Οι καλικάντζαροι

Μια ιστορία που λέγανε παλιά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους για να κάθονται ήσυχα, ήταν για κάτι μικρά πλασματάκια που τα έλεγαν καλικάντζαρους, τα οποία εμφανίζονται στη γη κατά το Δωδεκαήμερο (έτσι ονομάζεται στη λαογραφία το χρονικό διάστημα 25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου, που περικλείει τις γιορτές των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανείων)  και κυκλοφορούν κρυφά στους δρόμους και στα σπίτια. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια), όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. Φοβούνται πολύ το φως, και γι’ αυτό την ημέρα κρύβονται. 

Σύμφωνα με την παράδοση ολόκληρο το χρόνο οι καλικάντζαροι ζουν στο σπίτι τους που είναι κάτω από τη γη, στον κάτω κόσμο, προσπαθώντας άλλος με τσεκούρι, άλλος με πριόνι ή μπαλτά και άλλοι με τα νύχια και τα σουβλερά τους δόντια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Κόβουν-κόβουν, μέχρι που έχει απομείνει πολύ λίγο ακόμα, αλλά τότε έρχονται τα Χριστούγεννα και, επειδή φοβούνται μην πέσει η γη και τους πλακώσει, λένε: “αφήστε το να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του”, ή όπως λένε στην Μακεδονία, για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους. Επίσης αναφέρεται από άλλους πως παρατάνε τη δουλειά τους και ανεβαίνουν επάνω στη γη για να δουν το Χριστό που γεννιέται  (βλ. εδώ). 

Οι καλικάντζαροι κόβουν το δέντρο που κρατάει τη γη

Ο λαός από περιοχή σε περιοχή τους φαντάζεται με διάφορες μορφές,  με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους, ή το μπόι του μικρού παιδιού. Φανερώνονται στους ανθρώπους άλλοι με μορφές διάφορων ζώων, άλλοι γυμνοί με ένα πόδι γαϊδουρινό και ένα πόδι ανθρώπινο. Πολλές φορές είναι ντυμένοι με κουρελιασμένα και περίεργα ρούχα.  Η τροφή τους κυρίως είναι ακάθαρτη: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους αρέσουν τα γλυκά και τα φαγητά του Δωδεκαήμερου.

Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις ημέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τις κρυψώνες τους τη νύχτα για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνεια της γης από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται στο έδαφός της. 

Μικροί και ευκίνητοι καθώς είναι, ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια κάνοντας μεγάλη φασαρία. Μπαίνουν στα σπίτια απ’ όπου βρουν, από τις κλειδαρότρυπες, από τις χαραμάδες στις πόρτες και τα παράθυρα. Τους αρέσει όμως πιο πολύ να μπαίνουν στα σπίτια από την καμινάδα, όπως ο Άγιος Βασίλης. Επειδή, όμως φοβούνται τη φωτιά κάνουν πρώτα το πιπί τους, για να σβήσουν τη φωτιά και μετά κατεβαίνουν. Ανακατεύουν τη στάχτη και λερώνουν το νερό στα σταμνιά. Οι άνθρωποι για να ησυχάσουν απ’ αυτούς βάζουν στο τζάκι ένα κόσκινο. Μόλις το δουν οι καλικάντζαροι αρχίζουν να μετρούν τις τρύπες του: ένα, δύο, τρία, τέσσερα… και ώσπου να τελειώσουν τους βρίσκει η ημέρα και τότε με το πρώτο “κικιρίκου” του κόκορα, φεύγουν για να ξανάρθουν την άλλη νύχτα. Άλλοι πάλι καλικάντζαροι όταν μετρούν τις τρύπες του κόσκινου στον αριθμό δύο  σταματούν. Δεν λένε το τρία, γιατί το θεωρούν κακό και δώσ’ του ξαναρχίζουν από το ένα, μέχρι που ακούν τον κόκορα και εξαφανίζονται.

Τις δώδεκα μέρες που κάθονται επάνω στη γη, πειράζουν τους ανθρώπους δίχως να προλαβαίνουν εκείνοι να τους δουν, μπαίνουν στα σπίτια τους και κάνουν όλων των λογιών τις σκανταλιές. Ό,τι βρουν απλωμένα, τα ποδοπατούν. Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα και στους λύχνους που παλιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις βρωμιές τους, όπου βρουν, προκαλώντας υστερία στις νοικοκυρές. Βέβαια, δεν κλέβουν τίποτε, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο.

Οι χωρικοί για να τους αποφύγουν, παλιά έκαιγαν αλάτι ή κρέμαγαν πίσω από την πόρτα ένα σαγόνι γουρουνιού. Κάποιοι άλλοι για να διώξουν τους καλικάντζαρους έκαιγαν παλιά και βρωμερά παπούτσια. Την μυρωδιά αυτή δεν την άντεχαν οι καλικάντζαροι και τότε λέγανε: “Παλιοτσάρουχο μυρίζει εδώ, μουτζώστε τούτο το χωριό”.

Αλλά εκείνο που φοβούνται περισσότερο είναι ο παπάς και ο αγιασμός που κρατάει…γιατί νομίζουν ότι η παπαδιά τον έχει ζεστάνει. Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
τι έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει».

Έτσι όταν έρθουν τα Θεοφάνεια και αγιασθούν τα νερά, μετά από 12 ημέρες παραμονής στη γη, οι καλικάντζαροι πρέπει να γυρίσουν στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί βρίσκουν την κολόνα αροκάνιστη και ξαναρχίζουν από την αρχή.  

 

Πηγές:

http://www.youtube.com/watch?v=84ajClfBkpQ

http://el.wikipedia.org

http://olympia.gr