Γ. Βιζυηνός, «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» : Ν.Ε Λογοτεχνία Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

Γ. Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε το 1849 και πέθανε το 1896. Το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης, και πήρε το ψευδώνυμό του άπο τον τόπο καταγωγής του, τη Βιζύη. Σε ηλικία δέκα ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει τη ραφτική τέχνη. Δύο χρόνια μετά πήγε στην Κύπρο και μπήκε στην υπηρεσία του μητροπολίτη. Το 1872 πήγε στη σχολή της Χάλκης με υποτροφία, κι εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1873, γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία. Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» το έγραψε όσο ήταν στο Παρίσι, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα της φιλοσοφίας. Ο Βιζυηνός θεωρείται ο πατέρας του νεοελληνικού διηγήματος. Τα θέματά του αντλούνται από οικογενειακές αναμνήσεις και από τις παραδόσεις του τόπου του.

Η ταυτότητα του κειμένου

Αφήγηση: (δύο αφηγητές) α’ πρόσωπη- υποδεικνύει την προσωπική μαρτυρία, με εσωτερική εστίαση (αποκαλύπτεται δηλαδή μόνο ό,τι γνωρίζει ο αφηγητής)

Αφηγητής: δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός

Γλώσσα: καθαρεύουσα στην αφήγηση και δημοτική στους διαλόγους

Ανάλυση του κειμένου

  • Α’ ενότητα: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν… και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της»

Ο τίτλος του κειμένου έχει τη μορφή αινίγματος. Με τον τρόπο αυτό υποβάλλεται η προσδοκία της απάντησης σε μια ερώτηση καθώς σκοπός της αφήγησης είναι η ανακάλυψη ενός μυστηρίου. Η άγνοια του αναγνώστη εντείνει το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της αφήγησης.

Ήδη από την αρχή του διηγήματος ο αφηγητής περιγράφει με παραδείγματα από την καθημερινή ζωή την ιδιαίτερη στοργή που έδειχνε η χήρα μητέρα του προς την μοναδική κόρη της οικογένειας. Ο ίδιος όμως εξηγεί ότι η αδυναμία της μητέρας προς το κορίτσι δεν ήταν προϊόν διακρίσεων από την πλευρά της μητέρας, αλλά δικαιολογημένη από τις αντικειμενικές συνθήκες, δηλαδή από το γεγονός ότι η Αννιώ ήταν η μοναχοκόρη της οικογένειας και μάλιστα με προβλήματα υγείας («καχεκτική και φιλάσθενος»). Η μακροχρόνια αρρώστια της Αννιώς και η συνεχής επιδείνωση της υγείας της αποτελεί και το βασικό αφηγηματικό μοτίβο μέσα από το οποίο εξελίσσεται η υπόθεση και διαγράφονται καθαρότερα οι χαρακτήρες.

Παράλληλα, περιγράφεται κι ο χαρακτήρας της Αννιώς. Καλόβουλη, με εξαίρετο ήθος, καλοσυνάτη, αγαπά υπερβολικά όλα τα αδέλφια της. Η προσήλωση της μητέρας και την αδερφών της σ’αυτήν, αντί να καλλιεργήσει εγωιστικές τάσεις, την κάνει πιο φιλική απέναντιι σε όλους. Η τρυφερότητα και η αγάπη προς τα αδέρφια της εκδηλώνεται έμπρακτα όταν τους μοιράζει κρυφά από τη μητέρα της τα «αρρωστικά» που της έφερναν οι επισκέπτες, αλλά κι όταν αρνείται στη εκκλησία να κάνει διακρίσεις στα αδέρφια της. Η στάση της Αννιώς δείχνει έναν άνθρωπο που με πρόωρη ωριμότητα ξέρει να διαχειρίζεται την αγάπη της ομοιόμορφα και δίκαια. Αντίθετα, η αδυναμία της μητέρας στη μοναχοκόρη της την οδηγούσε σε διακρίσεις και άδικες συμπεριφορές απέναντι στα άλλα παιδιά της.

  • Β’ ενότητα: «Ενθυμούμαι ακόμη… εγλύτωσεν από τα βάσανά του»

Η αγωνία της μητέρας για την κατάσταση της υγείας της Αννιώς την οδηγεί στην εκκλησία, όπου εγκαθίσταται μαζί με το άρρωστο κορίτσι και τον Γιωργή περιμένοντας να γίνει κάποιο θαύμα. Το κεντρικό γεγονός της αφήγησης σε αυτήν την ενότητα είναι η περιγραφή της εφιαλτικής νύχτας στην εκκλησία. Η εκκλησία, όπως και κάθε κλειστός χώρος, στη συνείδηση του αφηγητή είναι χώρος μυστηρίου και δυσάρεστων γεγονότων. Η υποβλητική ατμόσφαιρα του ναού προκαλεί στον αφηγητή δέος και φόβο, και τον προετοιμάζει για δυσάρεστες εξελίξεις. Ο φόβος του πρωταγωνιστή εντείνεται ακόμη περισσότερο όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του, η οποία δηλώνει διατεθειμένη να προσφέρει τη ζωή του Γιωργή σαν θυσία στο Θεό με αντάλλαγμα την επιβίωση της Αννιώς. Από τη στιγμή εκείνη πανικοβαλλεται, και βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση, αλλά και μια σύγκρουση με την ίδια τη μητέρα του. Παρά τις συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για τη αδελφή του, που αποκαλύπτουν την ενοχοποιημένη του συνείδηση, δεν αποφεύγει να εκφράσει την ίδια στιγμή το απερίφραστο παράπονό του για τη μητέρα του. Το ψυχικό σοκ που βιώνει, η απειλή της ζωής του, η απόρριψη της μητέρας του, ανατρέπουν μέσα του τη βεβαιότητα της μητρικής αγάπης.

  • Γ’ ενότητα: «Πολλοί είχον κατηγορήσει τη μητέρα μου… και απηρχόμην εις τα ξένα»

Μετά το θάνατο της Αννιώς η μητέρα αντιδρά παθητικά, όταν όμως διαπιστώνει πως έχουν έντοβο οικονομικό πρόβλημα συνέρχεται και ρίχνεται στον αγώνα για τη συντήρηση των παιδιών της. Παράλληλα νιώθει την ανάγκη να αναπληρώσει το κενό της χαμένης κόρης της. Για το λόγο αυτό προχωρά σε υιοθεσία ενός άλλου κοριτσιού. Τα αγόρια της οικογένειας φαίνονται να έχουν θετική στάση απέναντι στην απόφαση της μητέρας, αφού μετέχουν στο εθιμικό της υιοθεσίας χαρούμενοι. Στη συνέχεια, όταν εκδηλώνεται η υπερβολική προσήλωση της μητέρας στην υιοθετημένη κόρη και η παράλληλη αδιαφορία γι’ αυτούς, η στάση τους γίνεται αρνητική. Στενοχωρούνται, δυσανασχετούν, και ανακουφίζονται όταν παντρεύεται και φεύγει. Η ανωνυμία αυτού του κοριτσιού δεν είναι τυχαία, αλλά εκφράζει τα αρνητικά συναισθήματα του αφηγητή προς την κοπέλα. Μετά το γάμο της υιοθετημένης κόρης η μητέρα αποφασίζει να υιοθετήσει άλλο ένα κορίτσι. Στην περίπτωση της δεύτερης υιοθεσίας η αγανάκτηση και η αρνητική στάση των αγοριών εκφράζεται πλέον ανοιχτά και άμεσα. Η μητέρα όμως, θυμάται την υπόσχεση που της είχε δώσει ο Γιωργής πριν φύγει για την ξενιτιά, ότι θα τη βοηθήσει με την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης, και βασίζεται στην υπόσχεση αυτή.

Η λειτουργία του περιστατικού της σωτηρίας του αφηγητή από τη μητέρα του στο ποτάμι είναι καταλυτική, καθώς προετοιμάζει το έδαφος για την οριστική αποκατάσταση των σχέσεων μητέρας-αφηγητή, ο οποίος αρχίζει να αποκαθιστά τη βεβαιότητα για τα αισθήματα αγάπης της μητέρας του. Το κλίμα αρχίζει να γίνεται ευχάριστο και σταδιακά η ατμόσφαιρα αποφορτίζεται.

  • Δ’ ενότητα: «Η μήτηρ βεβαίως… αλλ’ ισχυρού τινός φόβου»

Η ενότητα αυτή αρχίζει με μια αναδρομική αφήγηση. Η αναδρομή αυτή λειτουργεί ως στοιχείο πλοκής, καθώς στη βάση αυτής της υπόσχεσης ο αφηγητής θα αναγκαστεί να συγκρουστεί με την μητέρα του για την υιοθετημένη κόρη. Η σύγκρουση αυτή δικαιολογείται από την άγνοια του αφηγητή για τα κίνητρα της μητέρας του.

Η μητέρα είναι φορτισμένη μετά την άρνηση της συνδρομής των παιδιών της για την ανατροφή της υιοθετημένης κόρης. Μόνο στήριγμά της είναι πλέον ο Γιωργής. Αγωνιά κι αδημονεί να μάθει γι’ αυτόν, καθώς προσβλέπει στην βοήθειά του. Οι εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας από την πλευρά της μητέρας αποδεικνείουν όμως και την αγάπη της για τον Γιωργή, γεγονός που θα καταστήσει εντονότερη την σύγκρουσή τους. Παράλληλα αποκαλύπτεται η προσπάθεια της μητέρας να υπερασπιστεί το κύρος και την τιμή της οικογένειάς της, αφού εξεγείρεται προς όσους διαδίδουν αρνητικές φήμες για τον γιο της. Αντίστοιχα, η έκπληξη του Γιωργή μετά τον ερχομό του για την εικόνα της υιοθετημένης κόρης, εξυπηρετεί κι αυτή στην ένταση της σύγκρουσης με τη μητέρα.

Η Κατερινιώ προκαλεί αντιπάθεια κι απογοήτευση στον αφηγητή, καθώς δεν διαθέτει τις αρετές που θα επιθυμούσε ο ίδιος. Κατά τα πρότυπά του, η ιδανική αδερφή θα έπρεπε να έχει χαρούμενη, όμορφη και κομψή όψη, να έχει καλοσυνάτο χαρακτήρα, ανεπτυγμένο πνεύμα, καλλιεργημένο εσωτερικό κόσμο, και κυρίως να διαθέτει την ικανότητα να παρηγορεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ωστόσο, η μητέρα θεωρεί την Κατερινώ «δικό της παιδί» γιατί το πήρε όταν ήταν βρέφος, προσποιήθηκε ότι το θήλαζε, και το κοίμιζε στην κούνια των παιδιών της. Όμως όλα τα επιχειρήματά της είναι προσπάθειες να κατευνάσει την ενοχή της. Πρέπει να πιστέψει και η ίδια ότι είναι δικό της, μήπως και μπορέσει να εξιλεωθεί μέσω της ανατροφής του. Μάλιστα θεωρεί δοκιμασία από το Θεό το γεγονός ότι το παιδί που υιοθέτησε είναι «ανάξιο». Θέλει να πιστεύει ότι μέσα από αυτήν τη δοκιμασία θα έρθει η εξιλέωσή της και θα ησυχάσει η συνείδησή της. Το αδιέξοδο αυτής της σύγκρουσης θα οδηγήσει τη μητέρα στο να εκμυστηρευτεί στο Γιωργή το «αμάρτημά» της.

  • Ε’ ενότητα: «Η μήτηρ μου εκρέμασε τη κεφαλήν… και εγώ εσιώπησα»

Στην τελευταία ενότητα του διηγήματος κεντρικό ρόλο έχει η εγκιβωτισμένη αφήγηση, δηλαδή η αφήγηση της μητέρας που παρεμβάλλεται μέσα στην  αφήγηση του Γιωργή. Η αφήγηση αυτή εξηγεί λεπτομερώς τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας, όπου η μητέρα του Γιωργή καταπλάκωσε άθελά της την ώρα που κοιμόταν ένα άλλο κοριτσάκι που είχε αποκτήσει στο παρελθόν. Μετά από αυτή την αποκάλυψη, ο Γιωργής μπορεί να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τη γενικότερη συμπεριφορά της μητέρας του και κυρίως την εμμονή της για τα κορίτσια. Έτσι το αίνιγμα λύνεται και για τον Γιωργή και για τον αναγνώστη, και το δράμα αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση. Η δομή του διηγήματος λειτουργεί κυκλικά, αφού το τέλος λύνει το αίνιμα που τέθηκε στην αρχή με τον τίτλο.

Η μητέρα είναι αυτή που αποκαλύπτει και τα πραγματικά συναισθήματα του μικρού Γιωργή για την αδερφή του. Ζήλευε την Αννιώ και ενδεχομένως απέδιδε σ’ αυτην μέρος της ευθύνης για τη μεροληπτική στάση της μητέρας του. Ο ίδιος αποκρύπτει τις πραγματικές σκέψεις του για την Αννιώ, κάτι το οποίο συνιστά μάλλον ένα είδος μετάνοιας από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, ο οποίος νιώθει τύψεις για τα παρελθοντικά του συναισθήματα.

Για τη μητέρα, η ποιότητα της αμαρτίας δεν καθορίζεται από τη γνώση της από τρίτους. Είναι θέμα βαθιά προσωπικό. Η απόκρυψή της δεν φέρνει ανακούφιση. Το τίμημα θα πληρωθεί από την ψυχή της. Το μέγεθος της αμαρτίας και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει ορίζεται από τον αυστηρότερο κριτή, την ίδα της τη συνείδηση. Η μητέρα του Γιωργή δείχνει με τη στάση της ότι φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός τραγικού προσώπου.

Η σιωπή στο τέλος του διηγήματος υποδηλώνει ότι η απόπειρα κάθαρσης υπήρξε ατελέσφορη. Η αποδοχή αυτή δεν αφορά μόνο την ενοχή της μητέρας (επειδή σκότωσε κατά λάθος την πρώτη κόρη κι επειδή, τιμωρώντας την ο Θεός γι’ αυτήν την αμαρτία, αφαίρεσε τη ζωή και της δεύτερης κόρης) αλλά και την ενοχή του Γιωργή (επειδή δεν υποκατέστησε την Αννιώ στο θάνατό της, αλλά και λόγω της στάσης του απέναντι στη μητέρα του, λόγω της αδυναμίας του να ανακουφίσει τον πόνο της). Η σιωπή κλείνει το διήγημα κι ανοίγει μέσα του έναν νέο κύκλο δράματος.

  • Γενικές παρατηρήσεις

Το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό «ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος», καθώς ο Βιζυηνός, έχοντας σπουδάσει ψυχολογία, διεισδύει στα μύχια της ψυχής των ηρώων του, αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες τους, αποδίδει τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους και τα συναισθήματά τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις του καθενός. Ταυτόχρονα, αντλεί από την θρακική καταγωγή του το ηθογραφικό υπόστρωμα του διηγήματός του. Έτσι, βασίζεται σε αυθεντικά πρόσωπα, όπως αυτά του χωριού του και ειδικότερα της οικογένειάς του. Βέβαια, τα ηθογραφικά στοιχεία δεν δίνονται απλώς σαν μια καταγραφή πληροφοριών. Ο Βιζυηνός εντοπίζει όλα τα δραματικά στοιχεία των καταστάσεων και μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον γίνεται η ψυχογράφηση των χαρακτήρων. Οι ήρωες δεν είναι άτομα μοναχικά, αντικοινωνικά. Αντίθετα, βρίσκονται σε στενή επαφή με τον περίγυρό τους. Ιδίως οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται σφαιρικοί, με πολυσύνθετη ψυχοσύνθεση και περίπλοκα κίνητρα στις πράξεις τους. Έχει ο καθένας από αυτούς τις δικές του ατομικές ιδιαιτερότητες, κι είναι τόσο δύσκολο να περιγραφούν όπως ακριβώς ένας ζωντανός άνθρωπος.

Ο χαρακτήρας του κειμένου είναι αυτοβιογραφικός, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία του κειμένου. Πιο συγκεκριμένα, το όνομα του αφηγητή ταυτίζεται με το όνομα του συγγραφέα, τα ονόματα των μελών της οικογένειας του διηγήματος είναι τα ίδια με τα ονόματα των μελών της οικογένειας του Βιζυηνού, και ο τόπος αφήγησης, όπως και η Πόλη, συμπίπτουν με την πραγματική πατρίδα αλλά και τα ταξίδια του αφηγητή.

Ο Βιζυηνός δεν βασίζεται στην περιγραφή μιας αναμφισβήτητης και μοναδικής πραγματικότητας. Κάθε ήρωας, παρουσιάζει τη δική του πραγματικότητα, ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζει τα γεγονότα, στοιχείο που προσδίδει πιο έντονη δραματικότητα στο έργο και στα πρόσωπα.

Στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βιζυηνός αποτυπώνονται στοιχεία του γλωσσικού ιδιώματος της Θράκης (κυρίως στα διαλογικά μέρη), αλλά και η φαναριώτικη παιδεία του συγγραφέα (κυρίως στη λόγια γλώσσα της αφήγησης). Αυτή η ιδιότυπη διγλωσσία συνιστά στοιχείο ρεαλισμού και αληθοφάνειας των χαρακτήρων.

Τα θέματα του κείμένου είναι δύο: το συναίσθημα ενοχής της μητέρας και η επιβεβαίωση της μητρικής αγάπης για τον αφηγητή. Αντίστοιχα, δύο είναι και οι στόχοι: η μητέρα ζητά τον εξαγνισμό κι ο γιος τη μητρική στοργή. Οι στόχοι των δύο πρωταγωνιστών είναι διαφορετικοί, αλλά αναπτύσσονται παράλληλα κι αυτοπροσδιορίζονται. Αρχικά, ο στόχος του γιού εξερτάται από το στόχο της μητέρας. Όσο η μητέρα αποτυγχάνει τόσο κι ο γιός δεν πετυχαίνει το στόχο του. Γι’ αυτό στο τέλος προσπαθεί να τη βοηθήσει, για να πραγματοποιήσει με τον τρόπο αυτό και το δικό του στόχο.

Εξετάζοντας τα θέματα που πραγματεύεται το έργο του Βιζυηνού ως τις ιστορίες δύο ανθρώπων, εκ των οποίων ο ένας βασανίζεται από ένα συναίσθημα ενοχής και δεν μπορεί να απαλλαγεί από αυτό, κι ο άλλος αποζητά την αγάπη, καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ένα έργο με πανανθρώπινα και διαχρονικά χαρακτηριστικά.

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1) «Αλλ’ ημείς εγνωρίζαμεν ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα της τα τέκνα». Η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας διατηρείται σε όλο το αφήγημα; Ανατρέπεται; Αποκαθίσταται; Πως; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας.

Απάντηση: Η βεβαιότητα για τα αισθήματα της μητέρας δεν διατηρείται σε όλο το αφήγημα. Με τρόπο δραματικό ανατρέπεται όταν το αγόρι ακούει την προσευχή της μητέρας του, η οποια προσφέρει τη ζωή του σαν αντάλλαγμα για τη ζωή της Αννιώς. Ήδη όμως από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το αγόρι έβλεπε τη μητέρα του να δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία και στοργή προς το κορίτσι της οικογένειας, ενώ αυτον, όπως αργότερα του ομολόγησε κι η ίδια τον «απόκοψε» νωρίς. Η στάση της μητέρας συνέχισε να είναι μεροληπτική υπέρ και των υιοθετημένων κοριτσιών, γεγονός που έκανε τον Γιωργή να αμφιβάλλει ακόμα περισσότερο για την αγάπη της μητέρας του. Ωστόσο, η σχέση μάνας και γιού αποκαθίσταται αρχικά με τη σκηνή της σωτηρίας του στο ποτάμι. Η διάσωσή του από τη μητέρα του έκανε το Γιωργή να καταλάβει πως νοιάζεται γι’ αυτόν. Η οριστική αποκατάσταση όμως επήλθε μετά την εκμυστήρευση του αμαρτήματος. Ο Γιωργής, μετά από την αποκάλυψη του μοιραίου γεγονότος, άφησε στο παρελθόν όλες τις αμφιβολίες που είχε για την αγάπη της μητέρας του, και ικανός πλέον να καταλάβει τα κίνητρα των πράξεών της αποφάσισε να τη βοηθήσει να απαλλαγεί από τις τύψεις.

2) «Και είχαμε πια την Αννιώ σαν τα μάτια μας. Και εζούλευες εσύ, και έγινες του θανατά από τη ζούλια σου. Ο πατέρας σου σε έλεγε «το αδικημένο του» γιατί σ’ απόκοψα από πολύ νωρίς, και με εμάλωνε καμμιά φορά, γιατί σε παραμελούσα». Η οπτική γωνία της μητέρας συμπίπτει με την οπτική γωνία του αφηγητή σε ό,τι αφορά τα συναισθήματά του προς την αδερφή του κατά την παιδική του ηλικία; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

Απάντηση: Η οπτική γωνία του αφηγητή δεν συμπίπτει με την οπτική γωνία της μητέρας. Ο Γιωργής ισχυρίζεται πως η ευνοϊκή μεταχείρηση της Αννιώς δεν έγινε ποτέ αφορμή να δυσαρεστηθούν τα αγόρια, ενώ η μητέρα του θυμάται ότι υπέφερε από ζήλια όταν η προσοχή των γονιών του στρέφονταν στην αδερφή του. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι γιατί ο αφηγητής προσπαθεί να εξωραϊσει τις σχέσεις του με τα άλλα μέλη της οικογένειας. Παράλληλα, δείχνει και τις σκέψεις του ώριμου αφηγητή, ο οποίος νιώθει πλέον ενοχές και μετάνοια για τα αρνητικά συναισθήματα προς τα θηλυκά μέλη της οικογένειας. Οι δύο οπτικές γωνίες δίνουν μια ρεαλιστική χροιά στην ιστορία, καθώς η αλήθεια δεν παρουσιαζεται με μια μόνο όψη.

3) Να ανακαλύψετε τα σημεία του κειμένου τα οποία αποκαλύπτουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα π.χ. «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμε επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις».

Απάντηση: Τις παραστάσεις της παιδικής ηλικίας ο αφηγητής της αναφέρει όπως ακριβώς τις προσέλαβε τότε, αλλά τις σχολιάζει και με την οπτική γωνία του ώριμου άντρα. Πιο συγκεκριμένα, στο σημείο της περιγραφής του «ψευτογιατρού» δίνει όλες τις εντυπώσεις που του προξένησε εκείνος ο άνθρωπος, υπάρχουν όμως και ειρωνικά σχόλια υπό την ώριμη οπτική. Επίσης, ο νεαρός αφηγητής αποδίδει τη θρησκευτική συμπεριφορά της μητέρας του σε ευλάβεια, ενώ για τον ώριμο αφηγητή όλα αυτά είναι δεισιδαιμονίες. Ένα άλλο σημείο είναι η προσευχή του Γιωργή, όπου παρακαλά να τον «πάρει» ο νεκρός πατέρας του για να εκδικηθεί τη μητέρα του. Ο ώριμος αφηγητής όμως νιώθει ενοχές γι’ αυτή τη συμπεριφορά του.

4)  Ποιες είναι οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή α) ως ενήλικα και πεπαιδευμένου και β) ως παιδιού ή εφήβου. Αναζητήστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα για να αναδείξετε την «ιδιότυπη αυτή διγλωσσία». Διαπιστώνετε άλλα κριτήρια με βάση τα οποία διαμορφώνονται οι γλωσσικές ποικιλίες του αφηγηματικού λόγου στο κείμενο;

Απάντηση: Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο μικρός Γιωργής είναι η δημοτική, όπως αποκαλύπτεται στους διαλόγους των προσώπων. Το ύφος είναι νεανικό, ενθουσιώδες και παρορμητικό («Να φάνε τη γλώσσα τους…»). Αντίθετα, ο ενήλικας αφηγητής χρησιμοποιεί λόγια γλώσσα («η ενδόμυχος της μητρός ημών…»), καθαρεύουσα («μοι φαίνεται…»), με προσεγμένο κι ακριβές ύφος. Εκτός όμως από το κριτήριο της ηλικίας, οι γλωσσικές επιλογές του αφηγητή επηρρεάζονται κι από τις κοινωνικές ή πολιτισμικές διαφορές, με στόχο τη ρεαλιστικότερη απόδοση και την αληθοφάνεια των χαρακτήρων.

5) Σε ποια σημεία του διηγήματος διακρίνετε την κοινωνική καταπίεση και τον κοινωνικό έλεγχο που υφίσταται η γυναίκα του περασμένου αιώνα και πώς αντιμετωπίζει η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα αυτήν την πραγματικότητα;

Απάντηση: Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, ο κοινωνικός έλεγχος ήταν εξαιρετικά έντονος, ιδίως για μια γυναίκα που έχασε νέα το σύζυγό της. Ακόμα και το γεγονός ότι η Δεσποινιώ ήταν μια πολύτεκνη μητέρα δεν της έδινε το δικαίωμα να τεθεί «εκτός» αυτού του ελέγχου. Σύμφωνα με την τοπική κοινή γνώμη, η γυναίκα θα έπρεπε να είναι σεμνή και συγκρατημένη, διαφορετικά θα υφίστατο τα αρνητικά σχόλια των συγχωριανών («τι θα ειπή ο κόσμος»). Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε αυστηρά το πατριαρχικό πρότυπο οικογένειας, οι καταπίεση της γυναίκας ξεκινούσε από την παιδική της ηλικία («δεν με άφηκε η γιαγιά σου…»). Η διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών στόχευε στον συνειδητό αυτοπεριορισμό τους. Η ίδια η Δεσποινιώ φαίνεται να αποδέχεται, κι ως ένα βαθμό Να συμμερίζεται τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της. Ακόμα κι όταν τα υπερβαίνει λόγω των προσωπικών, οικογενειακών ή εσωτερικών της αναγκών, φροντίζει να μην έρθει σε σύγκρουση μαζί τους.

6) «…Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, κσθώς από ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός, προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπειες, με αντίχτυπο πάνω σε όλους…» (Κ. Στεργιόπουλος) Ποιο είναι το αρχικό γεγονός στο «Αμάρτημα της μητρός μου» και πως δραματοποιούνται οι συνέπειές του;

Απάντηση: Το αρχικό γεγονός είναι ο θάνατος του μωρού λόγω της απροσεξίας της μητέρας. Το μοιραίο αυτό γεγονός θα έχει αντίκτυπο σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Γίνεται με έναν τρόπο ο ρυθμιστής της συμπεριφοράς όλων. Η δραματοποίηση των συνεπειών έχει τη μορφή χιονοστιβάδας: αφού διαταράσσονται οι αρμονικές σχέσεις μεταξύ των γονέων, δημιουργείται στη μητέρα ένα αίσθημα ενοχής που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Έτσι, προσηλώνεται στην Αννιώ, τη δεύτερη κόρη της, παραμελώντας τα τρία αγόρια. Η υπερβολική αγάπη της μητέρας προς την κόρη οδηγεί στον ψυχικό τραυματισμό του αφηγητή, κι όταν μετά το θάνατο της Αννιώς προχωρά σε δύο υιοθεσίες οι οικογενειακές σχέσεις διαταράσσονται και τα μέλη οδηγούνται σε συγκρούσεις.

7) «Όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγότερο θα με παιδέψει ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα». Η συντριβή και η ενοχή είναι το μόνομο ψυχικό κλίμα της μάνας.

Α) Η αυτοτιμωρία συνιστά πράξη εξιλέωσης απέναντι στο Θεό ή και απέναντι στον εαυτό της;

Β) Καθησυχάζει η μητέρα τη συνείδησή της τελικά, ιδιαίτερα μετά τη συνάντησή της με τον Πατριάρχη;

Γ) Ενοχοποιείται η μητέρα στη συνείδησή σας; Ποια είναι η αίσθηση που σας αφήνει η τελική έκβαση της ιστορίας;

Απάντηση: Η αυτοτιμωρία είναι πράξη εξιλέωσης τόσο απέναντι στο Θεό όσο (και κυρίως) απέναντι στον εαυτό της. Αλλά ακόμα κι όταν το θρησκευτικό μέρος αποκαταστάθηκε με τη συγχώρεση από τον Πατριάρχη, η εσωτερική εκκρεμότητά της παραμένει. Η άφεση της αμαρτίας είχε γι’ αυτήν παροδικό χαρακτήρα. Ποτέ δε θα μπορέσει να συγχωρήσει τον εαυτό της και να κλείσει την πληγή από το βαθύ ψυχολογικό της τραύμα. Για την τραγική αυτή μητέρα δεν μπορεί να υπάρξει κάθαρση. Στη συνείδηση του αναγνώστη η μορφή της μητέρας αυτής απενοχοποιείται. Τόσο το ακούσιο της πράξης της, όσο και οι προσπάθειές της να εξιλεωθεί, προκαλούν τη συμπόνοια και τον οίκτο των αναγνωστών.

8) Είναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός συνθέτει την αφήγησή του βασισμένος στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου διηγήματος σας δίνει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση της ατομικής του περιπέτειας και της οικογενειακής του ιστορίας;

Απάντηση: Πράγματι ο Βιζυηνός βασίζεται στην ανάπλαση προσωπικών εντυπώσεων και βιωμάτων, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται τόσο από τα περιστατικά που περιγράφει, όσο κι από τα ονόματα των χαρακτήρων του διηγήματος, τα οποία είναι ίδια με τα ονόματα της οικογένειας του συγγραφέα. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο όμως είναι απλώς το αρχικό υλικό του. Το έργο του υπερβαίνει την προσωπική και οικογενειακή του ιστορία. Το στοιχείο που επικρατεί είναι το ψυχογραφικό και το ηθογραφικό. Μάλιστα το υλικό του διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του δράματος, γεγονός που ανάγει το έργο του σε κλασικής αξίας κείμενο.

9) Υπάρχει μια φράση κλειδί που αποτυπώνει την εξέλιξη στην ασθένεια της Αννιώς και επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη στις πρώτες σελίδες του κειμένου.

Α) Αναζητείστε την και καταγράψτε τις εκδοχές της.

Β) Γιατί ο αφηγητής την επαναλαμβάνει; Υπηρετεί η φράση αυτή τη δομή του κειμένου; Πως λειτουργεί μέσα στα ετρύτερα συμφραζόμενά της;

Απάντηση: Η φράση κλειδί που καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων, το μοτίβο δηλαδή, είναι η αρρώστια της Αννιώς και η πορεία, η εξέλιξη της ασθένειάς της όπως περιγράφεται («ήτο… καχεκτική και φιλάσθενος», «η ασθένεια… ολοέν εδεινούτο», «η κατάστασις έβαινεν… επί τα χείρω», «εχειροτέρευεν αδιακόπως» «η ασθένεια… ήτο ανίατος»). Την φράση αυτή την επαναλαμβάνει ώστε να δηλωθούν οι διαδοχικές φάσεις της πορείας της ασθένειας και οι αντίστοιχες αντιδράσεις κι ενέργειες την μητέρας. Με έναν τρόπο στη φράση αυτή βασίζεται η δομή του κειμένου. Η επανάληψή της εξυπηρετεί την κλιμάκωση και την κορύφωση του δράματος. Το μοτίβο αυτό λειτουργεί σαν μεταβατικός κρίκος κάθε υποενότητας.

10) «Σου έφερα δυο παιδιά στα πόδια σου…χάρισέ μου το κορίτσι!» Τι απήχηση είχε η προσευχή αυτή στην ψυχή του Γιωργή;

Απάντηση: Η προσευχή της μητέρας που έτυχε να ακούσει ο Γιωργής αποτελεί για τον ίδιο διάψευση της αγάπης της μητέρας του. Μετά από αυτό το γεγονός αμφιβάλλει για τα αισθήματα της μητέρας του. Από τη πρώτη στιγμή που ακούει τη μητέρα του να προσεύχεται μένει εμβρόντητος και τον κυριεύει ο πανικός. Μετά το αρχικό σοκ τρέπεται σε φυγή από κοντά της αποσύροντας την εμπιστοσύνη του και την συμπαράστασή του προς το πρόσωπό της. Νιώθοντας απογοητευμένος, προσεύχεται κι ο ίδιος να πεθάνει ούτως ώστε να την εκδικηθεί με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, δημιουργείται βαθύ χάσμα στη σχέση του παιδιού με τη μητέρα του.

11) Σε ορισμένα σημεία του κειμένου διακρίνουμε ειρωνικές αποχρώσεις στη «φωνή» του αφηγητή.

Α) Να τα εντοπίσετε και να τα καταγράψετε.

Β) Σε τι στοχεύει, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής καταφεύγοντας στην ειρωνία;

Απάντηση: Συχνά στο κείμενο συναντάμε ειρωνικά σχόλια από την πλευρά του ώριμου αφηγητή, κυρίως όταν παρουσιάζει δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, όπως για παράδειγμα στην περιγραφή του «ψευτογιατρού». Στόχος του είναι να διακωμωδήσει στοιχεία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς αυτού του ανθρώπου, να αμφισβητήσει την ιατρική ιδιότητά του και να στηλιτεύσει την διαβεβαίωσή του για τη βελτίωση της υγείας της Αννιώς. Για τον ίδιο λόγο, για να «σχολιάσει» την ιδιότητα του γύφτου, τον αποκαλεί «ραψωδό». Βέβαια, αξιολογώντας συνολικά την ειρωνία του αφηγητή, εντοπίζουμε ότι εξυπηρετεί κι έναν υφολογικό στόχο, ο οποίος είναι η δραματική αποφόρτιση της αφήγησης. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να απαλύνει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα και να ανακουφίσει τον αναγνώστη από τα αρνητικά συναισθήματα.

12) Με ποια επιχειρήματα θα μπορούσατε να υποστηρίξετε την αληθοφάνεια των χαρακτήρων του διηγήματος;

Απάντηση: Ο αφηγητής, βασισμένος στο αυτοβιογραφικό στοιχείο, αναπλάθει γνήσιες προσωπικές εντυπώσεις. Τα πρόσωπα του διηγήματος, ο χώρος και ο χρόνος που διαδραματίζονται τα γεγονότα, τα ονόματα και τα προσωπικά βιώματα, μαρτυρούν ότι η ιστορία του διηγήματος είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα. Η αληθοφάνεια των προσώπων όμως δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σε βάθος, με έναν τρόπο που μας κάνει να φανταζόμαστε ότι κάπως έτσι θα ήταν και στην πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος που παρουσιάζει ο αφηγητής τα γεγονότα μέσα από δύο οπτικές γωνίες (την παιδική και την ώριμη), είναι απόλυτα φυσικός. Το ίδιο φυσικές είναι και όλες οι ενέργειες της μητέρας, γνωρίζοντας την ψυχολογία που τη διακατέχει. Ο συγγραφέας παρουσιάζει το βάθος της ψυχής των ηρώων κι έτσι οι πράξεις κι οι αντιδράσεις τους γίνονται απόλυτα κατανοητές και αληθοφανείς.

13) Αναζητήστε εκείνα τα στοιχεία που προσδίδουν στο κείμενο θεατρική λειτουργία.

Απάντηση: Στο διήγημα υπάρχουν πολλά στοιχεία που του προσδίδουν χαρακτήρα θεατρικό. Πρώτα απ’ όλα, συμμετέχουν πολλά πρόσωπα, εκ των οποίων άλλα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοι είναι δευτεραγωνιστές, και κάποιοι τα «βουβά» πρόσωπα. Ο ίδιος ο αφηγητής είναι ένα πρόσωπο ανάμεσα στα άλλα, με άμεση εμπλοκή στα γεγονότα. Επίσης, υπάρχουν εναλλαγές τόσο στις σκηνές όσο και στα σκηνικα, με εναλλαγή π.χ. κλειστών – ανοιχτών χώρων.

14) Έχει επισημανθεί ότι ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί με συνεχείς αντιθέσεις π.χ. πόλη/ χωριό, μέσα/ έξω, κ.ά. Μπορείτε να εντοπίσετε την αντίθεση «κλειστός χώρος/ ανοιχτός χώρος» στο διήγημα που εξετάζουμε, υποδεικνύοντας τα αντίστοιχα σημεία; Πως εγγράφονται στη συνείδηση του αφηγητή οι χώροι αυτοί και με τι είδους περιστατικά συνδέονται;

Απάντηση: Οι κλειστοί χώροι του διηγήματος είναι το σπίτι και η εκκλησία. Οι ανοιχτοί χώροι είναι η αυλή, ο γάμος και το ποτάμι. Οι κλειστοί χώροι βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα και τα συναισθήματα φόβου. Μέσα στο σπίτι έχουν λάβει χώρα όλοι οι θάνατοι, και μέσα στην εκκλησία γίνεται η πρώτη σύγκρουση μητέρας και γιού. Έτσι, ο κλειστός χώρος εγγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή ως χώρος δυσάρεστων γεγονότων και μυστηρίου. Ανίθετα, ο ανοικτός χώρος προκαλεί συνήθως ευχάριστη αίσθηση στον αφηγητή, καθώς συνειρμικά ανακαλεί στη μνήμη του ευχάριστα βιώματα, όπως το γλέντι του γάμου, την πομπή της πρώτης υιοθεσίας και τη διάσωσή του στο ποτάμι.

15) «Στο Αμάρτημα της μητρός μου η ηρωίδα, πολύ πριν ομολογήσει τον ακούσιο φόνο της, υπαινίσσεται την αμαρτία της» (Παν. Μουλλάς) Να αναζητήσετε τους σχετικούς υπαινιγμούς.

Απάντηση: Στο διήγημα υπάρχουν δύο προσημάνσεις που υπαινίσσονται το αμάρτημα. Α) «ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου…» (σελ. 133) και Β) «η αμαρτία μου… δεν εσώθηκε ακόμη» (σελ. 146)

16) «Έτσι ο αφηγητής πρόσωπο του Βιζυηνού (παρών μέσα στην αφήγηση) απέχει εξίσου από τον αφηγητή παντογνώστη (απόντα από την αφήγηση) και από τον αφηγητή πρωταγωνιστή (προνομιακό φορέα της αφήγησης)» (Παν. Μουλλάς) Να αναζητήσετε μέσα από το κείμενο τα επιχειρήματα που δικαιολογούν μια τέτοια άποψη.

Απάντηση: Ο αφηγητής του διηγήματος είναι παρών μέσα στην αφήγηση, χωρίς να είναι ούτε παντογνώστης ούτε προνομιακός φορέας. Κατ’ αρχήν, δεν θα μπορούσε να είναι παντογνώστης γιατί την πλήρη γνώση την έχει ένα άλλο πρόσωπο, η μητέρα. Ο ίδιος μαθαίνει και κατανοεί σταδιακά τα γεγονότα. Επίσης, δεν θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής, το προνομιακό πρόσωπο, αφού η δράση του δεν είναι καθοριστική. Οι δράσεις που καθορίζουν την εξέλιξη προέρχονται από την πλευρά της μητέρας.

17) Όπως γνωρίζετε, σε μια αφήγηση συχνά παρατηρούνται αναχρονίες όταν ο αφηγητής παραβιάζει τη χρονική σειρά κατά τη  αφήγηση, αναφερόμενος άλλοτε σε γεγονότε προγενέστερα από το σημείο της ιστορίας στο οποίο βρισκόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή (αναδρομικές αφηγήσεις) και άλλοτε προλέγοντας γεγονότα τα οποια θα διαδραματιστούν αργότερα (πρόδρομες αφηγήσεις).

Α) Να αναζητήσετε και να καταγράψετε τις αναχρονίες του αφηγήματος.

Β) Τι επιτυγχάνει με τη χρήση τους ο αφηγητής;

Απάντηση: Στο κείμενο δύο είναι οι πρόδρομες αναχρονίες, η προαναγγελία («ήθελον να ξενιτευθώ») και η αναχώρηση του Γιωργή στα ξένα. Οι αναχρονίες αυτές προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τις μελλοντικές περιπέτειες του ήρωα. Υπάρχουν βέβαια και αναδρομικές αναχρονίες. Η πρώτη είναι μετά την προσευχή της μητέρας, η οποία προσπαθει να αιτιολογήσει το περιεχόμενό της. Η δεύτερη αναδρομή γίνεται με την περιγραφή του σιωπηλού θρήνου της μητέρας για το χαμλο του συζύγου της. Η αναδρομή αυτή υπογραμμίζει την αντίθεση με τον έντονο σπαραγμό της για το θάνατο της Αννιώς. Η επόμενη, είναι η σκηνή της διάσωσης στο ποτάμι, που δείχνει το πραγματικό νόημα της υπόσχεσης και επαναφέρει στο προσκήνιο το μοτίβο της σχέσης μητέρας και παιδιού. Η τελευταία αναχρονία, η εκμυστήρευση του αμαρτήματος είναι και η σημαντικότερη. Είναι το στοιχείο που λείπει για τη λύση του μυστηρίου. Μετά την αναχρονία αυτή ο αναγνώστης και ο ίδιος ο Γιωργής είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά της μητέρας. Εξετάζοντας συνολικά τη χρήση των αναχρονιών, βλέπουμε ότι με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας επιτυγχάνει την εσωτερική σύνδεση περιστατικών του παρελθόντος και του μέλλοντος με το παρόν. Επίσης, αποφεύγει τη μονοτονία της γραμμικής αφήγησης και επιβραδύνει την πλοκή, ώστε να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Εργασίες του σχολικού βιβλίου

1) Στο κείμενο, παράλληλα με την κυρίως διήγηση δίνεται μια εικόνα της καθημερινής ζωής (έθιμα, παραδόσεις, ήθη, προλήψεις, λαϊκές δοξασίες κλπ). Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου.

Απάντηση: Τα ήθη της εποχής θέλουν τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και τις ελευθερίες της περιορισμένες από την παιδική της ακόμα ηλικία (σελ. 126). Σε αντιστάθμισμα αυτών, τα αρσενικά παιδιά αναλαμβάνουν να προικίσουν τις αδελφές τους (σελ. 141, 142). Μάλιστα για να εκπληρώσουν αυτό το σκοπό ξενιτεύονται, διότι η προίκα των κοριτσιών είναι ένας από τους βασικούς θεσμούς.

Η υιοθεσία γίνεται με πανηγυρική διαδικασία, η οποία αρχίζει με τον ιερέα στην εκκλησία και τελειώνει με τον «πρωτόγερο» στην αυλή του σπιτιού (σελ. 139). Αυτή είναι η επικύρωση και η νομιμοποίηση της πράξης υιοθεσίας. Γεγονός πιο σημαντικό και πολύ πιο πανηγυρικό είναι ο γάμος, που επισφραγίζεται με την βραδινή διασκέδαση (σελ. 148).

Τον νεκρό τον θρηνούν με ξεφωνητά οι γυναίκες, όχι μόνο του σπιτιού αλλά και οι ξένες τον μοιρολογούν.

Η έλλειψη μόρφωσης και μέσων για την αντιμετώπιση των  δύσκολων καταστάσεων, ιδίως των ασθενειών, ευνοούν τη δημιουργία προλήψεων και δεισιδαιμονιών. Έτσι οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων, κακοποιών «εξωτικών» και δαιμονίων (σελ. 128), τα οποία επηρεάζουν δυσμενώς τη ζωή και προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν με όπλα τη θρησκεία και τη μαγεία. Αποτρεπτικό και ακυρωτικό του κακού θεωρείται και η κατάρα (σελ. 144).

Η απουσία πάλι επιστήμης δημιουργεί υποκατάστατα αυτής (σελ. 127), ενώ η έντεχνη μουσική αντικαθίσταται από αυτοσχέδιους ραψωδούς, που λυμαίνονται τις ανάγκες και την αφέλεια των απλών ανθρώπων.

2) Έχει επισημανθεί ότι ο Βιζυηνός «βρίσκεται πολύ μακριά από τους απλούς ηθογράφους της γενιάς του…» και πως του χρωστούμε «την πρώτη γενναία προσπάθεια να λυτρωθεί η λογοτεχνική μας παράδοση από τη ρηχή ηθογραφία και την ρομαντική αφήγηση». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ως απλοϊκή, ρηχή ή αφελής ηθογραφία χαρακτηρίζεται η επιφανειακή αναπαράσταση ηθώ και εθίμων του χωριού, να επισημάνετε στοιχεία στο αφήγημα που δικαιώνουν την παραπάνω κρίση για τον Βιζυηνό.

Απάντηση: Ο Βιζυηνός εμφανίστηκε σε μια εποχή που στη χώρα μας, είχε αρχίσει να ανατύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη και οι πεζογράφοι είχαν στραφεί προς την ειδυλλιακή ύπαιθρο, με στόχο την περιγραφή των ηθών και εθίμων του ελληνικού λαού. Έτσι καλλιεργήθηκε το ηθογραφικό διήγημα. Ο Βιζυηνός όμως προχώρησε βαθύτερα δίνοντας στο έργο του αυτοβιογραφικό και κυρίως ψυχογραφικό χαρακτήρα.

Σκοπός λοιπόν του Βιζυηνού δεν είναι να κάνει μια συστηματική ή έστω απλή καταγραφή λαογραφικών στοιχείων της τοπικής κοινότητας, της οποίας μέλος είναι κι ο ίδιος, αλλά να ενσωματώσει κάποια από αυτά στις ανάγκες της αφήγησης, ώστε με τη βοήθειά τους να ερμηνευτούν αντιληψεις, συμπεριφορές, αντιδράσεις, συναισθήματα. Δε λειτουργούν επομένως σαν μια ρηχή ηθογραφία, ούτε αποβλέπουν στη δημιουργία μιας επιφανειακά ρομαντικής διάθεσης, αλλά κατατείνουν σε ουσιαστικότερους στόχους.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2187

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση