Η μελέτη με τίτλο: «Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Επιπτώσεις της κρίσης και προκλήσεις», παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 2017 από τον ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών). Καταγράφει την επίδραση και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και αναλύει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση, προκειμένου να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός νέου παραγωγικού προτύπου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, που βασίζεται στη γνώση, τις υψηλές δεξιότητες, την επιχειρηματικότητα, και την καινοτομία.
Μερικά από τα κυριότερα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το ΙΟΒΕ, είναι (μεταξύ άλλων), πως αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των νεοεισερχόμενων φοιτητών, την στιγμή που μεγάλος αριθμός φοιτητών δεν ολοκληρώνει τις σπουδές.
Παράλληλα, έχει διπλασιαστεί ο αριθμός των διδακτορικών φοιτητών, ενώ υψηλότερο είναι το ποσοστό απασχόλησης σε όσους έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό.
Το χειρότερο όλων, είναι πως το 36% των πτυχιούχων είναι χωρίς δουλειά, ενώ όσοι εργάζονται αμείβονται με μισθούς πείνας.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΟΒΕ:
Ο αριθμός των νεοεισερχόμενων φοιτητών στα πανεπιστήμια συνέχισε να αυξάνεται και μετά την κρίση (αύξηση κατά 19% μεταξύ 2008-2015).
Με βάση τον αριθμό των φοιτητών, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πλέον ανοικτών συστημάτων ανώτατης εκπαίδευσης διεθνώς.
Ωστόσο, μεγάλος αριθμός φοιτητών δεν ολοκληρώνει έγκαιρα τις σπουδές του. Ενδεικτικά, σε 7 πανεπιστημιακά ιδρύματα, από όσους εισήχθησαν το 2004 μόνο το 68% του συνόλου είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του, 12 χρόνια αργότερα (το 2016).
Μετά την κρίση, το διδακτικό προσωπικό των πανεπιστημίων μειώθηκε κατά 19,2% συνολικά μεταξύ 2009-2015, ιδιαίτερα εξαιτίας της μεγάλης μείωσης του βοηθητικού εκπαιδευτικού προσωπικού (μείωση 49% έναντι 11% του τακτικού προσωπικού).
Από το 2005 στα ΤΕΙ, ο αριθμός των μεταπτυχιακών φοιτητών αυξήθηκε ραγδαία. Στα πανεπιστήμια, μεταξύ 2002-2015 τριπλασιάστηκαν, αν και ο ρυθμός αύξησης επιβραδύνθηκε μετά το 2008 (από 88% μεταξύ 2002-2007 σε 40% μεταξύ 2009-2015).
Ο αριθμός των διδακτορικών φοιτητών μεταξύ 2000-2015 διπλασιάστηκε, με μικρή αύξηση του ποσοστού των γυναικών. Ως προς τον αριθμό των υποψηφίων διδακτόρων στο πληθυσμό, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Ο ρυθμός αύξησης, όμως, επιβραδύνθηκε μετά την κρίση, καθώς από 51% μεταξύ 2000-2007 μειώθηκε σε 10% μεταξύ 2008-2015.
Η συνολική χρηματοδότηση έχει μειωθεί σημαντικά (24% μεταξύ 2010-2014), ύστερα από μια περίοδο μεγάλης αύξησης (150% μεταξύ 2001-2009). Η μείωση αυτή είναι μικρότερη της μείωσης του συνόλου της Γενικής Κυβέρνησης μετά το 2010 (31%) αλλά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μείωση του συνόλου της εκπαίδευσης (20%).
Ως ποσοστό του ΑΕΠ, η συνολική δαπάνη τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα κατατάσσεται, το 2015, ελαφρώς πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης (0,9% έναντι 0,7, και 0,8 αντίστοιχα), λόγω και της μεγάλης μείωσης του ΑΕΠ. Η δαπάνη όμως στο σύνολο της εκπαίδευσης, ως % του ΑΕΠ, στην Ελλάδα (4.3%) υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ-28 (4.9%) και της Ευρωζώνης (4,7%).
Οι ίδιοι πόροι των ιδρυμάτων του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, που προέρχονται κυρίως από τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητές τους, σημείωσαν σημαντική αύξηση (47% μεταξύ 2011 και 2015). Αντίθετα, σημαντικές ζημιές σημειώθηκαν στη διαχείριση της περιουσίας των ΑΕΙ.
Η Ελλάδα υστερεί από τον μέσο όρο της ΕΕ στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) (2% ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ιδιαίτερα σημαντική είναι η υστέρηση αυτών των δαπανών στον επιχειρηματικό τομέα (0,28% έναντι 1,3% του ΑΕΠ στην ΕΕ το 2014). Η υστέρηση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-28 περιορίζεται σε 0,10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ όταν η σύγκριση περιορίζεται στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Όσον αφορά τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, μετά από μια περίοδο συνεχούς αύξησής τους, παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου από το 2009 και πτώση από το 2013. Από την άλλη πλευρά, συνεχίζεται η άνοδος του αριθμού αναφορών (ταχύτερα από τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ), ενώ βελτιώνονται και οι επιδόσεις της χώρας σε όρους σχετικού δείκτη απήχησης, συγκλίνοντας με τις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Ορισμένα μόνο ελληνικά ΑΕΙ έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών στην ανώτατη εκπαίδευση (e-learning) ενώ ακόμα λιγότερο έχουν αξιοποιηθεί οι δυνατότητες των ανοικτών διαδικτυακών μαθημάτων (MOOCs) με πιστοποίηση της μάθησης.
Από τα 2,04 εκατ. πληθυσμό με τριτοβάθμια εκπαίδευση, το 63% (ή 1,3 εκατ. άτομα) εργάζονται, το 13% (ή 274 χιλ. άτομα) είναι άνεργοι και το υπόλοιπο 24% (ή 484 χιλ. άτομα) δεν είναι οικονομικά ενεργοί (αποτελούν δηλ. τους συνταξιούχους ή άτομα που δεν αναζητούν εργασία). Από τα 3,7 εκατ. εργαζομένους το 2016, οι 1,3 εκατ. (ή 35% του συνόλου) έχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακές σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ ίδιος σχεδόν είναι ο αριθμός των εργαζομένων με λυκειακή εκπαίδευση (1,28 εκατ. ή 34%).
Tο υψηλότερο ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας που απασχολείται) καταγράφεται στα άτομα με μεταπτυχιακές σπουδές ή διδακτορικό (79%), ενώ στους απόφοιτους πανεπιστημίων ή ΤΕΙ οι οποίοι κατέχουν μόνο πρώτο πτυχίο το αντίστοιχο ποσοστό ήταν χαμηλότερο κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2016.
Ωστόσο, το μερίδιο των ανέργων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (στο σύνολο των ανέργων) σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο (από 14,7% το 2001 σε 24,6% το 2016). Η αύξηση του αριθμού των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη αύξηση της ικανότητας απορρόφησής τους στην αγορά εργασίας, εντείνοντας την μεταξύ τους αναντιστοιχία.
Το μεγαλύτερο ποσοστό πτυχιούχων είναι απόφοιτοι του πεδίου Κοινωνικών – Οικονομικών και Νομικών επιστημών (615,3 χιλ. ή 30,1%) και ακολουθούν οι απόφοιτοι στην κατηγορία Μηχανολογία -Βιομηχανία – Κατασκευές οι οποίοι ανήλθαν σε 320,6 χιλ. ή 15,7% στο σύνολο των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης το 2016 καταγράφονται στους αποφοίτους Υγείας και στους απόφοιτους σχολών πληροφορικής (71% και 69% αντίστοιχα). Στους αποφοίτους στο πεδίο σπουδών Βιομηχανία – Κατασκευές το ποσοστό ήταν σχεδόν αντίστοιχο με εκείνο για το σύνολο των εργαζόμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση (65%), σε αντίθεση με το ποσοστό απασχόλησης στους αποφοίτους Κοινωνικών – Οικονομικών – Νομικών σπουδών το οποίο κυμάνθηκε κάτω από το μέσο όρο. Διαχρονικά, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας καταγράφεται στους αποφοίτους των επιστημών Υγείας (10,6% το 2010). Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας στους αποφοίτους με σπουδές στις Κοινωνικές επιστήμες – Οικονομικά – Νομική διπλασιάστηκε το 2016 σε σχέση με το 2009 (17,5%), ενώ αντίστοιχη τάση παρατηρείται και στους αποφοίτους στο ευρύτερο πεδίο σπουδών Βιομηχανία-Κατασκευές.
Οι περισσότεροι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολούνται σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Οι απόφοιτοι πανεπιστημίων, όμως, απασχολούνται περισσότερο σε δημόσιες υπηρεσίες (62% έναντι 28% των ΤΕΙ). Στον ιδιωτικό τομέα, το 55% των απασχολούμενων με τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου και το 33% απόφοιτοι ΤΕΙ. Το μεγαλύτερο μερίδιο εργαζομένων με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό απασχολείται σε επιχειρήσεις ελεγχόμενες από το Δημόσιο και σε ΝΠΔΔ/ΝΠΙΔ. Μετά το 2009 καταγράφεται μεγάλη μείωση των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα (27%), σε αντίθεση με τους απασχολούμενος στον ιδιωτικό τομέα που παρατηρείται αύξηση (κατά 15%). Η αύξηση στον ιδιωτικό τομέα οφείλεται στην αύξηση των αποφοίτων πανεπιστημίων κατά 4% ενώ οι απόφοιτοι ΤΕΙ αυξήθηκαν κατά 26%.
Το ποσοστό απασχόλησης όσων αποφοίτησαν μετά το 2011 είναι χαμηλότερο από το σύνολο (56% έναντι 62% του συνόλου). Το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται στο 36%, σχεδόν διπλάσιο από το σύνολο. Οι μισθολογικές απολαβές τους είναι χαμηλότερες, καθώς σχεδόν 6 στους 10 εργαζόμενους οι οποίοι έλαβαν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μετά το 2011 δηλώνουν ότι λαμβάνουν μισθό από €400 έως €800, ενώ ποσοστό 16% δηλώνει ότι αμείβεται με λιγότερα από €400.
Το πλήρες κείμενο της μελέτης εδώ
πηγή: iobe.gr