Εν όψει τῆς Ψευδοσυνόδου τοῦ 2016, υπέρ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οικουμενισμοῦ, πανηγυρίζει ο πιστός λαός τῶν Ορθοδόξων, με την Ομολογία τῆς καταδίκης τοῦ Οικουμενισμοῦ από την Ρουμανική Σκήτη τοῦ Αγίου Όρους. Επί τέλους κατονομάζονται οι Οικουμενισταί με 1ον τον Αρχιοικουμενιστή Πατριάρχη Βαρθολομαίον και τους ακολουθούντας Αυτόν.
Ευχόμεθα η Ομολογία αυτή, την οποία αναδημοσιεύω, να γίνει ο καταλύτης τῆς Ψευδοσυνόδου προς ευφροσύνη τῶν Ορθοδόξων και καταισχύνη τῶν κακοδόξων-Οικουμενιστῶν.
Νικόλαος Γ. Σαββόπουλος
Θεολόγος – Νομικός
ΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Εἰς τό ὄνοµα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος.
Ὅλοι ὅσοι λάβαµε τό Βάπτισµα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί πιστεύουµε Ὀρθόδοξα εἴµαστε πλήρη µέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι µόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δηλ. τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσµατος λάβαµε τήν Σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος καί διά τῆς θείας Μεταλήψεως τοῦ Τιµίου Σώµατος καί Αἵµατος τοῦ Χριστοῦ ἑνωνόµαστε µέ τόν Χριστό καί γινόµαστε µέλη τοῦ Σώµατός Του.
Ὡς µέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποκλειστικῶς καί µόνον εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, µόνο στήν ὁποία ἑνωνόµαστε µέ τόν Ἀληθινό Θεό καί µόνο µέσα στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος µπορεῖ νά σωθεῖ, ἀποκηρύττουµε καί ἀπορρίπτουµε δηµόσια τίς ποικίλες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες µόλυναν ἀρκετά µέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση δέν βλάπτει µόνο ἐκείνον, πού πιστεύει σ’ αὐτήν, ἀλλά καί τά µέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐφόσον ἐκεῖνοι, πού ἔχουν αἱρετικό φρόνηµα στήν Ἐκκλησία, διακηρύττουν τήν αἵρεση καί στά ὑπόλοιπα µέλη λόγω καί ἔργω, διασκορπίζοντας ἔτσι τό µικρόβιο τῆς αἱρέσεως σ’ ὁλόκληρο τό σῶµα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ αἵρεση, ὅταν διακηρύττεται ἀπό ἐπίσκοπο ἤ ἱερέα, βλάπτει καί τούς πιστούς. Ὁ ἐπίσκοπος καί ὁ ἱερεύς ὀφείλει νά φροντίζει, ὥστε τά µέλη τοῦ ποιµνίου του νά µήν διδάσκουν αἱρέσεις. Ἄν οἱ ἠθικές ἁµαρτίες χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό, ἀκόµη περισσότερο ἡ αἵρεση. Τό καθῆκον τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά ὀρθοτοµεῖ τόν λόγον τῆς Ἀληθείας, ἐφόσον ἡ ἁγιότης συνδέεται ὀργανικά µέ τήν Ἀλήθεια1. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Ἡ αἵρεση εἶναι ψέµα καί βλασφηµία ἐναντίον τοῦ σεσαρκωµένου Λόγου, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ αἵρεση δηµιουργεῖται ὡς πνευµατική πλάνη καί διαµορφώνεται ὡς ἰδεολογία, πού ἐναντιώνεται στήν Ἀλήθεια, µηδενίζοντας τή δυνατότητα ἁγιότητος καί σωτηρίας.
Ὅπως µιά ἀρρώστια δέν βλάπτει µόνο τό ἄρρωστο ὄργανο, ἀλλά ὁλόκληρο τόν ὀργανισµό, µέ τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ αἵρεση, ἐφόσον δηλητηριάζει κάποια µέλη τῆς Ἐκκλησίας, προκαλεῖ πόνο σέ ὁλόκληρο τό σῶµα της καί τό βλάπτει. Γι’αὐτόν τόν λόγο, κάθε φορά πού ἐµφανιζόταν µία αἵρεση, ἡ ὁποία ἀπειλοῦσε τό Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας, συνέρχονταν Οἰκουµενικές καί Τοπικές Σύνοδοι, πού ἀναθεµάτιζαν καί τήν αἵρεση καί τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ὑπεράσπιζαν. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἀπέκοπταν ἀπό τό Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν αἱρετική διδασκαλία καί αὐτούς, πού τήν προωθοῦσαν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στήν πρός Ρωµαίους ἐπιστολή, λέγει: «καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι πολλὰ μέλη ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, τὸ δὲ καθ’ εἷς ἀλλήλων μέλη. ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως»2. Καί στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «οὐ δύναται δὲ ὁ ὀφθαλμὸς εἰπεῖν τῇ χειρί∙ χρείαν σου οὐκ ἔχω∙ ἢ πάλιν ἡ κεφαλὴ τοῖς ποσί∙ χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω∙ ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστι»3, ἐπισηµαίνοντας ἀκολούθως ὅτι «εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη. Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους»4.
Ἔχοντας ὑπ’ὄψιν µας ὅτι µέχρι σήµερα δέν συνῆλθαν Τοπικές Σύνοδοι, γιά νά καταδικάσουν ἐκείνους, πού παραβιάζουν ἐδῶ καί ἕνα περίπου αἰώνα τόσο τούς Ἀποστολικούς Κανόνες, ὅσο καί τίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουµενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἐµεῖς, ὡς ζωντανά µέλη τοῦ Σώµατος τοῦ Χριστοῦ, ἀπορρίπτουµε καί ἀποστασιοποιούµαστε ἀπό ὅλες τίς πράξεις, τίς ὁποῖες καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία , δηλ.:
● τίς συµπροσευχές µέ τούς αἱρετικούς, ὅπως τήν λεγοµένη «ἑβδοµάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν», τούς «ἑσπερινούς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν» καί ἄλλες παρόµοιες ἐκδηλώσεις, πού λαµβάνουν χώρα σέ ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, κατά τήν «ἑβδοµάδα προσευχῆς ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν», στίς ὁποῖες προσκαλοῦνται αἱρετικοί νά κηρύξουν ἀπό τό Ἱερό καί Φοβερό Ὀρθόδοξο Βῆµα, ὅπου θυσιάζεται Χριστός ὁ Θεός,
●τήν συµµετοχή σέ συγκρητιστικές διαθρησκευτικές καί διαχριστιανικές συναντήσεις, στίς ὁποῖες οἱ συµµετέχοντες προβαίνουν σέ συγκρητιστικές συµβολικές πράξεις καί γίνονται συµπροσευχές µέ τούς αἱρετικούς.
Ἀποκηρύττουµε ὡς παναίρεση καί ἀπορρίπτουµε δηµόσια τόν Οἰκουµενισµό ὑπό ὅλες τίς µορφές του :
α΄. Τήν παρουσία τῆς Ρουµανικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό λεγόµενο «Παγκόσµιο Συµβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν»,
β΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ µόνο ἕνα µέρος τῆς Ἐκκλησίας,
γ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὅλες οἱ χριστιανικές ὁµολογίες εἶναι κλάδοι τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας,
δ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι µία Ἐκκλησία µεταξύ πολλῶν ἄλλων «οἰκογενειῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν µαζί τήν Μία Ἐκκλησία,
ε΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι Μία καί Μοναδική, ἐπειδή ἡ Κεφαλή της εἶναι Μία, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί τῆς διοικήσεως καί διά τῆς ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στήν ἱεραρχία της, ἐφ’ὅσον ἡ ἱεραρχία διατηρεῖ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
στ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι «διηρηµένη σέ χριστιανικές ὁµολογίες», καί ὅτι τώρα ἐµεῖς, ὡς δῆθεν «νέοι πατέρες», θά πρέπει νά «ἐπανεύρουµε τήν ἑνότητά της» διά τοῦ «δογµατικοῦ µινιµαλισµοῦ», µέ τό νά ἀποδεχτοῦµε δηλ. ὡς βάση τῆς ἑνώσεως τῶν ὀρθοδόξων µέ τίς αἱρέσεις µία µινιµαλιστική πίστη, δηλ. µόνο τήν πίστη στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Σεσαρκωµένο Θεό καί Σωτήρα, παραβλέποντας ὅλα τά ὑπόλοιπα δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας, συµπεριλαµβανοµένης τῆς µυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῆς ἀκτίστου Χάριτος, τῆς τιµητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων κλπ.
ζ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει µία «ἀόρατη ἑνότητα» τῆς Ἐκκλησίας, µέσω τῆς κοινῆς πίστεως στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Ἰησοῦ Χριστό, ὡς Κύριο καί Σωτήρα, καί ὅτι αὐτήν (τήν «ἀόρατη ἑνότητα») θά ἀκολουθήσει µία «ὁρατή ἑνότητα», ἡ ὁποία θά ἐκπληρωθεῖ διά τῆς ἑνώσεως τῶν «ὁµολογιῶν» (ἑνότης ἐν τῆ ποικιλία τῶν δογµάτων καί παραδόσεων).
η΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἀρκεῖ νά πιστεύει κανείς στήν Ἁγία Τριάδα καί στόν Κύριο Ἰησοῦ, ὡς Θεό καί Σωτήρα, γιά νά ἀνήκει στήν Ἐκκλησία. Δηλ. ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς σύναξη ὅλων τῶν χριστιανικῶν «ὁµολογιῶν».
θ΄. Τήν αἵρεση, σύµφωνα µέ τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ αἵρεση τοῦ Παπισµοῦ εἶναι «ἀδελφές ἐκκλησίες» καί «οἱ δύο πνεύµονες», µέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Μία Ἐκκλησία.
ι΄. Τήν αἵρεση, σύµφωνα µέ τήν ὁποία µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισµοῦ δέν ὑπάρχει καµία δογµατική διαφορά, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ µόνη διαφορά εἶναι τό παγκόσµιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «πάπα» Ρώµης ἐπί τῆς Καθόλου Ἐκκλησίας.
ια΄. Τίς ἀνορθόδοξες συµφωνίες, τίς ὁποῖες ὑπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό πλαίσιο τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου. Στό σηµεῖο αὐτό θέλουµε νά τονίσουµε ὅτι δέν εἴµαστε ἐναντίον τοῦ διαλόγου, µέ τήν προϋπόθεση, ὅµως, ὅτι αὐτός διεξάγεται µέ ὀρθόδοξες βάσεις καί ἔχει ὡς σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῆς κατηχήσεως, τῆς ἀποκηρύξεως τῆς αἱρέσεώς τους καί τῶν ἱερῶν µυστηρίων τοῦ Βαπτίσµατος, τοῦ Χρίσµατος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
ιβ΄. Τήν συγκατάθεση τῆς Ρουµανικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στόν διάλογο τοῦ Chambesy, βάσει τοῦ ὁποίου οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρετικοί, οἱ µονοφυσίτες, οἱ λεγόµενοι µιαφυσίτες, διάδοχοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας ἀναγνωρίζονται ὡς ὀρθόδοξοι. Οἱ µονοφυσίτες / µιαφυσίτες διδάσκουν ὅτι ὁ Χριστός, µετά τήν ἕνωση, ἔχει µόνο µία σύνθετη φύση, καί ἀπορρίπτουν τό γεγονός ὅτι οἱ δύο φύσεις στόν Χριστό εἶναι ἑνωµένες ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως στό ἕνα Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, διατηρώντας ἡ κάθε φύση τήν δική της θέληση καί ἐνέργεια. Οἱ ἐν λόγω αἱρετικοί δέν ἀποδέχονται τήν διδασκαλία τῶν Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ Ἁγίων καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων καί παραµένουν σέ πλάνη καί ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, τό κείµενο τοῦ Chambesy ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ ἀναθεµατισµός τους ὀφείλεται ἁπλῶς σέ µία παρεξήγηση ὅρων καί ὅτι, ἀκολούθως, δέν ὑπάρχει καµία δογµατική διαφορά µεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῶν µονοφυσιτικῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων (Κοπτῶν, Ἀρµενίων, Συροϊακωβιτῶν, Μαλαµπαριῶν καί Αἰθιόπων), πράγµα ἐντελῶς ἀπαράδεκτο.
ιγ΄. Τήν συµφωνία τοῦ Μπαλαµάντ, βάσει τῆς ὁποίας οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀποδέχτηκαν ἕνα νέο εἶδος Οὐνίας καί ἀναγνώρισαν τά ψευδῆ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν. Ἡ ἐν λόγω συµφωνία ἀπορρίφθηκε ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού συνῆλθαν στή Baltimore τό 2000.
ιδ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ἡ αἵρεση τοῦ Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος «καί ἀπό τόν Υἱό») εἶναι µόνο µία ἁπλή παρεξήγηση ὅρων, καί ὄχι µία ἀλλοίωση τοῦ δόγµατος τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖο µᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός διά τοῦ σεσαρκωµένου Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ5.
ιε΄. Τήν λεγοµένη «ἄρση τῶν ἀναθεµάτων» µεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀλλά καί τῶν µονοφυσιτῶν, µονοθελητῶν καί µονοενεργητῶν, τά ὁποία ἀπήγγειλαν οἱ Ἅγιες καί Οἰκουµενικές Σύνοδοι. Σύµφωνα µέ την ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἕνα δογµατικό ἀνάθεµα δέν ἀκυρώνεται κατά µαγικό τρόπο, ἄν δέν ἐκλείψουν πρῶτα οἱ λόγοι του ἀναθεµατισµοῦ.
ιστ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία ὑπάρχει σωτήρια Χάρις καί ἐκτός τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι ὑπάρχει ἔγκυρο βάπτισµα καί ἐνεργοῦσα Χάρις τῆς ἱερωσύνης καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅµως, καθώς εἶναι γνωστόν, ἡ ἁπλή ἱστορική καί τυπική ὕπαρξη µιᾶς διαδοχῆς ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως σήµερα καί ἡ ἁπλή ἐκφώνηση µιᾶς φόρµουλας τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν ἐπικυρώνει τά «µυστήρια» τῶν αἱρετικῶν.
ιζ΄. Τήν αἵρεση, κατά τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες νά εἶναι ἐπίκαιροι στίς ἡµέρες µας, ἡ ὁποία (αἵρεση) ἀρνεῖται στήν οὐσία τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος στούς Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρες τῶν Ἁγίων καί Οἰκουµενικῶν Συνόδων καί, ἀκολούθως, τήν ἴδια τήν συνέχεια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου θεσµοῦ.
ιη΄. Τήν αἵρεση, ἡ ὁποία ἰσχυρίζεται ὅτι δέν γνωρίζουµε ποιά εἶναι τά ὅρια µεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς αἱρέσεως, σύµφωνα µέ τήν ὁποία ὅλη ἡ ἀνθρωπότης εἶναι ἐνσωµατωµένη σέ µία «ἀόρατη Ἐκκλησία». Κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἱστορική, ὁρατή Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέχει τήν ἀποστολική διαδοχή καί διατηρεῖ τήν Ὀρθή Πίστη, δηλ. τά δόγµατα, τά ὁποία διατυπώθηκαν στίς Ἅγιες καί Οἰκουµενικές Συνόδους, καί τά ἀναθέµατα, πού ὁριοθετοῦν τήν δογµατική Ἀλήθεια ἀπό τό αἱρετικό ψέµα, καί τήν µεταδίδει ἕως συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη.
ιθ΄. Τήν αἵρεση, σύµφωνα µέ τήν ὁποία καί οἱ αἱρετικοί ἐνσωµατώνονται κατά κάποιο τρόπο στήν Ἐκκλησία.
κ΄. Τήν ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία ὁ ἀριθµός τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ τό κριτήριο τῆς Ἀληθοῦς Ἐκκλησίας. Σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τό κριτήριο τῆς Ἀληθοῦς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀναλλοίωτη διατήρηση τῆς ἀποκαλυπτικῆς Ἀληθείας.
κα΄. Τήν µετατροπή τῆς οἰκονοµίας σέ δόγµα καί κανόνα. Σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ οἰκονοµία εἶναι ἡ πρός καιρόν παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια, τόν κανόνα τῆς πίστεως, λόγω τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναµιῶν σέ ἐξαιρετικές περιστάσεις, ἔχοντας ὡς σκοπό τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων στήν ὀρθή πίστη, παρά τά ἀντικειµενικά ἐµπόδια. Ἡ οἰκονοµία ἐφαρµόζεται µόνο σέ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, προκειµένου νά ἐκπληρωθεῖ ἕνας καλός σκοπός σέ δυσµενεῖς καταστάσεις. Ἐφόσον, ὅµως, ἐκλείψουν οἱ ἐξαιρετικές περιστάσεις, ἡ συνέχιση τῆς ἐφαρµογῆς τῆς οἰκονοµίας διασαλεύει καί καταστρατηγεῖ τήν κανονική τάξη, καί µ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν συνιστᾶ σοφή προσαρµογή, ἀλλά περιφρόνηση τῶν ἱερῶν θεσµῶν, καί ἑποµένως ὁδηγεῖ στήν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδοξίας.
κβ΄. Τούς λεγοµένους «µικτούς γάµους» µεταξύ ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, ἐπειδή δέν δύνανται νά ἑνωθοῦν τά ἀντίθετα, δεδοµένου ὅτι ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ µυστηρίου τοῦ Γάµου εἶναι ἡ κοινή ὀρθόδοξη πίστη τῶν ὑποψηφίων νεονύµφων, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νά εἶναι βαπτισµένοι κλπ.
Τό µυστήριο τοῦ Γάµου εἶναι τό µυστήριο τῆς ἀγάπης καί τῆς ἑνώσεως βάσει τῆς ὀρθῆς πίστεως. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἰσχύσει τό µυστήριο µόνο γιά ἕνα µέλος τοῦ ζευγαριοῦ, δηλ. γιά τό ὀρθόδοξο. Γι’αὐτόν τόν λόγο, ὁ µικτός γάµος καθίσταται ἄκυρος καί ἀνυπόστατος καί συνάµα συνιστᾶ συµπροσευχή µέ τούς ἑτεροδόξους.
κγ΄. Τήν ἀπάρνηση τῆς ἰσότητος τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σύµφωνα µέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τά ὑποστατικά ἰδιώµατα, δηλ. τό ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γενητός καί τό Ἅγιον Πνεῦµα ἐκπορευτό, ἀποδεικνύει τόν τρόπο ὑπάρξεως κάθε Προσώπου. Ταυτοχρόνως τά Πρόσωπα εἶναι ἰσοδύναµα σέ δόξα καί λατρεία, ἔχοντας τήν ἴδια οὐσία.
κδ΄. Τήν αἵρεση, σύµφωνα µέ τήν ὁποία ὁ ἑκάστοτε Οἰκουµενικός Πατριάρχης εἶναι πρῶτος ἄνευ ἴσου. Αὐτή ἡ αἵρεση ἔχει ὡς βάση τήν αἵρεση, πού ἀρνεῖται τήν ἰσότητα τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουµενική, καί ὄχι οἰκουµενιστική, καί γι’ αὐτόν τόν λόγο περιµένουµε ἀπό τά µέλη της νά ἐφαρµόζουν καί νά κηρύττουν τήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλη τήν κτίση, φέρνοντας πολλούς ἀνθρώπους στήν Κιβωτό τῆς Σωτηρίας, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καθῶς ὀµολογοῦµε στό Σύµβολο τῆς Πίστεως Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀποστασιοποιούµαστε ἀπό τίς θέσεις ὅλων ἐκείνων, πού διδάσκουν καί ἐφαρµόζουν τίς προαναφερθεῖσες αἱρέσεις, εἴτε διατυπωµένες σέ πανορθόδοξες καί τοπικές συνόδους, εἴτε διακηρυγµένες ἀπό πατριάρχες, ἱεράρχες, ἱερεῖς, διακόνους, ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες, µοναχούς, µοναχές ἤ ἁπλούς πιστούς.
Ὁ Σωτήρ Ἰησοῦς Χριστός µᾶς παροτρύνει νά ἐπιπλήττουµε τούς ἀδελφούς µας, µέ στόχο τήν ἐπανόρθωσή τους, καί ὑποδεικνύει τό καθῆκον τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως νά συνεχίσει τίς ἐπιπλήξεις, ὅταν χρειαστεῖ: «Ἐὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου∙ ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου∙ ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα»6.
Ὁ οε΄ (75ος) Ἀποστολικός Κανών δέν κάνει καµιά διαφοροποίηση µεταξύ λαϊκῶν καί κληρικῶν, ὅταν πρόκειται γιά µάρτυρες τῶν ἐκτροπῶν τοῦ ἐπισκόπου: «Εἰς μαρτυρίαν τήν κατά Ἐπισκόπου, αἱρετικόν μή προσδέχεσθαι, ἀλλά μηδέ πιστόν ἕνα μόνον∙ ἐπί στόματος γάρ δύω ἤ τριῶν μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ρῆμα»7. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος τονίζει ὅτι ὑπάρχει ὑποχρέωση τῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπιπλήττουν τόν κλῆρο, πού διδάσκει ἀνορθόδοξα: «Πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στούς διδασκάλους καἰ ἱερείς καί νά μήν τούς κατακρίνουμε, ἀκόμα κί ἄν ἔχουν ἀσεβή ζωή∙ ἄν ὅμως ἡ πίστη τους εἶναι λανθασμένη, τότε ὄχι μόνο δέν πρέπει νά τούς ὑπακούσουμε, ἀλλά καί νά φύγουμε ἀπ’ αὐτούς καί νά τούς κατακρίνουμε»8.
Γι’αὐτό ἀποστασιοποιούµαστε ἀπό τίς θέσεις τους καί, προσευχόµενοι στόν Ἀγαθό Θεό µέ πόνο καί µέ τήν ἐλπίδα ἐπανορθώσεώς τους, ἐπιπλήττουµε:
● τούς ἐκπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι κάνουν δογµατικούς συµβιβασµούς καί ὑποστηρίζουν ἐκκλησιολογικές αἱρέσεις στόν διαχριστιανικό καί διαθρησκευτικό διάλογο,
● τόν Παναγιώτατο Οἰκουµενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολοµαῖο Α΄, ὁ ὁποῖος συµπροσευχήθηκε µέ τόν αἱρεσιάρχη «πάπα» Φραγκίσκο Α΄ στόν Πανάγιο Τάφο, στή Ρώµη καί στό Φανάρι, ποδοπατώντας τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν µέ τό ἐπιτίµιο τῆς καθαιρέσεως τίς συµπροσευχές µέ τούς ἑτεροδόξους,
● τούς Ἱεράρχες διαφόρων τοπικῶν συνόδων, µεταξύ τῶν ὁποίων καί τούς ἱεράρχες, πού ἐστάλησαν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Ρουµανικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, γιά νά συγχαροῦν τόν αἱρεσιάρχη «πάπα» Φραγκίσκο Α΄ στήν ἐνθρόνισή του ὡς ἡγέτου τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί τῆς παπικῆς αἱρέσεως.
Ἐπιπλήττουµε, ἐπίσης, καί
● τίς ἐκκλησιαστικές συνόδους, πού στάλθηκαν νά συµµετάσχουν σέ µιά τέτοια ἐπαίσχυντη ἐκδήλωση.
● τούς ἱεράρχες, ἱερεῖς, διακόνους, ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες, µοναχούς, µοναχές καί πιστούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι συµµετεῖχαν σέ συγκρητιστικές διαθρησκευτικές καί διαχριστιανικές συναντήσεις καί ἔκαναν συγκρητιστικές συµβολικές πράξεις καί συµπροσευχές µέ τούς αἱρετικούς καί κοινώνησαν µαζί τους.
● ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑποστηρίζουν ὅτι στήν Ρουµανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει πλέον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ἐπειδή κάποια µέλη της ἔπεσαν στήν οἰκουµενιστική πλάνη, σά νά ἀποσύρθηκε αὐτοµάτως ἡ Χάρις ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἴµαστε ἐµεῖς οἱ σωτῆρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία σώζει ἐµᾶς.
Ἀποστασιοποιούµαστε ἀπό τήν ἐπαίσχυντη ἐνέργεια τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου νά προσκαλέσει στό Φανάρι τόν ψευδεπίσκοπο τῆς Ρώµης, Βενέδικτο ΙΣΤ΄, τό 2006, ἀλλά καί τόν ψευδεπίσκοπο Φραγκίσκο Α΄, τό 2014.
Ἀποστασιοποιούµαστε, ἐπίσης, καί ἀπό τήν µνηµόνευση τοῦ «πάπα» Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στήν αἴτηση «Ὑπέρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου…» τῶν εἰρηνικῶν.
Ἀποστασιοποιούµαστε, παραλλήλως, ἀπό τίς ψευδευλογίες, τίς ὁποῖες ἔδωσε ὁ «πάπας» Βενέδικτος ΙΣΤ΄ στήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου µεγαλοµάρτυρος Γεωργίου στό Φανάρι καί ἀπό τήν ἐκφώνηση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς ἀπ’τόν ἴδιο.
Ἀποστασιοποιούµαστε, ταυτοχρόνως, καί ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολοµαίου Α΄ νά προσκαλέσει στά Ἱεροσόλυµα τόν ψευδεπίσκοπο τῆς Ρώµης, Φραγκίσκο Α΄, γιά νά ἑορτάσουν µαζί τήν ψευδή ἄρση τῶν ἀναθεµάτων, πού ἀπαγγέλθηκαν τό 1054, καθώς καί ἀπό ὅλες τίς ἐνέργειες ὑπέρ τῆς ψευδοενώσεως µέ τήν αἱρετική παπωσύνη.
Δηλώνουµε δηµόσια ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι κάνουν δογµατικούς συµβιβασµούς καί λειτουργικές πράξεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκπροσωποῦν µόνο τόν ἑαυτό τους καί ὄχι ἐµᾶς, τούς πιστούς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τό πλήρωµά της.
Δηλώνουµε, ἐπίσης, ὅτι ἀποστασιοποιούµαστε ἀπό ὅλες τίς οἰκουµενιστικές καί συγκρητιστικές ἐνέργειές τους καί περιµένουµε νά δηλώσουν δηµόσια µετάνοια, ἐπειδή καί ἡ αἱρετική καί ἑτερόδοξή τους ἐνέργεια ἔγινε δηµόσια.
Σέ µία ζῶσα Ἐκκλησία, ὅταν ἕνας ἐπίσκοπος διδάσκει µιά διδασκαλία ἀλλότρια ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ ἱερεῖς ἐκείνης τῆς ἐπαρχίας ἔχουν τήν δυνατότητα νά διακόψουν τήν µνηµόνευση τοῦ ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος διδάσκει δηµόσια καί γυµνῇ τῇ κεφαλῇ τήν αἵρεση, ἕως ὅτου θά κριθεῖ ἀπό τήν Σύνοδο, σύµφωνα µέ τόν ιε΄ Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως9. Γι’αὐτό, ἐµεῖς, κλῆρος καί λαός, διά τῆς παρούσης ὁµολογίας, ἐπιπλήττουµε τούς πατριάρχες, τούς ἐπισκόπους καί τούς πιστούς, πού διδάσκουν τήν αἵρεση, µέ πόνο καί µέ ἐλπίδα ἐπανορθώσεώς τους, γιά τήν ὁποία προσευχόµαστε στόν Ἀγαθό Θεό. Ἐπίσης, ἐπιπλήττουµε καί ἐκείνους, πού δέν προσπαθοῦν νά διορθώσουν τούς ἀδελφούς τους, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν στήν οἰκουµενιστική πλάνη, υἱοθετώντας µιά παθητική, ἐφησυχαστική καί σιωπηλή στάση, τήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς βλέπει ὡς τό τρίτο εἶδος ἀθεΐας, µετά τόν ἀθεϊσµό καί τήν αἵρεση.
Εὐχόµαστε ὑπέρ τῆς παρά τοῦ ἐν Τριάδι δοξαζοµένου καί προσκυνουµένου Θεοῦ βοηθείας!
Ἀµήν.
Ἐάν συµφωνεῖτε µέ τίς θέσεις τοῦ κειµένου τῆς ὁµολογίας, ἀποστείλατε τό ἐπώνυµο, τό ὄνοµα, τήν περιοχή καί τό λειτούργηµα / ἐπάγγελµά σας στό e-mail: synaxisorthkm@gmail.com
Κάθε κληρικός καί λαϊκός, πού ὑπογράφει τήν παροῦσα ὁµολογία, τήν ἀναλαµβάνει καί ὡς προσωπική του οµολογία.
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν
Ἀρχιµ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου
Ἀρχιµ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Ἀρχιµ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος, Ἄνω Γατζέας Βόλου
Γέρων Εὐστράτιος Ἱεροµόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Δηµήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος)
1. Ἰω. 17, 17 «Ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι».
2. Ρωμ. 12, 4-6.
3. Α΄ Κορ. 12, 21-22.
4. Α΄ Κορ. 12, 26-27.
5. Ἰω. 15, 26.
6. Ματθ. 18, 15-17.
7. ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΓΑΠΙΟΣ – ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Α. ΣΤ. Γεωργίου, Ἀθήνα 1886, σ. 91
8. Β΄ ὁμιλία στήν Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολή.
9. «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι∙ τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέ δρων, και σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων.
Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τι να παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κε φαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχί ζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
http://www.hristospanagia.gr/?p=42270
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.