Αλληλεπίδραση: κατάσταση κατά την οποία ο χρήστης βρίσκεται σε συνεχή, άμεση και αμφίδρομη επικοινωνία µε ένα σύστημα όπου μετασχηματίζει και δρα στις διαθέσιμες πληροφορίες.
Ανακαλυπτική μάθηση: εκπαιδευτική στρατηγική κατά την oι μαθητές ανακαλύπτουν τη γνώση (κανόνες, αρχές, ανάπτυξη δεξιοτήτων) μέσα από ανακαλυπτικές διαδικασίες – με το πείραμα, τη δοκιμή, την επαλήθευση ή τη διάψευση. Απορρέει από πειραματισμό και πρακτική. (J. Bruner)
Αναπαράσταση της γνώσης: Κατά τον Bruner υπάρχουν τρεις τρόποι αναπαράστασης της γνώσης και αντιστοίχως τρεις τρόποι μάθησης, οι οποίοι ακολουθούν μια εξελικτική σειρά, α) ο πραξιακός, β) ο εικονικός και γ) ο συμβολικός. Οι άνθρωποι δηλ. μαθαίνουν και μπορούν να γνωρίσουν τον κόσμο α) με την πράξη, β) με την εικόνα και γ)με συμβολικά μέσα και κυρίως με τη γλώσσα.
Αναστοχασμός: Η ενέργεια κατά τη οποία ο μαθητής ξανασκέφτεται πάνω στη διαδικασία επίλυσης ενός προβλήματος.
Ανθρωπιστική προσέγγιση μάθησης: περιέχει δύο βασικές αρχές: α) την αναγνώριση της μοναδικότητας και της ατομικότητας και της διαφορετικότητας κάθε μαθητή και β) την εφαρμογή της μαθητοκεντρικής διδασκαλίας την αποφυγή του μηχανιστικού τρόπου προσέγγισης της διδασκαλίας και της μάθησης .
Ανοιχτή εκπαίδευση – Ανοιχτή τάξη: Βασικοί σκοποί της ανοιχτής εκπαίδευσης είναι: προσωπική ανάπτυξη, κριτική σκέψη, συνεργασία, διάθεση για δια βίου εκπαίδευση. Το σημαντικότερο πρόσωπο είναι ο μαθητής και όχι ο εκπαιδευτικός. Η ανοιχτή τάξη δεν προσκολλάται και δεν ακολουθεί υποχρεωτικά το ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα.
Αυτορυθμιζόμενη μάθηση: είναι η χρήση των δεξιοτήτων αυτο-ελέγχου στις νέες καταστάσεις. Προκύπτει ως προϊόν αλληλεπιδράσεων μεταξύ τριών παραγόντων: α) των προσωπικών χαρακτηριστικών, β) της συμπεριφοράς και γ) του κοινωνικού περιβάλλοντος. Ξεκινά αρχικά από την παρατήρηση του προτύπου, ακολουθεί τη μίμηση του προτύπου για να καταλήξει στον αυτο-έλεγχο και την τελική προσαρμογή της επιδεικνυόμενης δεξιότητας στις νέες συνθήκες, που είναι και το τελικό ζητούμενο της αυτο-ρυθμιζόμενης μάθησης.
Γλωσσάρι: σύντοµος κατάλογος όρων εξειδικευμένης θεματολογίας ή κλάδου µε συνοδευτικούς προσδιορισμούς.
Γνωστικές δομές: Βασικές ενότητες γνώσης μέσω των οποίων ταξινομούνται και διευθετούνται προηγούμενες εμπειρίες, ενώ παράλληλα προετοιμάζουν το πλαίσιο κατανόησης μελλοντικών εμπειριών. (σχήματα – Piaget)
Δασκαλοκεντρικές μορφές διδασκαλίας: Πρόκειται για μορφές διδασκαλίας κατά τις οποίες την πρωτοβουλία δράσης έχει ο εκπαιδευτικός, ενώ ο ρόλος των μαθητών εξαντλείται στην προσεκτική παρακολούθηση και την ακριβή καταγραφή στη μνήμη τους των στοιχείων τα οποία παρουσιάζει ο εκπαιδευτικός.
Διαδραστικότητα ή αλληλεπιδραστικότητα ή διαλογικότητα)(interactivity): η ιδιότητα κάποιων πληροφορικών συστημάτων να «απαντούν» στο χρήστη μέσω ενός πεδίου επιλογών. Ο χρήστης μπορεί να ελέγχει την ανάκτηση, την επεξεργασία και την εμφάνιση της πληροφορίας. Η ροή της πληροφορίας ανάμεσα στο χρήστη και στο πληροφορικό σύστημα πραγματοποιείται αμφίδρομα δίνοντας έτσι τη δυνατότητα του «διαλόγου» και της ανατροφοδότησης.
Διαθεματική προσέγγιση: μελέτη μιας έννοιας υπό το πρίσμα διαφορετικών γνωστικών αντικείμενων /επιστημών, συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση της έννοιας, ενισχύει την ανάπτυξη κριτικής, αναλυτικής και συνθετικής σκέψης.
Διδακτικό σενάριο: Περιγραφή μιας διδασκαλίας με εστιασμένο γνωστικό-ά αντικείμενο-α, συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς στόχους, διδακτικές αρχές και σχολικές πρακτικές. Ένα διδακτικό σενάριο μπορεί να έχει διάρκεια περισσότερων από μιας διδακτικών ωρών.
Διεπιφάνεια: το μέρος του συστήματος με το οποίο ο χρήστης έρχεται σε επαφή φυσικά, αντιληπτικά και γνωστικά. Αποτελείται από γλώσσα εισόδου, εξόδου και πρωτόκολλο αλληλεπίδρασης.
Διερευνητική μάθηση: εκπαιδευτική στρατηγική κατά την οποία ο στόχος του μαθητή είναι να ανακαλύψει σχέσεις ανάμεσα σε έννοιες και γεγονότα μέσα από κατάλληλα σχεδιασμένα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα. Οι μαθητές μέσα από κατάλληλα σχεδιασμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες εκθέτουν τα δικά τους ερωτήματα, διατυπώνουν υποθέσεις και κατόπιν αναζητούν πληροφορίες και κάνουν πειράματα ή παρατηρήσεις ώστε να ελέγξουν τις αρχικές υποθέσεις τους. Έτσι οδηγούνται στην απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων, μέσω μιας διερευνητικής διαδικασίας.
Δραστηριότητα: εργαλείο διδασκαλίας και μάθησης που βοηθά στην εισαγωγή εννοιών, στην αναγνώριση ιδιοτήτων και δομών, στη μοντελοποίηση καταστάσεων και στη διερεύνηση.
Επεξεργασία πληροφοριών: Γνωστική θεωρία της μάθησης, η οποία μελετάει τον τρόπο με τον οποίον η γνώση εισέρχεται, αποθηκεύεται και ανακαλείται από τη μνήμη.
Εποικοδομισμός ή οικοδομισμός: (J. Piaget): Θεωρεί ότι η ανάπτυξη της λογικής και επιστημονικής σκέψης του παιδιού είναι μια εξελικτική διαδικασία με διάφορα στάδια. Βασικές έννοιες αυτής της θεωρίας, αποτελούν η αφομοίωση, η συμμόρφωση, η προσαρμογή και το σχήμα. Η αφομοίωση είναι η ενέργεια του οργανισμού να ενσωματώσει μια νέα κατάσταση σε αυτά που ήδη γνωρίζει. Η συμμόρφωση είναι η ενέργεια του οργανισμού για την επίτευξη ενός σκοπού σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Η προσαρμογή είναι βιολογική αρχή και είναι η συνισταμένη της αφομοίωσης – συμμόρφωσης. Το σχήμα αποτελεί την μονάδα μάθησης: η προσαρμογή με τη χρησιμοποίηση της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης ύστερα από μια σειρά δραστηριοτήτων.
Καθοδηγούμενη ανακάλυψη: Ένας πολύ ευρύς όρος, ο οποίος περιλαμβάνει μεθόδους και πρακτικές διδασκαλίας, οι οποίες έχουν ως κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση ευκαιριών στον μαθητή να χειρίζεται αντικείμενα αυτενεργώντας και να εμπλέκεται με δραστηριότητες οι οποίες τον ενθαρρύνουν να ερευνά , να αναλύει και γενικώς να επεξεργάζεται ερεθίσματα και πληροφορίες και όχι απλώς να αντιδρά σε αυτά.
Κονστρακτιονισμός ή κατασκευαστική Θεωρία (constructionism) (S. Papert): Η μάθηση είναι αποτελεσματική όταν ο μαθητής πειραματίζεται κατασκευάζοντας ένα προϊόν που έχει νόημα για τον ίδιο. Οι κονστρακτιονιστές πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα και επιδιώκουν να δημιουργήσουν περιβάλλοντα όπου τα παιδιά παίζουν και χειρίζονται αντικείμενα και μπορούν, συνεπώς, να συνεχίσουν να μαθαίνουν νέους συλλογισμούς με φυσικό τρόπο και πέρα από την καθιερωμένη εκπαίδευση. Η γλώσσα προγραμματισμού LOGO και οι «μικρόκοσμοι» σχετίζονται άμεσα με τα παραπάνω.
Κονστρουκτιβισμός (Constructivism): Η μάθηση είναι μία υποκειμενική και εσωτερική διαδικασία οικοδόμησης νοημάτων και θεωρείται το αποτέλεσμα οργάνωσης και προσαρμογής των νέων πληροφοριών σε ήδη υπάρχουσες γνώσεις. Αναγνωρίζει δηλαδή ότι τα παιδιά, πριν ακόμα πάνε στο σχολείο, διαθέτουν γνώσεις και το σχολείο πρέπει να βοηθήσει να οικοδομηθούν νέες γνώσεις πάνω σε αυτές που ήδη κατέχουν. Κεντρικούς ρόλους έχουν : α) ο μαθητής, που αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση της γνώσης του, β) η προηγούμενη γνώση του μαθητή η οποία θα πρέπει να τροποποιηθεί και να επεκταθεί ως αποτέλεσμα της μάθησης, γ) ο δάσκαλος που αναλαμβάνει έναν υποστηρικτικό- συμβουλευτικό ρόλο στη δραστηριότητα των μαθητών. Βασική αρχή: η μάθηση συνίσταται στην τροποποίηση των γνώσεων.
Λογικομαθηματική σκέψη: Η ικανότητα του ατόμου να αποδίδει στον κόσμο ιδιότητες τις οποίες το ίδιο διαπιστώνει ή «κατασκευάζει». Με τον τρόπο αυτό σχηματίζει έννοιες, κατανοεί σχέσεις, κάνει συλλογισμούς κλπ.
Μέθοδος διδασκαλίας: πρότυπο οργάνωσης του μαθήματος και συμπεριφοράς του εκπαιδευτικού.
Μεταγνώση: είναι η σκέψη σχετικά με τη σκέψη, η γνώση σχετικά με την άγνοια ή την επίγνωση του ίδιου του ατόμου, με βασικές στρατηγικές τη σύνδεση της νέας πληροφορίας με την προϋπάρχουσα γνώση , καθώς επίσης τον σχεδιασμό, έλεγχο και εκτίμηση της διαδικασίας της σκέψης. Κύριο χαρακτηριστικό των μεταγνωστικών δεξιοτήτων είναι η συμβολή τους στην αυτοεπίγνωση του ατόμου. Γενικότερα, κάθε είδους στρατηγική που χρησιμοποιεί το άτομο ”κατά βούληση” και η ενεργητική του στάση στην αντιμετώπιση προβλημάτων, μπορεί να ονομαστεί μεταγνωστική στρατηγική.
Μικρόκοσμος: ένα σύνολο συγκεκριμένων και αφηρημένων αντικειμένων και σχέσεων καθώς και ένα σύνολο λειτουργιών που επιδρούν πάνω στα αντικείμενα, τροποποιώντας τις σχέσεις τους και δημιουργώντας νέα αντικείμενα. Πρόκειται για τεχνολογικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό οπτικοποίησης, κατάλληλο για επίλυση ανοιχτών προβλημάτων.
Η έννοια του μικρόκοσμου χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Papert (1980). Ένας μικρόκοσμος βασικά αποτελεί ένα εννοιολογικό χώρο ο οποίος αποτελείται από τις ακόλουθες αλληλοσχετιζόμενες ουσιαστικές δυνατότητες: 1) ‘Ένα σύνολο από βασικά αντικείμενα, στοιχειώδεις λειτουργίες που μπορούν να επιδράσουν σε αυτά τα αντικείμενα και κανόνες που εκφράζουν τους τρόπους με τους οποίους οι κανόνες επιδρούν σε αυτά τα αντικείμενα. 2) Ένα φαινομενολογικό χώρο ο οποίος συνδέει αντικείμενα και ενέργειες των εννοιολογικών αντικειμένων με τα φαινόμενα στην οθόνη του υπολογιστή. Επιπλέον, ένας μικρόκοσμος παρέχει τη δυνατότητα σύνδεσης των αντικειμένων αυτών με κάποιες σχέσεις. Η δυνατότητα δημιουργίας νέων λειτουργιών από το συνδυασμό ήδη υπαρχόντων ενυπάρχει επίσης στον ορισμό του μικρόκοσμου. Από αυτή την άποψη μπορεί κανείς να πει ότι ο μικρόκοσμος αναπτύσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη της γνώσης του μαθητή. Ένας μικρόκοσμος παρέχει τη δυνατότητα στο μαθητή να διερευνά ταυτόχρονα τη δομή των αντικειμένων με τα οποία αλληλεπιδρά, τις σχέσεις τους και την αναπαράσταση από την οποία έχουν δημιουργηθεί.
Μικροπείραμα: πείραμα που γίνεται με τη βοήθεια ψηφιακών εργαλείων και συνδέεται είτε με ορισμούς και ιδιότητες είτε με δραστηριότητες και ασκήσεις. Τα μικροπειράματα εμπεριέχουν διασυνδεδεμένες αναπαραστάσεις και η βασική χρήση τους από μαθητές προβλέπει δυναμικό χειρισμό αντικειμένων ώστε συμπεριφορές, σχέσεις και ιδιότητες να γίνονται αντικείμενο προβληματισμού, διερεύνησης και διαπραγμάτευσης (τι μένει σταθερό και τι αλλάζει, καθώς μετεξελίσσονται τα αντικείμενα).
Μοντέλα: συμβολικά κατασκευάσματα που μιμούνται την πραγματικότητα.
Μοντέλο διδασκαλίας: διδακτική πρόταση -περιλαμβάνει ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συγκεκριμένες διδακτικές διαδικασίες -προσδιορίζει τρόπο οργάνωσης τάξης.
Μορφές διδασκαλίας: Κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες: α) δασκαλοκεντρικές, β) μαθητοκεντρικές, γ) μεικτές και δ) ομαδοκεντρικές.
Νόμοι της μάθησης: Η σύνοψη των πορισμάτων των ερευνών του Thorndίke. Κυριότεροι: α) Ο νόμος της ετοιμότητας (για κάθε μάθηση πρέπει να υπάρχουν κίνητρα). β) Ο νόμος του αποτελέσματος. Μια σύνδεση ανάμεσα σε ένα ερέθισμα και στο αποτέλεσμα που προκαλεί ενισχύεται και σταθεροποιείται, όταν το αποτέλεσμα είναι ευχάριστο και αντίθετα εξασθενεί, όταν το αποτέλεσμα είναι δυσάρεστο. γ) Ο νόμος της άσκησης. Μια σύνδεση ανάμεσα σε ένα ερέθισμα και μια αντίδραση ενισχύεται και σταθεροποιείται με την άσκηση και την επανάληψη.
Πολυμέσα: η συγκέντρωση σε ένα μέσο πολλών μορφών πληροφορίας. Κάθε λογισμικό που συμπεριλαμβάνει ήχο, γραφικά, εικόνες, βίντεο, κείμενο – υπερκείμενο.
Προσομοίωση: τεχνική μίμηση συμπεριφοράς ενός συστήματος από άλλο σύστημα. Στην εκπαίδευση ένα μοντέλο φαινομένου ή μιας δραστηριότητας με το οποίο οι χρήστες μαθαίνουν μέσω αλληλεπίδρασης.
Σπειροειδές πρόγραμμα: Σύμφωνα με την ιδέα του σπειροειδούς προγράμματος, οι έννοιες πρέπει πρώτα να διδάσκονται στα παιδιά με έναν απλό τρόπο, ώστε να τις κατανοούν και να παρουσιάζονται με έναν πιο σύνθετο τρόπο, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν. Στηρίζεται στη ριζοσπαστική του άποψη του Bruner πως οποιοδήποτε αντικείμενο είναι δυνατόν να διδαχθεί σε οποιονδήποτε μαθητή με έναν τρόπο κατάλληλο για το επίπεδο της κατανόησής του.
Στρατηγική διδασκαλίας: επιμελώς σχεδιασμένη ακολουθία σύνθετων αλλά εναρμονισμένων μεταξύ τους διδακτικών ενεργειών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μέσα στην τάξη κατά την ώρα του μαθήματος στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού και μαθητών και της επαφής των τελευταίων με το αντικείμενο διδασκαλίας.
Στρατηγική ένταξης σε μια γνωστή συσχέτιση: Ο εκπαιδευτικός πρέπει να φροντίζει, ώστε τα νέα περιεχόμενα διδασκαλίας να εντάσσονται σε ευρύτερα πλαίσια, τα οποία σχετίζονται με αυτά.
Συμμόρφωση : Τροποποίηση των υπαρχόντων γνωστικών σχημάτων, ώστε να ενσωματωθούν τα νέα ερεθίσματα στις υπάρχουσες γνωστικές δομές του ατόμου.
Συνεργατική μάθηση: διδακτική στρατηγική κατά την οποία μαθητές εργαζόμενοι σε μικρές ομάδες επιτυγχάνουν ένα κοινό μαθησιακό στόχο. Μπορεί να βοηθήσει στην ουσιαστική αποδέσμευση και απεξάρτηση του μαθητή απ’ το δάσκαλο.
Συνθετική εργασία: εργασία που δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να ασχοληθούν με μια πιο εκτεταμένη δραστηριότητα που συνδέεται με άλλα μαθησιακά διδακτικά αντικείμενα, καθώς και με καταστάσεις της πραγματικής ζωής. Στο επίκεντρο κάθε συνθετικής εργασίας βρίσκεται η συνεργασία μεταξύ των μαθητών (συχνά σε ομάδες) για τη διερεύνηση ενός θέματος ή για τη λύση ενός προβλήματος και μπορεί να περιέχει την αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων.
Τροχιά Μάθησης και Διδασκαλίας: η εξελικτική πορεία μάθησης και ανάπτυξης των νοημάτων ενός αντικειμένου (μαθήματος) κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Μια Τροχιά Μάθησης και Διδασκαλίας αποτυπώνει μια συνολική θέαση της μαθησιακής εμπειρίας των μαθητών σε μια συγκεκριμένη έννοια και υποδεικνύει τους εκάστοτε στόχους μάθησης, την αφετηρία εκκίνησης, πώς και πού μετακινείσαι κάθε φορά και πώς επιτυγχάνεις, τελικά, το στόχο μάθησης που είχε αρχικά τεθεί. Όταν οι εκπαιδευτικοί κατανοούν αυτήν την πορεία και τους βασικούς σταθμούς της και οργανώνουν τη δραστηριοποίηση των παιδιών με αναφορά σε αυτήν, μπορούν να δημιουργήσουν αποτελεσματικά περιβάλλοντα μάθησης.
Υπερκείμενο: αρχείο κειμένου οργανωμένου με μη γραμμική μορφή ή διαφορετικά, εδάφια κειμένου που ενώνονται με συνδέσμους οι οποίοι προσφέρουν στον αναγνώστη τη δυνατότητα διαφορετικών διαδρομών ανάγνωσης.
Υπερμέσα: πληροφοριακό σύστημα με μη γραμμική, υπερκειμενική οργάνωση, που απαρτίζεται από πολυμεσικές μονάδες (εικόνες, ήχο, βίντεο) και ελέγχεται διαδραστικά από τον χρήστη.
e-Learning: Όρος που καλύπτει µια ευρεία ομάδα εφαρμογών και διαδικασιών όπως μάθηση µέσω του Web, μάθηση µέσω του υπολογιστή, εικονικές τάξεις και ψηφιακή συνεργασία. Περιλαμβάνει διανοµή περιεχομένου µέσω Internet, µέσω ήχου και βίντεο, µέσω δορυφορικής εκπομπής, διαδραστικής τηλεόρασης, CD-ROM κ.α.
e-portfolio: είναι ένα σύστηµα διαχείρισης πληροφοριών που βασίζεται στις ΤΠΕ. Ο µαθητής συλλέγει και οργανώνει ψηφιακά τα αντικείµενα της εργασίας του. Παραδείγµατα αντικειµένων είναι: έγγραφα, φωτογραφίες, βίντεο, παρουσιάσεις κλπ. Oι Wall et al.(2006) περιγράφουν τον ψηφιακό φάκελο του μαθητή ως: 1) επιλεγμένες και δομημένες συλλογές πληροφοριών, 2) που συγκεντρώθηκαν για ειδικούς σκοπούς και για να παρουσιάσουν/αποδείξουν κάποιου τις επιτεύξεις και την ανάπτυξη, 3) που αποθηκεύτηκαν ψηφιακά και που οργανώθηκαν με το κατάλληλο λογισμικό, 4) που αναπτύχθηκαν με τη χρήση κατάλληλων πολυμέσων και συνήθως μέσα σ’ ένα δικτυακό περιβάλλον και 5) που ανακτήθηκαν από μια ιστοσελίδα, ή που επιδόθηκαν με CD-ROM.
Projects: Σχέδια συνεργατικής έρευνας. Δεν αποτελούν μεθόδους διδασκαλίας, μολονότι οδηγούν σε αποτελέσματα μάθησης και μάλιστα πολύ πιο εντυπωσιακά από όλες σχεδόν τις άλλες μεθόδους διδασκαλίας. Διδασκαλία με διάρκεια μεγαλύτερη από μια διδακτική ώρα, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή ενός διδακτικού «προϊόντος».
Τask analysis: Ανάλυση έργου, η οποία αποτελεί συνήθη πρακτική στην εκπαίδευση. Βασίζεται στη γενική αρχή ότι απλές δραστηριότητες είναι ευκολότερο αντικείμενο μάθησης από σύνθετες. Η κεντρική ιδέα σχετίζεται με την κατάτμηση μίας δραστηριότητας σε επιμέρους έργα.
webquest: εκπαιδευτική δραστηριότητα κατά την οποία οι περισσότερες ή και όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για την επίλυση ενός προβλήματος ή για τη σύνθεση μιας γνωστικής ενότητας, προέρχονται από το Διαδίκτυο. Αποδίδεται επίσης με τον νεολογισμό «Ιστοεξερευνήσεις».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Επιμόρφωση Εκπαιδευτικών στη Χρήση και Αξιοποίηση των ΤΠΕ στην Εκπαιδευτική Διδακτική Διαδικασία. Επιμορφωτικό υλικό για την εκπαίδευση των επιμορφωτών στα ΠΑΚΕ. Τεύχος 1: Γενικό Μέρος. Πάτρα: ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ε.Α.Ι.Τ.Υ. (2007), Ζαγούρας Χ., Δαγδιλέλης Β., Κόμης Β., Κουτσογιάννης Δ., Κυνηγός Χ., Ψύλλος Δ.
2. Επιμορφωτικό Υλικό Γενικού Μέρους του Προγράμματος Σπουδών για την Εκπαίδευση των Επιμορφωτών. ΤΠΕ και θεωρίες μάθησης – Οι ΤΠΕ ως καινοτόμος δράση. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. (2007) Μακρή-Μπότσαρη Ε., Καλκάνης Γ,. Ψυχάρης Σ., Παρασκευά Φ., Ρετάλης Σ., Κυρκίνη Α., Περάκη Β., Κασιμάτη Κ.
3. Μαθηματικά στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσιο). Οδηγός για τον εκπαιδευτικό. «Εργαλεία Διδακτικών Προσεγγίσεων». Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. (2011)