Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 από γονείς πρόσφυγες της Ανατολοκής Θράκης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Ο Γιώργος Ιωάννου θεωρείται ο εισηγητής του σύντομου πεζογραφήματος, που στέκεται ανάμεσα στο δοκίμιο και την αφήγηση των ψυχικών περιπετειών του ομιλούντος προσώπου. Το νέο αυτό λογοτεχνικό είδος και οι γενικότερες αισθητικές αρχές του Ιωάννου έχουν ασκήσει ως τώρα σημαντική επίδραση στη σύγχρονη νεοελληνική πεζογραφία. Ο λόγος του έχει προέλευση βιωματική. Υποστήριζε ότι καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να γραφτεί όταν ο λόγος δεν έχει βιωματικό βάρος κι όταν ο λογοτέχνης δεν τον έχει ψηλαφίσει με την ψυχή του και το πνεύμα του.
Α] «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»
Η ταυτότητα του κειμένου
Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι ο πρωταγωνιστής
Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός
Γλώσσα: απλή και καθημερινή
Ανάλυση του κειμένου
- Ενότητα 1η: «Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά… συναντημένοι»
Ο αφηγητής, καθισμένος σε ένα καφενείο, συλλογίζεται τους πρόσφυγες θαμώνες που θα έρθουν σε λίγο τελειώνοντας τις δουλειές τους. Όλη η αφήγηση επικεντρώνεται στο παρόν, χωρίς χρονικές ανακλήσεις. Αρχίζει με την εικόνα των παιδιών που παίζουν, για να οδηγηθεί συνειρμικά στους πατεράδες τους, που αγωνίζονται για επιβίωση μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Οι άνθρωποι αυτοί, αυθεντικοί και λαϊκοί, παιδιά προσφύγων και οι ίδιοι, βρίσκονται στο επίκεντρο της πρώτης ενότητας, όπως και ολόκληρου του αφηγήματος.
- Ενότητα 2η: «Η αλήθεια πάντως είναι… διαπίστωση»
Ο αφηγητής διατείνεται ότι έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τους πρόσφηγες με βάση την κοινή καταγωγή και τη συλλογική μνήμη, που λειτουργούν σαν μυστικοί δεσμοί μεταξύ τους. Σπάνια κάνει λάθος, κι ακόμα και να συμβεί κάτι τέτοιο πάλι μόνος το διαπιστώνει. Επίσης, απαριθμεί όλες τις ράτσες των προσφύγων, υπαινίσσεται τη δική του καταγωγή και αυτοβιογραφείται. Η ενότητα δοιακρίνεται για το δοκιμιακό ύφος του αφηγητή.
- Ενότητα 3η: «Κι όμως πόση συγκίνηση… να με κρατήσουν στις παρέες»
Η συνάντηση του αφηγητή με τους πρόσφυγες τον φορτίζει συναισθηματικά καθώς του θυμίζουν την κοινή τους ιδιότητα και την πατρίδα του, την οποία δεν έχει δεί ποτέ. Αρχικά προσπαθεί να γενικεύσει τα συναισθήματά του χρησιμοποιώντας β’ ενικό πρόσωπο, στη συνέχεια όμως επιστρέφει στο α’ ενικό και το εξομολογητικό ύφος που αντανακλά το προσωπικό βίωμα. Ακολουθεί η κλιμάκωση των συναισθημάτων του καθώς περιπλανάται στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Οι «εγκληματίες των γραφείων», για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, δημιουργούν εσωτερικές διχόνοιες στους πρόσφυγες και τους διώχνουν κι από τη νέα πατρίδα με τη μετανάστευση. Με την εστίαση της προσοχής του στη μεταχείρηση που επιφύλαξε το ελληνικό κράτος στους πρόσφυγες, εγκαταλείπει τους χαμηλούς τόνους και το ύφος του γίνεται έντονο και αυστηρό. Ακολουθεί η αντίθεση ανάμεσα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το σχόλιό του είναι σε γ’ πρόσωπο με προφανή σκοπό να δώσει αντικειμενικό χαρακτήρα στις απόψεις του.
- Ενότητα 4η: «Ολομόνεχος, ξένος, παντάξενος… για να διευκούνονται οι αταξίες»
Με την επιστροφή του αφηγητή στο κέντρο της πόλης αναδύεται ο δεύτερος θεματικός πυρήνας του κειμένου, η μοναξιά, και συμπλέκεται με τον πρώτο, την προσφυγιά. Με τον τρόπο αυτό ο κάτοικος της σύγχρονης μεγαλούπολης παραλληλίζεται με τον πρόσφυγα, που μακριά από τα πάτρια εδάφη νιώθει μετέωρος και μόνος.
Με τους πετυχημένους συνειρμούς του οδηγείται στη λύτρωση: την υπέρβαση της μοναξιάς και την άρση της αλλοτρίωσης (το προγονικό ποτάμι συμβολίζει την αδιάσπαστη συνέχεια της ράτσας). Τέλος, η αντίθεση που διέπει τη δεύερη παράγραφο της ενότητας επιτρέπει στον αφηγητή να εκφράσει την απέχθειά του για το σύγχρονο πολιτισμό και πιο συγκεκριμένα για το φαινόμενο της αστικοποίησης.
- Ενότητα 5η: «Γι’ αυτό ζηλεύω… της ράτσας μου τριγύρω»
Ο αφηγητής νιώθει ξένος μέσα στο πλήθος της μεγαλούπολης. Ο άνθρωπος πλέον είναι καχύποπτος με τους γύρω του, κλείνεται στον εαυτό του, και μάλιστα με την πρόφαση του πολιτισμού. Για το λόγο αυτό δεν κρύβει την προτίμησή του να ζούσε έστω και σε προσφυγικό συνοικισμό.
Έτσι συμπληρώνεται η κυκλική αφήγηση. Ο αφηγητής αρχίζοντας την αφήγηση από τους πρόσφυγες, καταλήγει με συνειρμούς κι εξομολογήσεις προς τον εαυτό του, χωρίς να διασπά το κεντρικό θέμα, εκεί από όπου ξεκίνησε. Η υπέρβαση της μοναξιάς θα επέλεθει μέσα από την προγονική μνήμη, που ενσαρκώνεται στη ζωή των προσφύγων.
Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1) Τι νόημα προσδίδει ο αφηγητής στους όρους «πρόσφυγες», «ράτσα», «πατρίδα»; Πιστεύετε πως το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο υφίσταται στις μέρες μας ή έχει τροποποιηθεί;
Απάντηση: Πρόσφυγες: Ο αφηγητής εννοεί τους απογόνους των ξεριζωμένων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Σήμερα ο όρος χρησιμοποιείται για όσους εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την χώρα τους για πολιτικούς ή για οικονομικούς λόγους και καταφεύγουν σε μια άλλη χώρα. Ράτσα: Στο σηγκεκριμένο κείμενο η λέξη αυτή δηλώνει μια ομάδα ανθρώπων (όχι έθνος) που μιλάει μια συγκεκριμένη διάλεκτο, έχει ορισμένα κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά, συμπεριφορές και ήθη. Σήμερα σημαίνει κυρίως τη φυλή και παραπέμπει στη ρατσιστική ιδεολογία, τις κοινωνικές διακρίσεις και το φασισμό. Πατρίδα: Για τον συγγραφέα και τους απογόνους των προσφύγων πατρίδα είναι ο τόπος καταγωγής τους.
Σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο πατρίδα για να δηλώσουμε τον τόπο γέννησης ή καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και μαζί με τις παραδόσεις και τις αξίες που τα διέπουν.
2) Στο κείμενο ο αφηγητής κινείται ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ανθρώπινες κοινότητες: τους ανθρώπους της πόλης και τους πρόσφυγες. Πώς αντιμετωπίζει τους κόσμους αυτούς:
Α) Ποια είναι εκείνα τα σημεία όπου αυτοβιογραφείται;
Β) Τι τον ωθεί να μιλά με συγκίνηση για επιστροφή «επιτέλους στην πατρίδα», ενώ βρίσκεται ήδη στον τόπο που γεννήθηκε;
Απάντηση: Α) Ο κόσμος που λαχταρά και τον νιώθει δικό του ο συγγραφέας είναι οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους. Αντίθετα, οι άνθρωποι της πόλης είναι ξένοι κι απόμακροι. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους κινείται εκ περιτροπής και αυτοβιογραφείται σε πολλά σημεία του κειμένου: Όταν ταυτίζεται με τους απογόνους των προσφύγων, όταν αντιπαραθέται τους πρόσφυγες των συνοικισμών με τους διεσπαρμένους, κι όταν με τα μάτια της φαντασίας του δίνει στους προσφυγικούς συνοικισμούς τη μορφή της πατρίδας του.
Β) Στο νέο περιβάλλον της πόλης αισθάνεται μόνος, ξένος και χαμένος. Ζει με ανθρώπους που νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και δεν μπορεί να βρεί κανέναν κώδικα επικοινωνίας με αυτούς. Αυτή η απόσταση από τους ανθρώπους της καθημερινής ζωής είναι ένας από τους λόγους που τον κάνει να λαχταράει με τόσο πάθος την πατρίδα. Ο δεύτερος και βαθύτερος λόγος είναι όμως άλλος, που ούτε οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί τους δεν μπορούν να τον ικανοποιήσουν. Ο λόγος αυτός είναι διατυπωμένος σε μία μόνο φράση: «Το αίμα μου από εκεί μόνο τραβάει».
3) Κατά πόσο στο παρόν πεζογράφημα βρίσκουν εφαρμογή τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη στην «Ασκητική»: Το πρώτο σου χρέος, εκτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους προγόνους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιό τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει.
Απάντηση: Για τον Καζαντζάκη «ράτσα» είναι η παράδοση. Και ο άνθρωπος, ως μέλος της ράτσας, οφείλει να μελετήσει και να αγαπήσει την παράδοσή του και μετά να συνεχίσει το έργο των προγόνων του. Το τρίτο στάδιο είναι να μεταδώσει την αγάπη αυτή στις νεότερες γενιές. Τα λόγια αυτά βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στον Ιωάννου. Περιπλανώμενος ο ίδιος ανάμεσα σε πρόσφυγες, ανακαλύπτει την αγάπη της ράτσας και κατά συνέπεια της παράδοσης και της μετάδοσής της στους μεταγενέστερους.
Β] «Στου Κεμάλ το σπίτι»
Η ταυτότητα του κειμένου
Αφήγηση: α’ πρόσωπη- υποδεικνύει ότι ο αφηγητής είναι παρών στα γεγονότα
Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός
Γλώσσα: απλή και καθημερινή
Ανάλυση του κειμένου
- Ενότητα 1η: «Δεν ξαναφάνηκε… κι ακόμα πιο πέρα»
Αφορμή του πεζογραφήματος αποτελεί μια αινιγματική γυναικεία μορφή, που εμφανιζόταν στο παλιό σπίτι του αφηγητή με την μεγάλη μουριά στην αυλή. Ο αφηγητής παρουσιάζει κυρίως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της γυναίκας και στοιχεία της συμπεριφοράς της, αποφεύγοντας να εισχωρήσει στον εσωτερικό της κόσμο. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνει και η περιγραφή της μουριάς, σαν μια μικρή περέμβαση μέσα στην αφήγηση.
- Ενότητα 2η: «Την πρώτη φορά… να το γκρεμίσει»
Με αναφορές στο παρελθόν εκθέτει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά. Έχοντας ως κέντρο τη μυστηριώδη γυναίκα και το παλιό αρχοντικό σπίτι κοντά στο σπίτι του Κεμάλ, ο αφηγητής σχολιάζει την αντοχή των σχέσεων των απλών ανθρώπων κατά τη δοκιμασία τους λόγω των εθνικών διαφορών (πόλεμος και ανταλλαγή πληθυσμών). Έτσι, τα περιεχόμενα του πεζογραφήματος σχετίζονται άμεσα με τον τίτλο του, εφόσον η αφήγηση ξεδιπλώνεται έχοντας ως σημείο αναφοράς στο χώρο και το χρόνο το σπίτι του Κεμάλ, που αποτελεί ισορικό μνημείο αλλά και σύμβολο ατομικών και συλλογικών δραμάτων.
Το αφήγημα χτίζεται πάνω σε δύο θεματικούς άξονες: τον πόνο της προσφυγιάς και τη σύγκρουση παλιού- νέου. Με την αντίθεση πηγάδι- βρύση εισάγεται το θέμα της κατάρρευσης του παλιού κόσμου, το οποίο συμπλέκεται με το θέμα του πόνου της προσφυγιάς. Το αισθητοποιούν η μόλυνση του νερού του πηγαδιού από το βόθρο και το τρεχούμενο νερό της βρύσης από το υδρευτικό δίκτυο.
Μετά την αποκάλυψη της εθνικής ταυτότητας της γυναίκας, η συμπάθεια της οικογένειας δίνει τη θέση της στην οργή και την αγανάκτηση, καθώς μέσα τους ξυπνάν οι νωπές μνήμες από την αγριότητα των Τούρκων απέναντι στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η σκέψη όμως ότι θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι στη θέση της τους μαλακώνει και πάλι.
- Ενότητα 3η: «Δεν την ξανάδαμε… δεν ματαείδα»
Επαναφέρεται το θέμα της σύγκρουσης παλιού και νέου κόσμου, μέσα από τη κατάληξη του ερειπωμένου σπιτιού. Έτσι κλείνει ο κύκλος προσφυγιά- κατάρρευση παλιού κόσμου- προσφυγιά.
- Γενικές παρατηρήσεις
Η αφήγηση οργανώνεται με βάση το χρόνο, που λειτουργεί σε διαφορετικά επίπεδα. Η αφήγηση ξεκινά από το παρόν, με την τεχνική της αναδρομής πηγαίνει πίσω στο παρελθόν, και καταλήγει πάλι στο παρόν με προέκταση όμως στο μέλλον.
Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1) Γιατί τα αρχικώς αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή απέναντι στη γυναίκα μετατρέπονται εντέλει σε θετικά; Τι έχει μεσολαβήσει; Είναι δικαιολογημένη μια τέτοια μεταστροφή;
Απάντηση: Η μεταστροφή των συναισθημάτων του ακολουθεί τη σταδιακή αποκάλυψη του μυστηρίου της μαυροφορεμένης γυναίκας. Ο αφηγητής, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας, ένιωσε πρώτα συμπάθεια για μια ομοιοπαθή. Κατά την τελευταία άφιξή της, όταν τη βλέπουν μπροστά στο γκρεμισμένο κι ερειπωμένο σπίτι της, η συμπάθεια προάγεται σε συγκίνηση. Κι όταν στο τέλος αποκαλύπτεται ότι αυτή ήταν η κόρη του μπέη που σπάραζε καθώς φεύγανε, τα θετικά συναισθήματα εδραιώνονται οριστικά κι εξαφανίζεται κάθε ίχνος της παλιάς αντιπάθειας και ενόχλησης.
2) Μέσα στο διήγημα συνυπάρχουν, αλλά και συγκρούονται δύο κόσμοι, δύο διαφορετικές εποχές. Πως καταγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή η εισβολή του νέου κόσμου; Είναι δικαιολογημένα τα συναισθήματα που του προκαλεί;
Απάντηση: Με την ύψωση της πολυκατοικίας στη θέση του παλιού σπιτιού ο αφηγητής βλέπει με θλίψη να μετατρέπεται μια όμορφη και ζεστή φωλιά ανθρώπων σε ένα άχαρο κι απρόσωπο κτίριο. Δεν έχει πια ο τόπος τίποτα το ελκυστικό, τίποτα που να δένει τους ανθρώπους συναισθηματικά με αυτόν. Δκαιολογημένα λοιπόν ο αφηγητής αισθάνεται να γκρεμίζεται μαζί με το παλιό σπίτι κι ένας κόσμος ολόκληρος, και η ανθρώπινη μορφή και υπόστασή του να αντικαθίσταται από έναν κόσμο άφιλο, ουδέτερο και ψυχρό.
3) Η απουσία μελοδραματισμού και η ποιητική ελλειπτικότητα χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την εσωτερική φόρτιση και τη συγκίνησή του ο πεζογράφος. Ποια στοιχεία του κειμένου δικαιολογούν αυτή την άποψη;
Απάντηση: Κατ’ αρχάς αποδίδει τη συγκινησιακή φόρτιση της γυναίκας χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Μόνο λίγες λέξεις, καθημερινές και συνηθισμένες, αισθητοποιούν την ταραχή της ψυχής. Αλλά και τα συναισθήματα των μελών της ελληνικής οικογένειας διαγράφονται με απλό και άμεσο τρόπο: η ταραχή, η οργή και η αγανάκτηση απέναντι στους Τούρκους δεν διατυμπανίζονται ούτε συνοδεύονται από ακραίες αντιδράσεις.
Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών