Κατηγορία: Ιστορία

Ιστορία Ανθρωπιστικών Σπουδών Γ’ Λυκείου

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4654

Ιστορία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου : Το κρητικό ζήτημα από διπλωματική άποψη κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4282

Ιστορία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου : Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα (1821-1930)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4279

Ιστορία Κατέυθυνσης Γ’ Λυκείου : Η διαμόρφωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα (1821-1936)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4278

Ιστορία Κατέυθυνσης Γ’ Λυκείου : Από την Αγροτική Οικονομία στην Αστικοποίηση

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4276

Η εδαφική ιστορία των Ελλήνων από το 2.500 π.Χ. ως σήμερα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4224

Η Ιστορία της Τούμπας Θεσσαλονίκης

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3677

Οι περιφημότεροι στρατοί και τα επίλεκτα τάγματα του αρχαίου κόσμου

Οι εκλεκτότερες στρατιωτικές μονάδες της παγκόσμιας ιστορίας!

Είναι γεγονός ότι η πολεμική ιστορία βρίθει από στρατιωτικές ελίτ που έγραψαν ένδοξες στιγμές και χρυσές σελίδες στην επικράτεια των εχθροπραξιών.

Από την αρχαιότητα λοιπόν μέχρι και τα νεότερα χρόνια που χαρακτηρίστηκαν ως Μεσαίωνας, εμφανίστηκαν στρατοί τρομεροί που έμοιαζαν με την πειθαρχία και την ανωτερότητά τους ως μαζικές ειδικές δυνάμεις, την ίδια ώρα που μεμονωμένα σώματα μάχης κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να γίνουν φόβητρο απαράμιλλο για κάθε εχθρό που είχε την τραγική ατυχία να τα αντιμετωπίσει στο πεδίο της σύγκρουσης.

Είτε μιλάμε για πόλεις-κράτη με σιδηρά στρατιωτική οργάνωση, όπως η περίφημη αρχαία Σπάρτη, είτε για επίλεκτα σώματα στρατών, το δόγμα ότι ο πόλεμος είναι μια τέχνη που κατακτιέται με την εκπαίδευση ποτέ δεν βρήκε καλύτερη ενσάρκωση στα πρώιμα αυτά χρόνια των ανθρώπινων συρράξεων.

Εδώ θα μιλήσουμε τόσο για περίφημα στρατεύματα που ο κόσμος δεν είχε ματαδεί και κανείς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει, όσο και για μεμονωμένα εκλεκτά τάγματα που έκαναν πάντα τη μεγάλη διαφορά σε όρους φονικής αποτελεσματικότητας.

Αναγκαστικά θα μείνουν έξω πολλές και σπουδαίες μονάδες, καθώς μιλάμε για παγκόσμια ιστορία που είναι γεμάτη από τέτοια πολεμικά υπερόπλα, αν και τις παρακάτω δεν μπορείς να τις προσπεράσεις, καθώς έμειναν ορόσημα ανδρείας και θανάσιμης ικανότητας…

Η Σπαρτιατική Φάλαγγα

Ήταν η πόλη του Λυκούργου, ειδικά μετά τους Μεσσηνιακούς Πολέμους, που καθόρισε τον τρόπο «επιστημονικής» διεξαγωγής του πολέμου, αναγορεύοντας τη μάχη σε υπέρτατη πολεμική τέχνη. Η Σπάρτη δημιούργησε τον πρώτο τακτικό στρατό του αρχαίου κόσμου, έναν στρατό επαγγελματικό μεν, αλλά χωρίς μισθό, στον οποίο ο πολίτης ήταν διά βίου (μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας του) και για όλο το διάστημα της ημέρας οπλίτης. Η αξιοθαύμαστη δομή του σπαρτιατικού στρατού, ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., είχε ως κύριο σώμα μάχης τη λακωνική φάλαγγα, ενώ ο βασικός πυρήνας του αποτελούνταν από άντρες που ήταν στενά δεμένοι μεταξύ τους με όρκο.

Οι οπλίτες της λακωνικής φάλαγγας φορούσαν ερυθρά χλαίνη -για να μην είναι άμεσα ορατό το αίμα τους κατά τον τραυματισμό-, κρατούσαν χάλκινη ασπίδα μεγάλου μεγέθους (με σήμα ένα τεράστιο κεφαλαίο «Λ») και πολεμούσαν με δόρυ 3-4 μέτρων. Για τις μάχες σώμα με σώμα (εκ του συστάδην) χρησιμοποιούσαν τα ειδικής κατασκευής λακωνικά ξίφη τους. Η μακρά πολεμική παράδοση των Λακεδαιμονίων δεν συγχωρούσε εκείνους που έδειχναν δειλία προ του εχθρού: ονομάζονταν χλευαστικά «τρέσαντες» (τρέμοντες) και τόσο οι ίδιοι οι «ριψασπίδες» όσο και οι οικογένειές τους δεν είχαν πλέον καμία υπόληψη στην πόλη.

Η πολεμική αρχή των Σπαρτιατών, το «νικάν ή απόλλυσθαι» (να νικούν ή να σκοτωθούν) είναι που έκανε τον στρατό τους πανίσχυρο, αφού στην αρχαία Σπάρτη δεν ήταν αξιοσημείωτο το να είναι αλλά το να μην είναι κανείς γενναίος. Βέβαια, παρά το αξιόμαχο του συνόλου του σπαρτιατικού στρατεύματος, υπήρχε ωστόσο ένα επίλεκτο τμήμα 300 ανδρών, οι περίφημοι «Ιππείς», το οποίο συγκροτούσαν οι καλύτεροι σπαρτιάτες «Όμοιοι» πολεμιστές, δηλαδή οι καλύτεροι των καλυτέρων! Αυτοί είχαν την τιμή να πολεμούν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον βασιλιά τους. Οι «Ιππείς» δεν είχαν καμιά διαφορά στον τρόπο μάχης από τον υπόλοιπο στρατό των Λακεδαιμονίων, καθώς σχημάτιζαν κι αυτοί φάλαγγες. Αν και ονομάζονταν «Ιππείς», ήταν στην πραγματικότητα πεζοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δράσης των «Ιππέων» ήταν η μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο Λεωνίδας ηγούνταν αυτού ακριβώς του τμήματος…

Ο Ιερός Λόχος Θηβών

Ο Ιερός Λόχος των Θηβών ήταν μια από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες που έδρασαν ποτέ στην αρχαία Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 379 π.Χ. από τον Γοργίδα, σε μια εποχή που η Θήβα είχε αποτινάξει τον σπαρτιατικό ζυγό. Ο λόχος απαρτιζόταν από 300 άνδρες, από τους πλέον εξέχοντες νέους της πόλης στις αθλοπαιδιές και ειδικά στην πάλη. Είχαν όλοι τους αριστοκρατική καταγωγή και ήταν προσεκτικά διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του λόχου αδιάσπαστες. Η εντατική εκπαίδευση και οι συχνές μάχες τους, με δημόσια δαπάνη, έκαναν τον λόχο φόβητρο ξακουστό.

Οι μεγαλύτερες στιγμές του λόχου σημειώθηκαν υπό τις διαταγές του Πελοπίδα, καθώς παρέμεινε αήττητος για 35 ολόκληρα χρόνια σφοδρών συγκρούσεων, ενώ καταστράφηκε ολοκληρωτικά στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) από το Μακεδονικό Ιππικό του Φιλίππου, το οποίο διοικούσε πλέον ο γιος του Μέγας Αλέξανδρος. Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Ιερός Λόχος των Θηβών ιδρύθηκε από τον Γοργίδα, αν και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μαρτυρεί ωστόσο την ύπαρξη του Ιερού Λόχου ήδη από το 424 π.Χ., κατά τη μάχη του Δηλίου…

Το Αθηναϊκό Ναυτικό

Μέχρι το 490 π.Χ., η μετέπειτα θαλασσοκράτειρα Αθήνα διέθετε μεν στόλο, την ανταγωνίζονταν ωστόσο στη θάλασσα στα ίσα τόσο οι Μεγαρείς όσο και οι Κορίνθιοι. Τη χρησιμότητα ισχυρού στόλου την αντιλήφθηκε πρώτος ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και έπεισε τους Αθηναίους να αναλάβουν τις σχετικές δαπάνες. Για την επάνδρωση των πλοίων πολλοί οπλίτες αναγκάστηκαν να μετατραπούν σε ναύτες, κατηγορώντας τον Θεμιστοκλή ότι μετέτρεψε τους αριστοκράτες από ευγενείς πολεμιστές σε κωπηλάτες.

Το 480 π.Χ. ωστόσο, κατά την εισβολή των Περσών, η Αθήνα μπορούσε να αντιπαρατάξει 200 ετοιμοπόλεμες τριήρεις και να νικήσει τους Πέρσες κατά κράτος στη θάλασσα. Μετά την ήττα των Περσών, η Αθήνα είχε ήδη μετατραπεί σε σημαντική ναυτική δύναμη, ενώ με τους φόρους επί των συμμάχων της κατάφερε να αυξήσει κι άλλο τον στόλο της σε 400 τριήρεις. Η αθηναϊκή θαλασσοκρατορία ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη και το ναυτικό της ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατιωτικού δυναμικού της! Από τότε ως και τον θάνατο του Αλέξανδρου (323 π.Χ.), η Αθήνα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της Ελλάδας…

Η Μακεδονική Φάλαγγα



Την ώρα που το ιππικό που συντρόφευε τον μέγα στρατηλάτη Αλέξανδρο ήταν το επίλεκτο σώμα του στρατού του, η τιμή οφείλει να πάει στον τρόπο παράταξης της μακεδονικής φάλαγγας, που μεταμορφώθηκε έτσι σε ένα από τα πλέον αξιόμαχα στρατεύματα του αρχαίου κόσμου! Ο χαρακτηριστικός τρόπος παράταξης μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των κρατών των επιγόνων του Αλεξάνδρου, ήταν και ο πρώτος σχηματισμός βαρέως πεζικού στη Μακεδονία, παραμένοντας ο πιο αποτελεσματικός στρατιωτικά σχηματισμός της αρχαιότητας. Η μακεδονική φάλαγγα, στην πλήρη ανάπτυξή της, αποδίδεται στον Μέγα Αλέξανδρο, η μεταρρύθμιση πάντως της οπλιτικής φάλαγγας στην περίφημη μακεδονική συντελέστηκε από τον Φίλιππο Β’.

Η φάλαγγα αποτελούταν από ελεύθερους επαγγελματίες της Μακεδονίας, από μικροϊδιοκτήτες αγρότες και αστούς των πόλεων, ενώ η προέλευση κάθε τάξης στη φάλαγγα από συγκεκριμένη περιοχή συνέβαλε στο να σφυρηλατείται το ομαδικό πνεύμα και να εξασφαλίζεται έτσι η καλύτερη απόδοση του σώματος. Υπό τη διοίκηση λοιπόν του Φιλίππου Β’ και μετέπειτα του γιου του Αλεξάνδρου, η Μακεδονική Φάλαγγα έγινε πανίσχυρος σχηματισμός, με ακρογωνιαίο λίθο της πολεμικής της τακτικής την περίφημη σάρισα: η τρομερή εμπρόσθια δύναμη κρούσης της φάλαγγας, με τις σάρισες των τριών πρώτων σειρών να εκτείνονται τουλάχιστον πέντε μέτρα μπροστά από το μέτωπό της, της έδινε μια ακαταμάχητη ορμή που ήταν πρακτικά αδύνατο να σταματηθεί κατά μέτωπο. Το μακεδονικό υπερόπλο έδωσε στον Αλέξανδρο την υπεροχή στην εκστρατεία του στα πέρατα της οικουμένης…

Οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα

Η ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Φθίας (η σημερινή ανατολική Φθιώτιδα) φιλοξενούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, τον περίφημο πολεμικό λαό των Μυρμιδόνων και αποτελούσε πατρίδα του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο ημίθεος Αχιλλέας και οι Μυρμιδόνες του πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 50 πλοία και διέπρεψαν με τα στρατιωτικά ανδραγαθήματά τους και τον απαράμιλλο ηρωισμό τους στη μάχη. Ένας στρατός που λειτούργησε άψογα ως επίλεκτο σώμα δηλαδή, καθώς οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ήταν υπόδειγμα πολεμιστή στην αρχαία Ελλάδα αλλά και άνθρωποι υπερήφανοι που η λέξη «ήττα» δεν περιλαμβανόταν στο λεξιλόγιό τους.

Οι ηρωικοί τους άθλοι προκάλεσαν τον θαυμασμό θεών και ανθρώπων, στέλνοντας μυριάδες στον άλλο κόσμο: στα πρώτα χρόνια του Τρωικού Πολέμου, ο Αχιλλέας λεηλάτησε με τους Μυρμιδόνες του 11 πολιτείες γύρω από την Τροία και 12 σε γειτονικά νησιά, παραδίδοντας μάλιστα όλα τα λάφυρα στον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα. Αν πιστέψουμε το ομηρικό έπος, κανείς από τους Αχαιούς δεν προκάλεσε μεγαλύτερες απώλειες αλλά και τρόμο ανείπωτο στους Τρώες από τον Αχιλλέα και το επίλεκτο στράτευμά του…

Οι Αθάνατοι της Περσικής Αυτοκρατορίας

Περιγράφοντας τον πανίσχυρο στρατό των Περσών, ο ιστορικός Ηρόδοτος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα ελίτ τάγμα που ονόμασε «Αθάνατοι» και αποτελούταν από 10.000 στρατιώτες. Κι ενώ ο περσικός στρατός ήταν ένα συνονθύλευμα εθνών και φυλών, οι Αθάνατοι κατάγονταν όλοι από τις κεντρικές επαρχίες της χώρας. Ντυμένοι με πολύχρωμα ενδύματα, που έκρυβαν τη θωράκισή τους, οι Αθάνατοι ήταν εφοδιασμένοι με τόξα και ξίφη, ενώ τέτοια ήταν η φήμη και τα προνόμια που απολάμβαναν ώστε να εκστρατεύουν με ομάδα από μάγειρες και παλλακίδες. Χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο σάχης του Ιράν, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει το ένδοξο παρελθόν, ονόμασε τη δική του ελίτ στρατιωτική μονάδα «Javidan» («Αθάνατοι»)…

Η Ρωμαϊκή Πραιτωριανή Φρουρά



Την ώρα που η πανίσχυρη ρωμαϊκή λεγεώνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επίλεκτο σώμα της εποχής, ακολουθώντας το παράδειγμα της σπαρτιατικής και μακεδονικής φάλαγγας, εδώ θα μιλήσουμε μόνο για την Πραιτωριανή Φρουρά, καθώς δεν είναι και πολύ συχνό το φαινόμενο ένα ελίτ τάγμα να γίνεται παντοδύναμο, να ξεκόβεται από τη στρατιωτική πεπατημένη και να αναλαμβάνει ρόλους πολύ μεγαλύτερους από αυτούς για τους οποίους φτιάχνεται. Ορόσημο στέκει εδώ η αυτοκρατορική φρουρά του ρωμαίου ηγεμόνα, οι φοβεροί και τρομεροί Πραίτωρες, οι οποίοι από την αρχή σχεδόν της ίδρυσής τους ως αυτοκρατορικοί σωματοφύλακες διαδραμάτισαν κεφαλαιώδη ρόλο στο εσωτερικό της κοινωνίας.

Η αυτοκρατορική φρουρά ήταν σχεδόν αδιαχώριστη από τον όλο κρατικό μηχανισμό και δεν ήταν σπάνιο να ανεβάζει και να κατεβάζει αυτοκράτορες (όπως τη δολοφονία του Καλιγούλα), για τέτοια δύναμη μιλάμε. Από την ίδρυσή της το 27 π.Χ. από τον Αύγουστο μέχρι και την οριστική της διάλυση το 312 μ.Χ. από τον Κωνσταντίνο, η Πραιτωριανή Φρουρά ήταν το επίλεκτο σώμα των ρωμαϊκών δυνάμεων. Το σώμα αποτελούταν από 9 κοόρτεις (αργότερα έγιναν 10) των 1.000 αντρών η καθεμία. Όλα τα μέλη του ήταν ιταλοί εθελοντές, η δε αμοιβή τους ήταν διπλάσια ή τριπλάσια από τις απολαβές ενός λεγεωνάριου. Ο Τιβέριος κράτησε το επίλεκτο σώμα συγκεντρωμένο στη Ρώμη χτίζοντας οχυρωμένους στρατώνες στα τείχη της πόλης και παρέχοντάς του ακόμα πιο αυξημένες αρμοδιότητες.

Μολονότι κάποιες από τις κοόρτεις μπορεί να στέλνονταν σε ξένες χώρες, τρεις ήταν πάντοτε εγκατεστημένες στη Ρώμη και μία από αυτές κατέλυε σε ειδικούς στρατώνες που επικοινωνούσαν απευθείας με το ανάκτορο του αυτοκράτορα. Εφόσον η Πραιτωριανή Φρουρά ήταν βασικά το μοναδικό μόνιμο στρατιωτικό σώμα στην Ιταλία, κατέληξε να αποτελεί ισχυρή πολιτική δύναμη όσον αφορά στην υποστήριξη ή την ανατροπή του αυτοκράτορα. Με τον καιρό, το μέγεθος και η σύσταση της Πραιτωριανής Φρουράς άλλαξαν και πλέον γίνονταν δεκτοί σε αυτή ακόμη και άντρες από τις επαρχίες, παραμένοντας πάντα το πλέον αξιόμαχο ρωμαϊκό σώμα…

Η Βυζαντινή Βαράγγια Φρουρά

Την ώρα που ο πανίσχυρος βυζαντινός στρατός χρησιμοποιούσε πολλές μισθοφορικές εθνοτικές ομάδες, με πολλές από αυτές να λειτουργούν ως ειδικά επίλεκτα σώματα, και μια σειρά ακόμα από τάγματα να μεταμορφώνονται σε ελίτ προσωπικές φρουρές του αυτοκράτορα και των συγκλητικών οίκων του Βυζαντίου (όπως οι εξκουβίτορες και οι βουκελάριοι), ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στους θρυλικούς Βάραγγους, απογόνους των πρώτων Βίκινγκς που κατοικούσαν σε οικισμούς της σημερινής Ουκρανίας, Ρωσίας και Λευκορωσίας και ο πρίγκιπας του Κιέβου, Βλαδίμηρος Α’, έστειλε ως δώρο στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ περί το 988 μ.Χ. Η αγριότητα και η απαράμιλλη ανδρεία τους στη μάχη οδήγησαν τους βάραγγους μισθοφόρους να ενταχθούν στις τάξεις των πλέον παντοδύναμων στρατών της Μεσογείου.

Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο Βασίλειος Β’ σχημάτισε την επίλεκτη βασιλική του φρουρά αποκλειστικά από Βάραγγους, καθώς φοβόταν τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της αυλής του. Για τους επόμενους δύο αιώνες, η Βαράγγια Φρουρά θα γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της αυτοκρατορίας, επεμβαίνοντας σε διαμάχες και επιβάλλοντας τον νόμο. Το επίλεκτο σώμα των Βάραγγων ξεθώριασε με την παρακμή του Βυζαντίου, όμοια με τους Πραιτωριανούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αφού έδωσαν βέβαια ένα καλό μάθημα στους Σταυροφόρους που άλωσαν την Κωνσταντινούπολη το 1204…

Οι Κατάφρακτοι



Ο ελληνικός και αργότερα ρωμαϊκός όρος «κατάφρακτος» αναφερόταν στο πολύ καλά θωρακισμένο και πάνοπλο ιππικό που χρησιμοποιούσαν οι λαοί της Ανατολής, όπως οι Πέρσες, οι Πάρθοι, οι Σασανίδες κ.λπ. Η ολόσωμη θωράκιση τόσο του αλόγου όσο και του ιππέα έκαναν το ιδιαίτερο αυτό σώμα ιδιαίτερα αποτελεσματικό στο πεδίο της μάχης, τόσο μάλιστα που σύντομα Ρωμαίοι και Βυζαντινοί θα το υιοθετούσαν στις πολεμικές τους μηχανές.

Από ανασκαφές στην Κεντρική Ασία, ξέρουμε σήμερα ότι οι παλιότερες εκδοχές των κατάφρακτων όργωναν τις στέπες της Ασίας ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., αν και με τη μορφή του πάνοπλου και θωρακισμένου μέχρι τα νύχια έφιππου πολεμιστή που τους ξέρουμε θα έπρεπε να περιμένουμε μερικούς ακόμα αιώνες για να εμφανιστούν. Ασσύριοι, Πέρσες και ιδιαίτερα οι Αχαιμενίδες χρησιμοποιούσαν για αιώνες το επίλεκτο σώμα, πριν οι επίγονοι του Αλεξάνδρου και ειδικά οι Σελευκίδες το εισάγουν στον στρατό τους.

Ο βασιλιάς των Σελευκιδών, Αντίοχος Γ’ ο Μέγας, θεωρείται ο πρώτος που οργάνωσε τάγματα στα πρότυπα του ανατολίτη κατάφρακτου και αυτά πήραν στα σίγουρα μέρος στις μάχες κατά των Πτολεμαίων και των Ρωμαίων περί τα 200-180 π.Χ. Κι έτσι πέρασαν αργότερα στο ρωμαϊκό στράτευμα, το οποίο επιζητούσε να εντάξει τα καλύτερα ξένα στοιχεία στην πολεμική του μηχανή, με τους πρώτους ρωμαίους κατάφρακτους να εμφανίζονται πλάι στις λεγεώνες κάπου δύο αιώνες αργότερα.

Κι έτσι οι πέρσες, σκύθες και πάρθες κατάφρακτοι έφτασαν μέχρι και τη βυζαντινή αυτοκρατορία ακόμα, πριν μετατραπούν στον κλασικό ιππότη της μεσαιωνικής Ευρώπης. Από τους Βασιλικούς Κατάφρακτους των Περσών μέχρι και τους βυζαντινούς αντίστοιχούς τους, ο περίφημος ιππέας ήταν πάντα τρομερός και πειθαρχημένος πολεμιστής, αν και σαφώς λιγότερο ευέλικτος από τους άλλους ιππείς. Στο Βυζάντιο γνώρισαν ιδιαίτερη δόξα πλάι στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, καθώς πλέον ένα ακόμα πιο βαριά οπλισμένο σώμα κατάφρακτων είχε εμφανιστεί, οι διαβόητοι Κλιβανοφόροι!

Οι Πολεμιστές-Ιαγουάροι και οι Πολεμιστές-Αετοί των Αζτέκων

Ας αφήσουμε όμως αυτή τη γωνιά του κόσμου και ας πεταχτούμε μέχρι την Αμερική των αυτοχθόνων για να δούμε ένα από τα πλέον ελίτ σώματα των εκεί πολιτισμών. Η αριστοκρατική τάξη των αζτέκων πολεμιστών σχημάτιζε συχνά ακόμα πιο επίλεκτα σώματα, που αποτελούνταν από ανώτερης ικανότητας μαχητές όπως οι Αετοί, οι Ιαγουάροι ή οι τρομακτικοί «Κουρεμένοι».

Οι γιοι των ευγενών εντάσσονταν σε μια από τις τρεις ελίτ πολεμικές ομάδες και ανέβαιναν τα σκαλιά της ιεραρχίας ανάλογα με τις επιδόσεις τους, ενώ ακόμα και σε κοινούς θνητούς που είχαν όμως διακριθεί σε πολλές μάχες δινόταν η ευκαιρία να περιληφθούν στα ανώτερα αυτά σώματα (έπρεπε να είχε πιάσει τουλάχιστον 4 αιχμαλώτους στη μάχη). Οι πολεμιστές-ιαγουάροι ήταν κάτι σαν ιππότες. Δεν είχαν βέβαια άλογα και γυαλιστερές πανοπλίες, φορούσαν ωστόσο το δέρμα του αιλουροειδούς και κάλυπταν την κεφαλή τους με τις ανοιχτές σιαγόνες του ιαγουάρου. Έφεραν ρόπαλα και τσεκούρια και η φήμη τους ως πολεμιστές τους είχε κατατάξει στα ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής ιεραρχίας των Αζτέκων.

Όταν μάλιστα οι ισπανοί κονκισταδόρες αποβιβάστηκαν στα εδάφη των Αζτέκων, ήταν οι πολεμιστές-ιαγουάροι που βγήκαν στο κατόπι των κατακτητών. Τα ρόπαλα ωστόσο δεν μπορούσαν να έχουν καμία τύχη ενάντια στα όπλα των Ισπανών. Πολεμιστές-ιαγουάροι και πολεμιστές-αετοί ήταν τα πιο ετοιμοπόλεμα σώματα του αμερικανικού πολιτισμού, στρατοπεδευμένα πάντα στην πρωτεύουσα Τενοχτιτλάν, αυτά που όταν έβγαιναν από τους στρατώνες τους δεν ήταν ποτέ για καλό σκοπό. Αργότερα μάλιστα έκανε την εμφάνισή του ένα ακόμα πιο ελίτ τάγμα, οι Κουρεμένοι, κάτι σαν προσωπική φρουρά του αρχιστράτηγου των Αζτέκων.

Όπως υποδεικνύει και το όνομά τους, είχαν τα κεφάλια τους ξυρισμένα εκτός από μια μακριά πλεξούδα πάνω από το αριστερό αυτί, ενώ δεν ήταν σπάνιο να βάφουν το μισό τους κεφάλι μπλε και το άλλο κίτρινο (ή και κόκκινο καμιά φορά). Έπαιρναν ιερούς όρκους να μην οπισθοχωρούν ποτέ στη μάχη, ενώ οποιαδήποτε ένδειξη δειλίας τιμωρούταν επιτόπου με θάνατο από τους συμπολεμιστές τους. Ήταν εξάλλου οι καλύτεροι των καλυτέρων, ένα τρανό παράδειγμα πειθαρχίας και στρατιωτικής αποτελεσματικότητας…

Οι «Τρελαμένοι» των Βίκινγκς



Οι διαβόητοι Berserkers των Βίκινγκς, αυτοί που πολεμούσαν δηλαδή σε κατάσταση «άγριας φρενίτιδας», ήταν το ελίτ σώμα του στρατού που έμεινε γνωστό από τον μανιασμένο, σχεδόν υστερικό, τρόπο που εφορμούσε και το μάτι που γυάλιζε! Χωρίς πανοπλίες ή οποιασδήποτε μορφής θωράκιση, το επιβλητικό σώμα κατέβαινε στο πεδίο της μάχης φορώντας προβιές αρκούδας ή λύκου, ενώ δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να πολεμούν γυμνόστηθοι.

Σκότωναν, βίαζαν, έκαιγαν και λεηλατούσαν χωριά σαν να μην υπήρχε αύριο, κάτι που έκανε τον εχθρό τους να ορκίζεται ότι μεταμορφώνονταν πράγματι σε άγρια θηρία! Ήταν τέτοια η ικανότητά τους στη μάχη που τους έκανε ιδανικούς για βασιλικούς σωματοφύλακες, κάτι που έφερνε τη μήνη των άλλων συμπολεμιστών τους. Πολεμούσαν μάλιστα σε κατάσταση προχωρημένης μέθης και δεν ήταν σπάνιο να στρέφονται ακόμα και κατά των δικών τους, καθώς τα μεθυσμένα αιμοδιψή τους ένστικτα σπάνια δαμάζονταν.

Όσο για το πώς έπεφταν στη διαβόητη «άγρια φρενίτιδα», αυτό αποτελούσε μυστήριο ακόμα και για τους συγχρόνους τους, πρέπει πάντως να επιδίδονταν σε λατρευτικές τελετουργίες και να κατανάλωναν αλκοόλ και παραισθησιογόνες ουσίες που τους έβγαζαν εκτός εαυτού. Άλλοι ακαδημαϊκοί ισχυρίζονται ότι έπεφταν σε κατάσταση μαζικής ύπνωσης, καθώς οι πολεμικές τους ημέρες μόνο συνηθισμένες δεν ήταν ακόμα και για τους «βάρβαρους» Βόρειους…

Οι Σωματοφύλακες του Μογγόλου Αυτοκράτορα

Οι Μογγόλοι Keshik («Ευλογημένοι» στα μογγολικά), η αυτοκρατορική φρουρά του Τζένγκις Χαν και των διαδόχων του δηλαδή, εξελίχθηκαν σταδιακά στο πλέον ελίτ σώμα των κατακτητικών ορδών του τρομερού στρατηλάτη. Από μια χούφτα αρχικά επίλεκτων αντρών μεταμορφώθηκαν σε ένα αποτελεσματικότατο τάγμα χιλιάδων αντρών, που στα χρόνια του Κουμπλάι Χαν αριθμούσε 12.000 άρτια εκπαιδευμένους μαχητές.

Πέρα από την προστασία του Χαν με τη ζωή τους, οι Κeshik αναλάμβαναν πολλούς ακόμα ρόλους και τμήματά τους είχαν εξελιχθεί σε τοξότες, οπλίτες, ιππείς, αλλά και σε βασιλικούς μάγειρες, γραφιάδες και προσωπικούς υπηρέτες του αυτοκράτορα. Τμήματα των αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων παρέμεναν στις πόλεις που έπεφταν στα χέρια των μογγολικών ορδών, γι’ αυτό και αυξήθηκε τόσο ο αριθμός τους, καθώς μιλάμε για μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν στα πέρατα της Ευρασίας!

Εξαιτίας μάλιστα της δύναμης που είχαν συγκεντρώσει, διαδραμάτιζαν πια κεφαλαιώδη ρόλο στις εσωτερικές εξελίξεις της αυτοκρατορίας, όμοια με την Πραιτωριανή Φρουρά των Ρωμαίων. Στα χρόνια του Τζένγκις, οι Κeshik χωρίζονταν σε τέσσερα πολεμικά τμήματα και ξεχώριζαν από κάθε άλλο τάγμα του στρατού, αμειβόμενοι ακόμα καλύτερα και από ανώτερους αξιωματικούς. Μπορούσαν ωστόσο να πολεμούν ακόμα και τρεις μέρες στη σειρά, μια ικανότητα που επιβράβευε πλουσιοπάροχα ο φοβερός μογγόλος ηγεμόνας…

Οι τοξότες του Εδουάρδου Γ’

Ήταν το βρετανικό Τοξοβολικό Δίκαιο του 13ου αιώνα (1252 μ.Χ.) που διασφάλισε το γεγονός ότι οι Βρετανοί θα μετατρέπονταν στους καλύτερους ίσως τοξότες της μεσαιωνικής Ευρώπης: κάθε βρετανός πολίτης μεταξύ 15-60 ετών ήταν πια υποχρεωμένος διά νόμου να φέρει τόξο και φαρέτρα. Ο Εδουάρδος Γ’ πήγε το πράγμα ακόμα πιο μακριά όταν εξέδωσε φιρμάνι το 1363 με το οποίο διέταξε την υποχρεωτική εξάσκηση της τοξοβολίας τις Κυριακές και τις αργίες, με τη μη συμμόρφωση να επιφέρει τον ατιμωτικό θάνατο!

Το επίλεκτο σώμα ωστόσο που σχηματίστηκε με τους πολίτες-τοξότες έμελλε να μετατραπεί σε ένα από τα πλέον τρομακτικά που είχε δεν ποτέ η Ευρώπη. Τρανό παράδειγμα λειτουργεί εδώ ο Εκατονταετής Πόλεμος και ειδικά η Μάχη του Κρεσί (1346) κατά των Γάλλων, με τις εκτιμήσεις της εποχής να θέλουν τους Άγγλους να μην έχουν καμιά τύχη: 12.000 άγγλοι στρατιώτες, από τους οποίους 6.000 ήταν τοξότες(!) και 6.000 οπλίτες, απέναντι σε 35.000-40.000 σιδερόφραχτους γάλλους ιππείς και οπλίτες. Κι ενώ οι προβλέψεις ήταν φυσικά με το μέρος των γάλλων ιπποτών, οι τοξότες του Εδουάρδου δημιούργησαν μια θύελλα από θανατηφόρα βέλη (υπολογίζονται σε ένα βέλος ανά 4 δευτερόλεπτα για κάθε τοξότη!) που κομμάτιασε τις σιδερένιες πανοπλίες των ιπποτών αποδεκατίζοντάς τους κυριολεκτικά.

Οι απώλειες για τους Γάλλους ανήλθαν σε 30.000 άντρες την ώρα που οι Άγγλοι έχασαν λιγότερους από 1.000, με τον θρίαμβο να επαναλαμβάνεται και στις επόμενες μάχες (όπως στο Πουατιέ το 1356) παραδίδοντας έτσι τη Νορμανδία σχεδόν αμαχητί στα χέρια των Βρετανών. Οι φαρμακεροί τοξότες του Εδουάρδου Γ’ έδωσαν οριστικό τέλος στους ιπποτικούς πολέμους, εγκαινιάζοντας πια νέες στρατηγικές μάχης, καθώς η ικανότητα των άγγλων τοξοτών έμεινε απαράμιλλη: ο πανίσχυρος γάλλος ιππότης νικήθηκε από τον άγγλο χωρικό με το τόξο! Που ήταν πια αναγκαστικά επίλεκτο σώμα, καθώς άλλαξε μεμιάς τον τρόπο διεξαγωγής του μεσαιωνικού πολέμου…

Οι Ιωαννίτες (Ιππότες της Μάλτας) και οι Ναΐτες Ιππότες

Οι περίφημοι Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ πήραν το όνομά τους από το μοναστικό τάγμα της πόλης κατά την περίοδο των Σταυροφοριών. Ήταν στην ουσία μοναχοί με άρτια στρατιωτική εκπαίδευση και έγιναν σύμβολο της εικόνας του Σταυροφόρου από το 1099 μ.Χ., όταν και ιδρύθηκαν ως απλοί προστάτες του ομώνυμου νοσοκομείου των Αγίων Τόπων.

Σύντομα μετατράπηκαν από τραυματιοφορείς σε σωματοφύλακες των χριστιανικών προσκυνηματικών καραβανιών, πριν εξελιχθούν σε στρατιωτική αιχμή του δόρατος των επιχειρήσεων κατά των μικροβασιλείων και των φρουρίων της Μέσης Ανατολής. Πλέον οι μοναχοί ήταν πολεμιστές τρομεροί και φόβος και τρόμος για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Αν και η μεγαλύτερη στιγμή τους δεν ήρθε ωστόσο στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, αλλά στη Ρόδο αρχικά (Ιππότες της Ρόδου) και κυρίως στη Μάλτα: οι Ιωαννίτες κατέλαβαν το μικρό νησί της Μεσογείου, μετονομάστηκαν σε Ιππότες της Μάλτας και εγκαθίδρυσαν την ηγεμονία τους για μπόλικους αιώνες! Το 1565 οι Οθωμανοί προσπάθησαν να καταλάβουν το νησί, για να συναντήσουν τη μανιασμένη αντίσταση των ιπποτών: έπειτα από 5 μήνες πολιορκίας, οι δυνάμεις των Τούρκων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις ορέξεις τους για κατάληψη της νήσου.

Η μεγαλειώδης νίκη των ιπποτών έπληξε το αήττητο του οθωμανικού στρατού και έγινε σύμβολο της χριστιανικής αντίστασης σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια ώρα, το δεύτερο περίφημο μοναστικό στρατιωτικό τάγμα των ρωμαιοκαθολικών στους Αγίους Τόπους, οι Ναΐτες Ιππότες, ιδρύθηκαν από την αρχή ως υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ από τις ισλαμικές ορέξεις, στον απόηχο της Α’ Σταυροφορίας (1118 μ.Χ.). Ως ένα από τα πρώτα μοναστικά στρατιωτικά τάγματα της Ιστορίας, οι περίφημοι Ναΐτες εξασφάλισαν την παπική εύνοια του Ιννοκέντιου Β’, έφτασαν να ελέγχουν μεγάλες περιοχές, απέκτησαν κύρος, πρωτόγνωρη εξουσία και αμύθητα πλούτη, που ξεπερνιόνταν ίσως μόνο από την ικανότητά τους στη μάχη. Όπως το ήθελε εξάλλου και ο θρύλος, η αναλογία της εποχής ήταν ένας Ναΐτης Ιππότης για κάθε τρεις εχθρούς!

Οι Στρατιώτες του Χριστού, όπως έμειναν γνωστοί όταν μετατράπηκαν από θρησκευτικό τάγμα σε στρατιωτικό, απέκτησαν ερείσματα στην Ευρώπη, είτε απευθείας μέσω βασιλικών δωρεών είτε μέσω εξαγοράς εδαφών με τον απίστευτο πλούτο τους, και το μεγαλύτερο μέρος τους εγκαθίσταται πια στην Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία και Ιταλία κυρίως). Πλέον όμως ήταν τραπεζίτες και οικονομική ελίτ, κάτι που ανάγκασε τον βασιλιά Φίλιππο Δ’ της Γαλλίας να συλλάβει πολλούς από δαύτους, ενώ με τη μεσολάβηση του Πάπα το τάγμα διαλύθηκε. Ήταν το τέλος των Ναΐτών Ιπποτών, αν και η στρατιωτική τους φήμη είχε ήδη ξοφλήσει εδώ και χρόνια…

Οι Ασασίνοι

Στον 12ο και 13ο αιώνα, μια αποσχισθείσα σέχτα Νιζαριτών Ισμαηλιτών βρήκε την πολιτική και στρατιωτική φωνή της στους Ασασίνους. Καθώς η Μέση Ανατολή συνταρασσόταν από τις Σταυροφορίες και τις εισβολές των σελτζούκων πολέμαρχων, οι Ασασίνοι (το όνομα των οποίων φημολογείται ότι προέρχεται από την τάση του τάγματος να εντρυφεί στο χασίς, αν πιστέψουμε τουλάχιστον τους Σταυροφόρους) ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν τα εδάφη τους από τους χριστιανούς κατακτητές και τις τουρκικές δυναστείες, θεωρώντας τους σουνίτες χαλίφηδες ακόμα χειρότερους και από τους χριστιανούς εισβολείς.

Ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, που ίδρυσε το τάγμα των Ασασίνων κάποια στιγμή του 11ου αιώνα στο μακρινό Ιράν, οδήγησε τους ακολούθους του στη σημερινή βορειοδυτική Συρία. Οι Ασασίνοι έφτιαξαν κάποια στιγμή και δικό τους βασίλειο πάνω στα βουνά. Το τάγμα ήταν πρακτικά ανίκητο, ενώ ο χειρισμός του γιαταγανιού έμεινε στην Ιστορία. Οι Ασασίνοι ήταν τόσο έμπειροι και επιδέξιοι στον ανταρτοπόλεμο και τις πολιτικές δολοφονίες των αντιπάλων τους, που η αγγλική λέξη για τον δολοφόνο «assassin» έλκει την καταγωγή της από το περίφημο τάγμα των Ασασίνων!

Το σιιτικό στρατιωτικό-θρησκευτικό τάγμα με τις τόσες πολιτικές δολοφονίες στη φαρέτρα του σκόρπισε τον τρόπο στη Μέση Ανατολή για τουλάχιστον ενάμιση αιώνα, μέχρι να το διαλύσουν οι μογγολικές ορδές στα ορμητήριά του στην Περσία και οι Μαμελούκοι στα εναπομείναντα κάστρα του στη Μέση Ανατολή (γύρω στο 1265 μ.Χ.)…

Οι Ιάπωνες Σαμουράι

Σε ολάκερα τα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά, ο πολεμιστής σαμουράι στέκει μόνος εκεί στην κορυφή. Κι αυτό γιατί στρατούς έχει αντικρύσει η οικουμένη φοβερούς, από τους Ούννους του Αττίλα μέχρι και τις ρωμαϊκές λεγεώνες, αν και σε όρους εκπαίδευσης και αποτελεσματικότητας μονάδας οι σαμουράι δεν έχουν όμοιό τους. Οι θανάσιμες αυτές πολεμικές μηχανές έφερναν όλεθρο στο πέρασμά τους εφαρμόζοντας απλώς τον γαλήνιο στοχασμό του ζεν βουδισμού!

Οι πολεμιστές της παραδοσιακής Ιαπωνίας οργανώθηκαν στην Περίοδο Έντο (1603-1867) ως επίλεκτα σώματα στρατού και σωματοφύλακες αριστοκρατών, ανεβαίνοντας μέχρι και στα ανώτερα κλιμάκια των ιαπωνικών κοινωνικών τάξεων. Παρά το γεγονός ότι ήταν αχτύπητοι σε μια πληθώρα όπλων, από τόξα μέχρι και δόρατα, το κύριο σύμβολό τους ήταν το ιδιαίτερο σπαθί κατάνα. Και βέβαια ζούσαν πάντα σύμφωνα με τον ηθικό και κοινωνικό κώδικα του Μπουσίντο (τον «τρόπο του πολεμιστή»): κομφουκιανικής σύλληψης, το Μπουσίντο επέβαλε τυφλή υποταγή στον ηγεμόνα, αυστηρή πειθαρχία και αυτοσεβασμό, αλλά και μια σειρά ηθικών επιταγών και κοινωνικών συμπεριφορών.

Οι σαμουράι εμφανίστηκαν ως πληρωμένοι μισθοφόροι ανεξάρτητων γαιοκτημόνων που είχαν αποκοπεί από την κεντρική διακυβέρνηση και επιζητούσαν προσωπικές φρουρές για την προστασία τους. Σύντομα οι γαιοκτήμονες απέκτησαν ζηλευτή δύναμη και τα έβαλαν με τον αυτοκράτορα προσπαθώντας να αποκτήσουν τελικά τον έλεγχο ολόκληρης της Ιαπωνίας. Ο Μιναμότο Γιοριτόμο ξεπήδησε νικητής από τις εχθροπραξίες και έστησε τη νέα στρατιωτική κυβέρνησή του το 1192, με τους σογκούν να είναι πλέον οι νέοι διοικητές. Κι έτσι οι σαμουράι θα κυριαρχούσαν στα εδάφη της χώρας για το περισσότερο τμήμα από τα επόμενα 700 χρόνια!

Την περίοδο του 15ου και 16ου αιώνα, με την Ιαπωνία να διαμελίζεται και πάλι σε δεκάδες ανεξάρτητα κρατίδια που πολεμούσαν συνεχώς μεταξύ τους, η πρωτοκαθεδρία των σαμουράι απειλήθηκε από ένα νέο είδος πολεμιστή: είναι η εποχή των νίντζα, των πολεμικών μηχανών που ειδικεύονταν στον αντισυμβατικό ανταρτοπόλεμο δηλαδή! Αν και οι σαμουράι έμελλε να επιβιώσουν και να μη χάσουν τα σκήπτρα ως η πλέον επίλεκτη μονάδα της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας.

Κι έτσι όταν στην Περίοδο Έντο η Ιαπωνία επανενώθηκε, ο σαμουράι ξεπήδησε πια στην κορυφή του ταξικού συστήματος της χώρας: ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να φέρουν σπαθί και πληρώνονταν αδρά από τους κύρηδές τους. Η φεουδαρχική Ιαπωνία έφτασε οριστικά στο τέλος της το 1868, με την πτώση της να συμπαρασύρει τελικά την τάξη των σαμουράι στην παρακμή: το τέλος είχε έρθει για μια θανάσιμη πολεμική παράδοση τόσων αιώνων…

Πηγή : http://www.newsbeast.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3407

Αθηναϊκή δημοκρατία

Από τη Wikipedia

Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν το πολιτικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην πόλη-κράτος της αρχαίας Αθήνας (που περιλάμβανε την κεντρική πόλη των Αθηνών και την περιβάλλουσα επικράτεια της Αττικής). Η Αθήνα ήταν η πρώτη γνωστή δημοκρατία και ίσως η πιο σημαντική κατά την αρχαιότητα. Και άλλες αρχαιοελληνικές πόλεις είχαν δημοκρατικό πολίτευμα αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν εξίσου ισχυρό και σταθερό με αυτό των Αθηνών. Παραμένει ένα μοναδικό και εξαιρετικού ενδιαφέροντος πείραμα άμεσης δημοκρατίας, όπου οι άνθρωποι δεν εξέλεγαν αντιπροσώπους για να αποφασίζουν στο όνομά τους, αλλά έπαιρναν οι ίδιοι αποφάσεις νομοθετικού και εκτελεστικού περιεχομένου. Δε συμμετείχε, ωστόσο, το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, αλλά το σύνολο αυτών που είχαν πολιτικά δικαιώματα συγκροτούνταν ανεξαρτήτως από οικονομικά θέματα και οι πολίτες συμμετείχαν σε πρωτοφανή κλίμακα. Ποτέ μέχρι τότε τόσο πολλοί άνθρωποι δεν είχαν περάσει τόσο χρόνο αυτοκυβερνώμενοι.

Ιστορία

Μέρος της αθηναϊκής ισχύος προήλθε από την κατοχή ολόκληρης της Αττικής, η οποία, κατά την παράδοση, αποδίδεται στο συνοικισμό του Θησέα. Για όσους ο Θησέας ανήκει εξ ολοκλήρου στη σφαίρα της μυθολογίας, είναι ασαφής ο χρόνος και ο τρόπος της ενοποίησης υπό την Αθήνα. Η Ελευσίνα, π.χ., εμφανίζεται ως ανεξάρτητη πόλη-κράτος τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο πληθυντικός της λέξης ‘αι Αθήναι’ αποτελεί μία ένδειξη ότι περισσότεροι οικισμοί συνενώθηκαν για να σχηματίσουν την πόλη.

Ο Σόλων (περίπου το 590 π.Χ.), ο Κλεισθένης (508 π.Χ.) και ο Εφιάλτης (462 π.Χ.) συνέβαλαν στην ανάπτυξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι ιστορικοί διαφοροποιούνται ως προς το ποιος δημιούργησε ποιους θεσμούς και ποιος ανάμεσά τους αντιπροσωπεύει ένα πραγματικά δημοκρατικό κίνημα. Συνήθως, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αποδίδεται στον Κλεισθένη, αφού οι νόμοι του Σόλωνα καταλύθηκαν από τον Πεισίστρατο και ο Εφιάλτης απλώς βελτίωσε κάποιες ρυθμίσεις του Κλεισθένη.

Το τέλος της τυραννίας των Πεισιστρατιδών αποδόθηκε στη δολοφονία του Ίππαρχου, αδερφού του Ιππία, από τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα, στους οποίους απέδιδαν τιμές οι μετέπειτα Αθηναίοι επειδή κατά τη γνώμη τους αποκατέστησαν την αθηναϊκή ελευθερία. Η δολοφονία του Ίππαρχου, όμως, έλαβε χώρα τέσσερα χρόνια πριν την επανάσταση και έξι πριν από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Παρόλη τη δριμεία αντίδραση του Ιππία, η δολοφονία του αδερφού του πιθανώς να αποσταθεροποίησε τη θέση του.

Ο σημαντικότερος δημοκρατικός ηγέτης ήταν ο Περικλής. Μετά τον θάνατό του, η Αθηναϊκή δημοκρατία διακόπηκε δύο φορές από ολιγαρχικές επαναστάσεις προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Τροποποιήθηκε κάπως από τον Ευκλείδη μετά την παλινόρθωσή της. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές προέρχονται από τον 4ο αιώνα παρά από την εποχή του Περικλή. Καταλύθηκε από τους Μακεδόνες το 322 π.Χ. Οι Αθηναϊκοί θεσμοί αργότερα αναβίωσαν, αλλά είναι αμφισβητήσιμο σε ποιον βαθμό αυτό ήταν μία πραγματική δημοκρατία.

Ετυμολογία

Η λέξη δημοκρατία αποτελείται από τα συνθετικά ‘δήμος’ (το σύνολο ή η συνέλευση των ανθρώπων που έχουν πολιτικά δικαιώματα) και ‘κράτος’ (δύναμη, εξουσία, κυριαρχία). Η λέξη ‘κράτος’ είναι μία απροσδόκητα σκληρή λέξη. Στις λέξεις ‘μοναρχία’ και ‘ολιγαρχία’ το δεύτερο συνθετικό ‘άρχω’ σημαίνει ‘κυβερνώ, οδηγώ, κυριαρχώ’. Είναι πιθανό ο όρος ‘δημοκρατία’ να επινοήθηκε από τους δυσφημιστές της που απέρριπταν την πιθανότητα μίας, ούτως ειπείν, ‘δημαρχίας’. Οποιοσδήποτε κι αν ήταν η αρχική απόχρωση, ο όρος υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους δημοκρατικούς. Ο όρος, πάντως, ουσιαστικά δηλώνει ‘το πολίτευμα εκείνο στο οποίο η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της συνέλευσης των εχόντων πολιτικά δικαιώματα’.

Η λέξη παρουσιάζεται στον Ηρόδοτο, που έγραψε μερικά από τα πρωιμότερα σωζόμενα γραπτά, αλλά ίσως δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 440-430 π.Χ. Δεν είναι σίγουρο ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τη στιγμή της γέννησης της δημοκρατίας, αλλά από το 460 π.Χ. γνωρίζουμε την ύπαρξη του ονόματος ‘Δημοκράτης’, που προφανώς δόθηκε από τους γονείς στο παιδί τους ως ένδειξη δημοκρατικής νομιμότητας.

Συμμετοχή και αποκλεισμός

Μέγεθος και σύσταση του Αθηναϊκού πληθυσμού

Μόνο να εικάσουμε μπορούμε για τον πληθυσμό της Αττικής, καθώς οι Αθηναίοι ποτέ δεν διεξήγαν μία πλήρη απογραφή. Ο αριθμός των σκλάβων και των μετοίκων ιδιαίτερα διακυμαίνονταν συχνά. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.. ο πληθυσμός της Αθήνας μπορεί να περιλάμβανε περίπου 250.000-300.000. οι οικογένειες των πολιτών μπορεί να ανέρχονταν σε 100.000 και από αυτούς περίπου 30.000 ήταν οι άρρενες ενήλικες που είχαν δικαιώματα να συμμετάσχουν στη συνέλευση. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των ενηλίκων πολιτών ίσως έφθανε και τις 60.000, αλλά αυτός ο αριθμός έπεσε σημαντικά κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αυτή η απότομη μείωση ήταν μόνιμη λόγω της εισαγωγής ενός αυστηρότερου ορισμού όπως περιγράφεται παρακάτω. Από μία σύγχρονη προοπτική αυτά τα μεγέθη μοιάζουν θλιβερά μικρά, αλλά στον κόσμο των ελληνικών πόλεων-κρατών, η Αθήνα ήταν τεράστια: περισσότερες από χίλιες πόλεις-κράτη αποτελούνταν από μόλις 1.000-1.500 ενήλικες άρρενες πολίτες και η Κόρινθος, μία σημαντική δύναμη της εποχής, διέθετε το πολύ 15.000 πολίτες.

Πέραν των πολιτών, ο υπόλοιπος πληθυσμός διαιρούνταν στους μετοίκους και τους δούλους, με τους τελευταίους ίσως περισσότερο πολυάριθμους. Γύρω στο 338 π.Χ., ο ρήτορας Υπερείδης ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν 150.000 δούλοι στην Αττική, αλλά ο αριθμός είναι απλώς η εντύπωση του ρήτορα: οι δούλοι υπερτερούσαν αριθμητικά των πολιτών αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό.

Η ιδιότητα του πολίτη στην Αθήνα

Μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Αυτό απέκλειε την πλειονότητα του πληθυσμού, δηλαδή τους δούλους, τις γυναίκες και τους μετοίκους. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί (συνήθως γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς την πόλη: βλέπε ατιμία). Για ορισμένους Αθηναίους, αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη (και κληρονομήσιμη) στέρηση δικαιώματος. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τις ολιγαρχικές πόλεις δεν υπήρχαν ουσιαστικά όρια ελάχιστης απαιτούμενης περιουσίας ή εισοδήματος. (Οι εισοδηματικές τάξεις της νομοθεσίας του Σόλωνα παρέμειναν, αλλά ήταν μάλλον νεκρό γράμμα.) Δεδομένης της απαγορευτικής και προγονικής σύλληψης της ιδιότητας του πολίτη στις αρχαιοελληνικές πόλεις πόλεις-κράτη, μία μόνο μερίδα του πληθυσμού έπαιρνε μέρος στη διακυβέρνηση της Αθήνας και σε άλλες ριζοσπαστικά δημοκρατικές πόλεις όπως αυτή. Στην Αθήνα, κάποιοι πολίτες ήταν μακράν περισσότερο δραστήριοι από άλλους, αλλά οι μεγάλοι αριθμοί που απαιτούνταν για να δουλέψει το πολιτικό σύστημα μαρτυρούν ένα εύρος συμμετοχής που ξεπερνούσε σημαντικά οποιαδήποτε σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Οι Αθηναίοι πολίτες έπρεπε να είναι νόμιμα τέκνα πολιτών –και μάλιστα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή το 451 π.Χ., και από τους δύο γονείς τους, αποκλείοντας έτσι τα παιδιά Αθηναίων ανδρών και ξένων γυναικών. Παρόλο που η νομοθεσία δεν είχε αναδρομική ισχύ, πέντε χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι αφαίρεσαν από τους καταλόγους των πολιτών 5.000 άτομα όταν ένας Αιγύπτιος βασιλιάς έστειλε δωρεάν καλαμπόκι για όλους τους Αθηναίους πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη μπορούσε να παραχωρηθεί από τη συνέλευση. Ορισμένες φορές παραχωρούνταν σε μεγάλες ομάδες (στους Πλαταιείς το 427 π.Χ., στους Σάμιους το 405 π.Χ.), αλλά από τον 4ο αιώνα μπορούσε να παραχωρηθεί μόνο σε άτομα με ειδικό ψήφισμα, με απαρτία 6.000 ατόμων στην Εκκλησία. Η παραχώρηση γινόταν ως ανταμοιβή για υπηρεσίες προς την πόλη. Ο μέτοικος που είχε πλέον πολιτικά δικαιώματα ονομαζόταν ισοτελής. Σε τέτοια κατάσταση βρισκόταν πολλοί κάτοικοι της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτούς: ο Λυσίας, ο Αριστοτέλης κ.ά. Στην πορεία ενός αιώνα, οι αριθμοί αυτών που συμμετείχαν μετρούνταν πλέον σε εκατοντάδες παρά σε χιλιάδες. Αυτό αντανακλούσε τη γενική σύλληψη της πόλεως ως μιας κοινότητας ανθρώπων, παρά ως μιας εδαφικής κυριαρχίας.

Οι σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες επίσης αποκλείουν άτομα: ξένους κατοίκους (νόμιμους και μη), άτομα κάτω από μία ηλικία και σε κάποιες περιπτώσεις φυλακισμένους. Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες έχουν και άλλους περιορισμούς: το δικαίωμα της ψήφου ασκείται μία φορά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια και οι εκλογείς απλώς διαλέγουν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι ( και όχι οι πολίτες οι ίδιοι ) ασκούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και παίρνουν πολιτικές αποφάσεις στο όνομα των πολιτών –με την εξαίρεση των περιστασιακών δημοψηφισμάτων.

Οι πολιτικοί θεσμοί

Κληρωτήριο για την κλήρωση των δικαστών. Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς, Αθήνα

Χάρτης του πολιτεύματος των Αθηνών, τον 4ο αιώνα πΧ

Υπήρχαν τρία πολιτικά σώματα όπου οι πολίτες συγκεντρώνονταν σε εκατοντάδες και χιλιάδες. Αυτά ήταν η εκκλησία (σε ορισμένες περιπτώσεις με ελάχιστο όριο 6.000 ατόμων), η βουλή των 500 και τα δικαστήρια (τουλάχιστον 200 άτομα, αλλά έφταναν τα 6.000, όταν συγκαλούνταν η ολομέλεια της Ηλιαίας). Από αυτά τα τρία σώματα η εκκλησία και τα δικαστήρια είχαν πραγματική εξουσία –παρόλο που τα δικαστήρια, σε αντίθεση με την εκκλησία, ποτέ δεν αποκαλήθηκαν ‘δήμος’, καθώς επανδρώνονταν από ένα υποσύνολο του σώματος των πολιτών, αυτούς που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Αλλά οι πολίτες οι οποίοι ψήφιζαν και στα δυο δεν υπέκειντο σε έφεση ή δικαστική δίωξη, όπως τα μέλη της βουλής και οι υπόλοιποι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συχνά η εκκλησία συνερχόταν ως δικαστήριο για πολιτικές δίκες και δεν είναι σύμπτωση ότι ο ελάχιστος αριθμός για απαρτία στην εκκλησία και ο αριθμός της ετήσιας κληρωτίδας από την οποία κληρώνονταν οι δικαστές ήταν ο ίδιος (6.000). Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι δικαστικές αρμοδιότητες της εκκλησίας περιορίστηκαν, παρόλο που διατήρησε ένα ρόλο στην ανάληψη πρωτοβουλίας για διάφορα είδη πολιτικών δικών.

Η εκκλησία του Δήμου

Τα κεντρικά γεγονότα της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν οι συνεδριάσεις της εκκλησίας, Σε αντίθεση με ένα κοινοβούλιο, τα ‘μέλη’ της εκκλησίας δεν εκλέγονταν, αλλά συμμετείχαν όλοι οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όποτε και αν ήθελαν. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση και όχι έμμεση, αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική. Κάθε ενήλικας πολίτης άνω των 20 μπορούσε να συμμετάσχει και μάλιστα θεωρούνταν καθήκον. Οι αξιωματούχοι επιλέγονταν είτε με κλήρωση είτε με άμεση ψηφοφορία.

Η εκκλησία είχε τουλάχιστον τέσσερις λειτουργίες : ψήφιζε εκτελεστικά ψηφίσματα (π.χ. για την έναρξη πολέμου ή απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε έναν ξένο), εξέλεγε ορισμένους αξιωματούχους, νομοθετούσε και δίκαζε πολιτικά εγκλήματα. Καθώς, όμως, το σύστημα εξελισσόταν σημαντικό μέρος των δύο τελευταίων λειτουργιών μεταφέρθηκε σε δικαστήρια. Η τυποποιημένη διάταξη ήταν η εξής: ομιλητές εκφωνούσαν λόγους υπέρ και κατά μίας πρότασης και ακολουθούσε η ψηφοφορία υπέρ ή κατά της πρότασης συνήθως με ανάταση των χεριών. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα κοινοβούλια, οι αγορεύσεις ήταν κατ’ ουσία προσπάθειες πειθούς των παρευρισκομένων. Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν μπλοκ υποστήριξης διάφορων θέσεων, που μερικές φορές παρουσίαζαν μεγάλη διάρκεια, αναφορικά με κρίσιμα θέματα, δεν υπήρχαν οργανωμένα κόμματα ή κυβέρνηση και αντιπολίτευση με τη σημερινή έννοια, όπως ισχύει στο σύστημα του Ουέστμινστερ. Κατ’ ουσίαν, η εκάστοτε κυβέρνηση ήταν ο /οι ομιλητής /ομιλητές με τον οποίο συμφωνούσε η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συνέλευση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τον 5ο αιώνα τουλάχιστο υπήρχαν ελάχιστα όρια στην εξουσία που ασκούνταν από την εκκλησία. Εάν η εκκλησία παραβίαζε έναν ήδη ισχύοντα νόμο με νέα της πράξη, το μόνο που μπορούσε να συμβεί ήταν η επιβολή ποινής σε εκείνον που είχε κάνει την πρόταση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τη συνέλευση. Εάν είχε ληφθεί κάποια λανθασμένη απόφαση, σύμφωνα με την άποψη του δήμου είχε συμβεί διότι είχε ‘παρασυρθεί’.

Όπως συνηθιζόταν στα αρχαία δημοκρατικά πολιτεύματα, κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται σε μία συνέλευση για να μπορέσει να ψηφίσει. Η υπηρέτηση της θητείας ή η απλή απόσταση μπορούσαν να εμποδίσουν την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ψηφοφορία γινόταν συνήθως με ανάταση των χεριών (‘χειροτονία’) ενώ κάποιοι αξιωματούχοι έκριναν το αποτέλεσμα με βάση την οπτική παρατήρηση του πλήθους. Καθώς παρευρίσκονταν χιλιάδες άτομα η καταμέτρηση ήταν αδύνατη. Για μια μικρή κατηγορία ψηφοφοριών για τις οποίες απαιτούνταν ένας ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων (6.000), κυρίως για παροχή της ιδιότητας του πολίτη, χρησιμοποιούνταν σφαιρίδια, χρωματισμένα άσπρα για το ‘ναι’ και μαύρα για το ‘όχι’. Πιθανώς, στο τέλος της συνέλευσης, ο κάθε πολίτης έριχνε το ένα από τα δύο σε ένα μεγάλο πιθάρι, που στη συνέχεια σπαζόταν για να καταμετρηθούν οι ψήφοι. (Για τον οστρακισμό απαιτούνταν οι πολίτες να αναγράψουν το όνομα σε ένα κομμάτι ενός αγγείου, το όστρακο.)

Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κυρία εκκλησία’. Μπορούσαν ακόμη να συγκληθούν επιπλέον συναντήσεις, ιδίως καθώς ως το 355 π.Χ. υπήρχαν ακόμη πολιτικές δίκες που δικάζονταν από την εκκλησία. Οι συνελεύσεις των πολιτών δε συνέβαιναν σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς έπρεπε να μη συμπίπτουν με τις γιορτές, που λάμβαναν χώρα σε διαφορετικό χρονικό σημείο σε καθένα από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες. Υπήρχε ακόμη η τάση να συγκεντρώνονται οι τέσσερις συνελεύσεις στο τέλος κάθε μήνα.

Η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν προαιρετική. Τον 5ο αιώνα, δημόσιοι δούλοι, σχηματίζοντας μία ζώνη με ένα κόκκινο σκοινί κατεύθυναν τους πολίτες από την αγορά στον τόπο της συνέλευσης (την Πνύκα), επιβάλλοντας πρόστιμο σε όσων τα ενδύματα είχαν βαφεί. Το μέτρο αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις μεθόδους υποχρεωτικής ψηφοφορίας κάποιων σύγχρονων δημοκρατιών. Ήταν μάλλον ένα μέτρο γρήγορης συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού συμμετεχόντων. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ., για πρώτη φορά εισήχθη η πληρωμή για τη συμμετοχή στην εκκλησία. Εξαιτίας αυτού παρουσιάστηκε ενθουσιασμός για τις συνελεύσεις. Μόνο οι πρώτοι έξι χιλιάδες που έφταναν γίνονταν δεκτοί και πληρώνονταν, ενώ το κόκκινο σκοινί χρησιμοποιούνταν πλέον για να συγκρατήσει τους αργοπορούντες. Αυτές οι δύο χρήσεις του κόκκινου σκοινιού μας είναι γνωστές από τις αριστοφανικές κωμωδίες Αχαρνείς, στίχοι:17-22 και Εκκλησιάζουσαι, στίχοι:378-9.

Η βουλή των 500

Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της εκκλησίας, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Η πρόταση αυτή μπορούσε να είναι συμπαγής, επεξεργασμένη ή ‘ανοιχτή’, που λίγο διέφερε από το να καθορίζει τη θεματολογία της εκκλησίας. Η βουλή ή τα εναλλασσόμενα τμήματά της, οι πρυτανείες, εξυπηρετούσαν ως ένα είδος . Κάθε μέρα του έτους ένας από τους βουλευτές ήταν αρχηγός του κράτους για αυτή τη μέρα (για παράδειγμα κρατούσε τα κλειδιά του ταμείου και τη σφραγίδα του κράτους και ήταν υπεύθυνος για την υποδοχή ξένων αποστολών και (τον 5ο αιώνα) προέδρευε στις συνελεύσεις της εκκλησίας και της βουλής). Υπολογίστηκε ότι περίπου ένα τέταρτο του συνόλου των πολιτών πρέπει να κατείχε το αξίωμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αυτή τη θέση του -τρόπον τινά- ‘αρχηγού του κράτους’ μπορούσε να την κατέχει ο καθένας μια φορά στη ζωή του.

Βιβλιογραφία

  • Αντώνιος Μανιτάκης, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία ως παράδειγμα αυτοπροσδιορισμού του πλήθους μέσω της αυτοκυβέρνησης του Δήμου, στον Τιμητικό Τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, τόμος, ΙΙΙ, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 43-64.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3319

Εκστρατεία στη Σικελία

Από τη Wikipedia

Με τον όρο Εκστρατεία στη Σικελία εννοούμε την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία, η οποία ξεκίνησε το 415 π.Χ και ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 413 π.Χ, στα πλαίσια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στόχος της εκστρατείας ήταν η κατάλυση της ηγεμονίας των Συρακουσών στη Σικελία, την οποία οι Αθηναίοι ήθελαν να καταστήσουν ορμητήριο κατά των ελληνικών πόλεων της Κάτω Ιταλίας. Παρά τη μεγάλη εκστρατευτική δύναμη, καθώς και τις ενισχύσεις που έλαβαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους υπέστησαν καταστροφική ήττα από τα στρατεύματα των Συρακουσίων και των συμμάχων τους. Κύριος λόγος της αποτυχίας ήταν η προδοσία του Αλκιβιάδη, ο οποίος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν τον Γύλιππο να ηγηθεί των Συρακουσίων. Ο Γύλιππος κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο στράτευμα και πέτυχε σημαντικές νίκες στη ξηρά και στη θάλασσα, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να παραδοθούν.

Η εκστρατεία στη Σικελία υπήρξε η σημαντικότερη απ’ όλες τις ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις του Πελοποννησιακού Πολέμου και απέφερε δόξα στους νικητές, ενώ οι ηττημένοι υπέστησαν ολοκληρωτική πανωλεθρία[1].

Προηγούμενες συγκρούσεις

Η πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Σικελίας ξεκίνησε το 427 π.Χ, όταν οι Αθηναίοι έστειλαν στόλο με 20 πλοία υπό τις διαταγές του Λάχητος και του Χαροιάδη για να βοηθήσει τους Λεοντίνους που βρίσκονταν σε διαμάχη με τις Συρακούσες. Στο πλευρό των Λεοντίνων βρίσκονταν οι Χαλκιδείς, η Καμάρινα και το Ρήγιο, ενώ οι δωρικές πόλεις της Σικελίας είχαν συμμαχήσει με τις Συρακούσες. Οι Λεοντίνοι είχαν στείλει πρέσβεις στην Αθήνα για να ζητήσουν βοήθεια, λόγω της κοινής ιωνικής καταγωγής[2]. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν, αν και τους ενδιέφερε πρωτίστως να εμποδίσουν την παροχή σιτήρων από τις Συρακούσες στην Πελοπόννησο[3] και να επεκτείνουν την ηγεμονία τους στη Σικελία. Βάση των επιχειρήσεων έγινε το Ρήγιο της Ιταλίας[4]. Η πρώτη σύγκρουση σημειώθηκε τον χειμώνα, όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν με τη βία να αποσπάσουν την Λιπάρα από τους Συρακουσίους. Παρά την καταστροφή των κτημάτων τους, οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους και οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Ρήγιο[5]. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους είχαν σημειωθεί αρκετές συγκρούσεις, με πιο σημαντική τη μάχη που διεξήχθη στις Μύλες μεταξύ Αθηναίων και Μεσσηνίων. Ο στρατηγός Χαροιάδης είχε πεθάνει σε μάχη κατά των Συρακουσίων και ο Λάχης έγινε ο μόνος αρχηγός του αθηναϊκού στόλου. Οι Μύλες ήταν ένα φρούριο, όπου οι Μεσσήνιοι είχαν παρατάξει δύο τάγματα για να στήσουν ενέδρα στους Αθηναίους, αλλά οι τελευταίοι επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή τους Μεσσηνίους, φονεύοντας πολλούς από τους ενεδρεύοντες και αναγκάζοντας τη φρουρά να παραδώσει την ακρόπολη και να τους ακολουθήσει στη Μεσσήνη. ‘Οταν οι Μεσσήνιοι είδαν την προσέγγιση των Αθηναίων, αποφάσισαν να παραδοθούν[6]. Επίσης, οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στη Λοκρίδα και νίκησαν τους Λοκρούς, με αποτέλεσμα να καταλάβουν ένα τείχος κοντά στον ποταμό Άληκα[7]. Τον χειμώνα, ωστόσο, οι Αθηναίοι υπέστησαν ήττα στην Ίνησσα από τους Συρακουσίους, αν και μετά επιχείρησαν νέα απόβαση στη Λοκρίδα, όπου συγκρούστηκαν με 300 Λοκρούς υπό τις διαταγές του Προξένου, τους οποίους φόνευσαν[8]. Επίσης, οι Αθηναίοι επιχείρησαν απόβαση στο έδαφος της Ιμέρας, ενώ οι Σικελιώτες εισέβαλαν από το εσωτερικό στο μεσογειακό τμήμα της πόλης – παράλληλα, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αιολίδων Νήσων. Όταν επέστρεψαν στο Ρήγιο, οι Αθηναίοι έμαθαν πως αρχηγός του στόλου – στη θέση του Λάχητος – είχε διοριστεί ο Πυθόδωρος, ενώ αργότερα έπρεπε να φθάσουν οι στρατηγοί Σοφοκλής και Ευρυμέδοντας με σοβαρές ενισχύσεις (σαράντα πλοία) μετά από αντίστοιχο αίτημα των συμμάχων. Ο Πυθόδωρος επιτέθηκε στη Λοκρίδα, αλλά αυτή τη φορά επικράτησαν οι Λοκροί[9]. Το επόμενο καλοκαίρι, οι Αθηναίοι υπέστησαν νέα ήττα στη Μεσσήνη – η οποία είχε μεγάλη στρατηγική σημασία για τις δύο πλευρές – από μοίρα 20 πλοίων των Συρακουσίων και των Λοκρών[10].

Παράλληλα, ο Σοφοκλής και ο Ευρυμέδοντας έλαβαν διαταγή να βοηθήσουν την Κέρκυρα, η οποία απειλείτο από ένα πελοποννησιακό στόλο με 60 πλοία, αλλά ο Δημοσθένης έπεισε τις αρχές της Αθήνας να στείλουν τις δυνάμεις των δύο στρατηγών στην Πελοπόννησο[11]. Ο Δημοσθένης οδήγησε τους Αθηναίους στην Πύλο και προσπάθησε μάταια να πείσει τους άλλους δύο στρατηγούς για τη στρατηγική θέση που είχε η περιοχή[12]. Προς καλή του τύχη, ο καιρός ήταν άστατος και οι δύο στρατηγοί αναγκάστηκαν να μείνουν στην Πύλο, ενώ οι Αθηναίοι οχύρωναν τα αδύναμα σημεία της περιοχής[13]. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν επίσης τη βραδύτητα των Σπαρτιατών, οι οποίοι τελούσαν γιορτές και είχαν αφήσει στην Αττική μεγάλο στράτευμα, για να ολοκληρώσουν την οχύρωση της Πύλου και να αφήσουν τον Σοφοκλή και τον Ευρυμέδοντα να συνεχίσουν τον πλου προς την Κέρκυρα και τη Σικελία[14]. Ενώ στην περιοχή της Ελλάδας, οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τους Σπαρτιάτες στην Πύλο και στη Σφακτηρία, οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοι τους επιχείρησαν ναυτική επίθεση στο Ρήγιο, έχοντας στη διάθεση τους 70 πλοία. Από την άλλη, οι Αθηναίοι και οι Ρηγίνοι είχαν στη διάθεση τους συνολικά 24 πλοία, αλλά κατάφεραν να νικήσουν τους Συρακούσιους και να τους τρέψουν σε φυγή[15]. Αργότερα, οι Αθηναίοι έπλευσαν στην Καμάρινα, καθώς έμαθαν πως κάποιος Αρχίας και οι οπαδοί του είχαν σκοπό να αποσπάσουν την πόλη από τους Αθηναίους και να την παραδώσουν στις Συρακούσες. Παράλληλα, οι Μεσσήνιοι επιχείρησαν να καταλάβουν τη Νάξο, αλλά υπέστησαν σοβαρή ήττα. Οι Λεοντίνοι και οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν την ήττα των Μεσσηνίων στη Νάξο και επιτέθηκαν στη Μεσσήνη – αρχικά, οι Μεσσήνιοι είχαν νικήσει τους Λεοντίνους, αλλά η επέμβαση των Αθηναίων ανάγκασε τους Μεσσήνιους να κλειστούν πίσω από τα τείχη[15]. Το καλοκαίρι του 424 π.Χ, οι πόλεις της Σικελίας έστειλαν εκπροσώπους στη Γέλα για να συζητήσουν το ενδεχόμενο λήξης των εχθροπραξιών μεταξύ των πόλεων τους[16]. Στο συμβούλιο πρωτοστάτησε ο Ερμοκράτης, εκπρόσωπος των Συρακουσίων, ο οποίος έπεισε τους υπόλοιπους πως οι εμφύλιες συγκρούσεις στη Σικελία θα ωφελούσαν τους Αθηναίους, γιατί θα τους δινόταν η ευκαιρία να στείλουν περισσότερες δυνάμεις[17], γι’ αυτό και πρότεινε την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους[18]. Οι Σικελοί έλυσαν ειρηνικά τις διαφορές τους και οι συμμαχικές πόλεις της Αθήνας ανακοίνωσαν στους αρχηγούς του αθηναϊκού στόλου πως συμφωνήθηκε ο τερματισμός του πολέμου[19]. Κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα, ο Πυθόδωρος και ο Σοφοκλής εξορίστηκαν, ενώ ο Ευρυμέδοντας πλήρωσε πρόστιμο εξαιτίας της αποτυχίας στη Σικελία[20]. Το καλοκαίρι του 422 π.Χ, οι Αθηναίοι έστειλαν μια αντιπροσωπεία με επικεφαλής του Φαίακα με σκοπό να συνάψει συμμαχίες με τις πόλεις της Σικελίας – η Καμάρινα και ο Ακράγαντας δέχτηκαν, ενώ η Γέλα αρνήθηκε. Επίσης, ο Φαίακας σύναψε συμμαχίες με πόλεις της Ιταλίας, ακόμα και με τους Λοκρούς, οι οποίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μεδμαίους και τους συμμάχους τους[21].

Η απόφαση για νέα εκστρατεία

Προτομή του Αλκιβιάδη (ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΚΛΙΝΙΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΣ), ο οποίος υποστήριξε θερμά την αποστολή των αθηναϊκών στρατευμάτων στη Σικελία

Το 415 π.Χ, η Αθήνα και η Σπάρτη υπέγραψαν ειρήνη και έβαλαν τέλος στην πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, γνωστή ως Αρχιδάμειος πόλεμος. Ωστόσο, η ειρήνη δεν ικανοποιούσε πλήρως τις δύο πόλεις, καθώς η Σπάρτη αρνήθηκε να παραχωρήσει την Αμφίπολη στην Αθήνα, ενώ η Αθήνα είχε τον έλεγχο της Πύλου. Νωρίτερα, το 418 π.Χ, στη μάχη της Μαντινείας, οι πόλεις του Άργους και της Μαντινείας – μαζί με άλλες πελοποννησιακές πόλεις – συμμάχησαν με την Αθήνα σε μια προσπάθεια να απελευθερωθούν από τον σπαρτιατικό ζυγό. Στη μάχη πρωτοστάτησε ο Αθηναίος αριστοκράτης Αλκιβιάδης, ο οποίος κατάφερε να βάλει προσωρινό τέλος στον έλεγχο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας από τη Σπάρτη[22]. Παρά την αθηναϊκή ήττα στη μάχη της Μαντινείας, ο Αλκιβιάδης κατάφερε να επικρατήσει στην πολιτική σκηνή και να εκλεγεί στρατηγός το 417 π.Χ[23]. Ο έλεγχος της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας παρέμεινε μοιρασμένος μεταξύ του κόμματος της ειρήνης (αρχηγός ο Νικίας) και του κόμματος του πολέμου (αρχηγός ο Αλκιβιάδης)[24]. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αλκιβιάδης δεν ήταν ευχαριστημένος με την υπογραφή της ειρήνης και ειδικά με το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υπογράψει την ειρήνη με τον Νικία χωρίς να συνεννοηθούν μαζί του, καθώς ήταν πρόξενος της Σπάρτης[25].

Τον χειμώνα του 416-415 π.Χ, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εκστρατεύσουν εκ νέου στη Σικελία με περισσότερες δυνάμεις απ’ ότι την προηγούμενη φορά[26]. Προέβαλαν ως αφορμή, την καταπίεση που δεχόταν η Έγεστα από τους Σελινουντίους από ξηρά και θάλασσα. Στην Αθήνα είχαν παρουσιαστεί πρέσβεις από την Έγεστα που ζήτησαν βοήθεια από τους Αθηναίους λόγω κοινής καταγωγής, ενώ δήλωσαν πως είχαν στη διάθεση τους αρκετά χρήματα για να χρηματοδοτήσουν την εκστρατεία. Oι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν πρώτα μια αντιπροσωπεία στην Έγεστα για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενα των Εγεσταίων[27]. Η αντιπροσωπεία επιβεβαίωσε την ύπαρξη μεγάλου χρηματικού ποσού στην Έγεστα (εξήντα τάλαντα αργυρού), το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως μηνιαίος μισθός για πληρώματα 60 πλοίων που ζητούσαν οι Εγεσταίοι.

Οι συζητήσεις στην Εκκλησία του Δήμου

Οι πρέσβεις της Εγέστας ανέπτυξαν τις απόψεις τους στην Εκκλησία του Δήμου και, παρά την αντίδραση του επί κεφαλής των συντηρητικών Νικία, αποφασίστηκε η εκστρατεία με αρχηγούς τον Αλκιβιάδη, τον Νικία και τον Λάμαχο, στους οποίους έδωσαν εντολή να βοηθήσουν την Έγεστα και να αποκαταστήσει τους Λεοντίνους στην εστία τους (σε περίπτωση που οι κάτοικοι της πόλης έφευγαν μαζικά για να γλιτώσουν τον πόλεμο). Ο Νικίας εξελέγη παρά την θέλησή του.[28].
Πέντε μέρες μετά την πιο πάνω συνέλευση, πραγματοποιήθηκε δεύτερη, για ν’ αποφασιστεί το μέγεθος των δυνάμεων που θα αποστελλόταν. Ο Νικίας προσπάθησε και πάλι να μεταπείσει την Εκκλησία, υποστηρίζοντας πως η πόλη έπρεπε να εκμεταλλευτεί την ειρήνη με τους Πελοποννήσιους για να αναπληρώσει τις απώλειες σε άνδρες και χρήμα[29], ενώ εξέφρασε την άποψη πως η πόλη δεν ήταν έτοιμη για τέτοια εκστρατεία και προειδοποίησε πως σε περίπτωση ήττας, οι Πελοποννήσιοι με τις δυνάμεις τους ακέραιες θα προχωρούσαν σε επίθεση κατά των Αθηνών[30], αλλά και σε περίπτωση νίκης, οι Αθηναίοι θα αδυνατούσαν να ελέγξουν τη Σικελία εξαιτίας της μεγάλης απόστασης[31]. Αμφισβήτησε επίσης την αξιοπιστία του Αλκιβιάδη υποστηρίζοντας ότι νεαρός και αλαζών, επιθυμεί την εκστρατεία από ματαιοδοξία και για προσωπικά οφέλη.
Μετά τον Νικία, τον λόγο έλαβε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος απέκρουσε τις κατηγορίες του Νικία περί προσωπικής φιλοδοξίας και θύμισε στους Αθηναίους πως οι Σπαρτιάτες είχαν διακινδυνεύσει τα πάντα στη μάχη της Μαντινείας εξαιτίας της δράσης του[32]. Ο Αλκιβιάδης καθησύχασε τους Αθηναίους, λέγοντας πως στην πόλη θα παρέμενε ένας ισχυρός στόλος που θα ήταν ικανός να αποκρούσει μια πιθανή επίθεση των Σπαρτιατών[33], ενώ τόνισε πως έπρεπε να εκμεταλλευτούν τις εμφύλιες συρράξεις στη Σικελία[33] και να επεκτείνουν την ηγεμονία τους στην περιοχή, ενώ θύμισε πως ήταν υποχρεωμένοι να τηρήσουν τους όρκους που έδωσαν στους συμμάχους τους[34]. Μετά τον Αλκιβιάδη μίλησαν οι Εγεσταίοι και οι Λεοντίνοι που θύμισαν τους όρκους συμμαχίας που έδωσαν οι Αθηναίοι, κάτι που αύξησε τον ενθουσιασμό των Αθηναίων [35].
Ο Νικίας κατάλαβε ότι η απόφαση της Εκκλησίας ήταν αμετάκλητη και αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Πήρε πάλι τον λόγο και δήλωσε πως μονάχα η Νάξος και η Κατάνη θα βοηθούσαν τους Αθηναίους, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις θα βοηθούσαν τους Συρακούσιους. Επίσης, κατά τον Νικία, οι Συρακούσιοι διέθεταν πολυάριθμο ιππικό και πολλά χρήματα για τον επικείμενο πόλεμο, ενώ τόνισε το γεγονός ότι οι Συρακούσιοι μπορούσαν να τροφοδοτήσουν τον στρατό τους με εγχώρια προϊόντα ενώ οι Αθηναίοι θα στηρίζονταν μονάχα σε εισαγόμενα προϊόντα[36]. Ο Νικίας έδωσε έμφαση στο γεγονός πως οι Αθηναίοι χρειάζονταν μεγάλο στόλο και πολλούς οπλίτες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το ιππικό του αντιπάλου[37], καθώς επίσης μεγάλο αριθμό τοξοτών και βοηθητικών στρατευμάτων[38]. Τέλος, ο Νικίας εξέφρασε τις ανησυχίες του για την εκστρατεία και ζήτησε να απαλλαγεί από την αρχηγία αν οι προτάσεις του δεν γίνονταν δεκτές[39].
Ο ελιγμός του Νικία -που ζήτησε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ όσες είχαν αποφασιστεί αρχικά- είχε σκοπό να αποθαρρύνει τους Αθηναίους, αλλά πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι Αθηναίοι έδειξαν μεγαλύτερο ενθουσιασμό και αποφάσισαν να διατηρήσουν τον Νικία στη θέση του αρχηγού[40], ενώ ζήτησαν απ’ αυτόν να παρουσιάσει το απαραίτητο μέγεθος της αποστολής. Ο Νικίας δήλωσε πως χρειάζονταν τουλάχιστον 100 τριήρεις από την Αθήνα και όσο το δυνατόν περισσότερες από τις συμμαχικές πόλεις, ενώ επίσης χρειάζονταν τουλάχιστον 5.000 οπλίτες. Τέλος, ο Νικίας δήλωσε πως χρειάζονταν ένα στράτευμα που να είναι ανάλογο προς τους οπλίτες και να περιλαμβάνει Αθηναίους και Κρήτες τοξότες και σφενδονιστές[41]. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τις προτάσεις του Νικία, έδωσαν πλήρη εξουσία στους στρατηγούς για τα θέματα που αφορούσαν την εκστρατεία και έστειλαν πρέσβεις στις συμμαχικές πόλεις για να συντάξουν καταλόγους στρατευσίμων[42].

Ο ακρωτηριασμός των Ερμών

Πριν ξεκινήσει ο στόλος, μια ομάδα αγνώστων ακρωτηρίασε τις Ερμές, αγάλματα αφιερωμένα ατον Ερμή που πίστευαν ότι έφερναν καλή τύχη, τοποθετημένα σε διάφορα σημεία της πόλης. Το γεγονός θεωρήθηκε κακός οιωνός για την εκστρατεία καθώς επίσης και προπαρασκευαστικό της ανατροπής του πολιτεύματος. Κανένας δεν γνώριζε την ταυτότητα των ενόχων, ωστόσο, Αθηναίοι και ξένοι έσπευσαν στα δικαστήρια για να δώσουν μαρτυρίες[43], αν και οι περισσότερες δεν είχαν σχέση με το θέμα, αλλά με την πρόσφατη παρωδία των Μυστηρίων από μεθυσμένους νεαρούς[44]. Πολλοί κατηγόρησαν τον Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν γνωστός για την ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι στα Μυστήρια, και οι εχθροί του επωφελήθηκαν για να του αφαιρέσουν την εξουσία. Ο Αλκιβιάδης ζήτησε να δικαστεί πριν από την αναχώρηση του στόλου, αλλά οι εχθροί του – φοβούμενοι την επιρροή του στον στρατό και στο πλήθος – μίσθωσαν ρήτορες για να πείσουν τον λαό να επιτρέψει την αποστολή του στόλου πριν να γίνει η δίκη[45].

Πρώτη φάση της εκστρατείας

Η πορεία του αθηναϊκού στόλου προς τη Σικελία

Η εκστρατεία στη Σικελία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 415 π.Χ, μετά από επίδειξη ισχύος στο λιμάνι του Πειραιά για τους Αθηναίους και τους ξένους της πόλης[46]. Οι Αθηναίοι απέπλευσαν για την Αίγινα και μετά έφθασαν στην Κέρκυρα, όπου ενώθηκαν με τους συμμάχους τους[47]. Οι φήμες για την επικείμενη εκστρατεία είχαν φθάσει στις Συρακούσες, αλλά κανένας δεν τις πίστεψε. Κατά τη διάρκεια λαϊκής συνέλευσης, ο Ερμοκράτης, ο οποίος είχε ακριβείς πληροφορίες για το θέμα[48], ζήτησε τον λόγο και τόνισε πως οι Αθηναίοι δεν είχαν σκοπό να βοηθήσουν τους Εγεσταίους και τους Λεοντίνους, αλλά να επεκτείνουν την ηγεμονία τους. Ο Ερμοκράτης θύμισε πως οι υπερπόντιες εκστρατείες που διεξήχθησαν στο παρελθόν είχαν αποτύχει και έφερε το παράδειγμα των Περσών, οι οποίοι απέτυχαν να καταλάβουν την Αθήνα το 490 π.Χ και το 480 π.Χ, λόγω της απόστασης και της έλλειψης πολεμοφοδίων[49]. Τέλος, ο Ερμοκράτης ζήτησε από τους Συρακούσιους να συνάψουν συμμαχίες με τις άλλες πόλεις της Σικελίας, τις πόλεις της Ιταλίας, καθώς και με την Καρχηδόνα, ενώ απαίτησε την αποστολή στόλου στον Τάραντα και στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας με διαταγή να επιτεθεί στους Αθηναίους[50]. Μετά τον Ερμοκράτη μίλησε ο Αθηναγόρας, ο οποίος αμφισβήτησε την ακρίβεια της είδησης για την επικείμενη αθηναϊκή εκστρατεία, καθώς ήταν σίγουρος πως οι Αθηναίοι δεν θα επιχειρούσαν εκστρατεία στη Σικελία ενώ δεν είχε λήξει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος[51], και έδωσε έμφαση στην αμυντική ικανότητα της Σικελίας, στην αριθμητική υπεροχή του στρατού και του ιππικού των Συρακουσίων και στην έλλειψη εφοδίων που θα αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι[52]. Μετά τον Αθηναγόρα μίλησε ένας εκ των Συρακουσίων στρατηγών και δήλωσε πως θα συγκέντρωναν ιππικό και άλλα εφόδια και θα ετοίμαζαν την πόλη για άμυνα. Παράλληλα, αποφασίστηκε να σταλούν πράκτορες στις άλλες πόλεις της Σικελίας για να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την εκστρατεία[53].

Στην Κέρκυρα, εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους και χώρισαν τον στόλο σε τρεις μοίρες, κάθε μια από τις οποίες θα είχε ως αρχηγό ένα από τους στρατηγούς, ενώ έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας για να μάθουν ποιες ήταν πρόθυμες να τους υποδεχτούν[54]. Στην Κέρκυρα, οι Αθηναίοι είχαν συγκεντρώσει την εξής δύναμη: 134 τριήρεις (100 από την Αθήνα και 34 από τη Χίο και άλλες περιοχές), 2 πεντηκοντόρους, 5.100 οπλίτες (1.500 Αθηναίοι πολίτες, 700 θήτες πεζοναύτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι μισθοφόροι και 2.150 οπλίτες από συμμαχικές πόλεις), 480 τοξότες (80 Κρήτες και 100 από άλλες περιοχές), 700 σφενδονιστές (Ρόδιοι), 120 ψιλοί (Μεγαρείς) και 30 ιππείς, τους οποίους μετέφερε ένα ιππαγωγό πλοίο[55]. Αυτή τη δύναμη συνόδευαν 30 μεταγωγικά πλοία με τρόφιμα, προσωπικά και διάφορα εργαλεία, ενώ τους είχαν ακολουθήσει και αρκετά εμπορικά πλοία. Ο στόλος διέσχισε αθρόος τον Ιόνιο κόλπο και προσέγγισε στο ακρωτήριο της Ιαπυγίας – οι ιταλικές πόλεις είχαν αρνηθεί να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αν και μερικές τους έδωσαν την άδεια να αγκυροβολήσουν. Στο τέλος, η αθηναϊκή δύναμη έφθασε στο Ρήγιο, οι κάτοικοι του οποίου αποφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να συμμορφωθούν με την απόφαση του συνεδρίου των ελληνικών πόλεων της Ιταλίας. Τότε, οι Αθηναίοι άρχισαν να μελετούν τρόπους βελτίωσης της κατάστασης και περίμεναν πλοία από την Έγεστα για να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του θησαυρού, για τον οποίο έκαναν λόγο οι Εγεσταίοι[56]. Ωστόσο, τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: οι Εγεσταίοι είχαν στη διάθεση τους μονάχα 30 τάλαντα, ενώ τα διάφορα μεταλλικά σκεύη τους (τα οποία είχαν δανειστεί από άλλες πόλεις) είχαν μεγάλο μέγεθος που ήταν δυσανάλογο με την αξία τους. Παρ’ ολ’ αυτά, η μεγάλη ποσότητα των χρυσών και άλλων μεταλλικών σκευών έπεισε τους Αθηναίους πως οι Εγεσταίοι διέθεταν αρκετά χρήματα για τη χρηματοδότηση του αθηναϊκού στόλου. Οι Αθηναίοι κατηγόρησαν τους πρώτους απεσταλμένους στην Έγεστα ότι τους οδήγησαν σε πλάνη, ενώ οι στρατηγοί αποφάσισαν να συγκαλέσουν πολεμικό συμβούλιο[57].

Ο Νικίας πρότεινε να επιτεθούν οι Αθηναίοι κατά του Σελινούντος, ο οποίος ήταν ο κύριος σύμμαχος των Συρακουσών και κύριος εχθρός των Εγεσταίων, με σκοπό να αναγκάσουν τους Σελινουντίους να συνάψουν ειρήνη με τους Εγεσταίους (είτε μέσω βίας είτε μέσω συνεννόησης), ενώ μετά να προχωρήσουν σε επίδειξη ισχύος και να πείσουν τις άλλες πόλεις να συνάψουν συμμαχία. Αν η αποστολή έληγε με επιτυχία, τότε θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Αθήνα, εκτός και αν οι Λεοντίνοι αντιμετώπιζαν ξαφνικά νέα απειλή[58]. Ο Αλκιβιάδης πρότεινε την αποστολή πρεσβευτών στις ελληνικές πόλεις της Σικελίας για να τις αποσπάσουν από τους Συρακούσιους και να συνάψουν συμφωνία τροφοδότησης του αθηναϊκού στρατεύματος. Ο Αλκιβιάδης έδωσε έμφαση στη Μεσσήνη που ήταν το κλειδί της Σικελίας και δήλωσε πως έπρεπε πρώτα να συνάψουν συμμαχία με τους κατοίκους της πόλης και μετά να προχωρήσουν σε επίθεση κατά των Συρακουσών και του Σελινούντος[59]. Τελευταίος μίλησε ο Λάμαχος, ο οποίος αν και συμφώνησε με τον Αλκιβιάδη όσον αφορά τη σημασία της Μεσσήνης, πρότεινε να επιτεθούν αμέσως κατά των Συρακουσών, ενώ στους Μεσσηνίους θα πήγαινε ο ίδιος για να συνάψει συμμαχία[60]. Το ότι η άποψη του Λάμαχου επικράτησε, ο Ντόναλντ Κάγκαν το αποδίδει (πέραν της εκτίμησης την οποία έχαιρε λόγω της πολεμικής του εμπειρίας) στο ότι οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να βρούν μια ισορροπία μεταξύ ενός νεαρού και επιθετικού ηγέτη -του Αλκιβιάδη, που ήταν ο πρωτοστάτης της εκστρατείας- και μιας παλαιάς συντηρητικής προσωπικότητας – του Νικία που ήταν ο κορυφαίος αντίπαλος της εκστρατείας και αρχηγός του κόμματος της ειρήνης.[61]. Ο Λάμαχος ήταν ένας 50χρονος στρατιώτης, τον οποίο ο Αριστοφάνης παρουσιάζει ως μόνιμα φτωχό στρατιώτη στην κωμωδία «Αχαρνής».

Οι Μεσσήνιοι αρνήθηκαν τις προτάσεις του Λάμαχου, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι έπλευσαν κατά μήκος της ακτής της Νάξου με τα 2/3 του στόλου και από εκεί κατευθύνθηκαν προς την Κατάνη. Οι Καταναίοι αρνήθηκαν να δεχτούν τους Αθηναίους και οι τελευταίοι στρατοπέδευσαν κοντά στον ποταμό Τηρία, ενώ έστειλαν μια μοίρα 10 πλοίων για να παρακολουθεί τον Μεγάλο Λιμένα των Συρακουσών. Αργότερα, οι Αθηναίοι έπλευσαν με τον υπόλοιπο στόλο και μόλις έφθασαν στις Συρακούσες, διακήρυξαν πως σκοπός της αποστολής τους ήταν η αποκατάσταση των Λεοντίνων και ζήτησαν από τους Λεοντίνους που βρίσκονταν στις Συρακούσες να προσέλθουν άφοβα προς τους Αθηναίους. Μετά την προκήρυξη, οι Αθηναίοι επανέπλευσαν προς την Κατάνη[62]. Οι Καταναίοι έκαναν δεκτούς μόνο τους στρατηγούς: όσο μιλούσε ο Αλκιβιάδης, οι κάτοικοι ήταν απασχολημένοι μονάχα μ’ αυτόν και δεν αντιλήφθηκαν πως οι Αθηναίοι είχαν διαρρήξει μια μικρή πύλη του τείχους, η οποία ήταν σαθρώς κατασκευασμένη. Οι Αθηναίοι έπεισαν τους Καταναίους να ψηφίσουν υπέρ της συμμαχίας με την Αθήνα και να δεχτούν το αίτημα των Αθηναίων για στρατοπέδευση ολόκληρου του εκστρατευτικού σώματος τους στην Κατάνη[63]. Παράλληλα έφθασε η είδηση πως οι Συρακούσιοι επιβιβάζουν τα πληρώματα τους στην Καμάρινα, η οποία ήθελε να συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους. Όταν έφθασαν στην Καμάρινα, οι Αθηναίοι έστειλαν κήρυκα στην πόλη, αλλά οι Καμαριναίοι δεν τον δέχτηκαν με τη δικαιολογία πως οι Αθηναίοι έπρεπε να είχαν στείλει μονάχα ένα πολεμικό σκάφος (εκτός και αν οι ίδιοι ζητούσαν περισσότερα). Μετά, οι Αθηναίοι προέβησαν σε λεηλασία της ακτής των Συρακουσών, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από επίθεση των ιππέων και των ψιλών στρατιωτών του στρατού των Συρακουσίων[64].

Την ίδια εποχή, στην Κατάνη έφθασε το πλοίο «Σαλαμινία» με εντολή του δήμου της Αθήνας προς τον Αλκιβιάδη και άλλους στρατιώτες να απολογηθούν για τον ακρωτηριασμό των Ερμών και τη βεβήλωση των Μυστηρίων[65]. Οι Αθηναίοι είχαν επίσης υποψίες πως ο Αλκιβιάδης σχεδίαζε πραξικόπημα κατά της δημοκρατίας και παράδοση της πόλης τους Σπαρτιάτες – κύρια απόδειξη αυτής της κατηγορίας ήταν η παρουσία μιας μικρής δύναμης των Σπαρτιατών στον Ισθμό, η οποία είχε σκοπό να βοηθήσει τους Βοιωτούς, κάτι που οι Αθηναίοι δεν είχαν πιστέψει. Οι Αθηναίοι είχαν συλλάβει τους φίλους του Αλκιβιάδη στο Άργος και ζήτησαν από τους Αργείους να τους θανατώσουν[66]. Οι αρχές της Αθήνας είχαν σκοπό να θανατώσουν τον Αλκιβιάδη, αλλά το πλήρωμα της Σαλαμινίας έλαβε διαταγή να τον καλέσει να τους ακολουθήσει χωρίς να τον συλλάβει, καθώς φοβούνταν να προκαλέσουν ταραχές στον στρατό. Ο Αλκιβιάδης και οι σύντροφοι του επιβιβάστηκαν στο πλοίο, αλλά το εγκατέλειψαν στους Θούριους – το πλήρωμα προσπάθησε για αρκετό διάστημα να ανακαλύψει τους φυγάδες, αλλά μάταια. Οι φυγάδες έφθασαν στην Πελοπόννησο με άλλο πλοίο, ενώ οι αρχές της Αθήνας τους καταδίκασαν σε θάνατο[67]. Μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη, ο Νικίας και ο Λάμαχος μοίρασαν τον στρατό σε δύο μοίρες. Οι Αθηναίοι έπλευσαν στην Έγεστα για να εξετάσουν τα επίμαχα ζητήματα μεταξύ των Εγεσταίων και των Σελινουντίων και να μάθουν αν οι Εγεσταίοι είχαν σκοπό να δώσουν τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί. Μετά, οι Αθηναίοι προσέγγισαν την Ιμέρα, αλλά οι κάτοικοι της πόλης αρνήθηκαν να τους δεχτούν. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, οι Αθηναίοι είχαν προχωρήσει σε επίθεση κατά των Υκκάρων, με αποτέλεσμα να καταστρέψουν την πόλη και να την παραδώσουν στους Εγεσταίους. Μετά την επίθεση, οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην Κατάνη με αρκετούς σκλάβους, ενώ επιχείρησαν επίθεση κατά της Πελεάτιδος Ύβλας, η οποία έληξε με αποτυχία. Παράλληλα, ο Νικίας είχε λάβει τριάντα τάλαντα από τους Εγεσταίους και έστειλε πρέσβεις σε άλλες πόλεις της Σικελίας για να ζητήσει στρατιωτική ενίσχυση[68].

Τον χειμώνα, οι Αθηναίοι και οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για τη μάχη[69]. Οι Αθηναίοι στρατηγοί ήθελαν να απομακρύνουν τους Συρακούσιους από την πόλη τους σε ένα μέρος όπου το ιππικό τους δεν θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιές στα βοηθητικά σώματα του αθηναϊκού στρατού. Μετά από συμβουλή εξόριστων Συρακουσίων που συμμάχησαν με τους Αθηναίους, οι στρατηγοί αποφάσισαν να στρατοπεδεύσουν στο Ολυμπιείον και προχώρησαν στο εξής τέχνασμα: έστειλαν στις Συρακούσες ένα άνθρωπο, ο οποίος ήταν πιστός στους Αθηναίους και συνάμα θεωρείτο φίλος των Συρακουσίων, ο οποίος θα τους ανακοίνωνε πως οι Αθηναίοι είχαν σκοπό να διανυκτερεύσουν στην πόλη, μακριά από το στρατόπεδο τους, ενώ θα τους πρότεινε να επιτεθούν στα χαρακώματα των Αθηναίων όσο οι Καταναίοι θα έσφαζαν τους Αθηναίους μέσα στην πόλη και θα έκαιγαν τα πλοία τους[70]. Οι Συρακούσιοι δέχτηκαν να επιτεθούν στην Κατάνη και προχώρησαν στις ανάλογες προετοιμασίες. Όταν τελείωσαν τις προετοιμασίες και έλαβαν ενισχύσεις από άλλες πόλεις, οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν την πορεία τους και στρατοπέδευσαν κοντά στον ποταμό Σύμαιθο. Οι Αθηναίοι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, αποβιβάστηκαν στην περιοχή του Ολυμπιείου. Το ιππικό των Συρακουσών, το οποίο έμεινε στην οπισθοφυλακή, αντιλήφθηκε την απόβαση των Αθηναίων και μετέφερε το μήνυμα στο πεζικό, το οποίο έσπευσε να επιστρέψει[71]. Οι Αθηναίοι προχώρησαν σε οχύρωση της θέσης τους και αρνήθηκαν να δώσουν μάχη εκείνη την ημέρα, γι’ αυτό και οι Συρακούσιοι παρατάχθηκαν στην Ελωρίνη Οδό[72]. Την επομένη, οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι για μάχη: αφού μοίρασαν τον στρατό σε δύο μοίρες, παρέταξαν την εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή σε φάλαγγα βάθους 8 οπλιτών – στα δεξιά παρατάχθηκαν οι Αργείοι και οι Μαντινείς, στο κέντρο οι Αθηναίοι και στα αριστερά οι υπόλοιποι σύμμαχοι. Από την άλλη, οι Συρακούσιοι παρατάχθηκαν σε βάθος 10 οπλιτών, ενώ το ιππικό (1200 ιππείς) και οι ακοντιστές τους παρατάχθηκαν στα δεξιά[73]. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι, κάτι που δεν περίμεναν οι Συρακούσιοι – γι’ αυτό και επικράτησε πανικός, αλλά οι Συρακούσιοι κατάφεραν να γεμίσουν τις γραμμές τους και να πάρουν τα όπλα[74]. Η μάχη ξεκίνησε με δράση των λιθοβόλων, των τοξοτών και των σφενδονιστών των δύο πλευρών, οι οποίοι απώθησαν τους ψιλούς της κάθε παράταξης. Μετά, οι οπλίτες προχώρησαν σε μετωπική επίθεση και η μάχη διαρκούσε για πολλή ώρα, λόγω της καταιγίδας και της σθεναρής αντίστασης των Συρακουσίων. Ωστόσο, οι Αθηναίοι κατάφεραν να απωθήσουν τους Συρακούσιους στο κέντρο, αφού πρώτα οι Αργείοι απώθησαν το αριστερό κέρας των Συρακουσίων – ακολούθησε καταδίωξη των Συρακουσίων, η οποία απέτυχε λόγω της δράσης του ιππικού. Οι Συρακούσιοι οπλίτες ανασυντάχθηκαν στην Ελωρίνη Οδό, έστειλαν φρουρά στον ναό του Δία (φοβούμενοι πως οι Αθηναίοι θα κλέψουν τον θησαυρό του ναού) και επέστρεψαν στην πόλη[75]. Οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν στην κλοπή του θησαυρού, αλλά συνέλεξαν τους νεκρούς, κάτι που επέτρεψαν στους Συρακούσιους να κάνουν την επόμενη μέρα – οι Αθηναίοι είχαν χάσει 50 άνδρες, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν χάσει 260[76]. Μετά τη μάχη, οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην Κατάνη, καθώς έκριναν πως ο χειμώνας θα τους εμπόδιζε να στρατοπεδεύσουν πλησίον των Συρακουσών – ήταν σίγουροι, όμως, πως με τον ερχομό της άνοιξης θα επιχειρήσουν νέα επίθεση[77].

Ο πρώτος χειμώνας της εκστρατείας και διπλωματική δράση των δύο πλευρών

Στη λαϊκή συνέλευση των Συρακουσίων, η οποία ακολούθησε της μάχης, ο Ερμοκράτης πρότεινε να μειώσουν τον αριθμό των στρατηγών (που ήταν 15) και να αυξήσουν την παραγωγή όπλων, ώστε να αυξήσουν και τον αριθμό των οπλιτών, ενώ επίσης πρότεινε τη συστηματική εκπαίδευση των οπλιτών[78]. Οι Συρακούσιοι αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Ερμοκράτη και τον εξέλεξαν στρατηγό, μαζί με τον Ηρακλείδη και τον Σικανό, ενώ έστειλαν πρεσβείες στην Κόρινθο και στη Σπάρτη για να ζητήσουν βοήθεια και τη συνέχεια του πολέμου στην Ελλάδα – οι Συρακούσιοι ήλπιζαν πως αυτό θα ανάγκαζε τους Αθηναίους είτε να αναχωρήσουν από τη Σικελία είτε να μειώσουν την αποστολή ενισχύσεων[79]. Οι Αθηναίοι σχεδίαζαν να καταλάβουν τη Μεσσήνη μέσω συνωμοσίας, ωστόσο, η αποστολή τους απέτυχε εξαιτίας της προδοσίας του Αλκιβιάδη. Οι Μεσσήνιοι φόνευσαν τους συνωμότες και ετοιμάστηκαν για άμυνα. Οι Αθηναίοι έμειναν προ πυλών της πόλης για 13 μέρες και μετά αποφάσισαν να διαχειμάσουν στη Νάξο, όπου έφτιαξαν νεώρια γα τα πλοία και έσκαψαν χαρακώματα για να προστατεύσουν το στρατόπεδο, ενώ παράλληλα έστειλαν πλοίο στην Αθήνα για να ζητήσουν χρήματα και ιππικό[80]. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έχτισαν προτείχισμα, ως συμπλήρωμα του ήδη υπάρχοντος τείχους της πόλης, το οποίο κάλυπτε την ιερή περιοχή του Τεμενιτού Απόλλωνα και επεκτάθηκε μέχρι τις Επιπολές, ενώ έστειλαν φρουρά στα Μέγαρα και στο Ολυμπιείον. Μόλις έμαθαν για την παραμονή των Αθηναίων στη Νάξο, οι Συρακούσιοι επιτέθηκαν στην Κατάνη, την οποία ερήμωσαν – μετά, οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε εμπρησμό του αθηναϊκού στρατοπέδου και επέστρεψαν στην πόλη τους[81]. Την ίδια εποχή, οι δύο πλευρές έστειλαν πρέσβεις στην Καμάρινα – επικεφαλής της πρεσβείας των Συρακουσίων ήταν ο Ερμοκράτης, ενώ επικεφαλής της αθηναϊκής πρεσβείας ήταν ο Εύφημος[82]. Πρώτος τον λόγο έλαβε ο Ερμοκράτης, ο οποίος τους θύμισε την τύχη των Ιώνων που δεν πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων κατά τους Περσικούς πολέμους – οι Αθηναίοι τους υπέταξαν παρά την κοινή καταγωγή και ουσιαστικά αντικατέστησαν την περσική ηγεμονία με τη δική τους[83]. Επίσης, ο Ερμοκράτης επέκρινε τους Σικελιώτες που δεν αντιστάθηκαν ενωμένοι κατά των Αθηναίων εισβολέων[84] και θύμισε τις πραγματικές αιτίες της αθηναϊκής εκστρατείας[85]. Για να πείσει τους Καμαριναίους να πολεμήσουν στο πλευρό των Συρακουσίων, ο Ερμοκράτης παρέπεμψε στους Ρηγίνους που αρνήθηκαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στην εστία τους παρά το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή με τους Λεοντίονους[86], ενώ επίσης δήλωσε πως περίμεναν ενισχύσεις από την Πελοπόννησο[87]. Μετά τον Ερμοκράτη, τον λόγο έλαβε ο Εύφημος, ο οποίος μίλησε για τους λόγους που ώθησαν τους Αθηναίους να αποκτήσουν ηγεμονία, με κύριο λόγο την απειλή των Σπαρτιατών. Επίσης, ο Εύφημος αιτιολόγησε το γεγονός ότι οι Αθηναίοι υπέταξαν την Ιωνία, λέγοντας πως οι Ίωνες είχαν συμμαχήσει με τους Πέρσες κατά της μητρόπολης τους[88]. Ο Εύφημος τόνισε την καλή μεταχείριση των συμμάχων από τους Αθηναίους και προσπάθησε να πείσει τους Καμαριναίους πως οι Συρακούσιοι είχαν σκοπό να ενώσουν τις πόλεις της Σικελίας για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους[89], γι’ αυτό και τους κάλεσε να πολεμήσουν στο πλευρό των Αθηναίων[90].

Οι Καμαριναίοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, καθώς είχαν συνάψει συμμαχία και με την Αθήνα και με τις Συρακούσες, γι’ αυτό και αποφάσισαν πως η καλύτερη λύση είναι η ουδετερότητα[91]. Μετά, οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις της Σικελίας για να συνάψουν συμμαχία – οι πεδινές πόλεις (πλην μερικών εξαιρέσεων) αρνήθηκαν να βοηθήσουν, ενώ οι πόλεις του εσωτερικού αποδέχτηκαν την πρόταση (είτε ειρηνικά είτε δια της βίας). Επίσης, οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στην Καρχηδόνα και στην Τυρρηνία για να ζητήσουν βοήθεια, ενώ έστειλαν πρέσβεις στις συμμαχικές πόλεις της Σικελίας και στην Έγεστα για να ζητήσουν ιππικό και προμήθειες. Τέλος, οι Αθηναίοι μετέφεραν τη βάση τους από τη Νάξο στην Κατάνη, αποκατέστησαν το στρατόπεδο τους και διαχείμασαν[92]. Ενώ αυτά διαδραματίζονταν στη Σικελία, στην Ελλάδα, η Κόρινθος ψήφισε υπέρ της αποστολής ενισχύσεων στις Συρακούσες και υπέρ της διεξαγωγής πολέμου κατά των Αθηναίων στην Ελλάδα[93]. Οι Κορίνθιοι και οι Συρακούσιοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη για να πείσουν τους Λακεδαιμόνιους να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες και να κηρύξουν πόλεμο στην Αθήνα, αλλά οι Σπαρτιάτες είχαν σκοπό να στείλουν μονάχα μια πρεσβεία για να ενθαρρύνουν τους Συρακούσιους να συνεχίσουν τον αγώνα. Στη Σπάρτη βρισκόταν και ο Αλκιβιάδης, ο οποίος έλαβε τον λόγο και προσπάθησε να πείσει τους Σπαρτιάτες να στείλουν βοήθεια[94]. Ο Αλκιβιάδης τόνισε τις πραγματικές αιτίες της αθηναϊκής εκστρατείας και παρουσίασε τα σχέδια που είχαν κάνει οι Αθηναίοι στρατηγοί: πρώτα, οι Αθηναίοι είχαν σκοπό να καταλάβουν τη Σικελία, μετά τις ελληνικές πόλεις της Ιταλίας και την Καρχηδόνα, ενώ αργότερα είχαν σκοπό να εκστρατεύσουν με μεγάλες δυνάμεις κατά της Πελοποννήσου[95]. Ο Αλκιβιάδης πρότεινε την αποστολή ενός Σπαρτιάτη αρχιστράτηγου για να αναλάβει την οργάνωση του στρατού των Συρακουσίων και την οχύρωση της Δεκέλειας για να αποκόψουν τους Αθηναίους από τα ορυχεία του Λαυρίου[96]. Οι Σπαρτιάτες αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Αλκιβιάδη και επέλεξαν για αρχιστράτηγο τον Γύλιππο, στον οποίο έδωσαν διαταγή να διευθετήσει το θέμα των ενισχύσεων με τους Κορίνθιους και τους Συρακούσιους. Ο Γύλιππος ζήτησε από τους Κορίνθιους να στείλουν 2 πολεμικά πλοία στην Ασίνη και να ετοιμάσουν όσα πλοία είχαν σκοπό να στείλουν, ώστε να αποπλεύσουν την κατάλληλη εποχή[97]. Παράλληλα, οι αρχές της Αθήνας έλαβαν αίτηση για αποστολή ενισχύσεων στις Συρακούσες και δέχτηκαν να στείλουν χρήματα και ιππικό. Μ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε ο πρώτος χειμώνας της εκστρατείας[98].

Αποκλεισμός των Συρακουσών

Χάρτης που δείχνει τις Συρακούσες, τις Επιπολές και τα τείχη που έστησαν οι Συρακούσιοι.

Την άνοιξη του 414 π.Χ, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα Υβλαία Μέγαρα, όπου ερήμωσαν τους αγρούς, αλλά απέτυχαν να καταλάβουν το οχύρωμα των Συρακουσίων – μετά προέβησαν σε εμπρησμό σιτηρών στον Τηρία ποταμό, στην Ινήσση και στα Υβλαία, καθώς και σε επίθεση κατά των Κεντορίπων, τους οποίους ανάγκασαν σε παράδοση. Στην Κατάνη, οι Αθηναίοι έλαβαν ενισχύσεις με 250 ιππείς (αν και χωρίς ίππους, καθώς οι αρχές της Αθήνας ήσαν σίγουρες ότι θα βρουν άλογα στη Σικελία) και 30 ιπποτοξότες, καθώς επίσης και 300 τάλαντα αργυρού[99]. Το καλοκαίρι, οι Συρακούσιοι έμαθαν για την αποστολή ενισχύσεων από την Αθήνα και θεώρησαν πως οι Αθηναίοι θα προβούν σε επίθεση κατά των Συρακουσών, γι’ αυτό και αποφάσισαν να στείλουν στις Επιπολές μια φρουρά από 600 οπλίτες υπό τις διαταγές του Διομήλου – οι Συρακούσιοι στρατηγοί ήσαν βέβαιοι πως αν οι Αθηναίοι δεν καταλάβουν τις Επιπολές, τότε δεν θα μπορούσαν να αποκλείσουν την πόλη μέσω περιτειχίσματος, ακόμα και σε περίπτωση νίκης[100]. Ωστόσο, οι Αθηναίοι είχαν φθάσει απαρατήρητοι στη θέση Λέοντας που απείχε 7 στάδια από τις Επιπολές και αποβιβάστηκαν στη Θάψο (χερσόνησος με στενό ισθμό). Ενώ ο στόλος είχε παραμείνει στη Θάψο, ο στρατός ανέβηκε το Ευρύαλο (ή Ευρύηλο) τείχος και επιτέθηκε στις Επιπολές – εκείνη τη στιγμή, οι Συρακούσιοι ήσαν σε επιθεώρηση του στρατεύματος στο λιμάνι και έσπευσαν να φθάσουν στις Επιπολές. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι αναγκάστηκαν να τρέξουν απόσταση 25 σταδίων από το λιμάνι μέχρι τις Επιπολές και νικήθηκαν στη μάχη από τους Αθηναίους – οι Αθηναίοι είχαν σκοτώσει 300 Συρακούσιους, συμπεριλαμβανομένου του Διομήλου και μετά επιτέθηκαν στο Λάβδαλον[101]. Λίγο αργότερα, οι Αθηναίοι έλαβαν 300 ιππείς από την Έγεστα και 100 ιππείς από τη Νάξο, με τη συνολική δύναμη του ιππικού να ανέρχεται στους 650 ιππείς. Αφού άφησαν φρουρά στο Λάβδαλο, οι Αθηναίοι έφθασαν στη Συκή και ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα κυκλικό τείχος. Οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να δώσουν μάχη, αλλά το πεζικό τους βρισκόταν σε κακή κατάσταση, γι’ αυτό και περιορίστηκαν σε επίθεση του ιππικού, η οποία όμως απέτυχε[102]. Την επομένη, οι Αθηναίοι άρχισαν να φτιάχνουν ένα περιτείχισμα στο βόρειο μέρος του κυκλικού τείχους, ενώ οι Συρακούσιοι – μετά από παρότρυνση των στρατηγών – αποφάσισαν να μην δώσουν μάχη και να φτιάξουν ένα αντιτείχισμα – παράλληλα, ο έλεγχος του Μεγάλου Λιμένα βρισκόταν στα χέρια των Συρακουσίων, καθώς ο αθηναϊκός στόλος δεν είχε αποπλεύσει από τη Θάψο[103].

Οι δύο πλευρές δεν ενοχλούσαν η μια την άλλη στην κατασκευή οχυρώσεων, αν και οι Αθηναίοι φρόντισαν να καταστρέψουν τους υπόγειους οχετούς για να εμποδίσουν την παροχή νερού στις Συρακούσες. Ένα μεσημέρι, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιτεθούν – οι Αθηναίοι έστειλαν 300 οπλίτες και ψιλούς στρατιώτες να επιτεθούν στο αντιτείχισμα, ενώ άλλο ένα σώμα στρατού βάδισε προς την πόλη και ακόμα ένα προς τα χαρακώματα των Συρακουσίων πλησίον της πυλίδος. Οι 300 κατάφεραν να καταλάβουν το αντιτείχισμα των Συρακουσίων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στο προτείχισμα – ωστόσο, οι Αθηναίοι εισήλθαν στο περιτείχισμα, αλλά δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και υποχώρησαν με μερικές απώλειες. Μετά τη μάχη, οι Αθηναίοι κατεδάφισαν το αντιτείχισμα και έστησαν τρόπαιο[104]. Την επομένη, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα τείχος επί του κρημνού, ο οποίος βρισκόταν στις Επιπολές και απ’ όπου φαινόταν ο Μεγάλος Λιμένας, ενώ οι Συρακούσιοι έφτιαξαν τάφρο για να εμποδίσουν τους Αθηναίους να επεκτείνουν το περιτείχισμα μέχρι τη θάλασσα. Ενώ ο αθηναϊκός στόλος έλαβε διαταγή να αποπλεύσει από τη Θάψο, ο στρατός επιτέθηκε και νίκησε τους Συρακούσιους σε πεδινό έδαφος στις Επιπολές. Όσοι από τους Συρακούσιους είχαν παραταχθεί στα δεξιά υποχώρησαν προς την πόλη, ενώ αυτοί που παρατάχθηκαν στα αριστερά υποχώρησαν προς τον ποταμό. Οι 300 Αθηναίοι προσπάθησαν να καταλάβουν τη γέφυρα, αλλά απέτυχαν εξαιτίας της επέμβασης του ιππικού. Μετά, το ιππικό των Συρακουσίων επιτέθηκε στη δεξιά πτέρυγα των Αθηναίων, αναγκάζοντας τον Λάμαχο να φτάσει από τα αριστερά με τοξότες και Αργείους οπλίτες, αλλά, όταν προσπάθησε να διαβεί μια τάφρο, έπεσε νεκρός[105][106]. Τότε, οι Συρακούσιοι που υποχώρησαν στην πόλη, ανέκτησαν το θάρρος τους και επιτέθηκαν στο προτείχισμα του κυκλικού τείχους – ωστόσο, ο Νικίας έκαψε διάφορα υλικά και μηχανές με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλη πυρκαγιά που ανάγκασε τους Συρακούσιους σε υποχώρηση. Παράλληλα, το πεζικό των Αθηναίων είχε φθάσει στο τείχος, ενώ έγινε γνωστή η εκκίνηση του αθηναϊκού στόλου από τη Θάψο, αναγκάζοντας τους Συρακούσιους να υποχωρήσουν στην πόλη – οι Συρακούσιοι θεωρούσαν πως δεν μπορούσαν πλέον να εμποδίσουν την κατασκευή αθηναϊκού περιτειχίσματος που θα έφτανε μέχρι τη θάλασσα[107].

Μετά τη μάχη, οι δύο πλευρές συνέλεξαν τους νεκρούς τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν ολόκληρο το στράτευμα τους και αποφάσισαν να αποκλείσουν τις Συρακούσες με διπλό τείχος – επίσης, οι Αθηναίοι έλαβαν εφόδια από τις άλλες πόλεις της Σικελίας και 3 πεντηκόντορους από την Τυρρηνία. Οι Συρακούσιοι συνέλαβαν τους στρατηγούς και τους αντικατέστησαν με τον Ηρακλείδη, τον Ευκλή και τον Τελλία, ενώ αποφάσισαν να συνάψουν ειρήνη με τον Νικία, καθώς δεν ήλπιζαν να λάβουν ενισχύσεις από την Πελοπόννησο[108]. Την ίδια εποχή, ο Γύλιππος και τα κορινθιακά πλοία έφτασαν στη Λευκάδα αλλά δεν απέπλευσαν για τη Σικελία, καθώς είχαν μάθει πως οι Συρακούσες είχαν πλήρως αποκλειστεί. Ο Γύλιππος και ο Κορίνθιος Πυθήν, μαζί με 4 πλοία, απέπλευσαν για τον Τάραντα – στον Τάραντα επρόκειτο να φθάσουν ακόμα 22 πλοία από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Οι Πελοποννήσιοι προσπάθησαν να πείσουν τους κατοίκους του Τάραντα και των Θουρίων να τους βοηθήσουν, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Στον πλου τους για την Ιταλία, οι Πελοποννήσιοι συνάντησαν βόρειο άνεμο στον Τεριναίο κόλπο που προκάλεσε τρικυμία – αρκετά πλοία των Πελοποννησίων καταστράφηκαν και ο Γύλιππος αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Τάραντα για να τα επισκευάσει. Ο Νικίας έμαθε για την αποστολή του Γύλιππου, αλλά δεν έδωσε σημασία, εξαιτίας της μικρής δύναμης που διέθετε ο Σπαρτιάτης[109].

Η άφιξη του Γύλιππου στις Συρακούσες

Μόλις επισκεύασε τα πλοία του, ο Γύλιππος απέπλευσε από τον Τάραντα και συνάντησε τους Επιζεφυρίους Λοκρούς, όπου έμαθε πως οι Συρακούσες δεν είχαν αποκλειστεί εντελώς και πως υπήρχε ακόμα ελπίδα να βοηθήσει. Μετά από αρκετή σκέψη, ο Γύλιππος αποφάσισε να πλεύσει δεξιά της σικελικής ακτής και να αποβιβαστεί στην Ιμέρα, όπου θα λάμβανε ενισχύσεις και θα έφτανε μέσω ξηράς στις Συρακούσες – ο Νικίας έμαθε για την επίσκεψη του Γύλιππου στους Λοκρούς και έστειλε 4 πλοία στο Ρήγιο για επιτήρηση, αλλά οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν να φθάσουν απαρατήρητοι στην Ιμέρα. Στην Ιμέρα, ο Γύλιππος ζήτησε ενισχύσεις από τους κατοίκους της πόλης, τους Σελινουντίους, τους κατοίκους της Γέλας και άλλες σικελικές πόλεις. Χάρη στις ενέργειες του, ο Σπαρτιάτης συγκέντρωσε 700 ναύτες και πεζοναύτες από την Πελοπόννησο, 1.000 οπλίτες και 100 ιππείς από την Ιμέρα, 1.000 Σικελιώτες οπλίτες και μερικούς ιππείς και ψιλούς από τον Σελινούντα και τη Γέλα[110]. Παράλληλα, ο Γογγύλος (Κορίνθιος στρατηγός) είχε φτάσει στις Συρακούσες με πλοίο και ανακοίνωσε την άφιξη του Γύλιππου. Ο Γύλιππος κατέλαβε τους Ιετάς (σικελικό φρούριο), ενώθηκε με τους Συρακούσιους στις Επιπολές και επιτέθηκε στο διπλό περιτείχισμα των Αθηναίων[111]. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να παρατάξουν τον στρατό τους για μάχη, παρά την αρχική έκπληξη. Ο Γύλιππος έστειλε κήρυκα στους Αθηναίους να ανακοινώσει πως είχαν 5 μέρες να συγκεντρώσουν τα αγαθά τους και να αναχωρήσουν από τη Σικελία, αλλά οι Αθηναίοι δεν απάντησαν και οι δύο στρατοί ετοιμάστηκαν για μάχη. Ο Γύλιππος είδε πως οι Συρακούσιοι δεν μπορούσαν να επιτεθούν στο περιτείχισμα και τους επανέφερε σε πιο ευρύ έδαφος, αλλά ο Νικίας δεν εκμεταλλεύτηκε αυτή τη σύγχυση στις τάξεις των Συρακουσίων, δίνοντας στον Γύλιππο τη δυνατότητα να στρατοπεδεύσει στο ύψωμα του Τεμενίτου Απόλλωνα. Την επομένη, ο Γύλιππος παρέταξε τον στρατό του απέναντι στο αθηναϊκό περιτείχισμα και έστειλε απόσπασμα στο Λάβδαλο – οι Συρακούσιοι κατέλαβαν το Λάβδαλο και φόνευσαν την αθηναϊκή φρουρά που βρισκόταν εκεί, ενώ κυρίευσαν μια αθηναϊκή τριήρη στον Μεγάλο Λιμένα[112]. Μετά, οι Συρακούσιοι επιχείρησαν να φτιάξουν ένα απλό τείχος έξω από την πόλη στο άνω μέρος των Επιπολών, ενώ οι Αθηναίοι ολοκλήρωσαν το διπλό περιτείχισμα και ανέβηκαν στο βόρειο μέρος του κυκλικού τείχους. Ο Γύλιππος αποφάσισε να επιτεθεί εκ νέου στο αθηναϊκό περιτείχισμα (αυτή τη φορά στο βόρειο μέρος του περιτειχίσματος), αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει χωρίς μάχη χάρη στην παρέμβαση των Αθηναίων, οι οποίοι ενίσχυσαν τη φρουρά σ’ αυτό το σημείο του τείχους με τα δικά τους στρατεύματα, ενώ οι σύμμαχοι ανέλαβαν τη φρουρά άλλων σημείων[113]. Ο Νικίας μετέφερε το ορμητήριο των Αθηναίων στο ακρωτήριο Πλημμύριον, όπου έφτιαξε 3 φρούρια, στα οποία μετέφερε πολεμικό υλικό – ο Νικίας δεν ενδιαφερόταν πλέον για τον πόλεμο στη ξηρά, αλλά έδωσε έμφαση στον πόλεμο στη θάλασσα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα από σοβαρή δύναμη του ιππικού των Συρακουσίων, η οποία παρατάχθηκε στο Ολυμπιείον και τους παρενοχλούσε συνεχώς[114].

Για την κατασκευή του τείχους δια μέσου των Επιπολών, ο Γύλιππος χρησιμοποίησε τα υλικά που είχαν συγκεντρώσει οι Αθηναίοι για την κατασκευή του δικού τους τείχους, μετά παρέταξε τον στρατό του προ του τείχους – οι Αθηναίοι είχαν παρατάξει και αυτοί τον στρατό τους προ του αθηναϊκού τείχους – και επιτέθηκε κατά των Αθηναίων. Ωστόσο, η μάχη διεξήχθη σε στενό χώρο, κάτι που εμπόδισε τη χρήση του ιππικού από τους Συρακούσιους και έδωσε τη νίκη στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη, ο Γύλιππος παραδέχτηκε το λάθος του και ενθάρρυνε τους Συρακούσιους για τη συνέχιση του αγώνα[115]. Κατά τη διάρκεια της επόμενης μάχης, ο Γύλιππος οδήγησε το πεζικό πιο μακριά και παρέταξε το ιππικό στα πλάγια, αλλά ο Νικίας αποφάσισε να επιτεθεί πρώτος. Η αθηναϊκή επίθεση έληξε με αποτυχία χάρη στη δράση του ιππικού των Συρακουσίων και ο Νικίας αναγκάστηκε να μεταφέρει τον στρατό πίσω από το τείχος – την επομένη, οι Συρακούσιοι επέκτειναν το τείχους τους πέρα από το αθηναϊκό περιτείχισμα και εμπόδισαν τους Αθηναίους να αποκλείσουν τις Συρακούσες μ’ αυτό το μέσο[116]. Μετά τις συγκρούσεις, στον Μεγάλο Λιμένα είχαν φτάσει 12 πλοία από την Κόρινθο, τη Λευκάδα και την Αμβρακία υπό τις διαταγές του Κορίνθιου Ερασινίδη, ενώ ο Γύλιππος έφυγε από τις Συρακούσες για να ζητήσει ενισχύσεις από τις άλλες σικελικές πόλεις. Οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν να ασκούνται εντατικά στον χειρισμό στόλου και σχεδίαζαν επίθεση κατά του αθηναϊκού στόλου, ενώ είχαν ζητήσει ενισχύσεις από την Κόρινθο και από τη Σπάρτη[117]. Παράλληλα, ο Νικίας ζήτησε ενισχύσεις από την Αθήνα και έστειλε γραπτή αναφορά των τελευταίων συγκρούσεων στη Σικελία[118], οι οποίες τον ανάγκασαν να τηρήσει αμυντική στάση[119]. Ο Νικίας έδωσε έμφαση στις ενισχύσεις που περίμεναν οι Συρακούσιοι από την Πελοπόννησο και στην τραγική κατάσταση του αθηναϊκού στόλου, ο οποίος ήταν πλέον ισάριθμος ή μικρότερος από τον στόλο των Συρακουσίων[120]. Ο Νικίας τόνισε επίσης την έλλειψη πειθαρχίας από την πλευρά των τριηράρχων[121] και την έλλειψη πληρωμάτων για τα πλοία, καθώς και το γεγονός ότι οι ιταλικές πόλεις που τροφοδοτούσαν τον αθηναϊκό στόλο θα μπορούσαν να συμμαχήσουν με τους Συρακούσιους, κάτι που θα προκαλούσε πείνα στο αθηναϊκό στράτευμα και θα το ανάγκαζε σε παράδοση[122]. Γι’ αυτό και ο Νικίας ζήτησε ενισχύσεις που θα είχαν το ίδιο μέγεθος με την αρχική αποστολή και την αποστολή νέων αρχηγών, καθώς ο ίδιος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στα νεφρά που δεν του επέτρεπε να ελέγχει αποτελεσματικά το στράτευμα[123].

Οι Αθηναίοι ψήφισαν υπέρ της αποστολής ενισχύσεων και υπέρ της διατήρησης του Νικία στη θέση του αρχηγού, αν και αποφάσισαν να διορίσουν τον Μένανδρο και τον Ευθύδημο που βρίσκονταν στη Σικελία στη θέση των βοηθών του Νικία. Επίσης, οι Αθηναίοι αποφάσισαν ορίσουν τον Ευρυμέδοντα και τον Δημοσθένη ως συστρατηγούς του Νικία. Ο Ευρυμέδοντας έλαβε διαταγή να πλεύσει απευθείας στη Σικελία με 10 πλοία και να μεταφέρει 120 τάλαντα[124]. Ο Δημοσθένης έμεινε πίσω για να συγκεντρώσει στρατό, στόλο και χρήματα από την Αθήνα και τις συμμαχικές πόλεις, ενώ έστειλε 20 πλοία να περιπολούν τις ακτές της Πελοποννήσου και να εμποδίσουν την αποστολή ενισχύσεων από την Πελοπόννησο στις Συρακούσες. Στον αντίποδα, οι Κορίνθιοι είχαν μάθει για τη βελτίωση της κατάστασης στις Συρακούσες και αποφάσισαν να στείλουν οπλίτες στη Σικελία με εμπορικά σκάφη – επίσης, οι Κορίνθιοι εξόπλισαν 25 πολεμικά σκάφη για να ναυμαχήσουν με τα 20 πλοία που έστειλε ο Δημοσθένης στη Ναύπακτο[125]. Την άνοιξη, οι Πελοποννήσιοι έμαθαν για την αποστολή του Ευρυμέδοντα στη Σικελία, γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν (με παρότρυνση των Συρακουσίων και των Κορινθίων) να εισβάλουν στην Αττική και να στείλουν ενισχύσεις στη Σικελία με εμπορικά σκάφη, αναγκάζοντας τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους να κάνουν το ίδιο[126]. Την άνοιξη του 413 π.Χ, οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν στην Αττική υπό τις διαταγές του βασιλιά Άγη και ερήμωσαν τη χώρα, ενώ μετά προχώρησαν στην οχύρωση της Δεκέλειας. Στη Σικελία, οι Πελοποννήσιοι έστειλαν 600 οπλίτες (είλωτες και νεοδαμώδεις) από τη Σπάρτη, 300 οπλίτες από τη Βοιωτία και 500 οπλίτες από την Κόρινθο[127]. Από την άλλη, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Δημοσθένη στη Σικελία με την εξής δύναμη: 1.200 οπλίτες από την Αθήνα και τις συμμαχικές πόλεις και 65 πλοία από την Αθήνα και τη Χίο, ενώ οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Χαρικλή να συγκεντρώσει οπλίτες από το Άργος και να ενωθεί με τον Δημοσθένη στην Αίγινα[128].

Ναυμαχίες στις Συρακούσες και στη Ναύπακτο

Ναυμαχίες στις Συρακούσες

Την άνοιξη του 413 π.Χ, ο Γύλιππος επέστρεψε στις Συρακούσες με όσους στρατιώτες κατάφερε να συγκεντρώσει από τις συμμαχικές πόλεις και ενθάρρυνε τους Συρακούσιους (με τη στήριξη του Ερμοκράτη) να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στον αθηναϊκό στόλο[129]. Μόλις ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες για τη ναυμαχία, ο Γύλιππος οδήγησε τον στρατό κατά του ακρωτηρίου Πλημμύριον, ενώ δύο στόλοι από 35 και 45 πλοία αντίστοιχαν έπλεαν από τον Μεγάλο και τον Μικρό Λιμένα κατά του ακρωτηρίου. Οι Αθηναίοι επιβιβάστηκαν σε 60 πλοία και συγκρούστηκαν με τα πλοία των Συρακουσίων στον Μεγάλο Λιμένα και στο στόμιο του λιμένα. Η ναυμαχία ήταν για πολλή ώρα ισόπαλη[130], ενώ ο Γύλιππος εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι η φρουρά του ακρωτηρίου ήταν απασχολημένη με τη ναυμαχία και κατάφερε να καταλάβει τα τρία οχυρά που είχαν στήσει οι Αθηναίοι – στην αρχή κατέλαβε γρήγορα το μεγαλύτερο, ενώ τα άλλα δύο παραδόθηκαν αμαχητί. Παρά τη νίκη του στρατού των Συρακουσίων, ο στόλος τους είχε υποστεί ήττα στη ναυμαχία, καθώς είχε χάσει 11 πλοία και είχε ναυαγήσει μονάχα 3 αθηναϊκά πλοία[131]. Η απώλεια του ακρωτηρίου προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο αθηναϊκό στράτευμα, καθώς είχαν αφήσει εκεί τις προμήθειες τους και την εξάρτηση των πλοίων τους – αναφέρεται πως οι Συρακούσιοι είχαν καταλάβει ιστία και εξάρτηση 40 πλοίων, καθώς και 3 τριήρεις που είχαν μείνει στην ακτή[132]. Μετά τη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι έστειλαν ένα πλοίο στην Πελοπόννησο για να δώσουν αναφορά για τις επιτυχίες των Συρακουσίων, ενώ άλλα 11 είχαν σταλεί στις ιταλικές ακτές για να επιτεθούν σε σκάφη που μετέφεραν ναυπηγήσιμη ξυλεία στους Αθηναίους. Μετά τον εμπρησμό των σκαφών του αντιπάλου, οι Συρακούσιοι έφθασαν στους Λοκρούς, όπου ενώθηκαν με απόσπασμα Θεσπιεών οπλίτων. Ωστόσο, στα Υβλαία δέχτηκαν επίθεση από 20 αθηναϊκά πλοία, η οποία όμως δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα – οι Συρακούσιοι είχαν χάσει μονάχα ένα πλοία, ενώ τα υπόλοιπα 10 επέστρεψαν στις Συρακούσες[133]. Την ίδια εποχή, στον Μεγάλο Λιμένα σημειώθηκαν αψιμαχίες μεταξύ των Συρακουσίων και των Αθηναίων ακροβολιστών λόγω των πασσάλων που είχαν μπήξει οι Συρακούσιοι για να προστατεύσουν τα πλοία τους από επιθέσεις των Αθηναίων – παρά τις προσπάθειες των Αθηναίων, οι Συρακούσιοι συνέχισαν να μπήγουν όσο το δυνατόν περισσότερους πασσάλους[134]. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έστειλαν πρέσβεις στις σικελικές πόλεις για να μεταδώσουν τα νέα των τελευταίων συγκρούσεων και να ζητήσουν ενισχύσεις, αφού πρώτα είχαν λάβει διαταγή να πείσουν τους υπόλοιπους Σικελιώτες πως η ήττα στη θάλασσα ήταν αποτέλεσμα της αταξίας που προκλήθηκε στις τάξεις των Συρακουσίων και όχι της ανωτερότητας των Αθηναίων[135].

Στην Αίγινα, ο Δημοσθένης ενώθηκε με τα 30 πλοία του Χαρικλή που μετέφεραν Αργείους οπλίτες και εξέπλευσε για τις ακτές της Πελοποννήσου. Στην αρχή, ο Δημοσθένης ερήμωσε την Επίδαυρο Λιμηρά και προσήγγισε στη λακωνική ακτή απέναντι από τις Κυθήρες, όπου οχύρωσε την περιοχή. Από τις Κυθήρες, ο Δημοσθένης απέπλευσε για την Κέρκυρα, ενώ ο Χαρικλής έμεινε πίσω για να ολοκληρώσει τα οχυρωματικά έργα[136]. Κατά τη διάρκεια του πλου του για την Κέρκυρα, ο Δημοσθένης συνάντησε στη Φαιά (Ηλεία) ένα εμπορικό πλοίο που μετέφερε Κορίνθιους οπλίτες στη Σικελία και το κατέστρεψε – παρόλα αυτά, οι Κορίνθιοι συνέχισαν τον πλου για τη Σικελία με άλλο πλοίο. Μετά ο Δημοσθένης πέρασε από τη Ζάκυνθο, τη Κεφαλληνία, την Ακαρνανία, την Αλύζεια και το Ανακτόριο για να ζητήσει ενισχύσεις. Στο Ανακτόριο, ο Δημοσθένης συνάντησε τον Ευρυμέδοντα και έμαθε τα τελευταία νέα από τη Σικελία, ενώ έμαθε από τον Κόνωνα (φρούραρχο της Ναυπάκτου) για την πρόθεση των Κορινθίων να ναυμαχήσουν. Ο Κόνωνας ζήτησε ενισχύσεις και ο Δημοσθένης του παραχώρησε 10 ταχύπλοα σκάφη, με τη συνολική δύναμη των Αθηναίων να ανέρχεται στα 28 πλοία, ενώ αυτή των Κορινθίων ανερχόταν στα 25 πλοία – ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας ασχολήθηκαν με τη συγκέντρωση νέων δυνάμεων: ο Ευρυμέδοντας ζήτησε από τους κατοίκους της Κέρκυρας να εξοπλίσουν 15 πλοία και να στρατολογήσουν οπλίτες, ενώ ο Δημοσθένης στρατολόγησε σφενδονιστές και ακοντιστές από την Ακαρνανία[137]. Στη ναυμαχία που έλαβε μέρος στο Ερινέο, οι Κορίνθιοι έχασαν 3 πλοία, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν χάσει ούτε ένα πλοίο – παρόλα αυτά, ο Θουκυδίδης αναφέρει πως το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν αμφίρροπο, καθώς 7 πλοία των Αθηναίων είχαν καταστεί άχρηστα για πλου[138]. Οι Αθηναίοι έλαβαν ενισχύσεις από 150 ακοντιστές από την Ιαπυγία, 300 ακοντιστές και 2 τριήρεις από το Μεταπόντιο Ιταλίας[139], καθώς επίσης και 700 οπλίτες και 300 ακοντιστές από τους Θουρίους και συγκέντρωσαν τον στρατό και τον στόλο τους στον ποταμό Υλία, απ’ όπου εξέπλευσαν για τους Λοκρούς με τελική κατεύθυνση την Πέτρα της περιφέρειας Ρηγίου[140]. Την ίδια περίοδο, ο Νικίας προσπάθησε να αποτρέψει την άφιξη ενισχύσεων στις Συρακούσες και έστησε ενέδρα στα συμμαχικά στρατεύματα των Συρακουσίων – η μάχη έληξε με τον θάνατο 800 οπλιτών και των πρεσβευτών (πλην του πρέσβη της Κορίνθου), αλλά 1.500 στρατιώτες κατάφεραν να ξεφύγουν και να φθάσουν στις Συρακούσες[141]. Παράλληλα, οι Συρακούσιοι έλαβαν ενισχύσεις: 500 οπλίτες, 300 ακοντιστές και 300 τοξότες από την Καμάρινη, 5 πολεμικά σκάφη, 400 ακοντιστές και 200 ιππείς από τη Γέλα – ο Θουκυδίδης παρατηρεί πως οι πόλεις της Σικελίας που είχαν τηρήσει στάση ουδετερότητας στην αρχή, είχαν πλέον συμμαχήσει με τους Συρακούσιους[139].

Επιθέσεις των Συρακουσίων από ξηρά και από θάλασσα

Οι Συρακούσιοι είχαν μάθει για την αποστολή του Δημοσθένη στην Ιταλία και αποφάσισαν να επιτεθούν ταυτόχρονα από ξηρά και από θάλασσα – ο στόλος είχε σκοπό να ναυμαχήσει στον Μεγάλο Λιμένα[142]. Πριν ξεκινήσει η επίθεση του στόλου, ο Γύλιππος οδήγησε το στράτευμα του εναντίον της πλευράς του αθηναϊκού τείχους που ήταν στραμμένη προς την πόλη, ενώ η φρουρά του Ολυμπιείου (ιππικό και ψιλοί) επιτέθηκε στην αντίθετη πλευρά του τείχους. Οι Αθηναίοι δεν περίμεναν ταυτόχρονη επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αλλά κατάφεραν να επιβιβάσουν πλήρωμα σε 75 πολεμικά σκάφη και έπλευσαν να ναυμαχήσουν με τον στόλο των Συρακουσίων που αποτελείτο από 80 πλοία[143]. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο στόλοι επιχειρούσαν μικροεπιθέσεις που δεν είχαν αξιόλογο αποτέλεσμα – οι Συρακούσιοι κατάφεραν να αχρηστεύσουν ένα ή δύο αθηναϊκά πλοία πριν αποσυρθούν στην πόλη μαζί με τον στρατό ξηράς. Την επόμενη μέρα, οι Συρακούσιοι δεν έδωσαν μάχη, αλλά ο Νικίας έδωσε διαταγή στους τριηράρχους να επισκευάσουν γρήγορα τα παθόντα πλοία και τοποθέτησε εμπορικά πλοία μπροστά στα χαρακώματα των Αθηναίων – το εμπορικά πλοία είχαν απόσταση 200 ποδιών το ένα από το άλλο, ώστε να επιτρέπουν στις τριήρεις να καταφύγουν μέσω των εμπορικών πλοίων και μετά να εκπλεύσουν χωρίς πρόβλημα[144]. Την επομένη, οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε νέα επίθεση, με τους δύο στόλους να καταναλώνουν μεγάλο μέρος της ημέρας σε μικροεπιθέσεις. Ωστόσο, ο Κορίνθιος Αρίστων πρότεινε το στήσιμο πρόχειρης αγοράς στην ακτή, ώστε οι Συρακούσιοι να λάβουν το μεσημεριανό τους και μετά να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους Αθηναίους[145]. Οι αρχηγοί των Συρακουσίων αποδέχτηκαν την πρόταση και τα πληρώματα αποβιβάστηκαν στην παραλία, δίνοντας στους Αθηναίους την εντύπωση πως η μάχη είχε λήξει. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι επιβιβάστηκαν γρήγορα στα πλοία τους και επιτέθηκαν, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στα αθηναϊκά πλοία[146]. Μετά τη νίκη, οι Συρακούσιοι κατεδίωξαν τα αθηναϊκά πλοία μέχρι τη γραμμή των εμπορικών πλοίων, αν και δύο πλοία των Συρακουσίων όρμησαν στη γραμμή και καταστράφηκαν – στη ναυμαχία, οι Συρακούσιοι είχαν καταστρέψει 7 αθηναϊκά πλοία[147].

Η άφιξη του Δημοσθένη και η μάχη στις Επιπολές

Έκλειψη της σελήνης. Εξαιτίας της έκλειψης της σελήνης, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να παραμείνουν στη Σικελία για 27 μέρες[148]

Εν τω μεταξύ, ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδοντας έφτασαν στη Σικελία με 73 πλοία, 5.000 οπλίτες και αρκετούς Έλληνες και ξένους τοξότες και σφενδονιστές, καθώς και με άφθονα εφόδια. Η άφιξη του Δημοσθένη προκάλεσε πλήγμα στο ηθικό των Συρακουσίων, κάτι που εκμεταλλεύτηκε ο Αθηναίος στρατηγός που ερήμωσε τα κτήματα των Συρακουσίων στον ποταμό Άναπο και απεκατέστησε την υπεροχή του αθηναϊκού στόλου παρά τις επιδρομές των Συρακουσίων από το Ολυμπιείο[149]. Μετά, ο Δημοσθένης προέβη σε απόπειρα κατάληψης του εγκάρσιου τείχους των Συρακουσίων με χρήση πολιορκητικών μηχανών, αλλά οι Συρακούσιοι έκαψαν τις μηχανές, ενώ άλλες επιθέσεις των Αθηναίων στο τείχος είχαν λήξει και αυτές με αποτυχία. Τότε, ο Δημοσθένης αποφάσισε να επιτεθεί στις Επιπολές. Αφού συγκέντρωσε τρόφιμα και βοηθητικά σώματα για τις επόμενες 5 μέρες, ο Δημοσθένης – μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Μένανδρο – ηγήθηκε του μεγαλύτερου μέρους του στρατού, ενώ ο Νικίας είχε μείνει κοντά στα τείχη. Οι Αθηναίοι βάδισαν κατά τη διάρκεια του πρώτου πρωινού ύπνου και έφτασαν στις Επιπολές μέσω του Ευρυήλου χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τη φρουρά – οι Αθηναίοι κατέλαβαν τα φρούρια των Συρακουσίων στην περιοχή και φόνευσαν μέλη της φρουράς, αλλά οι επιζόντες μετέφεραν την είδηση στους Συρακούσιους. Οι 600 Συρακούσιοι που είχαν αναλάβει τη φρούρηση της περιοχής επιτέθηκαν στους Αθηναίους, αλλά ο Δημοσθένης τους αναχαίτισε, ενώ ο Νικίας κατέλαβε το εγκάρσιο τείχος αμαχητί και προέβη στην κατεδάφιση των επάλξεων. Ο Γύλιππος προσπάθησε να σταματήσει την αθηναϊκή προέλαση, αλλά απέτυχε, ωστόσο, οι Βοιωτοί έσωσαν την κατάσταση και απώθησαν τους Αθηναίους[150]. Τότε, στο αθηναϊκό στράτευμα προκλήθηκε μεγάλη σύγχυση εξαιτίας της νύχτας, ενώ τα στρατεύματα δεν μπορούσαν να διακρίνουν τους φίλους από τους εχθρούς στον στενό χώρο. Οι πρώτοι Αθηναίοι είχαν τραπεί σε φυγή, ενώ δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή και τα υπόλοιπα αθηναϊκά στρατεύματα από τους Συρακούσιους, των οποίων οι γραμμές δεν είχαν διασπαστεί και προχωρούσαν ψέλνοντας τον παιάνα – ο παιάνας προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στους Αθηναίους, καθώς ο ασμός ήταν ίδιος μ’ αυτό του αθηναϊκού. Οι Συρακούσιοι προχώρησαν στην καταδίωξη των Αθηναίων, αρκετοί από τους οποίους έπεσαν από τους κρημνούς και σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι έχασαν τον δρόμο και θανατώθηκαν από πρωινές περιπολίες του εχθρικού ιππικού[151][152].

Μετά τη μάχη, η οποία έληξε με νίκη των Συρακουσίων, οι Αθηναίοι συνέλεξαν ένα μεγάλο αριθμό νεκρών και έμαθαν πως έχασαν ένα μεγαλύτερο αριθμό όπλων, καθώς οι πανικόβλητοι στρατιώτες έριξαν τα όπλα τους προκειμένου να σωθούν[153]. Οι Συρακούσιοι έστειλαν 15 πλοία στον Ακράγαντα, όπου διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος, για να πείσουν τους κάτοικους της πόλης να βοηθήσουν. Παράλληλα, ο Γύλιππος ανέλαβε να φέρει ενισχύσεις από τις πόλεις της Σικελίας και ήλπιζε να καταλάβει με έφοδο το αθηναϊκό τείχος[154]. Μετά τη μάχη, το ηθικό των Αθηναίων υπέστη καταστροφικό πλήγμα και οι στρατηγοί συγκρότησαν πολεμικό συμβούλιο. Ο Δημοσθένης τάχθηκε υπέρ της άμεσης αναχώρησης από τη Σικελία όσο είχαν ακόμα το πλεονέκτημα στη θάλασσα[155], ενώ ο Νικίας προτίμησε να παραμείνει στη Σικελία, καθώς ήλπιζε πως η οικονομική δυσχέρεια των Συρακουσών δεν θα τους επέτρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο, ενώ είχε και αρκετούς πράκτορες στην πόλη που σκόπευαν να την παραδώσουν στους Αθηναίους[156]. Ο Δημοσθένης δήλωσε πως αν είχαν σκοπό να παραμείνουν στη Σικελία, έπρεπε να μεταφέρουν το ορμητήριο τους στη Θάψο ή στην Κατάνη και να προβούν σε επιδρομές κατά του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας, αν και ο ίδιος – μαζί με τον Ευρυμέδοντα – είχαν ταχθεί κατά της παραμονής – ωστόσο, η διαφωνία με τον Νικία είχε ως συνέπεια την παραμονή των Αθηναίων στη Σικελία[157]. Ωστόσο, η άφιξη νέων ενισχύσεων στις Συρακούσες από την Πελοπόννησο και από άλλες πόλεις της Σικελίας και οι ετοιμασίες των Συρακουσίων για νέα επίθεση στρατού και στόλου ανάγκασε τον Νικία να συμφωνήσει με τον Δημοσθένη και να ορίσει την ημέρα της αναχώρησης. Ωστόσο, όταν πλησίασε η μέρα της αναχώρησης, η σελήνη που έτυχε να είναι πλησιφαής έπαθε έκλειψη. Οι Αθηναίοι θεώρησαν πως η έκλειψη ήταν κακός οιωνός και ο Νικίας, ο οποίος απέδιδε εξαιρετική σπουδαιότητα στους οιωνούς και στις συμβουλές από τους μάντεις, αποφάσισε να παραμείνει στη Σικελία για ακόμα 27 μέρες[158][159].

Για ένα διάστημα, οι Συρακούσιοι ασκούνταν στον χειρισμό του στόλου και μόλις ολοκλήρωσαν τις ετοιμασίες τους, επιτέθηκαν κατά των αθηναϊκών τειχών. Οι Αθηναίοι τοποθέτησαν λίγους οπλίτες και ιππείς, τους οποίους νίκησε εύκολα μια ομάδα Συρακουσίων οπλιτών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να χάσουν 70 ίππους[160]. Την επομένη, οι Συρακούσιοι με 70 πλοία επιτέθηκαν κατά του αθηναϊκού στόλου που αποτελείτο από 80 πλοία. Ο Ευρυμέδοντας, ο οποίος βρισκόταν στα δεξιά της παράταξης, προσπάθησε να υπερφαλαγγίσει τους εχθρούς, αλλά οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Αθηναίους στο κέντρο και απέκοψαν τη μοίρα του Ευρυμέδοντα από τον υπόλοιπο στόλο – ο ίδιος ο Ευρυμέδοντας είχε σκοτωθεί στον μυχό του λιμένα, ενώ τα πλοία που τον ακολούθησαν είχαν καταστραφεί[161][162]. Οι Συρακούσιοι κατεδίωξαν τους Αθηναίους στην παραλία, αλλά αναχαιτίστηκαν από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να σώσουν τα περισσότερα πλοία τους από την επίθεση των Συρακουσίων, αν και οι τελευταίοι είχαν κυριεύσει 18 πλοία. Επίσης, οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να κάψουν τα υπόλοιπα πλοία, γι’ αυτό και φόρτωσαν ξύλα και άλλα εύφλεκτα υλικά σε μια παλιά φορτηγίδα που την άφησαν να κινείται εναντίον των Αθηναίων, εκμεταλλευόμενοι τον ούριο άνεμο – παρά τις προσπάθειες των Συρακουσίων, τα πυροσβεστικά σώματα των Αθηναίων αντιμετώπισαν επιτυχώς την απειλή[163]. Παρόλα αυτά, το ηθικό των Αθηναίων είχε υποστεί πλήγμα, καθώς είχαν συνειδητοποιήσει πως έχασαν το πλεονέκτημα στη θάλασσα[164]. Οι Συρακούσιοι έπλεαν ανενόχλητοι στην ακτή και έκλεισαν το στόμιο του λιμένα για να αποτρέψουν την αναχώρηση των Αθηναίων, καθώς ήσαν σίγουροι πως μια νίκη στη ξηρά και στη θάλασσα θα τους επέφερε δόξα[165]. Το στόμιο του λιμένα είχε μήκος 8 σταδίων και οι Συρακούσιοι τοποθέτησαν πλαγίως τριήρεις και μικρά πλοία που στερέωσαν με άγκυρες[166].

Η τελική ήττα των Αθηναίων στη θάλασσα

Οι Αθηναίοι είχαν καταλάβει τις προθέσεις των Συρακουσίων και συγκάλεσαν πολεμικό συμβούλιο, όπου οι στρατηγοί και οι ταξίαρχοι έδωσαν έμφαση στην έλλειψη τροφίμων και στην απώλεια του πλεονεκτήματος στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αφήσουν τους ασθενείς και τις αποσκευές τους στη ξηρά και να επιβιβάσουν τους υπόλοιπους στα πλοία για να ναυμαχήσουν. Σε περίπτωση νίκης, οι Αθηναίοι σκόπευαν να μεταβούν στην Κατάνη, ενώ σε περίπτωση ήττας, θα έκαιγαν τα πλοία τους και θα δοκίμαζαν να φθάσουν δια ξηράς σε ένα φιλικό μέρος. Οι Αθηναίοι ετοίμασαν για τη ναυμαχία 110 πλοία και πριν επιβιβαστούν, ο Νικίας έλαβε τον λόγο για να τους ενθαρρύνει[167] και να τους εξηγήσει πως θα αντιμετώπιζαν τις παχιές επωτίδες που είχαν στα πλοία τους οι Συρακούσιοι (και που είχαν προκαλέσει σοβαρές απώλειες στον αθηναϊκό στόλο την προηγούμενη φορά) με σιδερένιες αρπάγες[168]. Στον αντίποδα, ο Γύλιππος ενθάρρυνε τους Συρακούσιους και εξήγησε πως θα σκέπαζαν τις επωτίδες με δέρμα, ώστε οι αρπάγες των Αθηναίων να γλιστρούν και να μην μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα στα πλοία των Συρακουσίων[169]. Αρχηγοί του αθηναϊκού στόλου τέθηκαν ο Δημοσθένης, ο Μένανδρος και ο Ευθύδημος, οι οποίοι έπλευσαν από το ορμητήριο τους κατ’ ευθείαν προς το κλειστό στόμιο του λιμένα για να βρεθούν σε ανοικτή θάλασσα μέσω της αφεθείσης εξόδου[170]. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι, αφού πρώτα έστειλαν μια μοίρα κοντά στην έξοδο του λιμένα και παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο σε κυκλικό σχήμα. Αρχηγοί του στόλου των Συρακουσίων ήταν ο Σικανός και ο Αγάθαρχος, οι μοίρες των οποίων παρατάχθηκαν στα πλάγια, ενώ στο κέντρο παρατάχθηκε η μοίρα του Κορίνθιου Πυθήνος. Η ναυμαχία ήταν δύσκολη, καθώς στον στενό χώρο του λιμένα είχαν παραταχθεί περίπου 200 πλοία και οι δύο πλευρές προχωρούσαν σε τυχαίες συγκρούσες παρά σε εμβολισμό[171]. Στη ξηρά, οι δύο στρατοί παρακολουθούσαν τη ναυμαχία και ενθάρρυναν τους συντρόφους τους, ωστόσο, όταν έγινε κατανοητό πως η ναυμαχία έληξε με νίκη των Συρακουσίων και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να ρίξουν τα πλοία τους και να ορμήσουν στη ξηρά, στο στράτευμα των Αθηναίων ξέσπασε πανικός[172][173].

Οι δύο πλευρές είχαν χάσει αρκετούς άνδρες και αρκετά πλοία κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, αλλά μονάχα οι Συρακούσιοι σύλλεξαν τα ναυάγια και τους νεκρούς τους. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας, με τον Δημοσθένη να προτείνει τον εξοπλισμό των 60 πλοίων που σώθηκαν μετά τη ναυμαχία και την έναρξη της αναχώρησης τα ξημερώματα – ο Νικίας δέχτηκε, αλλά τα πληρώματα αρνήθηκαν να επιβιβαστούν στα πλοία, καθώς ήσαν σίγουρα πως οποιαδήποτε απόπειρα αναχώρησης μέσω θαλάσσης θα έληγε με αποτυχία[174]. Γι’ αυτό τον λόγο, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν δια ξηράς, αλλά ο Ερμοκράτης κατάλαβε τις διαθέσεις τους και προσπάθησε να πείσει τους Συρακούσιους να φράξουν τη διάβαση με εγκάρσιο τείχος, ωστόσο, οι τελευταίοι δεν είχαν προθυμία να εκτελέσουν τις διαταγές του και να διακόψουν το γλέντι. Αλλά, ο Ερμοκράτης έστειλε φίλους του με συνοδεία ιππέων να μεταφέρουν στους Αθηναίους το μήνυμα πως οι Συρακούσιοι είχαν αποκόψει τον δρόμο διαφυγής και να πείσουν τους Αθηναίους πως η νυχτερινή αναχώρηση ήσαν αδύνατη[174][175]. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν την επόμενη μέρα, ωστόσο, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι εξήλθαν με τον στρατό πριν τους Αθηναίους και έφραξαν τους δρόμους και τα ρυάκια, τα οποία θα ήταν χρήσιμα για την αναχώρηση – οι Αθηναίοι έκαψαν τα πλοία τους, αν και αρκετά είχαν γίνει τρόπαια των Συρακουσίων[176].

Η αναχώρηση

Χάρτης που δείχνει τον δρόμο αναχώρησης των Αθηναίων. Μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία, ενώ ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη. Παρά τις προσπάθειες τους, το αθηναϊκό στράτευμα περικυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τους Συρακούσιους, ενώ οι δύο στρατηγοί εκτελέστηκαν

Τη μεθεπόμενη της ναυμαχίας, ο Νικίας και ο Δημοσθένης έδωσαν διαταγή για αναχώρηση, αλλά η ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων ήταν τραγική, καθώς περπατούσαν μπροστά στα άταφα πτώματα των συντρόφων τους[177]. Ο Νικίας και ο Δημοσθένης αποφάσισαν να ενθαρρύνουν τους στρατιώτες, ενώ παράλληλα μετέβαιναν από το ένα τμήμα του στρατού στο άλλο για να επαναφέρουν την τάξη στις γραμμές των οπλιτών, οι οποίοι παρατάχθηκαν σε σχήμα τετράπλευρο – στα πλάγια παρατάχθηκαν οι οπλίτες, ενώ στο κέντρο παρατάχθηκαν τα βοηθητικά σώματα. Ο στρατός χωρίστηκε σε δύο μεραρχίες: μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία, ενώ πίσω ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη. Στην αρχή, οι Αθηναίοι απάντησαν ένα σώμα Συρακουσίων στον ποταμό Άναπο, το οποίο απώθησαν και συνέχισαν την πορεία τους – την πρώτη μέρα, οι Αθηναίοι είχαν διασχίσει περίπου 40 στάδια πριν σταματήσουν, αλλά οι Συρακούσιοι τους παρενοχλούσαν τακτικά. Τη δεύτερη μέρα, οι Αθηναίοι διέσχισαν 20 στάδια πριν στρατοπεδεύσουν σε επίπεδο χώρο και προσπάθησαν να αποσπάσουν τρόφιμα από τους κάτοικους της περιοχής, ενώ οι Συρακούσιοι έσκαψαν χαρακώμα που έφραξε τη δίοδο του λόφου Ακραίον Λέπας (Άδενδρον Ύψωμα). Την επιούσα, οι Αθηναίοι συνέχισαν την πορεία, αλλά η συνεχής παρενόχληση από τους Συρακούσιους τους ανάγκασε να επιστρέψουν στο στρατόπεδο τους, ενώ δεν μπορούσαν να συλλέξουν τρόφιμα λόγω της δράσης του ιππικού[178]. Το πρωϊ της επόμενης μέρας, οι Αθηναίοι συνέχισαν την πορεία τους προν τον λόφο Ακραίον Λέπας και συνάντησαν το πεζικό των Συρακουσίων που είχε παραταχθεί πίσω από τα χαράκωμα σε βαθιά φάλαγγα, λόγω της στενότητας του χώρου. Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν για να καταλάβουν τη δίοδο, ωστόσο, η αριθμητική υπεροχή των Συρακουσίων είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Αθηναίων. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης, ο Γύλιππος διέταξε τους στρατιώτες του να φράξουν με τείχος την οπισθοφυλακή των Αθηναίων – οι Αθηναίοι ουσιαστικά βρέθηκαν περικυκλωμένοι και στρατοπέδευσαν σε ένα πεδινό μέρος. Την επομένη, οι Αθηναίοι προχώρησαν ακόμα 5-6 στάδια και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα – μονάχα τότε, οι Συρακούσιοι επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους[179].

Τη νύχτα, ο Δημοσθένης και ο Νικίας αποφάσισαν να αλλάξουν πορεία και να πάρουν τον αντίθετο δρόμο, ο οποίος οδηγούσε στη θάλασσα – οι στρατηγοί είχαν σκοπό να φθάσουν στην Καμάρινα, στη Γέλα ή σε άλλες ελληνικές και ξένες πόλεις. Αφού άναψαν πολλούς πυρσούς, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν την πορεία τους – μπροστά προχωρούσε η μεραρχία του Νικία και πίσω ακολουθούσε η μεραρχία του Δημοσθένη. Η μεραρχία του Νικία προχωρούσε συντεταγμένη, ενώ αυτή του Δημοσθένη προχωρούσε με αταξία και έμεινε πίσω. Παρ’ ολ’ αυτά, οι δύο μεραρχίες έφθασαν κοντά στη θάλασσα τα ξημερώματα και εισήλθαν στην Ελωρίνη Οδό, απ’ όπου σκόπευαν να φθάσουν στον ποταμό Κακύπαριν και να προχωρήσουν στο εσωτερικό – στον ποταμό, οι Αθηναίοι συνάντησαν ένα απόσπασμα Συρακουσίων, το οποίο απώθησαν[180]. Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι είχαν αντιληφθεί την αλλαγή πορείας από τους Αθηναίους και κατηγόρησαν τον Γύλιππο ότι τους είχε αφήσει σκόπιμα να διαφύγουν. Όταν οργάνωσαν το στράτευμα τους, οι Συρακούσιοι ξεκίνησαν την πορεία και έφθασαν γρήγορα κοντά στη μεραρχία του Δημοσθένη, στην οποία επιτέθηκαν. Η μεραρχία του Δημοσθένη βρέθηκε περικυκλωμένη με τους Συρακούσιους να βάλλουν συνεχώς εναντίον τους[181]. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Συρακούσιοι είχαν προτείνει στους νησιώτες που συμμάχησαν με το μέρος να προσέλθουν σ’ αυτούς, αλλά λίγοι αποδέχτηκαν την πρόταση. Στο τέλος, όταν οι Αθηναίοι εξαντλήθηκαν, οι δύο πλευρές προχώρησαν σε συμφωνία, βάσει της οποίας ο Δημοσθένης δέχτηκε να παραδοθεί και οι Συρακούσιοι υποσχέθηκαν να μην σκοτώσουν κανένα στρατιώτη – ο Θουκυδίδης αναφέρει πως εκείνη τη στιγμή παραδόθηκαν 6.000 στρατιώτες που μεταφέρθηκαν στις Συρακούσες[182]. Την επομένη, οι Συρακούσιοι έστειλαν κήρυκα για να μεταφέρει την είδηση της παράδοσης του Δημοσθένη στον Νικία. Ο Νικίας αρχικά δεν πίστεψε την είδηση, γι’ αυτό και έστειλε ένα ιππέα για να επιβεβαιώσει την κατάσταση – κατά την επιστροφή του, ο ιππέας επιβεβαίωσε το γεγονός της παράδοσης του Δημοσθένη. Ο Νικίας πρότεινε στον Γύλιππο την απόδοση των πολεμικών δαπανών των Συρακουσίων και φόρο ενός ταλάντου για κάθε στρατιώτη, αν οι Συρακούσιοι τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Ο Γύλιππος αρνήθηκε και οι Συρακούσιοι επιτέθηκαν στη μεραρχία του Νικία – οι Συρακούσιοι έβαλλαν μέχρι τη νύχτα. Τη νύχτα, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά έγιναν αντιληπτοί από τους Συρακούσιους και έβγαλαν τον εξοπλισμό τους, πλην 300 ανδρών που κατάφεραν να ξεφύγουν δια μέσου των εχθρικών φρουρών[183]. Τα ξημερώματα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν την πορεία τους, ενώ οι Συρακούσιοι τοξότες και ακοντιστές συνέχιζαν να βάλλουν εναντίον τους. Οι Αθηναίοι έτρεξαν προς τον ποταμό Ασσίναρο για να ξεφύγουν από τους Συρακούσιους και για να ξεδιψάσουν. Στον ποταμό, οι Αθηναίοι στρατιώτες έσπρωχναν ο ένας τον άλλο για να ξεδιψάσουν, ενώ οι Συρακούσιοι και οι Πελοποννήσιοι τους έσφαζαν[184]. Ο Νικίας είδε την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον ποταμό και παραδόθηκε στον Γύλιππο με μόνο όρο τη λήξη της σφαγής – ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Νικίας είχε πει στον Γύλιππο τα εξής λόγια: «Έλεος, Γύλιππε, νικήσατε! Όχι, δεν ζητώ έλεος για τον εαυτό μου, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με μεγάλες καταστροφές, αλλά για τους υπόλοιπους Αθηναίους. Να θυμάστε πως στον πόλεμο η κάθε πλευρά μπορεί να υποστεί καταστροφή και πως οι Αθηναίοι σας είχαν δείξει έλεος όταν είχαν την τύχη με το μέρος τους»[185]. Κατά τη διάρκεια της μάχης, οι Συρακούσιοι είχαν φονεύσει ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, ενώ είχαν συλλάβει αρκετούς αιχμαλώτους. Η σφαγή στον ποταμό Ασσίναρο ήταν η τελευταία μάχη που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας[186].

Επακόλουθα

Μετά τη μάχη, οι Συρακούσιοι συγκέντρωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους αιχμαλώτους, τους οποίους έστειλαν στα λατομεία. Από την άλλη, ο Δημοσθένης και ο Νικίας εκτελέστηκαν, παρά τις αντιρρήσεις του Γύλιππου που ήθελε να μεταφέρει τους δύο στρατηγούς στη Σπάρτη[187] – ο Θουκυδίδης παρατηρεί πως ο Γύλιππος ήθελε έτσι να αυξήσει το γόητρο του, καθώς ο Δημοσθένης ήταν ο χειρότερος εχθρός της Σπάρτης μετά τη μάχη στην Πύλο και στη Σφακτηρία, ενώ ο Νικίας είχε κερδίσει την εύνοια των Λακεδαιμονίων για την απόλυση των αιχμαλώτων της μάχης αυτής και της ειρήνης που πρότεινε. Ωστόσο, οι Συρακούσιοι και οι Κορίνθιοι εξέφρασαν φόβους πως οι δύο αιχμάλωτοι θα εξαγόραζαν την ελευθερία τους και θα προκαλούσαν περισσότερα προβλήματα στο μέλλον. Στην περιγραφή των γεγονότων, ο Θουκυδίδης εκφράζει λύπη για τον θάνατο του Νικία, τον οποίο θεωρούσε άνθρωπο του καθήκοντος και δηλώνει πως δεν άξιζε τέτοιο τέλος[188]. Όσον αφορά τους αιχμαλώτους, οι Συρακούσιοι τους είχαν κακομεταχειριστεί στην αρχή, δίνοντας τους ελάχιστη ποσότητα σιτίου και νερού και τοποθετώντας τους σε στενούς και βαθείς λάκκους, αυξάνωντας έτσι τις ασθένειες, ενώ τους νεκρούς τους τοποθετούσαν τον ένα πάνω στο άλλο, προκαλώντας τρομερή δυσοσμία. Μετά, οι Συρακούσιοι πούλησαν αρκετούς αιχμαλώτους ως δούλους, με εξαίρεση τους Αθηναίους και τους Έλληνες της Σικελίας και της Ιταλίας. Ο ακριβής αριθμός των αιχμαλώτων είναι άγνωστος, ωστόσο, ο Θουκυδίδης υπολογίζει πως δεν ήσαν λιγότεροι των 7.000 ανδρών[189]. Οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν για την καταστροφή στη Σικελία, για αρκετό καιρό δυσπιστούσαν παρά τις αναφορές των στρατιωτών που είχαν γλιτώσει. Όταν, όμως, επιβεβαίωσαν την είδηση, οι Αθηναίοι κινήθηκαν κατά των ρητόρων και των μαντείων: οι Αθηναίοι θεωρούσαν τους ρήτορες υπεύθυνους καθώς τους είχαν ωθήσει να αναλάβουν την εκστρατεία, ενώ οι μάντεις κατηγορήθηκαν για ψευδείς χρησμούς περί νίκης των Αθηναίων. Η πόλη των Αθηνών αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς επίσης και έλλειψη νεαρών στρατιωτών. Οι Αθηναίων ήσαν σίγουροι πως οι Συρακούσιοι και οι Πελοποννήσιοι θα εκμεταλλευτούν την πανωλεθρία τους στη Σικελία και θα επιτεθούν εναντίον της πόλης τους, γι’ αυτό και άρχισαν να εξοπλίζουν νέο στόλο[190]. Στον αντίποδα, η είδηση της πανωλεθρίας των Αθηναίων στη Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι θεώρησαν πως θα μπορούσαν να πετύχουν γρήγορη νίκη και να γίνουν ηγεμόνες της Ελλάδος[191]. Ωστόσο, ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμα 9 χρόνια και έληξε μετά την ήττα των Αθηναίων στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς και την κατάληψη της πόλης από τους Σπαρτιάτες[192].

Παραπομπές

  1. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.87 (β)
  2. Kagan, The Archidamian War, σελ. 265
  3. Fine, The Ancient Greeks, σελ. 476. Επίσης βλ. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.86
  4. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.87
  5. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.88
  6. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.90
  7. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.99
  8. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.103
  9. Θουκυδίδης (μετάφραση), Γ.115
  10. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.1
  11. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.2
  12. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.3
  13. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.4
  14. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.5
  15. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.25
  16. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.58
  17. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.60
  18. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.61
  19. Fine, The Ancient Greeks, σελ. 476–8.
  20. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.65
  21. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ε.5
  22. Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, σελ. 133.
  23. Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, σελ. 143.
  24. Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, σελ. 146–7. Το 417 π.Χ, ο Νικίας και ο Αλκιβιάδης συμμάχησαν για να εξορίσουν (χάρη στον οστρακισμό) τον δημαγωγό Υπέρβολο, καθώς δεν ήταν σίγουροι πως θα μπορούσε ο ένας να εξορίσει τον άλλο.
  25. Πλούταρχος, Αλκιβιάδης 14
  26. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 1
  27. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 6
  28. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 8
  29. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 12
  30. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 12
  31. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 11
  32. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 16
  33. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 17
  34. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 18
  35. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 19
  36. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 20
  37. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 21
  38. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 22
  39. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 23
  40. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 24
  41. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 25
  42. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 26
  43. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 27
  44. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 28
  45. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 29
  46. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 31
  47. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 32
  48. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 33
  49. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 33 (β)
  50. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 34
  51. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 36
  52. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 37
  53. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 41
  54. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 42
  55. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 43
  56. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 44
  57. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 46
  58. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 47
  59. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 48
  60. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 49
  61. Kagan, The Peace of Nicias and the Sicilian Expedition, σελ. 170–171.
  62. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 50
  63. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 51
  64. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 52
  65. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 53
  66. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 61
  67. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 61 (β)
  68. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 62
  69. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 63
  70. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 64
  71. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 65
  72. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 66
  73. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 67
  74. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 68
  75. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 69
  76. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 70
  77. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 71
  78. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 72
  79. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 73
  80. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 74
  81. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 75
  82. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 75 (β)
  83. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 76
  84. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 77
  85. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 78
  86. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 79
  87. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 80
  88. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 82
  89. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 85
  90. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 87
  91. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 88
  92. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 88 (β)
  93. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 88 (γ)
  94. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 88 (δ)
  95. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 90
  96. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 91
  97. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 93
  98. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 93 (β)
  99. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 94
  100. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 96
  101. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 97
  102. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 98
  103. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 99
  104. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 100
  105. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 101
  106. Πλούταρχος, Νικίας 18
  107. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 102
  108. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 103
  109. Θουκυδίδης (μετάφραση), ΣΤ. 104
  110. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.1
  111. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.2
  112. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.3
  113. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.4
  114. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.4 (β)
  115. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.5
  116. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.6
  117. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.7
  118. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.8
  119. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.11
  120. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.12
  121. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.13
  122. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.14
  123. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.15
  124. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.16
  125. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.17
  126. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.18
  127. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.19
  128. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.20
  129. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.21
  130. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.22
  131. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.23
  132. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.24
  133. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.25
  134. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.25 (β)
  135. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.25 (γ)
  136. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.26
  137. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.31
  138. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.34
  139. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.33
  140. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.35
  141. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.32
  142. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.36
  143. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.37
  144. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.38
  145. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.39
  146. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.40
  147. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.41
  148. NASA – Lunar Eclipses of History
  149. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.42
  150. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.43
  151. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.44
  152. Πλούταρχος, Νικίας 21
  153. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.45
  154. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.46
  155. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.47
  156. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.48
  157. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.49
  158. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.50
  159. Πλούταρχος, Νικίας 23
  160. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.51
  161. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.52
  162. Πλούταρχος, Νικίας 24
  163. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.53
  164. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.55
  165. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.56
  166. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.59
  167. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.60
  168. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.62
  169. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.65
  170. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.69
  171. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.70
  172. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.71
  173. Πλούταρχος, Νικίας 25
  174. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.72
  175. Πλούταρχος, Νικίας 26
  176. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.74
  177. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.75
  178. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.78
  179. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.79
  180. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.80
  181. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.81
  182. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.82
  183. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.83
  184. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.84
  185. Πλούταρχος, Νικίας 27
  186. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.85
  187. Πλούταρχος, Νικίας 28
  188. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.86
  189. Θουκυδίδης (μετάφραση), Ζ.87
  190. Θουκυδίδης (μετάφραση), Η.1
  191. Θουκυδίδης (μετάφραση), Η.2
  192. Ελληνικά (Ξενοφώντας), Βιβλίον Β, κεφ. 2

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3317

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση