Αισχύλος, Αγαμέμνων, στιχ. 748-755 (χορός)
Η Δίκη μέσα στα καπνισμένα φτωχόσπιτα φεγγοβολά, και ανταμείβει την τίμια ζωή. Απομακρύνεται από τα παλάτια των πλουσίων που τα γέμισαν άνομα χέρια με χρυσό, και πηγαίνει στ᾿ άσπιλα φτωχόσπιτα, αδιαφορώντας για την παραφουσκωμένη από τα λόγια ψεύτικη δύναμη του πλούτου· κι όλα τα οδηγεί σ᾿ ένα τέλος
Δίκα δέ λάμπει μέν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν, τόν τ᾿ ἐναίσιμον τίει βίον. τά χρυσόπαστα δ᾿ ἔδεθλα σύν πίνῳ χερῶν παλιντρόποις ὄμμασι λιποῦσ᾿, ὅσια προσέβατο δύναμιν οὐ σέβουσα πλοῦτου παράσημον αἴνῳ· πᾶν δ᾿ ἐπί τέρμα νωμᾷ