Ηρόδοτος, Ιστορία 3, Θάλεια, παρ.80 (Οτάνης)
Πώς μπορεί να εντάξει κανείς τη μοναρχία σε ένα υγιές σύστημα διοίκησης, όταν επιτρέπει σε έναν άνθρωπο να κάνει ό,τι του αρέσει χωρίς καμιά ευθύνη ή έλεγχο; Ακόμα κι οι καλύτεροι άνδρες, όταν έχουν απεριόριστη εξουσία, αλλάζουν αναπόφευκτα προς το χειρότερο. Είναι αδύνατο να συνεχίσει να αντιμετωπίζει κανείς τα πράγματα όπως πρωτύτερα συνήθιζε. Τα συνηθισμένα ελαττώματα ενός μονάρχη είναι ο φθόνος και η αλαζονεία. Ο φθόνος, γιατί είναι μια φυσική ανθρώπινη αδυναμία, και η αλαζονεία, γιατί τα υπερβολικά πλούτη κι η δύναμη τον οδηγούν στην αυταπάτη ότι δεν είναι κοινός άνθρωπος. Αυτά τα δύο ελαττώματα αποτελούν τη ρίζα κάθε κακίας. Οδηγούν σε πράξεις άγριας και αφύσικης σκληρότητας. Η απόλυτη εξουσία θα έπρεπε κανονικά να αποκλείει τον φθόνο, αφού ο κάτοχός της έχει επίσης τον έλεγχο πάνω σε κάθε τι που θα μπορούσε να επιθυμήσει. Κι όμως η στάση του είναι εντελώς αντίθετη απέναντι στους πολίτες. Ζηλεύουν τους καλύτερους απλώς και μόνο επειδή συνεχίζουν να ζουν, και βρίσκουν χαρά στους χειρότερους. Ακόμα, κανείς δεν είναι πιο πρόθυμος από έναν βασιλιά να ακούσει ψευτιές. Ο βασιλιάς είναι ο πιο αντιφατικός άνθρωπος. Δείξε του το σεβασμό που του αρμόζει και θα εξοργιστεί που δεν ταπεινώνεσαι μπροστά στη μεγαλειότητά του. Γονάτισε μπροστά του και θα σε μισήσει, γιατί είσαι ένας τιποτένιος κόλακας. Και το χειρότερο, ισοπεδώνει το οικοδόμημα των αρχαίων παραδόσεων και νόμων, εξαναγκάζει γυναίκες να υπηρετούν την ευχαρίστησή του κι επιβάλλει θανατική ποινή σε άντρες χωρίς να τους δικάσει. Σε τέλεια αντίθεση με όλα αυτά είναι η κυβέρνηση του λαού. πρώτον, έχει το ομορφότερο χαρακτηριστικό: την ισονομία. Και δεύτερον, ο λαός που έχει την εξουσία δεν κάνει τίποτε απ’ ότι κάνουν οι μονάρχες. Στη δημοκρατία, κάθε αξιωματούχος ορίζεται με κλήρο και είναι υποχρεωμένος να λογοδοτεί για τη συμπεριφορά του. Όλα τα ζητήματα τίθενται σε ανοιχτή συζήτηση. Γι’ αυτούς τους λόγους, προτείνω να παραμερίσουμε τη μοναρχία και να φέρουμε το λαό στην εξουσία. Γιατί στο λαό στηρίζονται τα πάντα (μτφρ. εκδ.ΚΑΚΤΟΣ)
Κῶς δ’ ἂν εἴη χρῆμα κατηρτημένον μουναρχίη, τῇ ἔξεστι ἀνευθύνῳ ποιέειν τὰ βούλεται; Καὶ γὰρ ἂν τὸν ἄριστον ἀνδρῶν πάντων στάντα ἐς ταύτην τὴν ἀρχὴν ἐκτὸς τῶν ἐωθότων νοημάτων στήσειε. ᾿Εγγίνεται μὲν γάρ οἱ ὕβρις ὑπὸ τῶν παρεόντων ἀγαθῶν, φθόνος δὲ ἀρχῆθεν ἐμφύεται ἀνθρώπῳ. Δύο δ’ ἔχων ταῦτα ἔχει πᾶσαν κακότητα• τὰ μὲν γὰρ ὕβρι κεκορημένος ἔρδει πολλὰ καὶ ἀτάσθαλα, τὰ δὲ φθόνῳ. Καίτοι ἄνδρα γε τύραννον ἄφθονον ἔδει εἶναι, ἔχοντά γε πάντα τὰ ἀγαθά• τὸ δὲ ὑπεναντίον τούτου ἐς τοὺς πολιήτας πέφυκε• φθονέει γὰρ τοῖσι ἀρίστοισι περιεοῦσί τε καὶ ζώουσι, χαίρει δὲ τοῖσι κακίστοισι τῶν ἀστῶν, διαβολὰς δὲ ἄριστος ἐνδέκεσθαι. ᾿Αναρμοστότατον δὲ πάντων• ἤν τε γὰρ αὐτὸν μετρίως θωμάζῃς, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, ἤν τε θεραπεύῃ τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί. Τὰ δὲ δὴ μέγιστα ἔρχομαι ἐρέων• νόμαιά τε κινέει πάτρια καὶ βιᾶται γυναῖκας κτείνει τε ἀκρίτους. Πλῆθος δὲ ἄρχον πρῶτα μὲν οὔνομα πάντων κάλλιστον ἔχει, ἰσονομίην. Δεύτερα δὲ τούτων τῶν ὁ μούναρχος ποιέει οὐδέν• πάλῳ μὲν γὰρ ἀρχὰς ἄρχει, ὑπεύθυνον δὲ ἀρχὴν ἔχει, βουλεύματα δὲ πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει. Τίθεμαι ὦν γνώμην μετέντας ἡμέας μουναρχίην τὸ πλῆθος ἀέξειν• ἐν γὰρ τῷ πολλῷ ἔνι τὰ πάντα.