια είναι, όμως, τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτή την εξέλιξη; Το να παρατηρήσει κανείς ότι δεν εμφανίζονταν πλέον μορφές του αναστήματος του Ιπποκράτη, του Ευδόξου, του Αριστοτέλη, του Αρχιμήδη, του Απολλώνιου ή του Πτολεμαίου είναι μάλλον μια στατιστική παρατήρηση και δεν απαντά στο ερώτημα. Από την άλλη πλευρά, οι σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, που έλαβαν χώρα στον ευρύτερο ελληνιστικό κόσμο που είχε περάσει υπό ρωμαϊκή κατοχή (εξουθενωτικοί πόλεμοι, παρακμή της αγροτικής οικονομίας, διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πτώση της Ρώμης και κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας, αραβικές κατακτήσεις κτλ.) είναι ασφαλώς παράγοντες που δεν πρέπει να αγνοηθούν. Πρέπει, όμως, να παρατηρήσουμε ότι η αρχαία επιστήμη ήταν ανέκαθεν έργο λίγων ατόμων και η επίκληση τέτοιων γενικής φύσης παραγόντων δεν είναι αρκετή προκειμένου να εξηγήσει συμπεριφορές και δραστηριότητες ολιγομελών ομάδων ή ξεχωριστούν προσώπων. Πιο γόνιμο είναι να αναζητήσουμε την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα αφ’ ενός στη διακοπή της προφορικής παράδοσης της αρχαίας επιστήμης και αφ’ ετέρου στο ιδεολογικό υπόβαθρο των φιλοσοφικών και των θρησκευτικών κινημάτων που αναπτύσσονται την περίοδο αυτή.
Μια πλευρά της αρχαίας ελληνικής επιστήμης στην οποία ως τώρα δε δώσαμε προσοχή είναι η πλευρά της διδασκαλίας και της μετάδοσής της μέσα στο χρόνο. Το γεγονός ότι ασχοληθήκαμε μόνο με γραπτές πηγές δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε ότι παράλληλα προς τα κείμενα υπήρχε μια προφορική παράδοση επικοινωνίας και μετάδοσης γνώσεων. Έργα όπως τα Κωνικά τον Απολλώνιου ή η Μεγίστη του Πτολεμαίου, προϊόντα και τα δύο της πιο πρωτοπόρος έρευνας της εποχής τους, δε 0α είχαν τόση αξία αν δε συνοδεύονταν από προφορικές εξηγήσεις. Η μελέτη, για παράδειγμα, μιας απόδειξης του Απολλώνιου απαιτεί κόπο και προσήλωση. Η εντελώς ρητορική μορφή διατύπωσης την καθιστά μακροσκελή, ενώ κάθε ευθύγραμμο τμήμα υποδεικνύεται με δύο γράμματα τα οποία πρέπει κάθε φορά να εντοπίζονται στο σχήμα. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι οι αποδείξεις δεν αποκαλύπτουν το κίνητρο, τον τρόπο του σκέπτεσθαι του συγγραφέα. Όλα αυτά δεν προκαλούν πρόβλημα όσο η ερευνητική παράδοση συνοδεύεται από την εκπαιδευτική δραστηριότητα. Σε μια προφορική εξήγηση τα ευθύγραμμα τμήματα μπορούν να υποδειχθούν με τα δάκτυλα. Μπορεί να τονίσει κανείς τα ουσιώδη και να επισημάνει πώς βρέθηκε η απόδειξη. Αυτά, όμως, απουσιάζουν από τη γραπτή διατύπωση κατά το αυστηρό κλασικό πρότυπο. Οι αποδείξεις είναι λογικά στέρεες, αλλά δεν αποκαλύπτουν την έμπνευση, την κατευθυντήρια γραμμή σκέψης. Όσο δεν υπήρχε διακοπή, όσο κάθε γενιά μετέδιδε τις μεθόδους της στην επόμενη, όλα βάδιζαν ομαλά και η επιστήμη ανθούσε. Αλλά αμέσως μόλις εξωτερικές αιτίες επέφεραν τη διακοπή της προφορικής παράδοσης και δεν απέμειναν παρά μόνο τα βιβλία, η αφομοίωση του έργου των μεγάλων προδρόμων κατέστη εξαιρετικά δύσκολη και η υπέρβασή τους σχεδόν αδύνατη. Με αυτά τα δεδομένα, μαθηματικοί και ευρυμαθείς λόγιοι, όπως ο Πάππος, ο Πρόκλος, ο Ευτόκιος ή ο Σιμπλίκιος, είχαν ενώπιον τους, όπως κι εμείς σήμερα, τα κείμενα από το μακρινό παρελθόν, δεν μπορούσαν όμως να αντλήσουν σχεδόν τίποτε από την προφορική παράδοση που τα συνόδευε παλαιότερα. Κατόπιν αυτού, αναδείχθηκε σε σημαντική δραστηριότητα η συγγραφή σχολίων (ποικίλης ποιότητας), τα οποία επεξηγούσαν και ανέπτυσσαν τα ασαφή και σκοτεινά σημεία των κειμένων, παρέθεταν κάθε είδους μαρτυρία που φαινόταν να ρίχνει λίγο φως στο θέμα που πραγματεύονταν, και καμιά φορά πρόσθεταν και κάποιο νέο αποτέλεσμα.
Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο παράγοντα που αναφέραμε πιο πάνω, στην επίδραση δηλαδή των φιλοσοφικών και των θρησκευτικών διδασκαλιών που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Από τον 3ο μ.Χ. αι. και μετά επικράτησε στους κύκλους των λογίων της Αλεξάνδρειας, της Αθήνας και άλλων πόλεων ένα φιλοσοφικό ρεύμα που είναι γνωστό ως Νεοπλατωνισμός. Όπως η ίδια η ονομασία του δηλώνει, ως βάση είχε τη φιλοσοφία του Πλάτωνα, μαζί μ’ αυτή όμως συμπεριέλαβε και πλήθος άλλων δοξασιών. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο Νεοπλατωνισμός ήταν, κυρίως, φιλοσοφία της αποκάλυψης. Πρέσβευε ότι οι βαθύτερες αλήθειες δεν αποκτούνται μόνο με την εμπειρική έρευνα, με την παρατήρηση και με τον ορθό λόγο, αλλά αποκαλύπτονται από το Θεό. Τα έργα του Πλάτωνα, του Νικομάχου, όλων των σοφών του παρελθόντος, είναι προϊόντα τέτοιων αποκαλύψεων και, επομένως, μέσα σ’ αυτά έπρεπε να αναζητηθεί η αλήθεια. Έτσι, η μελέτη, η εμβάθυνση και ο σχολιασμός των έργων του παρελθόντος έγινε σιγά σιγά η οδός για την αναζήτηση της αλήθειας. Η ανεπηρέαστη έρευνα της φύσης και η μαθηματική έρευνα βαθμιαία ατόνησαν.
Την ίδια περίοδο, εξάλλου, ο Χριστιανισμός εξελίχθηκε σε σημαντική θρησκευτική δύναμη και, από τον 4ο μ.Χ. αι., σε επίσημη κρατική θρησκεία του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ρόλος που έπαιξε η νέα θρησκεία στην ιστορία της επιστήμης αποτέλεσε αντικείμενο διχογνωμιών μεταξύ των ιστορικών, και οι ακραίες θέσεις που διατυπώθηκαν είναι από τη μια πλευρά ότι αποτέλεσε εμπόδιο στην ανάπτυξη της επιστήμης και από την άλλη ότι δεν άσκησε την παραμικρή αρνητική επίδραση στην εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Το πρόβλημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και η ολοκληρωμένη διερεύνησή του υπερβαίνει τις απαιτήσεις αυτού του βιβλίου. Μπορούμε, όμως, να αναφερθούμε σε μερικές γενικές διαπιστώσεις σχετικές με το ρόλο της νέας θρησκείας στην εξέλιξη της επιστήμης. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δεν υπήρξε ενιαία στάση από την πλευρά της εκκλησίας απέναντι στην αρχαία κληρονομιά. Τα έργα των Αποστολικών Πατέρων, των Απολογητών και των άλλων εκκλησιαστικών συγγραφέων αντικατοπτρίζουν τη σχετική αντιπαλότητα και πνευματική ζύμωση. Πολλοί από αυτούς ενθάρρυναν την κοσμική εκπαίδευση ως αναγκαία προϋπόθεση για τη μελέτη και τη διάδοση της Βίβλου. Ακόμη, η επεξεργασία και η υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης έναντι των λόγιων οπαδών άλλων φιλοσοφικών τάσεων (δραστηριότητα που είναι γνωστή ως «απολογητική») τους υποχρέωνε να μελετήσουν τα λογικά εργαλεία που είχε δημιουργήσει η ελληνική φιλοσοφία. Επίσης, είναι γεγονός ότι στους κόλπους των πρώτων χριστιανών συγγραφέων υπήρξαν φωτεινοί στοχαστές, που με την κριτική τους σε πλευρές της αρχαίας επιστημονικής σκέψης συνέβαλαν ώστε να διατηρηθεί ζωντανή η επιστημονική παράδοση σε καιρούς που δεν ήσαν ευνοϊκοί γι’ αυτή, ενώ, τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η διάσωση της αρχαίας επιστημονικής κληρονομιάς οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους μοναχούς της βυζαντινής εποχής.
Πηγή: Ιστορία των Επιστημών & της Τεχνολογίας ( Βιβλίο Γ΄ Γενικού Λυκείου – Επιλογής)