Κατηγορία: Ν.Ε Λογοτεχνία Γ’ Λυκείου

Ν.Ε Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου -Οδηγίες και Χρήσιμες Υποδείξεις

Ως εξεταζόμενο μάθημα στις Πανελλαδικές εξετάσεις, η νεοελληνική λογοτεχνία έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

 1.Η ερώτηση (Α) βαθμολογείται με 15 μονάδες και αναφέρεται συνήθως σ’ ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του κειμένου (στοιχείο μορφής ή περιεχομένου).

Παραδείγματα: Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη έχουν χαρακτηριστεί εκτός τωνάλλων , και ως ψυχογραφικά. Να αναφέρετε τρία παραδείγματα μέσα από τοαπόσπασμα που σας δόθηκε, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι το «όνειρο στο κύμα»μπορεί να θεωρηθεί και ψυχογραφικό διήγημα. (Θέμα 2009)

 Τα χαρακτηριστικά της Επτανησιακής σχολής στον «Κρητικό» (Θέμα 2011). 

2. Η ερώτηση (Β1) και η ερώτηση (Β2), αναφέρονται συνήθως σε τεχνικά – μορφικά χαρακτηριστικά του κειμένου και βαθμολογούνται με 20μονάδες η καθεμία.

 Παραδείγματα: Να αναφέρετε, με παραδείγματα μέσα από το κείμενο, πέντε απότα βασικά χαρακτηριστικά της διηγηματογραφίας του Βιζυηνού (Ερώτηση 2, Θέμα2003). Σε ποιο πρόσωπο γίνεται η αφήγηση και γιατί έχει επιλεγεί αυτό; (Ερώτηση3, Θέμα 2002).

3. Η ερώτηση (Γ1) αναφέρεται σ’ ένα μικρό χωρίο του αποσπάσματος του πεζού κειμένου ή σε κάποιους στίχους του ποιητικού κειμένου και απαιτεί σχολιασμό του σε 1 – 2 παραγράφους (130– 150λέξεις). Βαθμολογείται με 25 μονάδες. 

4.Η ερώτηση (Δ1) απαιτεί το συγκριτικό σχολιασμό του διδαγμένου κειμένου με το παράλληλο αδίδακτο κείμενο. Ο συγκριτικός σχολιασμός αναφέρεται συνήθως στο περιεχόμενο και εστιάζει σ’ ένα συγκεκριμένο θεματικό στοιχείο / μοτίβο, κοινό στα δύο κείμενα, ωστόσο, ενδέχεται η σύγκριση να είναι γενικότερη. Η ερώτηση Δ βαθμολογείται με20 μονάδες.  

Η ανάπτυξη αυτής της ερώτησης πρέπει να ξεκινά με το διδαγμένο κείμενο πάντα.

Οι απαντήσεις μας: 

• Δε χρησιμοποιούμε εισαγωγικές φράσεις που επιβεβαιώνουν το δεδομένο τουτύπου: «πράγματι… σίγουρα… όντως ο συγγραφέας επιδιώκει…»γιατί αυτόχρειάζεται να τεκμηριωθεί μέσα από την απάντηση.

• Οι απαντήσεις μας να είναι τεκμηριωμένες με παραδείγματα μέσα από το κείμενο όπως άλλωστε είναι και το σταθερό ζητούμενο σε όλες τις ερωτήσεις.

• Αποφεύγουμε την παράθεση χωρίων του κειμένου χωρίς σχόλιο. Τα χωρία τουκειμένου είναι τεκμήρια που επαληθεύουν τις εκτιμήσεις μας δεν έχουν απόμόνα τους αποδεικτική αξία.

 • Δε χρησιμοποιούμε το όνομα του συγγραφέα όταν οι ερωτήσεις αναφέρονται στοπεριεχόμενο του κειμένου, στον «κειμενικό» κόσμο, χρησιμοποιούμε το όνομα τουήρωα που κατά περίπτωση πρωταγωνιστεί ή του αφηγητή.

• Αποφεύγουμε τις φράσεις: «στο σημείο αυτό ο αφηγητής μας μιλά… μας λέει …μας ενημερώνει… μας γνωστοποιεί /πληροφορεί ότι…»,είναι προτιμότερες φράσειςτου τύπου: στο σημείο αυτό αισθητοποιείται πιστοποιείται/ αποδεικνύεται/τονίζεται/ εξαίρεται κλπ.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2648

“Όνειρο στο κύμα” , Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,

Η ζωή του: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του Αδαμάντιου Εμμανουήλ, ιερέα που καταγόταν από ναυτική οικογένεια, και της Γκουλώς (Ιουλίας), η οποία καταγόταν από το Μιστρά αλλά μετά τα Ορλοφικά η οικογένειά της κατέφυγε στη Σκιάθο. Η φτώχεια και η στέρηση ήταν η μόνιμη κατάσταση στην οικογένεια του πατέρα Αδαμάντιου, παρ’ όλ’ αυτά όμως ονειρεύεται να δει το γιο του καθηγητή, φροντίζοντας γι’ αυτό με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα τον μυεί και στα εκκλησιαστικά («Μικρός εζωγράφιζα αγίους» θα γράψει ο Αλ. Παπαδιαμάντης στην Αυτοβιογραφία του).

Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σκιάθο το 1862, με πολλές διακοπές, εξαιτίας των μεγάλων οικονομικών δυσκολιών της οικογένειάς του. Στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου, στα Γυμνάσια της Αθήνας και του Πειραιά και τέλος στο Βαρβάκειο, από όπου και αποφοίτησε το 1874, σε ηλικία 23 ετών. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και είχε συμφοιτητή τον Γεώργιο Βιζυηνό. Παρακολούθησε κατ’ επιλογήν μερικά φιλολογικά μαθήματα αλλά δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Παράλληλα εργάζεται ως προγυμναστής (1876). Μελετά πολύ αρχαία ελληνική λογοτεχνία, μαθαίνει μόνος του αγγλικά και γαλλικά, και παρακολουθεί συνεχώς τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Η μεγάλη του μόρφωση εκπλήσσει τους πάντες, και έχει επαφές με τους γνωστούς δημοσιογράφους και λογοτέχνες της εποχής. Η επιθυμία του να γίνει συγγραφέας φουντώνει όλο και περισσότερο, σε αντίθεση με τα όνειρα του πατέρα του που θέλει να τον δει καθηγητή. 

Για να υποστηρίξει τα οικονομικά του, δουλεύει ως διορθωτής στα τυπογραφεία και μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά. Η κατάσταση στο σπίτι του και οι ανύπαντρες αδελφές του τον απασχολούν πάντα, ενώ ο θάνατος του αδελφού του (το 1905) θα τον οδηγήσει στον αλκοολισμό.

Τον Ιούλιο του 1872 ακολουθεί τον μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπιστώνει ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο, δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο, στο Μοναστηράκι (από το 1887, χρονολογία κατά την οποία γράφει και το πρώτο του διήγημα, Το Χριστόψωμο), όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης με αριστερό τον πρώτο του εξάδελφο, Αλέξανδρος Μωραϊτίδη. Το 1881 γράφει τα θρησκευτικά ποιήματα «Δέησις» και «Η Έκπτωτος Ψυχή».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί στη ζωή της Αθήνας, γι’ αυτό έφευγε συχνά για τη Σκιάθο (το 1881, από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1890, από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1895, το 1897, από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβριο του 1904),  όπου ζούσε μοναχική ζωή, κι έτσι απέκτησε τον τίτλο του «κοσμοκαλόγερου», ή συναναστρεφόταν τους απλούς ανθρώπους του νησιού τους, τους οποίους έκανε και ήρωες των διηγημάτων του. Με την πάροδο του χρόνου έπαθε ρευματισμούς στα χέρια και δεν μπορούσε να γράψει.

Παρά τη μεγάλη πνευματική προσφορά του, δεν υποστηρίχτηκε ποτέ από το κράτος, τα διάφορα ιδρύματα και τους οργανισμούς, αντιμετωπίζοντας έτσι οξύτατο βιοποριστικό πρόβλημα. Το Μάρτιο του 1908, φανερά ταλαιπωρημένος, επιστρέφει στη Σκιάθο, για να βρει ηρεμία, πράγμα που κατάφερε για δύο χρόνια. Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1910 αρρώστησε βαριά και έκτοτε δεν κατάφερε να ξανασταθεί στα πόδια του. Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ενώ λίγο νωρίτερα το κράτος, αναγνωρίζοντας το πνευματικό του έργο, τον είχε παρασημοφορήσει. Η πνευματική κληρονομιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι αναμφισβήτητα τεράστια και διαχρονική.

Το έργο του: Ο Παπαδιαμάντης δημοσιεύει τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του σε συνέχειες στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Είναι ο πρώτος αποκλειστικά επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για βιοπορισμό. Ανάμεσα στα 1879 και στα 1884 δημοσίευσε τρία ιστορικά μυθιστορήματα (Η μετανάστις, Οι έμποροι των εθνών, Η γυφτοπούλα), ακολουθώντας τα ίχνη του κάποτε δημοφιλούς αυτού είδους, που καθιερώθηκε από τον Ραγκαβή το 1850. Και τα τρία παρουσιάστηκαν σε συνέχειες σε περιοδικά, αλλά κανένα δεν κυκλοφόρησε σε μορφή βιβλίου κατά τη διάρκεια της ζωής του Παπαδιαμάντη. 

Η συγγραφική πορεία του Παπαδιαμάντη ως ενός από τους εξέχοντες Έλληνες διηγηματογράφους, αρχίζει το 1887 με το λιτό μικρό διήγημα Το Χριστόψωμο, στο οποίο μια μητέρα κατά λάθος δηλητηριάζει το παιδί της, αντί για τη νύφη της. Ακολούθησαν περισσότερα από διακόσια μικρά και μεγάλα διηγήματα, τα μεγαλύτερα από τα οποία, Βαρδιάνος στα Σπόρκα (1893), Η Φόνισσα (1903) και τα Ρόδινα ακρογιάλια (1907), χαρακτηρίστηκαν μυθιστορήματα κατά την πρώτη τους δημοσίευση (σε συνέχειες). Τα τελευταία διηγήματά του τα έγραψε το 1910.

Χαρακτηριστικά του έργου του: Θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ωστόσο δεν αρκείται στην απλή περιγραφή και απεικόνιση των ηθών και εθίμων του λαού της ελληνικής υπαίθρου. «Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι φωτογράφος, είναι ψυχογράφος. Δεν μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα αισθάνεται, έτσι δε ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους, κοινωνίες, χώρους» (Ν. Τωμαδάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), ο Χριστιανός Συγγραφεύς, [ομιλία], Αθήνα 1961). Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το «ηθογραφικό» υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μες στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τα παιδικά χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσμος που είχε, από τον πατέρα του τον παπά και από άλλους συγγενείς του, με τον κόσμο της ορθοδοξίας, ο απόκοσμος βίος του στην Αθήνα και οι συντροφιές του με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα αυτά δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του –κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή «ηθογραφική» περιέργεια ή το «λαογραφικό» επιστημονικό ενδιαφέρον.

Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι ‘ρεαλιστικά’ με την έννοια ότι ο ρομαντικός έρωτας και τα ηρωικά ιδανικά προσγειώνονται συνεχώς στη σκληρή πραγματικότητα. Κατάφερε στα διηγήματά του να παρουσιάσει έναν αυτόνομο κόσμο που είναι ταυτόχρονα και ατελής. Ο μεγάλος αριθμός των εκκλησιών, οι εικόνες και οι τελετουργίες, πέρα από το ρόλο τους στην κοινωνική ζωή του τόπου, αποτελούν ενδείξεις μιας ανεξιχνίαστης Πρόνοιας που, κατά τον Παπαδιαμάντη, βρίσκεται υπεράνω των πάντων. Στην περιοχή του ρεαλισμού εντάσσονται και το πάθος για τον ανεκπλήρωτο έρωτα και η νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα που απαντούν σε όλα τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης εκμεταλλεύεται τις τεχνικές της ρεαλιστικής αφήγησης ώστε να ερμηνεύσει την καθημερινή ‘πραγματικότητα’ ως οικτρά ατελή, ως κόσμον εκπεπτωκότα, όπου νοσταλγία και στέρηση, βάσανα και πίστη σηματοδοτούν μια πολύ διαφορετική ‘πραγματικότητα’, η οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπαρασταθεί ‘ρεαλιστικά’.

Αν η φύση είναι ένας παράδεισος για τον Παπαδιαμάντη, τότε εύλογα εκεί βρίσκεται ο πειρασμός, ο οποίος απειλεί αθώα πλάσματα, όπως συμβαίνει με το νεαρό βοσκό και τη Μοσχούλα στο «Όνειρο στο κύμα», μια μαγική νύχτα με φεγγάρι.  Σε όλο το έργο του το κακό βρίσκεται πάντα κοντά στο καλό (δίπλα στην Ακριβούλα ο σουραύλης στο «Μοιρολόγι της φώκιας» που θα την παρασύρει στο θάνατο), η ζωή δίπλα στο θάνατο.  Κάτω από την απλοϊκή, τη χριστιανική, την ποιητική και υποβλητική επιφάνεια υπάρχει το δαιμονικό και αβυσσαλέο, που ρυθμίζει τις σχέσεις και τις τύχες των ανθρώπων: οι στρίγγλες μάνες, οι κακές πεθερές, οι φόνισσες, οι τοκογλύφοι, οι γριές, τα λαδικά της γειτονιάς και της αυλής, τα κουτσομπολιά και οι συκοφαντίες, τα μάγια και οι ύποπτες μεσιτείες βρίθουν στις σελίδες του Παπαδιαμάντη.

Ως πεζογράφος ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να ενσωματώσει στη ρεαλιστική θεώρηση των διηγημάτων του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. Με μεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου, είναι τα διηγήματα  «Όνειρο στο κύμα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν», «Αμαρτίας φάντασμα», «Τα Δαιμόνια στο ρέμα», «Η Φαρμακολύτρια», όπου ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στο χώρο του Συμβολισμού, τόσο του προσωπικού όσο και του υπερβατικού, σύμφωνα με τον οποίο αντικείμενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσμου ανάγονται σε σύμβολα ενός κόσμου άχρονου, τέλειου και θείου. Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάμεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα-αφηγητή και το ευτυχισμένο –παιδικό και νεανικό- παρελθόν του, αποτέλεσμα της φθαρτικής επίδρασης του χρόνου, συμβολοποιείται, σε προσωπικό επίπεδο, με την τότε παρουσία του περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του δρυμού και την τωρινή εξαφάνισή της («Η Βασιλική δρυς») ή με το τότε «Όνειρο στο κύμα», από το οποίο τώρα δε μένει παρά η ονειρώδης ανάμνηση της λουόμενης κόρης. Σε επίπεδο όμως υπερβατικού συμβολισμού, αυτή η έκπτωση από μια προηγούμενη, ανώτερη και ευτυχέστερη κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συμβολίζει την Πτώση του Ανθρώπου από τον παράδεισο της Εδέμ.

Ο τόπος και ο χρόνος των διηγημάτων του:  Ο τόπος όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη, με άλλα λόγια το σκηνικό μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δράση των διηγημάτων του, είναι κατά πρώτο λόγο ο τόπος της γέννησής του, η Σκιάθος, «νησί ελληνικό», αλλά και η Αθήνα, δεύτερή του πατρίδα, όπου έζησε «υπέρ το ήμισυ της ζωής του». Όλες οι ιστορίες στα διηγήματα το Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στη σύγχρονη με τον συγγραφέα πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής του. Η σύνδεση του χρόνου των ιστοριών με τον χρόνο μιας αντικειμενικής, εξωτερικής πραγματικότητας γίνεται φανερή από το πρώτο κιόλας διήγημα με την παράθεση συγκεκριμένης, σχεδόν, χρονολογίας.

Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη υπάρχει πλήθος αυτοβιογραφικών στοιχείων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μες τις «αναμνήσεις» του έκλεισε ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του. Έχουμε να κάνουμε με ένα χρονικό, όπου όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα, και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του, μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα. Κατά το Γιώργο Ιωάννου, ο Παπαδιαμάντης θα έπρεπε να ονομασθεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Χρησιμοποιώντας λοιπόν τις εμπειρίες του από τον τόπο του, όσα άκουσε από άλλους αναπλάθει τα πρόσωπα και τα γεγονότα, τη ζωή, βιωμένα όλα μέσα από τη δική του προοπτική, εμποτισμένα με τη δική του κοσμοθεωρία. «Μέσα του παλαίουν (παλεύουν), μα και συμβιβάζονται ο πόθος με την αγνότητα, ο έρωτας με την έκσταση, η γήινη ομορφιά με την αγιωσύνη. Όλος ο ιδιότυπος συμφυρμός των αντιφάσεων της ελληνικής ψυχής. Ταράζεται βαθειά, μα δε διχάζεται, νικάει μέσα του ο αγγελισμός». (Γ. Θέμελης, «Ο Παπαδιαμάντης και ο Κόσμος του»: Χρονικά του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 15, αρ. 58 (Απρίλιος-Ιούνιος 1961).

Οι ήρωες των διηγημάτων του: Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα –καθώς αυτή έχει περάσει στην ανάμνηση-, από την οποία κρατούν μια έκτακτη ζωντάνια και μία σχεδόν φυσική παρουσία. Οι ήρωες του Παπαδιαμάντη ήρθαν μέσα στην τέχνη από τη ζωή και επιστρέφουν σ’ αυτή. Η τέχνη δείχνεται σαν προέκταση της ζωής. Παρόλα αυτά μέσα σ’ αυτή την αντικειμενικότητα περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του συγγραφέα. Υπάρχει κατά βάθος μέσα στο αντικείμενο η έκφραση του υποκειμένου, η διάχυση της ατομικής του ψυχής. Τα πρόσωπα, ενώ έχουν δικιά τους, ρεαλιστικά δοσμένη, υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάμα και κατά κάποιο τρόπο «σύμβολα» του υποκειμένου. Έχουν τις ιδέες του, τις αντιλήψεις του, τη νοοτροπία του, το πάθος του, την πίστη, την μελαγχολία, την αδράνεια, όλο τον ιδιότυπο ψυχικό πλούτο του, σα να ‘ναι άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του. Όλοι οι ήρωες του Παπαδιαμάντη βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά (πρωταγωνιστές και κομπάρσοι), γιατί όλοι, με τα ντέρτια και τα μεράκια τους, με τις μεγαλοσύνες και τις μικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωμένα και καθαγιασμένα απ’ Αυτόν.

Χαρακτηριστικό των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη είναι η έλλειψη έντοντης και φανερής δράσης, κάτι που οφείλεται είτε στον ασήμαντο ή και ανύπαρκτο μύθο, είτε στην εσωτερίκευση της δράσης και την αντικατάστασή της με «γεγονότα» του ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων. «Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη αντί να δρουν παραδίδονται συχνά στις σκέψεις και τις αναμνήσεις τους, στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν μιαν εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσμα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας. Με την τεχνική αυτή το παπαδιαμάντικο διήγημα διαψεύδει τις προσδοκίες για κίνηση μέσα στο χρόνο που δημιουργεί το ρεαλιστικό πεζογράφημα, υποχρεωμένο να «αφηγηθεί μια ιστορία», και δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση μιας στοχαστικής στάσης, μέσα στον χρόνο, με την οποία, όπως ακριβώς και στο λυρικό ποίημα, αποτυπώνεται ένα βίωμα ή αποκαλύπτεται μια ψυχική κατάσταση.

Τη στατικότητα του διηγήματος ενισχύει και ο τρόπος παρουσίασης του σκηνικού με τις χαρακτηριστικές εκτενείς παπαδιαμαντικές περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες εκδηλώνεται με όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη μετάδοση των αναγκαίων ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές επιτελούν και μια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του διηγήματος. Αυτό γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται με τρόπο αφαιρετικό ή μεταφορικό που υπογραμμίζει την αναλογία τους με κάτι άλλο, ανάγονται σε σύμβολα ποιητικά. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι μια εξωτερική εικόνα της φύσης περιγράφεται ρητά ή υπαινικτικά με βάση την αναλογία προς την ψυχική κατάσταση του ήρωα» (Ε. Πολίτου-Μαρμαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Εκδ. Σοκόλη, 1996, σσ. 114-209). «Στην περιγραφή υπάγεται και η πιστότητα των διαλόγων του Παπαδιαμάντη. Κι όχι μόνο τη φυσικότητα, όχι μόνο τη δύναμη, όχι μόνο το τυπικό, μα ακόμα και το φωνητικό μέρος το διασώζει ακέραιο –και τούτο μ’ όλους τους ξενισμούς, ή με τους παιδισμούς, ή μ’ ό,τι το ιδιότροπο, το ανώμαλο, το πρωτότυπο- φθάνει να είναι πραγματικό» (Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη», 1936).

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη: Η γλώσσα είναι άλλη μια πηγή υποβολής στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Δένει αρμονικά με το ρεαλισμό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» της Σκιάθου και της Αθήνας. Στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, πολλές φορές με τους σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. Στα αφηγηματικά μέρη χρησιμοποιεί τη λόγια γλώσσα η οποία έχει βέβαια ως βάση την καθαρεύουσα, είναι όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο, αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής. Αυτό είναι ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα την οποία ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί στις περιγραφές καθώς και στις λυρικές του παρεκβάσεις. Η καθαρεύουσά του όμως δεν είναι απλά μια γλωσσική επιλογή. Είναι ένα κομμάτι της κοσμοθεωρίας του, το ζωντανό και αναντικατάστατο όργανο της βυζαντινής παράδοσης που δεν είναι δυνατό να το απαρνηθεί.  τη διατηρεί μαζί με ολόκληρο τον τύπο και την ουσία της ορθοδοξίας και το σύνολο των παραδοσιακών θεσμών στους οποίους βρίσκεται ο ελληνικός πολιτισμός και χάρη στους οποίους, και μόνο σ’ αυτούς, μπορεί να διαφύγει από τη δυτική παρακμή.

 

Το κείμενο:  Το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια το 1900. Πρόκειται για ένα κείμενο ερωτικό, γενικώς στα «αυτοβιογραφικά» καταχωριζόμενο, και της «εφηβικής ηλικίας» μάλιστα, που η κριτική ξεχωρίζει συστηματικά στο έργο του. «Σε τι ποσοστό μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη, θα ήταν δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια» (Π. ΜΟΥΛΛΑΣ, Εισαγωγή στο Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Αθ.: Ερμής, 1974) (βλ. Εισαγωγικό Σημείωμα σχολικού βιβλίου). Πάντως ο ίδιος ο συγγραφέας με την υπογραφή στο τέλος του διηγήματος αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Εξάλλου τα εισαγωγικά στην αρχή και το τέλος του κειμένου μας κάνουν να συμπεράνουμε την ύπαρξη ενός ‘συγγραφικού δόλου’ από μέρους του Παπαδιαμάντη: η χρήση τους στην αρχή του κειμένου αποβλέπει στη λήθη του αναγνώστη, μόλις απομακρυνθεί από την αρχή του κειμένου, και στη διατήρηση της πλάνης αυτής (μιας πλάνης της αυτοβιογραφικότητας) μέχρι το τέλος, οπότε το κλείσιμο των αρχικών εισαγωγικών και η υπογραφή «(Δια την αντιγραφήν) Α. Παπαδιαμάντης» να καταργήσουν κάθε υπόνοια.

Στο διήγημα ένας ώριμος στην ηλικία αφηγητής, δικηγόρος, ζει την πληκτική ζωή της πόλης κοντά στο μεγαλοδικηγόρο ευεργέτη του και αναπολεί την εφηβική του αθωότητα, όταν, βοσκός στα όρη, έβοσκε τις κατσίκες της Μονής του Ευαγγελισμού. Εκεί, στον επίγειο παράδεισο, εμφανίζεται ο πειρασμός, ένα κορίτσι που έχει το όνομα της αγαπημένης του αίγας: Μοσχούλα. Ανάμεσά στο βοσκό και τη Μοσχούλα αναπτύσσεται, χωρίς να το συνειδητοποιούν, μια έλξη, κι ένα βράδυ που ο νεαρός βοσκός αποφασίζει να απολαύσει το νυχτερινό μπάνιο του βιώνει το «όνειρο στο κύμα»: βλέπει τη Μοσχούλα να κάνει γυμνή μπάνιο στη θάλασσα. Έτσι η κοπέλα προσφέρει, εν αγνοία της, το θείο θέαμα του κάλλους της. Ο νεαρός βοσκός δεν μπορεί να βρει τρόπο διαφυγής χωρίς να γίνει αντιληπτός από την κοπέλα κι έτσι μένει κρυμμένος περιμένοντας να φύγει η Μοσχούλα. Το βέλασμα όμως της κατσίκας του τον κάνει να ανησυχεί μήπως πνιγεί με το σχοινί με το οποίο την είχε δέσει για να μη χαθεί και τον κάνει να κατευθυνθεί προς το μέρος της. Η κοπέλα όμως τρομάζει, κάτι που στην αρχή δεν είναι ανησυχητικό. Η παρουσία όμως μιας ψαρόβαρκας κάνει τη Μοσχούλα να κινδυνεύει να πνιγεί. Τότε ο νεαρός βοσκός πέφτει στη θάλασσα και τη σώζει. Έτσι, για λίγα λεπτά κράτησε στα χέρια του το «όνειρο στο κύμα». Με ένα μεγάλο αφηγηματικό άλμα στο χρόνο ο αφηγητής επανέρχεται στο παρόν και στη θλιβερή ζωή της πόλης, νοσταλγώντας τον χαμένο παράδεισο της εφηβικής του αθωότητας και ευτυχίας.

 

1η Ενότητα: Συνοπτική παρουσίαση της ζωής του αφηγητή.

Στην αρχή ο αφηγητής αναπολεί τη ζωή του ως πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Ήταν ευτυχισμένος τότε (εγεύθην την ευτυχίαν), κάτι που είναι συνάρτηση του τόπου (ωραία φύση: εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, ανά τους βράχους και τα βουνά), του χρόνου (το θέρος εκείνο του έτους 187…) και των συνθηκών (δεν ήξευρα ακόμη άλφα). Ευτυχία, λοιπόν, και γνώση παρουσιάζονται ασυμβίβαστες, όπως οι πρωτόπλαστοι που έφαγαν από το δένδρο της γνώσης και έχασαν τον Παράδεισο. Η ασάφεια μάλιστα του χρόνου, «το θέρος του εκείνο του έτους 187…», είναι ίσως σκόπιμη για να παραπέμπει στο μυθικό χρόνο της αθωότητας και του χαμένου παραδείσου, όπου ο αφηγητής «τελευταίαν φοράν εγεύθη την ευτυχίαν».

Στη δεύτερη παράγραφο με αφορμή την αναφορά στο όνομα του πάτερ Σισώη, ο οποίος τους «έμαθε γράμματα» το «χειμώνα που άρχισε ευθύς κατόπι», ο Παπαδιαμάντης δίνει πληροφορίες για τη ζωή του (εγκιβωτισμένη αφήγηση). Ο λόγος που επιλέγει να αφηγηθεί τη ζωή του πάτερ Σισώη είναι ότι έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τη δική του ζωή: ο πατέρας Σισώης από τη θρησκευτική και αγνή ζωή που βίωνε (μοναχός και διάκονος) πέφτει στην αμαρτία καθώς παντρεύεται μια τουρκοπούλα. Στη συνέχεια μετανοεί και επιλέγει τη ζωή του μοναχού φθάνοντας στη λύτρωση. Ο βοσκός ζει αγνή ζωή κοντά στη φύση, υποκύπτει στη συνέχεια στο γυναικείο πειρασμό, όμως δεν επιλέγει τη μετάνοια και τη λύτρωση αλλά τη ζωή στην πόλη που τον οδηγεί στη δυστυχία. Η εγκιβωτισμένη λοιπόν αφήγηση ενώ φαίνεται σαν άσχετη με το θέμα παρένθεση, στην ουσία μας δίνει σοβαρές αναλογίες ανάμεσα στον ηθικό βίο του Σισώη και του βοσκού, αλλά και στο δρόμο της λύτρωσης που ο ένας βρίσκει μέσα στη μετάνοια και τη ‘φυσική ζωή’, ενώ ο άλλος όχι.

Στην τέταρτη παράγραφο ο αφηγητής επανέρχεται στα προσωπικά του και τις σπουδές του αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα «πλησίον του γηραιού Σισώη». Κατέληξε «δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου» (ασκήσιμος δικηγόρος). Στην πέμπτη και την έκτη παράγραφο κάνει μια εκτίμηση της σημερινής του κατάστασης: μεγάλη προκοπή δεν έκανε, εξακολουθεί να εργάζεται ως βοηθός στο γραφείο γνωστού δικηγόρου και πολιτικού στην Αθήνα, για τον οποίο αισθάνεται μίσος χωρίς να γνωρίζει γιατί. Αισθάνεται σαν σκύλος που, δεμένος με κοντό σχοινί στην αυλή του αφέντη του, δεν μπορεί να γαβγίζει ούτε να δαγκάνει έξω από την ακτίνα και το τόξο που διαγράφει το «κοντόν σχοινίον». Η παρομοίωση είναι ενδεικτική των αρνητικών συναισθημάτων του: όπως ο σκύλος έτσι και ο ίδιος αισθάνεται φιμωμένος και ανίκανος να εξωτερικεύσει την απόγνωσή του. Η παρομοίωση αποτελεί και προσήμανση καθώς μας προετοιμάζει για τον πνιγμό της αγαπημένης του κατσίκας με το κοντό σχοινί. Ο παραλληλισμός είναι φανερός. ‘Πνίγεται’ και ο ίδιος στην ώριμη φάση της ζωής του, όπως «επνίγη» η κατσίκα του.

Αξιοσημείωτη στην ενότητα αυτή είναι και η αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στον τρόπο που περιγράφει τον εαυτό του και τα συναισθήματα που νιώθει ο αφηγητής όταν ήταν νέος και τώρα που είναι ώριμος: Όταν ήταν νέος, ήταν φτωχός, έβοσκε γίδια, ήταν αγράμματος, ήταν ελεύθερος, ήταν ευτυχής, ζούσε μια ‘φυσική ζωή’, ήταν ωραίος με ψηλό και ευλύγιστο σώμα το οποίο γύμναζε στους βράχους και τα βουνά. Αφού σπούδασε και έγινε ασκήσιμος δικηγόρος, δεν πέτυχε επαγγελματικά (δεν έκανε «μεγάλη προκοπήν»), δεν είχε οικονομική άνεση («είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος»), δεν είχε προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης («ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ»), ένιωθε ταπεινωμένος («θέσιν οιονεί αυλικού»), αισθανόταν να ασφυκτιά στο αστικό περιβάλλον («καθώς ο σκύλος ο δεμένος…»), νοσταλγούσε τη ζωή στη φύση. Η εφηβεία του συνδέεται με θετικά συναισθήματα, όπως η αίσθηση ελευθερίας, η αίσθηση ευδαιμονίας που ένιωθε όντας «πτωχόν βοσκόπουλον» ενώ η ώριμη ηλικία συνδέεται με αρνητικά συναισθήματα, όπως ανελευθερία, δυστυχία, καταπίεση, μίσος για τον εργοδότη του.

Στην πρώτη λοιπόν ενότητα υπάρχουν οι αντιθέσεις φύσης-πολιτισμού, απαιδευσιάς και ευτυχίας-παιδείας και δυστυχίας, άγνοιας-γνώσης, ελευθερίας-δέσμευσης, υπευθυνότητας-ανεμελιάς, εφηβείας-ωριμότητας.

 

2η Ενότητα: Η ζωή στον παράδεισο

Ο αφηγητής αρχίζει να αφηγείται από το σημείο που είχε αρχίσει και στην πρώτη ενότητα, επανερχόμενος στο «θέρος εκείνο του 187…». Η οριακή σημασία του χρόνου επιβάλλει την επανάληψή του. Επανέρχεται στην περιγραφή του η οποία είναι ίδια, μόνο που προσθέτει ένα χαρακτηριστικό, «καστανόμαλλος». Εκείνο όμως στο οποίο επανέρχεται με έμφαση είναι η «τελευταία χρονιά που ήταν ακόμη φυσικός άνθρωπος… κ’ έβοσκε τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού». Η επανάληψη αυτών των στοιχείων δηλώνει την έντονη νοσταλγία που αισθάνεται τώρα ως δικηγόρος στην πόλη για την ανέμελη ζωή του ως ‘φυσικός άνθρωπος’.

Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισμένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση της θαμιστικής αφή­γησης (συνόψιση επαναλαμβανόμενων καταστάσεων) (Ήμην ωραίος έφηβος… κ’ έβοσκα τας αίγας… σελ. 163, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου, σελ. 164, το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, σελ. 163, το κυρίως κατάμερόν μου… σελ. 164, Όλον τον κατάμερον εκείνο… ήτον ιδικόν μου…, όλα εκείνα ήταν ιδικά μου, σελ. 163, τ’ ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής… η πετρώδης, απότομος ακτή του… σελ. 163), β) οι παρομοιώσεις που δηλώνούν τη σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά φαινόμενα (Εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμαν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’ αι αγριελαίαι… σελ. 163) και γ) η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας (ιδικόν μου… ιδικά μου, σελ. 163, Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου, σελ. 164, Το κυρίως κατάμερόν μου…, σελ. 164). Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι στην αφήγηση υιοθετείται η οπτική γωνία του ώριμου δικηγόρου, τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς τη σχέ­ση του πρωτόγονου («φυσικού») ανθρώπου με τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής») και παίρνουν νόημα και αξία, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώρι­μου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.

Πιο συγκεκριμένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ’ έναν καθορισμένο τόπο και σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, μια ποικιλία απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκε­ται μακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνομα: Ξάρμενο, όπου βρίσκουν καταφυγή όχι όμως μόνο τα πλοία αλλά και οι ταλαιπωρημένοι από τη ζωή, όπως το βοσκόπουλο (ο συμβολισμός είναι φανερός). Η περιγραφή του τοπίου και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται παραπέμπουν σ’ ένα Αρκαδικό τοπίο (βουκολικό-ποιμενικό), το οποίο, εξαιτίας του περιο­ρισμού και του προσδιορισμού από το όνομα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγματικού χώρου. Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται μέσω της απουσίας κάθε συγκεκρι­μένου στοιχείού χρονολόγησης. Ορίζεται μόνον από την επανάληψη ορι­σμένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συμμετέχει ο ήρωας) με συγκεκριμένο καθορισμό (σπορά, θερισμός) και ειδίκεύση (μια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, με άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση με την επαναδρο­μή συγκεκριμένων εθιμικών εργασιών στο χώρο και επομένως είναι συνάρτηση του χώρου.

Μέσα σ’ αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του με τη φύση, πράγμα πού γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσω της παρομοίωσης. Η παρομοίωση που δηλώνει μια σχέση ομοιότητας μεταξύ πραγμάτων κατά τ’ άλλα ανόμοιων, δεν προχωρεί στην ταύτιση τω ανθρώπου με τα πράγματα, όσο σε μια αντιστρέψιμη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσμο. Γι’ αυτό και η επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («το κατάμερον… ήτο ιδικόν μου… η ακτή μου… Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου….. […] κ.λ.) δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του ανθρώπού με τον κόσμο, όχι μέσω νομικών διαδικα­σιών, αλλά μέσω του συναισθήματος.

Ησυναισθηματική σχέση μεταξύ νέου ανθρώπού και φύσης σ’ έναν ενι­αίο κόσμο που αγνοεί τη χρονική φθορά, συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόμη και για την ανθρώπινη γνώση. Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύμβολο της ευτυ­χίας και η συνάφεια ανθρώπου-φύσης ως σύμβολο της προπτωτικής κατά­στασης τον ανθρώπού. Κοντολογίς βρισκόμαστε σ’ ένα παραδεισιακό περι­βάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή αντιπαρατίθεται πρώτα με το νόμο κι ύστερα με την ιδιοκτησία.

Ο νεαρός βοσκός χαίρεται τη φύση και γεύεται τους καρπούς της χωρίς όμως να κάνει κατάχρηση της ανοχής του γεωργού και της χήρας στους οποίους ανήκουν τα κτήματα. Στις παραγράφους αυτές δε λείπει το χιούμορ (το εθέριζα εν μέρει…, αν έμενε τίποτε για τρίγημα) αλλά και το αρνητικό σχόλιο κυρίως απέναντι στους εκπροσώπους της εξουσίας, τους αγροφύλακες οι οποίοι «ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί» για αυτόν, αφού αντί να φυλάνε, έκλεβαν τους καλύτερους καρπούς για τον εαυτό τους. Ο παρείσακτος νόμος της πόλης αποτιμάται ειρωνικά από το δικηγόρο-αφηγητή ως πρόφαση προκειμένου να επιβληθεί η προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου.

Στην έβδομη παράγραφο της ενότητας αυτής, η περιγραφική διάθεση του αφηγητή που ξεκίνησε από την ακτή, ανεβαίνοντας διαρκώς, φτάνει στις τρεις κορφές, όπου βρίσκεται το κυρίως κατάμερον του ήρωα. Εκεί έβοσκε τα γίδια του Μοναστηριού, ως παραγιός, με μισθό πέντε και αργότερα έξι δραχμές και με παροχές σε είδος, «φασκιές δια τσαρούχια» και «άφθονα μαύρα ψωμιά ή πίττες». Η ζωή σε πλήρη αυτάρκεια.

Στις επόμενες τρεις παραγράφους περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το κτήμα του γείτονά του, του κυρ Μόσχου, «ενός μικρού άρχοντα λίαν ιδιότροπου». Ο κυρ Μόσχος είχε δημιουργήσει ένα «χωριστόν οιονεί βασίλειο» γι’ αυτόν και την ανιψιά του τη Μοσχούλα, ένα «εκτεταμένο κτήμα» με πέτρινο περίβολο. Ο αφηγητής επιμένει στη λεπτομερή περιγραφή του κτήματος το οποίο μοιάζει με τον Κήπο της Εδέμ. Είναι ένας παράδεισος που βρέχεται από τη θάλασσα και φτάνει ψηλά μέχρι το βουνό. Και σαν τέτοιος πρέπει να κατοικείται από την ομορφιά. Το περιτειχισμένο, όμως κτήμα του κυρ Μόσχου, το απρόσιτο βασίλειο, συμβολίζει και τον «απαγορευμένο καρπό». Εκεί, σε αυτό τον επίγειο παράδεισο έχει την τιμή να κατοικεί η Μοσχούλα, η ανιψιά που έχει σαν κόρη του και φέρει το όνομά του, σαν προέκταση της περιουσίας του και της γενιάς του, δυο χρόνια νεότερη από τον βοσκό.

Είναι φανερός ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα στην εκτενή περιγραφή του κτήματος του κυρ Μόσχου. Ο κυρ Μόσχος «έπεισε» μερικούς φτωχούς γείτονες να του πουλήσουν την περιουσία τους, συγκέντρωσε τα κτήματά τους και έκτισε τον πύργο του. Ο συγγραφέας τονίζει τις κοινωνικές διακρίσεις της εποχής μεταξύ πλούσιων και φτωχών και αποδεικνύεται έξοχος κοινωνικός παρατηρητής. Εξάλλου, η περίπτωση του Κυρ Μόσχου εύκολα συμβολοποιεί τη διαφορά ανάμεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη μεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια και ποιμενική ησυχία (η ζωή του νεαρού βοσκού). Η δεύτερη υποσημαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν… βασίλειον» (ο κυρ Μόσχος).

Η αναφορά βέβαια στον κυρ Μόσχο και το κτήμα του έχει και έναν άλλο στόχο: να προετοιμάσει το έδαφος για να βγει η Μοσχούλα στο προσκήνιο. Εκτείνει την περιγραφή της σε δύο παραγράφους. Δε λείπει απ’ αυτήν ο λυρισμός που αισθητοποιείται με τη χρήση επιθέτων (θερμόαιμος, ανήσυχος, ωραία μελαχροινή…), παρομοιώσεων (ως πτηνόν του αιγιαλού, ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος…), υπερβολής (ο λαιμός της… ήτον απείρως λευκότερος…). Η περιγραφή της Μοσχούλας μπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραπομπή σ’ ένα στερεότυπο ομορφιάς, πράγμα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουμε όμως υπόψη μας τις συνδηλώ­σεις του Άσματος (το Άσμα Ασμάτων), «ποίημα ερωτικό, ποιμενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουμε στην περιγραφή της Μοσχούλας και να την ερμηνεύ­σουμε κατά διαφορετικό τρόπο.

Το εγκώμιο στην ομορφιά της Μοσχούλας αποκαλύπτει και τον κρυφό έρωτα του βοσκόπουλου γι’ αυτήν, που μετατίθεται στην αγαπημένη του κατσίκα, την οποία καλεί με το ίδιο όνομα. Το κορίτσι ανταποκρίνεται διακριτικά και σεμνά στο θαυμασμό του. Η αισθητική ταύτιση της «στέρφας αίγας» με τη Μοσχούλα παραπέμπει στην ομορφιά του σώματος («μικρόσωμος», «λεπτοφυής», «στέρφα») και των μαλλιών («κατάστιλπνον τρίχωμα»). Αποκτά όμως και μια προέκταση η οποία παραπέμπει στην αγνότητά της. Ομορφιά και αγνότητα επισημαίνονται ως ιδανικά για το νεαρό βοσκό.

Η ομωνυμία της κοπέλας με την κατσίκα είναι ευφυής από τον συγγραφέα γιατί δύο διαφορετικά νοήματα (της κόρης και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην κατά τη γνώμη του εξωτερική ομοιότητα των δύο αντικειμένων αναφοράς, με τη σειρά της κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία. Αυτό σημαίνει ότι τα δύο παραδείγματα (Μοσχούλα-κόρη και Μοσχούλα-κατσίκα) συγχέονται με τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα μπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Έτσι, η ομωνυμία προοιωνίζεται μια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει μια από τις δύο. Η σωτηρία της μιας συνεπάγεται τη θυσία της άλλης. Ο βοσκός θέλησε να προβάλλει στην κατσίκα τα συναισθήματά του για την κοπέλα. Αποδεικνύεται όμως ότι η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ’ έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο.

Η ομωνυμία κοπέλας-κατσίκας προοικονομεί και την πρώτη προσέγγιση των δύο παιδιών. Ο βοσκός αντιλαμβάνεται την απουσία της αγαπημένης αίγας και κάνει υποθέσεις μήπως την άρπαξε κανένας αετός που την ερωτεύτηκε για τα κάλλη της (πίσω από την υπόθεση του «έρωτα» του αετού προς την αίγα υπολανθάνει ο έρωτας ο δικός του προς την κόρη) και ψάχνει να τη βρει φωνάζοντας το όνομά της. Και του απαντά η κόρη από το ανοιχτό παράθυρο. Ο διάλογος είναι απολύτως τυπικός. Ωστόσο, υποσυνείδητα αυτή ζητούσε ψάχνοντας για την άλλη. Αφού δόθηκε η εξήγηση, η συζήτηση έληξε. Και ο καιρός περνά, για να παρουσιαστεί μια άλλη αφορμή, η Μοσχούλα αυτή τη φορά, και να του ζητήσει να παίξει «το σουραύλι» αντί «όλο να τραγουδεί». Ο διάλογος μεταξύ των δύο ηρώων που υπάρχει στο σημείο αυτό, ο  μοναδικός στο κείμενο, αναδεικνύει τη φυσική ερωτική έλξη μεταξύ τους, την αφέλεια και την αθωότητά τους, τον αυθορμητισμό τους.

Και στους δύο νέους διακρίνεται μια «υποκρισία εν τη ειλικρινεία» όπως λέει ο Παπαδιαμάντης για τη Φραγκογιαννού στη Φόνισσα. Ο μεν βοσκός φωνάζει την αίγα του με το όνομα της κόρης στο παράθυρό της και σφυρίζει το «αιπολικόν άσμα» έξω από το παράθυρο της Μοσχούλας, ξέροντας ότι τον ακούει. Αφήνει όμως να εννοηθεί ότι είναι τυχαίο. Η Μοσχούλα από την άλλη, υπακούοντας στην ανθρώπινη φύση και τη γυναικεία φιλαρέσκεια, εν αγνοία της βεβαίως, «υποκρίνεται» μες την ειλικρίνειά της και έχει το παράθυρό της ανοιχτό για να ακούει εκείνον, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιεί. Έτσι, με αφορμή τη Μοσχούλα-αίγα την πρώτη φορά και το σφύριγμα τη δεύτερη βγαίνει στο παράθυρο. Τη δεύτερη φορά μάλιστα υποκινεί η ίδια την προσέγγιση και όταν ο βοσκός της κάνει το χατίρι τον ανταμείβει με δώρα («ολίγα ξερά σύκα, κ’ ένα τάσι γεμάτο πετμέζι»), γεγονός που δείχνει ότι, τουλάχιστον, δεν ήταν αδιάφορη γι’ αυτόν.

 

3η Ενότητα: Το νυχτερινό μπάνιο

Στην ενότητα αυτή έχουμε την προετοιμασία για το δραματικό απρόοπτο που θα ακολουθήσει. Η ιστορία κυλούσε ευθύγραμμα ώσπου έφτασε η χρονική στιγμή που δημιουργεί χάσμα με το έκτακτο και το εξαιρετικό περιστατικό. Η στιγμή που έμεινε χαραγμένη για πάντα στη μνήμη του ήρωα ως η πιο όμορφη και ονειρική της ζωής του. Ο συγγραφέας μας προετοιμάζει με την περιγραφή της μαγείας της φύσης: «Μιαν εσπέρα… είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την «ελιμπίστηκα», λέει ο αφηγητής. Υπάρχει το ερέθισμα (η ομορφιά του τοπίου, της ακρογιαλιάς, «που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία») και η αντίδραση («και την ελιμπίστηκα», κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω»). Μια ψυχική διάθεση που ξεπερνάει την απλή επιθυμία, «ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω», και η κορύφωση του καλοκαιριού («Αυγουστος μήνας») είναι συνθήκες εξωτερικές και εσωτερικές, σε πλήρη ανταπόκριση. Το ρήμα «λιμπίστηκα» σχετιζόμενο με τη libido, την ερωτική ορμή, δείχνει πόσο σχετικά είναι τα συναισθήματα προς τη φύση με αυτά προς τον άνθρωπο.

Στην πρώτη παράγραφο η περιγραφική διάθεση του Παπαδιαμάντη απογειώνεται. Η χρήση πολλών σχημάτων λόγου, όπως μεταφοράς («χίλιους γλαφυρούς κολπίσκους»), εικόνας (η διείσδυση της στεριάς στη θάλασσα και της θάλασσας στη στεριά), προσωποποίησης (το νερό σαν βρέφος που ψελλίζει, αναπηδά και «λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση»), επιθέτων και μετοχών («μορμυρίζον», «χορεύον», «ψελλίζον»), αισθητοποιούν την επιθυμία του ήρωα να κολυμπήσει. Μετά από μια τέτοια περιγραφή του τοπίου ο αναγνώστης προετοιμάζεται για αυτό που θα ακολουθήσει: «…κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστο μήνα».

Αφού ανέβασε το κοπάδι του στους γκρεμούς να βοσκήσει και σφύριξε σιγά για να ησυχάσουν κατέβηκε από το μονοπάτι το οποίο είχε ανεβεί κι έφθασε στη θάλασσα. Η ώρα εκείνη που έδυε ο ήλιος και μόλις είχε ανατείλει το φεγγάρι, δημιουργούσε μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Στα αριστερά του, προς τα δυτικά, έβλεπε μια πτυχή από την πορφυρά του ήλιου που κανείς θα νόμιζε ότι επρόκειτο για χαλί που του έστρωνε η μάνα του για να δειπνήσει. Στα δεξιά του, ο βυθός της θάλασσας ήταν στρωμένος με χρωματιστά χαλίκια, που ήταν σαν να το είχαν στολίσει οι νύμφες. Η όλη «σκηνογραφία» της ενότητας δείχνει την επίδραση της τεχνοτροπία του ρομαντισμού στο συγγραφέα. Η νύχτα, η σελήνη, ο φλοίσβος το κύματος, ο ουρανός, ο βράχος, η πανέμορφη κόρη, όλα αυτά τα «ειδυλλιακά» στοιχεία συνιστούν το ρομαντισμό του συγγραφέα. 

Στο τέλος της πέμπτης παραγράφου αυτής της ενότητας (σελ. 169) μας δίνεται και μια πληροφορία για το μονοπάτι που έφτανε στο «μικρό θαλάσσιον άντρον» και το οποίο οδηγούσε στην κάτω πόρτα του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου. Έτσι  προοικονομείται η συνέχεια.

Έχοντας προετοιμαστεί ψυχολογικά από την ομορφιά του τοπίου και αφού εξασφάλισε το κοπάδι του, βγάζει τα ρούχα του και πέφτει στη θάλασσα την οποία απολαμβάνει με όλο του το είναι. Αισθάνεται «γλύκαν, άφατον μαγείαν», ένα με το αλμυρό και δροσερό νερό. Δε θα του έκανε καρδιά να βγει, δε θα χόρταινε το κολύμπι αν δεν σκεφτόταν το κοπάδι του. Σκέφτεται πως όσο κι αν τον υπάκουαν τα «ερίφια» ήταν «δυσάγωγα» και πεισματάρικα σαν μικρά παιδιά. Φοβόταν λοιπόν μήπως φύγουν και τότε έπρεπε να τρέχει μες τη νύχτα να τα ψάχνει. Όσο για τη Μοσχούλα, την είχε δέσει με ένα «σχοινάκι» στη ρίζα ενός θάμνου για να μην του ξεφύγει, γιατί ο άγνωστος κλέφτης της είχε κλέψει το κουδουνάκι της με το κόκκινο περιδέραιο από το λαιμό της. Η παρενθετική φράση «(ωχ να τον έπιανα)» μπαίνει σαν σφήνα στην αφήγηση και αλλάζει για μια στιγμή το συναισθηματικό κλίμα, το οποίο όμως επανέρχεται αμέσως, γεγονός που δείχνει ποια είναι η κυρίαρχη διάθεση του αφηγητή.

Μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του ο νέος βγαίνει από τη θάλασσα, ντύνεται και ήταν έτοιμος να ανεβεί στο βράχο, να λύσει την κατσίκα του τη Μοσχούλα και να επιστρέψει στο κοπάδι του. Σ’ αυτή τη φάση καθυστερεί με την περιγραφή της ανηφόρας και της παρομοίωσής με μαρμάρινο σκαλοπάτι όπου πηδούν τα παιδιά συναγωνιζόμενα στο άλμα προς τα πάνω.

Τη στιγμή εκείνη συμβαίνει κάτι που αποτελεί δραματικό απρόοπτο. Ακούει «σφοδρόν πλατάγισμα» σαν ένα σώμα να έπεφτε στη θάλασσα.  Το «πλατάγισμα» αποκτά μεγαλύτερη ένταση από όση είχε, έγινε «κρότος» όχι τόσο από το βάρος του σώματος αλλά από την έκπληξη μέσα στην απόλυτη ησυχία, και από την απήχησή της στην ψυχή του βοσκού. Και ο χώρος όμως είναι ειδικά προετοιμασμένος για τη στιγμή. Το άντρο στολισμένο από τις νύμφες, στρωμένο με κοχύλια, τα νερά βαθιά και άπατα, όλα μακριά από την ανθρώπινη πρόσβαση, προσιτά μόνο στη Μοσχούλα και σ’ εκείνον.

Το λουτρό της Μοσχούλας τη νύχτα ξαφνιάζει τον νεαρό βοσκό ο οποίος ήξερε ότι συνήθιζε να λούζεται το πρωί με την ανατολή του ήλιου, όχι όμως και τη νύχτα. Χρησιμοποιεί μάλιστα τρεις προτάσεις για να δείξει τι ξέρει και τι δεν ξέρει, πράγμα που δείχνει ότι παρακολουθεί τις κινήσεις της («…ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα… κ’ ελούετο εις την θάλασσαν», «εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης», «Εγνώριζα, ότι το πρωί άμα τη ανατολή του ηλίου συνήθως ελούετο»). Η επιθυμία, επομένως, να λουσθούν και οι δύο ήρωες την ίδια ώρα και στον ίδιο χώρο δείχνει άλλη μια συγκυρία σημαντική για την εξέλιξη του διηγήματος, μια μυστική προδιάθεση που τους φέρνει κοντά χωρίς ποτέ να έχουν εξομολογηθεί τίποτε ο ένας στον άλλο. Αυτοσαρκαζόμενος με το χαρακτηρισμό «εγώ ο σατυρίσκος του βουνου» και εξομολογούμενος «Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της… να λουσθώ, εάν ήξευρα…», δείχνει ότι συναισθάνεται την κατωτερότητά του μπροστά στην κόρη του πύργου, η οποία κατοικεί στον ιδιωτικό παράδεισο του κυρ Μόσχου, και κερδίζει τη συμπάθειά μας, σαν άλλος ένας αθώος που έκλεψε, κι αυτός, τον απαγορευμένο καρπό.

Ενδιαφέρον έχουν οι ακουστικές εικόνες της ενότητας αυτής. Λόγω της ώρας αλλά και λόγω της ερημιάς, δεν ακούγεται τίποτα άλλο παρά ο ήχος του νερού, που παρομοιάζεται με το μουρμούρισμα του βρέφους, και τα κουδούνια των τράγων. Αυτή τη μουσική της φύσης ταράζει το «σφοδρόν πλατάγισμα», ο «κρότος» που έκανε το σώμα της Μοσχούλας, όταν έπεσε στο νερό. Το «σφοδρόν πλατάγισμα» είναι η πρώτη εντύπωση και ευθύς αμέσως ο «κρότος», λέξη αταίριαστη για την περίπτωση, αποτελούν μεγάλη αντίθεση, το ξύπνημα από το μάγεμα της φύσης, το σήμα για να αρχίσει η μαγεία της θέασης. Η λέξης «κρότος» είναι σκόπιμη υπερβολή, που φέρνει τη μεγάλη αλλαγή. Ο ίδιος άλλωστε απέφευγε να κάνει «τον ελάχιστον θόρυβον». Έτσι, στην απόλυτη ησυχία έρχεται το «σφοδρόν πλατάγισμα» που θα τραβήξει την προσοχή του.

Μετά την έκπληξη του ήχου ακολουθεί η έκπληξη του θεάματος, η θέαση της Μοσχούλας που είχε πέσει στο κύμα γυμνή «κ’ ελούετο», η οποία αποτελεί την κορυφαία εικόνα της ενότητας. Η ενότητα κλείνει με αποσιωπητικά. Η δυναμική της πλοκής κορυφώνεται και ο αναγνώστης μπορεί να εικάσει άλλες δυνατές εξελίξεις της υπόθεσης…

 

4η Ενότητα: Το όνειρο στο κύμα

Η ενότητα αυτή συνεχίζει από εκεί που τελείωσε η προηγούμενη: το μπάνιο της κόρης. Ο ήρωας την αναγνώρισε αμέσως κάτω από το φως της σελήνης. Η περιγραφή του σκηνικού «εις το φως της σελήνης το μελιχρόν… φωσφορίζοντα τα κύματα» είναι ανάλογη των συναισθημάτων του αλλά και του σημαντικού γεγονότος που διαδραματίζεται. Είναι ο απαραίτητος και πλέον ταιριαστός χώρος για να γίνει το θαύμα. Τη στιγμή εκείνη αναδυόταν από το νερό και τα μαλλιά της έμοιαζαν σαν ποταμός από μαργαριτάρια καθώς έτρεχε το νερό από πάνω τους. Τη στιγμή εκείνη έβλεπε κατά τύχη προς το μέρος του και κινούνταν εδώ κι εκεί παίζοντας και κολυμπώντας. Και συμπληρώνει την πρώτη αυτή εικόνα με μια κρίση: «Ήξευρε καλώς να κολυμπά».

Στις επόμενες παραγράφους (2-10) έχουμε επιβράδυνση της αφήγησης, καθώς ο αφηγητής κάνει συλλογισμούς και υποθέσεις σχετικά με τους τρόπους διαφυγής του. Αρχικά διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να φύγει γιατί θα τον έβλεπε η Μοσχούλα που έβλεπε εκείνη τη στιγμή προς το μέρος του. Το φεγγάρι που συνέβαλε μέχρι τώρα στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, θα τον πρόδιδε στην προσπάθειά του να φύγει.  Η κοπέλα θα τρόμαζε, θα φώναζε και θα τον κατηγορούσε για αθέμιτους σκοπούς και τότε «αλλίμονο εις τον μικρόν βοσκόν!». Άλλη υπόθεση διαφυγής είναι να βήξει, να της εξηγήσει ότι βρέθηκε εκεί χωρίς να το ξέρει, και ότι έφευγε αμέσως. Όμως, όπως διαπιστώνει και ο ίδιος, φέρθηκε αδέξια και άτολμα. Προσπαθεί να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του λέγοντας ότι κανένας δεν του δίδαξε μαθήματα καλής συμπεριφοράς στα βουνά του. Έτσι, λοιπόν, ντράπηκε, κατέβηκε πάλι κάτω στη ρίζα του βράχου και περίμενε, μονολογώντας από μέσα του ότι δε θα αργήσει να τελειώσει το μπάνιο της, θα βγει, θα ντυθεί και θα «τραβήξει αυτή το μονοπάτι της» και ο ίδιος «τον κρημνό» του!…».

Από την άλλη υπάρχει και η συμβουλή του πάτερ Σισώη, του πνευματικού του μοναστηριού (που ήταν και ο ίδιος παθών), και του πάτερ Γρηγορίου, οι οποίοι πολλές φορές τον συμβούλευαν να αποφεύγει τον γυναικείο πειρασμό. Βρίσκεται λοιπόν σε μεγάλο δίλημμα: Από τη μια η ηθική του υπόληψη (να μην εκτεθεί στη Μοσχούλα και να μην υποκύψει στον πειρασμό) και από την άλλη η απόλαυση του πειρασμού. Μια λύση θα ήταν να πέσει και κολυμπήσει με τα ρούχα, να κάνει το γύρο του βουνού, για να έρθει, μέσω ξηράς πια, στο κοπάδι του. Αυτό όμως, όπως διαπιστώνει «θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος» και επιπλέον θα άφηνε μόνο του το κοπάδι για πολλή ώρα. Απορρίπτει λοιπόν και αυτή τη λύση και αποφασίζει να μείνει και να περιμένει κρατώντας την αναπνοή του για να μην τον καταλάβει η κόρη. Άλλωστε, προσπαθεί να δικαιολογηθεί, αισθανόταν αθώος αφού η ενέργειά του δεν ήταν εσκεμμένη. Η δικαιολογία αυτή τον κάνει να νιώσει καλύτερα και λύνει τυπικά το δίλημμα.  

Στην επόμενη όμως παράγραφο ομολογεί ότι μπορεί να ήταν αθώος αλλά η περιέργεια δεν του έλειπε. Έτσι, κρυμμένος πίσω από τους θάμνους έσκυψε για να δει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποδίδει την ενέργειά του στην περιέργεια και όχι στο ερωτικό πάθος. Χρειάστηκαν δύο παράγραφοι για να εξηγήσει και να δικαιολογήσει γιατί δεν μπόρεσε να αποφύγει τον «πειρασμό» και δέκα παράγραφοι για να ξαναγυρίσει στο γεγονός της λουόμενης κόρης. Η περιγραφή της ερωτική φιγούρας της λουόμενης Μοσχούλας αποτελεί την κορυφαία στιγμή του «ποιητή» Παπαδιαμάντη. Τη στιγμή εκείνη η Μοσχούλα κολυμπούσε έχοντας στραμμένα τα νώτα. Ξαναρχίζει από την περιγραφή των μαλλιών της («την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της»-οξύμωρο σχήμα), συνεχίζει περιγράφοντας «τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς… την οσφύν της την ευλίγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της», όλα αυτά ειδωμένα υπό το φως της σελήνης. Η περιγραφή του όμως δε σταματά σε ό,τι βλέπει αλλά προεκτείνεται καθώς φαντάζεται «το στέρνο της, τους κόλπους της, γλαφυρους, προέχοντας, δεχόμενους όλας τα αύρας  τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα». Και τελειώνει την περιγραφή με την αξιολόγησή του: «Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…». Οτιδήποτε λεχθεί αυτή τη στιγμή θα καταστρέψει τη μαγεία της ατμόσφαιρας. Ο ήρωας είναι εκστασιασμένος μέσα στην απόλυτη ομορφιά, έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Η χρήση των σχημάτων λόγου όπως μεταφοράς («τους βραχίονας τους τορνευτούς»), παρομοίωσης («τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας»), ασύνδετων («Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα», «Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα. ήτο νηρηίς, νύμφη») κάνουν πιο παραστατική την εικόνα της λουόμενης κόρης και αισθητοποιούν την έκσταση που νιώθει ο βοσκός στη θέα της λουόμενης Μοσχούλας. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ο πλούτος των επιθέτων και η επανάληψη της λέξης «όνειρον» και παραγώγων της. Επιπλέον, στη φράση «βαπτιζόμενα εις το κύμα» δε μας διαφεύγει η σημασία της μετοχής, με τη μυστηριακή υποδήλωση του καθαρμού. Ο Παπαδιαμάντης πλέκει ενιαίο και αδιαχώριστο το εγκώμιο της ωραιότητας της κόρης και της φύσης, επειδή αντιλαμβάνεται ενιαίο τον κόσμο και τα πλάσματά του. Έτσι η θάλασσα και η σπηλιά είναι το ίδιο ερωτικές, αισθησιακές και μαγευτικές, όπως η κόρη που κολυμπά και η μικρή του αίγα. Εξαγιάζει φύση και γυναικείο σώμα, τους προσδίδει μια μυθική, μαγική, εξωπραγματική ομορφιά. Ομορφιά που ντύνεται με το ονειρικό στοιχείο, αιθέρια, ασύλληπτη, ερωτική, αγνή, πηγή ευτυχίας, κατάφαση στη ζωή. Γενικότερα, τα στοιχεία της εξιδανίκευσης, της φυγής απ’ την πραγματικότητα και της υπερβολής στις περιγραφές μαρτυρούν την επιρροή που άσκησε ο ρομαντισμός στον Παπαδιαμάντη. 

Στην προτελευταία παράγραφο της ενότητας επανέρχεται στην πραγματικότητα για να διαπιστώσει ότι θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή που η κόρη έβλεπε «προς ανατολάς» και εκείνος βρισκόταν «προς δυσμάς όπισθέν της» θα μπορούσε να φύγει χωρίς να τον αντιληφθεί. Όμως όλα αυτά τα σκέφτεται εκ των υστέρων. Για τη στιγμή της μαγείας είχε δικαιολογία, και είναι απόλυτα ειλικρινής όταν παραδέχεται: «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια». Το συναίσθημα, το ερωτικό πάθος τον έχει συνεπάρει.

Η μετάδοση όλων των συλλογισμών του Εγώ-ήρωα χωρίς καμιά, έστω και στοιχειώδη, διευθέτη­σή τους είναι μια τεχνική που διατηρεί την ένταση. Απ’ αυτή την τακτική της αφηγηματικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα, προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις. Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραμείνει κρυμμένος φαινομενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του μοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασμού. Η αθωότητα της συνείδησης αντιφάσκει με την περιέργεια. Το ονειρώδες σώμα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται μάλλον στερεότυπα) αντιπαρατί­θεται στην ένταση της όρασης («έβλεπα…διέβλεπα…εμάντευα…).

Ένα άλλο ερώτημα είναι σε ποιον ανήκουν οι περιγραφές: στο νεαρό βοσκό ή στον ώριμο αφηγητή; Είναι η αφήγηση παθητικός εκτελεστής αυτού που ένιωσε η ψυχή ή είναι η ωραιοποίηση του βιώματος που ήρθε με το χρόνο; Το γεγονός είναι ότι η εμπειρία ανήκει στον νέο αλλά η περιγραφή της στον ώριμο, οπότε το δυνατό βίωμα, που καθορίζει την προ και μετά την ευτυχία ζωή, επιβάλλει και την περιγραφή του. Ο «χάσκων» νέος δεν απομακρύνεται από τον ώριμο αφηγητή.

 

5η Ενότητα:Το βέλασμα της αίγας

Στον ώριμο αφηγητή ανήκουν και οι χαρακτηρισμοί «πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί» με τους οποίους ο νεαρός βοσκός σκέφτεται κάποιο σκηνικό κινδύνου για την κόρη, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τρέξει και να τη σώσει. Κρίνοντάς τους όμως από τη σκοπιά του ώριμου δικηγόρου τους θεωρεί πονηρούς και ανόητους. Ενδεικτικό της πάλης που συμβαίνει μέσα του εξαιτίας της απόλαυσης του πειρασμού είναι ότι επανέρχεται στην αρχική του σκέψη να «ριφθεί εις τα κύματα… και να φύγει, να φύγει τον πειρασμόν!…». Η επανάληψη του ρήματος «να φύγω», «να φύγω τον πειρασμόν!…» δείχνει την ταραχή και την ενοχή που έχει για το θέαμα που δεν επιτρέπεται να βλέπει, αλλά και την επίδραση που έχει αυτό πάνω του.

Όποια σκέψη κι αν κάνει, το θέαμα εξακολουθεί να τον γοητεύει («Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον…»). Το βέλασμα της κατσίκας του, της Μοσχούλας, αποτελεί δραματικό απρόοπτο και τον ξυπνάει από το όνειρο. Το πρόβλημα είναι πως ο ίδιος μπορεί να σιωπά η αίγα του όμως δεν καταλαβαίνει τίποτα από το πρόβλημά του. Ενδιαφέρον είναι ότι εξομολογείται πως δεν ξέρει πώς φιμώνουν ένα ζώο για να μη βελάζει, γιατί δε γνωρίζει πώς κλέβουν ένα ζωντανό –αυτό μόνο οι κλέφτες το ξέρουν-, κι έτσι πάλι θυμάται τον κλέφτη του «κωδωνίσκου». Με κάποιο χιούμορ λέει πως εκείνος ο κλέφτης της είχε κλέψει τον «κωδωνίσκον», αλλά δεν της είχε κόψει και τη γλώσσα για να μη βελάζει. Σκέφτεται τρόπους φίμωσης (εσωτερικός μονόλογος) και τρέχει να της κλείσει το στόμα και για το χατήρι της ξεχνά την κόρη που κολυμπάει και δεν σκέφτεται ότι υπάρχει φόβος να τον δει η κοπέλα. Η επιλογή λοιπόν στην περίπτωση αυτή γίνεται προς τη μεριά της κατσίκας. Η μετάθεση των συναισθημάτων του ευνοούν την αγαπημένη του κατσίκα. Τον κυρίευσε ο φόβος μήπως μπερδεύτηκε στο σχοινάκι της (Ενότητα 3η) και κινδύνευε να πνιγεί. Άρα λοιπόν η σημασία του υποκοριστικού «σχοινάκι» που χρησιμοποίησε στην 3η Ενότητα ήταν κυριολεκτική, εφόσον «ήτον πολύ κοντόν».

Όλα όσα συμβαίνουν στην ενότητα είναι περιγραφή εσωτερικής δράσης. Ενώ δηλαδή κάθεται και βλέπει, δεν κινείται και σχεδόν δεν αναπνέει, μέσα του η ταραχή είναι μεγάλη και στο μυαλό του γυρίζουν πολλά: υποθέσεις, λογισμοί, ηρωισμοί, τρόποι φίμωσης και κλοπής ζώων, απόπειρες φυγής. Η μόνη εξωτερική δράση που υπάρχει είναι η κίνηση προς την αίγα («ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ’ επάτησα επί του βράχου») για να της κλείσει το στόμα. Και σ’ αυτή την ενότητα η παράθεση των συλλογισμών του ήρωα άλλοτε από την προοπτική του βοσκού και άλλοτε από την προοπτική του ώριμου δικηγόρου δημιουργεί αντιφάσεις (οι σκέψεις που έκανε τότε ο βοσκός χαρακτηρίζονται από το δικηγόρο «παιδικοί και ανόητοι λογισμοί», η μεταρσίωση, έκσταση από τα επίγεια συνυπάρχει με τους πονηρούς λογισμούς).

 

6η Ενότητα:Ο κίνδυνος και η σωτηρία

Τη στιγμή όμως εκείνη που ο νεαρός βοσκός πάτησε στο βράχο για να πάει στην κατσίκα του γίνεται αντιληπτός από την κόρη, η οποία, ίσως ακούγοντας το βέλασμα της κατσίκας, γυρνάει το κεφάλι προς το γιαλό. Τότε τον κατέλαβε «τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά του εκάμφθησαν». Παρά τον τρόμο του μπόρεσε να φωνάξει προς την κοπέλα «-Μη φοβάσαι!… δεν είναι τίποτε… δε σου θέλω κακόν!». Ταυτόχρονα βρίσκεται σε δίλημμα να τρέξει για βοήθεια ή να φύγει. Έκπληξη αλλά και προώθηση της δράσης αποτελεί το ότι η κόρη που «ήξευρε να κολυμβά» βρίσκεται σε κίνδυνο.

Η εμφάνιση της βάρκας, αντί να δώσει θάρρος στην κοπέλα την τρομάζει περισσότερο και την κάνει να βγάλει μια δεύτερη κραυγή μεγαλύτερης αγωνίας. Ο βοσκός τη βλέπει να χάνεται μες το κύμα. Η εκτίμηση της απόστασης της βάρκας από την κόρη («υπέρ τας είκοσι οργυιάς» και του ίδιου από αυτή («μόνον πέντε ή εξ οργυιάς») τον κάνει να πέσει στη θάλασσα και να τη σώσει. Η ευχή-κατάρα του που λίγο πριν έκανε έπιασε. Είναι αξιοσημείωτο ότι και τα δυο διλήμματα του βοσκού λύνονται τελικά απέξω (το βέλασμα της Μοσχούλας/η εμφάνιση της βάρκας). Στην απόφασή του να μείνει ή να φύγει, το βέλασμα της Μοσχούλας τον κάνει να τρέξει προς το μέρος της. Στο δίλημμα να τρέξει και να φύγει ή να «ριφθεί εις την θάλασσαν» για να τη βοηθήσει, μόλις εκείνη αντιλαμβάνεται την παρουσία του και γυρίζει προς το μέρος του (σελ. 176), η εμφάνιση της βάρκας τον κάνει να επιλέξει το δεύτερο. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι ο ήρωας «δεν αποφασίζει αλλά αποφασίζεται». Τα πράγματα ακολουθούν το δρόμο τους χωρίς την ενεργό συμμετοχή του.

 Ο αφηγητής επιβραδύνει τη διήγηση στο σημείο αυτό αναφέροντας λεπτομέρειες για το πώς έπεσε στη θάλασσα («ερρίφθην εις την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν, κάτω, από το ύψος του βράχου»), στο βάθος της θάλασσας και στη σύσταση του βυθού («Το βύθος του νερού… εις τον αφρόν του κύματος»), στις δίνες που σχηματίζονται όταν κάποιος βουλιάζει στο νερό («Απείχον… ανθρώπινον πλάσμα!»). Πρόκειται για μια σύντομη, βέβαια, επιβράδυνση, η οποία έχει να κάνει με την πρόθεση του συγγραφέα να ζωντανέψει στα μάτια μας τις συντεταγμένες, τις παραμέτρους της δραματικής σκηνής, έτσι ώστε να τη βιώσουμε πιο έντονα. Ταυτόχρονα επιτείνεται και η αγωνία του αναγνώστη που αδημονεί να μάθει την κατάληξη της δραματικής αυτής εξέλιξης.

Ο αφηγητής φτάνει κοντά στην κοπέλα «με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα». Το σώμα της κοπέλας παράδερνε κοντά στο βυθό και ήταν πιο κοντά στο θάνατο παρά στη ζωή. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και βγήκε στην επιφάνεια του νερού. Τώρα πια περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το κοινό λουτρό τους. Την έπιασε με το αριστερό χέρι, αισθάνθηκε την αναπνοή της εξασθενημένη, την τίναξε δυνατά, τη στήριξε στην πλάτη του, έπλεε με το δεξί χέρι και τα πόδια με δύναμη προς την ξηρά. Διαπιστώνει ότι οι δυνάμεις του πολλαπλασιάζονταν, κάτι που δικαιολογείται από την υπερένταση που ένιωθε στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα. Είχε ένα σοβαρό κίνητρο, έναν ανώτερο σκοπό να εκπληρώσει, γι’ αυτό επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις του και ξέχασε την κούραση και την εξάντληση.

Η μετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που θα μπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά το χρόνο της εμπειρίας. Τις στιγμές εκείνες  λειτουργεί με πνεύμα αυτοθυσίας, δεν έχει κανέναν ιδιοτελή σκοπό. Το ερωτικό πάθος εξαϋλώνεται εξιδανικεύεται («Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου»). Δε θέλει να επιδειχθεί ούτε να επωφεληθεί ερωτικά, κάτι που δείχνει την αγνότητα, τη σεμνότητα και τον ηρωισμό που τον χαρακτήριζαν.

Το «όνειρο στο κύμα» στην ενότητα αυτή παίρνει σάρκα και οστά, αφού το βοσκόπουλο, στην προσπάθειά του να σώσει από πνιγμό την κοπέλα, έρχεται σε επαφή με το γυμνό σώμα της. Έτσι, δικαιώνεται στην ενότητα αυτή και ο χαρακτηρισμός του διηγήματος ως ερωτικού. Το μαγικό αγκάλιασμα του κοριτσίστικου σώματος, που αποτέλεσε την κορύφωση του κρυφού έρωτα που έτρεφε γι’ αυτήν, έγινε για τον αφηγητή «όνειρο στο κύμα».

 Όπως, όμως, δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι μόνιμο και σταθερό πάνω στο κύμα, έτσι και στον ήρωα μένει μόνο ως ανάμνηση η ερωτική εκείνη εμπειρία, ως έρωτας ανολοκλήρωτος, πόθος ανικανοποίητος. Στην τελευταία παράγραφο αυτής της ενότητας κάνει μια εκτίμηση της εμπειρίας του, αξιολογώντας την τώρα από την προοπτική του αφηγητή με το να τη συγκρίνει με τις εμπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο μεταξύ. Τώρα, ώριμος δικηγόρος πια, θυμάται ακόμη «το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης» πάνω του, και δεν ξέρει για πόσο ακόμη θα το θυμάται. Γι’ αυτόν ήταν ό,τι καλύτερο του συνέβη σε όλη του τη ζωή. «Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία». Η επαφή εκείνη ήταν «εκλεκτή», «αιθέριος» και διέφερε από όλες τις άλλες «ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου». Το βάρος του σώματος της κοπέλας τον έκανε να αισθανθεί ελαφρύτερος από ποτέ, αντίθεση που αίρεται αυτομάτως αφού το βάρος στα χέρια ελαφρώνει την ψυχή του. Για μια στιγμή κατόρθωσε να πιάσει στα χέρια του το ίδιο του το όνειρο, άλλη μια αντίφαση, εφόσον τα όνειρα είναι άπιαστα.

 

7η Ενότητα:Επιστροφή στην άχαρη πραγματικότητα

Στην τελευταία ενότητα ο αφηγητής επανέρχεται στο παρόν και κλείνει την αναδρομή του. Η Μοσχούλα έζησε, δεν πέθανε. Η φθορά του χρόνου όμως της αφαίρεσε τη μαγεία της παιδικής της ηλικίας, την απομυθοποίησε, την έκανε μια «απλή θηγάτηρ της Εύας, όπως όλαι». Με τρεις μικρές, σχεδόν ισοσύλλαβες και σχεδόν ισάριθμες σε λέξεις, προτάσεις, «Σπανίως την είδα έκτοτε», «δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα», «είναι απλή θυγάτηρ της Εύας», διαγράφει συνοπτικά το τέλος του ονείρου. Ο Παπαδιαμάντης επέλεξε να μην παραλείψει την αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας, όπως ακριβώς δεν παρέλειψε και τον ώριμο αφηγητή. Θέλει να δείξει έτσι ότι ο χρόνος περνάει για όλους και όλα, είναι το αναπόφευκτο και φυσιολογικό. Η ζωή τα ισοπεδώνει όλα, φέρνει την ανωνυμία, την αδιαφοροποίητη ομοιομορφία («απλή θυγάτηρ της Εύας»).

Τα λύτρα που πλήρωσε για να σώσει την κοπέλα ήταν η ζωή της κατσίκας του, η οποία τελικά μπερδεύτηκε στο σχοινί της και πνίγηκε. Δεν στενοχωρήθηκε όμως καθόλου γι’ αυτό, την έκανε θυσία για χάρη της άλλης Μοσχούλας. Ο ίδιος έμαθε γράμματα «εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων» και έγινε δικηγόρος, αφού πέρασε από δύο ιερατικές σχολές. Η ανάμνηση του ονείρου που κράτησε για λίγο στα χέρια του τον έκανε να μη γίνει κληρικός, αν και, όπως διαπιστώνει, ακριβώς αυτό θα έπρεπε να τον κάνει να γίνει κληρικός! Το όνειρο που είχε βιώσει τον συνόδευσε στην πορεία της ζωής του, γιατί του αποκάλυψε τη μαγεία, τα κάλλη της γυναίκας και γενικότερα τους επίγειους πειρασμούς, κάτι που τον επηρέασε στην απόφασή του να μη γίνει κληρικός. Δε μετάνιωσε για την εμπειρία που βίωσε, γι’ αυτό δεν έχει δικαίωμα στη σωτηρία! Σύμφωνα με το παράδειγμα του Σισώη, που «λέγουν ότι εσώθη», τον οποίο πάλι θυμήθηκε εδώ, θα έπρεπε να γίνει μοναχός για να σώσει την ψυχή του.

Ώριμος πια ο ήρωας διαπιστώνει ότι οι μετέπειτα επιλογές του τον έκαναν να ζει μια δυστυχισμένη ζωή στη σύγχρονη και αλλοτριωμένη πόλη. Η μοναδική φωτεινή ανάμνηση αυτής της ζωής παραμένει το «όνειρο στο κύμα». Τελικά διαπιστώνει ότι τα λίγα «κολλυβογράμματα» που είχε μάθει δίπλα στον πάτερ Σισώη ήταν αρκετά για τη σωτηρία της ψυχής του, και μάλιστα πολλά!… Έπρεπε να μείνει στο μοναστήρι, να γίνει μοναχός, να ζήσει δίπλα στη φύση. Αυτό θα ήταν το αντίβαρο στο όνειρό του. Τώρα όμως θυμάται το σχοινί με το οποίο πνίγηκε η Μοσχούλα, η κατσίκα του, και σκέφτεται το σχοινί της παραβολής με το οποίο είναι δεμένος ο σκύλος στην αυλή του αφέντη του και τη δική του θέση, το δικό του «σχοίνισμα κληρονομιάς», όπως λέει η Γραφή. Η Μοσχούλα-κοπέλα σώζεται, ενώ η Μοσχούλα-κατσίκα πνίγεται. Το σχοίνιασμα της κατσίκας όμως ταυτόχρονα ’δένει’ και τον ήρωα και τον εγκλωβίζει στο δικό του αποπνικτικό και αφόρητο παρόν. Τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι και η κατσίκα και ο ήρωας ‘πνίγηκαν’, κυριολεκτικά η πρώτη, μεταφορικά ο δεύτερος. Ο αφηγητής καταλήγει με μια αναφώνηση που δηλώνει την απραγματοποίητη ευχή: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…». Ο ήρωας νοσταλγεί τη φυσική ζωή που βίωνε ως έφηβος, ελεύθερος και αγνός, όταν «δεν ήξευρε ακόμη άλφα». Έτσι, η νοσταλγική αυτή αναφώνηση συνδέεται και με τη διαπίστωσή του ότι «δια την σωτηρία της ψυχής του ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα». Το δυστυχισμένο παρόν αντιτάσσεται στο ευτυχισμένο παρελθόν. 

Το διήγημα κλείνει με την ίδια σχεδόν φράση με τη οποία άρχισε: «Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!…». Η κυκλική αυτή σύνθεση του διηγήματος τονίζει ένα βασικό θέμα του διηγήματος, την αντίθεση ανάμεσα στο χθες και στο τώρα, που στην ουσία ισοδυναμεί με την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό, στην απλότητα και την απαιδευσιά με τη μόρφωση και την ανελευθερία.

Ο συγγραφέας κλείνει το διήγημα με τη φράση («Δια την αντιγραφήν Α. Παπαδιαμάντης»). Ο συγγραφέας, από σεμνότητα, αποστασιοποιείται από τον αφηγητή-πρωταγωνιστή του και εμφανίζεται να καταγράφει ξένα, όχι προσωπικά βιώματα (τεχνική της πλαστοπροσωπίας). Προσπαθεί δηλαδή να αναιρέσει τον «απομνημονευματικό» χαρακτήρα του διηγήματός του, δείχνοντας ότι ο συγγραφέας «αντιγράφει» την ιστορία ενός άλλου προσώπου. Κάτι τέτοιο κάνει και ο Στρατής Μυριβήλης στη Ζωή εν Τάφω.

 

ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Η αυτοβιογραφική διάσταση του διηγήματος: Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και οι εικόνες από το νησιώτικο περιβάλλον και τη φύση της Σκιάθου, τα σκιαθίτικα τοπωνύμια, η θρησκευτικότητα του χώρου όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε, η σχέση του με τη θάλασσα μας κάνουν να συμπεράνουμε ότι το διήγημα καταγράφει βιώματα του συγγραφέα από το παρελθόν, τα οποία ανακαλούνται στο παρόν. Εξάλλου και τον Παπαδιαμάντη τον έπνιγε η ζωή στην απρόσωπη Αθήνα και αναζητούσε κάθε λίγο ευκαιρίες διαφυγής στο νησί του, τη Σκιάθο. Δεν ξέρουμε βέβαια σε ποιο ποσοστό μεταφέρει στο συγκεκριμένο διήγημα τα πραγματικά του βιώματα και σε τι ποσοστό όσα γράφονται ανήκουν στο χώρο της μυθοπλασίας. Επομένως, δεν μπορούμε να ταυτίσουμε με βεβαιότητα το συγγραφέα με τον αφηγητή. Ο συγγραφέας, άλλωστε, υπογράφοντας αποποιείται κάθε ταύτισή του με τον αφηγητή. Βέβαια, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δείχνει το βίωμα ως προσωπικό και είναι εύκολο να δημιουργηθεί ταύτιση του αφηγητή με το συγγραφέα. Η αληθοφάνεια γίνεται μεγαλύτερη επειδή ο ήρωας δίνει πληροφορίες που φαίνονται προσωπικές. Οπωσδήποτε ο Παπαδιαμάντης κρύβεται πίσω από τον αφηγητή ο οποίος παρουσιάζεται με τη γνώση του κόσμου και την ιδεολογία τη δική του. Η κατακλείδα εντός παρενθέσως («Δια την αντιγραφήν») μαζί με την έντυπη και χειρόγραφη υπογραφή, θέλει να δημιουργήσει την απόσταση ανάμεσα στους δύο. Η αρχή, άλλωστε, του διηγήματος «ήμην πτωχόν βοσκόπουλον», μας απομακρύνει όχι μόνο από τον ήρωα, που στο συμβατικό παρόν της αφήγησης είναι δικηγόρος, αλλά και από τον συγγραφέα (που ποτέ δεν ήταν βοσκός).

Το είδος της αφήγησης: Ο συγγραφέας ξεκινώντας από το συμβατικό παρόν κάνει αναδρομή στο ευτυχισμένο παρελθόν (αναδρομική αφήγηση). Η οπτική γωνία της αφήγησης είναι αυτή της ώριμης (δυστυχισμένης) ηλικίας, ωστόσο ο ώριμος αφηγητής δίνει το λόγο στο νεαρό βοσκό, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις (διπλή οπτική γωνία). Η αφήγηση  είναι πρωτοπρόσωπη, στοιχείο που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι πρόσωπο που συμμετέχει στην ιστορία και μάλιστα είναι ο κύριος ήρωας (αφηγητής-πρωταγωνιστής-ομοδιηγητική αφήγηση). Με κριτήριο το αφηγηματικό επίπεδο και τη συμμετοχή του αφηγητή έχουμε εξωδιηγητική-ομοδιηγητική αφήγηση (εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός αφηγητής). Την ιστορία αφηγείται ο ώριμος δικηγόρος (αφηγητής) που χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα από μια σημαντική χρονική διαφορά. Έτσι ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας που περιγράφει.

Με την αναδρομική αφήγηση από την προοπτική του Εγώ-αφηγητή –ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη αφηγηματική απόσταση- αφαιρείται από την εμπειρία του παρελθόντος η ένταση, το βάρος του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο τόξο του βιωμένου χρόνου, επειδή ο αφηγούμενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Έτσι, διατηρείται η ουσία του διλήμματος. Μάλιστα, στο «Όνειρο στο κύμα» το δίλημμα διατηρείται, αφού ο αναγνώστης πληροφορείται όχι μόνο τι έγινε τελικά, αλλά και αυτό που επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάμεσα στην πρόθεση και την έκβαση υπογραμμίζει την τραγωδία.

Το γεγονός ότι ο ώριμος αφηγητής αφηγείται γεγονότα της εφηβικής του ηλικίας (διπλή οπτική γωνία) έχει ως αποτέλεσμα εναλλαγές στην εστίαση: Ο ώριμος αφηγητής, που ξέρει περισσότερα από τον ήρωά του, εφοδιάζει τον αναγνώστη άλλοτε με περισσότερες πληροφορίες απ’ ό,τι επιτρέπει η εσωτερική εστίαση της αφήγησης (τεχνική της παράληψης<παραλαμβάνω) και άλλοτε με λιγότερες, για να διατηρεί την αγωνία του (τεχνική της παράλειψης<παραλείπω). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση των αυτοδιηγητικών αφηγήσεων, η παράληψη έγκειται στον έμμεσο εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες αρχικά υποπτευόμαστε, ενώ η παράλειψη στον περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα. Οι παραλήψεις εγείρουν αγωνία, δημιουργούν μυστήριο και, από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστικής διαδικασίας, ειρωνεία.

Ως προς τη χρονική διάρκεια της αφήγησης ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την τεχνική της επιβράδυνσης για να μας περιγράψει τη σχέση του με τη φύση, την έκσταση του ήρωα από τη λουόμενη κόρη, καθώς και τα προσωπικά του διλήμματα. Όλα αυτά τα στοιχεία συμβάλλουν στην ψυχογράφηση του ήρωα. Επίσης χρησιμοποιεί την τεχνική της παράλειψης πολλών γεγονότων του παρόντος το οποίο είναι για τον ήρωα πηγή δυστυχίας. Εστιάζει με λεπτομέρειες μόνο στο ευτυχισμένο παρελθόν.

Το ειδυλλιακό-ποιμενικό στοιχείο στο διήγημα: «Το διήγημα παρέχει δυο σειρές αντιθέσεων. Η μια είναι συγχρο­νική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από «επιχειρήσεις και ταξίδια» […] απλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο τον νόμο και τις συνή­θειες της πόλης (ιδιοκτησία, περιτειχισμός, «χωριστόν […] βασίλειον […]).

Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι «φυσικός άνθρωπος», χαίρεται την ελευθερία του στην πανέ­μορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με «θέσιν οιονεί αυλικού […), έχει το αίσθημα τον ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέ­πεια το  «Όνειρο στο Κύμα» τοποθετεί τη Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους (Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός (ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί (ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο αυτές εκδοχές τον ειδυλλιακού-Αρκαδικού / ποιμενικού-Εδεμικού δένονται αξεδιάλυτα.

Ο συνδυασμός των δύο ειδυλλίων που μοιάζει να ισχυροποιεί την έννοια τον ποιμενικού (όχι μόνο αμέριμνος βοσκός, αλλά και αθώος νέος), στην πραγματικότητα προξενεί προβλήματα που οφείλονται αρχικά στη διαφορε­τική προοπτική από την οποία προσεγγίζεται η έννοια τον ποιμενικού. Και αυτό φαίνεται ατό την αμφισημία ορισμένων λέξεων: Τι σημαίνει π.χ. «φυσι­κός άνθρωπος» […]; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία» που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδo­ξιών. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην χριστιανική ορολογία σημαίνει προπτω­τικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και τον Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο συστατικό τον κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στον χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης της δυναμικής αυτής ενότητας τον περιγράψαμε παραπάνω. Έτσι, στο «Όνειρο στο Κύμα» το Αρκαδικό και το Εδεμικό που αρχικά συνυπάρχουν, γρήγορα αποδεικνύο­νται ασύμβατα.

Η Πτώση είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να την παραβλέψει κανείς, ακόμη κι όταν ισχυρίζεται ότι είναι «ευτυχής […] βοσκός εις τα όρη». Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα-κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα-κοπέλα). Ο λόγος υποβιβάζεται σε σχέση με το πάθος. Η αγάπη που χαρακτηρίζει τον τυπικό ποιμένα και το ποίμνιό του αντικαθίσταται εντε­λώς ειρωνικά από την ερωτική θέαση του γυμνού σώματος της Μοσχούλας. Υπ’ αυτή την έννοια, αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του).

Ακόμη περισσότερο, η «ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης» […] που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. Γι’ αυτό ο αφηγητής δε δοκιμάζει καν τη δυνατότητα του ειδυλλίου της αθωότητας, δηλαδή την ένταξή του στον μοναχισμό ως παραί­τηση από τη φύση με σκοπό να αντλήσει ζωή από την κλήση της αγάπης τον Χριστού στον άνθρωπο. Ο πρώην βοσκός και νυν δικηγόρος μπορεί να μην υποκαθιστά τον απολεσθέντα παράδεισο με κάποιον εσωτερικό παράδει­σο, μαθαίνει όμως γράμματα και μέσω της τέχνης, δηλαδή των απείρων δυνατοτήτων της γλώσσας, κατορθώνει να ενοποιεί σε ποιητικό σύνολο τα θραύσματα της ατομικής του εμπειρίας» (Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη: «Η Ειδυλλιακή Διάσταση της Δραματογραφίας του Παπαδιαμάντη: Μερικές Παρατηρήσεις και Προτάσεις», Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1992, σσ. 265-274).

Το ονειρικό και το πραγματικό στοιχείο στο διήγημα: Η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα επιτυγχάνεται με τη διαδοχική μεταφορά από το παρελθόν στο παρόν. Από την άλλη, και μέσα στη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος, όνειρο και πραγματικότητα διαδέχονται το ένα το άλλο σε βαθμό που συχνά είναι ασαφή τα όριά τους. Εδώ η μετάβαση από το ρεαλιστικό στο ονειρικό στοιχείο γίνεται με λυρικές περιγραφές και εικόνες, με τη ρυθμικότητα της γλώσσας, τα πλούσια εκφραστικά σχήματα, τις επαναλήψεις, τον πλούτο των επιθέτων, τη χρήση ηχοποιητικών λέξεων (μορμυρίζον, ψελλίζον), με τα τριμερή ασύνδετα που προσδίδουν ποιητικότητα. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και στοιχεία αντλημένα από λαϊκές παραδόσεις (ο τάπητας του ήλιου), από τη μυθολογία (το άντρο των νυμφών) και από τη Βίβλο (Άσμα Ασμάτων). Όλα αυτά αποτελούν μέσα με τα οποία ο συγγραφέας μεταβαίνει στο ονειρικό στοιχείο αισθητοποιώντας το. Μιλώντας βέβαια για τα μέσα μετάβασης θα πρέπει να αναφέρουμε τα δύο δραματικά απρόοπτα: «το σφοδρόν πλατάγισμα» (σελ. 171), το οποίο οριοθετεί τη μετάβαση του βοσκού στο όνειρο και «το βέλασμα της αίγας» (σελ. 174), που τον επαναφέρει στην πραγματικότητα.

Το είδος του διηγήματος: Το «Όνειρο στο κύμα» είναι ηθογραφικό διήγημα με στοιχεία ψυχογραφίας. Προβάλλει ρεαλιστικά τη ζωή του νησιού και τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων να επιβιώσουν (ηθογραφικά στοιχεία), αλλά εστιάζει κυρίως στον πολύπλοκο ψυχισμό των ανθρώπων, του έφηβου ήρωα, του ώριμου ήρωα, του Σισώη. Ο συγγραφέας διεισδύει με λεπτομέρεια στον ψυχισμό του ήρωά του και κατορθώνει να δείξει πώς μια εμπειρία μπορεί να τραυματίσει ανεπανόρθωτα τη ζωή ενός ανθρώπου. Με τις ψυχολογικές αυτές αναλύσεις ο συγγραφέας απεγκλωβίζεται απ’ τα όρια της ρηχής ηθογραφίας και του ρομαντισμού (η επίδραση από τον οποίο στις λεπτομερείς περιγραφές της φύσης). Παρουσιάζοντας ανάγλυφα τα πάθη, τις αδυναμίες, τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα συναισθήματα του ήρωα δίνει βάθος στο έργο του. Ταυτόχρονα ενεργοποιεί ψυχικά και τον αναγνώστη. Τώρα πάλλεται κι αυτός συναισθηματικά, βιώνει την αγωνία, το δίλημμα, έχοντας σαν πυξίδα την ανάλυση του συγγραφέα. Το διήγημα, επίσης, μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ερωτικό. Ο έρωτας εδώ έχει τη μορφή απραγματοποίητου «ονείρου στο κύμα», είναι πόθος ανολοκλήρωτος, που τελικά εξιδανικεύεται.

Άλλα γνωρίσματα του διηγήματος είναι η φυσιολατρία και η χριστιανική πίστη, η θρησκευτικότητα του συγγραφέα.

Η γλώσσα του διηγήματος: Η γλώσσα του κειμένου είναι κατά βάση η καθαρεύουσα. Γίνονται όμως συχνές παρεμβολές λέξεων και φράσεων της τρέχουσας γλώσσας, καθώς και της γλώσσας του Ευαγγελίου. Το διακείμενο, δηλαδή τα δάνεια από άλλα κείμενα, εμπλουτίζει και διανθίζει το παπαδιαμαντικό κείμενο.

Η παράγραφος, η φράση και η λέξη του κειμένου συχνά θυμίζουν ποίημα, στροφή, στίχο. Και αυτό οφείλεται στη μουσικότητα που έχει ο λόγος με τον τρόπο που έχει δομηθεί. Μικρές προτάσεις, ισοδύναμες σε λέξεις, λέξεις ισοσύλλαβες, λέξεις ομοιοτέλευτες δίνουν μια αίσθηση ρυθμού, κάτι που κυρίως το βρίσκουμε στην ποίηση. Η ποιητικότητα του κειμένου φαίνεται επίσης και από την υπαινικτικότητα του λόγου και τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει. Πέρα από την επιφάνεια, υπάρχει πάντα μια στοχαστικότητα και νοσταλγική αναζήτηση. Όπως λέει ο Ελύτης: «Αν δεν εφευρίσκει, διαλέγει. Και διαλέγει έξυπνα, με το ένστικτο που μόνον ο ποιητής διαθέτει: συνδυάζοντας τα πρόσωπα ή τους τόπους με ονόματα που το συμβολικό τους νόημα εντείνει τον υπαινιγμό σε μια κατάσταση, όπως θα λέγαμε, υπερβατική».

Πλοκή-τεχνική του διηγήματος: Η σύνθεση των έργων του Παπαδιαμάντη, όπως και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι απλή: η δράση και η πλοκή είναι σχεδόν ανύπαρκτες, τα κύρια πρόσωπα ελάχιστα, στο συγκεκριμένο αφήγημα δύο (ο βοσκός και η Μοσχούλα). Ο συγγραφέας κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη με ένα απρόοπτο επεισόδιο, εδώ τον πνιγμό της Μοσχούλας (δραματικό απρόοπτο). Η περιορισμένη δράση, που συνοδεύεται από σύντομους διαλόγους, συμπληρώνεται με εκτεταμένες ψυχολογικές αναλύσεις που φωτίζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων.

Έχουμε δηλαδή μια κατάσταση ισορροπίας που ανατρέπεται και καταλήγει σε μια νέα κατάσταση. Όλη η πλοκή αποτελεί μια διεύρυνση της ιστορίας του Σισώη, με τη διαφορά ότι ο Σισώης επανέρχεται στην αρχική κατάσταση, κάτι που δε συμβαίνει με τον ήρωα του διηγήματος.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2497

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Είναι ιδιορρυθμίες του λόγου που αναφέρονται :

-στη θέση των λέξεων μέσα στην πρόταση

-στη γραμματική συμφωνία των λέξεων

-στην πληρότητα του λόγου ως προς τον αριθμό των λέξεων

-στη σημασία των λέξεων σε ορισμένες περιπτώσεις

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Κανονική σειρά Υ-Ρ-Κ, Υ-Ρ-Α, Υ-Ρ-Α-Ε προσδ.

-Όταν μια λέξη πρέπει να τονιστεί (έμφαση) μπαίνει στην αρχή της πρότασης

-(Στην ποίηση) αλλάζει η σειρά των λέξεων για λόγους ρυθμικούς αισθητικούς

-Σε μια δευτερεύουσα πρόταση το ρήμα μπορεί να αποχωριστει από το συνδεσμο και να μπει στο τέλος της πρότασης. -υπερβατό: όταν ανάμεσα σε δύο λέξεις με στενή λογικά σχέση παρεμβάλλονται μία ή περισσότερες λέξεις

πρωθύστερο: λέγεται πρώτο αυτό πού είναι χρονολόγικά και λογικά δεύτερο (λέγω την Ερεχθέως τροφήν και γένεσιν)

-χιαστό: δύο λέξεις ή δύο φράσεις που σχετίζονται με δύο προηγούμενες εκφέρονται με σειρά αντίστροφη.

-κύκλος: μια πρόταση ή μια περίοδος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη -παρονομασία ή παρήχηση ή το ετυμολογικό σχήμα: λέξεις ομόηχες τοποθετούνται η μία κοντά στην άλλη

-ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο: δύο ή περισσότερες προτάσεις τελειώνουν με λέξεις ομοιοκατάληκτες

-ασύνδετο: παραθέτονται προτάσεις ή όμοιοι όροι προτάσεων χωρίς συνδέσμους.

-πολυσύνδετο: περισσότεροι από δύο όμοιοι όροι προτάσεως ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους.

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

-σχήμα κατά το νοούμενο: η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο της λέξεως αλλά το νόημά της (ο όχλος ηθροίσθη θαυμάζοντες και ιδείν βουλόμενοι)

-σχήμα συμφύρσεως (σύμφυρση): δημιιουργείται από την ανάμειξη δύο φράσεων που έρχονται συγχρόνως στο νου του συγγραφέα (Αλκιβιάδης μετά Ματθέου απέδρασαν)

-σχήμα ανακολουθίας (ανακόλουθο): οι λέξεις σε μια πρόταση δεν ακολουθούν από συντακτική άποψη τα προηγούμενα. συχνά το ανακόλουθο βρίσκεται σε συντάξεις με μετοχή: α)μια μετοχή απόλυτη εκφέρεται σε ονομαστική αντί σε γενική και λέγεται ονομαστική απόλυτη. α)μια μετοχή συνημμένη εκφέρεται σε ονομαστική αντί σε πλάγια πτώση όπως θα έπρεπε για να συμφωνήσει με την πτώση του υποκειμένου της.

-σχήμα του καθολικού και του μερικού (“καθ’ όλον και μέρος”): ένας όρος μιας πρότασης αντί να μπει σε γενική διαιρετική συμφωνεί με την πτώση του ονόματος που προσδιορίζει (οι στρατηγοί βραχέα έκαστος απελογήσατο αντί των στρατηγών έκαστος βραχέα απελογήσατο)

-σχήμα έλξεως (έλξη): όταν ένας όρος της πρότασης έλκεται, δηλαδή ακολουθεί κάποιον άλλο όρο και συμφωνεί μαζί του στην πτώση ή γενικά στον τύπο με παράβαση του συντακτικού κανόνα (Αι Θήβαι Αίγυπτος εκαλείτο)

-σχήμα υπαλλαγής (υπαλλαγή): ένας επιθετικός προσδιορισμός δε συμφωνεί στην πτώση με τη γενική που προσδιορίζει αλλά με το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από τη γενική (τα αντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε του γονιού σας αντί του αντρειωμένου γονιού σας)

-σχήμα προλήψεως (πρόληψη): το υποκείμενο της εξαρτημένης προτάσεως προλαμβάνεται, λαμβάνεται πιο πριν στη φράση, και μπαίνει ως αντικείμενο στην κύρια πρόταση (δημοκρατίαν γε οίσθα τί εστι αντί οισθα γε τι εστί δημοκρατία)

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Το σχήμα που δημιουργείται από τη χρήση λέξεων λιγότερων από τις κανονικές λέγεται έλλειψη ενώ από τη χρήση λέξεων περισσότερων λέγεται πλεονασμός.

ΒΡΑΧΥΛΟΓΙΑ: παραλείπονται λέξεις που αναπληρώνονται εύκολα. Είδη βραχυλογίας:

-σχήμα από κοινού: μια λέξη ή μια φράση που παραλείπεται εννοείται από τα προηγούμενα ακριβώς η ίδια (ουτος τροφής ουδέν δείται, εγώ δε δέομαι)

-σχήμα εξ αναλόγου: μια λέξη ή μια φράση που παραλείπεται εννοείται από τα πρόηγούμενα (ή απο τα επόμενα) όχι όπως είναι εκεί αλλά αλλλαγμένη στον αριθμό, στην πτώση, στο πρόσωπο κτλ. (ουτως και αυτός εποίει και τους άλλους παρήνει-ενν. ποιείν)

-ζεύγμα: δύο αντικείμενα ή προσδιορισμοί αποδίδονται στο ίδιο ρήμα, ενώ λογικά το ένα από αυτά ή ο ένας απ’ αυτούς θα ταίριαζε σε ένα άλλο ρήμα

ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ:

Είδη πλεονασμού:

-σχήμα παραλληλίας (“εκ παραλλήλου”): ένα νόημα εκφράζεται συγχρόνως και καταφατικά και αποφατικά (ψεύδεται και ουκ αληθή λέγει) -περίφραση: μια έννοια εκφράζεται με δύο ή περισσότερες λέξεις, ενώ θα μπορούσε να εκφραστει με μία (ιτε παίδες ελλήνων αντι ίτε Έλληνες). Συχνές είναι οι περιφράσεις με ρήματα και αφηρημένα ουσιαστικά (λόγον ποιούμαι=λέγω, επιμελείαν ποιούμαι=επιμελούμαι, τιμήν έχω=τιμώμαι, έπαινον έχω=επαινούμαι, κτλ.)

-σχήμα ένα με δύο (” εν δια δυοιν”): μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και ή τε-και, ενώ λογικά μια απ’ αυτές αποτελεί προσδιορισμό της άλλης- έτσι το ένα παρουσιάζεται σαν δύο (αστροπελέκι και φωτιά να πέσει στις αυλές σου- Ένοπλος επ’αυτόν επενθρώσκει πυρί και ατεροπαις ο Διός γενέτας αντί: πυρφόροις στεροπαις)

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΛΕΞΕΩΝ Ή ΦΡΑΣΕΩΝ

Πολλές λέξεις δεν χρησιμοποιούνται πάντοντε με την αρχικη τους σημασία, αλλα παραλληλά με αυτήν αποκτούν κι άλλες. Απο τις αλλαγές αυτές της σημασίας των λέξεων προέρχονται μερικά σχήματα λόγου που λέγονται λεκτικοί τρόποι :

-Μεταφορά: η σημασία της λέξεως γίνεται ευρύτερη , επεκτείνεται και μεταφέρεται απο την μία έννοια στην αλλή

-Σχήμα κατεξοχήν: η σημασία της λέξεις γινεταί στενότερη δηλαδή περιορίζεται και σημαίνει μόνο μια ορισμένη εννοιά ( το άστυ αντί αι Αθήναι – αρχικά άστυ = καθε πόλη)

-Η σημασιολογική φθορά της λέξεως: η σημασία μιας λέξης φθείρεται , δηλ. ενω αρχικά σήμαινε κατι καλό, καταλήγει να σημαίνει κατί κακό ( π.χ ευήθης , αγαθός )

1. Συνεκδοχή :

κατα την συνεκδοχή χρησιμοποιειταί :

α) το ένα αντί για πολλά ομοειδή

β) το μερός ενός συνόλου αντί για το σύνολο

γ) το υλικό αντί για το πράγμα που έγινε απο αυτό το υλικό

δ) εκείνο που παράγει αντί για εκείνο που παράγεται

2. Μετωνυμία:

χρησιμοποιείται :

α) το όνομα του δημιουργού η του εφευρέτη καποιου πράγματος αντί για το ίδιο το πράγμα

β) αυτο που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενο γ) το αφηρημένο αντι για το συγκεκριμένο

3. Αντίφραση : μια λέξη η μια φράση παίρνε την θέση κάποιας άλλης που έχει παρόμοια σημασία η και αντίθετη. είδη αντιφράσεως:

-λιτότητα : χρησιμοποιείται για μια λέξη η αντίθετή της με άρνηση, και ενώ η λέξεις εκφράζουν κάτι λιγότερο , ενοείται κάτι περισσότερο

-ειρωνεία : χρησιμοποιεί κάποιος με προσποίηση λέξεις η φράσεις με εντελώς διαφορετική η και αντίθετη σημασία από αυτή που έχει στο νου τού

-ευφημισμός : χρησιμοποιούνται από φόβο η από πρόληψη, για αποτροπή του κακού λέξεις η φράσεις που έχουν καλή σημασία αντί για άλλες που έχουν κακή.

4. υπερβολή : λέγεται κάτι που ξεπερνά το αληθινό η το συνηθισμένο για να προκληθεί ζωηρή εντύπωση.

5. αλληγορία : όταν χρησιμοποιούνται εντυπωσιακές μεταφορές που κρύβουν νοήματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα που δείχνουν οι λέξεις

6. παρομοίωση : για να τονιστεί μια ιδιότητα ενός προσώπου ή πράγματος , το πρόσωπο ή πράγμα παραβάλλεται με κάτι άλλο πολύ γνωστό που έχει την ίδια ιδιότητα.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2475

«Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» / «Στου Κεμάλ το σπίτι» , Γ. Ιωάννου

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 από γονείς πρόσφυγες της Ανατολοκής Θράκης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ο Γιώργος Ιωάννου θεωρείται ο εισηγητής του σύντομου πεζογραφήματος, που στέκεται ανάμεσα στο δοκίμιο και την αφήγηση των ψυχικών περιπετειών του ομιλούντος προσώπου. Το νέο αυτό λογοτεχνικό είδος και οι γενικότερες αισθητικές αρχές του Ιωάννου έχουν ασκήσει ως τώρα σημαντική επίδραση στη σύγχρονη νεοελληνική πεζογραφία. Ο λόγος του έχει προέλευση βιωματική. Υποστήριζε ότι καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφτεί όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος κι όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή του και το πνεύμα του.

Α] «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι ο πρωταγωνιστής

Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: απλή και καθημερινή

Ανάλυση του κειμένου

  • Ενότητα 1η: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά… συναντημένοι»

Ο αφηγητής, καθισμένος σε ένα καφενείο, συλλογίζεται τους πρόσφυγες θαμώνες που θα έρθουν σε λίγο τελειώνοντας τις δουλειές τους. Όλη η αφήγηση επικεντρώνεται στο παρόν, χωρίς χρονικές ανακλήσεις. Αρχίζει με την εικόνα των παιδιών που παίζουν, για να οδηγηθεί συνειρμικά στους πατεράδες τους, που αγωνίζονται για επιβίωση μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Οι άνθρωποι αυτοί, αυθεντικοί και λαϊκοί, παιδιά προσφύγων και οι ίδιοι, βρίσκονται στο επίκεντρο της πρώτης ενότητας, όπως και ολόκληρου του αφηγήματος.

  • Ενότητα 2η: «Η αλήθεια πάντως είναι… διαπίστωση»

Ο αφηγητής διατείνεται ότι έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τους πρόσφηγες με βάση την κοινή καταγωγή και τη συλλογική μνήμη, που λειτουργούν σαν μυστικοί δεσμοί μεταξύ τους. Σπάνια κάνει λάθος, κι ακόμα και να συμβεί κάτι τέτοιο πάλι μόνος το διαπιστώνει.  Επίσης, απαριθμεί όλες τις ράτσες των προσφύγων, υπαινίσσεται τη δική του καταγωγή και αυτοβιογραφείται. Η ενότητα δοιακρίνεται για το δοκιμιακό ύφος του αφηγητή.

  • Ενότητα 3η: «Κι όμως πόση συγκίνηση… να με κρατήσουν στις παρέες»

Η συνάντηση του αφηγητή με τους πρόσφυγες τον φορτίζει συναισθηματικά καθώς του θυμίζουν την κοινή τους ιδιότητα και την πατρίδα του, την οποία δεν έχει δεί ποτέ. Αρχικά προσπαθεί να γενικεύσει τα συναισθήματά του χρησιμοποιώντας β’ ενικό πρόσωπο, στη συνέχεια όμως επιστρέφει στο α’ ενικό και το εξομολογητικό ύφος που αντανακλά το προσωπικό βίωμα. Ακολουθεί η κλιμάκωση των συναισθημάτων του καθώς περιπλανάται στους προσφυγικούς συνοικισμούς.

Οι «εγκληματίες των γραφείων», για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, δημιουργούν εσωτερικές διχόνοιες στους πρόσφυγες και τους διώχνουν κι από τη νέα πατρίδα με τη μετανάστευση. Με την εστίαση της προσοχής του στη μεταχείρηση που επιφύλαξε το ελληνικό κράτος στους πρόσφυγες, εγκαταλείπει τους χαμηλούς τόνους και το ύφος του γίνεται έντονο και αυστηρό. Ακολουθεί η αντίθεση ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το σχόλιό του είναι σε γ’ πρόσωπο με προφανή σκοπό να δώσει αντικειμενικό χαρακτήρα στις απόψεις του.

  • Ενότητα 4η: «Ολομόνεχος, ξένος, παντάξενος… για να διευκούνονται οι αταξίες»

Με την επιστροφή του αφηγητή στο κέντρο της πόλης αναδύεται ο δεύτερος θεματικός πυρήνας του κειμένου, η μοναξιά, και συμπλέκεται με τον πρώτο, την προσφυγιά. Με τον τρόπο αυτό ο κάτοικος της σύγχρονης μεγαλούπολης παραλληλίζεται με τον πρόσφυγα, που μακριά από τα πάτρια εδάφη νιώθει μετέωρος και μόνος.

Με τους πετυχημένους συνειρμούς του οδηγείται στη λύτρωση: την υπέρβαση της μοναξιάς και την άρση της αλλοτρίωσης (το προγονικό ποτάμι συμβολίζει την αδιάσπαστη συνέχεια της ράτσας). Τέλος, η αντίθεση που διέπει τη δεύερη παράγραφο της ενότητας επιτρέπει στον αφηγητή να εκφράσει την απέχθειά του για το σύγχρονο πολιτισμό και πιο συγκεκριμένα για το φαινόμενο της αστικοποίησης.

  • Ενότητα 5η: «Γι’ αυτό ζηλεύω… της ράτσας μου τριγύρω»

Ο αφηγητής νιώθει ξένος μέσα στο πλήθος της μεγαλούπολης. Ο άνθρωπος πλέον είναι καχύποπτος με τους γύρω του, κλείνεται στον εαυτό του, και μάλιστα με την πρόφαση του πολιτισμού. Για το λόγο αυτό δεν κρύβει την προτίμησή του να ζούσε έστω και σε προσφυγικό συνοικισμό.

Έτσι συμπληρώνεται η κυκλική αφήγηση. Ο αφηγητής αρχίζοντας την αφήγηση από τους πρόσφυγες, καταλήγει με συνειρμούς κι εξομολογήσεις προς τον εαυτό του, χωρίς να διασπά το κεντρικό θέμα, εκεί από όπου ξεκίνησε. Η υπέρβαση της μοναξιάς θα επέλεθει μέσα από την προγονική μνήμη, που ενσαρκώνεται στη ζωή των προσφύγων.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Τι νόημα προσδίδει ο αφηγητής στους όρους «πρόσφυγες», «ράτσα», «πατρίδα»; Πιστεύετε πως το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο υφίσταται στις μέρες μας ή έχει τροποποιηθεί;

Απάντηση: Πρόσφυγες: Ο αφηγητής εννοεί τους απογόνους των ξεριζωμένων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για όσους εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την χώρα τους για πολιτικούς ή για οικονομικούς λόγους και καταφεύγουν σε μια άλλη χώρα. Ράτσα: Στο σηγκεκριμένο κείμενο η λέξη αυτή δηλώνει μια ομάδα ανθρώπων (όχι έθνος) που μιλάει μια συγκεκριμένη διάλεκτο, έχει ορισμένα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά, συμπεριφορές και ήθη. Σήμερα σημαίνει κυρίως τη φυλή και παραπέμπει στη ρατσιστική ιδεολογία, τις κοινωνικές διακρίσεις και το φασισμό. Πατρίδα: Για τον συγγραφέα και τους απογόνους των προσφύγων πατρίδα είναι ο τόπος καταγωγής τους.

Σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο πατρίδα για να δηλώσουμε τον τόπο γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και μαζί με τις παραδόσεις και τις αξίες που τα διέπουν.

2) Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες. Πώς αντιμετωπίζει τους κόσμους αυτούς:

Α) Ποια είναι εκείνα τα σημεία όπου αυτοβιογραφείται;

Β) Τι τον ωθεί να μιλά με συγκίνηση για επιστροφή «επιτέλους στην πατρίδα», ενώ βρίσκεται ήδη στον τόπο που γεννήθηκε;

Απάντηση: Α) Ο κόσμος που λαχταρά και τον νιώθει δικό του ο συγγραφέας είναι οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους. Αντίθετα, οι άνθρωποι της πόλης είναι ξένοι κι απόμακροι. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους κινείται εκ περιτροπής και αυτοβιογραφείται σε πολλά σημεία του κειμένου: Όταν ταυτίζεται με τους απογόνους των προσφύγων, όταν αντιπαραθέται τους πρόσφυγες των συνοικισμών με τους διεσπαρμένους, κι όταν με τα μάτια της φαντασίας του δίνει στους προσφυγικούς συνοικισμούς τη μορφή της πατρίδας του.

Β) Στο νέο περιβάλλον της πόλης αισθάνεται μόνος, ξένος και χαμένος. Ζει με ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και δεν μπορεί να βρεί κανέναν κώδικα επικοινωνίας με αυτούς. Αυτή η απόσταση από τους ανθρώπους της καθημερινής ζωής είναι ένας από τους λόγους που τον κάνει να λαχταράει με τόσο πάθος την πατρίδα. Ο δεύτερος και βαθύτερος λόγος είναι όμως άλλος, που ούτε οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους δεν μπορούν να τον ικανοποιήσουν. Ο λόγος αυτός είναι διατυπωμένος σε μία μόνο φράση: «Το αίμα μου από εκεί μόνο τραβάει».

3) Κατά πόσο στο παρόν πεζογράφημα βρίσκουν εφαρμογή τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη στην «Ασκητική»: Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιό τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.

Απάντηση: Για τον Καζαντζάκη «ράτσα» είναι η παράδοση. Και ο άνθρωπος, ως μέλος της ράτσας, οφείλει να μελετήσει και να αγαπήσει την παράδοσή του και μετά να συνεχίσει το έργο των προγόνων του. Το τρίτο στάδιο είναι να μεταδώσει την αγάπη αυτή στις νεότερες γενιές. Τα λόγια αυτά βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στον Ιωάννου. Περιπλανώμενος ο ίδιος ανάμεσα σε πρόσφυγες, ανακαλύπτει την αγάπη της ράτσας και κατά συνέπεια της παράδοσης και της μετάδοσής της στους μεταγενέστερους.


Β] «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι παρών στα γεγονότα

Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: απλή και καθημερινή

Ανάλυση του κειμένου

  • Ενότητα 1η: «Δεν ξαναφάνηκε… κι ακόμα πιο πέρα»

Αφορμή του πεζογραφήματος αποτελεί μια αινιγματική γυναικεία μορφή, που εμφανιζόταν στο παλιό σπίτι του αφηγητή με την μεγάλη μουριά στην αυλή. Ο αφηγητής παρουσιάζει κυρίως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της γυναίκας και στοιχεία της συμπεριφοράς της, αποφεύγοντας να εισχωρήσει στον εσωτερικό της κόσμο. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνει και η περιγραφή της μουριάς, σαν μια μικρή περέμβαση μέσα στην αφήγηση.

  • Ενότητα 2η: «Την πρώτη φορά… να το γκρεμίσει»

Με αναφορές στο παρελθόν εκθέτει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά. Έχοντας ως κέντρο τη μυστηριώδη γυναίκα και το παλιό αρχοντικό σπίτι κοντά στο σπίτι του Κεμάλ, ο αφηγητής σχολιάζει την αντοχή των σχέσεων των απλών ανθρώπων κατά τη δοκιμασία τους λόγω των εθνικών διαφορών (πόλεμος και ανταλλαγή πληθυσμών). Έτσι, τα περιεχόμενα του πεζογραφήματος σχετίζονται άμεσα με τον τίτλο του, εφόσον η αφήγηση ξεδιπλώνεται έχοντας ως σημείο αναφοράς στο χώρο και το χρόνο το σπίτι του Κεμάλ, που αποτελεί ισορικό μνημείο αλλά και σύμβολο ατομικών και συλλογικών δραμάτων.

Το αφήγημα χτίζεται πάνω σε δύο θεματικούς άξονες: τον πόνο της προσφυγιάς και τη σύγκρουση παλιού- νέου. Με την αντίθεση πηγάδι- βρύση εισάγεται το θέμα της κατάρρευσης του παλιού κόσμου, το οποίο συμπλέκεται με το θέμα του πόνου της προσφυγιάς. Το αισθητοποιούν η μόλυνση του νερού του πηγαδιού από το βόθρο και το τρεχούμενο νερό της βρύσης από το υδρευτικό δίκτυο.

Μετά την αποκάλυψη της εθνικής ταυτότητας της γυναίκας, η συμπάθεια της οικογένειας δίνει τη θέση της στην οργή και την αγανάκτηση, καθώς μέσα τους ξυπνάν οι νωπές μνήμες από την αγριότητα των Τούρκων απέναντι στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η σκέψη όμως ότι θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι στη θέση της τους μαλακώνει και πάλι.

  • Ενότητα 3η: «Δεν την ξανάδαμε… δεν ματαείδα»

Επαναφέρεται το θέμα της σύγκρουσης παλιού και νέου κόσμου, μέσα από τη κατάληξη του ερειπωμένου σπιτιού. Έτσι κλείνει ο κύκλος προσφυγιά- κατάρρευση παλιού κόσμου- προσφυγιά.

  • Γενικές παρατηρήσεις

Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο, που λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα. Η αφήγηση ξεκινά από το παρόν, με την τεχνική της αναδρομής πηγαίνει πίσω στο παρελθόν, και καταλήγει πάλι στο παρόν με προέκταση όμως στο μέλλον.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Γιατί τα αρχικώς αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στη γυναίκα μετατρέπονται εντέλει σε θετικά; Τι έχει μεσολαβήσει; Είναι δικαιολογημένη μια τέτοια μεταστροφή;

Απάντηση: Η μεταστροφή των συναισθημάτων του ακολουθεί τη σταδιακή αποκάλυψη του μυστηρίου της μαυροφορεμένης γυναίκας. Ο αφηγητής, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας, ένιωσε πρώτα συμπάθεια για μια ομοιοπαθή. Κατά την τελευταία άφιξή της, όταν τη βλέπουν μπροστά στο γκρεμισμένο κι ερειπωμένο σπίτι της, η συμπάθεια προάγεται σε συγκίνηση. Κι όταν στο τέλος αποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η κόρη του μπέη που σπάραζε καθώς φεύγανε, τα θετικά συναισθήματα εδραιώνονται οριστικά κι εξαφανίζεται κάθε ίχνος της παλιάς αντιπάθειας και ενόχλησης.

2) Μέσα στο διήγημα συνυπάρχουν, αλλά και συγκρούονται δύο κόσμοι, δύο διαφορετικές εποχές. Πως καταγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή η εισβολή του νέου κόσμου; Είναι δικαιολογημένα τα συναισθήματα που του προκαλεί;

Απάντηση: Με την ύψωση της πολυκατοικίας στη θέση του παλιού σπιτιού ο αφηγητής βλέπει με θλίψη να μετατρέπεται μια όμορφη και ζεστή φωλιά ανθρώπων σε ένα άχαρο κι απρόσωπο κτίριο. Δεν έχει πια ο τόπος τίποτα το ελκυστικό, τίποτα που να δένει τους ανθρώπους συναισθηματικά με αυτόν. Δκαιολογημένα λοιπόν ο αφηγητής αισθάνεται να γκρεμίζεται μαζί με το παλιό σπίτι κι ένας κόσμος ολόκληρος, και η ανθρώπινη μορφή και υπόστασή του να αντικαθίσταται από έναν κόσμο άφιλο, ουδέτερο και ψυχρό.

3) Η απουσία μελοδραματισμού και η ποιητική ελλειπτικότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την εσωτερική φόρτιση και τη συγκίνησή του ο πεζογράφος. Ποια στοιχεία του κειμένου δικαιολογούν αυτή την άποψη;

Απάντηση: Κατ’ αρχάς αποδίδει τη συγκινησιακή φόρτιση της γυναίκας χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Μόνο λίγες λέξεις, καθημερινές και συνηθισμένες, αισθητοποιούν την ταραχή της ψυχής. Αλλά και τα συναισθήματα των μελών της ελληνικής οικογένειας διαγράφονται με απλό και άμεσο τρόπο: η ταραχή, η οργή και η αγανάκτηση απέναντι στους Τούρκους δεν διατυμπανίζονται ούτε συνοδεύονται από ακραίες αντιδράσεις.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2207

«Τα Αντικλείδια», Γ. Παυλόπουλος

Γ. Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια»

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε Νομικά και ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Ήταν ένας από τους ιδρυτές του «Πυργιώτικου Παρνασσού», ενός συλλόγου που βοήθησε την πολιτιστική παραγωγή κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η γραφή του Παυλόπουλου διακρίνεται για τη φιλοσοφική της διάθεση και τα συμβολιστικά της στοιχεία. Συγχρόνως είναι σαφής στη διατύπωση των νοημάτων, με λιτό ύφος, ώστε να οδηγήσει τον αναγνώστη βήμα βήμα σε κάποιο φιλοσοφικό ή κοινωνικό συμπέρασμα. Από τα ποιήματά του ξεχωρίζουν τα «ποιήματα ποιητικής».

Ανάλυση του ποιήματος

Το ποίημα «Τα Αντικλείδια» αποτελεί μια φιλοσοφική θεώρηση της λειτουργίας της ποίησης. Στον πρώτο στίχο, η λέξη Ποίηση γράφεται με κεφαλαίο το αρχικό της γράμμα, για να υποδηλωθεί η σημασία και η αξία της, ενώ παράλληλα επιχειρείται να δοθεί κι ένας ορισμός της ποίησης. Η παρομοίωσή της με πόρτα συμβολίζει την είσοδο σε κάτι που δεν γνωρίζουμε. Έτσι, δημιουργείται μια μυστηριώδης ατμόσφαιρα. Ο δεύτερος στίχος αρχίζει να προσδιορίζει κάπως το περιεχόμενο της ποίησης, να άρει το μυστήριο και να δημιουργεί μια άγνοια. Η ποίηση δεν απευθύνεται σε όλους. Πολλοί προσπαθούν να την προσεγγίσουν αλλά δεν την καταλαβαίνουν. Αυτοί είναι οι αμύητοι, που δεν έχουν ιδέα από ποίηση. Υπάρχει επίσης μια κατηγορία ανθρώπων που παίρνουν κάποια γεύση από την ποίηση. Οι άνθρωποι αυτοί κατορθώνουν να περάσουν την πόρτα της ποίησης, όμως απογοητεύονται γιατί βρίσκουν κλειστή την έξοδο και δεν μπορούν να βρούν το «κλειδί».

Η προσπάθεια του ανθρώπου να ανοίξει τη πόρτα της ποίησης αποκτά δραματικές διαστάσεις, αφού μπαίνει τόσο εύκολα αλλά δεν μπορεί να βγεί όταν δει σε βάθος, όταν εισχωρήσει στα πιο μεγάλα μυστικά. Καμιά φορά, όπως λέει ο ποιητής, οι άνθρωποι καταστρέφουν και τη ζωή τους ψάχνοντας μάταια να βρούν κάπου το μυστικό, κι όσο περισσότερο το ψάχνουν φτιάχνοντας αντικλείδια, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τη λύση. Αντικλείδια είναι τα ποιήματα που φτιάχνουν όσοι έχουν λίγες ποιητικές γνώσεις. Από τα ημιτελή αυτά ποιήματα επιδιώκεται να γίνει το πέρασμα στο ολοκληρωμένο ποίημα. Φυσικά από την προσπάθεια αυτή δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Έτσι, χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο («ανοίξουμε») για να δείξει ότι είναι κι ο ίδιος ένας ποιητής που προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα της ποίησης.

Το ποίημα τελειώνει με τον ίδιο στίχο που άρχισε, σχηματίζοντας κύκλο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Τι σημαίνει «Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα»; Μπορεί να ισχύει το αντίστροφο; Να βλέπουμε χωρίς να κοιτάζουμε;

Απάντηση: Οι «πολλοί» είναι το μεγάλο πλήθος, οι ανυποψίαστοι άνθρωποι που δεν συγκινούνται με την ποίηση. Ο ποιητής με τη φράση αυτή υποδεικνύει την ποιητική ματιά και παρατηρεί ότι η πνευματική αυτή ματιά λείπει από πολλούς ανθρώπους. Αντιστρόφως, αλλοι διαθέτουν ενόραση και φαντασία για να συλλαμβάνουν τον εσωτερικό κόσμο της ποίησης. Έτσι, μπορεί να ισχύει το αντίστροφο, δηλαδή κάποιοι να βλέπουν χωρίς να κοιτάζουν, αλλά αυτοί είναι λιγότεροι από τους πρώτους.

2) «…μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν…» Τι τους παρακινεί να μπούν; Από τι δηλαδή μαγεύονται; Τι μπορεί να βλέπουν; Εσείς τι βλέπετε;

Απάντηση: Οι άνθρωποι που παρακινούνται να μπουν στην ανοιχτή πόρτα της ποίησης, είναι οι περισσότερο ευαίσθητοι. Παρακινούνται να «μπουν» γιατί διαισθάνονται ότι πίσω από την ανοιχτή πόρτα υπάρχει ένας θαυμάσιος κόσμος, υπάρχει η ομορφιά, η αρμονία και η γνώση. Κάτι ανάλογο βλέπει κι ο αναγνώστης, δηλαδή έναν μαγευτικό κόσμο, που αξίζει όχι μόνο να τον πλησιάσει κανείς αλλά να γίνει και κοινωνός του.

3) Γιατί η πόρτα κλείνει για όσους δεν μπόρεσαν να δουν στο βάθος;

Απάντηση: Η πόρτα κλείνει για όσους δεν μπόρεσαν να δουν στο βάθος. Αυτή η αποστροφή, που μοιάζει και με αντίφαση, ερμηνεύεται κάτω απ’ το πρίσμα ότι όσο περισσότερο εμβαθύνει κανείς στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, τόσο ανακαλύπτει την αδυναμία του να το ερμηνεύσει. Αν κάποιος εισχωρήσει στην ανοιχτή πόρτα της ποίησης και «δει», τότε έχει επιτύχει μια ταύτιση με την ποίηση και κατά συνέπεια δύσκολα γυρίζει πίσω. Αντίθετα, αν «δεν δει» τότε επιστρέφει πίσω.

4) Στο γνωστό παραμύθι «Ο Αλή- Μπαμπάς και οι σαράντα κλέφτες» μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς. Μπορείτε να αναζητήσετε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στο παραμύθι και τον ποιητικό μύθο;

Απάντηση: Αν στο γνωστό παραμύθι μια λέξη μαγική ανοίγει τη σπηλιά με τους θησαυρούς, στο ποίημα αυτό η μαγική λέξη είναι τα αντικλείδια. Κάθε ποίημα είναι ένα αντικλείδι και με αυτό προσπαθούν ο ποιητές να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Το έργο αυτό είναι ανέφικτο, αλλά δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από την καταφυγή στα ποιήματα αυτά, ώστε μακροπρόθεσμα να «ανακαλύψουμε» την ποίηση.

5) Ποιος είναι ο ορισμός των ποιημάτων; Ταυτίζονται τα ποιήματα με την Ποίηση;

Απάντηση: Τα ποιήματα είναι έμμετρος, ρυθμικός, αρμονικός λόγος. Σύμφωνα με το ποίημα του Παυλόπουλου, τα ποιήματα δεν ταυτίζονται με την Ποίηση, γιατί τα ποιήματα είναι απλώς τα «αντικλέιδια», δηλαδή το μέσον με το οποίο φτάνουμε στην Ποίηση. Η ουσία της Ποίησης είναι μυστηριακή, των ποιημάτων όμως όχι. Η ποίηση είναι μια κλειστή πόρτα και τα ποιήματα είναι η απόπειρα να ανοίξουμε αυτή την πόρτα, όταν βρεθούμε μέσα και κλείσει πίσω μας.

6) Γιατί το ποίημα κλείνει όπως άρχισε; Γιατί δεν παραβιάζεται ποτέ η ανοιχτή πόρτα της ποίησης;

Απάντηση: Το σχήμα του κύκλου στο ποίημα (ο πρώτος στίχος είναι ίδιος με τον τελευταίο) αποτελεί μια μορφοποίηση της βασικής ιδέας του ποιήματος ότι η πρόκληση- πρόσκληση της Ποίησης συνεχώς ανανεώνεται. Η πόρτα της Ποίησης είναι ανοιχτή και κλείνει, για να μην ανοίξει ποτέ πια. Δεν παραβιάζεται, είτε γιατί αποτελεί σχήμα οξύμωρο η παραβίαση μιας ανοιχτής πόρτας είτε γιατί όσοι διαβαίνουν το κατώφλι της δεν κατέχουν το μυστικό να την ανοίξουν. Η «κυκλικότητα» του ποιήματος υποδηλώνει, τονίζει και υπογραμμίζει την κυκλικότητα και τη συνέχεια της ποιητικής πρόκλησης και δημιουργίας.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2199

Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» -Μ. Αναγνωστάκης , «Στο Νίκο Ε. …1949» : Ν.Ε Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

Ν. Εγγονόπουλος, «Ποίηση 1948» -Μ. Αναγνωστάκης , «Στο Νίκο Ε. …1949»

Α] Ν. Εγγονόπουλος- «Ποίηση 1948»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1910 και πέθανε το 1986. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στο Παρίσι και στην Αθήνα. Στην ποίησή του συνδυάζει παραδοσιακά στοιχεία (ομοιακαταληξία, μέτρο, ρυθμό) και ελεύθερο στίχο. Είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.

Ανάλυση του ποιήματος

Το έτος γραφής του συγκεκριμένου ποιήματος είναι το 1948, στο αποκορύφωμα δηλαδή του εμφυλίου πολέμου. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εποχής είναι ο σπαραγμός κι ο θάνατος. Είναι δηλαδή μια εποχή αντιποιητική, η ποίηση είναι πλέον μια μάταιη πολυτέλεια. Η σιωπή έχει σ’αυτήν την εποχή μεγαλύτερο νόημα από τους στίχους, αφού μπορεί να αποδώσει την τραγικότητα με έναν τρόπο απόλυτο. Ωστόσο, ο ποιητής επισημαίνει όλα τα παραπάνω επιλέγοντας να γράψει ποίηση. Εξαιτίας όμως της τραγικής κατάστασης τα ποιήματά του είναι πικρά και λίγα. Εξάλλου, πάντοτε η ποίησή του εξέραζε την πίκρα και την θλίψη του για την ιστορική πραγματικότητα που βίωσε (μικρασιατική καταστροφή, προσφυγικό, πόλεμος ’40, κατοχή, εμφύλιος).

Στο ποίημα δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία ρητορείας, μελοδραματισμού ή εξάρσεων. Απουσιάζουν παντελώς λυρικές εικόνες και εκφράσεις. Αντίθετα, κυριαρχεί παντού ο θάνατος. Η ποίηση υποχωρεί από σεβασμό προς το θέμα των νεκρών, και χρειάζεται μόνο για να εκφράσει τον πόνο του ποιητή. Οι εικόνες είναι απροσδόκητες και χωρίς λογική συνοχή, σαν να βρίσκονται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου (στοιχείο υπερρεαλισμού). Ο λόγος είναι τεμαχισμένος και η διατύπωση ελλειπτική. Αυτή η μορφή του λόγου σχετίζεται άμεσα με την εποχή του εμφυλίου πολέμου. Όπως ακριβώς η εποχή, έτσι κι ο λόγος σπαράχτηκε από το μακελειό. Έτσι το ποίημα, με τον χαμηλόφωνο και εξομολογητικό τόνο, παίρνει τη θέση μιας πένθιμης κραυγής για το ρόλο του ποιητή και της ποίησης.

Β] Μ. Αναγνωστάκης- «Στο Νίκο Ε. …1949»

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και πέθανε το 2005. Σπούδασε Ιατρική και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Για τη γενιά του ποιητή η πολιτική και κοινωνική στράτευση ήταν από τα ουσιώδη γνωρίσματά της, και διεκδίκησαν ζωτικές αξίες όπως η ελευθερία και οι κοινωνική δικαιοσύνη.

Ανάλυση του ποιήματος

Στο ποίημα είναι έντονο το κλίμα του θανάτου. Όλες οι εικόνες μεταφέρουν το σκηνικό του εμφυλίου πολέμου: οι νεκροί σύντροφοι, οι φωνές αγωνίας, η απουσία προστασίας και ασφάλειας, η ερημιά κι η εγκατάλειψη. Η εικόνα της σημαίας που έχει τρυπήσει και σαπίσει, δίνει τη αιτία του εμφύλιου σπαραγμού: ο πόλεμος ήταν ιδεολογικός. Ωστόσο, παρά τη φρίκη και τον πόνο που ξεχειλίζουν στους στίχους του ποιήματος, ο ποιητής καταφέρνει και κρατά το μέτρο, αποφεύγοντας υπερβολές και εξεζητημένους μελοδραματισμούς. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν αυτό το κλίμα είναι καθημερινές λέξεις του προφορικού λόγου, με απλό και εξομολογητικό τόνο. Οι στίχοι, όπως και στο ποίημα του Εγγονόπουλου είναι ελλειπτικοί και απουσιάζει κάθε στοιχείο λυρισμού. Στο συγκεκριμένο ποίημα σκούγεται καθαρή η φωνή του ποιητή Αναγνωστάκη. Μιλάει για το χρέος των ποιητών, οι οποίοι πρέπει να συντηρήσουν τις ιστορικές στιγμές για να μην περάσουν στη λήθη.

Γ] Παραλληλισμός των δύο κειμένων

Το ποίημα του Αναγνωστάκη είναι «απάντηση» στο ποίημα του Εγγονόπουλου. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται κυρίως από τον τίτλο («Στο Νίκο Ε.») και την χρονολογία (1949), αλλά και από τη θεματική σχέση την δύο ποιημάτων, δηλαδή η ποίηση σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Το ιστορικό πλαίσιο των δύο ποιημάτων ταυτίζεται (εμφύλιος πόλεμος) και η μορφή τους είναι επίσης όμοια. Και στα δύο συναντάμε ακρωτηρισμένο λόγο, με μικρούς στίχους, χωρίς στίξη, χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξία, για να αποδοθεί η ακρωτηριασμένη εποχή.

Ωστόσο η στάση των δύο ποιητών απέναντι στο χρέος της ποίησης ως προς την ιστορική πραγματικότητα διαφέρει. Ο Εγγονόπουλος θεωρεί την ποίηση αδύναμη να αρθρώσει το λόγο της μέσα στις αιματηρές συνθήκες του διχασμού από τον εμφύλιο σπαραγμό. Θεωρεί την ποίηση μάταιη πολυτέλεια σε τέτοιες εποχές, όπου το μόνο που ενδιαφέρει τους ανθρώπους είναι η επιβίωση. Θεωρεί τη σιωπή προτιμώτερη. Για αυτό και τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα και τόσο λίγα, ίσα ίσα για να εκφράσουν αυτή την αδυναμία.

Αντίθετα, ο Αναγνωστάκης δε συμφωνεί με την άποψη της ποιητικής παραίτησης του Εγγονόπουλου. Πιο αγωνιστικός, κοντά στην «στρατευμένη» ποίηση, πιστεύει ότι η τέχνη είναι καθρέφτης της πραγματικότητας. Πιστεύει στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη, οπότε, κατά την άποψή του, ο ποιητής πρέπει να συμμετέχει ενεργά και να καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν στην εποχή του. Για τον Αναγνωστάκη η ποιητική παραίτηση ισοδυναμεί με λιποταξία. Πιστεύει πως μόνο ο ποιητής θα μιλήσει για το θάνατο, τα ερείπια και τους εφιάλτες. Η ευαισθησία του είναι η μόνη εγγύηση για τη σωστή καταγραφή.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Να εξεταστούν συγκριτικά τα δύο ποιήματα. Ποια είναι η επιλογή του Εγγονόπουλου και ποια του Αναγνωστάκη;

Απάντηση: Τα δύο ποιήματα συνιστούν ένα νοητό διάλογο ανάμεσα στους δύο ποιητές για το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας την ποιητική λειτουργία. Στο ποίημα του Εγγονόπουλου εκφράζεται η αδυναμία της ποίησης να λειτουργήσει μέσα στις συνθήκες του εμφύλιου σπαραγμού. Στη σιωπή της ποίησης του Εγγονόπουλου, ο Αναγνωστάκης προβάλλει την καταγγελτική δύναμη της ποίησης μέσα από την απεικόνιση του δράματος.

Αν βέβαια ο Εγγονόπουλος ήθελε να μείνει πιστός στη διακήρυξή του, τότε θα έπρεπε να σιωπήσει και να μη γράψει ούτε μια ποιητική γραμμή. Το ποίημα του όμως, μέσα από τη σιωπή και την άρνηση που υποδεικνύει, αποτελεί μια θορυβώδη καταγγελία της τραγωδίας του εμφυλίου, τη διατύπωση μιας θέσης τόσο ποιητικής όσο και πολιτικής. Στην ουσία τα δύο ποιήματα έχουν το ίδιο θέμα. Μόνο που ο Αναγνωστάκης είναι περισσότερο αναλυτικός, ενώ ο Εγγονόπουλος φορτίζει τις ψυχές των αναγνωστών με τους συνεχείς διασκελισμούς. Με την τεχνική αυτή, που δεν επιτρέπει να ολοκληρωθεί το νόημα κανενός στίχου, δημιουργεί την αίσθηση της αγωνίας και του φόβου. Η πρωτοπρόσωπη σφήγηση του Εγγονόπουλου και η αναγνώριση ότι η ποίησή του στάζει πίκρα στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στον ίδιο τον ποιητή και στο δράμα που βιώνει, καθώς το έργο του είναι η συνεχής καταγγελία, ο αγώνας. Την ίδια θέση εκφράζει κι ο Αναγνωστάκης με αντίστοιχο τρόπο: και στα δύο ποιήματα ερωτήσεις ρητορικές σε παρένθεση στρέφουν τη ματιά στον ποιητή και την ποίησή του. Η παρένθεση όμως του Αναγνωστάκη δηλώνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που δηλώνουν οι πρώτοι στίχοι του Εγγονόπουλου. Στην αφωνία του ποιητικού λόγου του ποιητή, ο Αναγνωστάκης αντιπαραβάλλει το χρέος του ποιητή να μιλήσει, να  γίνει η τέχνη του πράξη κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας και καταγγελίας.

2) Ποια γενικά συμπεράσματα προκύπτουν για το χρέος της ποίησης απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα; Ποια είναι η δική σας άποψη για το θέμα αυτό;

Απάντηση: Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα δύο ποιήματα είναι ότι η ποίηση είναι μεν πράξη αυτόνομη, από την άλλη όμως αντλεί το περιεχόμενό της από την ιστορική πραγματικότητα. Τα θέματα που φωτίζει είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους, ακόμα κι αν κάποιοι νόμίζουν πως δεν τους αφορούν. Ιδίως σε εποχές ταραγμένες, όπως η εποχή του εμφυλίου, η ποίηση γίνεται πράξη κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας και καταγγελίας. Επομένως, ακόμα και μέσα από τη σιωπή λειτουργεί ως έκφραση αποτροπιασμού από την πλευρά του ποιητή.

Σίγουρα η τέχνη δεν έχει ως σκοπό την ωραιοποίηση της πραγματικότητας, δεν στοχεύει μόνο στην ηρεμία του νου και της ψυχής. Κυρίως στοχεύει στην παρουσίαση της αλήθειας. Η ποίηση επομένως θα πρέπει να εμπνέει μια συγκεκριμένη στάση ζωής στον καλλιτέχνη, που είναι συνυφασμένη με την καταγγελία της τυραννίας σε όποια μορφή κι αν βρίσκεται. Ο ποιητής με λίγα λόγια δεν πρέπει να μένει στο περιθώριο των εξελίξεων, αλλά να κάνει την δική του επανάσταση μέσα από το έργο του.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2197

«Μόνο γιατί μ’αγάπησες» , Μ. Πολυδούρη

Μ. Πολυδούρη, « Μόνο γιατί μ’αγάπησες»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902 και πέθανε στην Αθήνα το 1930. Παρακολούθησε μαθήματα των νομικών επιστημών αλλά δεν πήρε το πτυχίο της. Ποιητικά ανήκει στο ρεύμα του νεορομαντισμού. Ευαίσθητη και μελαγχολική, εξέφρασε μέσα από τα ποιήματά της τον γυναικείο έρωτα αλλά και την πίκρα και την απογοήτευση για τη ζωή. Επηρεάστηκε από το πεσιμιστικό ποιητικό πνεύμα του Καρυωτάκη.

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφηγητής: Ομοδιηγητικός

Αφήγηση: Σε β’πρόσωπο

Μέτρο: Ιαμβικός στίχος, εναλλαγή 12σύλλαβου- 7σύλλαβου, ομοιοκαταληξία

Γλώσσα:  Δημιτική καθομιλουμενη, απλή, ζεστή, προφορική ομιλία με λυρικό ύφος.

Ανάλυση του ποιήματος

Η Πολυδούρη είναι λογοτέχνης που δε ζει για να γράφει, αλλά γράφει για να ζήσει. Οι στίχοι της δεν αποβλέπουν στον αναγνώστη, αλλά στην ανάγκη να δώσει διέξοδο στα συναισθήματά της. Όπως φαίνεται από τον τίτλο του ποιήματος, η ποίηση έχει λόγο ύπαρξης όταν απευθύνεται σε ένα «εσύ»: σαν ημερολόγιο ή ερωτική επιστολή δηλαδή, το ποίημα έχει συγκεκριμένο αποδέκτη, δε μιλάει γενικά για τον έρωτα. Μοιάζει σαν να γράφτηκε για να υπάρξει ανταπόκριση στο ερωτικό κάλεσμα, αλλά και για να βιώσει η ίδια το ερωτικό συναίσθημα πιο έντονα. Η αγάπη κι ο έρωτας παρουσιάζονται σαν υπέρτατη αξία της ζωής και της ποίησης. Η ποίηση επιτελεί το ρόλο της μόνο όταν εξυμνεί την αγάπη. Η ποίηση επομένως δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσον για την εκδήλωση της αγάπης. Και η ίδια η ζωή υπάρχει μόνο για να υπηρετεί την αγάπη. Για την ποιήτρια, το κέντρο του κόσμου είναι το πρόσωπο στο οποίο στρέφεται η αγάπη της. Στο πρόσψπο αυτό επικεντρώνει το ενδιαφέρον κάθε μέρας, νύχτας, εποχής, σκέψης και ζωής, κάτι το οποίο εκφράζεται στο ποίημα με την επανάληψη της λέξης «μόνο».

Το δεύτερο θέμα που απασχολεί την ποιήτρια είναι η μελαγχολία και η νοσταλγία. Οι λόγοι που την κάνουν να νιώθει αυτή τη μελαγχολία είναι ο πόνος για τον αγαπημένο της που χάθηκε, και η θλίψη για το θάνατό της που πλησιάζει. Το μελαγχολικό και νοσταλγικό κλίμα αποτυπώνεται στο ποίημα με τα ρήματα, που βρίσκονατι όλα σε αόριστο χρόνο. Όλα αυτά συνέβησαν στο παρελθόν, σε συγκεκριμένο χρόνο, και τελείωσαν, δεν έχουν πλέον συνέχεια. Ο αόριστος δηλώνει αυτό που υπήρξε και τελείωσε, δεν έχει μέλλον, χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα.

Η κάθε στροφή είναι κυκλική, τελειώνει δηλαδή με τον ίδια στίχο που άρχισε. Η επανάληψη δίνει ρυθμό στο ποίημα, αλλά υπογραμμίζει κάθε φορά μια πτυχή του έρωτά της. Ο έρωτάς της είναι διαρκής, απόλυτος, και ανυστερόβουλος. Μορφοποιεί την ύπαρξή της, την καταξιώνει ως οντότητα, δίνει νόημα στην καθημερινή ζωή και της επιτρέπει να πεθάνει βιώνοντας το αίσθημα της πληρότητας και της ικανοποίησης. Η ψυχική ομορφιά της ποιήτριας και η αγνότητα του αισθήματός της δίνει σχεδον θρησκευτική υπόσταση στον έρωτά της και εξυψώνει την ίδια στο χώρο της μεταφυσικής.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Τη σχέση της με την ποίηση η Πολυδούρη την ομολογεί και σε ένα από τα τελευταία και ανέκδοτα ποιήματά της με τον εύγλωττο τίτλο «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον»: Λοιπόν γιατί να δέχομαι το κάλεσμα της Μούσας;/ Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γήινων/ Μια ανόσια λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει/ Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον. Ποια η σχεση του αποσπάσματος με το Μόνο γιατί μ’αγάπησες;

Απάντηση: Η Πολυδούρη μέσα από τα ποιήματά της δηλώνει με κατηγορηματικό κι απόλυτο τρόπο ότι ο έρωτας είναι η αιτία τόσο της βιολογικής όσο και της ποιητικής της ύπαρξης. Ο λόγος για τον οποίο γράφει δεν είναι για να μιλήσει για θέματα «θεία και γήινα», ούτε και η έκφραση ατομικών παθών. Η Πολυδούρη είναι ειλικρινής. Καθόλου δεν την ενδιαφέρει ο εξωτερικός κόσμος με τα προβλήματα και τις μεταφυσικές αγωνίες του, ούτε και τα πάθη (μίσος, επιδίωξη του χρήματος, επιτυχία). Το δικό της θέμα είναι ο έρωτας. Γι’αυτό και στα ποιήματά της απευθύνεται πάντα σε δεύτερο πρόσωπο, σε ένα συγκεκριμένο ή αφηρημένο ερωτικό αντικείμενο.

2) Δείξτε πώς η μετρική μορφή υπηρετεί το ποιητικό αποτέλεσμα.

Απάντηση: Το ποίημα αποτελείται από πέντε πεντάστιχες στροφές, με πλεκτή ομοιοκαταληξία, ανισοσύλλαβο στίχο και ιαμβικό μέτρο. Η επανάληψη του πρώτου στίχου στο τέλος κάθε στροφής δίνει ρυθμό, μουσικότητα στο ποίημα, που μεταδίδεται στον αναγνώστη. Μαζί με τη μουσικότητα μεταδίδεται κι ο εσωτερικός κόσμος της ποιήτριας. Η εξωτερική πραγματικότητα (ήλιος, μέρα, νύχτα κλπ) γίνεται το μέσο έκφρασης του εσωτερικού βιώματος.

3) Το ποίημα της Πολυδούρη υπερασπίζεται και συγκεκριμένη ποιητική επιλογή. Ποια είναι αυτή και σε ποιο είδος ποίησης προσιδιάζει;

Απάντηση: Η ποίηση της Πολυδούρη είναι ερωτική και λυρική, μουσική, με έκδηλο το βιωματικό στιχείο και την ένταση των συναισθημάτων. Ο έρωτας είναι αυτός που δικαιώνει τη ζωή και την τέχνη, είναι το μέσο για να κερδίσει κάτι από την ουσία της ζωής.  Με απλές εικόνες μεταφέρει στην ποίησή της τα προσωπικά της βιώματα, με αποτέλεσμα τα ποιήματά της να μοιάζουν με ερωτικές επιστολές.

4) Στο κόσμο των αξιών της ζωής και της ποίησης της Πολυδούρη, ποια είναι η υπέρτατη αξία;

Απάντηση: Η υπέρτατη αξία για την Πολυδούρη είναι η αγάπη κι ο έρωτας, όχι μόνο ο έρωτας για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά ο έρωτας για καθετί, όπως πχ για τη θλίψη που βιώνει κανείς από την απώλεια του ερωτικού αντικειμένου. Καθετί βιώνεται με την ένταση του ερωτικού πάθους. Την ίδια την ποιήτρια δεν την συγκινεί τίποτα άλλο παρά η ανάμνηση ενός έρωτα που τον θεωρεί μοναδικό και ιερό.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2191

Κ.Π.Καβάφης, «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομαγηνή 595 μ.Χ.» : Ν.Ε Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

Κ.Π.Καβάφης, «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομαγηνή 595 μ.Χ.»

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, γεννήθηκε στην Αλεξάνρεια της Αιγύπτου το 1863 και πέθανε το 1933. Το 1885 εγκαθίσταται οριστικά στην Αλεξάνδρεια κάνοντας σύντομα ταξίδια, κυρίως στη Γαλλία. Συστηματικές σπουδές δεν έκανε, απέκτησε όμως πολλές γνώσεις καθώς είχε εντρυφήσει στην ελληνική ιστορία, ελληνική φιλολογία και ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Το γεγονός ότι έζησε και δημιούργησε στην παροικία της Αλεξάνδρειας εξηγεί εν μέρει και το ιδιότυπο της γλώσσας του (δημοτικισμός + καθαρεύουσα + ιδιωματισμοί). Επηρεάζεται από τον αθηναίκό ρομαντισμό αλλά και το γαλλικό παρνασσισμό. Πρωτοπαρουσιάζεται στα γράμματα το 1904 με λίγα ποιήματα. Τα περισσότερα τα επεξεργάζεται ξανά και ξανά πριν την έκδοσή τους. Ειδολογικά μπορούμε να κατατάξουμε το έργο του σε 3 κατηγορίες: τα φιλοσοφικά ή διδακτικά, τα ιστορικά και τα ερωτικά, κατηγορίες που αντιστοιχούν στις επιδράσεις του ποιητή. Αυτή η διαίρεση είναι όμως μόνο μεθοδολογική. Ο ιδεολογικός χώρος της ποίησης του Καβάφη είναι ενιαίος.

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφηγητής: Δραματοποιημένος- ομοδιηγητικός

Αφήγηση: Α’πρόσωπη με εσωτερικό μονόλογο

Μέτρο: Ελεύθερος στίχος

Γλώσσα: Συνδυασμός δημοτικής με λόγιους τύπους (επικρατούν οι τύποι της δημοτικής γιατί εκφράζουν αμεσότερα τον πόνο του αφηγητή)

Ανάλυση του ποιήματος

Το ποίημα ανήκει στα λεγόμενα «ψευδοϊστορικά» του Καβάφη. Ο Ιάσων Κλέανδρος είναι πρόσωπο φανταστικό, πλαστό. Στην πραγματικότητα όμως λειτουργεί σαν προσωπείο του ίδιου του ποιητή. Ο ρόλος του τίτλου είναι να πείσει τους αναγνώστες ότι αυτός που μιλάει σε α’ πρόσωπο δεν είναι ο ίδιος ο Καβάφης αλλά κάποιος άλλος. Για το λόγο αυτό παραθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα διαβεβαιώσουν τον αναγνώστη ότι πρόκειται για υπαρκτό ποιητή του παρελθόντος. Ο διαχωρισμός όμως των δύο προσώπων περιορίζεται στον τίτλο, κι έτσι η ταύτιση των δύο ποιητών γίνεται αναπόφευκτη. Ο Καβάφης θέλει να διαχωρίσει τον εαυτό του από τον Ιάσονα Κλέανδρο έτσι ώστε το ποίημα να μη θεωρηθεί ως έκφραση του ατομικού δράματος που βιώνει ο ποιητής. Αντίθετα, στόχος του είναι να περιγράψει πιο αντικειμενικά το πρόβλημα κι ο αναγνώστης να εκλάβει τον πόνο των γηρατειών ως ένα διαχρονικό θλιβερό συναίσθημα.

Η επίδραση που ασκεί η φθορά του χρόνου, τα γηρατειά, στο σώμα, τη μορφή και την ψυχή του ποιητή είναι καταλυτική. Ως λάτρης του ωραίου ο ποιτής σπαράζει από την ασχήμεια που συνεπάγονται τα γηρατειά στο πρόσωπο (ρυτίδες) και στο σώμα του (απώλεια της νεανικής αλκής). Η λέξη «μορφή» παραπέμπει μάλλον στο πρόσωπο, όπου είναι πιο φανερή η φθορά του χρόνου, χωρίς να αποκλείεται η αναφορά και στην ψυχική μορφολογία. Το προσωπικό δράμα του ποιητή εκφράζεται απόλυτα με τη φράση «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι», που σημαίνει ότι η πληγή είναι φρικτή λόγω της σωματικής φθοράς, αλλά και εξαιτίας της ψυχικής φθοράς (ανασφάλεια, μοναξιά, μελαγχολία) που επιφέρει ο χρόνος. Ο ποιητής δηλώνει την αδυναμία του να παρηγορηθεί ή να υπομείνει. Δεν μπορεί να δεχτεί παθητικά και χωρίς διαμαρτυρία την κατάσταση, και ζητά κάποιο φάρμακο, κάποια θεραπεία.

Έτσι προσφεύγει στην τέχνη της ποίησης. Ζητά από τα φάρμακα της ποίησης, που είναι η Φαντασία και ο Λόγος (προσωποποίηση), να του απαλύνουν την φρικτή πληγή. Επικαλείται τη Φαντασία γιατί απ’ αυτήν γεννιέται και πλάθεται η έμπνευση για την ποιητική δημιουργία, γιατί εδώ κυριαρχεί απόλυτη ελευθερία ως προϋπόθεση της ποιητικής σύνθεσης. Μέσα από τη φαντασία επιτυγχάνεται η απόδραση από τη σκληρή πραγματικότητα. Μέσω αυτής γίνεται η επιστροφή στο παρελθόν. Ο Λόγος εδώ είναι η γλώσσα, οι λέξεις μέσα από τις οποίες ενσαρκώνεται το ποίημα και αποκτά επικοινωνιακό περιεχόμενο. Έτσι εκφράζεται η ποιητική δημιουργία. Λόγος όμως είναι και η λογική διεργασία μέσα από την οποία οικοδομείται η ποιητική έμπνευση και το ποίημα τελειοποιείται. Απέναντι λοιπόν στη φθορά ο ποιητής αντιπαρατάσσει την ποίηση.

Η εναπόθεση των ελπίδων του Ιάσωνος στην ποίηση αποτελεί «δοκιμές νάρκης του άλγους». Αναγνωρίζεται λοιπόν ότι η ποίηση και τα φάρμακά της αποτελούν πρόσκαιρο καταφύγιο, μερική λύτρωση του δράματος του ποιητή, όχι ριζική αντιμετώπισή του. Την ικανοποίηση που φέρει κάθε φορά η ποιητική δημιουργία την ακολουθεί η επαναφορά στην πραγματικότητα και την  αλήθεια. Η διαπίστωση αυτή αποτελεί τραγικότητα της αυτογνωσίας του ποιητή. Γνωρίζει την αλήθεια, ότι η διαδικασία της φθοράς είναι αναπόφευκτη, και δεν καλλιεργεί ψευδαισθήσεις.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Γιατί ο Καβάφης υποδύεται ένα άγνωστο πρόσωπο, έναν ιστορικά ανύπαρκτο ποιητή του 595 μ.Χ.; Έχετε σκεφτεί πως θα λειτουργούσε η Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου…, αν απλώς είχε τον τίτλο Μελαγχολία Ποιητού;

Απάντηση: Η συγκεκριμενοποίηση του προσώπου του ποιητή (του δίνει όνομα, άρα υπόσταση) καθιστά τον πόνο του ποιητή όχι ένα πρόβλημα θεωρητικό αλλά πρόβλημα που αφορά κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Ωστόσο ο ρεαλισμός που πετυχαίνει ο Καβάφης μέσα από την υπόσταση του φανταστικού ποιητή δεν αφήνει πριθώρια για ελπίδα. Γιατί ο Ιάσων είναι ένα πρόσωπο του παρεθόντος που δεν υπάρχει πια. Επομένως, η ποίηση μόνο πρόσκαιρα απάλυνε την οδύνη που του προκαλούσε το πέρασμα του χρόνου. Η ποίηση δεν μπόρεσε να του χαρίσει αιώνια ζωή. Εξάλλου, ο ποιητής, πέρα από δημιουργός είναι και καθημερινός άνθρωπος με απόλυτη επίγνωση των προβλημάτων και της δυνατότητας να επιλυθούν, όπως και της δύναμης που έχει η ποίηση. Πρόκειται για δύναμη όχι απεριόριστη και μάλλον αμφίβολη, γι’ αυτό ο ποιητής χαρακτηρίζει τα φάρμακα της ποίησης «δοκιμές».

Με το τέχνασμα ενός υποτιθέμενα υπαρκτού ποιητή, ο Καβάφης τοποθετεί το ρόλο της ποίησης σε ένα επίπεδο ρεαλιστικό, χωρίς να της προσδίδει ιδιότητες ή ικανότητες που δεν έχει, ή να εναποθέτει σ’αυτή προσδοκίες που δεν είναι σε θέση να υλοποιήσει. Αντίθετα, αν ο τίτλος έμενε γενικός (Μελαγχολία Ποιητού), αν ο ποιητής δεν ήταν συγκεκριμένος, αν δεν γνωρίζαμε ότι έχει ήδη πεθάνει, τότε θε έμενε μια ελπίδα για το μέλλον, ότι δηλαδή η ποίηση μπορεί να απαλλάξει τον ποιητή από τη μελαγχολία που του προκαλεί η σκέψη της φθοράς, ότι μπορεί να τον απαλλάξει από την ίδια τη φθορά. Επιπλέον, αν στη θέση του τίτλου και του περιεχομένου ο Καβάφης τοποθετούσε έναν αληθινό ποιητή, τότε το πρόβλημ θα αφορούσε μόνο το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η αναγωγή του σε φανταστικό το καθιστά πρόβλημα του οποιουδήποτε ποιητή, και του Καβάφη ειδικότερα.

2) Με ποιους εκφραστικούς τρόπους επιτυγχάνεται η επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη της Ποίησης; Ποιο είναι το κλίμα της επικοινωνίας αυτής;

Απάντηση: Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθός τους στροφές. Στην πρώτη ο Καβάφης εκθέτει το πρόβλημα του Ιάσωνα και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η ποίηση στην άμβλυνσή του. Η δεύτερη αποτελείται από τρεις στίχους που επαναλαμβάνουν τα βασικά μοτίβα της πρώτης. Το πρώτο ενικό πρόσωπο υποδηλώνει ότι ο Καβάφης υποδύεται το ρόλο του Ιάσωνος. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο υποδηλώνει τη συνομιλία του ποιητή με την ίδια την ποίηση, μέσω της οποίας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα γεράματα και με την αγωνία του θανάτου. Στην ουσία δεν πρόκειται για συνομιλία αλλά για εσωτερικό μονόλογο. Ο Καβάφης προσωποποιεί την ποίησή του, αποδίδοντάς της οντότητα, νοημοσύνη και γνώση. Αντίστοιχα, τα κεφαλαία γράμματα στις λέξεις Τέχνη, Φαντασία, Λόγος, φανερώνουν ότι και σ’αυτές αποδίδει ξεχωριστή ύπαρξη.

3) Στο ποίημά του Εκόμισα εις την τέχνην  ο Καβάφης αναφέρει μεταξύ άλλων για την ποίηση: ξέρει να σχηματίζει Μορφήν της Καλλονής/ σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα. Ποια η σχέση των στίχων αυτών με το ποίημα που εξετάζουμε;

Απάντηση: Η ποίηση αισθητοποιεί την ομορφιά, δίνει μορφή στην ιδέα του ωραίου. Η ποίηση διευρύνει το πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας. Είναι γνώση που συμπληρώνει την ατελή ζωή του ανθρώπου, αναπληρώνει τις ελλέιψεις του, ακόμα και τη νεότητα. Η τέχνη κάνει το εφήμερο αιώνιο, σπάζοντας τα στενά όρια του χρόνου. Η διατήρηση της ομορφιάς της ζωής μέσω της ποίησης είναι μια απάντηση στο πρόβλημα του χρόνου και του γήρατος. Η ποίηση αντιστέκεται στο χρόνο και τη φθορά του, δημιουργώντας αισθητικές αξίες που είναι απρόσβλητες από αυτή τη φθορά. Γίνεται έτσι μέσον θεραπείας της μελαγχολίας για την απώλεια της νεότητας.

Εργασίες του σχολικού βιβλίου

1) Διαβάστε το ποίημα του Νίκου Καρούζου «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος». Πού εντοπίζεται ο διάλογος με την καβαφική «Μελαγχολία»; Με ποιες άλλες ποιητικές επιλογές αντιπαραθέτει ο Καρούζος την προσωπική του στάση απέναντι στα ποιήματα;

Απάντηση: Ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Στο ποίημά του «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» εκφράζει μια αγωνία ανάλογη με του Καβάφη στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομαγηνή 595 μ.Χ.» με επίκεντρο την επίκληση της ποίησης. Τόσο ο ένας όσο κι άλλος ποιητής αναρωτιούνται για τη φύση και τη θέαη της ποίησης στη ζωή μας. Η μικρή διαφορά βρίσκεται στις άλλες επιλογές, με τις οποίες αντιπαραθέτει την προσωπική του στάση απέναντι στα ποιήματα, στην οπτική γωνία από την οποία επικαλείται την ποίηση, καθώς «διερωτάται» όχι από την πλευρά του ερχομού του γήρατος, αλλά από μια γενικότερη υπαρξιακή σκοπιά. Το τελικό συμπέρασμα του Καρούζου ότι τα ποιήματα είναι «ενθύμια φρίκης» έρχεται σε αντίθεση με το καβαφικό συμπέρασμα ότι η τέχνη της ποίησης βοηθάει «για λίγο- για να μη νοιώθεται η πληγή». Ο Καβάφης λοιπόν, αντίθετα από τον Καρούζο, παρουσιάζεται βέβαιος για την «ιαματική» ιδιότητα της ποίησης ενόψη του γήρατος. Ο Καρούζος αναζητεί, θέλει να πιστέψει στην «ιαματική» αξία της ποίησης, αλλά έχει αναστολές.

2) Στον βυζαντινής τεχνοτροπίας πίνακα (σελ. 67) του Νίκου Εγγονόπουλου, «Η θυσία του ποιητή» (1935) είναι εμφανής ο δοιάλογος με τη «Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου». Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στον πίνακα: «Η θυσία του ποιητή Ιάσονος Κλεάνδρου εν Κομαγηνή». Εσείς πως αντιλαμβάνεστε την αναφορά στο καβαφικό ποίημα;

Απάντηση: Ο τίτλος του πίνακα του Νίκου Εγγονόπουλου «Η θυσία του ποιητή» παραπέμπει εμμέσως στη θυσία του Αβραάμ, πράγμα για το οποίο, εκτός του τίτλου και της αναπαράστασης, συνηγορεί και η βυζαντινή τεχνοτροπία. Επιπροσθέτως, στο πάνω μέρος του πίνακα είναι γραμμένος ο πλήρης τίτλος του ποιήματος του Καβάφη, έχουμε δηλαδή σαφή αναφορά στο καβαφικό ποίημα.

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, Αβραάμ είναι ο ηλικιωμένος ποιητής, που αναγκέζεται να θυσιάσει τον αγαπημένο γιό του, τον Ισαάκ, δηλαδή την ίδια τη νεότητά του και τη δύναμή του. Λίγο πρίν από τη θυσία ο θεός του στέλνει ένα κριάρι κι έτσι αποφεύγεται η θυσία. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο παρεμβαίνει κι η ποίηση και επουλώνει την πληγή από το γηρασμό του σώματος και της μορφής.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2190

«Όνειρο στο Κύμα» , Αλ. Παπαδιαμάντης

Αλ. Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1851 στη Σκιάθο και πέθανε το 1911. Μετά από πολλές δυσκολίες, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, κατάφερε να γραφτεί στη Φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Παράλληλα, μαθαίνει γαλλικά και αγγλικά μόνος του. Ο αγώνας όμως για βιοπορισμό τον αναγκάζει να αφήσει τις σπουδές του για να εργάζεται ως μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά. Την ίδια στιγμή αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία. Το έργο του Παπαδιαμάντη χωρίζεται σε τρεις περιόδους: Στην πρώτη μας δίνει ιστορικά και ρομαντικά μυθιστορήματα. Στην δεύτερη ασχολείται με το ηθογραφικό διήγημα. Στην τρίτη εμφανίζει μια νοσταλγική ποιητική διάθεση. Στο έργο του αναμειγνύει ηθογραφικά με κοινωνικά και ψυχογραφικά στοιχεία. Επίσης, συνδέει τον νεοελληνικό κόσμο με τις προγενέστερες καταστάσεις ζωής του ελληνικού βίου. Στο σύνολο του έργου του ο Παπαδιαμάντης αναπολεί την παιδική του ηλικία.  Ο κόσμος του είναι ο κόσμος της σκιαθίτικης κοινωνίας ή της αθηναϊκής συνοικίας. Το πρόβλημα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, η ξενιτιά, η φτώχεια και η εγκατάλειψη, η ζωή των απλών ανθρώπων του μεροκάματου, τα μεγάλα αδιέξοδα της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι από τα πολλά θέματα που πιστοποιούν το ενδιαφέρον του για την ελληνική πραγματικότητα. Από τα θέματα αυτά αντλεί την κοινωνική και ανθρωπιστική αξία το έργο του, κι έτσι διατηρείται πάντοτε ζωντανό κι επίκαιρο.

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι ο πρωταγωνιστής

Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: καθαρεύουσα στην αφήγηση και δημοτική με τοπικά ιδιώματα στους διαλόγους

Ανάλυση του κειμένου

  • Α’ διδακτική ενότητα: «Ήμην… πετμέζι»

Το «Όνειρο στο κύμα» αποτελεί μια αναδρομική αφήγηση γεγονότων που τοποθετούνται χρονικά σε δύο απομακρυσμένες στιγμές (εφηβική ηλικία- ωριμότητα) και τοπικά σε δύο διαφορετικούς χώρους (νησί- Αθήνα). Το διήγημα αρχίζει με λεπτή αλλά πικρή ειρωνία του αφηγητή για την παρούσα κατάστασή του, συγκριτικά με την ευτυχία του παρελθόντος. Η παρούσα κατάστασή του προσδιορίζεται από την επαγγελματική του αποτυχία, την οικονομική του στενότητα, την αδυναμία του να δράσει ελεύθερα, την ταπείνωση. Έτσι, αισθάνεται απογοήτευση και πικρία. Κυρίως όμως αισθάνεται ανελεύθερος, καταπιεσμένος κι εγκλωβισμένος.

Τα αίτια αυτής της ψυχικής κατάστασης είναι η αδυναμία του να βιώσει τα ευχάσιστα συναισθήματα της νιότης του. Είναι η αποξένωσή του από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο ήταν η πηγή της ευδαιμονίας του. Ελευθερία, αγνότητα και κάλλος, έχουν γίνει πια ανάμνηση. Με άλλα λόγια, τα βαθύτερα  αίτια εντοπίζονται στη συναίσθηση της πτώσης από τον παράδεισο, και ίσως του ανεκπλήρωτου ερωτισμού. Τη θέση τους πήρε ο οικονομικός περιορισμός, η κοινωνική μειονεξία, η ανάγκη να υπηρετεί τον εργοδότη του, να ζει ασφυκτικά σε ένα αστικό περιβάλλον, όπου η σωτηρία της ψυχής του είναι ανέφικτη. Μέσα σε αυτό το κλίμα πυροδοτείται ο κοινωνικός προβληματισμός του αφηγητή.

Ως αντιστάθμισμα στον οργανωμένο χώρο του αστικού περιβάλλοντος, προβάλλει το κτήμα του κυρ- Μόσχου. Στον οργανωμένο κοινωνικό βίο αντιπαραβάλλει τον ελεύθερο κόσμο των ποιμένων, και στην καθορισμένη ατομική ιδιοκτησία τον φυσικό χώρο που εκτείνεται έξω και πέρα από αυτήν.

Ο αφηγητής, περιγράφοντας τη ζωή του μέσα στη φύση, παρουσιάζει τον εαυτό του να έχει τη δυνατότητα να παίρνει από το χωράφι του γείτονα όσα αγαθά χρειαζόταν, χωρίς το φόβο να διαταραχθούν οι καλές σχέσεις μεταξύ τους. Αναφέρει ως παράδειγμα την ανάλογη σχέση των μαθητών του Χριστού και τις σχετικές διατάξεις του Δευτερονομίου, με βάση τις οποίες νομιμοποιεί κατά κάποιο τρόπο την πράξη του. Η ποιμενική κοινωνία για την αντιμετώπιση των αναγκών του ανθρώπου λειτουργεί αυτορρυθμιστικά. Στηρίζεται σε κανόνες δικαίου που προνοούν για την επιβίωση των μελών της και την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ τους. Η ελευθερία της ποιμενικής ζωής και ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της τονίζουν την έντονη αντίθεση του αφηγητή απέναντι στην τωρινή ζωή του και φανερώνουν την πίστη πως η ζωή εκείνη ήταν πιο φιλική προς τον άνθρωπο αλλά και πιο κοντά στο Θεό.

Στην αναδρομή του στα χρόνια της εφηβείας του, με χιούμορ και περιγράφει τους «αντίζηλούς» του στα χωράφια, τους δημοτικούς υπαλλήλους και τους αγροφύλακες που του έπαιρναν τους πιο εκλεκτούς καρπούς, τον κύριο Μόσχο, και την αγαπημένη του κατσικούλα. Η περιγραφή όμως που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον αναγνώστη είναι η περιγραφή της Μοσχούλας. Πρόκειται αναμφίβολα για μια αριστουργηματική περιγραφή που παρουσιάζει την κοπέλα σαν θεά, την εξιδανικεύει και τη μυθοποιεί.

Γι’ αυτόν η κοπέλα Μοσχούλα αποτελεί όνειρο και μάλιστα απραγματοποίητο, άπιαστο. Έτσι, η ελάχιστη μορφή έκφρασης των συναισθημάτων του επιτυγχάνεται με το να αποκαλεί «Μοσχούλα» την αγαπημένη του κατσίκα. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό υποκατάστασης των συναισθημάτων του, καθώς όσα νιώθει για το κορίτσι τα προβάλλει στην κατσίκα.

Η Μοσχούλα από την πλευρά της, δείχνει να ανταποκρίνεται στα συναισθήματα του νεαρού βοσκού, στο βαθμό βέβαια που της το επιτρέπει η θέση της. Απαντά στο κάλεσμά του, έστω κι αν δεν απευθυνόταν σ’ ατυήν, και μετά την απότομη απάντηση του νεαρού δείχνει τη δυσαρέσκειά της. Μάλιστα, η δεύτερη προσέγγιση των δύο νέων υποκινείται από την ίδια. Αυτή του φωνάζει, καλώντας τον να παίξει ένα τραγούδι με τη φλογέρα του. Κι όταν της κάνει το χατίρι, τον αμείβει με δώρα, γεγονός που δείχνει ότι δεν ήταν αδιάφορη γι’ αυτόν. Πρόκειται επομένως για μια τολμηρή νέα, ιδίως αν αναλογιστούμε τα ήθη της εποχής.

Στην ενότητα αυτή υπάρχει και μία εγκιβωτισμένη αφήγηση, η οποία βοηθάει στο νακαταδειχθεί η πορεία του αφηγητή ως το παρόν, να φωτιστεί το πώς έφτασε στην τωρινή ζωή του. αρχικά η εγκιβωτισμένη αφήγηση δείχνει σαν παρέκβαση, σαν μια παρένθεση άσχετη με το θέμα. Στην ουσία όμως, μας δίνει σοβαρές αναλογίες ανάμεσα στον ηθικό βίο του πατέρα Σισώη και του βοσκού. Ο πάτερ Σισώης αποτελεί τον πρώτο δάσκαλο του νεαρού βοσκού και ταυτόχρονα το πρότυπό του.

  • Β’ διδακτική ενότητα: «Μίαν εσπέραν… το ταλαίπωρον ζώον»

Μετά από μια περιγραφική παύση, όπου περιγράφεται μέσω της προοπτικής του αφηγητή το απογευματινό θαλασσινό τοπίο, αρχίζει μια κλιμάκωση της δράσης, με κεντρικό θέμα της συγκεκριμένης ενότητας την τυχαία θέαση της Μοσχούλας, που κατέβηκε γυμνή στην παραλία. Στη συγκεκριμένη σκηνή κυριαρχεί το αρμονικό δέσιμο φύσης- ανθρώπου. Μέσα στο παραδεισένιο φυσικό τοπίο εντάσσεται το κάλλος ενός γυμνού νεαρού κοριτσιού. Η περιγραφή του τοπίου και ιδίως του γυμνού κοριτσιού αποκτά ονειρική υπόσταση. Καθώς το ονειρικό στοιχείο κυριαρχεί, γίνεται εμφανής η σχέση της σκηνής αυτής με τον τίτλο του διηγήματος.

Ο συγγραφέας διεισδύει στην ψυχή του νεαρού βοσκού αποκαλύπτοντάς μας τα διλήμματα, τις συγκρούσεις που βιώνει, και την προσπάθεια δικαιολόγησης της απόφασής του. Αρχικά, ο νεαρός αφηγητής σκέφτεται να φύγει αθόρυβα, απορρίπτει όμως αυτή την επιλογή γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να τον δει η Μοσχούλα και να τον κατηγορήσει για ανηθικότητα. Στη συνέχεια σκέφτεται να της εξηγήσει ότι βρέθηκε τυχαία εκεί, αλλά δε βρίσκει το θάρρος να το κάνει. Η τρίτη επιλογή του, την οποία θα προτιμήσει τελικά, είναι να μείνει στη θέση του προσέχοντας να μην τον αντιληφθεί κανείς. Ωστόσο, δε θέλει να έρθει αντιμέτωπος με τον πειρασμό, αν και στην πραγματικότητα του είναι δύσκολο να ξεφύγει. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει επί της ουσίας το βοσκόπουλο είναι από τη μία η υπακοή στις ηθικές αρχές και από την άλλη η απόλαυση του πειρασμού.

Στη σκέψη του έρχονται τα λόγια του πατέρα Σισώη, γιατί αποτελούσαν τον πυρήνα της ηθικής του. Σύμφωνα με την ηθική αυτή, χρέος του είναι να επιτελέσει το ηθικό του καθήκον και να μην υποκύψει στον πειρασμό. Ο πειρασμός όμως αποδεικνύεται πιο δυνατός από τη φωνή της συνείδησής του κι από την ηθική του. Έτσι, απορρίπτει όλες τις πιθανές επιλογές φυγής  με «λογικά» επιχειρήματα για να έχει καθαρή τη συνείδησή του και να διακιολογηθεί στον εαυτό του. Αν πραγματικά ήθελε να ξεφύγει από τον πειρασμό χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την υπόληψή του θα μπορούσε να το κάνει. Τον συνεπήρε όμως το συναίσθημα και το ερωτικό πάθος.

Κι ενώ απολάμβανε το θέαμα συνεπαρμένος, διακόπτεται από το βάλασμα της κατσίκας του, της Μοσχούλας, η οποία πνιγόταν με το σχοινί που την είχε δεμένη. Ασυναίσθητα τρέχει προς το μέρος της κατσίκας κι έτσι η κοπέλα τον αντιλαμβάνεται και τρομάζει. Η σκηνή του πνιγμού της κατσίκας Μοσχούλας λειτουργεί ως προοικονομία των γεγονότων που πρόκειται να συμβούν στην επόμενη ενότητα.

  • Γ’ διδακτική ενότητα: «Δεν ηξεύρω… τα όρη»

Το «δραματικό απρόοπτο» που συμβαίνει σε αυτήν την ενότητα είναι η εμφάνιση μιας αλιευτικής βάρκας. Η Μοσχούλα τρομάζει και κινδυνεύει σοβαρά να πνιγεί. Το γεγονός αυτό επηρρεάζει την πλοκή του έργου. Κατ’ αρχήν ο νεαρός βοσκός ξεπερνάει ένα ακόμα δίλημμά του, και πέφτει στο νερό χωρίς δισταγμούς για να σώσει τη Μοσχούλα. Δεν σκέφτεται ούτε την υπόληψή του, ούτε την αποφυγή του πειρασμού, ούτε ακόμα την αγαπημένη του κατσίκα. Λειτουργεί με πνεύμα αυτοθυσίας, χωρίς να θέλει να επωφεληθεί ερωτικά. Τα χαρακτηριστικά του βοσκού που αναδεικνύονται είναι η αγνότητα και ο ηρωισμός. Η εξέλιξη της δράσης κορυφώνεται και τελικά βιώνει την επαφή με το γυμνό σώμα του κορυτσιού καθώς το σώζει. Στην ουσία, κρατάει στα χέρια του το όνειρό του, κάτι που θα τον σημαδέψει στην υπόλοιπη ζωή του.

Η απόλαυσή του ώθησε τον ήρωα στην αμαρτία. Υπέκυψε στον πειρασμό παραβιάζοντας τον ηθικό κώδικα. Η ανάμνηση αυτού του ονείρου τον συνόδευσε μετέπειτα και τον εγκλώβισε στα εγκόσμια, μη επιτρέποντάς του να υλοποιήσει τον αρχικό του στόχο, να στραφεί στο μοναχισμό, αφού του αποκαλύφθηκαν τα κάλλη της γυναίκας και γενικότερα οι επίγειοι  πειρασμοί. Έτσι, έγινε η αιτία να εκπέσει απ’ την αγνότητα στην αμαρτία, και τελικά στη δυστυχία που βιώνει στο παρόν αδυνατώντας να σώσει την ψυχή του.

Το διήγημα τελειώνει με την ίδια φράση που ξεκίνησε, υπάρχει δηλαδή κυκλικό σχήμα. Με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μας μεταδίδη την αίσθηση του τέλους και της ολοκλήρωσης. Ταυτόχρονα, υποδηλώνεται και το τέλος κάθε ελπίδας. Ο αφηγητής παραμένει εγκλωβισμένος στο δυστυχισμένο παρόν του. Η επιθυμία για μια ευτυχισμένη, ελεύθερη ζωή στη φύση θα παραμείνει στο επίπεδο της νοσταλγίας.

Με τη φράση «Δια την αντιγραφήν» που θέτει ο Παπαδιαμάντης στο τέλος της αφήγησής του, προσπαθεί να αποποιηθεί την ταύτισή του με τον αφηγητή και να δείξει ότι στην ουσία μεταφέρει αυτολεξεί την αφήγηση ενός άλλου.

  • Γενικές παρατηρήσεις

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο κύμα» χαρακτηρίζεται ηθογραφικό, επειδή απεικονίζει τα ήθη, τα έθιμα, τους χαρακτήρες των ανθρώπων, και την καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Σε όλο το διήγημα δεσπόζει η ωραιοποιημένη ειδυλλιακή αναπαράσταση της φυσικής ζωής. Ο νεαρός βοσκός ζει μια αγνή ζωή και βιώνει την ευτυχία μέσα στην ελευθερία και την ομορφιά της φύσης.

Στο «Όνειρο στο κύμα» διοχετεύονται πολλές από τις αναμνήσεις του συγγραφέα, όπως το νησιωτικό περιβάλλον και η φύση της Σκιάθου, τα τοπωνύμια του νησιου, η φτώχεια των παιδικών του χρόνων, αλλά και το θρησκευτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Ο χώρος, ο χρόνος, το σκηνικό των δύο κόσμων (φυσικού- αστικού), η φυσιολατρεία και η θρησκευτικότητα αποτελούν αναμφίβολα αυτοβιογραφικά στοιχεία του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο αν το κεντρικό περιστατικό με τη Μοσχούλα ήταν πραγματικό βίωμα, κι ούτε έχει σημασία. Άλλωστε, στο διήγημα εκφράζονται ιδέες με καθολικότερη ισχύ, που αφορούν βασικά προβλήματα του ανθρώπου.

Όλα τα παραπάνω συντελούν στη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου.  Τα ηθογραφικά και λαογρφικά στοιχεία του κειμένου αποδίδουν στο έργο αληθοφάνεια, κι έτσι, μέσα από την περιγραφή της ζωής του βοσκόπουλου και των ασχολιών των απλών ανθρώπων, αποδίδεται ρεαλιστικά η ζωή στην ελληνική ύπαιθρο τον περασμένο αιώνα.Αξιοσημείωτη είναι και η ικανότητα του συγγραφέα να διεισδύει στον ψυχισμό των ηρώων.

Επίσης είναι άριστος κοινωνικός παρατηρητής και δεν διστάζει να στηλιτεύσει την κοινωνική αδικία. Στο συγκεκριμένο έργο το κοινωνικό κακό απεικονίζεται στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος, με την αποστροφή του αφηγητή για το δυστυχισμένο παρόν που βιώνει στο αστικό περιβάλλον. Κατά την άποψή του, οι ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και η ανάπτυξη του πολιτισμού κατέστρεψαν τη σχέση ανθρώπου- φύσης και διέφθειραν την αγνή ψυχή του ανθρώπου. Έτσι, το πρότυπο ζωής που προβάλλεται είναι το αρκαδικό, αφού έχει να κάνει με τη φυσική ζωή, την ελευθερία, την αγνότητα και τη φυγή από την αστική κοινωνία.

Αυτή η στάση του ανθρώπου απέναντι στη φύση, όπως την περιγράφει ο συγγραφέας, είναι σύμφυτη με τις αρχές του ρομαντισμού. Για το ρομαντισμό, η φύση δεν είναι απλώς αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποκτάει διαστάσεις συμβόλου. Η φύση είναι σύμβολο ευτυχίας, καλοσύνης κι ελευθερίας. Ο άνθρωπος μέσα στη φύση αναπτύσσει αισθήματα αγάπης προς όλα τα όντα, ενώ μακριά από αυτήν γίνεται σκληρός, αφού ο αστικός βίος του διδάσκει την αδιαφορία και το μίσος. Επίσης, χαρακτηριστική στο ρομαντισμό είναι κι η ταύτιση του ανθρώπου με τη φύση, κάτι που τονίζεται σε αρκετα σημεία του διηγήματος. Επίδραση του ρομαντισμού φανερώνεται επίσης στην ποιητική πνοή του έργου, στη μεταφυσική του διάσταση και στον ανέφικτο έρωτα.

Η γλώσσα του είναι εντελώς προσωπική και αποτελεί ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Η δημοτική γλώσσα και το λαίκό ιδίωμα της Σκιάθου εμφανίζονται κυρίως στους διαλόγους, ενώ η καθαρεύουσα στην αφήγηση. Επίσης, συμπεριλαμβάνει πολλές φράσεις που παραπέμπουν στη γλώσσα του Ευαγγελίου.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) Να συζητήσετε τη σχέση συγγραφέα- αφηγητή.

Α) Ως προς τη συμμετοχή του στα δρώμενα.

Β) Ως προς την πειστικότητά του.

Γ) Ως προς το στοιχείο της πλαστοπροσωπείας.

Απάντηση: Α) Ο συγγραφέας είναι ένα πραγματικό πρόσωπο με αληθινή ζωή και υπάρχει έξω από το κείμενο. Αντίθετα, ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο του κειμένου, που υπάρχει μόνο στο πλαίσιο του πλασματικού λόγου, δηλαδή της ιστορίας. Βεβαίως αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα υπάρχουν και ατον αφηγητή. Ο αφηγητής συμμετέχει στα γεγονότα είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως αυτόπτης μάρτυρας, γιατί το κείμενο έχει τη μορφή αυτοβιογραφίας ή απομνημονευμάτων, γι’ αυτό και η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Είναι όμως δύσκολο να θεωρήσουμε ότι το «εγώ» της αφήγησης ταυτίζεται άμεσα με το συγγραφέα. Ο συγγραφέας δε μοιάζει να μεταφέρει αυτούσια ένα απόσπασμα από τη ζωή του, αλλά μάλλον εμπειρίες και σκέψεις που υπερβαίνουν το ατομικό και έχουν γενικότερη ισχύ και σημασία.

Β) Χάρη στις διάφορες τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την εστίαση, ο αφηγητής γίνεται πειστικός και η ιστορία του έχει αληθοφάνεια. Ενώ δηλαδή η αφηγηματική φωνή είναι ίδια, χάρη στη διαφορά προοπτικής δημιουργείται σε πολλά σημεία η εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά πρόσωπα, το βοσκό και το δικηγόρο.

Γ) Κάτω από το πρόσωπο του βοσκού καλύπτεται ο ίδιος ο αφηγητής. Έχουμε δηλαδή μια πλαστοπροσωπεία με την παραποίηση κάποιων στοιχείων ταυτότητας, ώστε να μη γίνεται άμεση ταύτιση των δύο προσώπων. Τα στοιχεία που παραποιούνται είναι οι πληροφορίες σχετικά με τις σπουδές του αφηγητή και την εργασία του στην Αθήνα.

2) Τι ρόλο παίζει το ονειρικό στοιχείο στην αφήγηση; Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα που μας μεταφέρουν διαδοχικά από τον κόσμο του ονείρου στον κόσμο της πραγματικότητας;

Απάντηση: Το όνειρο γίνεται στον Παπαδιαμάντη πηγή έμπνευσης και ανταποκρίνεται στη ανάγκη του συγγραφέα να διεισδύσει στα μυστήρια του υπερφυσικού κόσμου, στον οποίο πιστεύει πως βρίσκονται κρυμμένες αλήθειες, που μπορεί να γνωρίσει μόνο με τη μεσολάβηση του ονείρου. Η μετάβαση απ’ το όνειρο στη πραγματικότητα και αντίστροφα επιτυγχάνεται με τη διαδοχική μεταφορά από το παρελθόν στο παρόν. Από την άλλη, και μέσα στη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος, όνειρο και πραγματικότητα διαδέχονται το ένα το άλλο, σε βαθμό που συχνά τα όριά τους είναι ασαφή. Η μετάβαση από το ρεαλιστικό στο ονειρικό στοιχείο γίνεται με λυρικές περιγραφές και εικόνες, με τη ρυθμικότητα της γλώσσας, και τον πλούτο των επιθέτων. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και στοιχεία αντλημένα από λαϊκές παραδόσεις, από τη μυθολογία, και από τη Βίβλο.

3) Πώς λειτουργεί στην υπόθεση του διηγήματος η αναφορά στην προσωπική ιστορία του πατέρα Σισώη;

Απάντηση: Η αναφορά στην ιστορία του πατέρα Σισώη βοηθάει στο να εξηγηθεί η πορεία της ζωής του αφηγητή. Η ιστορία του πατέρα Σισώη έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την ιστορία του βοσκού, παρόλο που έχει διαφορετική κατάληξη. Είναι σαφής η αναλογία των δύο ιστοριών: ο πατέρας Σισώης από την αγνή και θρησκευτική ζωή που βίωνε (μοναχός και διάκονος) πέφτει στην αμαρτία καθώς παντρεύεται μια Τουρκοπούλα. Στη συνέχεια μετανοεί και επιλέγει τη ζωή του μοναχού φτάνοντας στη λύτρωση. Ο νεαρός βοσκός διάγει κι αυτός έναν αγνό βίο στη φύση. Όμως ο πειρασμός της γυμνής κοπέλας τον νικά. Αμαρτάνει λοιπόν, υποκύπτοντας στο γυναικείο πειρασμό. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός επιλέγει όχι τη μετάνοια και τη λύτρωση, αλλά τη ζωή στο άστυ. Επιλογή που την πληρώνει με τη δυστυχία του στο υπόλοιπο της ζωής του.

4) Να προσδιορίσετε τα στάδια που προάγουν το μύθο στο διήγημα.

Απάντηση: Στην πρώτη ενότητα δίνεται ο τόπος και ο χρόνος, και ιστορία του πατέρα Σισώη, με τις ευδιάκριτες αναλογίες με την ιστορία του αφηγητή. Έχουμε επίσης το εγκώμιο στην ομορφιά του κοριτσιού και τις πρώτες ενδείξεις έρωτα προς το πρόσωπό της, αλλά και τη δική της διακριτική ανταπόκριση. Στη δεύτερη ενότητα είναι η κορύφωση της πλοκής, με την εικόνα της γυμνής Μοσχούλας, η ομορφιά της οποίας είναι σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, και παράλληλα τα διλήμματα που βιώνει ο αφηγητής. Εδώ έχουμε και τις πρώτες ενδείξεις για την μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων, με τη κατσίκα Μοσχούλα και το σχοινί να λειτουργούν ως προοικονομία. Στην τρίτη ενότητα η δράση αυξάνεται και προσφέρεται στον ήρωα μια απτική εμπειρία του «ονείρου» του, για να καταλήξει με το θέμα του ανεκπλήρωτου έρωτα και της ανάμνησής του.

5) Ποια είναι η άποψη του αφηγητή για την «κοσμική» μόρφωση;

Απάντηση: Ο ήρωας του διηγήματος έζησε ένα μέρος της νεανικής του ζωής εντελώς αγράμματος, αλλά στη συνέχεια της ζωής του σπούδασε στην πρωτεύουσα και ασχολήθηκε με ένα επάγγελμα «των γραμμάτων». Βίωσε επομένως και τις δύο καταστάσεις και μπόρεσε να καταλάβει τις αντιθέσεις ανάμεσα στην «κοσμική» μόρφωση και τη γνώση που προκύπτει από την επαφή με τη φύση. Για τον αφηγητή, η «κοσμική» μόρφωση, όσο χρήσιμη κι αν είναι, δεν μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Η γνώση ως αυτοσκοπός δεν μπορεί να τον κάνει να νιώσει ολοκληρωμένος. Αντίθετα, μέσα στη φύση ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει πραγματικά ελεύθερος και ευτυχής.

6) Αποβαίνει λυτρωτικό ή βασανιστικό για τον αφηγητή το «ζωντανό» όνειρό του;

Απάντηση: Η περιγραφή του περιστατικού με το ερωτικό συναίσθημα, καταλήγει σε έναν ύμνο του αγνού ερωτισμού. Όσο όμως πιο ζωηρά περιγράφει την έκσταση και την ευδαιμονία που του χάρισε η ονειρική εκείνη εμπειρία, τόσο πιο έντονο αποδεικνύεται το ψυχικό του μαρτύριο. Η απόσταση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι τόσο μεγάλη που τον κάνει να αναφωνεί «Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη». Έτσι το όνειρο, αντί να αποβαίνει λυτρωτικό για τον αφηγητή , γίνεται το μόνιμο ψυχικό του μαρτύριο.

7) Με υλικά του διηγήματος συνθέστε το πρόσωπο

Α) Του ώριμου αφηγητή της ιστορίας και

Β) Του νεαρού βοσκόπουλου

Να επιχειρήσετε επίσης να απαντήσετε στα εξής ερωτήματα:

Α) Ποια είναι η αιτία της δυστυχίας του ώριμου αφηγητή;

Β) Ποια είναι η πηγή της ευτυχίας του νεαρού βοσκόπουλου;

Απάντηση: Ο ώριμος αφηγητής είναι πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ζωή. Από την άλλη, το νεαρό βοσκόπουλο παρουσιάζεται ως ένας αθώος και ζωντανός έφηβος, που έχει μάθει να κινείται με απόλυτη ελευθερία μέσα στο φυσικό χώρο. Αιτία δυστυχίας του ώριμου αφηγητή είναι το ότι νιώθει εγκλωβισμένος σε ένα στενόχωρο γραφείο, με πενιχρές οικονομικές απολαβές, και έιναι αναγκασμένος να υπακούει πάντα στον εργοδότη του. Αντίθετα, πηγή ευτυχίας του νεαρού βοσκού αποτελεί η αίσθηση ότι είναι φυσικός άνθρωπος. Η ελεύθερη και αμέριμνη ζωή του στον απέραντο χώρο της υπαίθρου τον κάνει να νιώθει μια εσωτερική πληρότητα.

8) Διαφέρει η Μοσχούλα του Ονείρου από τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας; Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε να παραλείψει την αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας;

Απάντηση: Η Μοσχούλα του Ονείρου διαφέρει από τη Μοσχούλα της ώριμης ηλικίας, η οποία είναι απλώς άλλη μία κληρονόμος των αδυναμιών της πρωτόπλαστης Εύας. Αντίθετα, η Μοσχούλα του Ονείρου ήταν μια μορφή ιδεατή, με πλατωνική ομορφιά, ήταν η ενσάρκωση του ερωτικού πόθου του νεαρού αφηγητή. Ο Παπαδιαμάντης δεν παρέλειψε ωστόσο να κάνει μια αναφορά στην τύχη της ενήλικης Μοσχούλας, ίσως για να δείξει ότι η χαρά δεν είναι παρά μια φευγαλέα στιγμή χωρίς διάρκεια. Να δείξει ότι σε όλα τα ανθρώπινα υπάρχει παρακμή, και την ευτυχία τη διαδέχεται πάντα η δυστυχία.

9) Υπάρχουν στοιχεία στο διήγημα, στα οποία διαφαίνεται αντινομία του φυσικού (ποιμενικού) με τον κοινωνικό (αστικό) βίο;

Απάντηση: Ο ήρωας του διηγήματος ζει διαδοχικά σε δύο περιβάλλοντα, το φυσικό στην αρχή και το κοινωνικό μετά. Και στα δύο αυτά περιβάλλοντα είναι εξαρτημένος από κάπου. Αρχικά, από το μοναστήρι και στη συνέχεια από τον δικηγόρο εργοδότη του. Η διαφορά βρίσκεται στη μορφή και την ποιότητα της εξάρτησης. Από μέρους των μοναχών δεν του ασκείται καμία καταπίεση. Η εξάρτηση είναι ανεπαίσθητη. Αλλά ακόμα κι αυτή η τυπική εξάρτηση διαλύεται κι εξαφανίζεται μέσα στη φύση, που την αισθάνεται σχεδόν σαν ιδιοκτησία του, κι έτσι νιώθει ευτυχής. Αντίθετα, από τη θέση του βοηθού δικηγόρου αισθάνεται  δυστυχισμένος και πνιγμένος, γι’ αυτό και μισεί τον αίτιο της δυστυχίας του.

10) Ποια στοιχεία προσδίδουν στο διήγημα ποιητική λειτουργία;

Απάντηση: Στο διήγημα προσδίδεται ποιητική λειτουργία από τα εξής στοιχεία: τη ρυθμικότητα της γλώσσας, τη χρήση παρομοίωσης, τον πλούτο και την ποικιλία των επιθέτων, αλλά και από την ποιμενική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος, όπως και το ειδύλλιο του βοσκόπουλου με τη Μοσχούλα.

Εργασίες του σχολικού βιβλίου

1) Διαβάστε το κείμενο του Δ. Τζιόβα «Ερμηνεύοντας το Όνειρο στο Κύμα». Αφού συγκεντρώσετε τις ερμηνείες που κατά καιρούς έχουν προταθεί για το Όνειρο στο Κύμα, επιλέξτε μία μη την οποία συμφωνείτε και μία με την οποία διαφωνείτε και αιτιολογήστε τις επιλογές σας.

Απάντηση: Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει περισσότερο με την ερμηνευτική άποψη ότι το διήγημα αντιπροσωπεύει «την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, στη φυσική ζωή και την τεχνητή». Ο πρωτόγονος και ενστικτώδης ερωτισμός είναι το θέμα με το οποίο καταπιάνεται ο Παπαδιαμάντης και με βάση την ηθικοθρησκευτική του ιδιοσυγκρασία περιγράφει την ιδανική εκδοχή του. Αυτή είναι εκείνη που, κατά το διηγηματογράφο, κάνει κάποιον να μένει εκστατικός μπροστά στο γυμνό γυναικείο κάλλος, και την επαφή των δύο σωμάτων να είναι «εκλεκτή και αιθέριος».

Αντίθετα, όταν εξελιχθεί σε σαρκική μείξη, τότε περιπίπτει σε αγοραίους έρωτες, και η γυναόκα από όνειρο μετατρέπεται σε «απλή θυγάτηρ της Εύας», όπως λέει με εμφανή απογοήτευση. Οι δύο αυτές αντίπαλες μορφές του έρωτα βρίσκουν την έκφρασή τους στη φυσική και τεχνητή ζωή αντίστοιχα. Το φυσικό περιβάλλον, με την ομορφιά και την αγνότητά του, είναι αυτό μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να ανθίσει ο ιδανικός έρωτας. Αντίθετα, το αστικό περιβάλλον είναι τεχνητό και ο έρωτας καταντά «ιδιοτελείς περιπτύξεις» και εντάσσεται στους «κυνέρωτας».

2) Υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στη «Μοσχούλα» του Παπαδιαμάντη και στη «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού;

Απάντηση: Σε αρκετά σημεία παρατηρείται συγγένεια ανάμεσα στη «Μοσχούλα» του Παπαδιαμάντη και στη «φεγγαροντυμένη» του Κρητικού. Και οι δύο γυναίκες περιγράφονται με τη σωματική τους ομορφιά, η οποία έχει ονειρικές διαστάσεις. Επίσης, οι δύο ήρωες περιπίπτουν σε έκσταση μπροστά στο θέαμα. Η έκσταση αυτή προβάλλεται διαμέσου των στοιχείων της φύσης, αλλά και με άμεση περιγραφή των συναισθημάτων των ηρώων. Και στα δύο κείμενα, το όνειρο διακόπτεται κάποια στιγμή και οι ήρωες επανέρχονται στον κόσμο της πραγματικότητας. Τέλος, και στα δύο ο ερωτισμός είναι εξιδανικευμένος, απαλλαγμένος από την σαρκική επιθυμία και με τη μορφή αυτή γίνεται πηγή ποιητικής δημιουργίας.

3) Διαβάστε «Το μοιρολόγι της φώκιας» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και αναζητήστε κοινά στοιχεία.

Απάντηση: Πολλά είναι τα κοινά σημεία ανάμεσα στα δύο διηγήματα. Και στα δύο έχουμε παραθαλλάσιο τοπίο και το στερεότυπο του νεανικού ζεύγους που πρωταγωνιστεί στο ποιμενικό ειδύλλιο. Σε γενικές γραμμές, δίνεται η εντύπωση ότι το «Μοιρολόγι» είναι μια παραλλαγή του περιστατικού με το βοσκόπουλο και τη Μοσχούλα, με μικρές διαφοροποιήσεις. Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται στην ηλικία των νεαρών πρωταγωνιστών, και το θλιβερό τέλος στο «Μοιρολόγι», όπου η Ακριβούλα τελικά πνίγεται. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ο μικρός βοσκός «δεν είχεν αισθανθεί την παρουσία της» και δεν έδωσε σημασία όταν «ήκουσε έναν πλαταγισμόν».

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ουσιώδης διαφορά. Δεν δημιουργείται ειδύλλιο κι ερωτισμός. Ο μικρός βοσκός δεν αντιλαμβάνεται καν την παρουσία του κοριτσιού, ενώ η Ακριβούλα είναι τόσο μικρή ώστε, ενώ μαγεύεται από τη φλογέρα και θαυμάζει τον βοσκό, δεν υποπτεύεται τι σημαίνουν αυτές οι αντιδράσεις της. Μόνο ο παρατηρητής- αφηγητής το αντιλαμβάνεται, και το αφήνει να αιωρείται στην ατμόσφαιρα εντελώς υπαινικτικά κι αόριστα.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2188

Γ. Βιζυηνός, «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» : Ν.Ε Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

Γ. Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1849 και πέθανε το 1896. Το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης, και πήρε το ψευδώνυμό του άπο τον τόπο καταγωγής του, τη Βιζύη. Σε ηλικία δέκα ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει τη ραφτική τέχνη. Δύο χρόνια μετά πήγε στην Κύπρο και μπήκε στην υπηρεσία του μητροπολίτη. Το 1872 πήγε στη σχολή της Χάλκης με υποτροφία, κι εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1873, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία. Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» το έγραψε όσο ήταν στο Παρίσι, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της φιλοσοφίας. Ο Βιζυηνός θεωρείται ο πατέρας του νεοελληνικού διηγήματος. Τα θέματά του αντλούνται από οικογενειακές αναμνήσεις και από τις παραδόσεις του τόπου του.

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφήγηση: (δύο αφηγητές) α’ πρόσωπη- υποδεικνύει την προσωπική μαρτυρία, με εσωτερική εστίαση (αποκαλύπτεται δηλαδή μόνο ό,τι γνωρίζει ο αφηγητής)

Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: καθαρεύουσα στην αφήγηση και δημοτική στους διαλόγους

Ανάλυση του κειμένου

  • Α’ ενότητα: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν… και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της»

Ο τίτλος του κειμένου έχει τη μορφή αινίγματος. Με τον τρόπο αυτό υποβάλλεται η προσδοκία της απάντησης σε μια ερώτηση καθώς σκοπός της αφήγησης είναι η ανακάλυψη ενός μυστηρίου. Η άγνοια του αναγνώστη εντείνει το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της αφήγησης.

Ήδη από την αρχή του διηγήματος ο αφηγητής περιγράφει με παραδείγματα από την καθημερινή ζωή την ιδιαίτερη στοργή που έδειχνε η χήρα μητέρα του προς την μοναδική κόρη της οικογένειας. Ο ίδιος όμως εξηγεί ότι η αδυναμία της μητέρας προς το κορίτσι δεν ήταν προϊόν διακρίσεων από την πλευρά της μητέρας, αλλά δικαιολογημένη από τις αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή από το γεγονός ότι η Αννιώ ήταν η μοναχοκόρη της οικογένειας και μάλιστα με προβλήματα υγείας («καχεκτική και φιλάσθενος»). Η μακροχρόνια αρρώστια της Αννιώς και η συνεχής επιδείνωση της υγείας της αποτελεί και το βασικό αφηγηματικό μοτίβο μέσα από το οποίο εξελίσσεται η υπόθεση και διαγράφονται καθαρότερα οι χαρακτήρες.

Παράλληλα, περιγράφεται κι ο χαρακτήρας της Αννιώς. Καλόβουλη, με εξαίρετο ήθος, καλοσυνάτη, αγαπά υπερβολικά όλα τα αδέλφια της. Η προσήλωση της μητέρας και την αδερφών της σ’αυτήν, αντί να καλλιεργήσει εγωιστικές τάσεις, την κάνει πιο φιλική απέναντιι σε όλους. Η τρυφερότητα και η αγάπη προς τα αδέρφια της εκδηλώνεται έμπρακτα όταν τους μοιράζει κρυφά από τη μητέρα της τα «αρρωστικά» που της έφερναν οι επισκέπτες, αλλά κι όταν αρνείται στη εκκλησία να κάνει διακρίσεις στα αδέρφια της. Η στάση της Αννιώς δείχνει έναν άνθρωπο που με πρόωρη ωριμότητα ξέρει να διαχειρίζεται την αγάπη της ομοιόμορφα και δίκαια. Αντίθετα, η αδυναμία της μητέρας στη μοναχοκόρη της την οδηγούσε σε διακρίσεις και άδικες συμπεριφορές απέναντι στα άλλα παιδιά της.

  • Β’ ενότητα: «Ενθυμούμαι ακόμη… εγλύτωσεν από τα βάσανά του»

Η αγωνία της μητέρας για την κατάσταση της υγείας της Αννιώς την οδηγεί στην εκκλησία, όπου εγκαθίσταται μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον Γιωργή περιμένοντας να γίνει κάποιο θαύμα. Το κεντρικό γεγονός της αφήγησης σε αυτήν την ενότητα είναι η περιγραφή της εφιαλτικής νύχτας στην εκκλησία. Η εκκλησία, όπως και κάθε κλειστός χώρος, στη συνείδηση του αφηγητή είναι χώρος μυστηρίου και δυσάρεστων γεγονότων. Η υποβλητική ατμόσφαιρα του ναού προκαλεί στον αφηγητή δέος και φόβο, και τον προετοιμάζει για δυσάρεστες εξελίξεις. Ο φόβος του πρωταγωνιστή εντείνεται ακόμη περισσότερο όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του, η οποία δηλώνει διατεθειμένη να προσφέρει τη ζωή του Γιωργή σαν θυσία στο Θεό με αντάλλαγμα την επιβίωση της Αννιώς. Από τη στιγμή εκείνη πανικοβαλλεται, και βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση, αλλά και μια σύγκρουση με την ίδια τη μητέρα του. Παρά τις συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για τη αδελφή του, που αποκαλύπτουν την ενοχοποιημένη του συνείδηση, δεν αποφεύγει να εκφράσει την ίδια στιγμή το απερίφραστο παράπονό του για τη μητέρα του. Το ψυχικό σοκ που βιώνει, η απειλή της ζωής του, η απόρριψη της μητέρας του, ανατρέπουν μέσα του τη βεβαιότητα της μητρικής αγάπης.

  • Γ’ ενότητα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει τη μητέρα μου… και απηρχόμην εις τα ξένα»

Μετά το θάνατο της Αννιώς η μητέρα αντιδρά παθητικά, όταν όμως διαπιστώνει πως έχουν έντοβο οικονομικό πρόβλημα συνέρχεται και ρίχνεται στον αγώνα για τη συντήρηση των παιδιών της. Παράλληλα νιώθει την ανάγκη να αναπληρώσει το κενό της χαμένης κόρης της. Για το λόγο αυτό προχωρά σε υιοθεσία ενός άλλου κοριτσιού. Τα αγόρια της οικογένειας φαίνονται να έχουν θετική στάση απέναντι στην απόφαση της μητέρας, αφού μετέχουν στο εθιμικό της υιοθεσίας χαρούμενοι. Στη συνέχεια, όταν εκδηλώνεται η υπερβολική προσήλωση της μητέρας στην υιοθετημένη κόρη και η παράλληλη αδιαφορία γι’ αυτούς, η στάση τους γίνεται αρνητική. Στενοχωρούνται, δυσανασχετούν, και ανακουφίζονται όταν παντρεύεται και φεύγει. Η ανωνυμία αυτού του κοριτσιού δεν είναι τυχαία, αλλά εκφράζει τα αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή προς την κοπέλα. Μετά το γάμο της υιοθετημένης κόρης η μητέρα αποφασίζει να υιοθετήσει άλλο ένα κορίτσι. Στην περίπτωση της δεύτερης υιοθεσίας η αγανάκτηση και η αρνητική στάση των αγοριών εκφράζεται πλέον ανοιχτά και άμεσα. Η μητέρα όμως, θυμάται την υπόσχεση που της είχε δώσει ο Γιωργής πριν φύγει για την ξενιτιά, ότι θα τη βοηθήσει με την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης, και βασίζεται στην υπόσχεση αυτή.

Η λειτουργία του περιστατικού της σωτηρίας του αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι είναι καταλυτική, καθώς προετοιμάζει το έδαφος για την οριστική αποκατάσταση των σχέσεων μητέρας-αφηγητή, ο οποίος αρχίζει να αποκαθιστά τη βεβαιότητα για τα αισθήματα αγάπης της μητέρας του. Το κλίμα αρχίζει να γίνεται ευχάριστο και σταδιακά η ατμόσφαιρα αποφορτίζεται.

  • Δ’ ενότητα: «Η μήτηρ βεβαίως… αλλ’ ισχυρού τινός φόβου»

Η ενότητα αυτή αρχίζει με μια αναδρομική αφήγηση. Η αναδρομή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής, καθώς στη βάση αυτής της υπόσχεσης ο αφηγητής θα αναγκαστεί να συγκρουστεί με την μητέρα του για την υιοθετημένη κόρη. Η σύγκρουση αυτή δικαιολογείται από την άγνοια του αφηγητή για τα κίνητρα της μητέρας του.

Η μητέρα είναι φορτισμένη μετά την άρνηση της συνδρομής των παιδιών της για την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης. Μόνο στήριγμά της είναι πλέον ο Γιωργής. Αγωνιά κι αδημονεί να μάθει γι’ αυτόν, καθώς προσβλέπει στην βοήθειά του. Οι εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας από την πλευρά της μητέρας αποδεικνείουν όμως και την αγάπη της για τον Γιωργή, γεγονός που θα καταστήσει εντονότερη την σύγκρουσή τους. Παράλληλα αποκαλύπτεται η προσπάθεια της μητέρας να υπερασπιστεί το κύρος και την τιμή της οικογένειάς της, αφού εξεγείρεται προς όσους διαδίδουν αρνητικές φήμες για τον γιο της. Αντίστοιχα, η έκπληξη του Γιωργή μετά τον ερχομό του για την εικόνα της υιοθετημένης κόρης, εξυπηρετεί κι αυτή στην ένταση της σύγκρουσης με τη μητέρα.

Η Κατερινιώ προκαλεί αντιπάθεια κι απογοήτευση στον αφηγητή, καθώς δεν διαθέτει τις αρετές που θα επιθυμούσε ο ίδιος. Κατά τα πρότυπά του, η ιδανική αδερφή θα έπρεπε να έχει χαρούμενη, όμορφη και κομψή όψη, να έχει καλοσυνάτο χαρακτήρα, ανεπτυγμένο πνεύμα, καλλιεργημένο εσωτερικό κόσμο, και κυρίως να διαθέτει την ικανότητα να παρηγορεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, η μητέρα θεωρεί την Κατερινώ «δικό της παιδί» γιατί το πήρε όταν ήταν βρέφος, προσποιήθηκε ότι το θήλαζε, και το κοίμιζε στην κούνια των παιδιών της. Όμως όλα τα επιχειρήματά της είναι προσπάθειες να κατευνάσει την ενοχή της. Πρέπει να πιστέψει και η ίδια ότι είναι δικό της, μήπως και μπορέσει να εξιλεωθεί μέσω της ανατροφής του. Μάλιστα θεωρεί δοκιμασία από το Θεό το γεγονός ότι το παιδί που υιοθέτησε είναι «ανάξιο». Θέλει να πιστεύει ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία θα έρθει η εξιλέωσή της και θα ησυχάσει η συνείδησή της. Το αδιέξοδο αυτής της σύγκρουσης θα οδηγήσει τη μητέρα στο να εκμυστηρευτεί στο Γιωργή το «αμάρτημά» της.

  • Ε’ ενότητα: «Η μήτηρ μου εκρέμασε τη κεφαλήν… και εγώ εσιώπησα»

Στην τελευταία ενότητα του διηγήματος κεντρικό ρόλο έχει η εγκιβωτισμένη αφήγηση, δηλαδή η αφήγηση της μητέρας που παρεμβάλλεται μέσα στην  αφήγηση του Γιωργή. Η αφήγηση αυτή εξηγεί λεπτομερώς τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας, όπου η μητέρα του Γιωργή καταπλάκωσε άθελά της την ώρα που κοιμόταν ένα άλλο κοριτσάκι που είχε αποκτήσει στο παρελθόν. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, ο Γιωργής μπορεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τη γενικότερη συμπεριφορά της μητέρας του και κυρίως την εμμονή της για τα κορίτσια. Έτσι το αίνιγμα λύνεται και για τον Γιωργή και για τον αναγνώστη, και το δράμα αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση. Η δομή του διηγήματος λειτουργεί κυκλικά, αφού το τέλος λύνει το αίνιμα που τέθηκε στην αρχή με τον τίτλο.

Η μητέρα είναι αυτή που αποκαλύπτει και τα πραγματικά συναισθήματα του μικρού Γιωργή για την αδερφή του. Ζήλευε την Αννιώ και ενδεχομένως απέδιδε σ’ αυτην μέρος της ευθύνης για τη μεροληπτική στάση της μητέρας του. Ο ίδιος αποκρύπτει τις πραγματικές σκέψεις του για την Αννιώ, κάτι το οποίο συνιστά μάλλον ένα είδος μετάνοιας από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, ο οποίος νιώθει τύψεις για τα παρελθοντικά του συναισθήματα.

Για τη μητέρα, η ποιότητα της αμαρτίας δεν καθορίζεται από τη γνώση της από τρίτους. Είναι θέμα βαθιά προσωπικό. Η απόκρυψή της δεν φέρνει ανακούφιση. Το τίμημα θα πληρωθεί από την ψυχή της. Το μέγεθος της αμαρτίας και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει ορίζεται από τον αυστηρότερο κριτή, την ίδα της τη συνείδηση. Η μητέρα του Γιωργή δείχνει με τη στάση της ότι φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τραγικού προσώπου.

Η σιωπή στο τέλος του διηγήματος υποδηλώνει ότι η απόπειρα κάθαρσης υπήρξε ατελέσφορη. Η αποδοχή αυτή δεν αφορά μόνο την ενοχή της μητέρας (επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη κι επειδή, τιμωρώντας την ο Θεός γι’ αυτήν την αμαρτία, αφαίρεσε τη ζωή και της δεύτερης κόρης) αλλά και την ενοχή του Γιωργή (επειδή δεν υποκατέστησε την Αννιώ στο θάνατό της, αλλά και λόγω της στάσης του απέναντι στη μητέρα του, λόγω της αδυναμίας του να ανακουφίσει τον πόνο της). Η σιωπή κλείνει το διήγημα κι ανοίγει μέσα του έναν νέο κύκλο δράματος.

  • Γενικές παρατηρήσεις

Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος», καθώς ο Βιζυηνός, έχοντας σπουδάσει ψυχολογία, διεισδύει στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες τους, αποδίδει τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και τα συναισθήματά τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις του καθενός. Ταυτόχρονα, αντλεί από την θρακική καταγωγή του το ηθογραφικό υπόστρωμα του διηγήματός του. Έτσι, βασίζεται σε αυθεντικά πρόσωπα, όπως αυτά του χωριού του και ειδικότερα της οικογένειάς του. Βέβαια, τα ηθογραφικά στοιχεία δεν δίνονται απλώς σαν μια καταγραφή πληροφοριών. Ο Βιζυηνός εντοπίζει όλα τα δραματικά στοιχεία των καταστάσεων και μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον γίνεται η ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν είναι άτομα μοναχικά, αντικοινωνικά. Αντίθετα, βρίσκονται σε στενή επαφή με τον περίγυρό τους. Ιδίως οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται σφαιρικοί, με πολυσύνθετη ψυχοσύνθεση και περίπλοκα κίνητρα στις πράξεις τους. Έχει ο καθένας από αυτούς τις δικές του ατομικές ιδιαιτερότητες, κι είναι τόσο δύσκολο να περιγραφούν όπως ακριβώς ένας ζωντανός άνθρωπος.

Ο χαρακτήρας του κειμένου είναι αυτοβιογραφικός, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, το όνομα του αφηγητή ταυτίζεται με το όνομα του συγγραφέα, τα ονόματα των μελών της οικογένειας του διηγήματος είναι τα ίδια με τα ονόματα των μελών της οικογένειας του Βιζυηνού, και ο τόπος αφήγησης, όπως και η Πόλη, συμπίπτουν με την πραγματική πατρίδα αλλά και τα ταξίδια του αφηγητή.

Ο Βιζυηνός δεν βασίζεται στην περιγραφή μιας αναμφισβήτητης και μοναδικής πραγματικότητας. Κάθε ήρωας, παρουσιάζει τη δική του πραγματικότητα, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζει τα γεγονότα, στοιχείο που προσδίδει πιο έντονη δραματικότητα στο έργο και στα πρόσωπα.

Στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βιζυηνός αποτυπώνονται στοιχεία του γλωσσικού ιδιώματος της Θράκης (κυρίως στα διαλογικά μέρη), αλλά και η φαναριώτικη παιδεία του συγγραφέα (κυρίως στη λόγια γλώσσα της αφήγησης). Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία συνιστά στοιχείο ρεαλισμού και αληθοφάνειας των χαρακτήρων.

Τα θέματα του κείμένου είναι δύο: το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επιβεβαίωση της μητρικής αγάπης για τον αφηγητή. Αντίστοιχα, δύο είναι και οι στόχοι: η μητέρα ζητά τον εξαγνισμό κι ο γιος τη μητρική στοργή. Οι στόχοι των δύο πρωταγωνιστών είναι διαφορετικοί, αλλά αναπτύσσονται παράλληλα κι αυτοπροσδιορίζονται. Αρχικά, ο στόχος του γιού εξερτάται από το στόχο της μητέρας. Όσο η μητέρα αποτυγχάνει τόσο κι ο γιός δεν πετυχαίνει το στόχο του. Γι’ αυτό στο τέλος προσπαθεί να τη βοηθήσει, για να πραγματοποιήσει με τον τρόπο αυτό και το δικό του στόχο.

Εξετάζοντας τα θέματα που πραγματεύεται το έργο του Βιζυηνού ως τις ιστορίες δύο ανθρώπων, εκ των οποίων ο ένας βασανίζεται από ένα συναίσθημα ενοχής και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτό, κι ο άλλος αποζητά την αγάπη, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ένα έργο με πανανθρώπινα και διαχρονικά χαρακτηριστικά.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) «Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα». Η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας διατηρείται σε όλο το αφήγημα; Ανατρέπεται; Αποκαθίσταται; Πως; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Απάντηση: Η βεβαιότητα για τα αισθήματα της μητέρας δεν διατηρείται σε όλο το αφήγημα. Με τρόπο δραματικό ανατρέπεται όταν το αγόρι ακούει την προσευχή της μητέρας του, η οποια προσφέρει τη ζωή του σαν αντάλλαγμα για τη ζωή της Αννιώς. Ήδη όμως από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το αγόρι έβλεπε τη μητέρα του να δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία και στοργή προς το κορίτσι της οικογένειας, ενώ αυτον, όπως αργότερα του ομολόγησε κι η ίδια τον «απόκοψε» νωρίς. Η στάση της μητέρας συνέχισε να είναι μεροληπτική υπέρ και των υιοθετημένων κοριτσιών, γεγονός που έκανε τον Γιωργή να αμφιβάλλει ακόμα περισσότερο για την αγάπη της μητέρας του. Ωστόσο, η σχέση μάνας και γιού αποκαθίσταται αρχικά με τη σκηνή της σωτηρίας του στο ποτάμι. Η διάσωσή του από τη μητέρα του έκανε το Γιωργή να καταλάβει πως νοιάζεται γι’ αυτόν. Η οριστική αποκατάσταση όμως επήλθε μετά την εκμυστήρευση του αμαρτήματος. Ο Γιωργής, μετά από την αποκάλυψη του μοιραίου γεγονότος, άφησε στο παρελθόν όλες τις αμφιβολίες που είχε για την αγάπη της μητέρας του, και ικανός πλέον να καταλάβει τα κίνητρα των πράξεών της αποφάσισε να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις τύψεις.

2) «Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγινες του θανατά από τη ζούλια σου. Ο πατέρας σου σε έλεγε «το αδικημένο του» γιατί σ’ απόκοψα από πολύ νωρίς, και με εμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σε παραμελούσα». Η οπτική γωνία της μητέρας συμπίπτει με την οπτική γωνία του αφηγητή σε ό,τι αφορά τα συναισθήματά του προς την αδερφή του κατά την παιδική του ηλικία; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

Απάντηση: Η οπτική γωνία του αφηγητή δεν συμπίπτει με την οπτική γωνία της μητέρας. Ο Γιωργής ισχυρίζεται πως η ευνοϊκή μεταχείρηση της Αννιώς δεν έγινε ποτέ αφορμή να δυσαρεστηθούν τα αγόρια, ενώ η μητέρα του θυμάται ότι υπέφερε από ζήλια όταν η προσοχή των γονιών του στρέφονταν στην αδερφή του. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο αφηγητής προσπαθεί να εξωραϊσει τις σχέσεις του με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Παράλληλα, δείχνει και τις σκέψεις του ώριμου αφηγητή, ο οποίος νιώθει πλέον ενοχές και μετάνοια για τα αρνητικά συναισθήματα προς τα θηλυκά μέλη της οικογένειας. Οι δύο οπτικές γωνίες δίνουν μια ρεαλιστική χροιά στην ιστορία, καθώς η αλήθεια δεν παρουσιαζεται με μια μόνο όψη.

3) Να ανακαλύψετε τα σημεία του κειμένου τα οποία αποκαλύπτουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα π.χ. «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμε επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις».

Απάντηση: Τις παραστάσεις της παιδικής ηλικίας ο αφηγητής της αναφέρει όπως ακριβώς τις προσέλαβε τότε, αλλά τις σχολιάζει και με την οπτική γωνία του ώριμου άντρα. Πιο συγκεκριμένα, στο σημείο της περιγραφής του «ψευτογιατρού» δίνει όλες τις εντυπώσεις που του προξένησε εκείνος ο άνθρωπος, υπάρχουν όμως και ειρωνικά σχόλια υπό την ώριμη οπτική. Επίσης, ο νεαρός αφηγητής αποδίδει τη θρησκευτική συμπεριφορά της μητέρας του σε ευλάβεια, ενώ για τον ώριμο αφηγητή όλα αυτά είναι δεισιδαιμονίες. Ένα άλλο σημείο είναι η προσευχή του Γιωργή, όπου παρακαλά να τον «πάρει» ο νεκρός πατέρας του για να εκδικηθεί τη μητέρα του. Ο ώριμος αφηγητής όμως νιώθει ενοχές γι’ αυτή τη συμπεριφορά του.

4)  Ποιες είναι οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή α) ως ενήλικα και πεπαιδευμένου και β) ως παιδιού ή εφήβου. Αναζητήστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα για να αναδείξετε την «ιδιότυπη αυτή διγλωσσία». Διαπιστώνετε άλλα κριτήρια με βάση τα οποία διαμορφώνονται οι γλωσσικές ποικιλίες του αφηγηματικού λόγου στο κείμενο;

Απάντηση: Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο μικρός Γιωργής είναι η δημοτική, όπως αποκαλύπτεται στους διαλόγους των προσώπων. Το ύφος είναι νεανικό, ενθουσιώδες και παρορμητικό («Να φάνε τη γλώσσα τους…»). Αντίθετα, ο ενήλικας αφηγητής χρησιμοποιεί λόγια γλώσσα («η ενδόμυχος της μητρός ημών…»), καθαρεύουσα («μοι φαίνεται…»), με προσεγμένο κι ακριβές ύφος. Εκτός όμως από το κριτήριο της ηλικίας, οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή επηρρεάζονται κι από τις κοινωνικές ή πολιτισμικές διαφορές, με στόχο τη ρεαλιστικότερη απόδοση και την αληθοφάνεια των χαρακτήρων.

5) Σε ποια σημεία του διηγήματος διακρίνετε την κοινωνική καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο που υφίσταται η γυναίκα του περασμένου αιώνα και πώς αντιμετωπίζει η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα αυτήν την πραγματικότητα;

Απάντηση: Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, ο κοινωνικός έλεγχος ήταν εξαιρετικά έντονος, ιδίως για μια γυναίκα που έχασε νέα το σύζυγό της. Ακόμα και το γεγονός ότι η Δεσποινιώ ήταν μια πολύτεκνη μητέρα δεν της έδινε το δικαίωμα να τεθεί «εκτός» αυτού του ελέγχου. Σύμφωνα με την τοπική κοινή γνώμη, η γυναίκα θα έπρεπε να είναι σεμνή και συγκρατημένη, διαφορετικά θα υφίστατο τα αρνητικά σχόλια των συγχωριανών («τι θα ειπή ο κόσμος»). Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε αυστηρά το πατριαρχικό πρότυπο οικογένειας, οι καταπίεση της γυναίκας ξεκινούσε από την παιδική της ηλικία («δεν με άφηκε η γιαγιά σου…»). Η διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών στόχευε στον συνειδητό αυτοπεριορισμό τους. Η ίδια η Δεσποινιώ φαίνεται να αποδέχεται, κι ως ένα βαθμό Να συμμερίζεται τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της. Ακόμα κι όταν τα υπερβαίνει λόγω των προσωπικών, οικογενειακών ή εσωτερικών της αναγκών, φροντίζει να μην έρθει σε σύγκρουση μαζί τους.

6) «…Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, κσθώς από ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός, προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους…» (Κ. Στεργιόπουλος) Ποιο είναι το αρχικό γεγονός στο «Αμάρτημα της μητρός μου» και πως δραματοποιούνται οι συνέπειές του;

Απάντηση: Το αρχικό γεγονός είναι ο θάνατος του μωρού λόγω της απροσεξίας της μητέρας. Το μοιραίο αυτό γεγονός θα έχει αντίκτυπο σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Γίνεται με έναν τρόπο ο ρυθμιστής της συμπεριφοράς όλων. Η δραματοποίηση των συνεπειών έχει τη μορφή χιονοστιβάδας: αφού διαταράσσονται οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των γονέων, δημιουργείται στη μητέρα ένα αίσθημα ενοχής που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Έτσι, προσηλώνεται στην Αννιώ, τη δεύτερη κόρη της, παραμελώντας τα τρία αγόρια. Η υπερβολική αγάπη της μητέρας προς την κόρη οδηγεί στον ψυχικό τραυματισμό του αφηγητή, κι όταν μετά το θάνατο της Αννιώς προχωρά σε δύο υιοθεσίες οι οικογενειακές σχέσεις διαταράσσονται και τα μέλη οδηγούνται σε συγκρούσεις.

7) «Όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγότερο θα με παιδέψει ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα». Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνομο ψυχικό κλίμα της μάνας.

Α) Η αυτοτιμωρία συνιστά πράξη εξιλέωσης απέναντι στο Θεό ή και απέναντι στον εαυτό της;

Β) Καθησυχάζει η μητέρα τη συνείδησή της τελικά, ιδιαίτερα μετά τη συνάντησή της με τον Πατριάρχη;

Γ) Ενοχοποιείται η μητέρα στη συνείδησή σας; Ποια είναι η αίσθηση που σας αφήνει η τελική έκβαση της ιστορίας;

Απάντηση: Η αυτοτιμωρία είναι πράξη εξιλέωσης τόσο απέναντι στο Θεό όσο (και κυρίως) απέναντι στον εαυτό της. Αλλά ακόμα κι όταν το θρησκευτικό μέρος αποκαταστάθηκε με τη συγχώρεση από τον Πατριάρχη, η εσωτερική εκκρεμότητά της παραμένει. Η άφεση της αμαρτίας είχε γι’ αυτήν παροδικό χαρακτήρα. Ποτέ δε θα μπορέσει να συγχωρήσει τον εαυτό της και να κλείσει την πληγή από το βαθύ ψυχολογικό της τραύμα. Για την τραγική αυτή μητέρα δεν μπορεί να υπάρξει κάθαρση. Στη συνείδηση του αναγνώστη η μορφή της μητέρας αυτής απενοχοποιείται. Τόσο το ακούσιο της πράξης της, όσο και οι προσπάθειές της να εξιλεωθεί, προκαλούν τη συμπόνοια και τον οίκτο των αναγνωστών.

8) Είναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός συνθέτει την αφήγησή του βασισμένος στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου διηγήματος σας δίνει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση της ατομικής του περιπέτειας και της οικογενειακής του ιστορίας;

Απάντηση: Πράγματι ο Βιζυηνός βασίζεται στην ανάπλαση προσωπικών εντυπώσεων και βιωμάτων, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται τόσο από τα περιστατικά που περιγράφει, όσο κι από τα ονόματα των χαρακτήρων του διηγήματος, τα οποία είναι ίδια με τα ονόματα της οικογένειας του συγγραφέα. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο όμως είναι απλώς το αρχικό υλικό του. Το έργο του υπερβαίνει την προσωπική και οικογενειακή του ιστορία. Το στοιχείο που επικρατεί είναι το ψυχογραφικό και το ηθογραφικό. Μάλιστα το υλικό του διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του δράματος, γεγονός που ανάγει το έργο του σε κλασικής αξίας κείμενο.

9) Υπάρχει μια φράση κλειδί που αποτυπώνει την εξέλιξη στην ασθένεια της Αννιώς και επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη στις πρώτες σελίδες του κειμένου.

Α) Αναζητείστε την και καταγράψτε τις εκδοχές της.

Β) Γιατί ο αφηγητής την επαναλαμβάνει; Υπηρετεί η φράση αυτή τη δομή του κειμένου; Πως λειτουργεί μέσα στα ετρύτερα συμφραζόμενά της;

Απάντηση: Η φράση κλειδί που καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων, το μοτίβο δηλαδή, είναι η αρρώστια της Αννιώς και η πορεία, η εξέλιξη της ασθένειάς της όπως περιγράφεται («ήτο… καχεκτική και φιλάσθενος», «η ασθένεια… ολοέν εδεινούτο», «η κατάστασις έβαινεν… επί τα χείρω», «εχειροτέρευεν αδιακόπως» «η ασθένεια… ήτο ανίατος»). Την φράση αυτή την επαναλαμβάνει ώστε να δηλωθούν οι διαδοχικές φάσεις της πορείας της ασθένειας και οι αντίστοιχες αντιδράσεις κι ενέργειες την μητέρας. Με έναν τρόπο στη φράση αυτή βασίζεται η δομή του κειμένου. Η επανάληψή της εξυπηρετεί την κλιμάκωση και την κορύφωση του δράματος. Το μοτίβο αυτό λειτουργεί σαν μεταβατικός κρίκος κάθε υποενότητας.

10) «Σου έφερα δυο παιδιά στα πόδια σου…χάρισέ μου το κορίτσι!» Τι απήχηση είχε η προσευχή αυτή στην ψυχή του Γιωργή;

Απάντηση: Η προσευχή της μητέρας που έτυχε να ακούσει ο Γιωργής αποτελεί για τον ίδιο διάψευση της αγάπης της μητέρας του. Μετά από αυτό το γεγονός αμφιβάλλει για τα αισθήματα της μητέρας του. Από τη πρώτη στιγμή που ακούει τη μητέρα του να προσεύχεται μένει εμβρόντητος και τον κυριεύει ο πανικός. Μετά το αρχικό σοκ τρέπεται σε φυγή από κοντά της αποσύροντας την εμπιστοσύνη του και την συμπαράστασή του προς το πρόσωπό της. Νιώθοντας απογοητευμένος, προσεύχεται κι ο ίδιος να πεθάνει ούτως ώστε να την εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, δημιουργείται βαθύ χάσμα στη σχέση του παιδιού με τη μητέρα του.

11) Σε ορισμένα σημεία του κειμένου διακρίνουμε ειρωνικές αποχρώσεις στη «φωνή» του αφηγητή.

Α) Να τα εντοπίσετε και να τα καταγράψετε.

Β) Σε τι στοχεύει, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής καταφεύγοντας στην ειρωνία;

Απάντηση: Συχνά στο κείμενο συναντάμε ειρωνικά σχόλια από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, κυρίως όταν παρουσιάζει δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, όπως για παράδειγμα στην περιγραφή του «ψευτογιατρού». Στόχος του είναι να διακωμωδήσει στοιχεία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου, να αμφισβητήσει την ιατρική ιδιότητά του και να στηλιτεύσει την διαβεβαίωσή του για τη βελτίωση της υγείας της Αννιώς. Για τον ίδιο λόγο, για να «σχολιάσει» την ιδιότητα του γύφτου, τον αποκαλεί «ραψωδό». Βέβαια, αξιολογώντας συνολικά την ειρωνία του αφηγητή, εντοπίζουμε ότι εξυπηρετεί κι έναν υφολογικό στόχο, ο οποίος είναι η δραματική αποφόρτιση της αφήγησης. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να απαλύνει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα και να ανακουφίσει τον αναγνώστη από τα αρνητικά συναισθήματα.

12) Με ποια επιχειρήματα θα μπορούσατε να υποστηρίξετε την αληθοφάνεια των χαρακτήρων του διηγήματος;

Απάντηση: Ο αφηγητής, βασισμένος στο αυτοβιογραφικό στοιχείο, αναπλάθει γνήσιες προσωπικές εντυπώσεις. Τα πρόσωπα του διηγήματος, ο χώρος και ο χρόνος που διαδραματίζονται τα γεγονότα, τα ονόματα και τα προσωπικά βιώματα, μαρτυρούν ότι η ιστορία του διηγήματος είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα. Η αληθοφάνεια των προσώπων όμως δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σε βάθος, με έναν τρόπο που μας κάνει να φανταζόμαστε ότι κάπως έτσι θα ήταν και στην πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος που παρουσιάζει ο αφηγητής τα γεγονότα μέσα από δύο οπτικές γωνίες (την παιδική και την ώριμη), είναι απόλυτα φυσικός. Το ίδιο φυσικές είναι και όλες οι ενέργειες της μητέρας, γνωρίζοντας την ψυχολογία που τη διακατέχει. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το βάθος της ψυχής των ηρώων κι έτσι οι πράξεις κι οι αντιδράσεις τους γίνονται απόλυτα κατανοητές και αληθοφανείς.

13) Αναζητήστε εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν στο κείμενο θεατρική λειτουργία.

Απάντηση: Στο διήγημα υπάρχουν πολλά στοιχεία που του προσδίδουν χαρακτήρα θεατρικό. Πρώτα απ’ όλα, συμμετέχουν πολλά πρόσωπα, εκ των οποίων άλλα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοι είναι δευτεραγωνιστές, και κάποιοι τα «βουβά» πρόσωπα. Ο ίδιος ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο ανάμεσα στα άλλα, με άμεση εμπλοκή στα γεγονότα. Επίσης, υπάρχουν εναλλαγές τόσο στις σκηνές όσο και στα σκηνικα, με εναλλαγή π.χ. κλειστών – ανοιχτών χώρων.

14) Έχει επισημανθεί ότι ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί με συνεχείς αντιθέσεις π.χ. πόλη/ χωριό, μέσα/ έξω, κ.ά. Μπορείτε να εντοπίσετε την αντίθεση «κλειστός χώρος/ ανοιχτός χώρος» στο διήγημα που εξετάζουμε, υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σημεία; Πως εγγράφονται στη συνείδηση του αφηγητή οι χώροι αυτοί και με τι είδους περιστατικά συνδέονται;

Απάντηση: Οι κλειστοί χώροι του διηγήματος είναι το σπίτι και η εκκλησία. Οι ανοιχτοί χώροι είναι η αυλή, ο γάμος και το ποτάμι. Οι κλειστοί χώροι βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα και τα συναισθήματα φόβου. Μέσα στο σπίτι έχουν λάβει χώρα όλοι οι θάνατοι, και μέσα στην εκκλησία γίνεται η πρώτη σύγκρουση μητέρας και γιού. Έτσι, ο κλειστός χώρος εγγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή ως χώρος δυσάρεστων γεγονότων και μυστηρίου. Ανίθετα, ο ανοικτός χώρος προκαλεί συνήθως ευχάριστη αίσθηση στον αφηγητή, καθώς συνειρμικά ανακαλεί στη μνήμη του ευχάριστα βιώματα, όπως το γλέντι του γάμου, την πομπή της πρώτης υιοθεσίας και τη διάσωσή του στο ποτάμι.

15) «Στο Αμάρτημα της μητρός μου η ηρωίδα, πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της, υπαινίσσεται την αμαρτία της» (Παν. Μουλλάς) Να αναζητήσετε τους σχετικούς υπαινιγμούς.

Απάντηση: Στο διήγημα υπάρχουν δύο προσημάνσεις που υπαινίσσονται το αμάρτημα. Α) «ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου…» (σελ. 133) και Β) «η αμαρτία μου… δεν εσώθηκε ακόμη» (σελ. 146)

16) «Έτσι ο αφηγητής πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης)» (Παν. Μουλλάς) Να αναζητήσετε μέσα από το κείμενο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν μια τέτοια άποψη.

Απάντηση: Ο αφηγητής του διηγήματος είναι παρών μέσα στην αφήγηση, χωρίς να είναι ούτε παντογνώστης ούτε προνομιακός φορέας. Κατ’ αρχήν, δεν θα μπορούσε να είναι παντογνώστης γιατί την πλήρη γνώση την έχει ένα άλλο πρόσωπο, η μητέρα. Ο ίδιος μαθαίνει και κατανοεί σταδιακά τα γεγονότα. Επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής, το προνομιακό πρόσωπο, αφού η δράση του δεν είναι καθοριστική. Οι δράσεις που καθορίζουν την εξέλιξη προέρχονται από την πλευρά της μητέρας.

17) Όπως γνωρίζετε, σε μια αφήγηση συχνά παρατηρούνται αναχρονίες όταν ο αφηγητής παραβιάζει τη χρονική σειρά κατά τη  αφήγηση, αναφερόμενος άλλοτε σε γεγονότε προγενέστερα από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή (αναδρομικές αφηγήσεις) και άλλοτε προλέγοντας γεγονότα τα οποια θα διαδραματιστούν αργότερα (πρόδρομες αφηγήσεις).

Α) Να αναζητήσετε και να καταγράψετε τις αναχρονίες του αφηγήματος.

Β) Τι επιτυγχάνει με τη χρήση τους ο αφηγητής;

Απάντηση: Στο κείμενο δύο είναι οι πρόδρομες αναχρονίες, η προαναγγελία («ήθελον να ξενιτευθώ») και η αναχώρηση του Γιωργή στα ξένα. Οι αναχρονίες αυτές προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τις μελλοντικές περιπέτειες του ήρωα. Υπάρχουν βέβαια και αναδρομικές αναχρονίες. Η πρώτη είναι μετά την προσευχή της μητέρας, η οποία προσπαθει να αιτιολογήσει το περιεχόμενό της. Η δεύτερη αναδρομή γίνεται με την περιγραφή του σιωπηλού θρήνου της μητέρας για το χαμλο του συζύγου της. Η αναδρομή αυτή υπογραμμίζει την αντίθεση με τον έντονο σπαραγμό της για το θάνατο της Αννιώς. Η επόμενη, είναι η σκηνή της διάσωσης στο ποτάμι, που δείχνει το πραγματικό νόημα της υπόσχεσης και επαναφέρει στο προσκήνιο το μοτίβο της σχέσης μητέρας και παιδιού. Η τελευταία αναχρονία, η εκμυστήρευση του αμαρτήματος είναι και η σημαντικότερη. Είναι το στοιχείο που λείπει για τη λύση του μυστηρίου. Μετά την αναχρονία αυτή ο αναγνώστης και ο ίδιος ο Γιωργής είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά της μητέρας. Εξετάζοντας συνολικά τη χρήση των αναχρονιών, βλέπουμε ότι με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας επιτυγχάνει την εσωτερική σύνδεση περιστατικών του παρελθόντος και του μέλλοντος με το παρόν. Επίσης, αποφεύγει τη μονοτονία της γραμμικής αφήγησης και επιβραδύνει την πλοκή, ώστε να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Εργασίες του σχολικού βιβλίου

1) Στο κείμενο, παράλληλα με την κυρίως διήγηση δίνεται μια εικόνα της καθημερινής ζωής (έθιμα, παραδόσεις, ήθη, προλήψεις, λαϊκές δοξασίες κλπ). Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Απάντηση: Τα ήθη της εποχής θέλουν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και τις ελευθερίες της περιορισμένες από την παιδική της ακόμα ηλικία (σελ. 126). Σε αντιστάθμισμα αυτών, τα αρσενικά παιδιά αναλαμβάνουν να προικίσουν τις αδελφές τους (σελ. 141, 142). Μάλιστα για να εκπληρώσουν αυτό το σκοπό ξενιτεύονται, διότι η προίκα των κοριτσιών είναι ένας από τους βασικούς θεσμούς.

Η υιοθεσία γίνεται με πανηγυρική διαδικασία, η οποία αρχίζει με τον ιερέα στην εκκλησία και τελειώνει με τον «πρωτόγερο» στην αυλή του σπιτιού (σελ. 139). Αυτή είναι η επικύρωση και η νομιμοποίηση της πράξης υιοθεσίας. Γεγονός πιο σημαντικό και πολύ πιο πανηγυρικό είναι ο γάμος, που επισφραγίζεται με την βραδινή διασκέδαση (σελ. 148).

Τον νεκρό τον θρηνούν με ξεφωνητά οι γυναίκες, όχι μόνο του σπιτιού αλλά και οι ξένες τον μοιρολογούν.

Η έλλειψη μόρφωσης και μέσων για την αντιμετώπιση των  δύσκολων καταστάσεων, ιδίως των ασθενειών, ευνοούν τη δημιουργία προλήψεων και δεισιδαιμονιών. Έτσι οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων, κακοποιών «εξωτικών» και δαιμονίων (σελ. 128), τα οποία επηρεάζουν δυσμενώς τη ζωή και προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν με όπλα τη θρησκεία και τη μαγεία. Αποτρεπτικό και ακυρωτικό του κακού θεωρείται και η κατάρα (σελ. 144).

Η απουσία πάλι επιστήμης δημιουργεί υποκατάστατα αυτής (σελ. 127), ενώ η έντεχνη μουσική αντικαθίσταται από αυτοσχέδιους ραψωδούς, που λυμαίνονται τις ανάγκες και την αφέλεια των απλών ανθρώπων.

2) Έχει επισημανθεί ότι ο Βιζυηνός «βρίσκεται πολύ μακριά από τους απλούς ηθογράφους της γενιάς του…» και πως του χρωστούμε «την πρώτη γενναία προσπάθεια να λυτρωθεί η λογοτεχνική μας παράδοση από τη ρηχή ηθογραφία και την ρομαντική αφήγηση». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως απλοϊκή, ρηχή ή αφελής ηθογραφία χαρακτηρίζεται η επιφανειακή αναπαράσταση ηθώ και εθίμων του χωριού, να επισημάνετε στοιχεία στο αφήγημα που δικαιώνουν την παραπάνω κρίση για τον Βιζυηνό.

Απάντηση: Ο Βιζυηνός εμφανίστηκε σε μια εποχή που στη χώρα μας, είχε αρχίσει να ανατύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη και οι πεζογράφοι είχαν στραφεί προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή των ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού. Έτσι καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Ο Βιζυηνός όμως προχώρησε βαθύτερα δίνοντας στο έργο του αυτοβιογραφικό και κυρίως ψυχογραφικό χαρακτήρα.

Σκοπός λοιπόν του Βιζυηνού δεν είναι να κάνει μια συστηματική ή έστω απλή καταγραφή λαογραφικών στοιχείων της τοπικής κοινότητας, της οποίας μέλος είναι κι ο ίδιος, αλλά να ενσωματώσει κάποια από αυτά στις ανάγκες της αφήγησης, ώστε με τη βοήθειά τους να ερμηνευτούν αντιληψεις, συμπεριφορές, αντιδράσεις, συναισθήματα. Δε λειτουργούν επομένως σαν μια ρηχή ηθογραφία, ούτε αποβλέπουν στη δημιουργία μιας επιφανειακά ρομαντικής διάθεσης, αλλά κατατείνουν σε ουσιαστικότερους στόχους.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2187

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση