Μερικά στοιχεία που συμβάλλουν στη βελτίωση της διδασκαλίας στη σχολική τάξη.

classroom11

Όποιο κι αν είναι το σχέδιο για την εκπαίδευση, ανεξάρτητα από τους μακροπρόθεσμους και βραχυπρόθεσμους στόχους, κανένα εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα πετύχει αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι διδάσκοντες (δάσκαλοι/καθηγητές). Σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία ο διδάσκων αποτελεί τον πυρήνα, το σημείο αναφοράς και το κλειδί για την επιτυχία. Η κεντρική αυτή σημασία καταδεικνύεται και από διάφορες έρευνες, όπως αυτήν του Pearson, που παρουσιάστηκε σε προηγούμενο άρθρο. Ωστόσο εδώ ακριβώς βρίσκεται η δυσκολία, που επισημάνθηκε έμμεσα και από την έρευνα αυτή: πώς μπορεί να διαμορφωθεί ο σωστός δάσκαλος; Είναι δυνατόν να διαμορφωθεί; Τι χρειάζεται για να γίνει κανείς καλός δάσκαλος;

Συνταγές δεν υπάρχουν. Και δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν, καθώς το εκπαιδευτικό περιβάλλον είναι διαφορετικό όχι μόνο από χώρα σε χώρα αλλά και από τάξη σε τάξη. Επιπλέον, ο δάσκαλος ή καθηγητής έχει να κάνει με ανθρώπους, δηλαδή με διαφορετικές προσωπικότητες, οπότε είναι αδύνατη η διατύπωση κανόνων για την καλή διδασκαλία.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που συμβάλλουν στη βελτίωση της διδασκαλίας. Το πρώτο είναι η επιθυμία για βελτίωση. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο. Συνήθως, για κάποιο πρόβλημα που παρουσιάζεται στη διδακτική δραστηριότητα είναι ευκολότερο κανείς να επιρρίψει την ευθύνη (και να παραμείνει σε αυτήν τη θέση) σε κάποιον άλλον (μαθητή, γονείς, περιβάλλον κτλ.), παρά να προβληματιστεί ως προς το ποια αλλαγή χρειάζεται η διδακτική πρακτική του, προκειμένου να επιτύχει το στόχο της, δηλαδή τη μόρφωση του διδασκομένου. Διότι σκοπός της διδασκαλίας, δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, είναι η μόρφωση του διδασκομένου και όχι η απλή παρουσίαση γνώσεων. Επομένως, για να βελτιωθεί ένας διδάσκων θα πρέπει να είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει ότι κάτι δεν κάνει καλά ή όχι αρκετά καλά.

Στη συνέχεια, χρειάζεται διερεύνηση και ανάλυση. Κανείς δεν είναι συνολικά καλός ή κακός δάσκαλος. Κάπου είναι καλύτερος και κάπου χειρότερος. Έτσι θα πρέπει να αναζητήσει, να εντοπίσει τα αδύνατα σημεία του και να τα αναλύσει. Εδώ όμως χρειάζεται προσοχή. Όλη αυτή η διαδικασία θα πρέπει να γίνεται με σημείο αναφοράς πάντοτε το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό περιβάλλον, όπου έχει κληθεί να διδάξει. Διαφορετικά, μόνο κατά λάθος θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Βασικός παράγοντας στη διαδικασία αυτή είναι η συζήτηση με τους συναδέλφους και η άντληση πληροφοριών από τους μαθητές. Οι συνάδελφοι θα του προτείνουν τρόπους που ενδεχομένως δεν είχε σκεφτεί, ή θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει ορισμένα ζητήματα που είναι βασικά αλλά δεν μπορεί από μόνος του να τα μάθει, όπως π.χ. τους λόγους που ένας μαθητής είναι ανήσυχος. Από τη μεριά τους, οι πληροφορίες από τους μαθητές είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς αυτοί είναι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οπότε και οι άμεσα θιγόμενοι. Οι πληροφορίες αυτές δεν είναι απαραίτητο να συλλέγονται στο τέλος του διδακτικού έτους, αλλά σε διάφορες χρονικές περιόδους κατά τη διάρκειά του. Με αυτόν τον τρόπο, ο διδάσκων θα είναι σε θέση να βελτιώσει ορισμένα σημεία της διδασκαλίας του που ίσως να μην είχε σκεφτεί πως είναι αναποτελεσματικά.

Ιδιαίτερα σημαντικό για μια καλή διδασκαλία είναι η ύπαρξη ξεκάθαρων στόχων. Οι διδασκόμενοι θα πρέπει να έχουν μια καθαρή εικόνα για το μάθημα, τους σκοπούς του και το τι περιμένει ο διδάσκων από αυτούς. Αυτό σημαίνει πως ο διδάσκων χρειάζεται να είναι καλά προετοιμασμένος. Θα πρέπει να έχει φτιάξει το διδακτικό του πλάνο, να έχει συγκεντρώσει και δουλέψει την ύλη του, αλλά και να έχει αποφασίσει για τις όποιες εργασίες είναι απαραίτητο να δώσει στους μαθητές.

Για να ανταποκριθεί στο παραπάνω, ο διδάσκων θα πρέπει να κατέχει το αντικείμενό του. Διαφορετικά, δεν θα είναι σε θέση να διαχωρίζει εύκολα το σημαντικό από το ασήμαντο. Επιπλέον, χρειάζεται να βρίσκει τρόπους για να κερδίσει και να διατηρήσει την προσοχή των διδασκομένων. Αυτό εξαρτάται τόσο από το διδακτικό αντικείμενο όσο και από τα ενδιαφέροντα των διδασκομένων. Κάτι που προσέλκυε το ενδιαφέρον των μαθητών της προηγούμενης χρονιάς δεν είναι απαραίτητο να ενδιαφέρει και τους φετινούς.

Τέλος, ο διδάσκων θα πρέπει να έχει συχνή επαφή με τους γονείς, κυρίως όταν πρόκειται για μαθητές που αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα. Η σχέση αυτή χρειάζεται να είναι σχέση συνεργασίας και όχι αντιπαλότητας, αφού και οι δύο πλευρές έχουν τον ίδιο στόχο: τη μόρφωση του παιδιού.

Μιχάλης Κατσιμίτσης, PhD

Χωρίς σχόλια

  1. Παρακολουθώ όλα τα άρθρα που αναφέρονται στους μαθητές και τη διδασκαλία και θέλω να πω τη σκέψη μου.
    Ένας δάσκαλος το μόνο που έχει να κάνει είναι να:
    1. ΑΓΑΠΗΣΕΙ το μαθητή του (σαν δικό του παιδί, όχι να τον κανακέψει).
    2. Να ΚΑΤΕΒΕΙ στο επίπεδο του (όχι ακριβώς, λίγο πιο πάνω).
    3. Να παίξει, να μιλήσει, να επικοινωνήσει, να εκμαιεύσει…
    4. Να έχει άριστη ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ, τουλάχιστον με έναν από τους 2 γονείς.
    5. Να κάνει μάθημα με “εκπλήξεις”, όχι κάθε μέρα το ίδιο, είναι πολύ βαρετό για όλους!
    6. Να δίνει μια ΣΠΙΘΑ για εξερεύνηση, ψάξιμο, αμφισβήτηση, έκφραση (των σκέψεων, συναισθημάτων, βιωμάτων).

    • Μιχάλη, συμφωνώ απόλυτα μαζί σου, ο δάσκαλος χρειάζεται να είναι ταυτόχρονα και μπαμπάς και μαμά, να ενδιαφέρεται όχι μόνο για το μάθημά του αλλά και για κάθε μαθητή του ξεχωριστά, γιατί δεν έχει να κάνει με ενήλικες αλλά με ευαίσθητες παιδικές ψυχές που διαπλάσουν τον χαρακτήρα τους και την προσωπικότητά τους, έχουν υψηλό το αίσθημα της δικαιοσύνης και επιπλέον είναι αυστηροί και αμείλικτοι κριτές. Πολλές φορές λένε αλήθειες που δυστυχώς εμείς οι εκπαιδευτικοί δεν είμαστε πάντα έτοιμοι να ακούσουμε. Επίσης, καλό είναι, όσοι διδάσκουμε, να έχουμε υπόψη μας ότι το μυαλό του παιδιού δεν είναι δοχείο που πρέπει να γεμίσουμε αλλά σπίθα που πρέπει να ανάψουμε.

Τα σχόλια είναι κλειστά.