Κατηγορία: Παραμύθια

Το Παραμύθι και η Παιδαγωγική του Αξιοποίηση

Το παραμύθι και η παιδαγωγική του αξιοποίηση

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3570

Το παραμύθι και η παιδαγωγική αξιοποίησή του

Το παραμύθι και η παιδαγωγική αξιοποίησή του

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3258

Λαϊκό παραμύθι και παιδική ψυχολογία

Λαϊκό παραμύθι και παιδική ψυχολογία
Η «Κοκκινοσκουφίτσα» είναι ένα παραμύθι το οποίο υπάρχει σε πολλές παραλλαγές και συγκαταλέγεται μεταξύ των λαϊκών παραμυθιών που δημοσίευσε στο τέλος του 17ου αιώνα, μάλλον το 1697, ο γάλλος συγγραφέας Σαρλ Περό, με τον τίτλο «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας» (παρουσιάζοντας ως συγγραφέα τον δεκάχρονο γιο του). Ωστόσο, διαδόθηκε παγκοσμίως χάρη στην πιο δημοφιλή παραλλαγή που κατέγραψαν οι αδελφοί Γκριμ, περισσότερα από εκατό χρόνια αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, το 1812, στη Γερμανία. Η «Κοκκινοσκουφίτσα» του Περό τελειώνει με τον λύκο νικητή, παραβιάζοντας ένα από τα χαρακτηριστικά του λαϊκού παραμυθιού: να κυριαρχεί στο τέλος το καλό. Δίνει, ωστόσο, έτσι στον συγγραφέα την ευκαιρία, σε ένα σύντομο ποίημα με το οποίο ολοκληρώνει όλες τις ιστορίες του, να παρουσιάσει το ηθικό του δίδαγμα: τα καλά κορίτσια δεν πιάνουν την κουβέντα με αγνώστους· αν το κάνουν, μπορεί να τιμωρηθούν (να τα φάει ο κακός λύκος).
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο διακεκριμένος ψυχαναλυτής Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, η αξία του παραμυθιού καταστρέφεται όταν επεξηγείται διδακτικά, όταν δηλαδή εκπίπτει σε ηθικοπλαστική ιστορία. Το παραμύθι αποκτά την πλήρη σημασία του μόνο όταν το παιδί (και ο ενήλικος) ανακαλύπτει διαισθητικά τα κρυμμένα νοήματά του, όταν δηλαδή ο εκάστοτε ακροατής (ή αναγνώστης) του το αναδημιουργεί ανάλογα με τις δικές του ανάγκες.
Εκτός από την ερμηνεία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η «Κοκκινοσκουφίτσα» μιλά για τις οιδιπόδειες συγκρούσεις μιας έφηβης, από τις οποίες εν τέλει σώζεται και καταφέρνει έπειτα να ωριμάσει, κατά τους μελετητές του παραμυθιού μεταφέρεται επίσης το μήνυμα ότι η εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των πάντων βλάπτει. και επίσης ο «κακός λύκος» έχει τη δυνατότητα να μας κάνει κακό μόνον εφόσον του επιτρέπουμε εμείς να μας εξουσιάζει επειδή, για κάποιον λόγο, μας ελκύει. Η αφέλεια είναι γοητευτική – αλλά είναι επικίνδυνο να παραμένει κανείς αφελής για όλη του τη ζωή.
Στην παραλλαγή του παραμυθιού, όπως την καταθέτει ο Περό, δίνεται έμφαση στη σεξουαλική αποπλάνηση (ο λύκος ζητεί από το κορίτσι να γδυθεί και να ξαπλώσει πλάι του, και το παραμύθι τελειώνει με εκείνον να την καταβροχθίζει). Στην ιστορία των αδελφών Γκριμ, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν παρόμοιοι υπαινιγμοί, σε καμιά περίπτωση πάντως δεν γίνονται συνειδητοί. Το κυρίαρχο νόημα του παραμυθιού είναι ότι το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με την κακία (που είναι ο λύκος) όταν δεν υπακούει τις γονικές συμβουλές («και μη χασομεράς στον δρόμο» συμβουλεύει η μαμά την Κοκκινοσκουφίτσα). Οπως συνοψίζει ο Μπέτελχαϊμ, «η Κοκκινοσκουφίτσα έχασε την παιδική της αθωότητα, συνάντησε τους κινδύνους που βρίσκονται μέσα της και στον κόσμο και την αντάλλαξε με τη σοφία που μπορούν να κατέχουν μονάχα όσοι “γεννήθηκαν δύο φορές”: εκείνοι που όχι μόνο υπερνίκησαν μια υπαρξιακή κρίση, αλλά και συνειδητοποίησαν ότι η ίδια τους η φύση τούς έσπρωξε σε αυτήν. Η παιδική αθωότητα της Κοκκινοσκουφίτσας πεθαίνει καθώς αποκαλύπτεται ο λύκος ως αυτό που είναι και την καταπίνει. Οταν βγαίνει από την κοιλιά του λύκου, ξαναγεννιέται συνειδητοποιημένη πια».
Αρκετά συχνά οι ήρωες των παραμυθιών πέφτουν σε βαθύ ύπνο ή ξαναγεννιούνται, όπως και η Χιονάτη, π.χ. Κάθε αφύπνιση ή αναγέννηση οδηγεί σε ένα υψηλότερο στάδιο ωριμότητας. Με τον τρόπο αυτόν, τα λαϊκά παραμύθια κεντρίζουν αριστοτεχνικά την επιθυμία για την αναζήτηση υψηλού νοήματος στη ζωή. Η Χιονάτη, σαν ένα παραμύθι για την πορεία προς την ενηλικίωση, μάλλον μιλά για την εκδίωξη από τον παράδεισο της νηπιακής ηλικίας, εκεί όπου τα πάντα εκπληρώνονταν χωρίς προσπάθεια εκ μέρους μας. Μετά την έκπτωσή μας από την ηλικία αυτή ακολουθούν αναπόφευκτα για όλους οι, λιγότερο ή περισσότερο οδυνηρές, εμπειρίες που μας οδηγούν στην ωριμότητα. Ωστόσο, το τέλος της Χιονάτης συνωμοτικά ψιθυρίζει στο παιδί να μην ανεξαρτητοποιηθεί από τους μεγάλους, καθώς ύστερα από τις ενδεχομένως σκληρές δοκιμασίες της μεταβατικής περιόδου από την παιδικότητα προς τον ενήλικο βίο (που ενδέχεται να είναι πολύ σκληρές) θα κατακτήσει πλούσιες εμπειρίες και την ευτυχία. Αντιθέτως, οι νάνοι, καθηλωμένοι στη συνθήκη του αιώνιου παιδιού, δεν θα γευτούν ποτέ τη χαρά του έρωτα και του γάμου.
Σύμφωνα με αυτόν τον ψυχαναλυτικό τρόπο ερμηνείας, τα παραμύθια δείχνουν ότι όποιος παλέψει τις συχνά άδικες δυσκολίες στη ζωή, θα αναδειχτεί σε κάθε περίπτωση νικητής, καθώς, σύμφωνα με τον Φρόιντ, η ύπαρξή μας αποκτά νόημα μονάχα όταν παλεύουμε ενάντια σε δυνάμεις που φαντάζουν συντριπτικά υπέρτερές μας.
και για να επικαλεστούμε άλλη μία φορά τον Μπρούνο Μπέτελχαϊμ, το βιβλίο του οποίου «Η γοητεία των παραμυθιών» στάθηκε αρωγός μας σε αυτό το κείμενο, «σήμερα, όπως και στο παρελθόν, το πιο σημαντικό και δυσκολότερο καθήκον στην ανατροφή ενός παιδιού είναι να το βοηθήσουμε να βρει νόημα στη ζωή». και από αυτή την άποψη, συνεχίζει ο ίδιος, «κανένα είδος “παιδικής λογοτεχνίας” – με σπάνιες εξαιρέσεις – δεν μπορεί να ικανοποιήσει το παιδί, καθώς και τον ενήλικο, όσο τα λαϊκά παραμύθια».
Το παράδειγμα της Σταχτοπούτας
Η «Σταχτοπούτα», ένα άλλο Λαϊκό παραμύθι από τη συλλογή των αδελφών Γκριμ, το οποίο επίσης περιλαμβανόταν στο βιβλίο του Σαρλ Περό και αποτελεί ίσως το πιο αγαπημένο παραμύθι διεθνώς, με μακρά ιστορία (για πρώτη φορά καταγράφηκε στην Κίνα τον 9ο αι. μ.Χ.), καθοδηγεί το παιδί να αντιληφθεί ότι ύστερα από τις απογοητεύσεις και τις ταλαιπωρίες μπορεί να ευτυχήσει υπερβαίνοντας και την αδελφική αντιζηλία και τους απορριπτικούς γονείς. Η Σταχτοπούτα καταφέρνει να το επιτύχει αυτό διότι αρχικά η σχέση με την καλή μητέρα της τής χάρισε την απαραίτητη ασφάλεια της αγάπης ώστε να έχει σταθερή προσωπικότητα. Επειτα εξελίσσεται χάρη στον μόχθο που απαιτούν τα σκληρά της καθήκοντα, στις πρωτοβουλίες που παίρνει, αλλά και στο γεγονός ότι δεν κρύβεται πίσω από την πλαστή ταυτότητά της, αλλά επιθυμεί το βασιλόπουλο να την αποδεχθεί για αυτό που είναι: η Σταχτοπούτα. Με τον τρόπο αυτόν το παραμύθι παρουσιάζει τα βήματα ανάπτυξης της προσωπικότητας και λειτουργεί παραδειγματικά και για τους γονείς υποδεικνύοντάς τους ότι για να ανεξαρτητοποιηθεί το παιδί τους πρέπει να του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει μόνο του τα προβλήματα, διαφορετικά δεν θα αυτονομηθούν ως υπάρξεις, όπως ακριβώς οι θετές αδελφές της Σταχτοπούτας μένουν κακέκτυπα της μητριάς τους.
 

Η κυρία Ελένη Κεχαγιόγλου είναι φιλόλογος-επιμελήτρια εκδόσεων και έχει επιμεληθεί τη σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό» του «Βήματος»

Πηγή : http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=652634&wordsinarticle=%CE%9B%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CF%8C%3b%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9%3b%CE%BA%CE%B1%CE%B9%3b%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE%3b%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3255

Η Ανάγνωση των Παραμυθιών

anagnwsi_paramithiwn

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3102

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Προφορική λογοτεχνία

Ως είδος το παραμύθι ανήκει στην προφορική ή λαϊκή λογοτεχνία με καταβολές σε όλες τις επικράτειες του κόσμου. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη και συγκεκριμένα, στην επηρεασμένη από το κίνημα του ρομαντισμού, Γερμανία αποτυπώνονται λαϊκά παραμύθια προορισμένα για ενήλικες, με σκοπό την ενίσχυση της γερμανικής συνείδησης και τη μελέτη της γερμανικής γλώσσας. Οι αδελφοί Γκριμ (Jacob και Wilhelm Grimm) συλλέγουν και καταγράφουν λαϊκά δημιουργήματα, εγκαινιάζοντας πρώτοι την επιτόπια έρευνα. Τα παραμύθια τους, που περιέχουν φιλολογικά σχόλια και παρατηρήσεις συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους. Εκδόθηκε το 1822.

Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για το παραμύθι εντάσσεται στο γενικότερο ενδιαφέρον για τα προϊόντα της δημώδους λογοτεχνίας, τα οποία συμβάλλουν κυρίως στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Τον Ιανουάριο του 1880 ο Νικόλαος Πολίτης δημοσίευσε ένα άρθρο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία με τον τίτλο «Δημώδη παραμύθια» και την ένδειξη «Εν Μονάχω 1879». Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την έκδοση δύο συλλογών παραμυθιών που έγιναν από ξένους λόγιους. Ο ένας ήταν προξενικός εκπρόσωπος της Αυστρίας στα Γιάννενα και μετά στη Σύρο, ο Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν (Johann Georg von Hahn), ο οποίος το 1864 εξέδωσε, στη Λειψία, στη γερμανική γλώσσα, συλλογή παραμυθιών με τον τίτλο Νεοελληνικά παραμύθια. Ο άλλος, ο Δανός ελληνιστής Ζαν Πίο (Jean Pio), το 1879 εξέδωσε στην Κοπεγχάγη ανάλογη συλλογή, στηριζόμενος στις σημειώσεις του Hahn.

Η πιο γόνιμη περίοδος από άποψη καταγραφής και διάσωσης του λαϊκού παραμυθιού στην Ελλάδα θεωρείται η περίοδος των τελευταίων τριάντα χρόνων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Βέβαια λίγα χρόνια πριν είχε εκδηλωθεί μια εκδοτική δραστηριότητα σε περιοδικά και βιβλία, τα οποία δημοσιεύουν λαογραφική ύλη κατά διαστήματα ή κατ’ αποκλειστικότητα, όπως για παράδειγμα η Πανδώρα και ο Ιλισσός. Στην ουσία το παραμύθι δεν τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον των επιστημόνων, το οποίο είχε εκδηλωθεί σαφώς νωρίτερα για τις άλλες μορφές λαϊκού βίου. Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι «από τη φύση του, λόγω της οικουμενικότητάς του, δεν προσφέρεται για την προβολή θεμάτων ελληνικότητας και ιστορικής συνέχειας, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις». Θεωρείται σημαντική την εποχή αυτή η παρότρυνση του Ν. Πολίτη στους μαθητές του στην κατεύθυνση του ενδιαφέροντος για το λαϊκό παραμύθι.

Η συνδυασμένη προσπάθεια περιοδικών, συλλόγων και κράτους για τη διάσωση της τοπικής λαϊκής παράδοσης είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Λαογραφικής Εταιρίας από τον Ν. Πολίτη το 1908 και του Λαογραφικού Αρχείου το 1918. Τα δύο αυτά επιστημονικά κέντρα συγκεντρώνουν μεγάλο όγκο παραμυθιών. Σήμερα η λαογραφική έρευνα πραγματοποιείται συστηματικά κυρίως από το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ). Ιδιαίτερα σε περιοχές με λαογραφικό ενδιαφέρον, γίνονται ερευνητικές αποστολές από μέλη του ΚΕΕΛ και συγκεντρώνεται υλικό, το οποίο ταξινομείται, για να χρησιμοποιηθεί από τους μελετητές.

Τα εννοιολογικά στοιχεία του παραμυθιού

Το παραμύθι είναι μία φανταστική προφορική διήγηση, που συνήθως αποτελείται από πολλά και διαδοχικά επεισόδια, τα λεγόμενα μοτίβα (το μοτίβο είναι μικρότερη αφηγηματική πρόταση που το συγκρατεί). Διαφέρει από το μύθο, γιατί αυτός είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Διαφέρει και από την παράδοση καθώς αυτή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο, ή τόπο, και ο λαός την πιστεύει ως αληθινή. Το παραμύθι συγκινεί και ψυχαγωγεί όλους τους λαούς της γης από τα πανάρχαια χρόνια. Η υπόθεσή του δε δεσμεύεται από τόπο και χρόνο και τα πρόσωπά του είναι φανταστικά. Στα παραμύθια συναντάμε πλήθος από απίθανα και απίστευτα γεγονότα. Αυτά όμως που για το σημερινό άνθρωπο είναι φανταστικά, για τον πρωτόγονο αποτελούσαν τον αληθινό του κόσμο, όπως αυτός τον έβλεπε ή όπως τον εξηγούσε απλοϊκά. Όλος ο κόσμος του πρωτόγονου ανθρώπου, η θεωρία του για τη γέννηση του κόσμου, ο φόβος του για τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, η πίστη του στη μαγεία, στη δεισιδαιμονία και στις υπερφυσικές ικανότητες των μάγων, η στενή του σχέση με τα ζώα, τα οποία θεωρούσε συντρόφους, τα όνειρα που τον μετέφεραν σε άγνωστους τόπους με τρόπο ανεξήγητο, πέρασε μέσα στα παραμύθια.

Ο τεράστιος όγκος του παραμυθιακού υλικού έχει ταξινομηθεί σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη των Aarne–Thompson σε 2.430 παραμυθιακούς τύπους. Παραμυθιακός τύπος είναι η αφηγηματική βάση πάνω στην οποία δομούνται οι παραλλαγές ενός παραμυθιού και απορρέει από τον συνδυασμό μοτίβων . Όταν δύο ή περισσότεροι παραμυθιακοί τύποι συνδυάζονται μεταξύ τους, το φαινόμενο, καθώς και η νέα παραλλαγή που προκύπτει, ονομάζεται συμφυρμός. Με τη δημιουργία μονογραφιών και εθνικών καταλόγων πραγματοποιείται μία εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο παραμύθι. Συντάκτης του ελληνικού καταλόγου με δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραλλαγές των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών, που καταγράφηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1970, είναι ο Γ. Α. Μέγας.

Οι μύθοι των ζώων, τα μαγικά παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις και τα κλιμακωτά παραμύθια, αποτελούν τις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες εντάσσεται το σύνολο των τύπων του παραμυθιού. Εδώ χρειάζεται να διακρίνει κανείς μεταξύ λαϊκού και λόγιου παραμυθιού, καθώς οι δύο όροι συγχέονται συστηματικά, εφόσον οι δύο μορφές συνυπήρξαν και αλληλεπέδρασαν στην Ευρώπη από τα μέσα του 14ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. «Αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη σταδιακή διαφοροποίηση του κοινού που αποδέχεται το παραμύθι. Ενώ το παραμύθι αποτέλεσε αρχικά είδος προφορικής ψυχαγωγίας για τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, πέρασε στη συνέχεια στους αστικούς κύκλους, όπου επίσημος αποδέκτης του κατέληξε να είναι το παιδικό κοινό». Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στο λαϊκό παραμύθι (προϊόν της προφορικής παράδοσης) και στο λόγιο (προϊόν της γραπτής λογοτεχνίας) αφορούν κυρίως την παραγωγή, τη μεταβίβαση και τη λειτουργία του παραμυθιακού λόγου. Κύριοι σταθμοί αυτής της μακραίωνης ανταλλαγής θεωρούνται το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, οι Ευχάριστες Νύχτες του Straparola, o Γαργαντούας του Rabelais, το Πενταήμερο του Basile, τα Παραμύθια του Περρώ και η γενικότερη παραγωγή της αυλής του Λουδoβίκου XIV, και η μετάφραση του «Χίλιες και Μία Νύχτες» από τον Galland. Η διαμόρφωση του έντεχνου παραμυθιού ως νέου λογοτεχνικού είδους από τους von Arnim και Brentano, καθώς και η συλλογή των αδελφών Γκριμ, κλείνουν ουσιαστικά τη μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο. Έτσι, το παραμύθι πέρασε σιγά-σιγά από το συλλογικό στο ατομικό επίπεδο και από την αγροτική κοινότητα στην αστική κοινωνία, ενώ η παραγωγή και η διάδοσή του εξυπηρετούν πλέον και εμπορικούς στόχους.

 

Πηγή:http://www.mediart.gr/life-style/2011-02-22-12-00-35/290-paramithia-paidia-istories-mithoi

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3101

Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές, προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο, στον τόπο και στα πρόσωπα, που αφορούν το περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα:

  • Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος.
  • Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης.
  • Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι, τους αποκαλούμενους επικούς νόμους:

  1. Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει απότομα. Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή, ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την κορύφωση, για να κλέσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας.
  2. Οι επαναλήψεις είναι συχνές, όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή, αλλά και για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία.
  3. Την ίδια στιγμή, παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο πρόσωπα.
  4. Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι.
  5. Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα, πρόκειται για μικρούς και αδύνατους. Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές.
  6. Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος.
  7. Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί: αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός πλοκής,
  8. Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά. Όταν εκτυλίσσονται παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια, τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν.
  9. Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Παρόμοια αντικείμενα περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια. H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν.

Στα υφολογικά-αισθητικά γνωρίσματα του παραμυθιού ανήκουν το περιεχόμενο, τα εκφραστικά μέσα και η λειτουργία του. Το περιεχόμενο των παραμυθιού είναι ενιαίο και μονοδιάστατο. Το φυσικό και το υπερφυσικό στοιχείο συνυπάρχουν και αλληλεπιδρουν. Ο ήλιος το φεγγάρι και τα αστέρια πέρνουν ανθρώπινη μορφή και το βελόνι, το μήλο, το νερό αποκτούν μαγικές ικανότητες. Οι παραμυθιακοί ήρωες παρουσιάζονται ως αβαθείς μορφές (έλλειψη υποκειμενικού βάθους), χωρίς εσωτερικό κόσμο, πάντα νέοι, χωρίς παρελθόν και μέλλον. «Ο συνδυασμός της έλλειψης υποκειμενικού βάθους και της μόνωσης των παραμυθιακών προσώπων έχει έμμεσο αφηγηματικό αποτέλεσμα στο αφηρημένο ύφος του παραμυθιού και τη συνολική απλότητα που το χαρακτηρίζει.

Εξαιτίας αυτής της απλότητας αμφισβητήθηκε η λογοτεχνική αξία του παραμυθιού και ο βαθμός της ωριμότητάς του ως πνευματική έκφραση. Από την αισθητική ανάλυση του παραμυθιού απουσιάζουν οι γλαφυρές περιγραφές και τα πολλά επίθετα. Στο παραμύθι χρησιμοποιούνται σκληρά υλικά όπως μέταλο, διαμάντι, γυαλί κ.ά. που όλα όμως είναι λαμπερά. Οι χρωματικές αποχρώσεις απουσιάζουν και το ύφος του παραμυθιού στηρίζεται στην υπερβολή και τα εκφραστικά μέσα του, που έχουν τελικό αποτέλεσμα τη σταθερότητα του ύφους και της δομής. Επιπλέον, το παραμύθι «ωθεί το ακροατήριο στην ονειροπόληση εξιδανικεύοντας την πραγματικότητα». Η παραμυθιακή αφήγηση αντλεί τα θέματά της από το κοινωνικό περιβάλλον.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά ισχύουν και για το ελληνικό παραμύθι, για το οποίο διακρίνονται επιπλέον χαρακτηριστικά που προσδίδονται από την εντοπιότητα τη γλώσσα, την παράδοση και τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Έτσι, το πρώτο γνώρισμα τοπικότητας, που χαρακτηρίζει το ελληνικό παραμύθι, είναι η γλώσσα, είτε πρόκειται για την κοινή ελληνική, είτε για τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους. Το λεξιλόγιο διαφοροποιείται ανάλογα με την περιοχή, προδίδοντας ενίοτε τις επιδράσεις ξένων κατακτητών. Το δεύτερο γνώρισμα τοπικότητας του παραμυθιού είναι η ελληνική παράδοση, από την οποία αντλεί το ελληνικό παραμύθι τις αναπαραστάσεις του και τις αναφορές του στο φαντασιακό. Στην παράδοση αποτυπώνεται και η ιστορική πορεία του τόπου, τόσο με τη μεταβίβαση στοιχείων από γενιά σε γενιά επί αιώνες ολόκληρους, όσο και με την ανταλλαγή στοιχείων με τους λαούς που πέρασαν από το ελληνικό έδαφος. Επίσης, έχει καταδειχθεί από πολλούς λαογράφους η ομοιότητα μεταξύ ορισμένων αρχαίων ελληνικών και νεοελληνικών παραμυθιών. Το τρίτο γνώρισμα τοπικότητας είναι η προβολή του φυσικού περιβάλλοντος και του κλίματος στο παραμύθι, αλλά και του ίδιου του χαρακτήρα του ελληνικού λαού.

Το παραμύθι βασίζεται στην προφορική μεταβίβαση της παράδοσης από γενιά σε γενιά. Σημαντικός λοιπόν είναι ο ρόλος του αφηγητή, που ζωντανεύει τον κόσμο του παραμυθιού. Οι παραμυθάδες, στην πλειονότητά τους άνδρες, σύμφωνα με τις ανάγκες και το ταλέντο τους δίνουν μορφή σε ένα αφηγηματικό σχήμα. Έτσι αυτό που διαθέτουμε δεν είναι το αρχέτυπο ενός παραμυθιού αλλά πολυάριθμες εκδοχές του. Οι μετασχηματισμοί των παραμυθιών και η δημιουργία συγκεκριμένων αφηγηματικών τύπων οφείλονται στους αφηγητές. Το πολιτισμικό βάρος και η διάδοση ενός παραμυθιού εξαρτάται κάθε φορά από την αφηγηματική δύναμη ενός παραμυθά, αλλά και από τα γούστα, τις προτιμήσεις και τους παιδαγωγικούς ή άλλους στόχους του ακροατηρίου του μέσα σε μια τοπική κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία της αφήγησης και της διάδοσης ενός παραμυθιού υπόκειται στο συσχετισμό τριών παραγόντων: της προϋπάρχουσας παράδοσης, του εκάστοτε αφηγητή και της κοινότητας των ακροατών του.

Πηγή : http://www.nefelokokkygia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=80%3A2010-08-10-22-19-26&catid=25%3A2010-08-10-20-03-37&Itemid=71&limitstart=4

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3100

Παραμύθι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Υπό την ακριβή έννοιά του το παραμύθι είναι μια σύντομη ή λαϊκή ιστορία που ενσωματώνει το έθος, το οποίο μπορεί να εκφραστεί ρητά στο τέλος του ως αξιωματική αρχή. Συγγενές του μύθου αλλά διαφοροποιημένο εννοιολογικά το παραμύθι είναι εξαρχής μια επινόηση, μια μυθιστοριογραφία, μια φαντασιακή αφήγηση που κάνει μεταφορική χρήση κάποιου ζώου ως κεντρικό χαρακτήρα του ή εισάγει στερεότυπους χαρακτήρες, όπως ο κατεργάρης. Πολύ συχνά γίνεται ανατρεπτική αλληγορία ενάντια στον φεουδαρχισμό ή την εκάστοτε άρχουσα τάξη, ή μια σύγκρουση του ανθρώπινου με το αόρατο βασίλειο. Προσωποποιεί και εξατομικεύει διαφορετικά στοιχεία πέρα από τη λογική του χώρου και του χρόνου και επεκτείνεται αδιάκριτα από τον οργανικό στον ανόργανο κόσμο από τον άνθρωπο και τα ζώα στα δέντρα, τα λουλούδια, τις πέτρες, τα ρεύματα και τους ανέμους.

Ένα ερώτημα που προέκυψε κατά την επιστημονική μελέτη του παραμυθιού, ήταν αυτό που αφορούσε στη γένεσή του. Γύρω από το θέμα διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες, από τις οποίες όμως καμία δεν έδωσε πλήρεις απαντήσεις και όλες αμφισβητήθηκαν υπό το φως κάποιας νέας επιστημονικής οπτικής.Οι ρίζες του παραμυθιού .

α. Η ινδοευρωπαϊκή θεωρία: Η πρώτη θεωρία, η οποία ονομάστηκε και μονογενετική, για την προέλευση των παραμυθιών προήλθε από τους αδερφούς Γκριμ το 1819. Διατύπωσαν την άποψη ότι τα παραμύθια –παρότι νεότερα από τους μύθους και τα επικά τραγούδια– προέρχονταν από έναν κοινό χώρο, την κοιτίδα του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού, και από εκεί μετακινήθηκαν μαζί με τα ινδοευρωπαϊκά φύλα. Βασική ιδέα των Grimm ήταν ότι «τα παραμύθια ήταν εκπεπτωκότες μύθοι (δηλαδή μύθοι που απώλεσαν τα βασικά τους στοιχεία και έγιναν απλούστεροι) και μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσα από μια κατάλληλη ερμηνεία των μύθων από τους οποίους προήλθαν». Η θεωρία αυτή δεν τεκμηρίωσε την ινδοευρωπαϊκή προέλευση των παραμυθιών, αφήνοντας αναπάντητα πολλά ερωτήματα.

β. Η μυθολογική θεωρία: Παρόμοια θεωρία με την πρώτη ήταν και αυτή του Μαξ Μόλερ (Max Möller), ο οποίος το 1856 υποστήριξε ότι τα παραμύθια προήλθαν από ηλιακούς μύθους των Ινδοευρωπαίων, που περιλαμβάνονταν στο ιερό βιβλίο Ριγκ Βέντα (Rig-Veda). Ο Möller, στηριζόμενος, όπως φαίνεται, στη θεωρία των εκπεπτωκότων μύθων, ισχυρίστηκε ότι αρχικά οι μύθοι εξέφραζαν αφηρημένες έννοιες, όπως για παράδειγμα οι ιστορίες γύρω από τον ήλιο ως κεντρικό πρόσωπο και πρωταγωνιστές τη Νύχτα, τον Ουρανό, την Αυγή κ.ά. αλλά καθώς διαδόθηκαν από την Ινδία στους λαούς της Ευρώπης και τηςΑσίας έχασαν το αρχικό τους νόημα. Προσπαθώντας οι λαοί να ερμηνεύσουν τα απομεινάρια αυτής της μυθολογίας έφτιαξαν τα παραμύθια. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας παρέβλεψαν το γεγονός ότι η Ριγκ Βέντα, στην οποία στηρίχθηκαν δεν ήταν δημιούργημα λαϊκής προέλευσης αλλά του ινδικού ιερατείου.

γ. Η ινδική θεωρία: Την ινδική προέλευση των παραμυθιών υποστήριξε ο άγγλος Θίοντορ Μπένφι (Theodor Benfey). Σύμφωνα με τον Μπένφι «οι ινδικοί μύθοι προέρχονται από τη Δύση και κυρίως από τους ελληνικούς μύθους του Αισώπου, σε αντίθεση με τα παραμύθια που προέρχονται από την Ινδία και συγκεκριμένα από την ινδουϊστική-βουδιστική παράδοση, στην οποία στηρίχθηκε». Από αυτά τα παραμύθια ορισμένα διαδόθηκαν πριν από τον 10ο αιώνα μέσω της προφορικής παράδοσης, άλλα, με έντονη την ισλαμική επίδραση, διαδόθηκαν μετά τον 10ο αιώνα, κυρίως μέσω Βυζαντίου, Ιταλίας και Ισπανίας, από τη λογοτεχνική παράδοση και, τέλος, άλλα με βουδιστικό υλικό διαδόθηκαν μέσω της Κίνας και του Θιβέτ στους Μογγόλους και από αυτούς στην Ευρώπη. H άποψη αυτή έχει μόνοn ιστορική αξία σήμερα, καθώς αποδείχθηκε ότι η Ινδία μπορεί να αποτέλεσε μία από τις κυριότερες πηγές δημιουργίας των παραμυθιών, αλλά δεν ήταν η μοναδική.

δ. Η πολυγενετική θεωρία των εθνολόγων: Tο 1873Άντριου Λανγκ (Α. Lang), επηρεασμένος από την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου, διατύπωσε την πολυγενετική θεωρία, σύμφωνα με την οποία: «μύθοι, παραμύθια, ιστορίες με παρόμοιο περιεχόμενο παρουσιάστηκαν σε διαφορετικούς λαούς, οι οποίοι πολλές φορές απείχαν πολύ τοπικά και χρονικά μεταξύ τους». Ο Λανγκ προσπάθησε μέσα από τις μορφές των ιστοριών, των μύθων και των παραμυθιών να καταδείξει μία ενιαία πορεία εξέλιξης των λαών μέσα στον χρόνο. H εθνογραφική θεωρία του Λσνγκ, εκτός των άλλων, «αποδέχτηκε την ύπαρξη πολύ μεγαλύτερης ομοιομορφίας στους πρωτόγονους λαούς από ό,τι πιθανώς υπάρχει στην πράξη».

ε. Η ιστορικογεωγραφική θεωρία: Μονογενετική θεωρία, που εκφράστηκε από τη Φινλανδική Σχολή, όπως ονομάστηκε, προς τιμή των δύο Φινλανδών εμπνευστών της, του Καρλ Κρον (Karl Krohn) και του Άντι Άαρνε (Antti Aarne). Υποστήριξαν ότι ένα παραμύθι σε μία χώρα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με ένα σταθερό τρόπο, δηλαδή χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις. Όταν όμως μεταδίδεται σε άλλη χώρα, αλλάζει και προσαρμόζεται στο νέο πολιτιστικό του περιβάλλον. Εισηγητής της ιστορικογεωγραφικής μεθόδου στην Ελλάδα υπήρξε ο Γ.Α. Μέγας.

στ. Η συμβολιστική θεωρία: Ο γάλλος Σεντύβ (Saintyves) μελέτησε τα παραμύθια του Περρώ και διατύπωσε την άποψη ότι προέρχονταν από παλιές τελετουργίες. Ο γάλλος Βαν Γκένεπ (Van Gennep) σύνδεσε το παραμύθι με τον τοτεμισμό και τις σχετικές τελετές. Ο Γερμανός Νάουμαν (Naumann( υποστήριξε ότι υπάρχουν πολλά ίχνη λατρευτικών τελετών στο παραμύθι, αλλά πρέπει να διερευνηθούν προσεκτικά. Οι θεωρίες αυτές έχουν συμβάλλει στην κατανόηση των παραμυθιών, αλλά δεν εξηγούν την καταγωγή τους επαρκώς. Όπως στην πολυγενετική θεωρία, έτσι και εδώ οι «συμβολιστές» θεωρούν ότι όλες οι πρωτόγονες κοινωνίες παρουσιάζουν μια ομοιομορφία, πολύ περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

ζ. Η ψυχολογική-ψυχαναλυτική θεωρία: Η ψυχολογική θεωρία προσέγγισε και ερμήνευσε το παραμύθι με τρεις διαφορετικούς τρόπους, με τη κλινική προσέγγιση τη χρήση δηλαδή μαγικών παραμυθιών για τη διάγνωση και την ψυχαναλυτική θεραπεία των ασθενών, τη θεωρητική προσέγγιση, που βασίζεται στη μελέτη του ανθρώπινου ψυχισμού, και τη κειμενοαναλυτική προσέγγιση, η οποία μελετά και αναλύει το παραμύθι με ψυχαναλυτικούς όρους. Η θεωρία αυτή δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητική απάντηση όσον αφορά στην προέλευση του παραμυθιού, πλην όμως προσέφερε νέα διάσταση στη μελέτη του.

η. Η μορφολογία του παραμυθιού του V. Propp: Σύμφωνα με τη θεωρία του Ρώσου V. Propp θα πρέπει, πριν ασχοληθούμε με τόπο καταγωγής και τον τρόπο διάδοσης των παραμυθιών, να προσδιορίσουμε τι είναι τα παραμύθια, δηλαδή να ορίσουμε το περιεχόμενό τους. Κύριος στόχος του ήταν μέσα από το έργο του Μορφολογία του Παραμυθιού να δώσει μια απάντηση στο θέμα της ομοιότητας μεταξύ των παραμυθιών διάφορων λαών. Έτσι ο Προπ υποστήριξε ότι η κατάτμηση του παραμυθιού στα συστατικά του μέρη και η μεταγενέστερη επεξεργασία του ήταν ο ορθότερος τρόπος μελέτης του.

Προφορική λογοτεχνία

Ως είδος το παραμύθι ανήκει στην προφορική ή λαϊκή λογοτεχνία με καταβολές σε όλες τις επικράτειες του κόσμου. Για πρώτη φορά στην Ευρώπη και συγκεκριμένα, στην επηρεασμένη από το κίνημα του ρομαντισμούΓερμανία αποτυπώνονται λαϊκά παραμύθια προορισμένα για ενήλικες, με σκοπό την ενίσχυση της γερμανικής συνείδησης και τη μελέτη της γερμανικής γλώσσας. Οιαδελφοί Γκριμ (Jacob και Wilhelm Grimm) συλλέγουν και καταγράφουν λαϊκά δημιουργήματα, εγκαινιάζοντας πρώτοι την επιτόπια έρευνα. Τα παραμύθια τους, που περιέχουν φιλολογικά σχόλια και παρατηρήσεις συγκεντρώθηκαν σε τρεις τόμους. Η επιτομή τους εκδόθηκε το 1822.

Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για το παραμύθι εντάσσεται στο γενικότερο ενδιαφέρον για τα προϊόντα της δημώδους λογοτεχνίας, τα οποία συμβάλλουν κυρίως στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Τον Ιανουάριο του 1880 ο Νικόλαος Πολίτης δημοσίευσε ένα άρθρο σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία με τον τίτλο «Δημώδη παραμύθια» και την ένδειξη «Εν Μονάχω 1879». Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την έκδοση δύο συλλογών παραμυθιών που έγιναν από ξένους λόγιους. Ο ένας ήταν προξενικός εκπρόσωπος της Αυστρίας στα Γιάννενα και μετά στη Σύρο, ο Γιόχαν Γκέοργκ φον Χαν (Johann Georg von Hahn), ο οποίος το 1864 εξέδωσε, στη Λειψία, στη γερμανική γλώσσα, συλλογή παραμυθιών με τον τίτλο Νεοελληνικά παραμύθια. Ο άλλος, ο Δανός ελληνιστής Ζαν Πίο (Jean Pio), το 1879 εξέδωσε στην Κοπεγχάγη ανάλογη συλλογή, στηριζόμενος στις σημειώσεις του Hahn.

Η πιο γόνιμη περίοδος από άποψη καταγραφής και διάσωσης του λαϊκού παραμυθιού στην Ελλάδα θεωρείται η περίοδος των τελευταίων τριάντα χρόνων του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Βέβαια λίγα χρόνια πριν είχε εκδηλωθεί μια εκδοτική δραστηριότητα σε περιοδικά και βιβλία, τα οποία δημοσιεύουν λαογραφική ύλη κατά διαστήματα ή κατ’ αποκλειστικότητα, όπως για παράδειγμα η Πανδώρα και ο Ιλισσός. Στην ουσία το παραμύθι δεν τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον των επιστημόνων, το οποίο είχε εκδηλωθεί σαφώς νωρίτερα για τις άλλες μορφές λαϊκού βίου. Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι «από τη φύση του, λόγω της οικουμενικότητάς του, δεν προσφέρεται για την προβολή θεμάτων ελληνικότητας και ιστορικής συνέχειας, όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις». Θεωρείται σημαντική την εποχή αυτή η παρότρυνση του Ν. Πολίτη στους μαθητές του στην κατεύθυνση του ενδιαφέροντος για το λαϊκό παραμύθι.

Η συνδυασμένη προσπάθεια περιοδικών, συλλόγων και κράτους για τη διάσωση της τοπικής λαϊκής παράδοσης είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της Λαογραφικής Εταιρίας από τον Ν. Πολίτη το1908 και του Λαογραφικού Αρχείου το 1918. Τα δύο αυτά επιστημονικά κέντρα συγκεντρώνουν μεγάλο όγκο παραμυθιών. Σήμερα η λαογραφική έρευνα πραγματοποιείται συστηματικά κυρίως από το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (ΚΕΕΛ). Ιδιαίτερα σε περιοχές με λαογραφικό ενδιαφέρον, γίνονται ερευνητικές αποστολές από μέλη του ΚΕΕΛ και συγκεντρώνεται υλικό, το οποίο ταξινομείται, για να χρησιμοποιηθεί από τους μελετητές.

Τα εννοιολογικά στοιχεία του παραμυθιού

Το παραμύθι είναι μία φανταστική προφορική διήγηση, που συνήθως αποτελείται από πολλά και διαδοχικά επεισόδια, τα λεγόμενα μοτίβα (το μοτίβο είναι μικρότερη αφηγηματική πρόταση που το συγκρατεί). Διαφέρει από το μύθο, γιατί αυτός είναι μια αλληγορική διήγηση, που έχει στόχο την ηθική διδασκαλία. Διαφέρει και από την παράδοση καθώς αυτή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο, ή τόπο, και ο λαός την πιστεύει ως αληθινή. Το παραμύθι συγκινεί και ψυχαγωγεί όλους τους λαούς της γης από τα πανάρχαια χρόνια. Η υπόθεσή του δε δεσμεύεται από τόπο και χρόνο και τα πρόσωπά του είναι φανταστικά. Στα παραμύθια συναντάμε πλήθος από απίθανα και απίστευτα γεγονότα. Αυτά όμως που για το σημερινό άνθρωπο είναι φανταστικά, για τον πρωτόγονο αποτελούσαν τον αληθινό του κόσμο, όπως αυτός τον έβλεπε ή όπως τον εξηγούσε απλοϊκά. Όλος ο κόσμος του πρωτόγονου ανθρώπου, η θεωρία του για τη γέννηση του κόσμου, ο φόβος του για τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, η πίστη του στη μαγεία, στη δεισιδαιμονία και στις υπερφυσικές ικανότητες των μάγων, η στενή του σχέση με τα ζώα, τα οποία θεωρούσε συντρόφους, τα όνειρα που τον μετέφεραν σε άγνωστους τόπους με τρόπο ανεξήγητο, πέρασε μέσα στα παραμύθια.

Ο τεράστιος όγκος του παραμυθιακού υλικού έχει ταξινομηθεί σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη των Aarne–Thompson σε 2.430 παραμυθιακούς τύπους. Παραμυθιακός τύπος είναι η αφηγηματική βάση πάνω στην οποία δομούνται οι παραλλαγές ενός παραμυθιού και απορρέει από τον συνδυασμό μοτίβων . Όταν δύο ή περισσότεροι παραμυθιακοί τύποι συνδυάζονται μεταξύ τους, το φαινόμενο, καθώς και η νέα παραλλαγή που προκύπτει, ονομάζεται συμφυρμός. Με τη δημιουργία μονογραφιών και εθνικών καταλόγων πραγματοποιείται μία εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο παραμύθι. Συντάκτης του ελληνικού καταλόγου με δημοσιευμένες και αδημοσίευτες παραλλαγές των ελληνικών λαϊκών παραμυθιών, που καταγράφηκαν μέχρι τη δεκαετία του 1970, είναι ο Γ. Α. Μέγας.

Οι μύθοι των ζώων, τα μαγικά παραμύθια, οι ευτράπελες διηγήσεις και τα κλιμακωτά παραμύθια, αποτελούν τις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες εντάσσεται το σύνολο των τύπων του παραμυθιού. Εδώ χρειάζεται να διακρίνει κανείς μεταξύ λαϊκού και λόγιου παραμυθιού, καθώς οι δύο όροι συγχέονται συστηματικά, εφόσον οι δύο μορφές συνυπήρξαν και αλληλεπέδρασαν στην Ευρώπη από τα μέσα του 14ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. «Αυτό οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στη σταδιακή διαφοροποίηση του κοινού που αποδέχεται το παραμύθι. Ενώ το παραμύθι αποτέλεσε αρχικά είδος προφορικής ψυχαγωγίας για τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας, πέρασε στη συνέχεια στους αστικούς κύκλους, όπου επίσημος αποδέκτης του κατέληξε να είναι το παιδικό κοινό». Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στο λαϊκό παραμύθι (προϊόν της προφορικής παράδοσης) και στο λόγιο (προϊόν της γραπτής λογοτεχνίας) αφορούν κυρίως την παραγωγή, τη μεταβίβαση και τη λειτουργία του παραμυθιακού λόγου. Κύριοι σταθμοί αυτής της μακραίωνης ανταλλαγής θεωρούνται το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, οι Ευχάριστες Νύχτες του Straparola, o Γαργαντούας του Rabelais, το Πενταήμερο του Basile, τα Παραμύθια του Περρώ και η γενικότερη παραγωγή της αυλής του Λουδoβίκου XIV, και η μετάφραση του «Χίλιες και Μία Νύχτες» από τον Galland. Η διαμόρφωση του έντεχνου παραμυθιού ως νέου λογοτεχνικού είδους από τους von Arnim και Brentano, καθώς και η συλλογή των αδελφών Γκριμ, κλείνουν ουσιαστικά τη μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο. Έτσι, το παραμύθι πέρασε σιγά-σιγά από το συλλογικό στο ατομικό επίπεδο και από την αγροτική κοινότητα στην αστική κοινωνία, ενώ η παραγωγή και η διάδοσή του εξυπηρετούν πλέον και εμπορικούς στόχους.

Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του παραμυθιού

Ως είδος το παραμύθι ακολουθεί τρεις γενικές αρχές, προκειμένου να αναφερθεί στον χρόνο, στον τόπο και στα πρόσωπα, που αφορούν το περιεχόμενό του. Συγκεκριμένα:

  • Στο παραμύθι ο χρόνος είναι αόριστος.
  • Επίσης αόριστος είναι και ο τόπος της δράσης.
  • Η δράση εκτυλίσσεται σχεδόν εξολοκλήρου μέσα από την ανωνυμία των προσώπων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1908 ο δανός λαογράφος Άξελ Όλρικ (Axel Olrik) κατέληξε στην επισήμανση κάποιων αφηγηματικών αρχών για το παραμύθι, τους αποκαλούμενους επικούς νόμους:

  1. Ένα παραμύθι δεν ξεκινά με το σπουδαιότερο σημείο της δράσης και δεν τελειώνει απότομα. Προηγείται μια ήρεμη εισαγωγή, ενώ η ιστορία συνεχίζεται και μετά την κορύφωση, για να κλείσει τον κύκλο σε ένα σημείο ηρεμίας και σταθερότητας.
  2. Οι επαναλήψεις είναι συχνές, όχι μόνο για να δώσουν ένταση στην πλοκή, αλλά και για να προσδώσουν όγκο στην ιστορία.
  3. Την ίδια στιγμή, παρόντα στο ίδιο επεισόδιο βρίσκονται συνήθως μόνο δύο πρόσωπα.
  4. Οι αντίθετοι χαρακτήρες βρίσκονται αντιμέτωποι.
  5. Αν εμφανίζονται στον ίδιο ρόλο δύο πρόσωπα, πρόκειται για μικρούς και αδύνατους. Συχνά είναι δίδυμοι και όταν δυναμώσουν γίνονται συχνά ανταγωνιστές.
  6. Ο χειρότερος ή πλέον αδύναμος μιας ομάδας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλύτερος.
  7. Οι χαρακτηρισμοί είναι απλοί: αναφέρονται μόνο οι ιδιότητες που έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη ζωή των προσώπων εκτός πλοκής,
  8. Η πλοκή είναι απλή και λέγεται μία ιστορία τη φορά. Όταν εκτυλίσσονται παράλληλα δύο ή περισσότερα επεισόδια, τότε πρόκειται για λόγιο προϊόν.
  9. Όλα θίγονται με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Παρόμοια αντικείμενα περιγράφονται όσο γίνεται πιο όμοια. H ποικιλομορφία δεν επιχειρείται καν.

Στα υφολογικά-αισθητικά γνωρίσματα του παραμυθιού ανήκουν το περιεχόμενο, τα εκφραστικά μέσα και η λειτουργία του. Το περιεχόμενο των παραμυθιού είναι ενιαίο και μονοδιάστατο. Το φυσικό και το υπερφυσικό στοιχείο συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν. Ο ήλιος το φεγγάρι και τα αστέρια παίρνουν ανθρώπινη μορφή και το βελόνι, το μήλο, το νερό αποκτούν μαγικές ικανότητες. Οι παραμυθιακοί ήρωες παρουσιάζονται ως αβαθείς μορφές (έλλειψη υποκειμενικού βάθους), χωρίς εσωτερικό κόσμο, πάντα νέοι, χωρίς παρελθόν και μέλλον. «Ο συνδυασμός της έλλειψης υποκειμενικού βάθους και της μόνωσης των παραμυθιακών προσώπων έχει έμμεσο αφηγηματικό αποτέλεσμα στο αφηρημένο ύφος του παραμυθιού και τη συνολική απλότητα που το χαρακτηρίζει.

Εξαιτίας αυτής της απλότητας αμφισβητήθηκε η λογοτεχνική αξία του παραμυθιού και ο βαθμός της ωριμότητάς του ως πνευματική έκφραση. Από την αισθητική ανάλυση του παραμυθιού απουσιάζουν οι γλαφυρές περιγραφές και τα πολλά επίθετα. Στο παραμύθι χρησιμοποιούνται σκληρά υλικά όπως μέταλλο, διαμάντιγυαλί κ.ά. που όλα όμως είναι λαμπερά. Οι χρωματικές αποχρώσεις απουσιάζουν και το ύφος του παραμυθιού στηρίζεται στην υπερβολή και τα εκφραστικά μέσα του, που έχουν τελικό αποτέλεσμα τη σταθερότητα του ύφους και της δομής. Επιπλέον, το παραμύθι «ωθεί το ακροατήριο στην ονειροπόληση εξιδανικεύοντας την πραγματικότητα». Η παραμυθιακή αφήγηση αντλεί τα θέματά της από το κοινωνικό περιβάλλον.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά ισχύουν και για το ελληνικό παραμύθι, για το οποίο διακρίνονται επιπλέον χαρακτηριστικά που προσδίδονται από την εντοπιότητα τη γλώσσα, την παράδοση και τιςγεωγραφικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Έτσι, το πρώτο γνώρισμα τοπικότητας, που χαρακτηρίζει το ελληνικό παραμύθι, είναι η γλώσσα, είτε πρόκειται για την κοινή ελληνική, είτε για τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους. Το λεξιλόγιο διαφοροποιείται ανάλογα με την περιοχή, προδίδοντας ενίοτε τις επιδράσεις ξένων κατακτητών. Το δεύτερο γνώρισμα τοπικότητας του παραμυθιού είναι η ελληνική παράδοση, από την οποία αντλεί το ελληνικό παραμύθι τις αναπαραστάσεις του και τις αναφορές του στο φαντασιακό. Στην παράδοση αποτυπώνεται και η ιστορική πορεία του τόπου, τόσο με τη μεταβίβαση στοιχείων από γενιά σε γενιά επί αιώνες ολόκληρους, όσο και με την ανταλλαγή στοιχείων με τους λαούς που πέρασαν από το ελληνικό έδαφος. Επίσης, έχει καταδειχθεί από πολλούς λαογράφους η ομοιότητα μεταξύ ορισμένων αρχαίων ελληνικών και νεοελληνικών παραμυθιών. Το τρίτο γνώρισμα τοπικότητας είναι η προβολή του φυσικού περιβάλλοντος και του κλίματος στο παραμύθι, αλλά και του ίδιου του χαρακτήρα του ελληνικού λαού.

Το παραμύθι βασίζεται στην προφορική μεταβίβαση της παράδοσης από γενιά σε γενιά. Σημαντικός λοιπόν είναι ο ρόλος του αφηγητή, που ζωντανεύει τον κόσμο του παραμυθιού. Οι παραμυθάδες, στην πλειονότητά τους άνδρες, σύμφωνα με τις ανάγκες και το ταλέντο τους δίνουν μορφή σε ένα αφηγηματικό σχήμα. Έτσι αυτό που διαθέτουμε δεν είναι το αρχέτυπο ενός παραμυθιού αλλά πολυάριθμες εκδοχές του. Οι μετασχηματισμοί των παραμυθιών και η δημιουργία συγκεκριμένων αφηγηματικών τύπων οφείλονται στους αφηγητές. Το πολιτισμικό βάρος και η διάδοση ενός παραμυθιού εξαρτάται κάθε φορά από την αφηγηματική δύναμη ενός παραμυθά, αλλά και από τα γούστα, τις προτιμήσεις και τους παιδαγωγικούς ή άλλους στόχους του ακροατηρίου του μέσα σε μια τοπική κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία της αφήγησης και της διάδοσης ενός παραμυθιού υπόκειται στο συσχετισμό τριών παραγόντων: της προϋπάρχουσας παράδοσης, του εκάστοτε αφηγητή και της κοινότητας των ακροατών του.

Βιβλιογραφία

  • Δαμιανού Δ., 2002, «Λαϊκή Φιλολογία» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα II: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Γ΄, ΕΑΠ: Πάτρα
  • Καπλάνογλου Μ., 2002, Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα, μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή. Το παράδειγμα των αφηγητών από τα νησιά του Αιγαίου και από τις προσφυγικές κοινότητες των Μικρασιατών Ελλήνων, Πατάκης: Αθήνα
  • Παπακώστας, Γ., 1996, «Πρώτες προσπάθειες συγκέντρωσης παραμυθιών. Η περίπτωση του Νικολάου Πολίτη», στο Από το Παραμύθι στα Κόμικς, Οδυσσέας: Αθήνα
  • Παπαχριστοφόρου Μ., 2002, «Λαϊκή Φιλολογία» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα II: Οι Νεότεροι Χρόνοι, τ. Γ΄, ΕΑΠ: Πάτρα.
  • Radin P., 2006, Πρωτόγονη Θρησκεία, Ιάμβλιχος: Αθήνα

Πηγή : http://el.wikipedia.org

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2405

Πώς διαβάζουμε ή αφηγούμαστε παραμύθια στα παιδιά

Γράφει ο Δρ. Στέλιος Πελασγός (ιστορητής, παιδαγωγός, συγγραφέας και καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Αφήγησης και Τεχνών του Λόγου Κοζάνης).


Το παραμύθι και η ανάγνωσή του πρέπει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού μας προγράμματος με το παιδί. Τα παραμύθια παραδοσιακά ξεκινούν με το υποσχόμενο «Μια φορά και έναν καιρό» και τελειώνουν με το αισιόδοξο «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ανάμεσα στα δυο υπάρχει ένα πλήθος από νοήματα, μηνύματα και οφέλη για τον μικρό αναγνώστη.

Για την αφήγηση μιας ιστορίας στο παιδί έχουμε τις εξής εναλλακτικές επιλογές: την προφορική αφήγηση ή την μεγαλόφωνη ανάγνωση.
– Προφορική αφήγηση είναι η διήγηση παραδοσιακής, λόγιας ή αυτοσχεδιαστικής ιστορίας χωρίς την παρουσία βιβλίου ή άλλου βοηθήματος.
– Μεγαλόφωνη ανάγνωση είναι η ανάγνωση του βιβλίου, έτσι ώστε να ακούγεται, με δυνατή φωνή.

Η τέχνη της αφήγησης
Μια αφήγηση γίνεται ιδιαίτερη με την αγάπη και την τρυφερότητα του αφηγητή. Ακόμα και στην περίπτωση που το παραμύθι μπορεί να είναι λίγο τρομακτικό και να προκαλεί φόβο στο παιδί, με την αγάπη και την τρυφερότητα όλα θα ξεπεραστούν και θα «ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
Πώς διαβάζουμε ή αφηγούμαστε παραμύθια στα παιδιά
– Zούμε τη χαρά, τον φόβο, την ανασφάλεια και τον ενθουσιασμό κάθε ήρωα, καλού ή κακού.  Με την ταύτιση αυτή, τα ίδια συναισθήματα θα μεταδίδονται και στον ακροατή.
– Δεν χρειάζεται ούτε να κραυγάζουμε, ούτε να φοράμε περίεργα καπέλα. Οι τεχνικές είναι για όσους δεν έχουν σχέση με το κοινό τους.
– Δεν διαβάζουμε το παραμύθι για πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή. Το έχουμε διαβάσει μόνοι μας προτού ξεκινήσουμε την αφήγηση.
– Στην περίπτωση που χρειαστεί να διαβάσουμε ένα παραμύθι από βιβλίο, φροντίζουμε έτσι ώστε η γλώσσα και τα νοήματα του να είναι πλούσια και όχι «παιδικά» και απλοποιημένα.
– Διαλέγουμε ειδικό χρόνο και τόπο. Μια γωνιά απόλυτα ήσυχη και μισοσκότεινη. Μια στιγμή της ημέρας ήρεμη. Καθιερώνουμε τον τόπο και τον χρόνο της αφήγησης ή της ανάγνωσης. Μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά λατρεύουν την επανάληψη.
– Μετά την αφήγηση, σιωπούμε. Μόνο στη σιωπή μπορεί να δράσει το ίδιο το παραμύθι και τα σύμβολά του, η ενίσχυση της σχέσης γονιού-παιδιού, η τρυφερότητα της αφήγησης. Κάθε άλλη ενέργεια μετατρέπει τον γονιό σε δάσκαλο και το παιδί σε μαθητή, κλονίζει τη σχέση τρυφερότητας και την εμπιστοσύνη του παιδιού και διαφθείρει τη σχέση με το κυνήγι του χρήσιμου και του αποδοτικού.
Η ώρα του παραμυθιού
Το παραμύθι και η ανάγνωσή του πρέπει να είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού μας προγράμματος με το παιδί. Πρέπει να υπάρχει η ώρα του παραμυθιού. Η ώρα αυτή είναι η ώρα που μετατρέπεται σε σύμβολο κάθε καλό και κακό συμβάν της μέρας, η ώρα της αναπόλησης, της ψύχραιμης αναφοράς.

Υπάρχουν κατάλληλες ώρες για την ανάγνωση ενός παραμυθιού;
Δεν υπάρχουν κατάλληλες ώρες για την ανάγνωση του παραμυθιού. Συνήθως οι πιο κατάλληλες ώρες είναι οι απογευματινές ή οι βραδινές πριν τον ύπνο. Πριν τον ύπνο όμως, δεν μπορούμε να πούμε πολύ τρομακτικά παραμύθια (χρειάζονται οπωσδήποτε και αυτά, αλλά άλλη ώρα).
Πώς επιλέγουμε παραμύθια;
Δεν επιλέγουμε ποτέ ένα παραμύθι επειδή αρέσει σε εμάς, επειδή διαφημίζεται στην τηλεόραση ή έχει γίνει της μόδας. Η επιλογή πρέπει να γίνει από κοινού με το παιδί μας. Έτσι, όχι μόνο θα ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα, αλλά και θα καλλιεργηθεί η μεταξύ μας σχέση.

Υπάρχουν ακατάλληλα παραμύθια ή παιδικά βιβλία;

Ακατάλληλα μπορεί να θεωρηθούν τα παραμύθια ή τα βιβλία που δεν έχουν αίσιο τέλος. Παραμύθια που το τέλος τους δεν είναι «ευτυχισμένο», είναι ακατάλληλα για παιδιά κάτω των δώδεκα ετών. Βιβλία εμπορικά που χρησιμοποιούν την γλώσσα της τηλεόρασης και βιβλία που βαραίνουν τα παιδιά με γνώση χωρίς να τους προσφέρουν στην ουσία τίποτα, θεωρούνται επίσης ακατάλληλα.
Αρκετές φορές οι ηλικίες που αναγράφονται στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες για την επιλογή μας. Το καλύτερο μέρος για να αποκτήσουμε κριτήρια επιλογής είναι οι δημόσιες παιδικές βιβλιοθήκες. Από τις βιβλιοθήκες μπορούμε να μάθουμε να επιλέγουμε όταν θα πάμε στο βιβλιοπωλείο.
Ποια είναι τα οφέλη του παραμυθιού;
– Διασκέδαση: Το παιδί μαθαίνει από μικρό πώς μπορεί μέσα από την όμορφη και ευφάνταστη χρήση του λόγου να λαμβάνει απόλαυση και να διασκεδάζει.
– Άγχη και φοβίες: Μέσα από την πλοκή του παραμυθιού και συνήθως την μάχη μεταξύ καλού και κακού, το παιδί διαβεβαιώνεται πως ακόμα και οι πιο μικροί και ασήμαντοι μπορούν με βοήθεια και σωστή δράση να αντιμετωπίσουν ακόμα και τους…δράκους.
– Οδηγός ψυχικής ολοκλήρωσης: Ο ήρωας ή η ηρωίδα μέσα από περιπέτειες ή και σφάλματα, ακολουθούν τα απαραίτητα στάδια για την ψυχική ολοκλήρωση. Μέσω αυτών, οδηγείται και το παιδί με τη σειρά του στην ψυχική του ολοκλήρωση.
– Φαντασία: Το παραμύθι με τις λίγες λέξεις του και τα σύμβολα του χωρίς πολλές εικόνες και ήχους αναπτύσσουν την μυθοπλαστική και εικονοπλαστική ικανότητα των παιδιών.
– Σχέση γονέα–παιδιού: Μέσα από τα σύμβολα του παραμυθιού λέγονται πράγματα που το παιδί θα δίσταζε πιθανόν να εκφράσει. Αποδεικνύεται πως ο γονιός μπορεί να αποδεχτεί και να κατανοήσει κάθε φόβο ή ενθουσιασμό του παιδιού του.
Αξίες: Το παιδί αρχίζει να αναπτύσσει την εμπιστοσύνη του στις ηθικές και τις κοινωνικές αξίες.

Ευχαριστούμε για την συνεργασία του το Εργαστήρι Μαιρηβή

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2403

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση