Κατηγορία: Αρχαία Α’ Λυκείου
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4723
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4721
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4663
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3660
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3658
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3645
Σεπ 21 2014
Μικρό Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών
Α
ἀγὼν= ο δικαστικός αγώνας (ἀγωνίζομαι = διεξάγω δικαστικό αγώνα)
ἄγω καὶ φέρω= λεηλατώ
ἄδεια= έλλειψη φόβου, ασφάλεια
ἆθλον= έπαθλο, βραβείο
ἀθυμία= στενοχώρια, δειλία
αἰτίαν λαμβάνω ή αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος= κατηγορούμαι από κάποιον
(αιτία= κατηγορία)
αἰτιαομαι -ῶμαί τινα= κατηγορώ κάποιον/ αἰτία= κατηγορία ≠ αἰτέω –ῶ= ζητάω
ἀλλότριος= ξένος
ἀμύνω τινὰ = εκδικούμαι κάποιον/ ἀμύνω τινὶ = βοηθώ κάποιον
ἀναιρῶ (για θεό, μαντείο) = δίνω χρησμό
ἀναιρῶ/ ἀναιροῦμαι τοὺς νεκροὺς= περισυλλέγω τους νεκρούς για ταφή
ἀναίρεσις= περισυλλογή νεκρών για ταφή/ καταστροφή/ φόνος
ἀνδράποδον= δούλος/ ἐξανδραποδίζω= υποδουλώνω
ἀπάγω= οδηγώ, απομακρύνω
ἀποδημῶ= είμαι μακριά από την πατρίδα μου
ἀποκνέω- ῶ= διστάζω
ἀπολείπω= εγκαταλείπω, αφήνω
ἀπολύω τινὰ τάς αἰτίας= απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία
ἀποφαίνομαι+ κτγ μτχ= εκφράζω τη γνώμη μου/ συμβουλεύω να
ἀποφαίνω + κτγ μτχ= αποδεικνύω ότι
ἀποφεύγω τὴν δίκην= αθωώνομαι
ἀποψηφίζομαί τινος= αθωώνω κάποιον
ἀρχὴ= έναρξη, εξουσία
αὐτοκράτωρ= αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, με απόλυτη εξουσία
αὐτὸς + δοτική αντικειμενική= ο ίδιος
πράγματα παρέχω τινί= ενοχλώ κάποιον / πράγματα ἔχω ή πράγματα λαμβάνω παρά τινος= ενοχλούμαι
ἀτιμία= ντροπή, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων/ ἄτιμος = αυτός που έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα
ἀφίσταμαί τινος= απομακρύνομαι από κάποιον, αποστατώ
Β
βαρέως ή χαλεπῶς φέρω= αγανακτώ, οργίζομαι
βέβαιος= ασφαλής, σταθερός
βιάζομαι τὸν ἔκπλουν= εκβιάζω την έξοδο από το λιμάνι
Γ
γίγνομαι ἀνάστατος= καταστρέφομαι ολοκληρωτικά
γραφή, δίκη, εἰσαγγελία, ἔγκλημα= κατηγορία, καταγγελία
Δ
διαγιγνώσκω= αποφασίζω
δίαιτα= τρόπος ζωής
διαλέγομαι= συζητώ
διαλλάτω= συμφιλιώνω
διαπράττομαι= κατορθώνω, πετυχαίνω
διαρρήδην= ρητά
διαφέρω τινός= διαφέρω, υπερέχω κάποιου
διαχρώμαι τι ή τινά= καταστρέφω, φονεύω
διδάσκω= πληροφορώ, διαφωτίζω
διεξέρχομαι= μνημονεύω αναλυτικά
δικάζω (φεύγω, γράφομαι, ὀφλισκάνω) δίκην + γενική της αιτίας = καταδικάζομαι για.
δίκας δίδωμι= δέχομαι να υποβληθώ σε δίκη
δίκην δίδωμί τινι ή δίκην δίδωμι ὑπό τινος= τιμωρούμαι από κάποιον
δίκην δίδωμι τινί τινός= τιμωρούμαι για κάτι από κάποιον
δίκην λαμβάνω παρά τινός= τιμωρώ κάποιον
διώκω= κατηγορώ, εξορίζω, καταδιώκω ≠ φεύγω= κατηγορούμαι, εξορίζομαι, καταδιώκομαι / φυγή= η εξορία, ὁ διώκων= ο κατήγορος
δῆμος= ο λαός, η δημοκρατία, οι δημοκρατικοί
δοκιμάζομαι = υποβάλλομαι σε δοκιμασία
δόξα= γνώμη, ιδέα, υπόληψη, φήμη
δῃόω- ῶ= λεηλατω (δήωσις= λεηλασία)
Ε
ἔαρ, ἦρ= άνοιξη (ἅμα τῷ ἦρι= με την άνοιξη)
ἐγκαλῶ τινί τι= κατηγορώ κάποιον για κάτι
ἐγχωρεῖ= είναι δυνατό, επιτρέπεται να…
εἴθισμαι (εἴωθα)= συνηθίζω
ἐκβάλλω τινὰ= εξορίζω ≠ ἐκπίπτω ὑπό τινος= εξορίζομαι
ἑκποδὼν ποιοῦμαί τινα= διώχνω ≠ ἑκποδὼν γίγνομαι= βγαίνω από τη μέση
ἔλαττον ἔχω τινὸς= μειονεκτώ# πλέον ἔχω= πλεονεκτώ
ἐμποδών εἰμι ή γίγνομαί τινι= είμαι εμπόδιο σε κάποιον
ἒνὶ (ἔνεστι), πάρι (πάρεστι)= είναι δυνατό
ἐν ἐμοί ἐστι= εξαρτάται από μένα
ἐν ἀπορίᾳ εἰμὶ= βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
ἐνιαυτὸς= έτος, χρόνος
εὖ λέγω τινὰ= επαινώ≠ εὖ ἀκούω ὑπό τινος= επαινούμαι
εὖ πάσχω ὑπό τινος= ευεργετούμαι
εὖ ποιῶ τινα= ευεργετώ κάποιον≠ εὖ πάσχω ὑπό τινος= ευεργετούμαι
εὖ πράττω= ευτυχώ ≠κακῶς πράττω= δυστυχώ
εὖ φρονῶ= είμαι συνετός
ἐπαγγέλλομαι= υπόσχομαι
ἐπεξέρχομαι= επιτίθεμαι
ἐπέρχεται= μου έρχεται κάτι στο μυαλό
ἐπιτρέπω τινί τι= εμπιστεύομαι, αναθέτω σε κάποιον κάτι
ἐπιβουλεύω τινί= σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου
ἐπιδημῶ, ἐνδημῶ= βρίσκομαι στην πατρίδα μου# ἀποδημῶ= είμαι μακριά από την πατρίδα μου
ἐπιλαμβάνομαι τινός= ασχολούμαι με κάτι
ἐπιλανθάνομαι= λησμονώ
ἐπισκήπτω= διατάζω, δίνω εντολή
ἐπισκοπῶ= εξετάζω, επιθεωρώ
ἐπιστέλλω= παραγγέλνω (με επιστολή)
ἐπιτήδειος= κατάλληλος, χρήσιμος, φιλικός
ἔργον ἐστὶ+ απαρέμφατο= είναι δύσκολο να
ἐάω -ῶ τινά (τι) χαίρειν= αφήνω να πάει στο καλό
ἕως= η αυγή (ἅμα τῇ ἕῳ= με την αυγή)
ἐφίεμαί τινος= επιθυμώ
ἐφίσταμαι= προΐσταμαι
ἐφορῶ= επιβλέπω, παρατηρώ
Ζ
ζημία= τιμωρία, πρόστιμο
Θ
θεωρός= πρεσβευτής σε μαντείο ή θεατής σε αγώνες
Ι
ἱκέτης= ικέτης# οἰκέτης= ο δούλος
Κ
καθεύδω= κοιμάμαι
καθίστημι= εγκαθιστώ, διορίζω
κάθοδος= επιστροφή στην πατρίδα από την εξορία
καιρός= η ευκαιρία
κακῶς λέγω τινὰ= κακολογώ≠ κακῶς ἀκούω ὑπό τινος= κακολογούμαι
κακῶς ποιῶ τινα= κακοποιώ, βλάπτω≠ κακώς πάσχω υπο τινός= κακοποιούμαι, βλάπτομαι
κακῶς πράττω= δυστυχώ
καρπόομαι- οῦμαι= εκμεταλλεύομαι
καταγιγνώσκω τινός τι= καταδικάζω (κατηγορώ) κάποιον για κάτι
κατάγω (καθίημι) τὸν φυγάδα = επαναφέρω τον εξόριστο από την εξορία στην πατρίδα
καταλείπω= αφήνω πίσω, κληροδοτώ/ εγκαταλείπω
καταμαρτυρῶ= κατηγορώ
καταψηφίζομαι τινός= καταδικάζω κάποιον
κατέρχομαι= επανέρχομαι από την εξορία στην πατρίδα
κελεύω= (για κατώτερο)= παρακαλώ, (για ίσο)= συμβουλεύω, (για ανώτερο)= προστάζω
κέρας= άκρο της στρατιωτικής παράταξης
κίνδυνος= ο δικαστικός αγώνας
κρατῶ+ τινά= νικώ
κρατῶ τινος= κυριαρχώ, είμαι ανώτερος, κύριος κάποιου
κρίνομαι= δικάζομαι/ κρίσις= δίκη/ ἄκριτος= αδίκαστος, ο χωρίς δίκη
κύριος εἶμι+ απαρέμφατο= έχω την εξουσία να…
κύριος νόμος= ο νόμος που ισχύει
κύριος= έγκυρος, κυρίαρχος
κωλύμη, κώλυμα= εμπόδιο
Λ
λαμβάνω δίκην= τιμωρώ
λείπομαι τινός= στερούμαι
λῆμμα= ωφέλεια, κέρδος
λογίζομαι= σκέφτομαι, υπολογίζω
λοιδορῶ= κατηγορώ, συκοφαντώ/ λοιδορία= η συκοφαντία
λυμαίνομαι= κακοποιώ, καταστρέφω
λυσιτελῶ τινί= ωφελώ
Μ
μέγα φρονῶ= υπερηφανεύομαι
μέλει (απρόσωπο)= ενδιαφέρει να/ μέλλει (απρόσωπο)= πρόκειται να…
μέλλω= πρόκειται να
μέλημά ἐστί μοί τινος= ενδιαφέρομαι για κάτι
μεταμέλειά ἐστί μοί τινος= μετανιώνω για κάτι
μεταπέμπομαι= προσκαλώ.
μετέρχομα= επιδίωκω
μέτεστι μοι τινός= μετέχω σε κάτι
μετουσία εστί μοι τινός= συμμετέχω σε κάτι
Ν
νέμομαι τι= καρπώνομαι κάτι
Ο
ὁμιλία= συναναστροφή, επικοινωνία
ὁμολογῶ τινί= συμφωνώ με κάποιον ή κάτι.
ὅμορος+ δοτική αντικειμενική= γειτονικός
ὄνειδος= ντροπή, προσβολή
οἱ λέγοντες= οι ρήτορες
οἱ ἐν τῇ πόλει= οι πολίτες
οἱ πολλοὶ= ο λαός
οἱ προσήκοντες= οι συγγενείς
οἱ προσθὲν= οι πρόγονοι
οἰκέτης= ο δούλος
οἰὸν τ’ ἐστὶ+ απαρέμφατο (απρόσωπο)= είναι δυνατό να…
οἷος τ’ εἰμῖ+ τελικό απαρέμφατο (προσωπικό)= μπορώ να…
οὐσία= περιουσία
οἴχομαι= αναχωρώ≠ ἥκω= έχω έρθει
Π
παραγίγνομαι, πάρειμι τινί= παραβρίσκομαι, βοηθώ
παρακαλῶ= προσκαλώ, προτρέπω, παρακινώ
παρακελεύομαι= προτρέπω
παρέρχομαι, ἀνίσταμαι= ανεβαίνω στο βήμα (οἱ παριόντες = οι ρήτορες)
παρέχω πράγματα τινί= ενοχλώ κάποιον
παρέχει= είναι δυνατό, επιτρέπεται να…
παρίημι= παραμελώ
παρίσταται μοι+ απαρέμφατο= μου έρχεται στο μυαλό να
παρίσταται μοι τι= μου έρχεται κάτι στο μυαλό
παρρησία= ελευθερία λόγου
περὶ πολλοῦ (πλειόνος) ποιοῦμαι= ενδιαφέρομαι πολύ (περισσότερο) για κάτι, εκτιμώ, θεωρώ μεγάλης αξίας
περιγίγνομαι τινός= κυριαρχώ, νικάω, υπερτερώ, υπερισχύω
περιορῶ+ αιτιατική+ κατηγ. μτχ = ανέχομαι να…, επιτρέπω να… περιφρονώ, βλέπω με απάθεια να…
πέφυκα οὕτως= είμαι από τη φύση μου έτσι
πληρόω- ῶ= γεμίζω, εξοπλίζω
πλῆθος= ο δήμος, η δημοκρατική πλειοψηφία
πολιτεία= τα πολιτικά δικαιώματα, το πολίτευμα, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα.
πράττω τὰ τῆς πόλεως= παίρνω μέρος στη διοίκηση της πόλης
πρᾶγμα= η υπόθεση
προσγίγνομαι= προστίθεμαι
προσέχω τὸν νοῦν τινι= στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή κάποιον
προσίεμαι τινί= πλησιάζω
πυνθάνομαι= πληροφορούμαι
πύστις= ερώτηση, πληροφορία
Σ
σημεῖον= απόδειξη
σκοπῶ= παρατηρώ/ σκοποῦμαι= παρατηρώ προσεκτικά
σπονδαί= ανακωχή, συνθήκη, ειρήνη
σπουδή= βιασύνη, προθυμία
στάσις= πολιτική αναταραχή, επανάσταση
στρατεία= εκστρατεία/ στρατιά= στράτευμα
συγγίγνομαι τινί= συναναστρέφομαι
συγγιγνώσκω τινί= συμφωνώ/ συγχωρώ
συγγνώμην (δίδωμι) ἔχω τινὶ= συγχωρώ/ συγγνώμης τυγχάνω ὑπό (παρά) τινος= συγχωρούμαι
συγχωρῶ τινί= συμφωνώ
συλλέγω= συγκεντρώνω
συνδιαλλάττω= συμφιλιώνω
σύνειμι τινί= συναναστρέφομαι (οἱ συνόντες= οι μαθητές)
Τ
τὰ ἐπιτήδεια= τα απαραίτητα τρόφιμα
τὰ τέλη, οἱ ἐν τέλει ὄντες, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες = οι άρχοντες
τελευτάω- ῶ= τελειώνω, πεθαίνω
τέμνω= λεηλατώ
τιμῶ (σαν δικαστής) τιμῶμαι (σαν αντίδικος) + γενική αντικειμενική = προτείνω ως ποινή
τιμῶ θανάτου= καταδικάζω σε θάνατο
τιμωρῶ τινα ή τιμωροῦμαι τινά = τιμωρώ / τιμωρῶ τινί = βοηθώ κάποιον
τυγχάνω δίκης υπό τινός= τιμωρούμαι
Υ
ὑπείκω τινὶ= υποχωρώ σε κάποιον
ὑπολαμβάνω+ ειδικό απαρέμφατο= νομίζω/ ὑπολαμβάνω= παίρνω το λόγο (αμτβ)
Φ
φείδομαι τινός= εξοικονομώ, δε σπαταλώ, λυπάμαι
φέρω ψήφον= ψηφίζω
φεύγω (δίκην ή γραφήν)+ γενική της αιτίας= δικάζομαι για…
φεύγω= δικάζομαι (στην πολιτική= εξορίζομαι)/ ὁ φεύγων= ο κατηγορούμενος (ο εξόριστος)
φιλοτιμία= η αγάπη της τιμής
φυλακή= φρούρηση, φρουρά, προσοχή
φυλακήν ποιούμαι= φρουρώ
Χ
χαλεπός= δύσκολος, δυσάρεστος
χάριν ἔχω/ οἶδά/ ἀποδίδωμί τινὶ= χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον
χειμών= κακοκαιρία
χειροτονοῦμαι= εκλέγομαι
χρήματα= περιουσία, αγαθά, κτήματα
χρηστήριον= μαντείο , χρησμός
χωρέω- ῶ= προχωρώ, βαδίζω
χωρίον= τοποθεσία, μέρος
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3174
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3160
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2849
Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/437
- 1
- 2
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών