Κατηγορία: Γραμματική Νέας Ελληνικής

Το Εγκόλπιο της Ορθής Γραφής- Δ.Ν Μαρωνίτης

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/4733

Ορθογραφία

Ορθογραφία

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2477

Πίνακας αρχαίων Μετοχών Παθητικού Παρακειμένου σε χρήση στη Νεοελληνική Γλώσσα

Μετοχή Ρήμα Σημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένος αναμίγνυμαι = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακείαναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένος αναπετάννυμαι = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένος ανασυνδέομαι = αυτός που έχει ανασυνδεθεί
ανατεθειμένος ανατίθεμαι = αυτός που έχει ανατεθείανατεθειμένη παραγγελία,
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένος αναλαμβάνομαι = αυτός που έχει αναληφθείανειλημμένη υποχρέωση,
ανειλημμένη ευθύνη,
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένος αναστρέφομαι = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένοςανεστραμμένο σχήμα,
ανεστραμμένη πολικότητα,
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένος ανάγομαι = αυτός που έχει αναχθείανηγμένη μεταβολή,
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένος αντιστρέφομαι = αυτός που έχει αντιστραφείαντεστραμμένοι ρόλοι,
αντεστραμμένοι όροι,
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
απεγνωσμένος απογιγνώσκομαι = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωσηαπεγνωσμένη προσπάθεια,
απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένος αποστέλλομαι = αυτός που έχει αποσταλείειδικός απεσταλμένος,
απεσταλμένη επιστολή,
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένος απευθύνομαι = αυτός που έχει απευθυσθείαπευθυσμένο έντερο =
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένος απαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
απογεγραμμένος απογράφομαι = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένοςαπογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένος αποδεικνύομαι = αυτός που έχει αποδειχθείείναι αποδεδειγμένο,
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένος αποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθείκαλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος

αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)

απομεμακρυσμένος απομακρύνομαι = αυτός που έχει απομακρυνθείαπομεμακρυσμένος συνδρομητής,
απονενοημένος απονοούμαι = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένος αποσυνδέομαι = αυτός που έχει αποσυνδεθείαποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
αποσυντεθειμένος αποσυντίθεμαι = αυτός που έχει αποσυντεθείαποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένος αποτίθεμαι = αυτός που έχει αποτεθείαποτεθειμένος οπλισμός,
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένος αποτέμνομαι = αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένος απωθούμαι = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένος αυτοδιεγείρομαι = αυτός που έχει αυτοδιεγερθείαυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένος αφαιρούμαι = αυτός που έχει αφαιρεθείαφηρημένα ουσιαστικά,
αφηρημένη έννοια,
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος
βαρύνομαι = αυτός που έχει βαρυνθείβεβαρημένο ποινικό μητρώο,
βεβαρημένο παρελθόν,
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένος βιάζομαι = αυτός που έχει βιασθείβεβιασμένη ενέργεια,
βεβιασμένη κίνηση,
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένος γυμνούμαι = αυτός που έχει γυμνωθείτα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένος δηλούμαι = αυτός που έχει δηλωθείδεδηλωμένος εχθρός

αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή

δεδικασμένος δικάζομαι = αυτός που έχει δικασθείτο δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένος δίδομαι = αυτός που έχει δοθείδεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή

δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)

δεδουλευμένος δουλεύομαι = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι,
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένος διαδίδομαι = αυτός που έχει διαδοθείδιαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένος διακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαείδιακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένος διακόπτομαι = αυτός που έχει διακοπείδιακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένος διακρίνομαι = αυτός που έχει διακριθείδιακεκριμένος επιστήμονας,
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένος διαλύομαι = αυτός που έχει διαλυθείδιαλελυμένη οικογένεια,
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένος διασυνδέομαι = αυτός που έχει διασυνδεθείδιασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένος διατίθεμαι = αυτός που έχει διατεθείΔεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένος διατάσσομαι = αυτός που έχει διαταχθείδιατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένος διαστέλλομαι = αυτός που έχει διασταλείδιεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένος διαστρέφομαι = αυτός που έχει διαστραφείδιεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένος διαφθείρομαι = αυτός που έχει διαφθαρείδιεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένος διεγείρομαι = αυτός που έχει διεγερθείδιηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου),
διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένος διπλοεγγράφομαι = αυτός που έχει διπλοεγγραφείδιπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένος εγγράφομαι = αυτός που έχει εγγραφείεγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένος εγκαταλείπομαι = αυτός που έχει εγκαταλειφθείεγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένος εγκατασπείρομαι = αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένος εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθείεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένος εγκρίνομαι = αυτός που έχει εγκριθείεγκεκριμένος τύπος,
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένος γιγνώσκομαι = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητοςεγνωσμένο κύρος,
εγνωσμένη αξία
ειλημμένος λαμβάνομαι = αυτός που έχει ληφθείειλημμένη απόφαση
ειμαρμένος είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίοςειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένος λέγομαι = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένος εισάγομαι = αυτός που έχει εισαχθείεισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένος εκφράζομαι = αυτός που έχει εκφρασθείεκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένος εκτίθεμαι = αυτός που έχει εκτεθείεκτεθειμένος στον άνεμο
εκτεταμένος εκτείνομαι = αυτός που έχει εκταθείεκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένος εμπεριστατώ = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένος εναποτίθεμαι = αυτός που έχει εναποτεθείεναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένος ενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθείενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια,
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένος ενδύομαι = αυτός που έχει ενδυθείενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένος εντάσσομαι = αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένος εντέλλομαι = αυτός που έχει ενταλείεντεταλμένος σύμβουλος,
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένος εντείνομαι = αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένος εκζητούμαι = αυτός που έχει εκζητηθείεξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένος εξάπτομαι = αυτός που έχει εξαφθείεξημμένα πνεύματα
εξηρμένος εξαίρομαι = αυτός που έχει εξαρθείεξηρμένα προσόντα
εξωνημένος εξωνούμαι = αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένος επαναλαμβάνομαι = αυτός που έχει επαναληφθείεπανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένος επανορθούμαι = αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένος επεκτείνομαι = αυτός που έχει επεκταθείεπεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένος επενδύομαι = αυτός που έχει επενδυθείεπενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένος επαίρομαι = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόναςεπηρμένο ύψος
επηυξημένος επαυξάνομαι = αυτός που έχει επαυξηθείέκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένος επιβαρύνομαι = αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένος επιβάλλομαι = αυτός που έχει επιβληθείεπιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένος επιγράφομαι = αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένος επικαλύπτομαι = αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένος επιτρέπομαι = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργοο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένος ρίπτομαι = αυτός που έχει ριφθείΛίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένος σβέννυμαι = αυτός που έχει σβεσθείεσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένος σκάπτομαι = αυτός που έχει σκαφθείυπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένος σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένοςεσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένος σπέυδω
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθείεσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένος σταυρώνομαι = αυτός που έχει σταυρωθείο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένος στεγάζομαι = αυτός που έχει στεγασθείεστεγασμένος χώρος
εστεμμένος στέφομαι = αυτός που έχει στραφείεστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένος στρέφομαι = αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένος σφάλλομαι = αυτός που έχει σφαλείεσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένος σφίγγομαι = αυτός που έχει σφιχθείη μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένος αγιάζομαι = αυτός που έχει αγιασθείΣάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένος εθέλω
(εθέλομαι)
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένοςηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένος αμαρτάνομαι = αυτός που έχει αμαρτηθεί= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος

ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)

ημιανεπτυγμένος ημιαναπτύσσομαι = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένος ενούμαι = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένοςΗνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένος ηττώμαι = αυτός που έχει ηττηθείηττημένη ομάδα,
οι νικητές και οι ηττημένοι
καθειλκυσμένος καθελκύομαι = αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένος καθαγιάζομαι = αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένος καθαιμάσσομαι = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτοςκαθημαγμένος στρατιώτης

καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους,
καθημαγμένη οικονομία

κακοανατεθραμμένος ανατρέφομαι = αυτός που έχει κακοανανατραφείκακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένος καταβάλλομαι = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένος καταγράφομαι = αυτός που έχει καταγραφείκαταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένος κατατίθεμαι = αυτός που έχει κατατεθείκατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένος κατατέμνομαι = αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένος καταλαμβάνομαι = αυτός που έχει καταληφθείκατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου,
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένος καταστέλλομαι = αυτός που έχει κατασταλείκατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένος καθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθείτο κατεστημένο
κατεστραμμένος καταστρέφομαι = αυτός που έχει καταστραφείκατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένος καταψύχομαι = αυτός που έχει καταψυχθείκατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένος κατάγομαι = αυτός που έχει καταχθείκατηγμένη

(= συντεταγμένη στον άξονα z)

κατηραμένος καταρώμαι = αυτός που τον έχουν καταρασθείκατηραμένος όφις
κατηρτισμένος καταρτίζομαι = αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένος καθαίρομαι = αυτός που έχει καθαρθείκεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένος καλύπτομαι = αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένος κάμπτομαι = αυτός που έχει καμφθείκεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένος κείρομαι = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένος κηρύττομαι = αυτός που έχει κηρυχθείκεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένος κλείομαι = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένοςδίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένος καλούμαι = αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένος κλίνομαι = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένοςκεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένος κοιμώμαι = αυτός που έχει κοιμηθείκεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένος κονιώμαι = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθείτάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένος κορέννυμαι = αυτός που έχει κορεσθείκεκορεσμένο διάλυμα,
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένος κεράννυμαι = αυτός που έχει κραθείκεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένος κτώμαι = αυτός που έχει κτηθείκεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένος κυρούμαι = αυτός που έχει κυρωθείκεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένος χαριτούμαι = αυτός που έχει χαριτωθείχαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
λελογισμένος λογίζομαι = αυτός που έχει λογισθείλελογισμένη χρήση
λελυμένος λύομαι = αυτός που έχει λυθεί, λυμένοςλελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένος λογοκρίνομαι = αυτός που έχει λογοκριθείλογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένος μαρτυρούμαι = αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένος μονούμαι = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένος μεταγράφομαι = αυτός που έχει μεταγραφείμεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένος μετατίθεμαι = αυτός που έχει μετατεθείείναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένος νομίζομαι = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένος παραγράφομαι = αυτός που έχει παραγραφείπαραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένος παραδέχομαι = αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένος παραδίδομαι = αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένος παρατίθεμαι = αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένος παρατάσσομαι = αυτός που έχει παραταχθείπαρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένος παρατείνομαι = αυτός που έχει παραταθείπαρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει παρεγγραφείπαρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένος παρεντίθεμαι = αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένος παραστίζομαι = αυτός που έχει παραστιχθείπαρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένος παρέχομαι = αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένος παραφθείρομαι = αυτός που έχει παραφθαρείπαρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένος παρακμάζω
(παρακμάζομαι)
= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένος παροίχομαι = αυτός που έχει παρέλθειπαρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένος παιδεύομαι = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένος παλαιούμαι = αυτός που έχει παλαιωθείπεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένος πατούμαι = αυτός που έχει πατηθείπεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος

ακολουθεί την πεπατημένη

πεπειραμένος πειρώμαι = αυτός που έχει πειραθείπεπειραμένος τεχνίτης,

πεπειραμένος υπάλληλος

πεπεισμένος πείθομαι = αυτός που έχει πεισθείείμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι …
πεπερασμένος περαίνομαι = αυτός που έχει περανθείπεπερασμένη σειρά,
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένος πιέζομαι = αυτός που έχει πιεσθείπεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένος πλανώμαι = αυτός που έχει πλανηθείπεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένος πλατύνομαι = αυτός που έχει πλατυνθείπεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένος πλέκομαι = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακείπεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένος ποιούμαι = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθείπεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένος ποικίλλομαι = αυτός που έχει ποικιλθείχρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένος πράττομαι = αυτός που έχει πραχθείτα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένος πέπρωται = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένος περιβάλλομαι = αυτός που έχει περιβληθείπεριβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει περιγραφείπεριγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένος περιελίσσομαι = αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένος περισκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένος περιστρέφομαι = αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένος περισφίγγομαι = αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένος περικόπτομαι = αυτός που έχει περικοπείπερικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένος περιπλέκομαι = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακείπεριπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένος περιτέμνομαι = αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένος φιλούμαι = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένος φορτίζομαι = αυτός που έχει φορτισθείπεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένος φωτίζομαι = αυτός που έχει φωτισθείπεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένος προβάλλομαι = αυτός που έχει προβληθείπροβεβλημένο θέμα,
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένος προδικάζομαι = αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένος προδιαγράφομαι = αυτός που έχει προδιαγραφείπροδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένος προδιατίθεμαι = αυτός που έχει προδιατεθείείμαι προδιατεθειμένος … (προετοιμασμένος για κάτι …)
προεγγεγραμμένος προεγγράφομαι = αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένος προεγκρίνομαι = αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένος προλαμβάνομαι = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)προειλημμένη απόφαση
προειρημένος προλέγομαι = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένος προεκτείνομαι = αυτός που έχει προεκταθείπροεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένος προεντείνομαι = αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένος προσκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένος προαγιάζομαι = αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένος προάγομαι = αυτός που έχει προαχθείπροηγμένη τεχνολογία,
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένος προκαταβάλλομαι = αυτός που έχει προκαταβληθείπροκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένος προκαταλαμβάνομαι = αυτός που έχει προκαταληφθείείμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένος προχωρούμαι = αυτός που έχει προχωρηθείπροκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένος προσβάλλομαι = αυτός που έχει προσβληθείπροσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένος προσδέομαι (προσδούμαι) = αυτός που έχει προσδεθείπροσδεδεμένος στο άρμα (του, της…) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένος προσκαλούμαι = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένοςπροσκεκλημένα άτομα,
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένος προστίθεμαι = αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένος προτίθεμαι = αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένος προτείνομαι = αυτός που έχει προταθείπροτεταμένο στήθος
προωθημένος προωνούμαι = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένοςπροωθημένη άποψη
σεσημασμένος σημαίνομαι = αυτός που έχει σημανθείσεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένος συγκόπτομαι = αυτός που έχει συγκοπείσυγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένος συγκεράννυμι = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένος συγκρίνομαι = αυτός που έχει συγκριθείσυγκεκριμένα μέτρα,
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένος συγχέομαι = αυτός που έχει συγχυθείσυγκεχυμένη κατάσταση,
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένος συμβάλλομαι = αυτός που έχει συμβληθείσυμβεβλημένο ταμείο,
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένος συμφωνούμαι = αυτός που έχει συμφωνηθείδεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένος συνδέομαι = αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή,
άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένος συζεύγνυμαι = αυτός που έχει συζευχθείσυνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένος συμπτύσσομαι = αυτός που έχει συμπτυχθείσυνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένος συστέλλομαι = αυτός που έχει συσταλείσυνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένος συστρέφομαι = αυτός που έχει συστραφείσυνεστραμμένος

συνεστραμμένου

συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους

συνεστραμμένο συνεστραμμένα

συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)

συνεσφιγμένος συσφίγγομαι = αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένος συνάπτομαι = αυτός που έχει συναφθείσυνημμένο έγγραφο,
συνημμένο αρχείο
συνηρημένος συναιρούμαι = αυτός που έχει συναιρεθείσυνηρημένα ρήματα
συντεθειμένος συντίθεμαι = αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένος συνθλώμαι = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένος συντάσσομαι = αυτός που έχει συνταχθείσυντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένος συντέμνομαι = αυτός που έχει συντμηθείσυντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένος συντρίβομαι = αυτός που έχει συντριβείσυντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένος συνοφρυούμαι = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένος θλώμαι = αυτός που έχει θλασθείτεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένος θλίβομαι = αυτός που έχει θλιβείτεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένος θωρακίζομαι = αυτός που έχει θωρακισθείτεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένος τάσσομαι = αυτός που έχει ταχθείτεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένος τείνομαι = αυτός που έχει ταθείτεταμένη κατάσταση,
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένος ταπεινούμαι = αυτός που έχει ταπεινωθείαγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένος τελούμαι = αυτός που έχει τελεσθείτετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένος τήκομαι = αυτός που έχει τακείτετηγμένος κηρός
τετμημένος τέμνομαι = αυτός που έχει τμηθείτετμημένη

τετμημένης

τετμημένες

τετμημένων

(= συντεταγμένη στον άξονα x)

τετριμμένος τρίβομαι = αυτός που έχει τριβείτετριμμένη έκφραση
υπεσχημένος υπισχνούμαι = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθείδεν τήρησε τα υπεσχημένα
υπογεγραμμένος υπογράφομαι = αυτός που έχει υπογραφείυπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένος υποδιαιρούμαι = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένος υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).


Πηγη : http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/metohes.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1809

Φράσεις της Νεοελληνικής Γλώσσας που περιλαμβάνουν Δοτική Πτώση

αβρόχοις ποσί(ν) = (με άβρεχτα πόδια), άκοπα ή χωρίς ζημιά, χωρίς να κοστίσει τίποταΠέρασε το μάθημα αβρόχοις ποσίν.
αιτία = λόγω, εξαιτίας
Φράσεις: αιτία θανάτου, αιτία δωρεάςΤου χορηγήθηκε σύνταξη αιτία θανάτου.
άμα τη αφίξει = με την άφιξη, τη στιγμή της άφιξηςΆμα τη αφίξει του Προέδρου, συνέβη το απρόοπτο.
άμα τη εμφανίσει,
επί τη εμφανίσει
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει) κανείς

Πληρωτέαι επί τη εμφανίσει (σε χαρτονομίσματα) = (δραχμές) που πρέπει να καταβληθούν με την επίδειξη (του χαρτονομίσματος).

ανάγκα = στην ανάγκηανάγκα και θεοί πείθονται.
ανωτέρα βία = λόγω ανωτέρας βίας, από απροσδόκητο γεγονός (που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας)
αστυνομική συνοδεία = συνοδευόμενος από αστυνομικό ή αστυνομικούςΟ υπόδικος έφτασε στην αίθουσα αστυνομική συνοδεία
άφες αυτοίς = συγχώρησέ τους, μεταφορικά: άστους, μην τους δίνεις σημασίαΠάτερ άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι = Πατέρα συγχώρησέ τους γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν (από το Ευαγγέλιο)
άφες ημίν τα οφειλήματα ημών = συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας(Από την κυριακή προσευχή, το «πάτερ ημών»)
βάσει,επί τη βάσει = με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα μεΌλα έγιναν βάσει κανονισμού.
Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τη βάσει του δικού σου συμφέροντος.
γαία πυρί μιχθήτω = (ας αναμειχθεί χώμα και φωτιά), ας γίνει ό,τι θέλει, ας γίνει ό,τι να’ ναι, μου (σου, του,…) είναι εντελώς αδιάφορο, αδιαφορώ (-είς, …) πλήρως!Ας κάνεις εσύ αυτό που θέλεις, και όσο για τους άλλους γαία πυρί μιχθήτω!
γνωστόν τοις πάσι,
τοις πάσι γνωστόν
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός, παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι.
γυναιξί = στις γυναίκεςΓυναιξί κόσμον η σιγή φέρει = Η σιωπή είναι στολίδι στις γυναίκες (Σοφοκλής).

Βλέπε και: συν γυναιξί και τέκνοις

δαπάνη,
δαπάναις
= με δαπάνη, με δαπάνες, με έξοδαΗ διανυκτέρευση των επιβατών σε ξενοδοχείο έγινε δαπάναις της Ολυμπιακής
δημοσία = δημοσίωςΤο να είσαι φοροφυγάς δεν είναι και κατόρθωμα για να το δηλώνεις δημοσία
δημοσία δαπάνη = με δημόσια δαπάνη, με έξοδα του δημοσίουΗ κηδεία του μεγάλου ποιητή έγινε δημοσία δαπάνη
δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω = δικηγόρος στον Άρειο ΠάγοΕίναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
δόξα πατρί = δόξα στον πατέρα (Θεό)
δοξαπατρί = μέτωπο1) Δόξα πατρί και υιώ και αγίω πνεύματι = Δόξα στον Πατέρα και στον Υιό και στο ¶γιο Πνεύμα (από τη θεία λειτουργία)
2) Έφαγε μια γροθιά στο δοξαπατρί και είδε τον ουρανό σφοντύλι!.
δόξα σοι = δόξα σε σένα1) Δόξα σοι Κύριε δόξα σοι = Δόξα σε σένα Κύριε δόξα σε σένα
2) Δόξα σοι ο Θεός = (Δόξα σε σένα Θεέ), δόξα νά ‘χει ο Θεός, δόξα τω Θεώ
3) Δόξα σοι τω δείξαντι το φως = Δόξα σε σένα που έδειξες το φως
(από τη θεία λειτουργία)
δόξα τω Θεώ = δόξα να έχει ο ΘεόςΔόξα τω Θεώ είμαστε όλοι καλά.
δος ημίν σήμερον = δώσε μας σήμερα (Από την Κυριακή προσευχή)τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον = δώσε μας το ψωμί το καθημερινό.
δυνάμει = σύμφωνα μεΟ πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα δυνάμει του νόμου (= όπως απορρέει από την ισχύ του νόμου).
δυνάμει, εν δυνάμει = δυνητικός, δυνητικάΚάθε πολίτης είναι (εν) δυνάμει μέλος της Ενωσης Καταναλωτών
ειρήνη υμίν = (ειρήνη σε σας, φράση του Ευαγγελίου) = σταματήστε να τσακώνεστε ή να διαφωνείτε.Παιδιά σταματήστε! Ειρήνη υμίν!
Ειρήσθω εν παρόδω εν παρόδω = (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικάΕιρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά).
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο περί ου ο λόγος είναι και μέλος του κόμματος. (είρημαι: παθητικός παρακείμενος του λέγω, προστακτική: είρησο, ειρήσθω, …)
έκαστος εφ’ ω ετάχθη = Ο καθένας (εκεί όπου παρατάχθηκε) πρέπει να κάνει αυτό που ανέλαβε (ή αυτό που έχει χρέος να κάνει)- Γιώργο, απορώ πώς τα βγάζεις πέρα με ένα τέτοιο έργο. Εγώ θα τα παρατούσα αμέσως!..- Τι να κάνουμε φίλε μου, έκαστοςεφ’ω ετάχθη.
ελαφρά τη καρδία = χωρίς βάθος, χωρίς σοβαρή σκέψη, επιπόλαιαΠρέπει να αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις με περίσκεψη και όχι ελαφρά τη καρδία
ελαφρά τη συνειδήσει = με ελαφριά τη συνείδηση, χωρίς τύψειςΤον απέλυσε έτσι απλά. Ελαφρά τη συνειδήσει.
ελέω Θεού = με την ευσπλαχνία του Θεού, με τη χάρη του ΘεούΟ βασιλιάς βασιλεύει ελέω Θεού.
ελλείψει = με έλλειψη, λόγω έλλειψηςΤο έργο σταμάτησε ελλείψει κονδυλίων
εν (πλήρει) συγχύσει = σε πλήρη σύγχυσηΣυνάντησα έναν Κώστα εν πλήρει συγχύσει.
εν αγαστή συμπνοία = με θαυμαστή συμφωνίαΣτο τέλος, κομματικοί φίλοι κι αντίπαλοι, εν αγαστή συμπνοία, διασκέδασαν όλοι μαζί στο καφενείο του χωριού.
εν αγνοία = (σε άγνοια) = χωρίς γνώσηΟλα έγιναν εν αγνοία μου
εν αδίκω
εν δικαίω
= σε άδικο
= σε δίκαιοΕίμαι εν αδίκω = έχω άδικο. Είμαι εν δικαίω = έχω δίκιο

Έχω τη γνώμη ότι αυτή τη φορά εσύ είσαι εν αδίκω.

εν αμύνη = σε άμυναΠυροβόλησε εν αμύνη.
εν αμφιβόλω = σε αμφιβολίαΘέτω εν αμφιβόλω τους ισχυρισμούς σου (ΑΕ: τίθεμαι ες αμφίβολον).
εν ανάγκη = στην ανάγκη, αν χρειαστείΚλείνουμε τώρα μια συγκεκριμένη ημερομηνία και εν ανάγκη την αλλάζουμε.
εν αναμονή = σε αναμονή, αναμένοντας, περιμένονταςΕίμαστε εν αναμονή εξελίξεων = Αναμένουμε εξελίξεις
εν αφθονία = σε αφθονία, αφθόνως, άφθονος
Στο περιβόλι υπάρχουν φρούτα εν αφθονία.
εν αντιθέσει (προς) = σε αντίθεση (με)Ο Γιώργος είχε αντιρρήσεις, εν αντιθέσει προς εμένα που συμφώνησα απόλυτα.
εν φάσει = σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική για κύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)Κατά τη συμβολή δυο καθαροτονικών ηχητικών κυμάτων έχουμε ενίσχυση όταν αυτά είναι εν φάσει.
εν απαρτία = σε απαρτία = με αριθμό παρόντων ίσο ή μεγαλύτερο από εκείνον που απαιτείται κατ’ ελάχιστον για τη λήψη έγκυρης απόφασης (σε συνέλευση ενός οργάνου)
εν αποστρατεία = σε αποστρατεία, απόστρατοςΕίναι στρατηγός εν αποστρατεία.
εν αποσυνθέσει = σε αποσύνθεσηΒρέθηκε ένα πτώμα εν αποσυνθέσει
εν απουσία = κατά την απουσίαΗ όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν απουσία μου.
εν αρχή
εν τέλει, εντέλει
= στην αρχή, καταρχήν, καταρχάςΕν αρχή ην ο λόγος … (από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)
«Εν αρχή, λοιπόν, το ανθρώπινο δυναμικό…» (ΒΗΜΑ/Τουρισμός/Β11, Κυριακή 19-5-02).

Εν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά ‘ρθεις ή όχι;

εν αταξία
εν τάξει, εντάξει
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικά
= σε τάξη, σωστά, κανονικάΕγώ είμαι εντάξει. Αυτός που είναι εν αταξία είσαι εσύ.
εν αχρηστία,
εν χρήσει
= σε αχρηστία
= σε χρήση
Η μέθοδος αυτή έχει, πλέον, περιπέσει σε αχρηστία.
εν βρασμώ ψυχής = σε ψυχική ταραχή, σε σύγχυσηΔιέπραξε το έγκλημα εν βρασμώψυχής.
εν γένει = γενικάΟ καιρός της Αττικής είναι, εν γένει, αίθριος.
εν γνώσει = σε γνώση, γνώστης, ξέροντας, γνωρίζονταςΕίμαι εν γνώσει των συνεπειών των ενεργειών μου.
εν δήμω = στο δήμο, δημοσίωςΤα εν οίκω μη εν δήμω = τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς {μην τα κάνεις βούκινο}!
εν διαστάσει = σε διάσταση, σε διακοπή της συμβίωσηςΤο ζεύγος θα είναι εν διαστάσει ώσπου να βγει το διαζύγιο.
εν διεγέρσει
εν ηρεμία
= σε διέγερση, ενεργός
= σε ηρεμία, ανενεργός
Ο ηλεκτρονόμοςρωστήρας) είναι ρυθμιστική ηλεκτρονική διάταξη που μπορεί να είναι εν ηρεμία ή εν διεγέρσει, ανάλογα με το αν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ή όχι. Ηφαίστειο εν ηρεμία.
εν δικαίω
εν αδίκω
= σε δίκαιο
= σε άδικοΕίμαι εν αδίκω = έχω άδικο. Είμαι εν δικαίω = έχω δίκιο.

Το δικαστήριο θα κρίνει ποιος είναι εν δικαίω και ποιος εν αδίκω.

εν διωγμώ = σε διωγμό, σε καταδίωξηΕυνοούνταν μόνο οι ομοϊδεάτες του? όλοι οι υπόλοιποι ήταν εν διωγμώ.
εν δράσει = σε δράση, ενεργόςΟλη η ομάδα εν δράσει!
εν δυνάμει, δυνάμει = δυνητικός, δυνητικάΚάθε πολίτης είναι (εν) δυνάμει μέλος της Ενωσης Καταναλωτών
εν εγρηγόρσει εν υπνώσει, = στον ξύπνο, ξυπνητά
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα
Εν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα από όσα εν εγρηγόρσει
εν είδει = με τη μορφή, σαν, ως (είδος=μορφή)Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο εν είδει στρόβου (= σαν σβούρα)
εν ειρήνη = σε ειρήνη, ειρηνικά, με ειρήνηΠορεύου εν ειρήνη = προχώρα ειρηνικά, πήγαινε με γαλήνη στην ψυχή (από το Ευαγγέλιο)
εν εκκλησίαις = σε εκκλησίες, σε συναθροίσειςΕν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν (από τη Θεία λειτουργία).
εν εκτάσει,
εν περιλήψει
= σε έκταση, εκτεταμένα
= σε περίληψη, περιληπτικάΣτην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν ενπεριλήψει και στη συνέχεια εν εκτάσει
εν Ελλάδι = στην Ελλάδα
εν εναντία περιπτώσει = σε ενάντια περίπτωση, σε αντίθετη περίπτωση, αντιθέτωςΕν εναντία περιπτώσει, θα έχουμε σύγκρουση
εν ενεργεία = σε ενεργό υπηρεσία {όχι σε παύση, όχι σε σύνταξη}Είναι ακόμα εν ενεργεία, ενώ εγώ πήρα σύνταξη
εν ενί λόγω = με μια λέξη, συνοπτικάΕν ενί λόγω, αποτυχία.
εν ενί στόματι = με ένα στόμα, όλοι μαζίΑπάντησαν ταυτόχρονα εν ενί στόματι.
εν εξάλλω καταστάσει = σε έξαλλη κατάσταση, έξαλλος, έξω φρενώνΕίδα έναν Πέτρο εν εξάλλω καταστάσει? με το ζόρι τον κρατούσαν να μην ορμήσει και τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά.
εν εξάρσει = σε έξαρση, σε έντονη κλιμάκωση, σε φούντωμαΟ εθνικισμός και η ξενοφοβία είναι εν εξάρσει και σήμερα.
εν εξελίξει = σε εξέλιξηΤο φαινόμενο είναι ακόμα εν εξελίξει.
εν εσχάτη ανάγκη = σε έσχατη ανάγκη, σε τελευταία ανάγκη
εν εσχάτη περιπτώσει = σε έσχατη περίπτωση, σε τελευταία περίπτωση
εν έτει = στο έτος, τη χρονιάΕν έτει 2002 γίνονται τέτοια πράγματα!
εν ευθέτω χρόνω = (σε εύθετο χρόνο) = σε κατάλληλο χρόνο, αργότεραΘα ασχοληθούμε και με αυτό εν ευθέτωχρόνω
εν ευθυμία = σε ευθυμίαΌταν πήγα εγώ, η παρέα ήδη τελούσε εν ευθυμία.
εν εφεδρεία = σε εφεδρείαΜετά την απόλυσή του ο στρατιώτης τελεί εν εφεδρεία για πολλά χρόνια, η κατάσταση της οποίας ενδεικνύεται από το χρώμα του απολυτηρίου του.
εν ζωή = στη ζωή, όντας ζωντανόςΕίναι εφτά αδέρφια, όλα εν ζωή.
Έκαμε το κτήμα δωρεά εν ζωή στα παιδιά του
εν η περιπτώσει, εν περιπτώσει = σε περίπτωση που, αν τύχει και, αν συμβεί ναΕν η περιπτώσει εμφανιστεί ο Γιώργος, τί κάνουμε;
εν ηρεμία
εν διεγέρσει
= σε ηρεμία, ανενεργός
= σε διέγερσηΟ ηλεκτρονόμοςρωστήρας) είναι ρυθμιστική ηλεκτρονική διάταξη που μπορεί να είναι εν ηρεμία ή εν διεγέρσει, ανάλογα με το αν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ή όχι. Ηφαίστειο εν ηρεμία.
εν θαλάσση = στη θάλασσα
εν θερμώεν ψυχρώ = σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα)= ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση

Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ.
Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ.
Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.

εν ισχύι = σε ισχύ, σε εφαρμογή, ισχύων (ισχύουσα, ισχύον)Κάθε κοινοτικό νομοθέτημα τίθεται επίσημα εν ισχύι σε κάθε κράτος μέλος (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με την έκδοση αντίστοιχου εναρμονιστικού εθνικού νομοθετήματος.

Το εν ισχύι νομικό καθεστώς (= το ισχύον νομικό καθεστώς).

εν καιρώ = αργότερα, κάποτε (στο μέλλον)Θα τα πούμε εν καιρώ.
εν καιρώ ειρήνης,εν καιρώ πολέμου = σε καιρό ειρήνης, σε περίοδο ειρήνης, στην ειρήνη= σε καιρό πολέμου, σε περίοδο πολέμου, στον πόλεμο.
εν καιρώ τω δέοντι = όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμήΤο ζήτημα που έθεσες θα συζητηθεί εν καιρώτωδέοντι.
εν καταδύσει = σε κατάδυση, βυθισμένοςΤο υποβρύχιο διάσχισε τη διώρυγα εν καταδύσει.
εν κατακλείδι = τελειώνοντας, κλείνοντας
(κατακλείδα = τελευταίο μέρος του λόγου, επίλογος)Εν κατακλείδι, όπως έχουν τα πράγματα, η λύση είναι δύσκολη.
εν κενώ = σε κενό (αέρος), απουσία αέρος
= χωρίς φορτίο, χωρίς φόρτο (τεχνολογία)Ηλεκτρική εκκένωση εν κενώ.
Η μηχανή κάνει περισσότερο θόρυβο όταν λειτουργεί υπό φορτίο από όσον όταν λειτουργεί εν κενώ.
εν κινδύνω = σε κίνδυνο, κινδυνεύοντας
θέτω εν κινδύνω = θέτω σε κίνδυνο, διακινδυνεύωΌχι μόνο η φύση, αλλά και η ανθρώπινη φύση σήμερα είναι εν κινδύνω.
Με αυτόν τον τρόπο θέτεις ενκινδύνωτη σωματική σου ακεραιότητα.
εν κινήσει = σε κίνησηΔεν πρέπει να μετακινούνται οι επιβάτες όταν το όχημα είναι ενκινήσει.
εν κρυπτώ = κρυφά, στα κρυφάεν κρυπτώ και παραβύστω = απόκρυφα και μυστικά (παράβυστος = απόμερος, απόκρυφος, μυστικός)

Ούτε που το πήρε κανένας είδηση. Όλα έγιναν εν κρυπτώ και παραβύστω.

εν λειτουργία = σε λειτουργίαΌλος ο εξοπλισμός είναι εν λειτουργία.
εν λευκώ = (με λευκή – ανύπαρκτη – δέσμευση) = ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρουςΣε εξουσιοδοτώ εν λευκώ να χειριστείς το θέμα όπως νομίζεις
εν λόγω = ο περί ου ο λόγος, ο υπόψηο εν λόγω υπάλληλος είναι σε κανονική άδεια
εν μέρει
εν όλω,
εν συνόλω,
εν τω συνόλω
= ως μέρος, μερικώς
= ως σύνολο, συνολικάΠρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει.
Έχεις εν μέρει δίκιο.
εν μέση οδώ = στη μέση του δρόμου, καταμεσής του δρόμου
εν μέσω, εν τω μέσω = στη μέση, ανάμεσα σε, μέσα σε, περιστοιχιζόμενος απόΜε τέτοιο πόλεμο που το έκαναν αισθανόταν σαν πρόβατοεν μέσωλύκων. κατάβηκε από το αεροπλάνο και προχώρησε εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων. Χαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών. Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός (τροπάριο).
εν μέτρω = με μέτρο, με περίσκεψη, λελογισμένωςΠαρακαλώ, όλες οι εκδηλώσεις σας να είναι εν μέτρω? χωρίς τυμπανοκρουσίες και υπερβολές.
εν μιά νυκτί = μέσα σε μια νύχτα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα¶λλαξε γνώμη εν μιά νυκτί (Σχόλιο: το «μιά» παίρνει τόνο γιατί είναι δισύλλαβο)
εν οίκω = μέσα στο σπίτι, στο σπίτιΤα εν οίκω μη εν δήμω.= τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς {μην τα κάνεις βούκινο}!
εν ολίγοις = με λίγα λόγιαΕν ολίγοις, αυτά είχα να πω.
εν όλω
εν μέρει
= ως σύνολο, συνολικά
= ως μέρος, μερικώςΠρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει.
Έχεις εν μέρει δίκιο.
εν ομονοία = με ομόνοια, μονοιασμένοι, με συμφιλίωση, συμφιλιωμένοιΟι διαλεγόμενοι συζητούσαν ήρεμα εν ομονοία και συναινέσει.
εν ονόματι = στο όνομα, βάσει, δυνάμειΕν ονόματι του νόμου, ανοίξτε!
εν όσω = ενόσω = εφόσον, για όσοΕνόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα.
εν ουδεμιά περιπτώσει = σε καμιά περίπτωση δεν, ποτέ δενΜην το συζητάς. Εν ουδεμιά περιπτώσει θα υποκύψω
εν όψει = εν αναμονή, σε αναμονή, περιμένοντας
= σε θέση ορατότηταςΓυαλίσαμε το σύμπαν εν όψει της επιθεώρησης του στρατηγού.

Εχθρός εν όψει !

εν παντί καιρώ,
εν πάση ώρα
= οποτεδήποτε
εν παραλλήλω,
εν σειρά
= παράλληλα
= σε σειρά
(τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος)Σύνδεση αντιστάσεων εν παραλλήλω {μεταξύ τους}. Σύνδεση αμπερομέτρου ενσειρά {με πηγή ή άλλο στοιχείο σε κλάδο κυκλώματος}
εν παρόδω = (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικάΕιρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά). Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο περι ου ο λόγος είναι και μέλος του κόμματος. (είρημαι: παθητικός παρακείμενος του λέγω, προστακτική: είρησο, ειρήσθω, …)
εν πάση περιπτώσει = τέλος πάντων, ό,τι κι αν γίνει, πάντωςΕν πάση περιπτώσει, είναι δικαίωμά σου να έχεις τη γνώμη σου.
εν περιλήψει, εν εκτάσει = σε περίληψη, περιληπτικά
= σε έκταση, εκτεταμένα
Στην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν ενπεριλήψει και στη συνέχεια εν εκτάσει
εν πλω = κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέονταςΕν πλω προς Περαιά = Πλέοντας προς τον Πειραιά. Το συμβάν έγινε εν πλω.
Εν πλω, 21 Μαρτίου 2002 = Όντας σε πλοίο, 21 Μαρτίου 2002 (σε επιστολή).
εν πνεύματι = με πνεύμα, πνευματικάΠνεύμα ο Θεός και τοις προσκυνούσιν Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν (από το Ευαγγέλιο).
εν πολλαίς αμαρτίαις = (σε πολλές αμαρτίες)Θεωρείται από πολλούς ως εν πολλαίςαμαρτίαιςπεριπεσούσαγυνή (λέγεται ως παραλληλισμός προς την Μαγδαληνή για να υποδηλώσει «μετανοημένον άνθρωπο», ανάλογο προς το «μετανοούσα Μαγδαληνή»)
εν πολλοίς = ανάμεσα σε πολλά (άλλα)Εν πολλοίς, συνέβη και ένα ατύχημα.
εν προκειμένω = επί του προκειμένου = σχετικά με αυτό που λέμε, σχετικά με το θέμα μαςΕν προκειμένω, ποια είναι η γνώμη σου;
εν πρώτοις = πρώτα-πρώτα, καταρχήν, καταρχάςΕν πρώτοις, εγώ δεν μίλησα σε σένα!
εν πτήσει = κατά τη διάρκεια πτήσης, πετώνταςΓευματίσαμε δύο φορές εν πτήσει ώσπου να φτάσουμε στην Αθήνα.
«Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο ίδιος ο υπουργός ήταν εν πτήσει προς τη Λευκωσία…» (ΒΗΜΑ/Τουρισμός/Β11, Κυριακή 19-5-02)
εν ριπή οφθαλμού = (με το ρίξιμο του βλέμματος, σε μια ματιά) = αστραπιαίαΑντέδρασε εν ριπή οφθαλμού
εν σειρά,
εν παραλλήλω
= σε σειρά
= παράλληλα
(τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος)Σύνδεση αντιστάσεων εν σειρά. Σύνδεση βολτομέτρου ενπαραλλήλω
εν σοφία = με σοφία, σοφά(Ο Θεός) πάντα εν σοφία εποίησε = (ο Θεός) κατασκεύασε σοφά τα πάντα.
εν σπέρματι = σε σπέρμα, ως σπέρμα, ως σπόρος, σε αρχικό στάδιοΥπάρχει εν σπέρματι η αμφιβολία στην όλη υπόθεση, άσχετα από το ποια τροπή θα πάρει.
εν σπουδή = (σε σπουδή, βιασύνη) = βιαστικά, γρήγορα-γρήγορα, μάνι-μάνιΑποκρίθηκε εν σπουδή, σαν να τον κυνηγούσαν
εν στάσει = (σε στάση) = σταματημένος, στάσιμοςΤο ένα από τα αυτοκίνητα που συγκρούστηκαν ήταν ενστάσει
εν στενώ κύκλω
εν κλειστώ κύκλω
= σε στενό κύκλο, σε κλειστό κύκλο, σε περιορισμένο αριθμό ανθρώπωνΟ γάμος τους έγινε εν στενώ οικογενειακώ κύκλω.
εν στολή = με στολή, ένστολοςΉταν εκεί τρεις αξιωματικοί εν στολή και δυο άλλοι με πολιτικά
εν στύσει = σε στύσηΟ φαλλός ήταν ομοίωμα ανδρικού γεννητικού μορίου εν στύσει και αποτελούσε σύμβολο της γονιμότητας.
εν συγκρίσει με,
εν συγκρίσειι προς
= σε σύγκριση μεΌταν το α είναι πολύ μεγαλύτερο εν συγκρίσει με το β το πηλίκο β/α είναι πρακτικά αμελητέα ποσότητα.
εν συμπεράσματι = (σε συμπέρασμα) = συμπερασματικά
εν συνδυασμώ = σε συνδυασμό, σε σύνδεσηΤο γραπτό του εν συνδυασμώ και με την προφορική του απόδοση δείχνει πολύ συγκροτημένο μαθητή.
εν συνεχεία = στη συνέχεια, αμέσως μετάΕν συνεχεία, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας
εν συνόλω,
εν τω συνόλω
= σε σύνολο, ως σύνολο, συνολικάΕν τω συνόλω του το βιβλίο ήταν πολύ ενδιαφέρον.
εν συνόψει = σε περίληψη, συνοπτικά, περιληπτικά, συνοψίζονταςΕν συνόψει, η υπόθεση ήταν φιάσκο.
εν συντομία = (σε συντομία) = σύντομα (= με σύντομο τρόπο)Η όλη περιγραφή έγινε εν συντομία
εν σχέσει = σε σχέσηΕσύ έχεις πολύ λιγότερες υποχρεώσεις εν σχέσει με εμένα.
εν σώματι = (σαν ένα σώμα) = σύσσωμα, όλοι μαζί, σύσσωμοςΟλόκληρο το ΔΣ πήγε εν σώματι στο Υπουργείο.
Τον υποδέχτηκε το Υπουργικό Συμβούλιο εν σώματι.
εν τάξει, εντάξει
εν αταξία
= (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός, κανονικός (επίθ. και επίρρ.)
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικάΕγώ είμαι εντάξει. Αυτός που είναι εν αταξία είσαι εσύ.
εν ταυτώ = και τα δύο μαζί (σε ένα)
εν τάφω = στον τάφο, στο μνήμαΗ ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ…= Εσύ που είσαι η ζωή σε τάφο τοποθετήθηκες, Χριστέ … (από τη λειτουργία των Παθών)
εν τάχει = (στα) γρήγορα, ταχέωςΠες ό,τι έχεις να πεις εν τάχει
εν τέλει, εντέλει
εν αρχή
= στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμε
= στην αρχήΕν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά ‘ρθεις ή όχι;
Εν αρχή ην ο λόγος = στην αρχή υπήρχε ο λόγος (από το Ευαγγέλιο)
εν τελευταία αναλύσει = σε τελευταία ανάλυση, τέλος πάντων, για να τελειώνουμεΕν τελευταία αναλύσει, η ευθύνη είναι δική σου.
εν τη απουσία
εν απουσία
= κατά την απουσίαΗ όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν τη απουσία μου.
εν τη γενέσει = (κατά την γένεση) = στη φάση της δημιουργίας
βλέπε και εν τω γεννάσθαιΤο κίνημα καταπνίγηκε εν τη γενέσει του.
εν τη ενώσει η ισχύς = (στην ένωση η δύναμη) = ενωμένοι είμαστε πιοδυνατοί
εν τη Ιουδαία = στην ΙουδαίαΓνωστός εν τη Ιουδαία ο Θεός (Ψαλμ. 75.1) . Η φράση χρησιμοποιείταιμεταφορικά με την έννοια της ειρωνικής φράσηςκομίζεις γλαύκα ειςΑθήνας = τώρα κάτι μας είπες ή και με την έννοιατης φράσης έχουν γνώση οι φύλακες
εν τη παλάμη = (στην παλάμη) = στο χέριΤα θέλει εν τη παλάμη
εν τη πράξει,
εν τοις πράγμασι
= στην πράξηΌταν μιλά κανείς θεωρητικά έχει πολλούς βαθμούς ελευθερίας? εν τοιςπράγμασι, όμως, η θεωρία
εν τη ρύμη του λόγου = (στη ροή του λόγου) = πάνω στη φόρα της κουβένταςΕν τη ρύμη του λόγου λέγονται και λόγια που με δεύτερησκέψη δεν θα λέγονταν.
εν τιμή = σε τιμή, με τιμή
εν τοιαύτη περιπτώσει = (σε τέτοια περίπτωση) = αφού είναι έτσι (ταπράγματα)Εν τοιαύτη περιπτώσει, εγώπαραιτούμαι!
εν τοις μνήμασι = μέσα στα μνήματα, μέσα στους τάφους (από τοτροπάριο «Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ’ αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα).
εν τοις ουρανοίς = στους ουρανούς (από την Κυριακή προσευχή)ο εν τοις ουρανοίς = αυτός που κατοικεί στους ουρανούς.
εν τοις υψίστοις = στα ύψη, στα ύψιστα σημεία, στον ύψιστοΩσαννά ο εν τοις υψίστοις = Δόξα στον ύψιστο (= στο Θεό)
εν τόπω χλοερώ = σε τόπο χλοερό (= χλωρό, πράσινο, γεμάτο χλόη)(από τη νεκρώσιμη ακολουθία)Ειρωνικά: Αυτό θα συμβεί όταν εμείς θα είμαστε εν τόπω χλοερώ(= όταν θα έχουμε πεθάνει)
εν τούτοις = όμως, παρ΄όλα αυτάΔεν είναι πολύ ωραία. Εν τούτοις, έχει πολλούς θαυμαστές
εν τούτω νίκα = με αυτό να νικήσεις
εν τω άμα και το θάμα = στο άψε σβήσε, ταχύτατα, στη στιγμήΤι είσαι εσύ! Εν τω άμα και το θάμα! Ούτε στιγμή δεν καθυστέρησες
εν τω γεννάσθαι = (κατά την γέννηση) = στη φάση της γέννησης,στη φάση της δημιουργίας
λατινικό: in statu nascendi
βλέπε και εν τη γενέσειΣτη χημεία: Οξυγόνο εν τω γεννάσθαι (ατομικό οξυγόνο απότη διάσπαση μοριακού οξυγόνου ή όζοντος)
εν τω μέσω, εν μέσω = μεταξύ, ανάμεσα σεΧαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών.
εν τω μεταξύ = στο μεταξύ χρονικό διάστημα, στο χρονικό διάστημαπου μεσολάβησε, μεσολαβεί ή θα μεσολαβήσειΟ Γιώργος θα αργήσει λίγο. Εν τω μεταξύ, εμείς μπορούμενα τακτοποιήσουμε λίγο το χώρο.
εν υπηρεσία = σε υπηρεσία, σε ώρα υπηρεσίας(βλέπε και «παθών εν υπηρεσία»)

Ο αστυνομικός όταν είναι εν υπηρεσία πρέπει να φορά στολή.

εν υπνώσει,
εν εγρηγόρσει
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα
= σε εγρήγορση, στον ξύπνο, ξυπνητάΕν υπνώσει αποκαλύπτονται περισσότερα απόόσα εν εγρηγόρσει
εν φάσειεν αντιθέσει φάσεως = σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική γιακύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)= σε αντίθεση φάσης, με αντίθετη φάση

Κατά τη συμβολή δυο καθαροτονικών ηχητικών κυμάτων έχουμε ενίσχυση όταναυτά είναι εν φάσει και εξασθένηση όταν αυτά είναι εναντιθέσει φάσεως.

εν χορδαίς και οργάνοις,εν χορδαίς και οργάνω = [με χορδές και όργανα -Ψαλμ.150.4 – (εκκλησιαστικό.όργανον= εκκλησιαστικό όργανο, με αυλούς και πλήκτρα)] = με τυμπανοκρουσίες,με θορυβώδεις και επιδεικτικές εκδηλώσειςΤον υποδέχτηκαν εν χορδαίς και οργάνοις.
εν χορώ = (σε χορό) = όλοι μαζί (όπως ο χορός στο αρχαίοθέατρο)Θέλετε σοκολάτες; «Θέλουμε!» απάντησαν ενχορώ.
εν χρήσει,
εν αχρηστία
= σε χρήση
= σε αχρηστίαΌταν ένας όρος είναι ήδη σε ευρεία χρήση δεν μπορείς εύκολα να τον αγνοήσεις.
εν Χριστώ = με τον Χριστό, χριστιανικάΖει εν Χριστώ. Οι χριστιανοί είναι αδελφοί εν Χριστώ.
εν ψαλτηρίω και κιθάρα = με ψαλτήριο και κιθάρα (εκκλησιαστικό.ψαλτήριον= έγχορδο μουσικό όργανο)Αινείτε τον Κύριον εν ψαλτηρίω και κιθάρα.
εν ψυχρώ,εν θερμώ = ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση (χωρίς παροχή θερμότητας)= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα)

Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ.
Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ.
Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ.

εν ώρα ανάγκης = σε ώρα ανάγκης, αν χρειαστεί¶μα έχεις κάτι στην άκρη, μπορείς το χρησιμοποιήσεις εν ώρα ανάγκης.
ενόσω
(= εν όσω)
= εφόσον, για όσοΕνόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα.
εντάξει, εν τάξει = (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός (επίθ.και επίρρ.)Ολα είναι εντάξει
εντέλει, εν τέλει = στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμεΕν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει,θά ‘ρθεις ή όχι;
εντολή άνωθεν, άνωθεν εντολή = (με εντολή από πάνω), με εντολή από ψηλότεροβαθμό της ιεραρχίαςΔεν ήταν δική του πρωτοβουλία? ο συγκεκριμένος τρόπος χειρισμού ήτανάνωθενεντολή.
ενώ = 1. εν ω (χρόνω), καθ’ ον χρόνον, όταν, καθώς?2 μολονότιΕνώ μιλούσε απομακρυνόταν. Έκαμα την εργασία ενώ δεν είχα καμιά διάθεση
ενώπιος ενωπίω = αντιμέτωπα, σε αντιπαράστασηΘα τα πούμε κάποια στιγμή ενώπιος ενωπίω
εξαιρέσει = με εξαίρεση (+γεν, +αιτ.), εξαιρουμένου (+γεν.)Εξαιρέσει του Γιώργου (= με εξαίρεση τον Γιώργο), όλοιοι άλλοι συμφώνησαν.
Τα ονόματα όλων ακούστηκαν, εξαιρέσει του Γιώργου (=με εξαίρεση του Γιώργου).
επ’ αγαθώ = για το καλό, προς όφελοςΟι πράξεις του επιστήμονα πρέπει να γίνονται επ’αγαθώτης κοινωνίας
επ’ ακροατηρίω = ενώπιον ακροατηρίουΜια δίκη μπορεί να γίνει επ’ ακροατηρίω, αλλά μπορεί ναγίνει και κεκλεισμένων των θυρών
επ’ αμοιβή = με αμοιβή (όχι δωρεάν)Ο φοροτεχνικός παρέχει υπηρεσίες επ’ αμοιβή
επ’ ανδραγαθία = για ανδραγαθία, για ηρωισμόΟχι μόνο υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή, αλλά τον παρασημοφόρησαν κιόλαςεπ’ανδραγαθία
επ’ αντικαταβολή
επί αντικαταβολή
= με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Αποστολή εμπορεύματος επ’ αντικαταβολή = αποστολή εμπορεύματοςγια το οποίο ο παραλήπτης πριν το παραλάβει θα καταβάλει τη χρηματική αξίατου
επ’ απειλή,
επί τη απειλή
= λόγω του κινδύνου, για τον κίνδυνοΤο να μην κάνεις το κακό επ’ απειλή τιμωρίας δεν αποτελείγνήσια καλοσύνη.
επ’ άρτω = με άρτον, με ψωμί, με υλικά αγαθάΟυκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος = Δεν μπορεί να ζήσειμόνο με ψωμί ο άνθρωπος, ο άνθρωπος εκτός από τις βιοτικές ανάγκες έχεικαι πνευματικές (από το Ευαγγέλιο)
επ’ αυτοφώρω = τη στιγμή του αδικήματος/εγκλήματος/παραπτώματοςΣυνελήφθη επ’ αυτοφώρω να αντιγράφει από την κόλλα τουδιπλανού του.
επ’ ενεχύρω = με ενέχυροΧορηγούνται δάνεια επ’ ενεχύρω.
επ’ εσχάτοις = εσχάτως, τελευταίως
επ’ ευκαιρίαεπί τη ευκαιρία = με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση
= αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβένταΕπ’ ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία.
Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση.
επ’ ονόματι = στο όνομα (κάποιου), με το όνομα (κάποιου)Εκδόθηκαν πέντε ακάλυπτες επιταγές επ’ ονόματί του.
επ’ ουδενί (λόγω) = για κανένα λόγο δεν, καθόλου δεν, με τίποταδενΕπ ουδενί ήθελε να με ακούσει
επ’ ωφελείαεπί ζημία = προς όφελος, για όφελος, επωφελής, ωφέλιμος
= προς ζημιά, για ζημιά, επιζήμιοςΌλη η ιστορία απέβη επ’ ωφελεία του Γιάννη.
Η φύρα ενός προϊόντος είναι επί ζημία του μεταπωλητή.
επί αντικαταβολή
επ’ αντικαταβολή
= με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)Παράγγειλα τα βιβλία και τα πλήρωσα επί αντικαταβολή (=και τα πλήρωσα στο ταχυδρομείο ή στον ταχυδρόμο πριν τα παραλάβω).
επί αντιπαροχή
επ’ αντιπαροχή
= με αντιπαροχή, με ανταπόδοση παροχής, με ανταπόδοσημέρους του οικοδομήματος αντί χρημάτων (για οικοδόμηση επί οικοπέδου)Το κτίσιμο πολλών πολυκατοικιών της Αθήνας έγινε επί αντιπαροχή?έστι οι πρώην οικοπεδούχοι είναι σήμερα ιδιοκτήτες ενός ή περισσότερωνδιαμερισμάτων της αντίστοιχης πολυκατοικίας.
επί απιστία = για απιστία, για το αδίκημα της απιστίαςΜετά την μεγάλη κατάχρηση που έγινε στον οργανισμό, ο οικονομικός διευθυντήςδιώκεταιεπί απιστία.
επί αποδείξει = με απόδειξη, η παραλαβή πρέπει να γίνει μεαπόδειξη (χαρακτηρισμός εγγράφου ως προς τον τρόπο παράδοσης-παραλαβήςτου).Το έγγραφο είναι σίγουρο ότι έφτασε στον προορισμό του? η παραλαβή έγινεεπίαποδείξει
επί εξυβρίσει = για εξύβρισηΜη μου μιλάς εμένα έτσι, γιατί θα σε πάω μέσα επί εξυβρίσει!
επί επιστροφή = με επιστροφή, με υποχρέωση επιστροφήςΌλα τα βιβλία μιας δανειστικής βιβλιοθήκης δίνονται στους αναγνώστεςεπίεπιστροφή.
επί εσχάτη προδοσία = για έσχατη προδοσία (εσχάτη προδοσία= η σοβαρότερη δυνατή προδοσία)Καταδικάστηκε σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία (π.χ. σε πόλεμογιατί βοήθησε τον εχθρό).
επί θητεία = με θητεία, για θητείαΤο ΔΣ της εταιρείας εκλέγεται επί τριετή θητεία.
επί θύραις = (μπροστά στην πόρτα) = προ των πυλών,πολύ κοντά, επικείμενος
λατινικό: ante portasΗ κατάσταση είναι εκρηκτική. Η γενικευμένη σύρραξη είναιεπί θύραις.
επί ίσοις όροις = με ίσους όρους, ισότιμαΠρέπει να συμμετέχουν όλοι επί ίσοις όροις
επί Κολωνώ = στον Κολωνό (συνοικία της Αθήνας – αρχαίοςδήμος)Οιδίπους επί Κολωνώ {η γνωστή τραγωδία του Σοφοκλή}
επί κοντώ = σε κοντάρι, με κοντάριΤο άλμα επί κοντώ είναι θεαματικό άθλημα.
επί λέξει = α) κατά λέξη, αυτολεξεί, με τις ίδιες ακριβώςλέξεις
β) λέξη προς λέξη, λεπτομερειακάΕίπε επί λέξει τα εξής
επί λόγω τιμής
λόγω τιμής,
= στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα !
Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής !
επί ματαίω = για μάταιο πράγμα, για ασήμαντο πράγμα/λόγο/αιτίαΟυ λήψει όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω = Μη χρησιμοποιήσειςτο όνομα του Κυρίου του Θεού σου για ασήμαντα πράγματα (η τρίτη από τιςδέκα εντολές)
επί μέτρω = με μέτρα, με μέτρηση, στα μέτραΡάβονται κουστούμια επί μέτρω.
επί μισθώ = με μισθό, με μηνιαία αποζημίωσηΠροσελήφθη επί μισθώ στο πολιτικό γραφείο του βουλευτή.
επί μοιχεία = για μοιχεία, για το αδίκημα της μοιχείαςΜετά την αποδεδειγμένη συζυγική απιστία του, η γυναίκα του έκαμε αγωγήδιαζυγίου επί μοιχεία.
επί παραγγελία = με παραγγελία (όχι έτοιμο)Όλα τα έπιπλα έγιναν επί παραγγελία.
επί παραδείγματι = για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη (π.χ.),λογου χάρη (λ.χ.)Ο Γιώργος, επί παραδείγματι, είναι φοβερός στην ανεκδοτολογία.
επί πίνακι = (στο πιάτο) (Από το αίτημα της Σαλώμης γιατον αποκεφαλισμό του Ιωάννου του Προδρόμου, έναντι του «χορού των επτάπέπλων» που της ζήτησε ο Ηρώδης να χορέψει μπροστά του)Ζητώ την κεφαλήν κάποιου επί πίνακι = Ζητώνα τιμωρηθεί ή να πάθει κακό κάποιος (κυρίως ως αντάλλαγμα για κάτι άλλο,π.χ. για κάποια εξυπηρέτηση)
επί πιστώσει = με πίστωση (όχι τοις μετρητοίς), με δικαίωμαπληρωμής στο μέλλονΠουλώ επί πιστώσει. Αγοράζω επίπιστώσει.
επί πληρωμή = με πληρωμή (όχι δωρεάν)Το προϊόν είναι διαθέσιμο στον καθένα επί πληρωμή.
επί ποινή = με ποινή (ακολουθεί το είδος της ποινής)Σε καιρό πολέμου απαγορεύεται η λιποταξία επί ποινή θανάτου.
επί πτυχίω = στο πτυχίο (μένει ακόμα το πτυχίο)Είναι φοιτητής επί πτυχίω (έχει τελειώσει την φοίτησήτου και δεν έχει τελειώσει τις πτυχιακές εξετάσεις).
επί σκοπώ = με σκοπό
επί συμβάσει = με σύμβασηΤελευταία έχουν προσληφθεί πολλοί επί συμβάσει.
Δεν είναι μόνιμος. Είναι επί συμβάσει ορισμένου χρόνου
επί τη αναλήψει = για την ανάληψη, με την ανάληψη, με την ευκαιρίατης ανάληψηςΟ νέος Υπουργός δέχτηκε πολλά συγχαρητήρια τηλεγραφήματαεπί τηαναλήψει των καθηκόντων του.
επί τη αποχωρήσει = με την αποχώρηση, με την ευκαιρία της αποχώρησης
επί τη βάσει,βάσει = με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα μεΌλα έγιναν βάσει κανονισμού.
Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τηβάσειτου δικού σου συμφέροντος.
επί τη εμφανίσει
άμα τη εμφανίσει
= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει)κανείς
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκεΠληρωτέαι επί τη εμφανίσει (σε χαρτονομίσματα) = (δραχμές)που πρέπει να καταβληθούν με την επίδειξη (του χαρτονομίσματος).
επί τη ενάρξει
επί τη λήξει
= για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.
= για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξηςΕπί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός.
Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του.
επί τη επετείω = για την επέτειο, με την ευκαιρία της επετείουΕπισκέφτηκαν τον Πρόεδρο επί τη επετείω της Δημοκρατίας.
επί τη ευκαιρίαεπ’ ευκαιρία = αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα
= με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίστασηΕπ’ ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μιαβόλτα στην πλατεία.
Επί τη ευκαιρία, πές μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση.
επί τη λήξει
επί τη ενάρξει
= για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξης
= για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.Επί τη λήξει της θητείας του ως Προέδρου, δεξιώθηκε τουςσυνεργάτες του.
Επί τη ενάρξει του σχολικού έτους έγινε, στο σχολείο,ο καθιερωμένος αγιασμός.
επί τη συμπληρώσει = με τη συμπλήρωση, για τη συμπλήρωσηΕπί τη συμπληρώσει δεκαετίας από το γεγονός διοργανώθηκεεορταστική εκδήλωση.
επί τη υποθέσει = με την υπόθεσηΕπί τη υποθέσει της εμφάνισής του τί κάνουμε; (= αν υποθέσουμεότι εμφανίζεται τι κάνουμε;).
επί τιμή = τιμητικά, επίτιμοςπρέσβης επί τιμή (= διπλωμάτης συνταξιοδοτηθείς που τουέχει απονεμηθεί τιμητικά ο βαθμός του πρέσβη).
επί τοις εκατό, επί τοιςχιλίοις,επί τοις εκατομμυρίοις = στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)
Βλέπε και: τοις εκατόΈνα πηλίκο μπορεί να εκφρασθεί ως δεκαδικός αριθμός, ως κλάσμα ή ωςποσοστό επί τοις εκατό (%).
επί τούτω,
επί τούτοις
= για αυτό το σκοπό (λατ. ad hoc), επίτηδεςεπί τούτω επιτροπή (ad hoc committee), επί τούτωομάδα (ad hoc group)

Έγινε μια διάλεξη επί τούτω για το θέμα αυτό. Συγκροτήθηκεμια επί τούτω ομάδα εργασίας

επί χρήμασι = έναντι χρημάτων , για χρήματα, αγοραίοςΑυτή η γυναίκα εκδίδεται επί χρήμασι. Οεπί χρήμασιέρωτας.
επί ψευδορκία = για ψευδορκία, για ψευδή όρκοΜετά την απόδειξη ότι είχε πει ψέματα, ο Πρόεδρος του «έρριξε» πέντεμέρες επί ψευδορκία.
έργω εξύβριση = εξύβριση με πράξη {όχι με λόγια}Το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ήταν έργωεξύβριση.
ευγενή προσφορά = με την ευγενική προσφορά (του, της κτλ.)
ευγενή φροντίδι = με την ευγενική φροντίδα (του, της κτλ.)
ευθύνη = με ευθύνηΕυθύνη του ΟΣΕ καθυστέρησε να ξεκινήσει η αμαξοστοιχία.
η ισχύς εν τη ενώσει Βλέπε: εν τη ενώσει η ισχύς
θανάτω θάνατον πατήσας = αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο (από το τροπάριο«Χριστός ανέστη»)Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατονπατήσας και τοιςεν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος (= ο Χριστόςσηκώθηκε από τους νεκρούς αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο και αφού χάρισεζωή σ’ αυτούς που ήταν μέσα στα μνήματα).
Θεία χάριτι
χάριτι Θεία
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο.
θέσει = εκ θέσεως, από τη θέση του, λόγω της θέσηςτουΕίναι ο θέσει αρμόδιος για το θέμα.
Κανόνας της Αρχαίας Ελληνικής: Η θέσει μακρά συλλαβή ως προς τον τονισμό λαμβάνεται ως βραχεία.
Θεώ = στον Θεό, με τον Θεόσυν Θεώ (βλέπε φράση)
Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ(=Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτά που ανήκουν στο Θεό)
θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου = (συγκράτησε, Θεέ μου, το στόμα μου) = συγκρατούμαινα μην ξεστομίσω κάτι, ενώ υφίσταμαι πρόκληση για το αντίθετοΑυτός τίμιος; Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου.
ιδία = ιδιαιτέρως, ξεχωριστάΧρειάζεται προσοχή στο χειρισμό τέτοιων θεμάτων? ιδία δε όταν πρόκειται για τόσο λεπτές ισορροπίες.
ιδία βουλήσει = με ίδια (= δική μου, δική σου, …) βούληση,αυτοβούλως, οικειοθελώς
Βλέπε και «οικεία θελήσει».Ό,τι έκανε το έκανε ιδία βουλήσει.
ιδία δαπάνη,
ιδίαις δαπάναις
= με δική μου (σου, του, …) δαπάνη, με δικάμου έξοδαΠρομηθεύτηκα το βιβλίο ιδία δαπάνη.
ιδία δυνάμει,
ιδίαις δυνάμεις
= (με ίδια δύναμη), με τη δική του δύναμη, μετις δικές του δυνάμεις
ιδία ευθύνη = (με ίδια ευθύνη), με δική μου (σου, του, …) ευθύνηΟ καθένας αποφασίζει ιδία ευθύνη αν θα προχωρήσει ή ανθα σταματήσει.
ιδία πρωτοβουλία = (με ίδια πρωτοβουλία), με δική μου (σου, του,…) πρωτοβουλίαΕφάρμοσε στην πράξη τη νέα μέθοδο ιδία πρωτοβουλία.
ιδία υπαιτιότητι = (με ίδια υπαιτιότητα), με δική μου (σου, του,…) υπαιτιότηταΌ,τι έπαθε το έπαθε ιδία υπαιτιότητι.
ιδίαις αυτού (αυτής) χερσίν (ΙΑΧ) = στα ίδια του (της) τα χέριαΙΑΧ (πάνω σε φάκελο, όπου είναι γραμμένος ο παραλήπτης) = να δοθεί προσωπικά στον παραλήπτη και σε κανέναν άλλο.
ιδίοις εξόδοις = (με ίδια έξοδα), με δικά (μου, σου, του, της,μας, σας, τους) έξοδαΠήγα στο Συνέδριο ιδίοις εξόδοις
ιδίοις όμμασι(ν) = (με ίδια όμματα), με τα ίδια (μου, σου, του,της, μας, σας, τους) τα μάτιαΔεν το πιστεύω αν δεν το δω ιδίοις όμμασι. Ο ιδίοιςόμμασι μάρτυς είναι ο αυτόπτης μάρτυς.
Καίσαρι = στον ΚαίσαραΑπόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(= Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτάπου ανήκουν στο Θεό).
καλή τη πίστει = (με καλή πίστη) = καλόπιστα, καλοπροαίρετα,ειλικρινά, με ειλικρίνειαΕγώ ό,τι είπα το είπα καλή τη πίστει, αλλά αυτός με παρεξήγησε.
κεραυνός εν αιθρία = (κεραυνός σε ξαστεριά), απροσδόκητο γεγονός,αναπάντεχο γεγονόςΥστερα από τόσες αγάπες, το διαζύγιο της Χαρούλας ήτανκεραυνόςεν αιθρία
κοινή συναινέσει = με κοινή συναίνεση, με κοινή συμφωνίαΠήραν το διαζύγιο κοινή συναινέσει
κοινή υπαιτιότητι = με κοινή υπαιτιότητα, με κοινό φταίξιμοΠήραν διαζύγιο κοινή υπαιτιότητι.
κόποις = με κόπουςΤ’ αγαθά κόποις κτώνταιι (= Τα αγαθά τα αποκτά κανείςμε κόπους)
κράτος εν κράτει = (κράτος μέσα σε κράτος) = οντότητα που έχειαποκτήσει ανεπίτρεπτα υπέρμετρη ισχύΤα διαπλεκόμενα (συμφέροντα) αποτελούν κράτος εν κράτει.
λόγω = εξαιτίαςΛόγω της κακοκαιρίας έκλεισαν τα λιμάνια.
λόγω εξύβριση = εξύβριση με λόγιαΤο αδίκημα της εξύβρισης είναι: λόγω εξύβριση ήέργωεξύβριση
λόγω τιμής,
επί λόγω τιμής
= στο λόγο της τιμής μουΛόγω τιμής, εγώ δεν ξέρω τίποτα!
Την αλήθεια σου λέω! Επί λόγω τιμής !
μακαρία τη λήξει = με ευτυχή λήξη, με ευτυχές αποτέλεσμα
μερίμνη = με μέριμνα, με φροντίδαΤο θέμα τακτοποιήθηκε μερίμνη του Γιώργου.
μέσω = με, δια μέσου, με τη βοήθειαΑθήνα-Θεσσαλονίκη μέσω Λαρίσης. Επικοινωνίαμέσωδικτύου υπολογιστών.
μοίρα αγαθή,
μοίρα καλή
μοίρα κακή
= με μοίρα καλή= με μοίρα κακή
νόμω = με νόμο, κατά νόμον, νομίμως, νομικάνόμω κρατούσα θρησκεία = θρησκεία που επικρατείμε νόμο

νόμω αβάσιμη κατηγορία = κατηγορία που δεν στηρίζεταινομικά

νόμω αβάσιμος = νομικά αβάσιμος, αστήρικτος από το νόμοΟ ισχυριμός του είναι νόμω αβάσιμος.
νους υγιής εν σώματι υγιεί = (νους υγιής σε σώμα υγιές) = η διανοητικήυγεία είναι συνάρτηση της σωματικής, η σωματική υγεία είναι προϋπόθεσητης πνευματικής
ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις ετέρω = (εις έτερον) = στον άλλοο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις = Μην κάνεις στους άλλουςαυτό που εσύ δεν θέλεις να σου κάνουν.
οικεία βουλήσει = οικειοθελώς, θεληματικά, με τη θέλησή μου(σου, του, …)Όταν ενεργείς οικεία βουλήσει αναλαμβάνεις και την ευθύνητων ενεργειών σου.
οικεία θελήσει = με δική μου (σου, του, …) θέληση, οικειοθελώς,αυτοβούλως
Βλέπε και «ιδία βουλήσει».Συμμετείχε στην εργασία οικεία θελήσει.
οίκοι = στο σπίτι {οίκος = σπίτι}Διαμένω οίκοι (οικουρώ) = μένω στο σπίτι.

Επίσκεψη οίκοι {χαρακτηρισμός επίσκεψηςγιατρού σε ασθενή στο σπίτι του τελευταίου}.

όμοιος ομοίω = ο όμοιος τον όμοιοΌμοιος ομοίω αεί πελάζει (= ο όμοιος τονόμοιό του πάντοτε συναναστρέφεται)
ονόματι = κατά το όνομα, με το όνομαΚάποιος σύνεδρος, ονόματι Αγγελόπουλος, πρότεινε να γίνειψηφοφορία. Γνώρισα κάποιον, ονόματι Αγγελόπουλο. Ακούστηκεη φωνή κάποιου, ονόματι Αγγελόπουλου.

(Βλέπε και εν ονόματι, επ’ ονόματι).

ουαί τοις ηττημένοις = αλίμονο στους νικημένους (λατ.vaevictis,πουτο είπε ο Γαλάτης Βρέννος)Το τίμημα της ήττας ήταν βαρύτητο. Ουαί τοις ηττημένοις.
ουαί υμίν = αλίμονο σε σαςΟυαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές (από το Ευαγγέλιο).
ουκ εν τω πολλώ το ευ βλέπε εν τω πολλώ
Ουκ επ’ άρτω … Βλέπε: «επ’ άρτω»
ουσία τύποις (αντίθ.) = ως προς την ουσία, κατ’ ουσίαν, ουσιαστικά= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά

Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλος τύποιςκαιουσία.

παθών εν υπηρεσία = αυτός που έπαθε ατύχημα σε ώρα υπηρεσίας ήσε υπηρεσιακή αποστολήΠήρε σύνταξη ως παθών εν υπηρεσία
παίζει εν ου παικτοίς = (παίζει με πράγματα που δεν είναι για παίξιμο)= γελοιοποιεί πράγματα που είναι σοβαρά
παίρνω τοις μετρητοίς = παίρνω στα σοβαρά (κάτι που δεν είναι τόσοσοβαρό)Του είπαμε ένα αστείο κι αυτός το πήρε τοις μετρητοίς
παντί τρόπω = με οποιοδήποτε τρόπο, με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπωςΠρέπει να σώσουμε τη γη, παντί τρόπω, από την οικολογικήκαταστροφή.
παρ’ Αρείω Πάγω = στον ¶ρειο ΠάγοΕίναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
παρά τω πλευρώ = στο πλευρό, πλάι, δίπλαΣτάθηκε παρά τω πλευρώ του κατηγορούμενου συζύγου της.
παρά τω πρωθυπουργώ = κοντά στον πρωθυπουργόΘήτευσε ως Υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ.
παρουσία = (με παρουσία κάποιου) = ενώ κάποιος είναι,ή ήταν, παρώνΠαρουσία μου είπε όσα είπε.
πάση δυνάμει = (με κάθε δύναμη), με όλες τις δυνάμειςΕπίθεση του στρατού πάση δυνάμει.
πάση θυσία = (με κάθε θυσία), οπωσδήποτεΠρέπει να επιτύχουμε το αποτέλεσμα αυτό πάσηθυσία.
πεζή = πεζός, πεζή, πεζό, πεζοίΔιανύσαμε μεγάλες αποστάσεις πεζή (= πεζοί)
ποιητική αδεία = (με ποιητική άδεια, με άδεια του ποιητή) =με την ελευθερία που παρέχεται στον ποιητικό λόγο (ή στον ποιητή).Αυτό τυπικά δεν είναι σωστό, αλλά λέγεται ποιητική αδεία.
πολλώ μάλλον,
τοσούτω μάλλον
πόσω μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πολλώ μάλλον ένας νέος υπάλληλος
πόσω μάλλον
τοσούτω μάλλον ,
πολλώ μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, πόσω μάλλονένας νέος υπάλληλος
πράγματι = πραγματικά, αλήθειαΠράγματι, χθες το μεσημέρι πέρασα από το γραφείο του.

Βλέπε και τω όντι, τη αληθεία

προφάσεις εν αμαρτίαις = προσχήματα για δικαιολόγηση παραλείψεων ήανεπίτρεπτων ενεργειών (αμαρτία = σφάλμα, παράπτωμα και ιδιαίτερα θρησκευτικό)Ένα είναι το γεγονός: ότι ο ασθενής αφέθηκε αβοήθητος. Οι όποιες εκτων υστέρων δικαιολογίες είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
πτωχοί τω πνεύματι βλέπε τω πνεύματι
συν Αθηνά = μαζί με την Αθηνά, εκτός από την ΑθηνάΣυν Αθηνά και χείρα κίνει = (Εκτός από την Αθηνά κούνακαι τα χέρια σου) = Εκτός από το να επικαλείσαι βοήθεια άνωθεν πρέπει νακαταβάλεις και τις απαιτούμενες προσωπικές προσπάθειες
συν αυτώ
συν αυτοίς
= μαζί με αυτόν, μαζί με αυτούς
Φράσεις: οι συν αυτώ, οι συν αυτοίς = οιγύρω του (τους), η ακολουθία του (τους), η παρέα του (τους)Τον πρόεδρο και τους συν αυτώ υποδέχτηκε ο τοπικός άρχοντας.
συν γυναιξί και τέκνοις = μαζί με γυναίκες και παιδιά, οικογενειακώςΗρθαν οι περισσότεροι συνάδελφοι συν γυναιξίκαιτέκνοις
συν Θεώ = με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντοςΕφέτος, συν Θεώ, θα πάμε διακοπές στο εξωτερικό.
συν τοις άλλοις = μαζί με όλα τ’ άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσεότιΣυν τοις άλλοις, είναι καικακός μαθητής
συν τω χρόνω = με την πάροδο του χρόνουΣυν τω χρόνω, θα γνωρίσειςκαλύτερα τους νέους συναδέλφους σου
συναρτήσει = σε συνάρτηση με, ως προς (σύνηθες στη φυσικήκαι στα μαθηματικά)Το διάγραμμα της ταχύτητας συναρτήσει του χρόνου.
συνεπεία = (ως συνέπεια) = λόγω, εξαιτίας
συνοδεία κιθάρας = με συνοδεία (ακομπανιαμέντο) κιθάραςΤραγούδησε συνοδεία κιθάρας = Τραγούδησε συνοδευόμενοςαπό κιθάρα (με ακομπανιαμέντο κιθάρας)
ταύρος εν υαλοπωλείω = (ταύρος σε υαλοπωλείο) = όπως αν μπει ταύροςσε υαλοπωλείοΤα έκαμε όλα γυαλιά καρφιά, σαν ταύρος εν υαλοπωλείω.
τη εμφανίσει Βλέπε: άμα τη εμφανίσει και επί τη εμφανίσει
τη τάξει = στη σειρά, στη διάταξη, στην ιεραρχίαΟ υπουργός παρα τω πρωθυπουργώ είνια ο πρώτος τη τάξει υπουργός.Οπροϊστάμενος τμήματος είναι ο τελευταίος τη τάξει που παίρνειτο επίδομα ευθύνης.
τοις εκατό, τοις χιλίοις, τοις εκατομμυρίοις = στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)Επιτόκιο πέντε τοις εκατό (5/100 ή 5 %).
Πιθανότητα δύο τοις χιλίοις (2/1000 ή 2 ο/οο)
τοις κείνων ρήμασι = στα λόγια εκείνωνΤήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι = Βρισκόμαστεεδώ υπακούοντας στα λόγια τους.
τοις μετρητοίς = σε μετρητά (αντίθετο: επί πιστώσει)Αυτός πλήρωσε με πιστωτική κάρτα, ενώ εγώ τοις μετρητοίς.
Αυτό το κατάστημα δεν κάνει πίστωση, πουλάει μόνο τοις μετρητοίς.
Αυτός, φίλε μου, πουλάει τοις μετρητοίς (= είναι ξέγνοιαστος,δεκάραδεν δίνει).
(Βλέπε και «παίρνω τοις μετρητοίς»)
τοις οφειλέταις
ημών
= (στους οφειλέτες μας) = σ’ αυτούς που μαςέκαμαν κακόως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών = όπως και εμείςσυγχωρούμε αυτούς που μας αδίκησαν.
(Από την Κυριακή προσευχή)
τοις πάσι γνωστόν,
γνωστόν τοις πάσι
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός,παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι.
τοσούτω μάλλον ,
πολλώ μάλλον
πόσω μάλλον
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)Αυτό δεν μπορούσε να το προβλέψει ο Διευθυντής, τοσούτω μάλλονένας νέος υπάλληλος
τρικυμία εν κρανίω = σύγχυση φρενών, διανοητική αναστάτωση, φουρτούνατου μυαλούΔεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Αυτός έχει τρικυμία εν κρανίω.
τύποις = (με τύπο, τυπωμένος) = εντύπως, (+γενική)στο τυπογραφείο τουΤύποις Κ. Πετρίδη.
τύποιςουσία (αντίθ.) = ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά= ως προς την ουσία, κατ’ ουσίαν, ουσιαστικά

Αυτός που θα αναλάβει ως προϊστάμενος πρέπει να είναι κατάλληλος τύποιςκαιουσία.

τύχη αγαθή = κατά καλή τύχη, ευτυχώςΤύχη αγαθή, αποφεύχθηκε το μοιραίο.
τω αγνώστω θεώ = στον άγνωστο θεόΣτην αρχαία Αθήνα υπήρχε στήλη με την αφιέρωση «τω αγνώστω θεώ».
τω καιρώ εκείνω = τότε στα παλιά τα χρόνια (από τη γνωστή εναρκτήριαφράση του Ευαγγελίου)Τω καιρώ εκείνω ο δάσκαλος με τη βέργα του ήταν πιο πολύθηριοδαμαστής παρά δάσκαλος
τω κομιστή = (εις τον κομίζοντα, εις τον φέροντα) = σ’αυτόν που το κρατάΓραμμάτιο πληρωτέο τω κομιστή.
τω όντι, τωόντι και τώντις = όντως, πράγματι, πραγματικάΗ κατάσταση είναι τωόντι πολύ σοβαρή.

Βλέπε και πράγματι, τη αληθεία.

τω πνεύματι = κατά το πνεύμα
πτωχός τω πνεύματι = ταπεινόςΜακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι = ευτυχισμένοι οι ταπεινοί(από τους «Μακαρισμούς» του Ευαγγελίου)
υπαιτιότητι = από υπαιτιότητα, εξαιτίαςΟλα έγιναν υπαιτιότητί μου.
φύσει = εκ φύσεως, από τη φύση του, λόγω της φύσηςτουΕίναι φύσει αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο.
Στη γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής συλλαβή με η, ω ή δίφθογγο είναι φύσει μακρά, ενώ συλλαβή με βραχύ που ακολουθείται από δύο ή περισσότερασύμφωνα ή διπλό σύμφωνο είναι θέσει μακρά.
φωνή βοώντος εν τη ερήμω = φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο, μεταφορικά:δεν ακούει κανένας, δεν υπάρχει καμιά ανταπόκρισηΦωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου(Κατά Μάρκον 1-3).

Εγώ τα είπα, εγώ τα άκουσα! Φωνή βοώντος εν τη ερήμω!.

χάριτι Θεία,
Θεία χάριτι
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του ΘεούΧάριτι Θεία ξεπεράσαμε τον κίνδυνο.
ψυχή τε και σώματι = (με την ψυχή και με το σώμα) = με όλες τιςδυνάμεις, ολοκληρωτικάΑφοσιώθηκε σ’ αυτόν το σκοπό ψυχή τε και σώματι.
ως εν ονείρωεν ονείρω = σαν σε όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα,αχνά και απροσδιόριστα
= σε όνειρο, μέσα σε όνειροΈννοιωσε σαν υπνωτισμένος? πέρασαν μπροστά από τα μάτια του σκηνές αχνέςκι ασύνδετες? ως εν ονείρω.
όνειρο εν ονείρω = κατάσταση στην οποία βλέπει κανέναςόνειρο μέσα σε όνειρο.
ως εν ουρανώ = όπως στον ουρανό (Από την Κυριακή προσευχή)ως εν ουρανώ και επί της γης = όπως στον ουρανό έτσι καιπάνω στη γη.
ως εν παρόδω ελέχθη = όπως ελέχθη παρενθετικάΒλέπε εν παρόδω.
Τα στοιχεία της σελίδας αυτής αντλήθηκαν, κατά το σημαντικότερο μέρος τους, από τις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).


Πηγή : http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/dotiki.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1808

Βασικοί Oρθογραφικοί Kανόνες της Δημοτικής Γλώσσας

Βασικοί ορθογραφικοί κανόνες της δημοτικής γλώσσας
Στις αράδες που ακολουθούν συνοψίζονται οι βασικοί ορθογραφικοί κανόνες για τη δημοτική γλώσσα. Οι κανόνες αυτοί στηρίζονται στη γραμματικής της ελληνικής γλώσσας που διδάσκεται στα ελληνικά σχολειά.
Περιεχόμενα Κανόνες του μονοτονικού συστήματος | Τα διαλυτικά | Το τελικό ν | Συλλαβισμός | Γράφονται με μια λέξη | Λέξεις με κεφαλαίο ή μικρό το πρώτο γράμμα | Κλίση ονομάτων | Επίθετα και παραθετικά | Ρήματα | Μετοχές | Δοτική | Το μέσα | Ξενόγλωσσες λέξεις | Ως ή σαν | Αριθμοί |


Το μονοτονικό σύστημα 1. Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τονικό σημάδι.Θεωρούνται μονοσύλλαβοι και μένουν άτονοι οι συνιζημένοι τύποι, π.χ., μια, για, γεια, πια, ποιος, ποια, ποιο, νιος κτλ. Προσοχή στη διαφορά: δυο – δύο, μια – μία, το βιος – ο βίος κτλ.

Οι μονοσύλλαβες προστακτικές, ακόμα κι όταν ακολουθούνται από δύο εγκλιτικά, δεν παίρνουν τονικό σημάδι, π.χ., πες μου το, φα του τα, δες του τα κτλ.

Εξαιρούνται και παίρνουν τονικό σημάδι:

Ο διαζευκτικό σύνδεσμος ή, π.χ., Ή η μητέρα ή ο πατέρας.

Τα ερωτηματικά πού και πώς, είτε βρίσκονται σε ευθεία ερώτηση είτε σε πλάγια, π.χ., Πού πήγες; [ευθεία] Δε μας είπες πού πήγες. [πλάγια]

Τα πού και πώς παίρνουν τονικό σημάδι και στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Πού να σου τα λέω. Από πού κι ως πού. Πού και πού. Αραιά και πού.

Του έστειλες το γράμμα; Πώς!

Πώς βαριέμαι! Κοιτάζω πώς και πώς να τα βολέψω.

Το που (όταν είναι επίρρημα, αντωνυμία ή σύνδεσμος) και το πως (όταν είναι σύνδεσμος) δεν παίρνουν τονικό σημάδι, π.χ.: Αυτό που σου είπα. Μας είπε πως τον λένε Απόστολο.

Οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα), όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές, π.χ., ο πατέρας μού είπε (= ο πατέρας είπε σε μένα), αλλά, ο πατέρας μου είπε (= ο δικός μου πατέρας είπε).

Οι μονοσύλλαβες λέξεις, όταν προφέρονται μαζί με τους ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, ‘ρθω, σ’ όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς, δέχονται τον τόνο τους, π.χ., θά μπω (προφέρεται δυνατότερα το θά), ενώ θα μπω (προφέρεται δυνατότερα το μπω), θά μπεις – θα μπεις κτλ.

2. Τονικό σημάδι (΄) παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η λέξη παρουσιάζεται ως μονοσύλλαβη ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή· όχι, όμως, όταν έχει χάσει τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση.

Παίρνουν τονικό σημάδι  μονοσύλλαβες λέξεις μετά από αποκοπή: φέρ’ το, κόψ’ το, άσ’ το κτλ.

Παίρνουν τονικό σημάδι μονοσύλλαβες λέξεις μετά από έκθλιψη: πάντ’ ανοιχτά, είν’ ανάγκη, ήρθ’ αυτός, μήτ’ εσύ κτλ.

Προσοχή!  Ένας ρηματικός τύπος που έμεινε άτονος από αφαίρεση δεν ανεβάζει το τονικό σημάδι στην προηγούμενη λέξη, π.χ.· μου ‘φερε, τα ‘δειξε, τα ΄ριξε, θα ΄θελα, που ΄ναι (αλλά, πού ‘ναι;), μου ‘πε κτλ.

3. Ο τόνος του εγκλιτικού ο οποίος ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων σημειώνεται, π.χ.: ο μέντοράς μας, κράτησέ μου το κτλ.

Το ίδιο γίνεται στο πρώτο από δύο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη λέξη, π.χ.: δώσε μού το, φέρε μάς τους κτλ.

Τα διαλυτικά Τα διαλυτικά σημειώνονται πάνω από το ι ή το υ για να δείξουμε ότι το ι ή το υ πρέπει να τα προφέρουμε χωριστά από το προηγούμενο φωνήεν (α, ε, ο, υ), π.χ.: θεϊκός, ευνοϊκός, παρανοϊκός, μυϊκός, ξεϋφαίνω, αϊτός, αϋπνία, οϊμέ κτλ.Δε σημειώνουμε τα διαλυτικά όταν το προηγούμενο φωνήεν παίρνει τόνο (π.χ., νεράιδα, πλάι κτλ.)· και όταν δεν έχουμε δίψηφο φωνήεν (π.χ., διυλιστήριο, πρωί, Μωυσής κτλ.).

Παρατήρηση:

Ο συνδυασμός των πλήκτρων για την εισαγωγή των διαλυτικών στο κείμενο είναι: Shift + (πλήκτρο οξείας) + (φωνήεν).

Ο αντίστοιχος συνδυασμός πλήκτρων για διαλυτικά και τόνο μαζί, είναι: Ctrl + Alt + (πλήκτρο οξείας) + (φωνήεν).

Το τελικό ν Αν αμφιβάλλετε, η συμβουλή είναι: Καλύτερα ένα ν περισσότερο παρά ένα λιγότερο.1. Το τελικό ν διατηρείται πάντοτε:

στην προσωπική αντωνυμία γένους αρσενικού του δεύτερου προσώπου τον: τον είδα, τον βρήκα, τον δέχτηκα κτλ.

στο αρσενικό άρθρο τον μπροστά από κύρια ονόματα (προσώπων, μηνών, ποταμών κτλ.), συντμήσεις, αρκτικόλεξα και ξένους όρους, που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ουδετέρου γένους· επίσης προ επιθέτου ή μετοχής, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται μακριά από το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό.

στο τροπικό επίρρημα και το χρονικό σύνδεσμο σαν (στη λογοτεχνία ακολουθεί τις περιπτώσεις 2 και 3): σαν γυαλί, σαν χρυσάφι, σαν θέλεις, κτλ.

στο αρνητικό μόριο δεν, για ν’ αποφεύγεται η σύγχυση με τον αντιθετικό σύνδεσμο δε.

2. Το τελικό ν διατηρείται:

στο άρθρο τον και την,

στο αριθμητικό και αόριστο έναν,

στην τριτοπρόσωπη αντωνυμία την,

στα άκλιτα μην,

όταν η λέξη που ακολουθεί αρχίζει από φωνήεν ή στιγμιαίο σύμφωνο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό γράμμα (ξ, ψ), π.χ.: τον αέρα, την καλύβα, έναν τεμπέλη, μην ντρέπεσαι, σαν ντομάτα.

2. Το τελικό ν χάνεται στις παραπάνω λέξεις (τον, την , έναν, την, μην), όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από εξακολουθητικό σύμφωνο (β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ), π.χ.: το βάκιλο, τη γελάδα, ένα δερβέναγα, τη θάλασσα, μη μείνεις, σα φωτιά.

Συλλαβισμός 1. Δύο σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα συλλαβίζονται με το δεύτερο φωνήεν, όταν αρχίζει από αυτά τα σύμφωνα ελληνική λέξη, π.χ.: λά-σπη (σπήλαιο), κό-στος (στέρεος), έ-βγα (βγαίνω) κτλ.Σ’ όλες τι υπόλοιπες περιπτώσεις χωρίζονται και το πρώτο σύμφωνο πάει με το προηγούμενο φωνήεν, και το δεύτερο με το ακόλουθο, π.χ.: έρ-πης, βαθ-μός, δάφ-νη, τάγ-μα κτλ.

2. Τρία ή περισσότερα σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα συλλαβίζονται με το ακόλουθο φωνήεν, όταν αρχίζει ελληνική λέξη τουλάχιστον από τα δύο πρώτα από αυτά, π.χ.: ά-στρο (στρώμα), ε-χθρός (χθες), αι-σχρός (σχήμα) κτλ.

Αλλιώς χωρίζονται και το πρώτο σύμφωνο πάει με το προηγούμενο φωνήεν, τ’ άλλα με το ακόλουθο, π.χ.: άν-θρω-πος, εκ-στρα-τεί-α κτλ.

3. Τα δίψηφα μπ, ντ και γκ δε χωρίζονται στο συλλαβισμό, π.χ.: μπου-μπού-νας, πέ-ντε, μπα-γκέ-τα, σύ-γκρυο, γα-μπρός, ά-ντρας κτλ.

4. Τα δίψηφα φωνήεντα (ου, αι, ει, οι, υι), οι δίφθογγοι (αϊ, αη, οϊ, οη), οι καταχρηστικοί δίφθογγοι (ια, υα, οια, οιε, ιου, οιου κ.ά.) και οι συνδυασμοί αυ και ευ κατά το συλλαβισμό λογαριάζονται σαν ένα φωνήεν, π.χ.: αί-μα, νε-ράι-δα, ά-πια-στος, ναύ-της, αη-δό-νι, ρο-λόι, βόη-θα, θειά-φι, γυα-λί, αυ-λή, ευ-χή κτλ.

Γράφονται με μια λέξη 1. Τα αριθμητικά από το 13 μέχρι το 19, π.χ.: δεκατρία, δεκαπέντε, δεκαεφτά (δεκαεπτά) κτλ. Αλλά, είκοσι ένα (αλλά, Εικοσιένα), τριάντα πέντε, ενενήντα εννιά, εκατόν ένας, εκατόν τριάντα πέντε, εκατό δεκαεφτά κτλ.2. Οι αντωνυμίες: καθένας – καθεμιά – καθένα, καθετί, κατιτί, οποιοσδήποτε – οποιαδήποτε – οποιοδήποτε, οσοσδήποτε, οτιδήποτε.

3. Τα άκλιτα: απαρχής, απεναντίας, απευθείας, αφενός, αφετέρου, αφότου, αφού, δηλαδή, διαμιάς, ειδαλλιώς, ειδάλλως, ειδεμή, ενμέρει, ενόσω, εντάξει, εντέλει, εντούτοις, ενώ, εξαιτίας, εξάλλου, εξαρχής, εξής, εξίσου, επικεφαλής, επιπλέον, επιτέλους, εφάπαξ, εφεξής, εφόσον, καθ(ε)αυτό, καθεξής, καθόλου, καθόσον, καθότι, καθώς, καθωσπρέπει,  καλημέρα, καληνύχτα, καλησπέρα, καληώρα, καταγής, κατευθείαν, κιόλας, μεμιάς, μολαταύτα, μόλο (που), μολονότι, μολοντούτο, ολημέρα, ολημερίς, οληνύχτα, ολωσδιόλου, οποτεδήποτε,  οπουδήποτε, οπωσδήποτε, παραλίγο, παρόλο (που), παρότι, προπαντός,  προπάντων, σάμπως,  τώντις, τωόντι, υπόψη, ωσότου, ώσπου, ωστόσο.

4. Η πρόθεση σε (σ’) με τη γενική και την αιτιατική του άρθρου: στου, στη, στο, στης, στων κτλ. Προσοχή, γράφεται χωριστά και μ’ απόστροφο η αντωνυμία σου: σ’ το δίνω, σ’ το ‘στειλα κτλ.

5. Γράφονται με δύο λέξεις: καλώς όρισες, καλώς τον (την, το), μετά χαράς, τέλος πάντων, και οι λόγιες εκφράσεις: εν μέρει, κατ’ εξοχήν κ.ά.

6. Γράφονται με μια ή με δυο λέξεις, κατά την περίσταση και με διαφορετικό τονισμό: πάρα κάτω – παρακάτω, πάρα πέρα – παραπέρα, πάρα πάνω – παραπάνω, τόσος δα – τοσοσδά και τα παρόμοια.

7. Ρηματικές φράσεις στις οποίες έχει χαθεί η αίσθηση ότι αποτελούνται από χωριστές λέξεις: δώστου, σούρτα φέρτα κτλ. Π.χ. «… και δώστου να κλαίε μ’ αναφιλητά». Αλλά, «δώσ’ του λεφτά να πάρει ψωμί.»

Λέξεις με κεφαλαίο ή μικρό το πρώτο γράμμα 1. Γράφονται με κεφαλαίο στην αρχή:τα κύρια ονόματα, π.χ.: Μπάμπης, Μανόλης, Όμηρος, Πλάτων κτλ.

τα ονόματα τόπων, επωνυμίες ιδρυμάτων, πανεπιστημιακών σχολών, εταιρειών, συλλόγων, ονόματα δρόμων κ.ά., π.χ.: Ηράκλειο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ασπίς Χρηματιστηριακή, Σύλλογος Διαζευγμένων, Οδός Παπαχαραλάμπη κτλ.

τα εθνικά και τα τοπωνυμικά, π.χ.: Έλληνας, Ρωμαίος, Αθηναίος, Λακκιώτης κτλ.

τα ονόματα των μηνών, των ημερών της εβδομάδας, των εορτών και σημαντικών ιστορικών γεγονότων ή επετείων π.χ.: Ιούλιος, Δευτέρα, Πάσχα, Ραμαζάνι, Γαλλική Επανάσταση, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κτλ.

οι λέξεις Θεός, Χριστός, Άγιο Πνεύμα, Παναγία, τα συνώνυμα των προηγουμένων καθώς και καθετί που σχετίζεται με το θείο, π.χ.: Πανάγαθος, Σωτήρας, Αμνός, Θεία Πρόνοια, Μεγαλόχαρη, Ζωοδόχος Πηγή, Βούδας, Αλλάχ, Μεγάλο Πνεύμα κτλ.

λέξεις που κρίνεται σκόπιμο να εξαρθεί το νόημά τους: Πρόεδρος της Βουλής

τίτλοι τιμής: Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής, Βαρώνος, Δούκας κτλ.

η λέξη άγιος όταν δηλώνει εκκλησία ή δρόμο: Άγιος Φανούριος, οδός Αγίου Κωνσταντίνου κτλ.

τα ονόματα των έργων της λογοτεχνίας και της τέχνης: ο “Προμηθεύς Δεσμώτης” του Αισχύλου, η “Οδύσσεια” του Καζαντζάκη, ο πίνακας “Το Κρυφό Σχολειό” του Γύζη, η “Ωραία Κοιμωμένη” του Χαλεπά κτλ.

3. Γράφονται με μικρό γράμμα στην αρχή:

όλες οι λέξεις που παράγονται από τα προηγούμενα, π.χ: ομηρικά έπη, ελληνική ποίηση, σολωμική ποίηση, αθηναϊκά έθιμα, κυριακάτικο γεύμα, αυγουστιάτικες ζέστες (αλλά, Οκτωβριανή Επανάσταση), πασχαλινό αρνί, ελληνικός, αγγλικός, σωτηριολογικά θέματα κτλ.

τα επίθετα που σημαίνουν οπαδούς θρησκειών: χριστιανός, μωαμεθανός, βουδιστής, καθολικός κτλ.

Κλίση ονομάτων 1. Τα θηλυκά σε (σκέψη, κυβέρνηση κτλ.) σχηματίζουν τη γενική σε -ης και σε -έως, π.χ.: σκέψης και σκέψεως, κυβέρνησης και κυβερνήσεως κτλ. Όσα, όμως, έχουν λαϊκή προέλευση, μόνο σε -ης: θύμηση – θύμησης, γέμιση – γέμισης κτλ.2. Τα προπαροξύτονα, αρσενικά και θηλυκά σε -ος κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού:

ο δήμαρχος – του δημάρχου – των δημάρχων – τους δημάρχους

η διάμετρος – της διαμέτρου – των διαμέτρων – τις διαμέτρους.

Διατηρούν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, σ’ όλες τις πτώσεις ενικού και πληθυντικού, οι πολυσύλλαβες και οι λαϊκές λέξεις: του αντίκτυπου, του ανήφορου, του εξάψαλμου, του καλόγερου, του ρινόκερου, του γκόμενου, του παίδαρου κτλ.

3. Τα προπαροξύτονα ουδέτερα σε -ο κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική ενικού και πληθυντικού, π.χ.: το άτομο – του ατόμου – των ατόμων, το συμβούλιο – του συμβουλίου – των συμβουλίων, κτλ.

Διατηρούν τον τόνο στην προπαραλήγουσα, σ’ όλες τις πτώσεις, οι πολυσύλλαβες και οι λαϊκές λέξεις, π.χ.: του σίδερου, του σέλινου κτλ.

Επίθετα και παραθετικά 1. Τα παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων σχηματίζουν τις καταλήξειςσε -ώτερος, -ώτατος, -ώτερα, ώτατα, όταν προέρχονται από τοπικά επιρρήματα σε , π.χ.: (άνω) ανώτερος – ανώτατος, (κάτω) κατώτερος – κατώτατα.

σε -ύτερος, -ύτατος, -ύτερα, ύτατα, όταν προέρχονται από επίθετα που λήγουν σε -ύς, π.χ.: βαθύς – βαθύτερος – βαθύτατος – βαθιά – βαθύτερα – βαθύτατα κτλ.

2. Τα επίθετα κατά την κλίση τους φυλάγουν τον τόνο στη συλλαβή που τονίζεται η ονομαστική του αρσενικού, π.χ.: όμορφος – όμορφη – όμορφο – όμορφου – όμορφης – όμορφων – όμορφους κτλ.

Όταν, όμως, τα επίθετα χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά, κατεβάζουν τον τόνο, το ίδιο συμβαίνει και με τις μετοχές, π.χ.: η κατάσταση του αρρώστου (αλλά, η κατάσταση του άρρωστου παιδιού), τα αιτήματα των εργαζομένων (αλλά, τα αιτήματα των εργαζόμενων γυναικών) κτλ.

3. Στα επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ, το υ της κατάληξης των αρσενικών και των ουδετέρων διατηρείται μόνο στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού, στις άλλες πτώσεις γράφεται ι, π.χ.: ελαφρύς – ελαφριού – ελαφριές – ελαφριά κτλ.

4. Τα επίθετα σε -ης, ης, -ες, σχηματίζουν τη γενική του ενικού σε -ους, την αιτιατική στο αρσενικό και θηλυκό σε και τον πληθυντικό σε -εις και το πληθυντικό του ουδετέρου σε , π.χ.: συνεχής – συνεχούς – συνεχή – τα συνεχή κτλ.

5. Στα επίθετα σε ής, -ιά, -ί, το η των αρσενικών διατηρείται μόνο στην ονομαστική, αιτιατική, κλητική του ενικού, στις άλλες πτώσεις γράφεται ι, π.χ.: θαλασσής – θαλασσιού – θαλασσιούς – θαλασσιές – θαλασσιά.

Ρήματα 1. Όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν εμπρός από το θέμα, στον παρατατικό και στον αόριστο της οριστικής ένα ε-, το ε- αυτό λέγεται αύξηση. Η αύξηση διατηρείται όταν τονίζεται, ενώ χάνεται όταν δεν τονίζεται, π.χ.: έλυνα – έλυνες – λύναμε – λύνατε κτλ.Τα ρήματα θέλω, ξέρω, πίνω παίρνουν αύξηση η- αντί ε-, π.χ.: ήθελα, ήξερα, ήπια κτλ.

2. Όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο δεν παίρνουν αύξηση, π.χ.: ανάβω – άναβα, ορίζω – όρισα κτλ.

Εξαιρούνται τα ρήματα: έχω – είχα, έρχομαι – ήρθα, είμαι – ήμουν.

3. Οι καταλήξεις της υποτακτικής, ενεργητικής, και παθητικής φωνής γράφονται με ει και ο, καθώς και της προστακτικής με ει, όπως στην οριστική, π.χ.: να γράφει, θα δεθεί, δεθείτε, αγαπηθείτε, να γράφομαι, όταν έρχομαι κτλ.

4. Στα νεοελληνικά ρήματα που αρχίζουν από ρ, οι αυξημένοι τύποι δε διπλασιάζουν το ρ, π.χ.: ρίχνω – έριξα, ράβω – έραψα κτλ.

Μετοχές 1. Η παθητική μετοχή σε -μένος, γράφεται με δυο μ μόνο στα ρήματα που έχουν χαρακτήρα π, β, φ, πτ, π.χ.: εγκαταλείπω – εγκαταλειμμένος, ράβω – ραμμένος, γράφω – γραμμένος, απορρίπτω – απορριμμένος κτλ.Η μετοχή σε -μένος, είναι κλιτή, έχει τρία γένη και δύο αριθμούς και ισοδυναμεί με επίθετο (βλ. επίθετα και παραθετικά)

Επίσης, η παθητική μετοχή τελειώνει σε:

α) -ημένος (με η): στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (π.χ. αγαπημένος < αγαπιέμαι)
β) -σμένος: σε ρήματα της πρώτης συζυγίας και σε μερικά της δεύτερης (π.χ. χτισμένος < χτίζομαι, δυστυχισμένος < δυστυχώ). Το ι, η, υ, ει, οι που έχουν τα ρήματα της πρώτης συζυγίας στην παραλήγουσα της οριστικής ενεστώτα διατηρείται και στη μετοχή (π.χ. δροσισμένος < δροσίζομαι, δακρυσμένος < δακρύζω).
γ) -ωμένος (με ω): όταν τονίζεται στην παραλήγουσα (π.χ. τεντωμένος < τεντώνομαι)
δ) -όμενος (με ο): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. ενδιαφερόμενος < ενδιαφέρομαι)
ε) -ώμενος (με ω): όταν τονίζεται στην προπαραλήγουσα (π.χ. εκτιμώμενος < εκτιμώμαι)

2. Η άκλιτη ενεργητική μετοχή σε -οντας, όταν είναι άτονη γράφεται με ο, όταν τονίζεται γράφεται με ω, π.χ.: κόβοντας, γράφοντας, αλλά γελώντας, τραγουδώντας κτλ.

Εξαιρείται το όντας.

3. Στη δημοτική γλώσσα, ιδιαίτερα στο γραπτό και στον επιστημονικό λόγο, γίνεται μεγάλη χρήση των αρχαίων τύπων των μετοχών των ρημάτων. Ο πίνακας των αρχαίων μετοχών περιλαμβάνει τις συχνότερα εμφανιζόμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους.

Δοτική Η δοτική πτώση των ονομάτων δεν υπάρχει στη νεοελληνική γραμματική και γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, φράσεις και γλωσσικά “απολιθώματα” της αρχαίας ελληνικής, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Ο πίνακας δοτικών της καθομιλούμενης περιλαμβάνει τις συχνότερα απαντούμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους.
Το μέσα Το τοπικό επίρρημα μέσα:1. Γράφεται μες όταν ακολουθούν οι λέξεις στο(ν), στη(ν), στο, στους, στις, στα, π.χ.: μες στον τόπο, μες στην τάξη, μες στις αυλές, μες στα πράγματα κτλ.

2. Γράφεται μέσ’ όταν ακολουθεί η πρόθεση από, π.χ.: μέσ’ απ’ τα βάσανα, μέσ’ απ’ τη φωτιά κτλ.

Ξενόγλωσσες λέξεις Οι λέξεις που μπήκανε στη γλώσσα μας, στα νεότερα χρόνια, από ξένες γλώσσες γράφονται με την απλούστερη μορφή, π.χ.: τάλιρο, μπίρα, χολ, τρένο, σονέτο, φίλντισι κτλ.
Ως ή σαν Το επίρρημα ως χρησιμοποιείται και στη δημοτική αντί του σαν για να δηλωθεί ιδιότητα του αντικειμένου ή του υποκειμένου, π.χ.: η σημασία του νερού ως φυσικού πόρου. Στις περιπτώσεις αυτές η πτώση που ακολουθεί το ως πρέπει να συμφωνεί με την πτώση του αντικειμένου ή υποκειμένου, του οποίου την ιδιότητα επεξηγεί.
Αριθμοί Μία λέξη ή πολλές.
Γράφονται με μια λέξη μόνο τα αριθμητικά από το 13 μέχρι το 19, π.χ.: δεκατρία, δεκαπέντε, δεκαεφτά (δεκαεπτά) κτλ. Αλλά, είκοσι ένα (εξαιρείται το Εικοσιένα), τριάντα πέντε, ενενήντα εννιά, εκατόν ένας, εκατόν τριάντα πέντε, εκατό δεκαεφτά κτλ.Χωρισμός χιλιάδων.
Οι αριθμοί με τέσσερα ψηφία και πάνω χωρίζονται σε ομάδες των τριών ψηφίων για ευκολία στην ανάγνωση και στην κατανόηση. Στα μη επιστημονικά κείμενα ο διαχωρισμός γίνεται με τη χρήση της τελείας (στα επιστημονικά κείμενα υπάρχει διαφοροποίηση). Ενιαία, χωρίς διαχωρισμό, γράφονται οι τετραψήφιες χρονολογίες, οι αριθμοί λαχείων, σελίδων, νόμων, πρωτοκόλλων διοικητικών εγγράφων, εγκυκλίων και οδών. Ενιαία, επίσης, γράφονται οι αριθμοί τηλεφώνων,  κυκλοφορίας των οχημάτων, οι τραπεζικοί λογαριασμοί όπως και κάθε άλλη κωδικοποίηση με χρήση αριθμών (αριθμός δελτίου ταυτότητας, φορολογικού μητρώου κτλ.). Π.χ.: Το 2004, 3.769 μηχανές, το 15.000 π.Χ., σελίδα 15263, η απόφαση 12365, το τηλέφωνο μου είναι 69363625, το ΑΦΜ της Χ είναι 025263265,

Ολογράφως ή αριθμητικά.
Στα επιστημονικά κείμενα οι αριθμοί γράφονται πάντοτε με ψηφία. Στα δημόσια έγγραφα και στα νομικά κείμενα γίνεται ταυτόχρονη χρήση και των μορφών· πρώτα γράφεται ο αριθμός με ψηφία και ακολουθεί η μέσα σε παρενθέσεις ολόγραφη αναγραφή του. Στα πεζά κείμενα, στα άρθρα, στις εκθέσεις κτλ., δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Μπορούν όμως να ακολουθηθούν οι παρακάτω οδηγίες:
Στην αρχή της φράσης οι αριθμοί γράφονται ολογράφως, εξαιρούνται οι μεγάλοι αριθμοί.
Οι αριθμοί νόμων, άρθρων, λαχείων, σελίδων, εγκυκλίων, διευθύνσεων και λοιπών παρόμοιων, γράφονται με ψηφία.
Οι μεγάλοι αριθμοί, πρακτικά οι αριθμοί με περισσότερα από τέσσερα ψηφία, γράφονται με ψηφία.
Τα ποσοστά γράφονται με ψηφία και ακολουθεί το σύμβολο “%” αφού παρεμβληθεί ημιδιάστημα (Ctrl + Shift + Space).
Οι ημερομηνίες και οι χρονολογίες γράφονται με ψηφία. Σε νομικά και οικονομικά κείμενα όμως, μπορεί να δηλωθούν και ολογράφως.
Η ώρα γράφεται με ψηφία όταν δηλώνεται με ακρίβεια μεγαλύτερη του λεπτού, δηλαδή με δευτερόλεπτα, εκατοστά του δευτερολέπτου κτλ.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες γράφονται πάντοτε με ψηφία όταν δηλώνονται με ακρίβεια μεγαλύτερη της μοίρας.
Τα κλάσματα γράφονται ολογράφως όταν ο αριθμητής και ο παρονομαστής γράφονται με μια λέξη. Σ’ όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις καθώς και τα μικτά κλάσματα δηλώνονται με ψηφία.
Οι θερμοκρασίες γράφονται με ψηφία.
Οι διαστάσεις γράφονται με ψηφία.

Τακτικά και λοιπά.
Γράφονται ολογράφως τακτικά αριθμητικά επίθετα, πολλαπλασιαστικά και υποπολλαπλασιαστικά, αναλογικά και περιληπτικά επίθετα καθώς και τα σύνθετα που προσδιορίζουν αριθμητικά το αντικείμενο, π.χ.: δέκατος τρίτος, εννιαπλάσιος, υποδεκαπλάσιος, τρακοσαριά, διακοσάρα, δεκαεπτασύλλαβος κτλ.

Πάγιες φράσεις.
Οι αριθμοί που περιλαμβάνονται σε στερεότυπες φράσεις γράφονται ολογράφως, π.χ.: Τα έχει τετρακόσια Παίρνει τρεις κι εξήνταΠέρασε από σαράντα κύματαΈνα κι ένα κάνουν δύο κτλ.

Πηγές:1. Οδηγός της νεοελληνικής γλώσσας, επιμ. Άννα Ιορδανίδου, εκδόσεις Πατάκη.
2. Χανδριώτης, Ελλάδιος, Προφορά και στίξη, Λευκωσία 1972.
3. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής), Θεσσαλονίκη 1973.
4. Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος-Φυτράκης.
5. Σακελλαρίου, Χάρης, Κλιτικό λεξικό δημοτικής, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα.
6. Κριαράς Εμμανουήλ, Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, Εκδοτική Αθηνών.

Πηγή : http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/Glosika/Orthografia.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1807

Ασκήσεις Νέας Ελληνικής Γραμματικής Γυμνασίου [Σύνθεση]

ΣΥΝΘΕΣΗ

1. Σχηματίστε σύνθετα με τα αχώριστα λαϊκά μόρια και τις παρακάτω λέξεις:
α – στερητικό, ανα ,ξε ,αν

φλούδα  ξεφλουδίζω
τρέχω
αέρας
φεύγω
σκέλη
θεμιτός
αίμα
φέρω
αντικαθιστώ
τρυπώνω
δασώνω
πόρτα
νύχτα
αξιόπιστος
ήθος
όπλο
μπορώ
βροχή
ελπίζω
οχυρώνω

2. Να βρείτε τη σημασία του πρώτου συνθετικού των παρακάτω λέξεων: α συνθετικό σημασία
άνισος
αναιμία
αναδάσωση
αναπηδώ
ανελεύθερος
αναρωτιέμαι
αναλφάβητος
ανασφάλεια
αόρατος
ξετρελαίνομαι
ξεριζώνω

3. Να σχηματίσετε σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό τα λόγια αχώριστα μόρια της Α’ στήλης και με δεύτερο συνθετικό τις λέξεις της Β’ στήλης. Με τις σύνθετες λέξεις που σχηματίσατε να συμπληρώσετε τις φράσεις που ακολουθούν:
αρτι- λαλώ
ενδο- γεννώ
– αμφι- μυχός
δυσ- ερεθίζω
συν- ρέπω
ευ- οιωνός

1. Πρέπει να παραδεχτείς πως ο αγώνας ήταν………………………..και η νίκη δύσκολη.
2. Η μητέρα και το………………………..βρέφος της νοσηλεύονται στο νοσοκομείο.
3. Τα πράγματα δεν πάνε καλά” οι προβλέψεις είναι………………………..
4. Είναι άνθρωπος παράξενος και………………………..• θυμώνει με το παραμικρό.
5. Με ένα μεγάλο και ειρηνικό………………………..ο λαός της πόλης μας εξέφρασε την αντίθεση
του στα σχέδια των εχθρών της δημοκρατίας.
6. Ήταν φανερό πως με τον τρόπο αυτό άφησε να φανούν οι………………………..σκέψεις του.

4. Να συμπληρώσετε τα κενά με πρώτο συνθετικό το δισ- (δι-) ή το δυσ- ανάλογα με το νόημα.
1. Το δ….τιχο αυτό το έγραψε ο ποιητής για τη σύντροφο του.
2. Στην παλιά μου γειτονιά ελάχιστα σπίτια ήταν δ….ώροφα.
3. Η τοπική εφημερίδα δημοσίευσε ένα δ….στηλο άρθρο για τη δραστηριότητα του σχολείου μας.
4. Να χρησιμοποιήσεις αδιάσειστα επιχειρήματα, γιατί είναι άνθρωπος δ….πιστός.
5. Παντρεύτηκε νέος και πρόλαβε ν’ αποχτήσει δ….έγγονα.
6. Όλες οι προβλέψεις για το μέλλον είναι δ….οίωνες.
7. Δύσκολα βρίσκει φίλους ένας δ….τρόπος και δ….πρόσωπος άνθρωπος.

5. Να γράψετε σύνθετες αντώνυμες λέξεις με πρώτο συνθετικό τα αχώριστα μόρια που σας δίνονται στην παρένθεση.
(αει-, υπο-, υφ-, περι-, ομο-, ενδο-, διχο)
αντώνυμα
φυλλοβόλος ………………………………….
αλλόθρησκος ……………………………..
ομόνοια ……………………………………….
αζήτητος ………………………………………
εξωγενής ……………………………………..
προϊστάμενος………………………………..

6. Σχηματίστε σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό ένα από τα εξής: α) το δι-, δισ-, από το αριθμητικό δύο β) το δυ-, θέμα του δύο γ) το δυσ- (= δύσκολος, κακός), αχώριστο μόριο, και δεύτερο συνθετικό μία από τις λέξεις που δίνονται στη στήλη.
β’ συνθετικό σύνθετες λέξεις
τύχη
πρόσωπο
στίχος
γένος
πίστη
γλώσσα
τρόπος
λέξη
αρχή
κάμπτω
κόπτω
εγγονός

7. Να βρείτε το πρώτο συνθετικό των παρακάτω λέξεων
α’ συνθετικό
συγγενής
αλεξίπτωτο
συλλέγω
υφήλιος
έφιππος
γεωγραφία
καλλιέργεια
μεθεόρτια
χειροβομβίδα
ανθυγιεινός

8. Σχηματίστε από τέσσερα σύνθετα με πρώτο συνθετικό καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις:
α’ συνθετικό σύνθετες λέξεις
ενα
τρία
τέσσερα
εφτά
γη
μεγάλος
καλός
χέρι
πολύς
μακρύς

9. Με πρώτο και δεύτερο συνθετικό τις παρακάτω λέξεις να σχηματίσετε σύνθετα.
1. μακρύς — λαιμός
2. γη μήλο
3. καλός — γραμμή
4. δύο — κόβω
5. πέντε — ορφανός
6. τέσσερα — παχύς
7. λείπω — ψυχή
8. φεύγω — δίκη
9. αντί — ελληνικός
10. μητέρα πόλη

10. Να γράψετε σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό τις λέξεις που βρίσκονται αριστερά και δεύτερο συνθετικό τα ρήματα που σας δίδονται.
σύνθετες λέξεις
άδεια
σύνταξη
προσόν έχω

έχω
δίπλωμα
προνόμιο
αίμα
άμμος
δείγμα λαμβάνω
ανά-
προ-
συν-
τηλε-
μικρός
αστέρι σκοπώ
καιρός
προ-
επι-
ψήφος
ξένος φέρω
άχθος
τραυματίας

ΕΙΔΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

1. Να χαρακτηρίσετε τις προτάσεις ως προς το περιεχόμενο τους (κρίσεως, επιθυμίας, επιφωνηματικές, ερωτηματικές).

κρίσεως επιθυμίας επιφωνηματικές ερωτηματικές

-Ποιος θα έρθει μαζί μου;
-Ποπό! Τι μεγάλα άλογα!
-«Ασπιδοφόρος ο ήλιος
ανέβαινε πολεμώντας».
-«Τώρα, ουρανέ μου, βρόντηξε,
τώρα, ουρανέ μου, βρέξε».
-Με τέτοιες προϋποθέσεις κανένα
κέρδος δε θα έβγαινε.
-Μα την αλήθεια, άσχημα την έπαθα!
-Θα δούμε και το χρυσελεφάντινο
άγαλμα του Δία;
-Να μου γράψεις γρήγορα γράμμα.
-Μακάρι να σ’ έχει καλά ο Θεός.

2. Τις παρακάτω προτάσεις κρίσεως να τις τροποποιήσετε, έτσι ώστε να γίνουν επιφωνηματικές.

1. Ο Γιώργος είναι ειλικρινής.
2. Η μέρα είναι ωραία.
3. Απάντησε βιαστικά και θυμωμένα.
4. Σε εκτιμάει ο διευθυντής σου και σε σέβεται.

3. Να μετατρέψετε τις καταφατικές προτάσεις σε αποφατικές και αντίστροφα, κάνοντας και όλες τις απαραίτητες για το νόημα αλλαγές.

1. Κανένας δεν ήθελε να ακούσει γι’ αυτό το θέμα.
2. Ακολούθησα τις οδηγίες σου και γι’ αυτό δε δυσκολεύτηκα να βρω το ξενοδοχείο.
3. Ο καιρός σήμερα είναι κατάλληλος για βόλτα.
4. Οι άνθρωποι δεν αποκτούν τίποτε χωρίς κόπο.
5. Όλοι οι φίλοι μου προτιμούν πάντοτε την ψυχαγωγία από την εργασία.

4. Να διακρίνετε τις προτάσεις ως προς τη δομή τους (απλές, σύνθετες, επαυξημένες, ελλειπτικές).

1. Ο Γιάννης είναι ζω ηρός και ανήσυχος
2. 0 Πέτρος και ο Νίκος είναι συμμαθητές.
3. 0 χειμώνας έφερε βροχές και καταιγίδες.
4. 0 χρόνος είναι χρήμα.
5. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
6. Οι γυναίκες και οι άντρες σήμερα έχουν τα ίδια δικαιώματα.
7. 0 Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
8. Ώρα να φύγουμε!
9. Η Ελένη είναι φοιτήτρια της ιατρικής.
10. Οι στεριές είναι στεγνές, κατάγυμνες και σπανές, χρυσωμένες από το φθινόπωρο. 11. Σήμανε δώδεκα το μεσημέρι.
12. Εσύ είσαι εγωιστής, εγώ δεν είμαι.

5. Να αφαιρέσετε από τις παρακάτω προτάσεις τους προσδιορισμούς, έτσι ώστε να μείνουν μόνο οι κύριοι όροι τους.

1. Του ναύτη η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι.
2. Αυτό το φόρεμα της είναι στενό της Κατερίνας.
3. Είμαστε πολύ περήφανοι για την επίδοση των παιδιών μας στο σχολείο.
4. Με την ιδιότητα του προέδρου του δεκαπενταμελούς συμβουλίου, εκπροσώπησε όλους τους μαθητές στη συνεδρίαση του συλλόγου των καθηγητών.
5. Μας μίλησε εμπιστευτικά για τους σκοπούς του αγώνα.
6. Ύστερα από τρεις ώρες πορεία καθίσαμε κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός δέντρου.
7. Η επίπονη και διαρκής προσπάθεια του έφερε καρπούς.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/451

Ασκήσεις Νέας Ελληνικής Γραμματικής Γυμνασίου [Παραγωγή]

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

1. Από τα παρακάτω ρήματα να σχηματίσετε ένα ή δύο παράγωγα ουσιαστικά και να τα τοποθετήσετε στον πίνακα ανάλογα με τη σημασία τους.

το πρόσωπο που ενεργεί η ενέργεια ή το όργανο ή το το αποτέλεσμα μέσο της ενέργειας ενέργειας

φταίω
εισπράττω
λαχταρώ
προσδοκώ
κλαδεύω
λάμπω
σκάβω
σείω
μετρώ

2. Σχημάτισε ουσιαστικά από τα παρακάτω ρήματα σύμφωνα με το σχήμα

γράφω γραφή γράμμα
στρέφω
βάλλω
αλείφω
συντάσσω
ράβω
προστάζω

3. Πως λέμε:
α) το πρόσωπο που: ψέλνει :………………………………….

σώζει ……………………………….
λυτρώνει ……………………………………… μηνύει……………………………….
σπέρνει :……………………………………… παίζει………………………………….
λιπαίνει :………………………………………

συμβουλεύει ……………………………………….
οφείλει :……………………………………… χτίζει………………………………….
υποκρίνεται :……………………………….

αποδέχεται………………………………….

β) την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που προκύπτει από τα ρήματα:
ορίζω :……………………………………..

πνίγω :……………………………………..
νηστεύω :………………………………………

διώχνω :……………………………………..

γλιτώνω :………………………………………

καίω :……………………………………..
παραμιλώ :………………………………………

τρίβω :……………………………………..
καλπάζω :………………………………………

λήγω :……………………………………..


γ) το όργανο ή το μέσο με το οποίο:
προσκαλούμε κάποιον:……………………………………………………………………………

πείθουμε κάποιον :…………………………………………………………………………….
ποτίζουμε κάτι :………………………………………………………………………………
φοβίζουμε κάποιον :……………………………………………………………………….
κινούμε κάτι :………………………………………………………………………………..


δ) τον τόπο όπου κάποιος:
εργάζεται :……………………………………………………………………………………

σπουδάζει :……………………………………………………………………………
διδάσκει ή διδάσκεται :……………………………………………………………
κρατείται :……………………………………………………………………………..
διυλίζει :………………………………………………………………………………..

4. Να συμπληρώσετε τις παρακάτω φράσεις με τις κατάλληλες παράγωγες λέξεις από τις πρωτότυπες που σας δίνονται μέσα στο πλαίσιο.
[γοητεύω, κινώ, θεραπεύω, προλαμβάνω τρέπω, λείπω]

1. Δεν είναι ανάγκη να αναζητάς κάποιο………………..σε κάθε πράξη του.
2. Είναι πάντοτε προτιμότερη η……………………..από τη…………………………
3. Με ανησυχεί πολύ η………………………..που πήραν τα πράγματα.
4. Ασκούσε επάνω μου μια παράξενη………………………..
5. Η ενημέρωση που μας έγινε γι’ αυτό το θέμα ήταν………………………..

5. Σύμφωνα με το σχήμα:

άνθρωπος — ανθρωπισμός – ανθρωπιστής, να σχηματίσετε παράγωγες λέξεις από τα παρακάτω ουσιαστικά:
ύλη
Έλληνας
Ιουδαίος
Βούδας
άτομο

6. Να σχηματίσετε υποκοριστικά και μεγεθυντικά ουσιαστικά που να παράγονται από τις παρακάτω λέξεις:

πρωτότυπα       υποκοριστικό           μεγεθυντικό
χέρι
γυναίκα
παιδί
σκυλί
παιδί
ψάρι

7. Σύμφωνα με το σχήμα: κουράζω — κουρασμένος — ακούραστος, σχημάτισε λέξεις από τα παρακάτω ρήματα:
καλώ :………………………………………………………………………………………….
τιμώ :……………………………………………………………………………………………
λυγίζω :………………………………………………………………………………………..
υποψιάζομαι :………………………………………………………………………………..
εκτελώ :……………………………………………………………………………………….
αμφισβητώ :…………………………………………………………………………………….
παρηγορώ :…………………………………………………………………………………….

8. Να σχηματίσεις επίθετα:

α) Από τα ρήματα:
επιβαρύνω : ………………………………………………………………………………….
απελπίζομαι : …………………………………………………….
απαλλάσσω

ξύνω :
κινώ :
σκύβω :

αμφισβητώ :
συζητώ :

κλαίω :

9. Να βρείτε επίθετα παράγωγα από τα παρακάτω ρήματα και να τα συνδυάσετε με κατάλληλα ουσιαστικά, έτσι ώστε να σχηματιστούν ονοματικά σύνολα. Στη συνέχεια να εντάξετε τα ονοματικά σύνολα μέσα σε φράσεις.

π.χ. αποχαιρετώ — αποχαιρετιστήριος — αποχαιρετιστήρια τελετή
κινώ ……………………………………………………………………………….
καπνίζω ……………………………………………………………………………….
ορίζω ……………………………………………………………………………….
πληρώνω ……………………………………………………………………………….
φορολογώ ……………………………………………………………………………….
αισθάνομαι ……………………………………………………………………………….

10. Από τα ακόλουθα ρήματα να σχηματίσετε επίθετα που χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά:
π.χ. κρύβω ->• κρυφτό
πλέκω

υφαίνω
κυνηγώ

σύρω

φυλάγω

γράφω

ψήνω

προστάζω

κλώθω


β) Από τα ουσιαστικά:
πρωί
τμήμα
θόλος
βράχος
κάμπος
ουρανός
στάχτη
μητέρα
λάστιχο

γ) Από τα επίθετα:
καημένος :…..
καλός :…..
άγριος :……….
νόστιμος
βαθύς :………
ψηλός
δ) Από τα επιρρήματα:
μακριά :……………………
έξω :…………………….
πλάι αντίκρυ
φέτος ύστερα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/450

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Βασικοί ορθογραφικοί κανόνες

[Από τη «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ», αναπροσαρμογή της «Μικρής Νεοελ¬ληνικής Γραμματικής» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης.]

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Γράφονται με μία λέξη:
α) τα αριθμητικά από το 13 ως το 19:
δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκαέξι (δεκάξι), δεκαεφτά (δεκαεπτά), δεκαοχτώ (δεκαοκτώ), δεκαεννέα (δεκαεννιά) , αλλά: είκοσι ένα, είκοσι πέντε, τριάντα τρία, ενενήντα (εννιά) , εκατόν ένας, εκατό μία, εκατόν ένα, εκατόν τριάντα πέντε κτλ.
β) οι αντωνυμίες:καθένας – καθεμιά – καθένα, καθετί, κατιτί, οποιοσδήποτε, οσοσδήποτε, οτιδήποτε.
γ) τα άκλιτα:απαρχής, απεναντίας, απευθείας, αφότου, αφού, δηλαδή, διαμιάς, ειδάλλως, ειδεμή, ενόσω, εντάξει, ενώ, εξαιτίας, εξάλλου, εξαρχής, εξίσου, επικεφαλής, επιτέλους, καθαυτό, καθεξής, καλημέρα, καλη¬νύχτα, καλησπέρα, καληώρα, καταγής, κατευθείαν, κιόλας, μεμιάς, μολαταύτα, μόλο (που), μολονό¬τι, ολημέρα, οληνύχτα, ολωσδιόλου, οπουδήποτε, οπωσδήποτε, προπάντων, υπόψη, ωστόσο.
δ) η πρόθεση σε (σ’) με τη γενική και την αιτιατική του άρθρου: στου, στης, στον, στην, στο, στων, στους, στις, στα.
• Γράφεται όμως χωριστά και με απόστροφο η αντωνυμία σου: σ’ το δίνω, σ’ το έστειλα.

• Γράφονται με δύο λέξεις:
καλώς όρισες, καλώς τον (την, το), μετά χαράς, τέλος πάντων, και οι λόγιες εκφράσεις: εν μέρει, κατ ‘ εξοχήν κ. ά.

• Γράφονται με μία ή με δύο λέξεις, κατά την περίσταση και κατά διαφορετικό τονισμό: πάρα κάτω — παρακάτω, πάρα πέρα – παραπέρα, πάρα πάνω — παραπάνω, τόσος δα – τοσοσδά και τα παρό¬μοια.

Ποιες λέξεις γράφονται με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα

Γράφονται με κεφαλαίο στην αρχή:
1 . Τα κύρια ονόματα:
Απόστολος, Μαρία, Σεφέρης, Ελύτης, Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Ακρόπολη, Όλυμπος κτλ.
2. Τα εθνικά:
Έλληνας, Ρωμαίοι, Σερραίοι, Σουλιώτισσες κτλ.
3. Τα ονόματα των μηνών, των ημερών της εβδομάδας και των εορτών: Νοέμβριος, Παρασκευή, Χριστούγεννα, Πάσχα, Σαρακοστή.
4. Οι λέξεις Θεός, Χριστός, Άγιο Πνεύμα, Παναγία και τα συνώνυμα τους: Πανάγαθος, Παντοδύ¬ναμος, Θεία Πρόνοια, Μεγαλόχαρη κτλ.
5. Τα ονόματα των έργων της λογοτεχνίας και της τέχνης: ο «Προμηθεύς Δεσμώτης» του Αισχύ¬λου, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού, ο Παρθενώνας, ο πίνακας «Το Κρυφό Σχολειό» του Γύζη κ.τ.λ.

Ποιες λέξεις γράφονται με μικρό το πρώτο γράμμα:

1. Λέξεις που παράγονται από κύρια ονόματα και από εθνικά: ομηρικά έπη, πλατωνικοί διάλογοι, σολωμική ποίηση, ελληνική σημαία, χριστουγεννιάτικο δώρο, πασχαλινό αρνί, μαρτιάτικη λιακάδα,
αυγουστιάτικο φεγγάρι, σαββατιάτικα, ελληνικός, αγγλικός κτλ.
2. Τα επίθετα που σημαίνουν οπαδούς θρησκευμάτων:
χριστιανός, μωαμεθανός, βουδιστής, καθολικός, διαμαρτυρόμενος κτλ.

ΣΥΛΛΑΒΙΣΜΟΣ

Κατά το συλλαβισμό των λέξεων ακολουθούμε τους παρακάτω κανόνες:

1. Ένα σύμφωνο ανάμεσα σε δύο φωνήεντα συλλαβίζεται με το δεύτερο φωνήεν: έ-χω, μα-θή-μα-τα, πα-ρά-πο-νο.

2. Δύο σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα συλλαβίζονται με το δεύτερο φωνήεν, όταν αρχίζει από αυτά τα σύμφωνα ελληνική λέξη:
λά-σπη (σπίθα), έ-θνος (θνητός), ύ-πο-πτος (πτώμα), ά-φθο-νος (φθόγγος), έ-βγαλα (βγαίνω), έ-τσι (τσαρούχι), τζί-τζι-κας (τζάμι), α-τμός (τμήμα).
• Αλλιώς χωρίζονται και το πρώτο σύμφωνο πάει με το προηγούμενο φωνήεν, και το δεύτερο με το ακόλουθο: περ-πατώ, έρ-χομαι, βαθ-μός, δάφ-νη, τάγ-μα, θάλασ-σα, θάρ-ρος, άλ-λος, άγ¬γελος, φεγ-γάρι.

3. Τρία ή περισσότερα σύμφωνα ανάμεσα σε δύο φωνήεντα συλλαβίζονται με το ακόλουθο φω¬νήεν, όταν αρχίζει ελληνική λέξη τουλάχιστον από τα δύο πρώτα από αυτά: ά-στρο (στρώνω), ε-χθρός (χθεσινός), σφυρίχτρα (χτένι), αι-σχρός (σχέδιο).
• Αλλιώς χωρίζονται και το πρώτο σύμφωνο πάει με το προηγούμενο φωνήεν, τα άλλα με το ακόλουθο: άν-θρω-πος, εκ-στρα-τεί-α, παν-στρα-τιά.
4. Τα δίψηφα μπ, ντ, γκ δε χωρίζονται στο συλλαβισμό: μπου-μπού-κι, α-μπέ-λι, ντα-ντά, πέ-ντε, μπα-γκέ-τα, μου-γκρί-ζω.

5. Οι σύνθετες λέξεις ακολουθούν κατά το συλλαβισμό τους ίδιους κανόνες: προ-σέ-χω, εί-σο-δος, πα-ρα-κού-ω, συ-νέ-χεια, πρό-σκλη-ση.

6. Τα δίψηφα φωνήεντα (ου, αι, ει, οι, υι), οι δίφθογγοι (αϊ, αη, οϊ, οη), οι καταχρηστικοί δίφθογ¬γοι (ια, υα, οια, οιε, ιου, οιου κ.ά.) και οι συνδυασμοί αυ και ευ κατά το συλλαβισμό λογαριάζο¬νται ως ένα φωνήεν:
αί-μα, νε-ράι-δα, ά-πια-στος, ναύ-της, αη-δό-νι, ρο-λόι, βόη-θα, θειά-φι, γυα-λί, αυ-λή, ευ-χή, Ευ-ρώ-πη.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

1. Πνεύματα δε σημειώνονται.
2. Ως τονικό σημάδι χρησιμοποιείται η οξεία (‘).
• Στα κεφαλαία φωνήεντα, όταν τονίζονται, ο τόνος σημειώνεται εμπρός κι επάνω, π.χ. Άβδη¬ρα, Έβρος, Ήφαιστος, Ίκαρος, Όλυμπος, Ύδρα.
3. Τονικό σημάδι παίρνει κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η λέξη παρουσιάζεται ως μονοσύλλαβη ύστερα από έκθλιψη ή αποκοπή, όχι όμως και όταν έχει χάσει το τονισμένο φωνήεν από αφαίρεση.
• Παίρνουν τονικό σημάδι λέξεις που παρουσιάζονται ως μονοσύλλαβες ύστερα από: α) έκθλι¬ψη, π.χ. λίγ’ απ’ όλα, πάντ’ ανοιχτά, είν’ ανάγκη, ήρθ’ αυτός, μήτ’ εσύ, μήτ’ εγώ κτλ. β) αποκοπή, π.χ. φέρ’ το, κόψ’ το, άσ’ τον κτλ.
• Ένας ρηματικός τύπος που έμεινε άτονος από αφαίρεση δεν ανεβάζει το τονικό σημάδι στην προηγούμενη λέξη, π.χ. μου ‘φερε, τα ‘δειξε, να ‘λεγε, θα ‘θελα, που ‘ναι (αλλά πού ‘ναι;), μου ‘πε κτλ.
4. Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν παίρνουν τονικό σημάδι.
• θεωρούνται μονοσύλλαβοι και μένουν άτονοι οι συνιζημένοι τύποι (δύο φωνήεντα που προ¬φέρονται μαζί σε μια συλλαβή), π.χ. μια, για, γεια, πια, πιο, ποιος-ποια-ποιο, γιος, νιος, (να) πιω κ.ά.
Προσοχή στη διαφορά: μια-μία, δυο-δύο, ποιον – (το) ποιόν, το βίος – ο βίος.
• Μια μονοσύλλαβη προστακτική, ακόμα κι όταν ακολουθείται από δύο εγκλιτικά, δεν παίρ¬νει τονικό σημάδι, π.χ. πες μου το, δες του τα, βρες τους την, φα του τα κτλ. Εξαιρούνται και παίρνουν τονικό σημάδι: α) ο διαζευκτικός σύνδεσμος ή, π.χ. ‘Η η Άννα ή η Μαρία
β) τα ερωτηματικά πού και πώς (είτε βρίσκονται σε ευθεία ερώτηση είτε σε πλάγια),-π.χ. Πού πήγες; Δε μας είπες πού πήγες. ,–Πώς σε λένε; Μας είπε πώς τον λένε.
• Τα πού και πώς παίρνουν τονικό σημάδι στις ακόλουθες περιπτώσεις: πού να σου τα λέω, από πού κι ως πού, πού και πού, αραιά και πού.
• Τους έστειλες το γράμμα; Πώς!
Πώς βαριέμαι!
Κοιτάζω πώς και πώς να τα βολέψω.
• Το που (όταν είναι επίρρημα, αντωνυμία, σύνδεσμος) και το πως (όταν είναι σύνδεσμος) δεν παίρνουν τονικό σημάδι, π.χ. Αυτό που σου είπα. Μας είπε πως τον λένε Απόστολο.
γ) οι αδύνατοι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα), όταν στην ανάγνωση υπάρχει περίπτωση να θεωρηθούν εγκλιτικές, π.χ. ο πατέρας μου είπε (= ο πατέρας είπε σε μένα) αλλά ο πατέρας μου είπε (= ο δικός μου πατέρας είπε), δ) οι μονοσύλλαβες λέξεις, όταν συμπροφέρονται με τους ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, ‘ρθω, σε όλα τα πρόσωπα και τους αριθμούς δέχονται τον τόνο τους, π.χ. θα μπω (προφέρουμε δυνατότερα το 0α) ενώ θα μπω (προφέρουμε δυνατότερα το μπω), θα μπεις – θα μπεις κτλ. 5. Ο τόνος του εγκλιτικού ο οποίος ακούγεται στη λήγουσα των προπαροξύτονων λέξεων ση¬μειώνεται π.χ. ο πρόεδρος μας, χάρισμα σου, άφησε του τον κτλ.
• Το ίδιο γίνεται στο πρώτο από δύο εγκλιτικά, όταν προηγείται παροξύτονη προστακτική,
π.χ.
δώσε μου το,
φέρε μας τους κτλ.

ΤΑ ΔΙΑΛΥΤΙΚΑ

Τα διαλυτικά (“) σημειώνονται πάνω από το ι ή το ο για να δείξουμε ότι το ι ή το υ πρέπει να τα προφέρουμε χωριστά από το προηγούμενο φωνήεν α, ε, ο, υ: χαϊδεύω, θεϊκός, ευνοϊκός, βοϊδάκι, μυϊκός, πραϋντικός, ξεϋφαίνω.
• Επειδή, με το μονοτονικό σύστημα, πνεύματα δε σημειώνονται, στις περιπτώσεις που ως τώ¬ρα δε σημειώναμε διαλυτικά γιατί το πνεύμα έδειχνε ότι δεν είχαμε δίψηφο φωνήεν, τώρα θα τα σημειώνουμε π.χ. αϊτός, αϋπνία, Αϊ-Νικόλας, οϊμέ κτλ.
• Δε σημειώνουμε τα διαλυτικά:
α) όταν το προηγούμενο φωνήεν παίρνει τόνο, π.χ.
νεράιδα, πλάι, κορόιδεψα
β) όταν δεν έχουμε δίψηφο φωνήεν, π.χ.
διυλιστήριο, Πομπηία, πρωί, Μωυσής

ΤΟ ΤΕΛΙΚΟ Ν

1. Φυλάγεται πάντοτε το τελικό ν:
α) στο άρθρο τον, την, β) στο αριθμητικό και αόριστο άρθρο έναν, γ) στην τριτοπρόσωπη προ¬σωπική αντωνυμία την, και δ) στα άκλιτα δεν και μην, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από φω¬νήεν ή σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό γράμμα (ξ, ψ): τον αέρα, έναν καιρό, τον τόπο, την ντροπή, μην περάσεις, δεν μπορώ.
2. Χάνεται το τελικό ν στις παραπάνω λέξεις (τον, την, έναν, την, δεν, μην), όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από σύμφωνο εξακολουθητικό (β, γ, δ, ζ, θ, λ, μ, ν, ρ, σ, φ, χ): το βαθμό, το γέρο, το δάσκαλο, τη χαρά, δε γράφω, μη ρωτάς, ένα λαό.

ΚΛΙΣΗ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

1. Τα θηλυκά σε -η (σκέψη, κυβέρνηση) σχηματίζουν τη γενική σε -ης κ. -έως: σκέψης κ. σκέ¬ψεως, κυβέρνησης κ. κυβερνήσεως• όσα έχουν λαϊκή προέλευση μόνο σε -ης: θύμησης, καλοπέρα¬σης, γέμισης κτλ.
2. Τα προπαροξύτονα, αρσενικά και θηλυκά σε -ος κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού: ο δήμαρχος, του δημάρχου, των δημάρχων, τους δημάρχους η διάμετρος, της διαμέτρου, των διαμέτρων, τις διαμέτρους
• Διατηρούν τον τόνο στην προπαραλήγουσα οι πολυσύλλαβες και οι λαϊκές λέξεις: τοο αντίκτυπου, του ανήφορου, του εξάψαλμου, του καλόγερου,, του ρινόκερου κτλ.
3. Τα προπαροξύτονα ουδέτερα σε -ο κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα στη γενική ενι¬κού και πληθυντικού: το άτομο, του ατόμου, των ατόμων το συμβούλιο, του συμβουλίου, των συμβουλίων, κτλ.
• Διατηρούν τον τόνο στην προπαραλήγουσα οι πολυσύλλαβες και οι λαϊκές λέξεις: το σίδερο, του σίδερου το σέλινο, του σέλινου κτλ.
4. Το επίθετα κατά την κλίση τους φυλάγουν τον τόνο στη συλλαβή που τονίζεται η ονομαστι¬κή του αρσενικού: όμορφος, όμορφη, όμορφο, όμορφου, όμορφης, όμορφων, όμορφους κτλ., κυριακάτικος, κυριακάτι¬κου, κυριακάτικων, κυριακάτικους κτλ.
• Όταν, όμως, χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά κατεβάζουν τον τόνο: η κατάσταση του αρ¬ρώστου, οι επιδρομές των βαρβάρων.
• Το ίδιο συμβαίνει και με τις μετοχές: τα αιτήματα των εργαζομένων.
5. Στα επίθετα σε -ύς, -ιά, -ύ, το υ της κατάληξης των αρσενικών και των ουδετέρων διατηρείται μόνο στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού• στις άλλες πτώσεις γράφεται Ζ: ελα¬φρός, ελαφριού, ελαφριές, ελαφριά.
6. Στα επίθετα σε -ης, -ιά, -/το η των αρσενικών διατηρείται μόνο στην ονομαστική, αιτιατική, κλητική του ενικού• στις άλλες πτώσεις γράφεται ι: θαλασσής, θαλασσιού, θαλασσίους, θαλασσιές, θαλασσιά.
7. Τα επίθετα σε -ης, -ης, -ες σχηματίζουν τη γενική του ενικού σε -ους, την αιτιατική στο αρ¬σενικό και θηλυκό σε -η και τον πληθυντικό σε -εις (το ουδέτερο σε -η): συνεχής, συνεχούς, συνεχή, τα συνεχή.

ΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ

Όσα ρήματα αρχίζουν από σύμφωνο παίρνουν εμπρός από το θέμα, στον παρατατικό και στον αόριστο της οριστικής: ένα ε- το ε- αυτό λέγεται αύξηση• η αύξηση διατηρείται όταν τονίζεται, ενώ χάνεται όταν δεν τονίζεται: έλυνα, έλυνες – λύναμε, λύνατε.
• Τα ρήματα θέλω, ξέρω, πίνω παίρνουν αύξηση η αντί ε.• ήθελα, ήξερα, ήπια.
2. Όσα ρήματα αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο δεν παίρνουν αύξηση, αλλά κρατούν το φω¬νήεν ή το δίψηφο σε όλους τους χρόνους: ανάβω, άναβε, ορίζω, όρισα.
• Εξαιρούνται τα ρήματα: έχω-είχα, έρχομαι-ήρθα, είμαι-ήμουν.
3. Μερικά σύνθετα ρήματα με πρώτο συνθετικό επίρρημα (πολύ, πάρα, καλά, κακά κτλ.), παίρ¬νουν τονισμένη αύξηση στην αρχή του δεύτερου συνθετικού (εσωτερική αύξηση): πολυέβλεπα, πολυήξερε, παραήθελε κτλ.
• Εσωτερική αύξηση παίρνουν και μερικοί τύποι λόγιων ρημάτων, σύνθετων με πρόθεση: εκφράζω-εξέφραζα, εγκρίνω-ενέκρινα, ενδιαφέρω-ενδιέφερα, εμπνέω-ενέπνεα, συμβαίνει-συνέβη.
• Στο ρήμα υπάρχω, το α τρέπεται σε η: υπήρχα, υπήρξα
• Και η εσωτερική αύξηση διατηρείται μόνο όταν είναι τονισμένη: εξέφραζα, εξέφρασε αλλά εκφράζαμε, εκφράστηκε κτλ.
4. Στα νεοελληνικά ρήματα που αρχίζουν από ρ, οι αυξημένοι τύποι δε διπλασιάζουν το ρ: ρί-χνω-έριξα, ράβω-έραψα, ρεύω-έρεψα.
5. Οι καταλήξεις της υποτακτικής, ενεργητικής και παθητικής φωνής γράφονταν με ει και ο, κα¬θώς και της προστακτικής με ει, όπως στην οριστική: να γράφει, θα δεθεί, δεθείτε, αγαπηθείτε, να γράφομαι, όταν έρχομαι κτλ.
• Το ίδιο γράφονται και οι τύποι:
έχω δεθεί, είχε αγαπηθεί, θα είχε φανεί κτλ.
• Με ει γράφεται και το: ζεις, ζει, ζείτε• αλλά ζήτω.
6. Η παθητική μετοχή σε -μένος, γράφεται με δύο μ μόνο στα ρήματα που έχουν χαρακτήρα π, β,
φ(πτ):
εγκαταλείπω-εγκαταλειμμένος, ράβω-ραμμένος, γράφω-γραμμένος, σκάβω-σκαμμένος, βάφω-βαμμένος, απορρίπτω-απορριμμένος.
• Η μετοχή σε -μένος, είναι κλιτή, έχει τρία γένη και δύο αριθμούς και ισοδυναμεί με επίθετο.
7. Η άκλιτη ενεργητική μετοχή σε -οντάς, όταν είναι άτονη γράφεται με ο, όταν τονίζεται γράφεται με ω: κόβοντας, γράφοντας, παίζοντας, αλλά γελώντας, τραγουδώντας, πηδώντας.
• Εξαιρείται το: όντας.

ΤΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ

Τα παραθετικά έχουν πριν από τις καταλήξεις -τερος, -τατος• -τερα, -τατα:
1. ο (-ότερος, -ότατος• -ότερα, -ότατα): σοφός, σοφότερος, σοφότατος σοφά, σοφότερα, σοφότατα ωραίος, ωραιότερος, ωραιότατος ωραία, ωραιότερα, ωραιότατα νέος, νεότερος, νεότατος
2. ω (-ώτερος, -ώτατος• -ώτερα, -ώτατα), όταν προέρχονται από τοπικά επιρρήματα σε -ω: (άνω) ανώτερος, ανώτατος (κάτω) κατώτερος, κατώτατος
3. ο (-ύτερος, -ύτατος- -ότερα, -ύτατα): βαθύς, βαθύτερος, βαθύτατος βαθιά, βαθύτερα, βαθύτατα
• Εξαιρείται το νωρίτερα, που γράφεται με ι.

ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ

Οι λέξεις που μπήκανε στη γλώσσα μας, στα νεότερα χρόνια, από ξένες γλώσσες γράφονται με την απλούστερη μορφή: τάλιρο, μπίρα, χολ, τρένο, σονέτο, μπαλάντα, μοτοσικλέτα, σοφέρ, βόλεϊ¬μπολ, τερακότα, βεντέτα, λιμπρέτο, ρουμπίνι, φίλντισι κ.ά.

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ

Παραγωγικές καταλήξεις Ουσιαστικών

α. Αρσενικά

-εμός: μισεμός, πηγεμός κτλ.
-ηγός (β’ συνθετ.: άγω) : ημιονηγός, αρχηγός κτλ.
-ητής (συνήθ. από ρήμ. σε -ώ) .: ποιητής, επιθεωρητής κτλ • Εξαιρούνται: ιδρυτής, μηνυτής, κριτής
-ίσκος (λόγια υποκοριστική κατάλ.) : δρομίσκος, ναίσκος κτλ.
-ιστής (συνήθ. από ρήμ. σε -ίζω) .: πολεμιστής, λογιστής κτλ.
• Εξαιρούνται: δανειστής, ληστής
-ίτης (ουσιαστικά κοινά και εθνικά): οπλίτης, πολίτης, Θασίτης, Λιβαδίτης, Μεσολογγίτης
• Αλλά: (κοινά) αλήτης, διαβήτης, ιδιοκτήτης, κομήτης, κυ¬βερνήτης, μαγνήτης, πλοιοκτήτης, προφήτης – δύτης, θύτης, λύτης – (εθνικά) Αγιορείτης, Πηλιορείτης, Αιγινήτης
-ονας (κοινά προπαροξύτονα) .. : ακτήμονας, βραχίονας, δαίμονας κτλ.
• Αλλά: άμβωνας, καύσωνας, μεσαίωνας, θερμοσίφωνας.
-οράς (κοινά και κύρια προπαροξύτονα) : αυτοκράτορας, ρήτορας κτλ. – Έκτορας, Νέστορας κτλ
-ότης : αγρότης, δημότης, δεσπότης, δότης, εξωμότης, ιππότης, πό¬της, συνωμότης, τοξότης .
Σε -ώτης: δεσμώτης, επαρχιώτης, θιασώτης, ιδιώτης, νησιώ¬της, πανηγυριώτης, πατριώτης, στρατιώτης – Ανδριώτης, Η¬πειρώτης κτλ
-τήρας . ανεμιστήρας, οδοστρωτήρας κτλ
-ωμός. : λυτρωμός, τελειωμός κτλ. • Εξαιρείται: ερχομός.
-ωνας (παροξύτονα κοινά, περιεκτικά και τοπωνύμια) : χειμώνας, αγκώνας κτλ. – αμπελώνας, πευκώνας κτλ. – Ελι¬κώνας, Μαραθώνας κτλ.
• Εξαιρούνται: αλαζόνας, ηγεμόνας, κανόνας, συνδαιτυμόνας
• Στρυμόνας, Μακεδόνας, Παφλαγόνας κτλ.
-ωνας (αρχ. κύρ. ονόματα και εθνικά προ¬παροξύτονα) . : Απόλλωνας, Ιέρωνας, Πλάτωνας κτλ. Πάρνωνας – Ιάπωνας, Ίωνας.
• Αλλά: Αγαμέμνονας, Αριστογείτονας, Ιάσονας κτλ. -Αλιάκμονας

β. Θηλυκά

-αία: αυλαία, κεραία• Εξαιρούνται: θέα, ιδέα, νέα, παρέα, Ζέα, Κέα, Νεμέα, Ρέα,
Τεγέα
-αία (προπαροξύτονα κύρ. ονόματα) . : Φώκαια, Νίκαια κτλ.
-αινα: δράκαινα, λόκαινα κτλ. – Γιώργαινα, Μαορομιχάλαινα κτλ.
-ειά (από ρήμ. σε -εύω) : γιατρειά, δουλειά, σοδειά, παντρειά κτλ
-εία (από ρήμ. σε -εύω, από επίθ. σε -ύς και άλλα) . αγγαρεία, αλαζονεία, βασιλεία, ερμηνεία κτλ. -βαρεία, δασεία, οξεία, πλατεία κτλ. – θεία, λεία, μνεία, χρεία και το ουσ. Τροία,
-εια (προπαροξύτονα) αλήθεια, ευλάβεια, συνήθεια κτλ. -Αντιόχεια, Δεκέλεια, Φιλα¬δέλφεια (αλλά: Ερέτρια) – Θάλεια, Ιφιγένεια κτλ.
-ήθρα: κολυμπήθρα, ξινήθρα κτλ.
-ιά: βαριά, βραδιά κτλ.
-ία (παροξύτονα θηλυκά) : αηδία, ηγεμονία κτλ.
-ια (λήγουσα με καταχρηστικό δίφθογ¬γο) : αρρώστια, περηφάνια κτλ.
-ίδα: επικεφαλίδα, εφημερίδα κτλ.
• Εξαιρούνται: χλαμύδα, σημύδα
-ίλα (αφηρημένα ουσιαστικά) : ανατριχίλα, σαπίλα κτλ
-ισσα (προπαροξύτονα κοινά και κύρ. ονό¬ματα) : γειτόνισσα, Σαμιώτισσα κτλ.
• Εξαιρούνται: Λάρισα, σάρισα
-ίτσα (υποκορ.) : αλοσιδίτσα, κουκλίτσα
• Εξαιρείται: θείτσα
-οια (β’ συνθ.: νους, πνέω, ρέω, πλέω) : άγνοια, διχόνοια, άπνοια, παλίρροια, άπλοια κτλ.
-όνα: αλκυόνα, αμαζόνα, σταγόνα κτλ.
• Εξαιρούνται: αρραβώνα, αχυρώνα, χελώνα κτλ. – Αυλώνα,Σιδώνα κτλ.
-οσύνη: δικαιοσύνη, καλοσύνη.
-ότητα: θερμότητα, απλότητα κτλ.
-ύτητα: βαρύτητα, οξύτητα κτλ.
-ωνία: Βαβυλωνία, Ιαπωνία, Λακωνία κτλ.
• Αλλά: Μακεδονία, Παφλαγονία κτλ.
-ωνιά: παγωνιά, χειμωνιά κτλ
-ωτή  πινακωτή, καλαμωτή κτλ.

γ. Ουδέτερα

-άδικο: γαλατάδικο, σιδεράδικο κτλ
-αιο (προπαροξύτονα) . : τρόπαιο, κεφάλαιο, κτλ
-είο (παροξύτονα που φανερώνουν τόπο) : γραφείο, ιατρείο κτλ.
-ημα: μηχάνημα, επιφώνημα κτλ
-ητό: αγκομαχητό, αναφιλητό, κυνηγητό κτλ.
-ί: νησί, σπαθί κτλ. • Εξαιρείται: οξύ
-ι: καλοκαίρι, θυμάρι, τραγούδι κτλ.
-ίδι: ταξίδι, φίδι κτλ.
• Εξαιρούνται: αντικλείδι, στρείδι – καρύδι, κρεμμύδι, μύδι,
φρύδι – Παλαμήδι
-ιμο. : γράψιμο, ντύσιμο κτλ
-ιο: γέλιο, τετράδιο κτλ. • Εξαιρούνται: απόγειο, ισόγειο, υπόγειο, λύκειο.
-όνι: αηδόνι, τιμόνι κτλ. • Εξαιρούνται: αλώνι, κυδώνι, κωθώνι, παραγώνι.
-ριό καμπαναριό, νοικοκυριό
• Εξαιρείται: μαγειρείο
-τήρι: ξυπνητήρι, πατητήρι κτλ. • Εξαιρούνται: τα με β’ συνθ. το τυρί: κεφαλοτύρι
-τήριο γυμναστήριο, δικαστήριο κτλ.
• Εξαιρούνται: κτίριο, μαρτύριο

Παραγωγικές καταλήξεις Επιθέτων

-αίος: ακμαίος, κεφαλαίος, μοιραίος κτλ. • Εξαιρείται: νέος.
-είος: αστείος, λείος• Εξαιρούνται: γελοίος, κρύος
-ηρός. : δαπανηρός, τολμηρός κτλ.
• Αλλά: αλμυρός, αργυρός, βδελυρός, βλοσυρός, γλαφυρός, ι¬σχυρός, πορφυρός, οχυρός.
-ιδερός: ασπριδερός, μαυριδερός
-ικός: αθλητικός, γνωστικός κτλ. • Αλλά: θηλυκός, λιβυκός – δανεικός, δεκελεικός :
-ιμος δόκιμος, χρήσιμος, νόμιμος • Αλλά τα με β’ συνθ. θυμός, όνομα, σήμα, σχήμα, δήμος, φήμη: εύθυμος, ομώνυμος, διάσημος, άσχημος, απόδημος, πε¬ρίφημος
-ινός: αντικρινός, βορινός κτλ.
• Εξαιρούνται: ελεεινός, κλεινός, ορεινός, σκοτεινός, ταπει¬νός, υγιεινός, φωτεινός.
-ινος: ξύλινος, πέτρινος, μάλλινος κτλ.
-ιός: άγιος, άγριος, τίμιος κτλ.
• Αλλά σε -ειος όσα παράγονται από κύρια ονόματα προ¬σώπων: αβερώφειος, κυκλώπειος, πυθαγόρειος κτλ. και τα: ά¬δειος, αντρίκειος, βόρειος, γυναικείος, επίγειος, ισόγειος, υπό¬γειος, πρόβειος, τέλειος – όμοιος – αλληλέγγυος.
-ισιμος: νηστίσιμος, υπολογίσιμος κτλ. • Αλλά: αρτύσιμος (από ρήμ. β’ συζυγίας) κατοικήσιμος, συζητήσιμος κτλ.
-ίσιος: αρνίσιος, βουνίσιος, παλικαρίσιος κτλ. Αλλά: ετήσιος, ημερή¬σιος, γνήσιος, Ιθακήσιος, Μιλήσιος κτλ.
-λεος: πειναλέος, ρωμαλέος κτλ.
-τέος: διαιρετέος, προακτέος κτλ.
-ωπός: αγριωπός, χαρωπός κτλ.
-ωτός: αγκαθωτός, μεταξωτός κτλ.

Παραγωγικές καταλήξεις ρημάτων

-άβω: ανάβω, ράβω κτλ.
• Εξαιρούνται: απολαύω, παύω, αναπαύω
-άρω: αγκαζάρω, ρετουσάρω, ξαπλάρω κτλ.
-εύω: κλαδεύω κτλ. – ονειρεύομαι κτλ.
• Εξαιρούνται: κλέβω, σέβομαι.
-αίνω: ζεσταίνω κτλ. – φαίνομαι κτλ.
• Εξαιρούνται: δένω, μένω, πλένω.
-έρνω: γέρνω, φέρνω κτλ. • Εξαιρείται: παίρνω.
-ιάζω: αγκαλιάζω κτλ. – βιάζομαι κτλ.
• Εξαιρούνται: αδειάζω, χρειάζομαι, μοιάζω, μονοιάζω, νοι¬άζομαι
-ίζω: αντικρίζω κτλ. – συλλογίζομαι κτλ.
• Εξαιρούνται: μπήζω, μπήγω, πήζω, πρήζω – αναβλύζω, αναβρύζω, γογγύζω, δακρύζω, κατακλύζω, κελαρύζω, ολολύ¬ζω, συγχύζω, σφύζω – δανείζω – αθροίζω.
-λλω αναγγέλλω, αναβάλλω κτλ.
• Εξαιρούνται: θέλω, μέλει, οφείλω.
-ωνω: κλειδώνω, απλώνω κτλ.
-σσω: αναπτύσσω, απαλλάσσω κτλ.
• Εξαιρείται: αρέσω.
-ττω: πλήττω, εισπράττω κτλ.
• Εξαιρούνται: θέτω, κείτομαι
-ίνω : δίνω, κρίνω, γίνομαι, αποκρίνομαι κτλ.
-ήνω: αφήνω, σβήνω, ψήνω κτλ.
-ύνω λύνω, ευκολύνω, αμύνομαι κτλ.
-είνω κλείνω, τείνω κτλ.

Παραγωγικές καταλήξεις επιρρημάτων

-ει: εκεί, παμψηφεί
-η: ακόμη, ειδεμή
-ι: έτσι, πάλι, σταυροπόδι, μαζί κτλ.
-ια: ανάρια, μακριά, πλατιά κτλ.
-ις: μόλις, αποβραδίς, κοντολογίς κτλ.
• Εξαιρούνται και γράφονται με η μερικά σύνθετα με γενι¬κή: απαρχής, εξαρχής, επικεφαλής, επίσης, καταγής, καταμε¬σής.
-υ : αντίκρυ, μεταξύ, πολύ
-ω: γύρω, επάνω κτλ.
-ως: αμέσως, βεβαίως κτλ.
• Εξαιρούνται: εμπρός, εντός, εκτός, (ε)φέτος, τέλος.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/291

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση