Κατηγορία: Ν.Ε Λογοτεχνία Γ’ Λυκείου

“Ο Κρητικός” , Δ. Σολωμός

Δ. Σολωμός ,«Ο Κρητικός»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα το 1857. Σπούδασε νομική στην Ιταλία, και τα πρώτα ποιήματά του τα έγραψε στα ιταλικά. Όταν άρχισε να γράφει στα ελληνικά χρησιμοποιούσε μόνο τη δημοτική. Στα ποιήματά του κυριαρχεί η μελωδικότητα, η ανδρεία κι ο πατριωτισμός.

Ανάλυση του ποιήματος

  • Ενότητα 1η : απόσπασμα 1 [18.]

Η στροφή αυτή λειτουργεί σαν εισαγωγή. Ένας τραυματισμένος πρόσφυγας Κρητικός, μετά την τουρκική σφαγή ναυαγεί σε μια καταιγίδα. Καθώς έχει χάσει την αγαπημένη του, την αναζητεί παρακαλώντας να πέφτουν κεραυνοί για να φωτίζεται η περιοχή. Ο διάλογος με τα στοιχεία της φύσης θυμίζει δημοτικό τραγούδι, που η φύση συμμετέχει στη χαρά ή στον πόνο του ανθρώπου. Κάποια στιγμη τη διακρίνει, αλλά τη χάνει πάλι. Ταυτόχρονα στο βάθος βλέπει κι ένα ακρογιάλι. Η φύση στους στίχους αυτούς περιγράφεται απέραντη. Την απεραντοσύνη την αποδίδουν οι πληθυντικοί αριθμοί (πέλαγα, ακρογιαλιές, βουνά).

  • Ενότητα 2η : απόσπασμα 2 [19.]

Ο Κρητικός επιθυμεί να διηγηθεί όσα του έχουν συμβεί. Τα γεγονότα όμως είναι τόσο απίστευτα, ώστε ορκίζεται ποικιλοτρόπως για την αλήθεια των λόγων του. Δίνει όρκο στα χτυπήματά του, στο όνομα των συντρόφων του που έπεσαν πολεμώντας και σε κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο που δε ζει πια. Με κριτήριο το ότι ο Κρητικός αφηγείται αυτά που ήδη έχουν συντελεστεί, υποθέτουμε ότι το πρόσωπο αυτό είναι η αγαπημένη του που δεν επέζησε μετά την τρικυμία.

Έπειτα, σε κατάσταση έκστασης, ζητά να «λαλήσει» η Σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας. Τότε, ανοίγει διάλογο με κάποιους αναστημένους νεκρούς, οι οποίοι τον πληροφορούν πως η αγαπημένη του είναι στον παράδεισο και τραγουδά αναστάσιμα τραγούδια, έτοιμη να ζήσει ξανά, να αναστηθεί. Στο σημείο αυτό ο Κρητικός βιώνει τη μεταφυσική διάσταση της περιπέτειάς του.

  • Ενότητα 3η : απόσπασμα 3 [20.]

Ξαφνικά η θύελλα κοπάζει κι ο Κρητικός βρίσκεται μπροστά σε ένα θεσπέσιο όραμα. Βλέπει μια «φεγγαροντυμένη» γυναίκα με θεϊκό παρουσιαστικό και εκπληκτική ομορφιά. Η παρουσία του φεγγαριού είναι ιδιαίτερα έντονη σε αυτήν την ενότητα, ως σύμβολο αισιοδοξίας κι ευτυχίας.

  • Ενότητα 4η : απόσπασμα 4 [21.]

Τα αστέρια αναγαλλιάζουν καθώς τα κοιτάζει η «φεγγαροντυμένη», κι αυτή περπατά με το ψηλό ανάστημά της πάνω στα νερά χωρίς να τα ταράζει. Η εικόνα που περιγράφεται εδώ είναι ιδιαίτερα υποβλητική. Η «φεγγαροντυμένη» προσπαθεί με καλοσύνη να παρηγορήσει τον Κρητικό, ενώ αυτός προσπαθεί να θυμηθεί που την έχει ξανασυναντήσει, ή να καταλάβει αν ήταν απλώς μια υποσυνείδητη μνήμη για την οποία κάποτε δεν είχε δώσει σημασία. Ξαφνικά χάνεται η οπτασία κι αρχίζει μια εσωτερική περιπέτεια. Αναλογίζεται με πόνο τα δεινοπαθήματα της οικογένειάς του, και παρηγορείται μόνο με τη σκέψη ότι φεύγοντας κατάφερε να πάρει λίγο χώμα από την πατρίδα του. Έπειτα, επικαλείται τη «φεγγαροντυμένη»  ελπίζοντας να τον βοηθήσει να βρει την αγαπημένη του, η οποία ίσως να είναι ακόμα ζωντανή.

  • Ενότητα 5η : απόσπασμα 5 [22.]

Ο Κρητικός νιώθει να μην έχει πια δύναμη να πολεμήσει για την πατρίδα και συλλογίζεται ότι δεν θα του είναι χαρά ο πόλεμος στο μέλλον. Η θύελλα ξαναρχίζει και η αγαπημένη του κινδυνεύει, κι αυτός σε έκσταση ακουμπά το χέρι του στην επιφάνεια του νερού για να γαληνέψει η θάλασσα. Ύστερα, με τεντωμένο χέρι και με πρωτοφανή δύναμη σκίζει τη θάλασσα και προσπαθεί να φέρει την αγαπημένη του στο ακρογιάλι, ακούγωντας ένα μαγευτικό ήχο. Ο Κρητικός νιώθει την επιθυμία να ακολουθήσει τον ήχο αυτό ξεχνώντας ακόμα και την αγαπημένη του. Ωστόσο, κάποια στιγμή αποδεσμεύεται από τον ήχο αυτό και φτάνει στο ακρογιάλι μαζί με την αγαπημένη του, όπου ανακαλύπτει ότι είναι νεκρή.

  • Γενικές παρατηρήσεις

Το ποίημα του Σολωμού «Ο Κρητικός» είναι ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της νεοελληνικής γραμματείας. Στο αφηγηματικό στοιχείο, εκτός από την προσδοκία συνάντησης του Κρητικού με την νεκρή αγαπημένη του, υποκρύπτεται και η αλληγορική παράσταση των ελληνικών απελευθερωτικών αγώνων. Ένα δεύτερο στοιχείο που αξίζει επίσης να προσεχθεί είναι το ότι η αναζήτηση της αγαπημένης διαμεσολαβείται από την οπτασία του Κρητικού. Αυτό καταδεικνύει ότι για τον ποιητή ο πνευματικός κι ο φυσικός κόσμος είναι στενά συνδεδεμένοι. Έτσι, η αγνή αγαπημένη του Κρητικού και η αρχετυπική κι απόκοσμη «φεγγαροντυμένη», με την οποία προοικονομείται ο θάνατος της κοπέλας, ουσιαστικά ταυτίζονται.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

Ενότητα 1η

1) «Ο Κρητικός» είναι ποίημα αφηγηματικό και λυρικό. Στην ενότητα αυτή να επισημάνετε:

Α) Τον τρόπο που αρχίζει η αφήγηση

Β) Τα πρόσωπα

Γ) Τον τόπο που βρίσκονται

Δ) Τη σκηνοθετική εικονοπλασία

Απάντηση: Α) «Ο Κρητικός» αρχίζει μρ την περιγραφή μιας δραματικής σκηνής ναυαγίου, η οποία παίρνει τη θέση προλόγου. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η ενότητα αυτή δίνει στο ποίημα επικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβάνοντας παράλληλα πολλά λυρικά στοιχεία.

Β) Τα πρόσωπα του ποιήματος είναι δύο, ο Κρητικός αφηγητής και η «κορασιά», η αρραβωνιαστικιά του. Η «κορασιά» είναι βουβό πρόσωπο, χωρίς δράση. Γ) Τόπος της ενότητας είναι η ανοιχτή θάλασσα, σε ώρα καταιγίδας, και μακριά από κάποιο ακριγιάλι. Δ) Η σκηνοθετική εικονοπλασία περιλαμβάνει εικόνες από τη μανία της φύσης στη μέση του πελάγους κι ένα ακρογιάλι στο βάθος του ορίζοντα που διακρίνεται αμυδρά. Ο ήρωα κολυμπά με απόγνωση προσπαθώντας να σωθεί και να σώσει την αγαπημένη του.

Ενότητα 2η

1) Η ενότητα αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο ο αφηγητής προσπαθεί να πείσει τους υποθετικούς ακροατές για την αλήθεια των λεγομένων του. Γιατι; Με ποιον τρόπο προσπαθεί; Τι επικαλείται;

Απάντηση: Ο αφηγητής προσπαθεί να πείσει τους υποθετικούς ακροατές για την αλήθεια των λεγομένων του, γιατί θεωρεί εκ των προτέρων ότι αυτά που έχει να αφηγηθεί υπερβαίνουν το σύνηθες μέτρο κι ότι δε θα γίνουν πιστευτά. Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη θεωρεί υποχρέωσή του να ορκιστεί, πρώτα στις λαβωματιές του από τον πόλεμο, ύστερα στο όνομα των Κρητικών συντρόφων του και τέλος σε ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο που ο θάνατός του του στοίχησε πολύ.

2) Στο δεύτερο μέρος, που είναι σε παρένθεση, η λυρική αφήγηση ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικό. Γιατί; Με ποιους διαλέγεται ο αφηγητής-ήρωας; Τι τους ρωτά και τι του απαντούν; Η απάντησή τους τι είδους γνωρίσματα της κόρης αναδεικνύει; Ποια στοιχεία φανερώνουν τα αισθήματά της προς τον ήρωα;

Απάντηση: Στο δεύτερο μέρος, που είναι σε παρένθεση, η λυρική αφήγηση ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικό εξαιτίας της μεγάλης αγωνίας του αφηγητή. Ο αφηγητής, μπροστά στη μανία της φύσης, που μοιάζει με θεϊκή οργή, αλλά και ουσιαστικά προοικονομώντας τον πνιγμό της αγαπημένης του, βιώνει μια μεταφυσική διάσταση της περιπέτειάς του, διαλεγόμενος με νεκρούς που αναστήθηκαν. Τους ρωτά αν είδαν την αγαπημένη του, και του απαντούν ότι την είδαν στον ουρανό, με παρθενική όψη, να ψάλλει αναστάσιμους ύμνους και να ανυπομονεί να αναστηθεί. Η απάντησή τους αναδεικνύει την ομορφιά και την καλοσύνη, την αγνότητα και τα αισθήματα της κοπέλας απέναντι στον Κρητικό. Στοιχεία που φανερώνουν τα αισθήματά της προς τον ήρωα είναι τα τραγούδια της και η επιθυμία της να αναστηθεί για να τον ξανασυναντήσει, σύμφωνα με την παράδοση της ορθόδοξης πίστης.

Ενότητα 3η

1) Εδώ η αφήγηση επανέρχεται στην αρχική σκηνή. Να συζητήσετε:

Α) Τη μεταστροφή των φυσικών συνθηκών και τις εκφράσεις που την αποδίδουν,

Β) Τον όρο «κρυφό μυστήριο» σε σχέση με ό,τι πρόκεοται να ακολουθήσει,

Γ) Το όραμα της φεγγαροντυμένης σε σχέση με τις πιθανές ερμηνείες του.

Απάντηση: Α) Στην 3η ενότητα οι φυσικές συνθήκες μεταστρέφονται προς το καλύτερο. Αυτή η μεταστροφή διατυπώνεται με την εικόνα της θάλασσας που ησύχασε και ευωδίασε. Κάποια μυστηριακή δύναμη ανάγκασε τη φύση να ηρεμήσει και να ομορφύνει. Β) Με τον όρο «κρυφό μυστήριο» προοικονομείται η μεταφορά σε έναν υπερκόσμιο χώρο, σε ένα μεταφυσικό πεδίο. Υπογραμμίζεται το ανεξήγητο όσων θα ακολουθήσουν. Γ) Η «φεγγαροντυμένη» μπορεί να ερμηνευτεί ως αποκύημα της φαντασίας του Κρητικού, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, βιώνοντας παράλληλα το θάνατο της αγαπημένης του. Η «φεγγαροντυμένη» μπορεί να προοικονομεί το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς, καθώς συχνάοι άνθρωποι στα πρόθυρα του θανάτου έχουν οραματικές δυνατότητες. Από μια άλλα πλευρά η «φεγγαροντυμένη» μπορεί να ταυτιστεί με την ήδη πνιγμένη κοπέλα, που εμφανίζεται ως υπερκόσμια εικόνα στα μάτια του Κρητικού.

Ενότητα 4η

1) Η ενότητα καλύπτεται με το όραμα της φεγγαροντυμένης. Να παρακολουθήσετε:

Α) Την περιγραφή και την κίνηση της οπτασίας

Β) Τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα

Γ) Τη «φωνή» του ήρωα σε σχέση με τα περασμένα γεγονότα στην Κρήτη

Δ) Την επίκληση του ήρωα

Απάντηση: Α) Η φεγγαροντυμένη κοιτάζει τα αστέρια κι εκείνα τη λούζουν με φως. Κατόπι, προχωρά πάνω στη θάλασσα και ανοίγει την αγκαλιά της με ταπεινοφροσύνη για να υποδηλώσει την ομορφιά και την καλοσύνη της. Β) Ο ήρωας κοιτάζει έκπληκτος και με δέος τη φεγγαροντυμένη κι έχει την αίσθηση ότι τη γνώριζε από καιρό. Ύστερα από τις υποθέσεις που κάνει για τη φεγγαροντυμένη κάνει μερικές φιλοσοφικές σκέψεις για την άβυσσο της ανθρώπινης ψηχής, στην οποία μόνο οι θεοί μπορούν να μπούν. Γ) Αναλογιζόμενος το παρελθόν στην Κρήτη, ο ήρωας φέρνει στη σκέψη του την αρπαγή των αδελφών του από τους Τούρκους, την ατίμωση και σφαγή της αδερφής του, το κάψιμο του πατέρα του και το ρίξιμο της μάνας του σε ένα πηγάδι. Αυτές οιν τραυματικές εμπειρίες θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή της εκμυστήρευσής τους προς τη φεγγαροντυμένη αποκτούν ιδιαίτερο βάρος. Δ) Ο ήρωας επικαλείται τη βοήθεια του θεού και παρακαλεί να διασωθεί η αγαπημένη του, γιατί είναι η μόνη που του έχει απομείνει. Την παρομοιάζει με τρυφερό κλωνάρι, από το οποίο κρατιέται καθώς αιωρείται στην κορυφή ενός γκρεμού.

Ενότητα 5η

1) Το όραμα εξαφανίζεται. Να παρακολουθήσετε:

Α) Τη μετάβαση στο παρόν της αφήγησης. Ποια είναι η κατάσταση του ήρωα «τώρα»;

Β) Τις άλλες χρονικές μετατοπίσεις- αναδρομές. Ποιες πρόσθετες πληροφορίες δίνουν για το παρελθόν του αφηγητή;

Γ) Την επάνοδο στη σκηνή του ναυαγίου και τη μουσική πρόκληση της φύσης (γλυκύτατος ήχος). Με ποιο τρόπο προσπαθεί να προσδιορίσει την υφή του ήχου ο αφηγητής και που καταλήγει;

Δ) Το δραματικό τέλος. Πως συνδέεται με την αρχή του ποιήματος;

Απάντηση: Α) Στην τελευταία ενότητα του ποιήματος το όραμα εξαφανίζεται και προβάλλει αμέιλικτη η πραγματικότητα. Στην ψυχή του Κρητικού συντελείται μια μεταστροφή, καθώς από εκείνη τη στιγμή νιώθει ανήπορος να πολεμήσει τον αντίπαλο. Ο Κρητικός σκέφτεται το δυσοίωνο μέλλον του, ότι πιθανώς στο μέλλον θα γίνει ένας φτωχός ζητιάνος σε ξένα μέρη, με μοναδική παρηγοριά την ανάμνηση της αγαπημένης.

Β) Ο Κρητικός διασχίζει με περίεργο τρόπο τη θάλασσα, με δύναμη πρωτόγνωρη, μαγαλύτερη κι από αυτή της πρώτης νεότητά του που πολεμούσε με τους Τούρκους. Από τους στίχους αυτούς λαμβάνουμε τις πρόσθετες πληροφορίες ότι ο άνθρωπος αυτός πολέμησε στο παρελθόν τους Τουρκοαιγύπτιους.

Γ) Καθώς ο Κρητικός κολυμπά νιώθει να τον συνοδεύει ένας απόκοσμος και μαγευτικός ήχος που τον έκανε νωθρό. Προσπαθώντας να προσδιορίσει την υφή αυτού του ήχου, τον συγκρίνει με τραγούδι ερωτευμένου κοριτσιού στο δάσος, με λάλημα αηδονιού και με ήχο από σουραύλι βοσκών. Ύστερα από τις συγκρίσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος στη γη σαν εκείνο.

Δ) Το δραματικό τέλος συνδέεται με την αρχή του ποιήματος με άξονα την ακρογιαλιά και την προσπάθεια του Κρητικού να οδηγήσει εκεί την αγαπημένη του. Η αρχική ελπίδα εξανεμίζεται στο τέλος του ποιήματος με τη διαπίστωση του θανάτου της κοπέλας, κι ενώ είχε ήδη καταφέρει να τη βγάλει στη στεριά.

Γενικές ερωτήσεις

1) Να εντοπίσετε τους χρόνους, τα διάφορα χρονικά επίπεδα της αφήγησης, τις αναδρομές και τις προλήψεις.

Απάντηση: Οι χρόνοι στο ποίημα είναι τρεις, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η χρονική πορεία του ποιήματος και τα διάφορα χρονικά επίπεδά του δεν είναι ευθύγραμμα, αλλά παρουσιάζουν αναδρομές, περεμβολές και πρωθύστερα. Κατ’ αυτήν την έννοια, από το παρόν του ναυαγιου μεταφερόμαστε στο παρελθόν των κρητικών απελευθερωτικών αγώνων κι από εκεί στο μέλλον του Κρητικού ύστερα από την απώλεια της αγαπημένης του. Ενδιαμέσως, η τεθλασμένη αυτή χρονική πορεία παρουσιάζει κι άλλες μικρότερες χρονικές μετατοπίσεις, παρεμβολές ή αναδρομές. Τέλος, ένα τέταρτο χρονικό επίπεδο, εντελώς ξεχωριστό, υπάρχει στο παρένθετο τμήμα της δεύτερης ενότητας, καθώς αυτοί οι στίχοι παραπέμπουν στον άδηλο χρόνο της έσχατης κρίσης των χριστιανών.

2) Να εντοπίσετε στο ποίημα ήχους, φωτισμούς- χρώματα κι ανθρώπινες φωνές- ομιλίες.

Απάντηση: α) Ήχοι: Ήχοι από αστροπελέκια, από τη Σάλπιγγα, από την τρικυμία της θάλασσας κι από τον ήχο της καρδιάς του Κρητικού. Ξεχωριστή θέση στο ποίημα έχει ο «γλυκύτατος ήχος», που συγκρίνεται με μια σειρά άλλων ήχων (τραγούδι κόρης, λάλημα αηδονιού, σουραύλι). β) Φωτισμοί- χρώματα: Φωτισμοί από τα αστροπελέκια, το μαύρο χρώμα της νύχτας, οι κόκκινες ανταύγειες από το κάψιμο του κόσμου, το φως των αστεριών και του φεγγαριού, το μαύρο χρώμα των ματιών και το χρυσό χρώμα των μαλλιών της φεγγαροντυμένης, το λαμπύρισμα της φύσης, το φως του ήλιου και η μαύρη πέτρα της πατρίδας. γ) Ανθρώπινες φωνές- ομιλίες: Η συνεχής ομιλία του ήρωα αφηγητή, η συνομιλία του με τους κεραυνούς και τους νεκρούς, τα τραγούδια και οι ψαλμωδλιες της αρραωωνιαστικιάς και οι διάφορες επικλήσεις του Κρητικού.

3) Να παρακολουθήσετε τη δράση της φύσης σε σχέση με τον αγώνα του ήρωα.

Απάντηση: Η φύση, και ειδικότερα η θάλασσα, είναι στην αρχή άγρια κι επιθετική απέναντι στο ναυαγό Κρητικό, αλλά ησυχάζει μυστηριωδώς λίγο πρίν από την εμφάνιση της «φεγγαροντυμένης». Ακολούθως, όλη η φύση αλλάζει και ομορφαίνει. Στη συνέχεια, ξαναγίνεται εχθρική. Αυτές οι διακυμένσεις της φύσης αντιστοιχίζονται με τις ψυχικές διαθέσεις του Κρητικού. Όταν υπερισχύει η θέληση ή η μεταφυσική διάθεση του ήρωα, τότε και η φύση φαίνεται υποταγμένη.

4) Να εντοπίσετε τα βασικά σχήματα λόγου στο ποίημα και να συζητήσετε το ρόλο και τη λειτουργία τους.

Απάντηση: Τα βασικά σχήματα λόγου που χρησιμοποιούνται στο ποίημα είναι οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις. Ο κυριότερος λόγος ύπαρξης των σχημάτων λόγου είναι η δημιουργία της «ποιητικής έκπληξης». Με τα σχήματα λόγου η πραγματικότητα παίρνει «ποιητική μορφή» και το ποίημα δημιουργεί ποιητική συγκίνηση.

5) Να σημειώσετε στίχους και θέματα που βρίσκονται και σε άλλα ποιήματα του Σολωμού.

Απάντηση: Η Σάλπιγγα συναντάται είσης στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» και η φεγγαροντυμένη ως ιδέα, ως όραμα, συναντάται και στον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Τον στίχο «Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι» τον βίσκουμε σχεδόν πανομοιότυπο και στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», όπως και το θόλωμα του νερού μέχρι την ώρα του δειλινού.

6) Να επισημάνετε στο ποίημα τις κύριες γραμματολογικές επιρροές του ποιητή.

Απάντηση: Οι γραμματολογικές επιρροές του ποιήματος «Ο Κρητικός» πηγάζουν κατά κύριο λόγο από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, από τα ομηρικά έπη, το δημοτικό τραγούδι, τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και την  ευρωπαϊκή αναγεννησιακή λογοτεχνία.

7) Αν η θρησκεία, η πατρίδα, η φύση και η γυναίκα (στην ιδανική μορφή τους) είναι τα κύρια θέματα της Επτανησιακής Σχολής, να βρείτε στον Κρητικό στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι αποτελεί χαρακτηριστικό ποίημα της Επτανησιακής Σχολής.

Απάντηση: α) Για τη θρησκεία: Το ποίημα «Ο Κρητικός» παρουσιάζει άφθονα θρησκευτικά στοιχεία, και μαλιστα μεταφυσικού χαρακτήρα, που τα περισσότερα από αυτά περιστρέφονται γύρω από την ανάσταση των νεκρών και από το μυστήριο της Δευτέρας Παρουσίας. Η επίκληση στο θεό είναι επίσης ένα από τα βασικά θρησκευτικά μοτίβα του ποιήματος. β) Για την πατρίδα: Σ’ αυτό το ποίημα συναντάμε εκτεταμένες και πολύμορφες αναφορές στην απελευθερωτική δραστηριότητα του Κρητικού και στα δεινά που υπέστη η οικογένειά του από τους Τούρκους. Η φιλοπατρία και η ανδρεία, συνδυασμένες μρ την οδύνη για τη σκλαβιά, αποτυπώνονται με τον καλύτερο τρόπο. γ) Για τη φύση: Η φύση παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στον Κρητικό. Τοπία, δέντρα, άνθη, καιρικές συνθήκες, είναι συστατικά στοιχεία της αφήγησης και συγχρόνως σύμβολα και αντανακλάσεις των ψυχικών διαθέσεων του ήρωα και της θείας επενέργειας. δ) Για τη γυναίκα: Η μέχρι το θάνατο αγάπη για την αρραβωνιαστικιά σηματοδοτεί τον ιερό σύνδεσμο ανδρός και γυναικός. Η γυναίκα στο ποίημα είναι ένα σύμβολο αιώνιας αγάπης και πίστης. Πανέμορφη, σχεδόν πλάσμα της φαντασίας, περισσότερο όνειρο και λιγότερο πλάσμα με σάρκα και οστά, ακόμα και νεκρή, ορίζει ουσιαστικά την τύχη του ήρωα.


Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2186

Γ.Ιωάννου : Η σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από τα μάτια του

ΓIΩPΓOΣ ANAΣTAΣIAΔHΣ
Kαθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

«Πρέπει να ζούμε και να ξαναζούμε την ιστορία μας (…). Η πόλη αυτή -η Θεσσαλονίκη- που είναι και κάτι άλλο από την Αθήνα, και εκφράζει μια άλλη περιοχή και έχει άλλη ζωή, άλλη ιστορία, άλλο πνεύμα που απορρέει από διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες – πρέπει να γίνει περισσότερο σεβαστή από τους πνευματικούς ανθρώπους της, οι οποίοι μαζί με την υψηλή τέχνη τους, καλό είναι να διασώζουν πότε-πότε και μερικά δείγματα του παλμού της (…) Σιγά σιγά επιβάλλεται να αγγίξουμε τις πληγές μας. Να τα πούμε όλα και να τα πούμε τώρα και να μην αφήσουμε τίποτε…»

(Γ. Ιωάννου)

Η ANAΓNΩΣH των κειμένων του Γιώργου Ιωάννου (Γ. Ι.) και όχι μόνο των πεζογραφημάτων του αλλά και των συνεντεύξεων του σε περιοδικά και εφημερίδες νομίζω ότι μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλά χρήσιμη και ερεθιστική για τον ερευνητή της σύγχρονης ιστορίας (και ιδίως της «μικρο-ιστορίας») της Θεσσαλονίκης: Τα κείμενα αυτά θέτουν επί τάπητος, ως μεθοδολογικό προαπαιτούμενο, το αίτημα μιας επαναπροσέγγισης των σχέσεων ιστοριογραφίας και λογοτεχνίας.

Ασφαλώς το λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρωτογενές ιστορικό υλικό. Μπορεί όμως θαυμάσια να αξιοποιηθεί για να αντλήσουμε στοιχεία για την ατμόσφαιρα και το χρώμα της εποχής και το συγκεκριμένο βλέμμα των ανθρώπων που τη βιώνουν. Δεν θα μας «πει» π.χ. το πεζογράφημα του Γ. Ι. πότε ακριβώς και από ποιους και με ποιο σκοπό έγινε μια συγκέντρωση το 1944 στην πλατεία Αγ. Σοφίας. Θα μας δώσει όμως υλικό για να αναπλάσουμε το «κλίμα» της, τον «ήχο» και τον «απόηχό» της. Μέσα από τα κείμενα που παρέχουν το έναυσμα για μια νέα προσέγγιση, από την σκοπιά της Τοπικής Ιστορίας, στο έργο των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης: του Γ. Βαφόπουλου, του Ν. Γ. Πεντζίκη, του Β. Βασιλικού, του Τ. Καζαντζή, του Ντ. Χριστιανόπουλου, του Ν. Μπακόλα κ.ά., αναδεικνύεται μια διαφορετική θεώρηση του παρελθόντος. Μια οπτική που το ενδιαφέρον της δεν εστιάζεται στο πολιτικό προσκήνιο και στα «έργα και τις ημέρες» των «επιφανών» της εξουσίας, αλλά στο πνεύμα και στις ουσιώδεις «λεπτομέρειες» της καθημερινής ζωής των «αφανών». Εντοπίζεται δηλ. σε περιοχές του ιστορικού βίου ζωτικές και εν τούτοις αρκετά παραμελημένες από την επίσημη ιστοριογραφία: Στις συνοικίες, στις γειτονιές, στους δρόμους, σ’ όλους τους τόπους που χρωματισμένοι με την «ιστορική βαφή» που τους κάνει να ταξιδεύουν στον χρόνο σχηματίζουν μια «άλλη» πόλη και δεν λειτουργούν ως διάκοσμος, ως ντεκόρ, αλλά ως ζωντανοί οργανισμοί που μετέχουν στο ιστορικό γίγνεσθαι, ο καθένας με το δικό του στίγμα και τη δική του «γλώσσα».

Τέλος, ο συνήθως πληκτικός και άνυδρος ιστοριογραφικός λόγος μετατρέπεται χάρις στη σμιλεμένη γραφή του Γ. Ι. σε μια διαδρομή όχι μόνο συναρπαστική αλλά και παιδαγωγική.

Προσωπικές μαρτυρίες

Ο Γ. Ι. διασώζει και αναδεικνύει, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και με αίσθηση της εποχής, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες στιγμές από την καθημερινή ζωή και τον σφυγμό της πόλης στις μέρες της Kατοχής, του διωγμού των Εβραίων, της απελευθέρωσης και του Εμφύλιου Πολέμου. Εύγλωττα είναι τα παρακάτω επιλεγμένα αποσπάσματα:

B «Στην πλατεία της Αγίας Σοφίας κατέληγαν όλα τα αφρισμένα ποτάμια (την ημέρα της απελευθέρωσης). Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακροπόλεως, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν στη Βενιζέλου. (…) Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν ξυπόλητη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα από ανατολικά καταφτάναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα – «Τούμπα – Στάλινγκραντ» έλεγαν μόνοι τους – «η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, η Καλαμαριά». («Η παραπεταμένη απελευθέρωση»: «Το δικό μας αίμα».

B «Το μπλόκο σε μας έγινε τον Απρίλη (του ’43), ο Μάρτης πέρασε μέσα στην αγωνία της αναμονής. Κάθε νύχτα καθισμένοι οι μεγάλοι γύρω από το τραπέζι του σαλονιού σιγοέψελναν μέχρι τα ξημερώματα. Eνα πρωϊνό άρχισαν να ουρλιάζουν τα μεγάφωνα ενός μαύρου αυτοκινήτου της προπαγάνδας, ιδιαίτερα μισητού (…). «Oλοι οι Εβραίοι στις πόρτες, έτοιμοι για αναχώρηση!» (…) Οι Εβραίοι ετοιμάζονταν μέσα σε απερίγραπτο πανικό. Εντούτοις όμως βρήκαν το κουράγιο να βράσουν εκείνη τη στιγμή αυγό και να ταΐσουν ένα μικρό αγόρι, 3-4 χρόνων που είχαν (…) Και μετά αγκαλιές, φιλιά, όρκοι και δάκρυα. Από κάτω το μεγάφωνο ούρλιαζε και απειλούσε …». («Το δικό μας αίμα»).

B «Από τα κάγκελα με την σαλκιμιά και τους κισσούς (του πανεπιστημιακού κτηρίου) πιανόμασταν όταν στον εμφύλιο, περνούσαν καθημερινά, το απόγευμα ιδίως, πλήθος κηδείες με στρατιωτικές μουσικές και βηματισμό, τραβώντας για την Ευαγγελίστρια. Οι μυστικοί που έζωναν τις κηδείες αλλά και οι επίσημοι μας στραβοκοιτούσαν, όμως εμείς νιώθαμε κάτι σαν λιγοθυμιά, βλέποντας τα φέρετρα με τους συνομηλίκους μας (…). Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική βάση της χώρας. Στρατός, χακί, παντού στρατοδικεία, μπλόκα, έρευνες, ταυτότητες, χειροβομβίδες ακόμη και νυκτερινοί βομβαρδισμοί από τα αντάρτικα κανόνια. Θυμάμαι πως μετά απ’ αυτόν τον βομβαρδισμό πήγαμε ξαγρυπνησμένοι πρωί-πρωί για μάθημα (…) Με τα ακαλαίσθητα γυμνά λαμπιόνια στην ίδια σειρά, η πόλη έμοιαζε με απέραντο χασάπικο χωρίς πελατεία …». («Το δικό μας αίμα»).

Tο έτος-κλειδί 1916

Ο Γ. Ι. αναζητεί τις ρίζες και τις συνιστώσες του πνευματικού κλίματος της πόλης. Θέλει μια πλήρη εξήγηση για την πικρή διαπίστωση που κάνει για τη σημερινή Θεσσαλονίκη: «… Τα χτίσαμε και τα τσιμεντάραμε όλα. Δεν έμειναν ανάσες. Δεν έμειναν πρασιές, ανάμεσα στα εμπορικά και δημοσιοϋπαλληλικά βολέματά μας».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι περιγραφές του Γ. Ι. για την οργάνωση και την πολυσήμαντη λειτουργία ορισμένων κατηχητικών και άλλων θρησκευτικών οργανώσεων της πόλης και οι νύξεις για τις διασυνδέσεις της ηγεσίας τους με τις δυνάμεις της Κατοχής, τη δεξιά του Εμφυλίου και αργότερα με τη Δικτατορία. Ασφαλώς χρειάζεται μια ειδική διερεύνηση και, όπως σωστά επισημαίνει «… είναι σφάλμα που δεν λογαριάζεται ούτε καν εξετάζεται η επιρροή των οργανώσεων αυτών στην διαμόρφωση της σημερινής κοινωνίας».

Στο κείμενο «Θεσσαλονικέων ύπνος και ξύπνος» (: «Η πρωτεύουσα των προσφύγων») ο Γ. Ι. καταγράφει μια σειρά από αιτίες ιστορικές, κοινωνικές, ψυχολογικές που εξηγούν τη διαφορετική πολιτική σκέψη και πράξη των ανθρώπων της πόλης και τον παραγκωνισμό τους από τις θέσεις-κλειδιά της δημόσιας διοίκησης. Oπως εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Ι. η περίοδος του 1916 όταν η Θεσσαλονίκη έγινε ουσιαστικά πρωτεύουσα του κράτους, είναι μια περίοδος που δεν την ξέρουμε καλά αν και έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη και τη μοίρα του τόπου μας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της ανύπαρκτης ή υποβαθμισμένης συμμετοχής των Θεσσαλονικέων στη δημόσια ζωή της χώρας.

«Μετά τη θριαμβευτική αναχώρηση της κυβέρνησης του Βενιζέλου για την Αθήνα, έμεινε στη Θεσσαλονίκη σημαντικό μέρος μέσων και κατώτατων στελεχών που είχαν άλλωστε εγκατασταθεί για καλά πια εδώ στη γη αυτή της επαγγελίας ή τις «νέες χώρες» όπως τις έλεγαν οι ίδιοι (…). Αυτοί καθοδήγησαν εδώ πάνω τη διοίκηση μέχρι τον πόλεμο του ’40 κι ακόμη πιο πέρα και την οδήγησαν κατά τρόπο υποδειγματικά αυστηρό για τους γηγενείς. Οι πραγματικοί κίνδυνοι αλλά και οι άλλοι που καλλιεργούσαν προς όφελός τους αυτοί, μαζί βέβαια με τους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς, τους εκκλησιαστικούς, βοηθούσαν ώστε να δημιουργηθεί εδώ μια κατάσταση αυστηράδας, που όταν ξεμακρυνθείς λιγάκι και διαπιστώσεις την ελαστικότητα με την οποία εφαρμόζεται το ίδιο πράγμα στην πρωτεύουσα ή αλλού, μένεις κατάπληκτος για τη διαφορά και πιστεύω ότι αυτό το μουντό πνεύμα συνεχίζεται γι’ αυτό και έχω γράψει με κάποια υπερβολή ότι στην Αθήνα εφευρίσκονται οι νόμοι και στη Θεσσαλονίκη εφαρμόζονται (…). Η μόνιμη αυτή μιζέρια διαπότισε τον πληθυσμό της πόλης ως προς τη συμπεριφορά του, τον έκανε περιορισμένο, με ψαλιδισμένα και πολύ κοντινά όνειρα – δουλειά, σπίτι, σπουδές για τα παιδιά και κρυφές πολιτικές πεποιθήσεις. Δηλαδή ίσα ίσα να στεκόμαστε».

Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κανείς σ’ όλη την έκταση με τις απόψεις αυτές εκείνο που χρειάζεται να τονιστεί εδώ είναι η σύγκριση, η ανταγωνιστική σχέση Αθήνας και Θεσσαλονίκης που επεξεργάζεται ως εργαλείο προσέγγισης ο Γ. Ι. Μια παράμετρος που πολύ λίγο έχει χρησιμοποιηθεί απ’ ό,τι ξέρω στην ελληνική ιστοριογραφία αν και έχει παίξει το ρόλο της ιδίως στους δύο διχασμούς.

Oσα αλλιώς θα χαθούν

Γράφοντας για τη συγκατοίκηση, τον παλιό συγχρωτισμό των ανθρώπων της πόλης ο Γ. Ιωάννου μας παραδίδει μια χαρακτηριστική εικόνα για τις καταβολές της καθημερινής Θεσσαλονίκης των προσφύγων:

«… Φέρνω τώρα στο νου μου μια συγκεκριμένη προπολεμική γειτονιά και θυμούμαι όσο μπορώ τους ανθρώπους που περιείχε. Είχε οικογένειες από τη Σμύρνη, την Πέργαμο, την Πάνορμο, τη Σηλύβρια, τη Ραιδεστό, την Κεσσάνη, τις Σαράντα Εκκλησιές, την Ανδριανούπολη (…) τη Φιλιππούπολη, τη Βάρνα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Γευγελή, την Κορυτσά ακόμα και το Πλοέστι. (…) Εκεί μέσα εκυοφορείτο η σημερινή Θεσσαλονίκη, η νέα μορφή της, η νοοτροπία της και ο ψυχισμός της. Μέσα σ’ εκείνα τα στριμώγματα γεννήθηκε πανίσχυρο το όνειρο της όσο το δυνατό πιο ξεχωριστής και ανεξάρτητης στέγασης και μέσα σ’ εκείνη την καταπάτηση και την ισοπέδωση των ατόμων, η ζωηρότερη επιθυμία για σπουδές και οικονομική αποκατάσταση…».

Oπως ο ίδιος παρατηρεί σχετικά με τα πεζογραφήματά του: «… δεν είναι κείμενα που προσπαθούν να δώσουν την ιστορία (…) αλλά μια μικρή καταβολή, γιατί βλέπω ότι αυτά τα πολύτιμα πράγματα πάνε να χαθούνε (…) καμμιά ιστορία δεν τα πιάνει (…). Απέφυγα με επιμέλεια κάθε ιστορικό θέμα που δεν ήταν του καιρού μου. Προσπάθησα να δω τα γεγονότα που έζησα και που δεν έπιασε ούτε ο τύπος της εποχής μου. Και δεν είναι που θα χαθούν αυτά καθ’ εαυτά, θα χαθεί και το πνεύμα της εποχής».

Επιζητώντας να εκπολιορκήσει το ανθρώπινο μυστήριο αυτής της πόλης, ο Γ. I., μέσα από μια γραφή, συχνά κινηματογραφική («…γράφοντας, σκέφτομαι, πλάνα» θα πει ο ίδιος) προσπαθεί να αιχμαλωτίσει τον χρόνο διότι όπως τονίζει: «…Καμιά φωτογραφία και καμιά ταινία δεν μπορεί να αποτυπώσει αυτή την παλιά μορφή της Θεσσαλονίκης και της ζωής μέσα σ’ αυτήν, όπως ένα κείμενο».

Η προσπάθεια του Γ. Ι. να αποθησαυρίσει και να προβάλει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ιστορικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης εφοδιάζει τους αναγνώστες του με την απαιτούμενη ευαισθησία και τους τροφοδοτεί με άφθονα ερεθίσματα για νέες ανιχνεύσεις στους δημιουργικούς δρόμους που χάραξε και άνοιξε με το έργο του.

Πηγή : http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_13/02/2005_1283741

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2095

Γιώργος Ιωάννου 1927-1985: Ημερομηνίες από τη ζωή και το έργο του


Θ.Δ.ΣAPHΓIANNHΣ
Φιλόλογος

1927, 20 Νοεμβρίου: Γεννιέται ο πεζογράφος, ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Σορολόπης) στη Θεσσαλονίκη, που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του. Οι γονείς του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Νεώτερα αδέλφια: Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στη Θεσσαλονίκη.

Σχολ. Eτος 1937-38: Εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.

1940: Μόλις μπαίνει στην εφηβεία ξεσπάει ο πόλεμος που αναστατώνει τα πάντα κι αλλάζει τη ζωή του μικρού Γιώργου.

Νοέμβριος 1940 – Μάρτιος 1941: Με τα αδέλφια του και τη γιαγιά του καταφεύγουν στα Πετροκέρασα Χαλκιδικής για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Κατόπιν μένουν για λίγους μήνες στην Αθήνα.

Ο συγγραφέας σε ηλικία 4 ετών, το 1931. Πατώντας σ’ ένα κύκλο.

1943, Νοέμβριος: Σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να γράφει ημερολόγιο. Αποτυπώνει τη μαυρίλα της εποχής. Η πείνα, οι εξευτελισμοί, οι εκτελέσεις και, κυρίως, το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης θα αφήσουν στην ψυχή του ανεξίτηλα ίχνη και μια πικρή γεύση. Πολύ συχνά στα λόγια του και στα κείμενά του έρχονται και ξαναέρχονται οι εφιαλτικές εικόνες εκείνης της περιόδου. Η τραγωδία των Εβραίων τον συνταράσσει.

Από το 1943 η οικογένεια ζει στο σπίτι της οδού Ιουστινιανού 14 (Πλατεία Δικαστηρίων) που κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Με τα κατοχικά συσσίτια εντάσσεται στον κόσμο των κατηχητικών σχολείων.

1944, Κυριακή 26 Μαρτίου: Αίτηση εγγραφής στη Χριστιανική Οργάνωση «Αδελφοσύνη». Απότομα σταματάει να γράφει ημερολόγιο.

1946: Γεννιέται ο αδελφός του Θεοδωράκης.

1946/1947: Τελειώνει το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων. Εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο «ανακαλύπτει» τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Eλιοτ. Το περιοδικό που τον εισάγει στη Λογοτεχνία είναι η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση.

1948: Αποχωρεί από τη Χριστιανική Kίνηση.

1950: Αποφοιτά από το Ιστορικό – Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής.

1951, Ιανουάριος: Υπηρετεί τη θητεία του ως δεκανέας του πυροβολικού.

1953, Καλοκαίρι: Απολύεται.

1953/1954: Διδάσκει για λίγο καιρό ως φιλόλογος στο Ιδιωτικό Σχολείο του Γ. Ψιχούλα στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) Ημαθίας.

1954, Μάρτιος: Καταθέτει το όνομά του στην «τράπεζα του πνεύματος». Τυπώνει το πρώτο βιβλίο του «Ηλιοτρόπια» με 11 ολιγόστιχα ποιήματα.

1954: Συνδέεται φιλικά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Γνωρίζεται με τους Γ. Θέμελη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Π. Σπανδωνίδη, Ζωή Καρέλλη, Ν. Πεντζίκη, Γ. Κιτσόπουλο, Γ. Βαφόπουλο. Στην Αθήνα γνωρίζεται με τους Νίκο Καρούζο, Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Μίλτο Σαχτούρη, Νίκο Φωκά, Τάκη Σινόπουλο, Φώτη Κόντογλου, Δημήτρη Χριστοδούλου.

1954, 20 Αυγούστου: Ορκίζεται ως βοηθός στην τακτική έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης.

1955, 15 Φεβρουαρίου: Αλλάζει το επώνυμό του σε Ιωάννου με την υπ’ αριθμ. 2823/15-2-1955 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Βορείου Ελλάδος. «Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου «Ιωάννης» κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω». (Φυλλάδιο 5-6, Θύσανοι σελ. 71).

1955, 15 Σεπτεμβρίου: Νιώθει να τον καταπιέζει η προοπτική μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και παραιτείται από το Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών (Ψυχικό) για έναν περίπου χρόνο. Κατόπιν επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. «Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. […] Oτι ετόλμησα να φύγω ήταν σταθμός στη ζωή μου». («Iχνευτής», Μάρτιος 1985, τ.1, σελ. 7).

1957, Σεπτέμβριος: Διδάσκει σε επαρχιακό ιδιωτικό σχολείο στα Τρίκαλα.

Σχολ. Eτος 1958-59: Διδάσκει σε σχολείο στη Λάρισα. Συμμετέχει με το συνθετικό ποίημα «Η συμφωνία των Λύκων» σε λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκης. Του απονέμεται βραβείο.

1958: Εκδίδεται το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Ο Ιωάννου θα παραμείνει τακτικός συνεργάτης μέχρι το 1965.

1959, Φθινόπωρο: Επιστρέφει στην Αθήνα. Διδάσκει πάλι σε ιδιωτικό γυμνάσιο.

1960, Σεπτέμβριος: Διορίζεται στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τοποθετείται ως φιλόλογος στο Καστρί Κυνουρίας, ένα ειδυλλιακό χωριό της ορεινής Πελοποννήσου.

1961, Σεπτέμβριος: Αρχίζει να γράφει τα πρώτα του πεζά: «Οι κότες», «Τα λαϊκά σινεμά», «Ο φόβος του ύψους».

1961, 10 Νοεμβρίου: Σαλπάρει για τη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου φτάνει ως αποσπασμένος καθηγητής. Εκεί ιδρύει το Ελληνικό Γυμνάσιο.

1962, 26 Μαΐου: Πεθαίνει ο πατέρας του Ιωάννης.

1963: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» η δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα χίλια δέντρα». Λήγει η απόσπασή του στη Λιβύη. Επιστρέφει στην Κυνουρία. Μαζί με μαθητές συλλέγει δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα κυκλοφορεί σε μικρό, πολυγραφημένο τεύχος με τον τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας».

1964, 25 Αυγούστου: Πεθαίνει ο μικρότερος αδελφός του Θεοδωράκης σε ηλικία 18 ετών. Πονάει: «Eνα προικισμένο παιδί που είχε ζωγραφικό ταλέντο (…) Hτανε πιθανώς το πιο αξιόλογο μέλος της οικογένειάς μας αυτό». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 5).

1964: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγώνιος» το πρώτο βιβλίο του με πεζά «Για ένα φιλότιμο». Εξομολογείται: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων – και τα κείμενα πράγματα είναι – δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοΰπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 229). Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας Χαλκιδικής.

1965: Δημοσιεύονται στο περιοδικό «Διαγώνιος» τα «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας», επιλογή από την έκδοση του 1963. Κυκλοφορούν και σε ανάτυπο. Γνωρίζεται με τους Στρατή Τσίρκα, Στρατή Δούκα, Γιώργο και Λένα Σαββίδη. Διακόπτει τις φιλικές του σχέσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αποχωρεί από τη Διαγώνιο.

1966: Πιστεύει πάντα πως «η νεοελληνική ψυχή διψάει για την παράδοση». Εκδίδει στην Αθήνα τη συλλογή «Τα δημοτικά μας τραγούδια». Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης. Η δυνατή αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση συνεχίζεται με την έκδοση της συλλογής «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού».

1967: Δημοσιεύει στον Ταχυδρόμο (18/3/67) τη μετάφραση της Ιφιγένειας εν Ταύροις του Ευριπίδη. Επισημαίνει: «Με τη δικτατορία σταματήσατε οι πιο πολλοί συγγραφείς να εκδίδετε βιβλία, επειδή είχατε χάσει τη διάθεσή σας, αλλά και δεν θέλατε να τα προσκομίσετε στη λογοκρισία για έγκριση». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 236).

1969: Κυκλοφορεί σε βιβλίο η μετάφρασή του της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Ταύροις». Ομολογεί: «Εγώ δεν έγινα φιλόλογος, γιατί εκεί επέτυχα. Αλλά από πολλή αγάπη προς τους Αρχαίους Eλληνες συγγραφείς, γενικά προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με την πάροδο του χρόνου και με τις σπουδές, τους αγάπησα ακόμη περισσότερο». («Ιχνευτής», Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 11).

1969, 21 Φεβρουαρίου: Σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, συναντάει τον ποιητή της θάλασσας Νίκο Καββαδία, τους Μάριο Χάκκα, Γιάννη Δάλλα, Μένη Κουμανταρέα, Στρατή Τσίρκα, Τάκη Σινόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Στέλλα Μαραγκουδάκη, Αλέξανδρο Αργυρίου.

Οι γονείς του, πρόσφυγες και οι δύο από την Ανατολική Θράκη. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη, από την Κεσσάνη, και ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, μετέπειτα Ιωάννου, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας.

1970: Εκδίδει τη συλλογή «Παραλογές», ένα ακόμα βιβλίο με λαογραφικό υλικό.

1971, Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στην Αθήνα. Μένει στο σπίτι της Αρλέτας, Δεληγιάννη 3, Εξάρχεια ή Μουσείο. Hταν το πνευματικό του εργαστήρι. Αποκαλύπτει: «Εγώ θέλω να ζω στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων, και κατά προτίμηση της Αθήνας, γιατί εκεί μπορώ να είμαι πραγματικά μόνος και να μην κουρελιάζομαι από τη μοναξιά». (Φυλλάδιο 3-4, Eνας τωρινός λογοτέχνης στο κλεινόν άστυ, σελ. 43). Εργάζεται σε Γυμνάσιο και έπειτα στο υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Σαρκοφάγος».

Αρχίζει να τυπώνεται «ο Καραγκιόζης», μια τρίτομη συλλογή έργων του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Η έκδοση ολοκληρώνεται το 1972. Γράφει: «Κουράστηκες πολύ με τον καραγκιόζη. Κάθισες και αντέγραψες με το χέρι όλα τα κείμενα – εκατοντάδες σελίδες […] Η μανία σου να φτιάχνεις με το χέρι τα κείμενά σου για να τα βλέπεις ταχτοποιημένα […] Η γραφομηχανή δεν σου επιτρέπει να ζωγραφίσεις τη λέξη, να μετάσχεις και με τις κινήσεις σου στην ανάκλησή της». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν σελ. 242-243).

1973: Εκδίδεται η συλλογή «Παραμύθια του λαού μας». Κυκλοφορεί με τον τίτλο «Τα χίλια δέντρα και κάποια άλλα ποιήματα, 1954-1963», συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του.

1974, Aνοιξη: Κυκλοφορεί «Η μόνη κληρονομιά», βιβλίο με διηγήματα. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Δοκιμασία» το κείμενο «Μια μικρή επέτειος» για την 20χρονη παρουσία του στα γράμματα. Μετά τη μεταπολίτευση είναι βασικό μέλος της επιτροπής του υπουργείου Παιδείας που ετοιμάζει το «Ανθολόγιο για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου» και ο εισηγητής των περισσότερων νέων κειμένων που μπήκαν το 1975 στα νεοελληνικά αναγνώσματα της Μέσης Εκπαίδευσης.

1976: Εκδίδεται από το υπουργείο Παιδείας έως το 1981, υπό τη διεύθυνση του φιλολόγου Κ. Ν. Παπανικολάου, το μαθητικό περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά». Ο Ιωάννου είναι ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του και υπεύθυνος της στήλης «το ταχυδρομείο μας» με τους μαθητές, σε όλη τη διάρκεια της έκδοσής του. Εκδίδει συγκεντρωμένα τα πεζογραφήματά του σε έναν τόμο με τίτλο: «Πεζογραφήματα» από τις εκδόσεις Ερμής.

1977: Αντιδρά έντονα με δημοσιεύματα για το περιεχόμενο διάλεξης του καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη.

1978: Τυπώνεται «Το δικό μας αίμα», συλλογή πεζογραφημάτων για τη Θεσσαλονίκη που είχαν πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Αρχίζει να εκδίδεται το Φυλλάδιο (1, 2), περιοδικό πνευματικής ζωής. Το γράφει ολόκληρο μόνος του. Στο Φυλλάδιο περιέχονται πολυάριθμα μαχητικά και δηκτικά σχόλια που τα ονομάζει «Θυσάνους». Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Πρωϊνή».

1979: Του απονέμεται το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος για «Το δικό μας αίμα». Εκδίδεται το Φυλλάδιο 3-4. Προάγεται σε γυμνασιάρχη και μετατίθεται στο Καρλόβασι Σάμου όπου πηγαίνει για λίγους μήνες. Παραμένει τελικά, ως αποσπασμένος, στο υπουργείο Παιδείας.

1980: Εκδίδει τη μετάφραση Στράτωνος Μούσα Παιδική, με ποιήματα του Στράτωνος από την «Παλατινή Ανθολογία». Πιστεύει: «Πρώτα απόλυτη κατανόηση και ύστερα, με τρέμουσα χείρα, απόδοση με πιστότητα -ναι, με πιστότητα!- του νοήματος. Αυτό που λεν πως η πιστή μετάφραση είναι κακή μετάφραση, αποτελεί μύθο, για τα κλασικά τουλάχιστον. Η μηχανική κατά λέξη απόδοση ασφαλώς δίνει κάκιστο αποτέλεσμα, αλλά η πιστή με αντίστοιχες σημερινές εκφράσεις απόδοση έχει λαμπρό αποτέλεσμα». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 237). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορούν δύο ακόμα βιβλία του. Το πεζογράφημα «Ομόνοια 1980» και η συλλογή διηγημάτων «Επιτάφιος Θρήνος».

1980, 22 Σεπτεμβρίου: Τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο στην πλατεία Εξαρχείων. Νοσηλεύεται στο ΚΑΤ επί 4 περίπου μήνες.

1981: Δημοσιεύει τη συλλογή πεζών «Κοιτάσματα», χρονογραφήματα πρωτοδημοσιευμένα στην εφημερίδα «Πρωϊνή Ελευθεροτυπία» υπό τη διεύθυνση του Κώστα Νίτσου. Εκδίδει το πεζογράφημα «Τα πολλαπλά κατάγματα», χρονικό της νοσηλείας του στο ΚΑΤ. Δημοσιεύει στο περιοδικό «Εκηβόλος» (αρ. τεύχους 8-9) τη μετάφρασή του της Γερμανίας του Τάκιτου και στο περιοδικό «Θέατρο» (τ. ΙΑ’ αρ. 67/68, σελ. 59-61) το θεατρικό του μονόλογο «Η μεγάλη Aρκτος».

Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» από 10 Ιουνίου έως 19 Δεκεμβρίου 1981. Του αρέσει να αρθρογραφεί. «Αυτός ο τρόπος είναι ο μόνος που αρμόζει σε άνθρωπο πνευματικό και αγωνιώντα». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 275). Κυκλοφορεί το θεατρικό του «Το αυγό της Κότας» (α΄ έκδοση).

1982: Εκδίδει τρία βιβλία: «Εφήβων και μη», μια συλλογή άρθρων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό «Ελεύθερη Γενιά», τη συλλογή «Εύφλεκτη Χώρα» με κείμενά του δημοσιευμένα κατά καιρούς στην εφημερίδα «Η Καθημερινή». Τέλος την «Καταπακτή» με πεζά κείμενα. Επίσης εκδίδεται το Φυλλάδιο 5-6. Τον ίδιο χρόνο στίχοι του Γιώργου Ιωάννου γίνονται 11 τραγούδια στο δίσκο «Κέντρο Διερχομένων» σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη.

1983: Ο Ιωάννου διαβάζει τα κείμενά του «Οι τσιρίδες», «Τα κεφάλια», «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», «ομίχλη» στην κασέτα «Γιώργος Ιωάννου, διηγήματα». Παραγωγή, μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα.

1984: Επιμελείται φιλολογικώς το βιβλίο «Αλεξάνδρεια 1916 – Ημερολόγιο Φίλιππου Στεφ. Δραγούμη». Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων «Η πρωτεύουσα των προσφύγων». Πηγαίνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Λέει: «Πρέπει να γίνω καλά, για να δουλεύω νύχτα-μέρα. Θέλω ακόμα μια εικοσαετία ασταμάτητης δουλειάς».

1985, 6 Φεβρουαρίου: Εισάγεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο για απλή εγχείρηση προστάτη. Δεν αποτρέπεται δυστυχώς το μοιραίο. Πεθαίνει στις 16 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 58 ετών.

1985, 18 Φεβρουαρίου: Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη, από τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Αναστάσεως.

Η Θεσσαλονίκη χιονισμένη δέχθηκε στην αγκαλιά της το συγγραφέα με την έντονη κοινωνική συνείδηση, Γιώργο Ιωάννου.

Εξομολογείται: «Νιώθεις ευτυχισμένος που μίλησες, όπως μίλησες. Το γράψιμο για σένα είναι πηγή βαθιάς ευτυχίας». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 277). Συχνά αναφωνεί: «Γιατί, Θεέ μου, να μη ζούμε πεντακόσια χρόνια;». («Η πρωτεύουσα των προσφύγων», Εις εαυτόν, σελ. 247).

1985, Δεκέμβριος: Ο Ιωάννου δεν σιωπά. Εκδίδονται: «Ο της φύσεως έρως» (Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης) και το Φυλλάδιο 7-8 σε επιμέλεια του φιλολόγου Κώστα Καφαντάρη.

1986, Απρίλιος: Εκδίδεται το βιβλίο «Ο Πίκος και η Πίκα», παιδικό παραμύθι.

2000: Εκδίδεται «Το κατοχικό ημερολόγιο χωρίς περικοπές» του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή – σχόλια – επίμετρο Αντιγόνης Βλαβιανού. Επίσης: «Τα δέκα ανέκδοτα γράμματα στον Χρήστο Σαμουηλίδη 1949-1951» του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή – σχόλια Αντιγόνης Βλαβιανού.

Πηγή : http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathglobal_1_13/02/2005_1283740

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2092

Ο Παιδοψυχολόγος Βιζυηνός

Η διατριβή του διηγηματογράφου με θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού παρέμενε ανέκδοτη στα ελληνικά για πάνω από έναν αιώνα

02/04/2010

Ο παιδοψυχολόγος Βιζυηνός

«Παιγνίδι και εργασία έχουν μία και την αυτή πηγή: τη γενική ορμή της ανθρώπινης φύσης προς δράση» έγραφε ο Γεώργιος Βιζυηνός. Στην ένθετη φωτογραφία το εξώφυλλο της γερμανικής έκδοσης της διατριβής του (1881)

Η ζωή και το έργο του Γεωργίου Βιζυηνού δεν είναι άγνωστα. Τα διηγήματά του, όπως «Το αμάρτημα της μητρός μου» (1883), «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» (1883) και «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (1884), διαβάζονται αδιαλείπτως επί σχεδόν ενάμιση αιώνα, ανεβαίνουν στο θέατρο, ενώ η ζωή και το τραγικό τέλος του έχουν εμπνεύσει ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.

Αυτός που δεν είναι ευρέως γνωστός είναι ο επιστήμονας Βιζυηνός, ο οποίος σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1874-1875) και συνέχισε με σπουδές στη Γερμανία, στο Γκέτινγκεν, στη Λειψία και στο Βερολίνο. Το 1881 υπέβαλε στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στα γερμανικά, διδακτορική διατριβή με θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική σημασία του παιχνιδιού, η οποία παρέμενε ανέκδοτη ως σήμερα στα ελληνικά.

Ο Αλέξανδρος Σιδεράς και η Παρασκευή ΣιδεράΛύτρα, καθηγητές Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, ανέσυραν την ξεχασμένη διατριβή του Βιζυηνού από τις γερμανικές βιβλιοθήκες και την εκδίδουν σε ελληνική μετάφραση, σε τόμο που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Αδελφών Κυριακίδη. Ενδιαφέρον είναι ότι τα δεκατρία αντίτυπα της διατριβής που εντόπισαν και μελέτησαν βρέθηκαν σε γερμανικές βιβλιοθήκεςκαι κανένα σε ελληνικές.

Στα τρία κεφάλαια της διατριβής ο Βιζυηνός εξετάζει αντίστοιχα την προέλευση, την ουσία και την παιδαγωγική αξία του παιχνιδιού βασισμένος στις τότε γνωστές θεωρίες φιλοσόφων και παιδαγωγών (από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Καντ και τους Σίλερ, Ερντμαν, Σάλερ, Σμιντ και Λότσε ). Παιχνίδι και εργασία έχουν «μία και την αυτή πηγή:τη γενική ορμή της ανθρώπινης φύσης προς δράση» έγραφε ο Βιζυηνός, με τη διαφορά ότι «το παιγνίδι έχει για κύριο σκοπό του την αυτοενεργοποίηση αυτής της δύναμης, η εργασία αντιθέτως το χρησιμοποιεί αυτό σαν μέσογια να επιτύχει έναν αντικειμενικά ισχύοντα στόχο».

Για τα προϊόντα της βιομηχανίας παιχνιδιών έγραφε το 1881 ο Βιζυηνός: «Δεν θα έπρεπε βέβαια να οδηγήσει κανείς σε αδράνεια την αυτενέργεια των παιδιών με το να τους αγοράζει και να τους προσφέρει έτοιμα παιγνίδια, των οποίων τη χρήση συχνά ούτε την καταλαβαίνουν καν. Δεν θα έπρεπε κανείς να αφήσει την παιδική φαντασία να μαραθεί και να πτωχεύσει με σωρεία από κούκλες που μοιάζουν ζωντανές… Δεν θα έπρεπε να συνηθίζει τα παιδιά στην πολυτέλεια και να τα κάνει απαιτητικά περιβάλλοντάς τα με ένα πλήθος από πολύτιμα παιγνίδια (…) των οποίων η πληθώρα καθιστά το παιδικό πνεύμα μανιακό για εναλλαγή και επιπόλαιο». Στην εποχή του Ρlaystation 3, των ΡSΡ, των παιχνιδολαμπάδων αλλά και της οικονομικής κρίσης χρειάζεται κανείς να πει περισσότερα;

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

η Γεώργιος Μ. Βιζυηνός, «Το παιδικό παιγνίδι σε σχέση με την ψυχολογία και την παιδαγωγική». η Εισαγωγή- μετάφραση- σχόλια: Αλέξανδρος Σιδεράς, Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα.

η Εκδόσεις Αδελφοί Κυριακίδη, 2009, σελ. 336,

τιμή 22 ευρώ.

η Η μετάφραση συνοδεύεται από εισαγωγή για τις σπουδές του Βιζυηνού και την ιστορία της διατριβής, φωτογραφία χειρόγραφου βιογραφικού σημειώματος από τον ίδιο τον συγγραφέα, σχόλια, αναλυτική παρουσίαση της βιβλιογραφίας του και ευρετήρια.

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=323724

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1811

“Τα Αντικλείδια”, Γ. Παυλόπουλος,

1.Προκαταρκτικές επισημάνσεις

• Το ποίημα ανήκει στην ομώνυμη ποιητική συλλογή.

• Η συλλογή αυτή δημοσιεύτηκε το 1988 και έχει ως θέμα τον ονειρικό αγώνα του ποιητή με το ποίημα.

• Κινητήρια δύναμη του ποιήματος είναι η ουσία της ποίησης και όσοι προσβλέπουν σ’ αυτή.
• Ο τόνος είναι αφηγηματικός, το δε ύφος κοφτό και κουβεντιαστό.

• Ο αφηγητής αναφέρεται στους πολλούς που δεν σχετίζονται με την ποίηση και σε εκείνους τους λίγους που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή, χωρίς ίσως το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

• Η εισχώρηση στα ενδότερα της ποίησης δεν είναι εύκολη. Τούτο μαρτυρεί ο τίτλος και η όλη εξέλιξη της αφήγησης.

• Ο τίτλος, πιο ειδικά, υποδηλώνει την αξιοποίηση ποιητικών συνθέσεων που πιθανώς να επέτρεπαν στον ποιητή να περάσει την πόρτα της ποίησης, να προσεγγίσει δηλαδή την ποιητική τέχνη.

• Ο ποιητής εκφράζει βαθιά νοήματα με απλό, καθημερινό λεξιλόγιο, αλλά και με συμβολισμούς ή μεταφορικές προεκτάσεις.

• Ο ποιητής επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίηση;».

 

2. Ερμηνεία και κατανόηση

Στ. 1:

• Μια πρώτη απόπειρα του ποιητή να ορίσει την ποίηση.

• Πώς ορίζεται; Ως πόρτα ανοικτή.

• Φαίνεται δηλαδή να είναι προσιτή σε όλους.

Στ. 2-5:

• Η ποίηση τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι βαθύτερο.

• Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν στο πραγματικό της βάθος και παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να βρουν την πόρτα της ανοικτή;

• Αυτό συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης και πνευματικής ευωχίας.

• Το αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η ποίηση δια του ποιητή.

• Υπάρχουν όμως και ορισμένοι που πλησιάζουν την ανοικτή πόρτα της ποίησης με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με προσεκτική ματιά, με περισσότερη ευαισθησία και «κάτι βλέπουν».

• Γοητεύονται απ’ αυτό που βλέπουν.

• Δεν βλέπουν βέβαια όλοι το ίδιο.

• Ο καθένας μαγεύεται από κάτι διαφορετικό και δοκιμάζει να διαβεί την ανοικτή πόρτα.

• Ο ένας έλκεται ίσως από τη μαγεία των λέξεων, ο άλλος από τα παρελαύνοντα νοήματα ή απόαντίστοιχες ποιητικές εικόνες, συγκεκριμένες αξίες και ιδέες.

• Άλλοι επίσης βρίσκουν τη λύτρωσή τους στην ποίηση, υπερβαίνουν υπαρξιακά αδιέξοδα, επικοινωνούν εσωτερικά με τον εαυτό τους και με τους άλλους, χαράσσουν ή εκφράζουν κοινωνικούς στόχους και προσδοκίες, γενικώς βρίσκουν εκείνο το κάτι που συναρπάζει την ψυχή τους ή τους ανυψώνει πνευματικά.

Στ. 6-7:

• Όταν όμως δοκιμάζουν να διαβούν την πόρτα, αυτή κλείνει και μένουν απ’ έξω.

• Τι σημαίνει αυτό για την εξέλιξη της σκέψης του ποιητή;

• Πως η ουσία της ποίησης δεν «ξεκλειδώνεται», ήτοι δεν αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά.

• Ενέχει ανεξερεύνητα βάθη και πρέπει κανείς να ατενίζει προς τούτα.

• Από εδώ εκκινεί ο ποιητής για να διερευνήσει την ουσία της:

• Να αναζητήσει μαζί με τον ευαίσθητο ποιητικά αναγνώστη το κλειδί, την οδό αποκάλυψης [ή και ανακάλυψης] της ποιητικής αλήθειας.

• Δεν υπάρχουν πολλά κλειδιά που τους εισάγουν στον οίκο της ποίησης παρά μόνο ένα.

• Αυτό ψάχνουν να βρουν, χωρίς ωστόσο να έχουν μια απαντοχή.

• Η αναζήτηση εξελίσσεται σε αγωνιώδη προσπάθεια να πατήσουν τα άδυτα του ποιητικού χώρου, να ικανοποιήσουν τις πνευματικές τους ανησυχίες.

• Η ποίηση δεν είναι, εν τέλει, ένα εμπορεύσιμο αγαθό, προορισμένο να ικανοποιεί τα κατώτερα ένστικτα του καθένα.

• Αντίθετα η κατάκτησή της, η απόλαυσή της, η αληθινή της αξία ταυτίζεται με τον αγώνα της σκέψης και της γραφής χωρίς αρχή και τέλος.

Στ. 8-10:

• Οι ποιητές ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν εκείνους τους πνευματικούς χυμούς που είναι αντάξιοι ενός ποιητικού έργου.

• Η ανύψωση εν τέλει στο επίπεδο της αληθινής ποίησης δεν είναι δεδομένη για τον καθένα ούτε ζήτημα μιας απλής ευάρεστης διάθεσης.

• Απεναντίας απαιτεί κόπους, διαρκή προσπάθεια, θυσία ίσως ολόκληρης ζωής, χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιη η ποθητή πραγμάτωση.

• Το ευκταίο ή επιθυμητό δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην ποίηση.

• Η υψηλή ποίηση παραμένει πάντοτε το ζητούμενο και δεν έχει οριστικό τέλος.

• Η όλη γοητεία του ωραίου ποιητικού ταξιδιού δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα ή στο προσδοκώμενο, αλλά στην αγωνία της αναζήτησης, στη δραματική της τροπή.

Στ. 11-13:

• Σημάδια αυτής της δραματικής τροπής είναι οι απεγνωσμένες προσπάθειες όσων εννοούν να επιμένουν ποιητικά.

• Δεν μπορούν να βρουν το κλειδί και γι’ αυτό φτιάχνουν αντικλείδια, γράφουν δηλαδή ποιήματα, μήπως και μπορέσουν να προσεγγίσουν για λίγο την ουσία ή την αλήθεια της ποίησης.

• Τα αντικλείδια, ήτοι τα ποιήματα που γράφονται με ζέση, με πνοή και με ευαισθησία, είναι πολλά και μεθερμηνεύουν τον διακαή πόθο της ανθρώπινης ψυχής μαζί και του νου να ομιλήσουν τη γλώσσα της αυθεντικής ποίησης.

• Το κλειδί όμως της ποίησης ως τέτοιας είναι ένα και μοναδικό· δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα διάφορα αντικλείδια.

• Η ανθρώπινη προσπάθεια βέβαια συνεχίζεται, δεν σταματά ούτε κατ’ ελάχιστο, ακόμη και όταν συναισθάνεται ή συνειδητοποιεί, κατά την εξέλιξη της ποιητικής πράξης, ότι η πόρτα της ποίησης είναι ερμητικά, οριστικά κλειστή.

• Ιδού το κορυφαίο δράμα, το αίνιγμα της ποιητικής μας συνθήκης!

• Όσο ο άνθρωπος-ποιητής [και ποιητής-άνθρωπος] πιστεύει ότι πλησιάζει την ποιητική αλήθεια, τόσο ετούτη αποσύρεται.

• Τον σαγηνεύει, τον εμπνέει, τον προδιαθέτει να εκφραστεί ποιητικά, αλλά όταν ό ίδιος αφοσιώνεται σ’ αυτήν και εισδύει στο βάθος της, η ίδια δεν είναι εκεί, απομακρύνεται από κοντά του, περισυλλέγεται στην αλήθεια της, γίνεται παρούσα-απούσα.

• Παρούσα με τη μορφή των ποιημάτων, αλλά απούσα με το διαιώνιο και γι’ αυτό απρόσιτο για τον δημιουργό-ποιητή βάθος της.

Στ. 14-18:

• Η παρουσία της ποίησης με τη μορφή των πολλών, των απειράριθμων ποιημάτων μέσα στο χρόνο δεν είναι κάτι το περιφρονητέο. Αξίζει να τιμάται, να ανατιμάται, όχι όμως και να υπερτιμάται.

• Να ανατιμάται, γιατί καθιδρύει την αλήθεια του ανθρώπου ως δημιουργού-ποιητή, αγγέλλει τον αγώνα του για τη διάνοιξη της πύλης της ποίησης, προπαρασκευάζει τις ποιητικές συνθήκες που θεμελιώνουν την ευαισθησία, την αισθητικότητα, την πνευματική του διαύγεια.

• Να μην υπερτιμάται, γιατί τα ποιήματα, μαζί και η ποιητική διάθεση και έξαρση, δεν μας οδηγούν υποχρεωτικά στο ύψος της ποίησης.

• Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται με την τρέχουσα ποιητική πράξη.

• Η τελευταία τούτη δεν είναι δευτερεύουσα πράξη, αλλά πρωταρχική εκδήλωση του ποιητικού Είναι των ανθρώπων.

• Καθότι τέτοια, στοιχειοθετεί τον αποκαλυπτικό λόγο της ποίησης.

• Είναι αποκαλυπτικός, γιατί με την εργώδη ποιητική ανέλιξη μας λέγει πως η ποίηση δεν είναι ένα απλό φαινόμενο του πολιτισμού και της κουλτούρας μας, δεν συνιστά έναν εφήμερο και περαστικό ενθουσιασμό, δεν εκφράζει απλώς ψυχικά βιώματα αλλά θεμελιώνει την ίδια την ουσία του ανθρώπου.

• Ως θεμελιωτική δύναμη είναι ανεξάντλητη πηγή ποιητικών δημιουργημάτων, μας παρέχει έτσι την οίκηση του ποιητικού χώρου και συναφώς μας καλεί να εμβιώνουμε την ιερότητά του.

• Ο τελευταίος στίχος (στ. 18) ολοκληρώνει τον κύκλο της ποιητικής εκμύθευσης του κόσμου και επιβεβαιώνει ότι η σχέση μας με την ποίηση παραμένει μια γοητευτική, αλλά και επώδυνη περιπέτεια ζωής.

• Συμπερασματικά: η ποίηση και η τέχνη γενικότερα συνιστούν μια πόρτα ανοικτή για τον ποιητή και τον καλλιτέχνη:

• Είναι μια αστείρευτη πηγή καλλιτεχνικο-ποιητικών επιτευγμάτων, η οποία επιτρέπει στους δημιουργούς να απολαμβάνουν κάποια από αυτά τα επιτεύγματα.

• Συγχρόνως όμως είναι και κλειστή, με το νόημα ότι δεν εξαντλείται με το [ή στο] ένα ή το άλλο ποιητικό και καλλιτεχνικό αγαθό, αλλά είναι παρούσα ως πρόκληση για βαθύτερες και καλύτερες εκάστοτε ποιητικές-καλλιτεχνικές δημιουργίες.

• Να λοιπόν γιατί το κάθε ποίημα δεν ταυτίζεται με την ποίηση. Το πρώτο σηματοδοτεί την ατέρμονη προσπάθεια των ποιητών, γενικότερα των δημιουργών, να εισχωρήσουν για λίγο στην οντολογική τους πηγή, που είναι η ποίηση.

3. Στοιχεία μορφής

• Η ποιητική αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και με την αίσθηση ότι ο αφηγητής γνωρίζει τη βαθύτερη ποιητική αλήθεια της και τον διαρκή αγώνα προσέγγισής της.

• Ο ίδιος ο αφηγητής είναι ένας από τους πολλούς ποιητές που προσπαθούν να κινηθούν στη γειτονιά της αληθινής ποίησης.

• Ο λόγος του αφηγητή δεν στοχεύει στη μετάδοση συναισθηματικών φορτίσεων, αλλά εκθέτει με τρόπο στοχαστικής διάθεσης συγκεκριμένες απόψεις για την ουσία της ποίησης.

• Η όλη αφήγηση έχει αλληγορικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην τεχνική των αντιθέσεων ή αντιφάσεων.

• Τα αντίθετα συνυπάρχουν και ισορροπούν στη γραμμή μετάδοσης νοήματος του ενός προς το άλλο και αντίστροφα.

• Παρατηρείται μια συνεχής κίνηση της ποιητικής αφήγησης από το γνωστό στο άγνωστο, από το ανοικτό στο κλειστό, από το κατανοητό στο ακατανόητο.

• Το ποίημα μοιάζει με παραμύθι, κύρια γνωρίσματα του οποίου είναι το μυστηριώδες περιεχόμενο, το μυθολογικό, το φαντασιακό ή και μαγικό.

• Στα σχήματα λόγου δεσπόζει αυτό του κύκλου, των επαναλήψεων και των μεταφορών.

• Η αισθητική λειτουργία του ποιητικού λόγου στηρίζεται στις κύριες προτάσεις, οι οποίες αποτυπώνουν αυτοτελή και ολοκληρωμένα νοήματα.

• Η ψυχογραφία του ποιητικού υποκειμένου συγκροτείται με βάση τα εξής στοιχεία:

– Το εν λόγω υποκείμενο προβάλλει μια καθολική γνώση του χώρου, του χρόνου και του κόσμου.

– Συμμετέχει ψυχικά στην εναγώνια επιδίωξη των ανθρώπων-δημιουργών – ποιητών να προσπελάσουν το μαγικό κόσμο της ποίησης.

Δημήτριος Τζωρτζόπουλος, Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ02

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Το πρώτο σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1805

Αφηγηματικές Tεχνικές -Aφηγηματικοί Tρόποι

Αφηγηματικές  τεχνικές

Οι λειτουργίες του αφηγητή

0 αφηγητής μπορεί να είναι πρόσωπο της αφήγησης, με πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, ή μπορεί να είναι αμέτοχος στα γεγονότα. Αν συμμετέχει στην ιστορία (είτε ως βασικός ήρωας είτε ως απλός παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας), τον ονομάζουμε «ομοδιηγητικό αφηγητή». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αφηγητής αφηγείται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση).

Διακρίνονται δύο παραλλαγές του ομοδιηγητικού αφηγητή: ο αφηγητής-παρατηρητής/θεατής, δηλαδή ο αφηγητής που είναι παρατηρητής/μάρτυρας των συμβάντων της αφήγησης, και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, δηλαδή ο αφηγητής που συμμετέχει στην αφήγηση ως βασικός ήρωας. Όταν μάλιστα αφηγείται σε πρώτο ρηματικό την προσωπική του ιστορία, ονομάζεται ιδιαίτερα «αυτοδιηγητικός αφηγητής».

Αν ο αφηγητής δεν συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που διηγείται ονομάζεται «ετεροδιηγητικός αφηγητής». Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση σε πρόσωπο ξένο προς την ιστορία, την οποία παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ονομάζεται, ιδιαίτερα, «παντογνώστης αφηγητής» (ή «αφηγητής-Θεός») αυτός που βρίσκεται παντού και πάντοτε και γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις πιο απόκρυφες σκέψεις των προσώπων της αφήγησης.

Η εστίαση

Με τον όρο «εστίαση» αναφερόμαστε στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο Ζενέτ προτείνει τους ακόλουθους τρεις τύπους εστίασης της τριτοπρόσωπης αφήγησης:

•   Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα. Αντιστοιχεί στην αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή.

•   Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: η αφήγηση παρακολουθεί ένα από τα
πρόσωπα ή ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται.

•   Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή ο ήρωας δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του (π.χ. αστυνομικά μυθιστορήματα).

0 χρόνος της αφήγησης

Τρεις χρονικές τοποθετήσεις της αφήγησης χρονικά, σε σχέση με την ιστορία, είναι πιθανές: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με βάση αυτά τα χρονικά επίπεδα, η αφήγηση μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών:

•   Η μεταγενέστερη αφήγηση. Είναι η πιο συχνή. Διηγούμαστε την ιστορία αφού έχει εξ ολοκλήρου συντελεστεί.

•   Η προγενέστερη αφήγηση, που προηγείται της έναρξης της ιστορίας.

•   Η ταυτόχρονη αφήγηση, της οποίας η εκφώνηση είναι σύγχρονη της ιστορίας.

•   Η παρέμβλητη  αφήγηση, όπου ο αφηγητής διηγείται μαζί με τα γεγονότα που συντελέστηκαν και τις σκέψεις που του έρχονται κατά τη στιγμή της γραφής.

H χρονική σειρά των γεγονότων

Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και τις διακρίνουμε σε:

Αναδρομικές αφηγήσεις I αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.

Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για γεγονότα που θα γίνουν αργότερα.

Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η ομαλή, φυσική χρονική σειρά:

•   In medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των πραγμάτων», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν γίνεται κουραστική.

•   Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια αφήγηση που αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες, δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν  την ομαλή ροή του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση μέσα στην  αφήγηση»
ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση ή εγκιβωτισμός.

•   Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή διακοπή της φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου.

•   Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.

•   Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί τα γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική.

Η χρονική διάρκεια

0 χρόνος της αφήγησης έχει τις ακόλουθες σχέσεις με τον χρόνο της ιστορίας, με κριτήριο τη διάρκεια των γεγονότων:

O χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής  συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές) γεγονότα που
έχουν μεγάλη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης  επιταχύνεται.

•   Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο  της ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει τον χρόνο (διαστολή του  χρόνου) και παρουσιάζει αναλυτικά γεγονότα που διαρκούν ελάχιστα.
Με τον τρόπο αυτό επιβραδύνεται ο ρυθμός της αφήγησης.

•   Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, συνήθως  σε διαλογικές σκηνές.

Για να συντομεύσει τον χρόνο της αφήγησης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές:

•   Επιτάχυνση: παρουσιάζει σύντομα γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια.

•   Παράλειψη: κάποια γεγονότα δεν τα αναφέρει καθόλου, επειδή δεν σχετίζονται με την ιστορία.

Περίληψη: παρουσιάζει συνοπτικά τα ενδιάμεσα γεγονότα.
•Έλλειψη ή αφηγηματικό κενό:
ο αφηγητής παραλείπει ένα τμήμα της  ιστορίας ή κάποια γεγονότα που εννοούνται εύκολα ή δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή.

Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας διευρύνει τον χρόνο της αφήγησης είναι:

•Η επιβράδυνση: γεγονότα που έχουν μικρή διάρκεια στην πραγματικότητα παρουσιάζονται εκτεταμένα στην αφήγηση.

Η χρονική συχνότητα

Η αφηγηματική συχνότητα καθορίζεται από τη σχέση της εμφάνισης ενός γεγονότος στην ιστορία και της έκθεσής του μέσα στην αφήγηση. Έτσι, μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση αυτού που έγινε μία φορά, επαναληπτική είναι η επανάληψη X φορές αυτού που έγινε μια φορά, θαμιστική είναι αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε X φορές και πολυμοναδική είναι η αφήγηση X φορές αυτού που έγινε X φορές.

Στοιχεία πλοκής –Δραματικά απρόοπτα

Κάποιο γεγονότα   συμβαίνουν ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει ο θεατής και αλλάζουν την πορεία του μύθου.

Αφηγηματικοί τρόποι

Μέρος των αφηγηματικών τεχνικών ενός κειμένου είναι και οι αφηγηματικοί τρόποι που απαντούν στο ερώτημα «πώς αφηγείται» κάποιος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος αφηγηματικές τεχνικές είναι ευρύτερος και σ’ αυτόν υπάγονται και οι τρόποι με τους οποίους αφηγείται κάποιος και οι οποίοι είναι οι εξής:

Έκθεση ή αφήγηση: είναι η παρουσίαση γεγονότων και πράξεων, την οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διέκριναν σε «διήγηση» και «μίμηση». Στη διήγηση ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία με τη δική του φωνή, ενώ στη μίμηση δανείζεται τη φωνή άλλων προσώπων.

•   Διάλογος: είναι τα διαλογικά μέρη σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο.

•   Περιγραφή: η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, η αφήγηση καταστάσεων.

•   Σχόλιο: η παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, έξω από τη ροή της αφήγησης, που στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μια επιβράδυνσή της.

•   Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η πιστή απόδοση σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων σε γ’ πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο. To τμήμα αυτό φαίνεται να ανήκει στην καθαρή αφήγηση, στην ουσία όμως εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο.

•   Εσωτερικός μονόλογος: η απόδοση των σκέψεων ή συναισθημάτων σε  α’ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα.

Κείμενα Νεοελληνική λογοεχνίας  Α΄λυκείου – βιβλίο  καθηγητή.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1115

Αξιολόγηση Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1099

Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ – Γ’ ΤΑΞΗ

Πηγή : http://www.scribd.com/doc/40422985/%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%9F%CE%A4%CE%95%CE%A7%CE%9D%CE%99%CE%91-%CE%9A%CE%91%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%98%CE%A5%CE%9D%CE%A3%CE%97%CE%A3-%CE%93-%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%97

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1085

ΥΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΥΦΟΣ

ΥΦΟΣ είναι ο ιδιαίτερος εκείνος τρόπος, με τον οποίο ο συγγραφέας εκφράζει τον ψυχικό του κόσμα Είναι θα λέγαμε τα «δακτυλικά αποτυπώματα» του πνεύμα­τος και της ψυχής του. Και μην ξεχνάμε το λεχθέν: «Το ύφος είναι ο άνθρωπος».

Αρετές ύφους: Σαφήνεια, κυριολεξία, ακρίβεια, φυσικότητα, ευγένεια, ευπρέπεια, ποι­κιλία, λιτότητα (όχι πομπώδεις φρασεις), αρμονία (ευάρεστο ακουστικό αίσθημα – κα­τάλληλη εκλογή λέξεων ή φράσεων).

Σφάλματα ύφους (ελαττώματα): α) βαρβαρισμός (= παράβαση γραμματικών κανό­νων), β) σολοικισμός (- παράβαση συντακτικών κανόνων), γ) νεολογισμός (= εκτεταμένη χρήση νέων, ξένων ή και ανύπαρκτων λέξεων), δ) ιδιωματισμός (= κατάχρηση λέξεων που δεν χρησιμοποιούνται στις εκφράσεις μας), ε) αναχρονισμός (= απόδοση συνηθειών και ιδεών σε ανθρώπους μιας εποχής κατά την οποία οι συνήθειες και οι ιδέες αυτές ήταν άγνωστες: π.χ. ο ιπποτισμός των αρχαίων Ελλήνων – ενώ είναι ιδέα του Μεσαίωνα στ) ανάμειξη δημοτικής και καθαρεύουσας.

Κατηγορίες ύφους (ένταση και τονισμός περιεχομένου)

1. Απλό (ή αφελές): χωρίς λογοτεχνικά στολίδια

(π,χ. Αλ. Παπαδιαμάντης).

2. Μέσο (ή γλαφυρό ή κομψό): ανάμεσα στο απλό και το υψηλό (πλούτος και ποικι­λία εκφραστικών μέσων, π,χ. Στρ. Μυριβήλης).

3. Υψηλό (ή αδρό): μεγαλείο, σφοδρότητα, μεγαλοπρέπεια, υψηλές ιδέες (π.χ. Δίον. Σολωμός, Κ. Παλαμάς).

4. Μικτά συνδυασμός των προηγούμενων κατηγοριών.

5. Α νόλογα με “το θέμα του: ρητορικό, αφηγηματικό, ιστορικό, λυρικό, επικό, τραγι­κό, ελεγειακό-

«Μη ζητάς ένα ύφος: σκέψου, μελέτα, δούλεψε, αγάπα, ζήσε – και τότε θα το βρεις» .

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

(Στολίδια ύφους)

Α. Σχήματα λέξεων

1. Μεταφορά («μεταφέρουμε» τη σημασία μιας λέξης σε μια άλλη κατ’ αναλογία: π.χ. «τρικυμία ψυχής»). Η μεταφορά είναι στην ουσία μια σύντομη παρομοίωση και λείπει το «σαν»: π,χ. «η ψυχή του ήταν σαν θάλασσα-».

2. Μετωνυμία (αντικατάσταση μιας λέξης με άλλη: π,χ. χακί αντί στρατός, Άρης αντί πόλεμος).

3. Συνεκδοχή (όταν παίρνουμε το μέρος αντί του όλου και αντίστροφα: π.χ. «χαίρε­ται ο Τούρκος στ’ άλογο κι ο Φράγκος στο καράβι», Δημοτικό, αντί οι Τούρκοι – οι Φράγκοι).

4. Αλληγορία (άλλα εννοούμε κι άλλα γράφουμε. Π.χ.  «Μέριασε βράχε (= Τουρκία -Τούρκοι) να διαβώ το κύμ’ (= η επαναστατημένη Ελλάδα) ανδρειωμένο»)

5. Αντονομασία (αντικατάσταοη προσηγορικών ονομάτων με κύρια και αντίστροφα: π,χ. Σωκράτης αντί σοφός, ο Γέρος του Μοριά αντί Κολοκοτρώνης).

6. Παραδοξολογία ή οξύμωρο (όταν έχουμε δύο λέξεις που η μία αποκλείει την άλλη: π.χ. «… μια νέα γραία», «Νύμφη ανύμφευτε»).

7.Λιτότητα (η χρησιμοποίηση αντίθετης έννοιας με άρνηση: π.χ. «Δεν ξέρω» αντί αγνοώ).

8. Ευφημισμός (η απόδοση, σε κάτι που φοβόμαστε, καλού ονόματος: π,χ, «Ειρηνι­κός ωκεανός»).

9.Υπερβολή (μεγαλοποίηση αντικειμένων πέραν των φυσικών τους ορίων: π,χ. «Τ’ αδέρφια σχίζουν τα βουνά και δέντρα ξεριζώνουν», Δημοτικό).

10. Αναστροφή (όταν η επόμενη πρόταση αρχίζει από τη λέξη με την οποία τελειώ­νει η προηγούμενη: π.χ. «Αφέντη μου, στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν /φέγγουν στους ξένους να δειπνούν.», Δημοτικό).

11. Έλλειψη ή βραχυλογία (η αφαίρεση μιας ή περισσότερων λέξεων από μια φράση για συντομία και ζωηρότητα: π.χ. «Κι αν είστε εσείς νερόχαρες, / το τραγούδι μου [ είναι] κύμα_», Κ. Παλαμάς).

12. Πλεονασμός (αντίθετο της έλλειψης – ύπαρξη περιττών λέξεων: π,χ. «Τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά τον βασιλέα;», Γ. Βιζυηνός).

11. Επανάληψη ή επαναφορά ή αναφορά (όταν αλλεπάλληλες προτάσεις ή ενότητες αρχίζουν με την ίδια λέξη: π.χ. «Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’αηδόνια, /κρυφά το λέει κι ο Γούμενος_», Δημοτικό).

14. Παλιλλογία ή αναδίπλωση ή επαλληλία (ένα είδος πλεονασμού = επανάληψη μιας λέξης ή φράσης: π,χ. Για πες μας, πες μας, σταυραητέ, τι κάνουν οι δικοί μας», Δημοτικό).

15. Περίφραση (όταν μια έννοια, που μπορεί ν’ αποδοθεί μονολεκτικά, διατυπώνεται με περισσότερες λέξεις: π.χ. «το άστρο της ημέρας» αντί ο ήλιος, «Δήμητρος καρπός» αντί σίτος).

16. Δίπλωση (όταν μια λέξη επαναλαμβάνεται ασύνδετος, για έμφαση: π.χ. «Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχε.», Αλ. Παπαδιαμάντης)

17. «Εν δια δυοίν» (παράταξη δύο εννοιών, εκ των οποίων η μία είναι προσδιορισμός της άλλης: π,χ. «Γυναίκες, πού είναι οι άντρες σας και οι καπεταναίοι» , Δημοτι­κό).

18.Ασύνδετο-Πολυσύνδετο (παράταξη αλλεπάλληλων εννοιών ή προτάσεων χωρίς κανένα σύνδεσμο: π,χ. «Σημαίνει ο θεός» σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουρά­νια…», Δημοτικό).

Β. Σχήματα νοημάτων

1.  Προσωποποίηση (απόδοση ιδιοτήτων έμψυχων λοντων σε άψυχα: π,χ. «Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν», Δημοτικό).

2. (μία εκτεταμένη μεταφορά =

μάτων που έχουν ομοιότητα μεταξύ τους, για να καταστήσουμε το ένα απ’ αυτά πιο αισθητό και ζωηρά π.χ. «Μεγάλο σαν ψηλό βουνό κι ίσιο σαν κυπαρίσσι-», Δημοτικό).

3. Αντίθεση (παράθεση δύο αντίθετων εννοιών: π,χ. φτωχός-πλούσιος, νέος-γέρος).

4.  Υποφορά (όταν ρωτάμε κάτι και με πρώτη: π,χ. «Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένος/ μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει», Δημοτικό).

5. Κλιμακωτό (παρουσίαση ιδεών σε μια βαθμιαία σειρά και ακολουθία: π,χ. «όμορ­φη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία», Δίον. Σολωμός).

Γ. Σχήματα από τη θέση των λέξεων

1. Υπερβατό (αποχωρισμός λέξης από εκείνη την οποία προσδιορίζει, με την παρεμ­βολή άλλων: π,χ. «πίνει το κρινοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι», Δημοτικό).

2. Χιαστό (σε δύο διαδοχικές φράσεις, η δεύτερη περιέχει στοιχεία σε τάξη αντί­στροφη της πρώτης: π.χ. «Το ντουφέκι ανάβει, αστράφτει, / λάμπει, κόφτει το σπαθί», Διον. Σολωμός).

3. Πρωθύστερο (η δεύτερη από τις δύο έννοιες προηγείται λογικά της πρώτης: π.χ. «Ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε και στο πηγάδι εμπήκε», Δημοτικό)

4. Κύκλος (όταν μια φράση αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη: π.χ. «Σταθήτε ανδρείοι σαν Έλληνες και σαν Γραικοί σταθήτε», Δημοτικό)

5.  Ομοιοτέλευτο (όταν οι περίοδοι τελειώνουν με ομόηχες συλλαβές π.χ. «Τρίβε τα σίδερα τα στοιχειωμένα, κάμε τα σκουριά να πέσουν απ’ τα χέρια τα δεμένα», Γ. Βλαχογιάννης).

6. Παρήχηση (επανάληψη ίδιων συμφώνων = τεχνική επανάληψη ήχων για δημιουρ­γία ευχάριστου αισθήματος: π.χ. «Μύριοι κρότοι αντηχούν εις τα άντρα και εις τους βράχους- Και άλμη και θάλπος ηλίου, καθίστα μελαψός τας όψεις των αν­θρώπων», Αλ. Παπαδιαμάντης· επανάληψη του «ρ» στην πρώτη πρόταση και του «λ» στη δεύτερη).

ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΝΟΗΜΑΤΩΝ

Α. Όταν μια ιδέα παρουσιάζει αντίθεση :

Με τις εκφράσεις: αντίθετα, απεναντίας, αντίστροφα, αντί γι’ αυτό, δε συμβαίνει το ίδιο, οι απόψεις που διατυπώνονται είναι διαμετρικά αντίθετες, θα διατυπωθεί ίσως η αντίρρηση, υποστηρίζεται όμως από πολλούς ότι… κλπ.

[Οι παρακάτω εκφράσεις μπορεί να τεθούν μέσα σε μια παράγραφο, ανάλογα με τις ιδέες που θα διατυπώσουμε σε αυτήν, ή να αποτελούν μεταβατικό – συνδετικό κρίκο της μίας παραγράφου με την επόμενη].

Β. Όταν προσθέτουμε ιδέες που συγκλίνουν τις συνδέουμε με τις εκφράσεις:

Επίσης, εξάλλου, ακόμα, εκτός απ’ αυτό, το ίδιο συμβαίνει, ένα άλλο εξίσου (δυσάρεστο – ευχάριστο- θετικό – αρνητικό) επακόλουθο, αξίζει να προσθέσουμε ότι, δε φτάνει μόνο αυτό, χρειάζεται και… κατ’ επέκταση

Γ. Όταν δύο ιδέες αλληλοσυμπληρώνονται συνδέονται με:

Αφενός, – αφετέρου, πρώτα – έπειτα, κατά πρώτο – κατά δεύτερο λόγο, πρώτα-πρώτα … ύστερα, πρώτα, πρώτα – τέλος.

Δ. Όταν θέλουμε να τονίσουμε τη δεύτερη ιδέα περισσότερο από την πρώτη:

Όχι μόνο – αλλά ακόμη, όχι μόνο- αλλά επίσης, επιπλέον εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία, το σημαντικότερο (ή χειρότερο) από όλα, αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι, ας σημειωθεί ότι

Ε. Όταν τρεις ιδέες συμπληρώνουν η μία την άλλη:

Αφενός – αφετέρου – τέλος, κατά πρώτο λόγο – κατά δεύτερο – κατά τρίτο

Στ. Όταν μία ιδέα περιορίζει μία προηγούμενη εκφράζοντας επιφύλαξη:

Αλλά, όμως, ωστόσο, κι όμως, άλλωστε, φυσικά, επίσης, βέβαια, εντούτοις

Ζ. Όταν θέλουμε να ανακεφαλαιώσουμε ή να διατυπώσουμε συμπεράσματα:

Επομένως, γι΄ αυτό, έτσι, λοιπόν

Η. Όταν συνδέουμε προτάσεις που δείχνουν χρόνο:

Έπειτα, εντωμεταξύ, αργότερα, τώρα, προηγουμένως, συγχρόνως, ταυτόχρονα, αμέσως

Θ. Όταν μια ιδέα αποτελεί αιτία ή αποτέλεσμα άλλης:

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα (συνέπεια), προϋπόθεση (συνέπεια) όλων αυτών είναι, αυτό δε θα γινόταν αν, τις αιτίες αυτού πρέπει να (ή θα) τις αναζητήσουμε σε, αυτό οφείλεται σε, από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, είναι σαφές ότι, γι΄ αυτό το λόγο.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/53

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση