Κατηγορία: Αρχαία Γ’ Λυκείου

Πολιτικά : Ενότητες 11η-12η

ΕΝΟΤΗΤΑ 11η

“Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.” –
ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Στόχος όλων των κοινωνιών είναι η επίτευξη κάποιου αγαθού.     Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν (τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες), δῆλον ὡς πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται,

Στόχος της πόλης – κράτους είναι το ανώτερο αγαθό.     μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας. Αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ καλουμένη πόλις καὶ ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επειδή βλέπουμε ότι κάθε πόλη-κράτος είναι ένα είδος κοινότητας και ότι κάθε κοινότητα έχει συσταθεί για την επίτευξη κάποιου αγαθού (πράγματι όλοι κάνουν τα πάντα για χάρη εκείνου που θεωρούν ότι είναι καλό), είναι φανερό ότι όλες (οι κοινότητες) έχουν για στόχο τους κάποιο αγαθό, κυρίως όμως αυτή που είναι ανώτερη από όλες τις άλλες και κλείνει μέσα της όλες τις άλλες (έχει για στόχο της) το ανώτερο από όλα (τα αγαθά). Αυτή λοιπόν είναι (η κοινότητα) που ονομάζεται πόλη ή πολιτική κοινωνία.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 182)

Πόλις = πόλη – κράτος

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
πόλις: πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτευτής, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός
ὁρῶμεν < ὁράω -ῶ: όραση, όραμα, ορατός, παρόραμα, πανόραμα, ενόραση, τηλεόραση, αόρατος, αδιόρατος, θεόρατος, διορατικός, οπή, όψη, οπτικός, συνοπτικός, εποπτικός, κάτοπτρο, αντικατοπτρισμός, ύποπτος, υποψία, αυτόπτης, αυτοψία, οφθαλμός, μέτωπο, πρόσωπο, προσωπίδα, παρωπίδα, ιδέα, ιδεολόγος, ιδεολογία, ιδανικός, θυρωρός
κοινωνίαν < κοινωνέω -ῶ < κοινός: κοινό (το), κοινότητα, κοινοτικός, κοινόβιο, κοινοποίηση, κοινοπραξία, κοινόχρηστος, κοινοτοπία, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοπολιτεία, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, συγκοινωνία, επικοινωνία, κοινωφελής
οὖσαν, εἶναι, ἐστὶν < εἰμί: ον, παρόν (το), όντως, οντολογικός, οντολογία, ουσία, απουσία, παρουσία, εξουσία, περιουσία, περιουσιακός, ουσιαστικός, ουσιώδης, επουσιώδης, ανούσιος, ομοούσιος, περιούσιος
συνεστηκυῖαν < σὺν + ἵσταμαι: στάση, στάσιμος, στασιμότητα, στασίδι, στατικός, σταθερός, σταθερότητα, αστάθεια, ασταθής, στάθμη, σταθμός, στάθμευση, στάδιο, σταυρός, σταύρωση, στήθος, επιστήθιος, στήλη, στηλιτεύω, στήσιμο, στητός, επιστητός, ιστός, στύλος, ανάσταση, ανάστημα, αντίσταση, απόσταση, απόστημα, διάσταση, διάστημα, έκσταση, ένσταση, κατάσταση, παράσταση, παράστημα, συμπαράσταση, υπόσταση, σύσταση, αποστασία, ακαταστασία, επιστασία, ορθοστασία, ορθοστατικός, προστασία, προστατευτικός, συστατικός, ηλιοστάσιο, μηχανοστάσιο, αμαξοστάσιο, προστάτης, παραστάτης, αποστάτης, επιστάτης, επαναστάτης, συμπαραστάτης, ανάστατος, ακατάστατος, καταστατικό, σταθεροποίηση, αντιστάθμιση
δοκοῦντος < δοκέω -ῶ: δόξα, δοξασία, δοξαστικός, δοξολογία, άδοξος, αισιοδοξία, αισιόδοξος, απαισιοδοξία, απαισιόδοξος, ένδοξος, επίδοξος, παράδοξος, παραδοξολογία, επίδοξος, κενόδοξος, ματαιοδοξία, ματαιόδοξος, μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος, φιλοδοξία, φιλόδοξος, ορθόδοξος, δοκησίσοφος, δόγμα, δογματικός, δογματισμός, δογματικότητα, δοκάνη, δοκίμιο, δόκιμος, αδόκιμος, προσδοκία, προσδόκιμος, απροσδόκητος, δοκιμασία
πράττουσι < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, εισπράκτορας, απραξία, εχθροπραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, αδιαπραγμάτευτος
δῆλον < δηλόω -ῶ: δήλωση, διαδήλωση, εκδήλωση, συνυποδήλωση, δηλωτικός, εκδηλωτικός, πρόδηλος, έκδηλος, άδηλος, αδήλωτος, κατάδηλος (=ολοφάνερος), δηλαδή
στοχάζονται < στόχος: στοχαστής, στοχαστικός, στοχασμός, στόχαστρο, ευστοχία, εύστοχος, αστοχία, άστοχος, αστόχαστος, βαθυστόχαστος, στόχευση, στοχοθεσία, στοχοποίηση
κυριωτάτου < κύριος: κυρία, κυριότητα, Κυριακή, κυριακάτικος, κυριαρχία, κυρίαρχος, κυρίευση, κυριολεξία, κυριολεκτικός, κύρος, εγκυρότητα, έγκυρος, άκυρος, ακύρωση, επικύρωση
καλουμένη < καλέομαι -οῦμαι: κλήση, κλητικός, κλητήρας, κάλεσμα, ανάκληση, ανακλητός, μετάκληση, μετακλητός, αμετάκλητος, σύγκληση, σύγκλητος, συγκλητικός, έκκληση, εκκλησία, έγκληση, εγκληματίας, εγκληματικός, εγκληματολόγος, αυτόκλητος, επίκληση, παράκληση, παρακλητικός, πρόκληση, προκλητικός, πρόσκληση, προσκλητήριο, απρόσκλητος

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Κάθε μορφή κοινωνικής συνύπαρξης έχει συσταθεί για την επίτευξη αυτού που θεωρούν ότι είναι αγαθό. Εφόσον η πόλη-κράτος είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης στοχεύει κι αυτή σε ένα αγαθό. Η πόλη-κράτος, όμως, είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, εφόσον εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Επομένως, και το αγαθό στο οποίο αποβλέπει είναι ανώτερο από όλα τα αγαθά.

1. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «πόλις».
Σ’ αυτό το κείμενο ο Αριστοτέλης μας δίνει τον ορισμό της έννοιας «πόλις». Η «πόλις», λοιπόν, είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης («ἡ πασῶν κυριωτάτη»), που εμπεριέχει όλες τις άλλες («πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά («τοῦ κυριωτάτου πάντων»). Είναι δε «ἡ κοινωνία ἡ πολιτική».
Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος (genus proximum) της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της (specifica differentia). Συγκεκριμένα, το προσεχές της γένος, δηλαδή η ευρύτερη κατηγορία στην οποία εντάσσεται η έννοια, είναι ο όρος «κοινωνία» («κοινωνίαν τινα οὖσαν»), ενώ η ειδοποιός διαφορά της, δηλαδή το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα που τη διαφοροποιεί από τις όμοιές της έννοιες, είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει. Ειδικότερα, το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών, είναι το ανώτερο από όλα τα αγαθά των άλλων κοινωνιών και μ’ αυτό η «πόλις» επιδιώκει το συμφέρον του συνόλου των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους.
Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος.

2. Ο ΟΡΟΣ «κοινωνία»
Ο όρος «κοινωνία» προέρχεται από το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους. Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας –η καθεμιά ξεχωριστά– στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»). Αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Οι επιμέρους αυτές κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας, εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή («ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πάσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»), και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής, ή στο συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά σ’ ένα ανώτερο αγαθό («κυριωτάτου πάντων»), δηλαδή στην ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, που αφορά «ἅπαντα τὸν βίον». Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» είχε χαρακτηρίσει το υπέρτατο αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».

3. ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΑΓΑΘΟ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΤΟΧΕΥΕΙ Η «πόλις»: Η ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ.
Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών, και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών.
Ήδη στην εισαγωγή των «Ηθικών Νικομαχείων» είδαμε τις ερμηνείες που έδωσαν στον όρο «εὐδαιμονία» διάφοροι φιλόσοφοι, όπως και την ερμηνεία του Αριστοτέλη στο ομώνυμο έργο. Αρχικά, λοιπόν, η λέξη «εὐδαιμονία» (< εὖ + δαίμων) σήμαινε την εύνοια του θείου, κάτι που δίνεται δηλαδή στον άνθρωπο από τον θεό. Αργότερα, για το περιεχόμενο της ίδιας λέξης μίλησε ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με αυτούς, η κατάκτηση της ευδαιμονίας εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο και τις ενέργειές του. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση, αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής.
Μελετώντας, λοιπόν, όλες τις παραπάνω απόψεις παρατηρούμε ότι ο όρος «εὐδαιμονία» αφορά τον ηθικό βίο του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη, όμως, ο όρος αυτός έχει από τη μια ηθικό περιεχόμενο και αφορά τον άνθρωπο ως άτομο και από την άλλη είναι και ο προορισμός της πόλης, που αφορά τον άνθρωπο ως πολίτη. Ο άνθρωπος δηλαδή θα κατακτήσει με τις ηθικές ενέργειές του τόσο την ατομική ευδαιμονία όσο και την ευδαιμονία μέσα στα πλαίσια της πόλης συνυπάρχοντας αρμονικά με τους άλλους πολίτες και ενεργώντας ως πολίτης. Υπό την έννοια αυτή, οι πράξεις του είναι πολιτικές πράξεις, καθώς ενεργεί ως μέλος της πολιτικής κοινωνίας, και έχουν πολιτικές συνέπειες, εφόσον οδηγούν στην ευδαιμονία του πολιτικού συνόλου. Η άποψη αυτή διατυπώνεται ξεκάθαρα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη στο έβδομο βιβλίο των «Πολιτικών» του, όπου αναφέρει ότι η ευδαιμονία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά συμπίπτει με την ευδαιμονία της πόλης. Έτσι, επιβεβαιώνεται η άποψη ότι η ηθική φιλοσοφία είναι μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας (βλέπε εισαγωγή «Πολιτικών», σελίδα 178 σχολικού εγχειριδίου).

4. Η ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «πόλις» ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ.
Στο κείμενο εντοπίζονται ορισμένες φράσεις που αποδεικνύουν ότι ο Αριστοτέλης εξετάζει τελεολογικά την έννοια «πόλις» καθώς και τις άλλες μορφές κοινωνικής συνύπαρξης. Εξετάζει δηλαδή τα παραπάνω σε σχέση με τον σκοπό για τον οποίο υπάρχουν και τον οποίο προσπαθούν να επιτύχουν. Σύμφωνα με την τελεολογική αντίληψη του φιλόσοφου, η οποία έχει αναλυθεί και σε προηγούμενες ενότητες, καθετί έχει δημιουργηθεί για να επιτελέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό («τέλος») και να φτάσει στην τελείωση, την ολοκλήρωσή του. Έτσι και η πολιτική κοινωνία, όπως και κάθε κοινωνική ομάδα, συστάθηκε και υπάρχει για να επιτύχει έναν στόχο. Ο στόχος μάλιστα της πολιτικής κοινωνίας είναι ο ανώτερος, η ευδαιμονία όλων των πολιτών της. Συνδέει στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης τον άνθρωπο-πολίτη («πάντες») με την πόλη, δηλαδή την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού όλων των ανθρώπων με την επιδίωξη του αγαθού ως σκοπού της πόλης.

Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το κείμενο το «τελικό αίτιο» υποδηλώνεται με τις εξής φράσεις:
•    «πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν … καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν» και «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται», δηλαδή όλες οι κοινωνίες έχουν συσταθεί για την επίτευξη ενός σκοπού, του αγαθού,
•    «τοῦ γὰρ εἶναι δοκοῦντος ἀγαθοῦ χάριν πάντα πράττουσι πάντες», δηλαδή όλοι κάνουν τα πάντα για έναν σκοπό, το αγαθό,
•    «μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη», δηλαδή η «πόλις» που είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας στοχεύει στο ανώτερο αγαθό, δηλαδή την ευδαιμονία.
5. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟ ΑΝΩΤΕΡΟ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΑΓΑΘΑ.

Σε αντίθεση με τα «Ηθικά Νικομάχεια», όπου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε γενικά επαγωγικούς συλλογισμούς, παρατηρούμε ότι σ’ αυτή την ενότητα κάνει χρήση παραγωγικών συλλογισμών. Ξεκινάει, δηλαδή, με μια γενική πρόταση κι έπειτα προχωρεί στην εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Έτσι, με την έκφραση «πᾶσαν πόλιν» ξεκινά από τα γενικά και θέτει σε οντολογική προτεραιότητα το σύνολο, δηλαδή την πόλη, έναντι του ατόμου. Κατά βάθος πίστευε ότι είναι «κατὰ φύσιν» να αναφερόμαστε πρώτα στα κοινά, στα γενικά θέματα, και ύστερα να περνούμε στα ειδικά, στα επιμέρους ζητήματα («τὰ περὶ ἕκαστον ἴδια»). Αξιοπρόσεκτο είναι ότι τη μέθοδο αυτή που την έβρισκε κατάλληλη για τη μελέτη και διερεύνηση των φυσικών φαινομένων ο Αριστοτέλης την εφάρμοσε και στη μελέτη πολιτικών θεμάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι συνελάμβανε όλα αυτά τα φαινόμενα (τα φυσικά και τα πολιτικά) ως όμοια.
Επιπλέον, η χρήση του ρήματος «ὁρῶμεν» υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος στηρίζει τα λογικά του επιχειρήματα στην παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και στην εμπειρία. Το ίδιο είχε κάνει και στην 1η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων» με τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς. Τα επιχειρήματα αυτά τα χρησιμοποιεί για την προώθηση της σκέψης του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνδύαζε τα χαρακτηριστικά του θετικού επιστήμονα με τη θεωρητική φιλοσοφική σκέψη. Αποδεικνύεται, δηλαδή, ότι ήταν εμπειρικός (θετικός) και όχι θεωρητικός φιλόσοφος.
Ας δούμε όμως αναλυτικά την πορεία της σκέψης του:

α) Αρχικά, χρησιμοποιεί έναν παραγωγικό συλλογισμό, για να αποδείξει ότι η «πόλις» είναι μια μορφή κοινωνικής συνύπαρξης που αποβλέπει σε ένα αγαθό.
Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι μια κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης
«πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαι μὲν ἀγαθοῦ τινος στοχάζονται».

β) Στη συνέχεια, μ’ ένα δεύτερο παραγωγικό συλλογισμό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνίας που αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά.

Ο συλλογισμός του έχει ως εξής:
1η προκείμενη: κάθε κοινωνία – μορφή κοινωνικής συνύπαρξης αποβλέπει σε ένα αγαθό «πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»
2η προκείμενη: η πόλη-κράτος είναι ανώτερη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, γιατί εμπεριέχει όλες τις άλλες μορφές κοινωνίας
«ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ πᾶσας περιέχουσα τὰς ἄλλας»
Συμπέρασμα: η πόλη-κράτος αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά
«τοῦ κυριωτάτου πάντων»

6. ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ, ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.

Η θέση του Αριστοτέλη για τη συγκρότηση της πόλης διαφοροποιείται από τις θέσεις του
Πρωταγόρα και του Πλάτωνα.
Πιο συγκεκριμένα, άποψη του Πρωταγόρα, στον ομώνυμο διάλογο που διδαχτήκαμε, είναι ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να επιβιώσουν.
Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν επειδή οι άνθρωποι δεν είχαν αυτάρκεια και ένιωθαν την ανάγκη να βοηθούν ο ένας τον άλλον.
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, θεωρούσε ότι οι πόλεις δημιουργήθηκαν από την έμφυτη τάση των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»).

ΕΝΟΤΗΤΑ 12η
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «ζῷον πολιτικὸν»
– ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

[ΕΝΟΤΗΤΑ 12η (Α2, 5-6), σελ. 184 του σχολικού βιβλίου]

Οι συλλογισμοί που αποδεικνύουν ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως
•    Η προέλευση της πόλης
•    Ο σκοπός της
•    Τα γνωρίσματά της.     Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια• συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο.

Οι συλλογισμοί που αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως «ζῷον πολιτικὸν»     Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικὸν ζῷον)• ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο• είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»• αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι –την ίδια στιγμή– και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στο πρώτο μέρος του κειμένου ο Αριστοτέλης θα κάνει λόγο για την προέλευση και τον σκοπό της πόλης. Έτσι, λοιπόν, αναφέρει ότι η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα που προήλθε από τις πρώτες κοινωνικές οντότητες, δηλαδή από τη συνένωση χωριών˙ είναι δηλαδή εξέλιξη αυτών. Οι πρώτες αυτές κοινωνικές οντότητες υπάρχουν εκ φύσεως. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι σκοπός της πόλης είναι να διασφαλίζει τη ζωή των ανθρώπων και συγκεκριμένα την καλή ζωή. Έτσι, καταλήγει ότι η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που πέτυχε την ύψιστη αυτάρκεια. Χρησιμοποιώντας τώρα τρεις συλλογισμούς θα αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Αυτό συμβαίνει, διότι:
α) οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, από τη συνένωση των οποίων προήλθε η πόλη, είναι κι αυτές εκ φύσεως,
β) η πόλη είναι τέλος, δηλαδή ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων και η φύση ενός πράγματος είναι η μορφή που αυτό έχει τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσης της εξελικτικής του πορείας. Αφού, λοιπόν, η φύση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων είναι η πόλη ως τελείωσή τους, αποδεικνύεται ότι και η πόλη υπάρχει εκ φύσεως,
γ) κάθε ον δημιουργείται από τη φύση για να υπηρετήσει έναν στόχο, κάτι το άριστο. Στόχος της πόλης είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι άριστο. Άρα, και η πόλη υπάρχει εκ φύσεως, αφού επιδιώκει κάτι το άριστο.
Στο δεύτερο μέρος του κειμένου ο φιλόσοφος, αφού έχει αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως, θα χρησιμοποιήσει τη θέση αυτή ως δεδομένη για να φτάσει σ’ ένα νέο συμπέρασμα, ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση του να ζει σε πόλεις («φύσει ζῷον πολιτικόν»). Δύο ακόμα συλλογισμοί θα αποδείξουν ότι αυτό ισχύει, διότι:
α) ο άνθρωπος είναι συστατικό της πόλης, η οποία, όπως ήδη έχει αποδειχτεί, υπάρχει και αυτή εκ φύσεως,
β) ο άνθρωπος που ζει εκτός πόλης εκ φύσεως και όχι από κάποια τυχαία συγκυρία ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή ένα ον ανώτερο από άνθρωπο.
Στο τέλος του κειμένου ο Αριστοτέλης εντάσσει τον άνθρωπο που παθιάζεται με τον πόλεμο στην κατηγορία όσων ζουν εκτός πόλης εκ φύσεως και τον παρομοιάζει με ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.

1. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ (ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ)
Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν τρία είδη κοινωνικών οντοτήτων ή διαφορετικά, ομάδων συνύπαρξης των ανθρώπων: η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), το χωριό («ἡ κώμη») και η πόλη-κράτος («ἡ πόλις»). Οι κοινωνικές αυτές οντότητες δημιουργήθηκαν «φύσει», καθώς ο άνθρωπος είναι προορισμένος από τη φύση να μην μπορεί να υπάρξει μόνος του.
Πρώτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης αποτελούσε η οικογένεια («ὁ οἶκος, ἡ οἰκία»), η οποία ήταν το αποτέλεσμα της φυσικής αναγκαιότητας, του φυσικού «συνδυασμού» του άρρενος και του θήλεος. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών βιοτικών αναγκών του ανθρώπου (ένστικτο αυτοσυντήρησης) και η διαιώνιση του είδους (ένστικτο αναπαραγωγής).
Δεύτερη στη σειρά ερχόταν το χωριό («ἡ κώμη»), η κοινωνία που σχηματίστηκε με φυσική εξέλιξη από «πλείονας οἰκίας», από πολλές δηλαδή οικογένειες. Αποτελεί την ανάπτυξη της οικογένειας και όχι κάτι διαφορετικό από αυτή. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση αναγκών ανώτερων από τις καθημερινές. Τέτοιες ήταν η ανάγκη για την προστασία από κινδύνους ή επιθέσεις, αλλά και οι υψηλότερες, πνευματικότερες ανάγκες του, όπως για παράδειγμα η ανάγκη για λατρεία του θείου ή για απόδοση δικαιοσύνης.
Η τρίτη μορφή κοινωνικής συμβίωσης ήταν η πόλη («ἡ πόλις»), η οποία αποτελούσε υψηλότερο και ανώτερο τύπο κοινωνίας, γιατί σχηματίστηκε από τη συνένωση περισσότερων χωριών, συνεπώς και οικογενειών. Ήταν δηλαδή φυσική εξέλιξη και ανάπτυξη αυτών των πρώτων μορφών κοινωνίας, το «τέλος» αυτών, η ολοκληρωμένη, τέλεια κοινωνία, η οποία ικανοποιούσε τις ηθικές ανάγκες του ανθρώπου. Σκοπός της ήταν όχι μόνο το «ζῆν», η επιβίωση, που και η «κώμη» επεδίωκε και εξασφάλιζε, αλλά το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ευδαιμονία, και το υπέρτατο αγαθό της αυτάρκειας.
Χρονική προτεραιότητα στον σχηματισμό αυτών των κοινωνιών έχει η οικογένεια και στη μακραίωνη εξέλιξή τους η πόλη έρχεται τελευταία χρονικά, αλλά αξιολογικά, όπως θα τονίσει ο φιλόσοφος στην ενότητα 13, έχει προτεραιότητα απέναντι στις άλλες.

2. Ο ΟΡΟΣ «αυτάρκεια»
Η λέξη «αυτάρκεια» παράγεται από το επίθετο «αὐτάρκης», το οποίο είναι σύνθετο από την αντωνυμία «αὐτὸς» και το ρήμα «ἀρκέω -ῶ». Η ετυμολογία της, λοιπόν, δηλώνει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει ο ίδιος, αυτόν που ζει άνετα από τη δική του μόνο περιουσία, επομένως αυτόν που έχει οικονομική ανεξαρτησία.
Στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης είπε ότι χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως κάτι είναι και μοναχό του τέλειο αγαθό, ότι και μόνο του κάνει τη ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, έχοντας το αίσθημα ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε άλλο.
Στην ενότητα αυτή η λέξη «αυτάρκεια» αποδίδεται στην πόλη. Η πόλη, λοιπόν, χαρακτηρίζεται τέλεια, γιατί τίποτε άλλο δεν χρειάζεται πέρα από αυτή ο πολίτης, αφού η πόλη είναι αυτάρκης, μπορεί δηλαδή και μόνη της να του χαρίσει το πιο μεγάλο αγαθό, που είναι το «εὖ ζῆν», η ευδαιμονία, η καλή ζωή. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για την ικανοποίηση των πνευματικών και ηθικών αναγκών του ανθρώπου και ως εκ τούτου για την ενάρετη ζωή των μελών της πόλης. Στην «αυτάρκεια» εντοπίζεται και η αξιολογική, ποιοτική υπεροχή της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Η αυτάρκεια, λοιπόν, της πόλης και η ευδαιμονία της είναι δύο έννοιες απόλυτα ταυτόσημες. Μια πόλη, λοιπόν, είναι αυτάρκης:
•    αν η γεωγραφική της θέση της εξασφαλίζει άφθονα τα υλικά αγαθά και τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη,
•    αν έχει τις απαραίτητες αμυντικές δυνατότητες,
•    αν διαθέτει σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής της δικαιοσύνης,
•    αν είναι ανεξάρτητη ή δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια, για να καλύψει τις υλικές, ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές της ανάγκες.
3. ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «πόλις»

Στην 11η ενότητα ο Αριστοτέλης μας έδωσε τον ορισμό της έννοιας «πόλις» κάνοντας αναφορά στα εξής γνωρίσματά της:
•    κάθε πόλη είναι ένα είδος κοινωνικής συνύπαρξης («πᾶσαν πόλιν οὖσαν κοινωνίαν τινα»),
•    είναι ανώτερη από όλες τις κοινωνίες και εμπεριέχει όλες τις άλλες («ἡ πασῶν κυριωτάτη καὶ περιέχουσα πάσας τὰς ἄλλας»),
•    επιδιώκει το ανώτερο από όλα τα αγαθά («μάλιστα τοῦ κυριωτάτου πάντων»).
Σ’ αυτή την ενότητα θα μας δώσει ακόμα μερικά γνωρίσματα της πόλης, που συμπληρώνουν τον ορισμό της:
•    η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια,
•    πέτυχε την ύψιστη αυτάρκεια,
•    συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως.
Έτσι, λοιπόν, ένας πιο ολοκληρωμένος ορισμός της θα περιελάμβανε τα ακόλουθα: η πόλη είναι μια τέλεια μορφή κοινωνικής οντότητας, που υπάρχει εκ φύσεως και προήλθε από τη συνένωση άλλων κοινωνικών οντοτήτων, τις οποίες εμπεριέχει. Είναι ανώτερη από όλες τις άλλες, γιατί είναι το τέλος τους, η εξέλιξη, η ολοκλήρωσή τους. Αποβλέπει στο ανώτερο από όλα τα αγαθά, αφού συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή των ανθρώπων, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή τους πετυχαίνοντας την ύψιστη αυτάρκεια, που είναι κάτι το άριστο.

4. ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΚΑΙ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Ήδη στα «Ηθικά Νικομάχεια», αλλά και στην 11η ενότητα των «Πολιτικών» μιλήσαμε για την τελεολογική αντίληψη, με βάση την οποία συγκροτείται η σκέψη του Αριστοτέλη και σε αυτή την ενότητα. Σύμφωνα με αυτή κάθε ον είναι προορισμένο από τη φύση να επιτελέσει ένα συγκεκριμένο στόχο («τέλος»). Ο άνθρωπος, για παράδειγμα, είναι προορισμένος από τη φύση να ζει σε πόλεις. Η ολοκλήρωση των κοινωνικών οντοτήτων είναι η πόλη «αφού αυτή είναι και το τέλος εκείνων». Αλλά και η ολοκλήρωση, το τέλος του ανθρώπου, είναι η πολιτική του ταυτότητα. Τέλος, λοιπόν, είναι ο στόχος, η στιγμή της ακμής, της τελείωσης, της ολοκλήρωσης. Η πορεία προς την κατάκτηση αυτού του στόχου ονομάζεται εντελέχεια. Ο στόχος, λοιπόν, της πόλης είναι να διασφαλίσει τη ζωή και συγκεκριμένα την καλή ζωή («συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή εκ φύσεως»). Άλλοι όροι που σχετίζονται με την τελεολογική αντίληψη και εντοπίζονται σε αυτή την ενότητα είναι:
•    Φύση: είναι η μορφή που παίρνει κάθε ον όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία και φτάσει στη στιγμή της τελείωσης («φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του»).
•    Τέλειος: η ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου, το τέλος της εξέλιξης, η οποία όμως δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά, αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση. Για παράδειγμα, η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα τέλεια, γιατί αποτελεί εξέλιξη και ολοκλήρωση της οικογένειας και του χωριού.
•    Εκ φύσεως: ό,τι προέρχεται από φυσική αναγκαιότητα, όπως η οικογένεια. Η οικογένεια δημιουργήθηκε από φυσική αναγκαιότητα, γιατί έπρεπε να καλύψει καθημερινές βιοτικές ανάγκες και να διαιωνίσει το ανθρώπινο είδος. Εφόσον η κώμη αποτελεί εξέλιξη της οικογένειας και η πόλη τελείωσή τους, τότε και οι δύο προκύπτουν από φυσική αναγκαιότητα.
•    Αυτάρκεια (βλέπε και παραπάνω, ερμηνευτικό σχόλιο 2): χαρακτηρίζει κάτι που είναι και μόνο του τέλειο αγαθό, το οποίο μόνο του κάνει τη ζωή άξια να τη ζει κανείς έχοντας το αίσθημα της πληρότητας και της ανεξαρτησίας («η πόλη πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια»). Είναι ο ύψιστος σκοπός τον οποίο υπηρετεί η πόλη.
•    Τελικός λόγος: ο τελικός σκοπός για τον οποίο υπάρχει από τη φύση ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, κάτι το άριστο. Για την πόλη τελικός σκοπός είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το άριστο, καθώς οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία («Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο»).
5. ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Η ΠΟΛΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ
•    Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τρεις συλλογισμούς, για να αποδείξει ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως:
•    Πρώτος συλλογισμός
•    1η προκείμενη: οι πρώτες κοινωνικές οντότητες (η οικογένεια και το χωριό) υπάρχουν εκ φύσεως
•    2η προκείμενη: η πόλη είναι εξέλιξη, ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων
•    Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.
Δεύτερος συλλογισμός
1η προκείμενη: η φύση ενός πράγματος είναι η ολοκλήρωσή του
2η προκείμενη: η πόλη είναι ολοκλήρωση των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων (της οικογένειας και του χωριού)
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως.

Τρίτος συλλογισμός (εισάγεται με το «επίσης»)
1η προκείμενη: κάθε ον από τη φύση του υπηρετεί έναν στόχο που είναι κάτι το άριστο
2η προκείμενη: στόχος της πόλης είναι η αυτάρκεια, που είναι κάτι το έξοχο
Συμπέρασμα: άρα, η πόλη υπάρχει εκ φύσεως

6. ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ «φύσει ζῷον πολιτικὸν»
Αφού απέδειξε ο Αριστοτέλης ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως, θα πάρει αυτή τη θέση ως δεδομένη και θα διατυπώσει δύο ακόμα συλλογισμούς, για να αποδείξει ότι ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»:
Πρώτος συλλογισμός (του οποίου η δεύτερη προκείμενη υπονοείται)
1η προκείμενη: η πόλη υπάρχει εκ φύσεως
2η προκείμενη: ο άνθρωπος είναι συστατικό της πόλης
Συμπέρασμα: άρα, ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικὸν»
Δεύτερος συλλογισμός (του οποίου η δεύτερη προκείμενη υπονοείται)
1η προκείμενη: ο άνθρωπος που δεν ζει μέσα σε οργανωμένη κοινωνία («ὁ ἄπολις»), επειδή έτσι είναι πλασμένος εκ φύσεως και όχι λόγω τυχαίας συγκυρίας, είναι ή άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή ένα ον ανώτερο από άνθρωπο
2η προκείμενη: ο άνθρωπος δεν είναι ούτε κατώτερης ποιότητας ούτε ον ανώτερο από άνθρωπο
Συμπέρασμα: άρα, ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικὸν»

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον «εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπο», εννοεί αυτόν που δεν ανήκει εκ φύσεως σε πόλη-κράτος, αλλά ούτε σε οικογένεια ή χωριό. Αυτός ο άνθρωπος αποστρέφεται ή εγκαταλείπει την πολιτική κοινωνία από φυσική διάθεση ή βούληση. Αρνείται ή δεν έχει την ανάγκη αυτής είτε διότι είναι ο ίδιος αυτάρκης –πράγμα αδύνατο– είτε διότι δεν έχει ανάγκη τους άλλους –πράγμα αφύσικο. Ο άνθρωπος αυτού του είδους είναι κάτι πέρα από τη φύση, είναι ή ατελής, δηλαδή κατώτερος, ή τελειότερος, ανώτερος του ανθρώπου, δηλαδή θεός. Μάλιστα σε κάποιο σημείο των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφέρεται: «Θα ήταν πολύ παράξενο να λέμε ότι είναι ευτυχισμένος ο άνθρωπος που ζει μόνος με τη μοναξιά του («μονώτης»)˙ κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν είχε όλα τα καλά του κόσμου˙ γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πολιτική κοινωνία, μαζί με άλλους («συζῆν πεφυκός»).
Με τη φράση, πάλι, «ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία» εννοεί τον άνθρωπο που έχει αναγκαστεί λόγω τυχαίας συγκυρίας να ζει εκτός οικογένειας, χωριού ή πόλης-κράτους. Τέτοια συγκυρία μπορεί να είναι η εξορία ή η φυλάκιση. Η φράση αυτή μας θυμίζει τον Φιλοκτήτη στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, τον οποίο οι Έλληνες, ενώ έπλεαν προς την Τροία, τον εγκατέλειψαν μόνο και αβοήθητο στη Λήμνο, επειδή είχε κακοφορμίσει η πληγή του από το δάγκωμα ενός φιδιού. Σ’ αυτή, λοιπόν, την τραγωδία ο Σοφοκλής τον παρουσιάζει χωρίς φίλους, έρημο, χωρίς πατρίδα, νεκρό ανάμεσα σε ζωντανούς («ἄφιλον, ἐρῆμον, ἄπολιν, ἐν ζῶσιν νεκρόν»).

7. «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»
Ο Αριστοτέλης δανείζεται ένα δίστιχο από την Ιλιάδα του Ομήρου (Ι 63) για να παρομοιάσει τον «ἄπολιν». Εκεί, ο σοφός Νέστορας θέλοντας να χαρακτηρίσει τον φιλοπόλεμο άνθρωπο, λέει στον Διομήδη: «ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιός ἐστιν ἐκεῖνος ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου ὀκρυόεντος», (= αυτός που χαίρεται όταν ξεσπάει φριχτός εμφύλιος πόλεμος είναι άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό). Αυτά τα επίθετα («ἀφρήτωρ ἀθέμιστος ἀνέστιος») ταιριάζουν στον «ἄπολιν», ο οποίος δεν έχει ή δεν υπολογίζει συγγενείς, δεν ξέρει από νόμους, ούτε σπιτικό έχει. Ένας τέτοιος, δίχως πόλη άνθρωπος, είναι παράλληλα και άνθρωπος που «παθιάζεται με τον πόλεμο»˙ γιατί μη ζώντας μέσα σε μια πολιτειακά οργανωμένη κοινωνία, δεν γνωρίζει την αξία του διαλόγου, της συνεργασίας, της δικαιοσύνης, του αλληλοσεβασμού και, επομένως, δεν μπορεί να συμβιώσει αρμονικά με άλλους ανθρώπους. Αποτελεί κίνδυνο και απειλή για τους άλλους και για τα πολιτικά οργανωμένα σύνολα. Όλα αυτά περιγράφουν έναν άνθρωπο που στο πρόσωπό του είναι φανερή μια διαστροφή της ανθρώπινης φύσης˙ εκτός κι αν πρόκειται για ον που ξεπερνά –όπως ο θεός Άρης, ας πούμε– την ανθρώπινη φύση. Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης –το λέει κι ο ίδιος στη συνέχεια– θεωρεί τον «ἄπολιν» και τον «άνθρωπο δίχως σόι» δύο έννοιες ταυτόσημες, ή ότι η πρώτη είναι συνέπεια της δεύτερης.

8. «στο παιχνίδι των πεσσών»
Ολοκληρώνοντας τη σκέψη του ο Αριστοτέλης και για να δείξει πόσο έξω από τη φύση του ανθρώπου είναι να θέλει να ζει κάποιος εκτός πολιτειακά οργανωμένης κοινωνίας, παρομοιάζει τον «ἄπολιν», τον μοναχικό άνθρωπο, τον απομονωμένο από τους άλλους, με ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών. Το παιχνίδι αυτό ήταν κάτι παρόμοιο με τη σημερινή ντάμα˙ δυστυχώς, όμως, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε σε ποιον ακριβώς κανόνα του αγαπητού στους αρχαίους Έλληνες αυτού παιχνιδιού γίνεται αναφορά.

9. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ, ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΩ ΓΙΑ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ
Για να ολοκληρώσουμε την ανάλυση της ενότητας και να έχουμε μια συνολική αντίληψη των θέσεων που διατυπώθηκαν κατά καιρούς σχετικά με τη γένεση και τον σκοπό της πολιτικής κοινότητας, κρίνεται καλό να συγκρίνουμε τις θέσεις του Πρωταγόρα, του Αριστοτέλη και του Ρουσσώ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
α. Πρωταγόρας: σύμφωνα με την άποψη του Πρωταγόρα η πολιτική κοινότητα δημιουργήθηκε «νόμῳ», από την ανάγκη δηλαδή των ανθρώπων να προστατευτούν από τα άγρια θηρία και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των βιολογικών τους αναγκών και η διασφάλιση της ζωής τους.
β. Αριστοτέλης: ο Αριστοτέλης διαφοροποιείται από τον Πρωταγόρα και θεωρεί ότι η πολιτική κοινότητα δημιουργήθηκε από φυσική αναγκαιότητα («φύσει»), ήταν έμφυτη δηλαδή στον άνθρωπο η ανάγκη να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους σε κοινωνίες οργανωμένες με πολίτευμα, θεσμούς και νόμους (ο άνθρωπος είναι «φύσει ζῷον πολιτικόν»). Σκοπός της δημιουργίας της δεν ήταν απλώς η ικανοποίηση βιοτικών αναγκών και η επιβίωση, αλλά ένας ανώτερος στόχος, το «εὖ ζῆν», δηλαδή η ηθική τελείωση, η ευδαιμονία των πολιτών, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της αυτάρκειας.
γ. Ρουσσώ: τέλος, ο Ρουσσώ στο έργο του «Κοινωνικό Συμβόλαιο» διατυπώνει την άποψη ότι η πολιτική κοινωνία δημιουργήθηκε έπειτα από συμφωνία μεταξύ αρχόντων και αρχομένων. Άρα, η πολιτική κοινωνία δεν δημιουργήθηκε «φύσει», αλλά «θέσει» ή «νόμῳ». Σκοπός της πολιτικής κοινωνίας είναι, κατά τη γνώμη του, η ισότητα των πολιτών και η ελευθερία τους. Μάλιστα, επειδή η πολιτική κοινότητα εκφράζει τη βούληση του συνόλου των πολιτών προηγείται απέναντι στη θέληση του κάθε πολίτη χωριστά.

Πηγη΄: www.study4exams.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1995

Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 9-10

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ “ΜΕΣΟΤΗΣ” – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

[ΕΝΟΤΗΤΑ 9η (B6, 10-13), σελ. 173 του σχολικού βιβλίου]

Παραδείγματα συναισθημάτων (παθών) που αποδεικνύουν ότι σ’ αυτά υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και μέσον.     Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ˙
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 1.]

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την επίτευξη της μεσότητας.     τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2.], [Δες ερμηνευτικό σχόλιο 3.]

Αντιστοιχία συναισθημάτων και πράξεων όσον αφορά την υπερβολή, την έλλειψη και τις προϋποθέσεις τήρησης της μεσότητας.     Ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5.]

Συσχετισμός της αρετής με τα συναισθήματα και τις πράξεις συμπληρωμένα με τις έννοιες υπερβολή, έλλειψη, μέσον.     Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται˙ ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς.

Συμπέρασμα: η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας.     Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Για παράδειγμα, είναι δυνατόν (κανείς) και να φοβηθεί και να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει και να οργιστεί και να ευσπλαχνιστεί και γενικά να ευχαριστηθεί και να δυσαρεστηθεί και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει), και τα δύο αυτά δεν είναι καλά˙ όμως το να αισθανθεί κανείς αυτά τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, (αυτό είναι) το μέσον και το άριστο, το οποίο ακριβώς έχει σχέση με την αρετή. Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και κατακρίνεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό˙ και τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια έχει για στόχο της το μέσον.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 173)
Οἷον = για παράδειγμα
ὅλως = γενικά
ἔστι = είναι δυνατόν (απρόσωπο ρήμα)
μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος) = σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει)
γε = βέβαια

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Φοβηθῆναι < φοβέομαι –οῦμαι: φόβος, φοβία, φοβικός, φοβιστικός, φόβητρο, φοβερός, φοβέρα, φοβέρισμα, φοβητσιάρης, αγοραφοβία, υψοφοβία, ξενοφοβία, κλειστοφοβία, μικροβιοφοβία, εκφοβισμός, άφοβος, επίφοβος, ευθυνόφοβος, κλειστοφοβικός, αγοραφοβικός, εκφοβιστικός
θαρρῆσαι < θαρρέω -ῶ: θάρρος, θαρραλέος, θαρρετός, θράσος, θρασύς, θρασύτητα, αναθάρρηση, αποθάρρυνση, αποθαρρυντικός, ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός
ἐπιθυμῆσαι < ἐπὶ + θυμῶ: θυμός, θυμικός, θυμοειδής, θυμηδία, επιθυμία, απροθυμία, προθυμία, λιποθυμία, πρόθυμος, απρόθυμος, εύθυμος, θυμόσοφος, οξύθυμος
ἐλεῆσαι < ἐλεέω -ῶ: έλεος, ελεημοσύνη, ελεήμων, ελεεινός, ανελέητος, ανηλεής
ἡσθῆναι < ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι): ηδονή, ηδονικός, ηδονιστής, ηδονοβλεψίας, ηδυπάθεια, ηδυπαθής, ηδύποτο (= λικέρ), αηδία
λυπηθῆναι < λυπέομαι –οῦμαι: λυπηρός, λυπητερός, λύπηση, περίλυπος, συλλυπητήριος, αλύπητα, αξιολύπητος
ὁμοίως: όμοιος, ομοιότητα, ομοίωμα, ομοιωματικός, παρομοίωση, εξομοίωση, αφομοίωση, προσομοίωση, ομόθρησκος, ομογένεια, ομοιόσταση, ομοιογένεια, ομοιομορφία, παρόμοιος, όμορος, ομοϊδεάτης, ομολογία, ομόνοια
πάθη < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεις < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, εισπράκτορας, απραξία, εχθροπραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, αδιαπραγμάτευτος
ψέγεται < ψέγομαι: ψόγος, άψογος, ψεγάδι, ψεγάδιασμα, αψεγάδιαστος, ψέκτης, ψεκτικός
ἐπαινεῖται < ἐπαινῶ: έπαινος, επαινετικός, συναίνεση, συναινετικός, παραίνεση, παραινετικός
κατορθοῦται < κατὰ + ὀρθόω -ῶ: όρθιος, ορθώνω, κατορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω, διόρθωση, επιδιόρθωση, επανόρθωση, παλινόρθωση, κατόρθωμα, αδιόρθωτος, ακατόρθωτος, διορθωτής, ορθολογισμός, ορθολογιστής
οὖσα < εἰμί: ον, όντως, οντολογικός, οντολογία, ουσία, απουσία, παρουσία, εξουσία, περιουσία, περιουσιακός, ουσιαστικός, ουσιώδης, επουσιώδης, ανούσιος, ομοούσιος, περιούσιος

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Για να αποδείξει τα παραπάνω, φέρνει σ’ αυτή την ενότητα παραδείγματα συναισθημάτων, που προκαλούν χαρά ή λύπη, για τα οποία τονίζει ότι η υπερβολή και η έλλειψη δεν είναι καλό, ενώ το μέσον είναι. Για να τηρηθεί, όμως, το μέσον στα συναισθήματα, πρέπει να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις: να τα αισθανόμαστε τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τα πρόσωπα που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και να τα εκδηλώνουμε με τον τρόπο που πρέπει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις πράξεις. Στη συνέχεια ο φιλόσοφος υπενθυμίζει ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία η υπερβολή και η έλλειψη θεωρούνται σφάλμα και κατακρίνονται, ενώ το μέσον είναι το σωστό και επαινείται. Έτσι καταλήγει και πάλι – με βεβαιότητα αυτή τη φορά – ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας.

1. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ (ΠΑΘΩΝ) ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Σ’ ΑΥΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΝ: «Οἷον καὶ φοβηθῆναι … οὐκ εὖ»
Στην 8η ενότητα ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στη θέση ότι οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, γιατί σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Έρχεται, λοιπόν, στην ενότητα αυτή να αποδείξει την παραπάνω θέση με επαγωγικό τρόπο δίνοντας ενδεικτικά κάποια παραδείγματα συναισθημάτων, τα οποία διακρίνονται σε ευχάριστα και δυσάρεστα. Τονίζει ότι σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, καθώς μπορούμε να τα βιώσουμε είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό. Αν τα αισθανόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό («μᾶλλον»), τότε φτάνουμε στην υπερβολή, ενώ, αν τα αισθανόμαστε σε μικρότερο βαθμό («ἧττον»), φτάνουμε στην έλλειψη. Όμως, ούτε το «μᾶλλον» ούτε το «ἧττον» είναι καλά («οὐκ εὖ»), όπως υπογραμμίζει ο φιλόσοφος, γιατί έτσι απομακρυνόμαστε από τη μεσότητα.
Πρέπει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι μετά τα επιρρήματα «μᾶλλον» και «ἧττον» εννοείται η γενική συγκριτική «τοῦ δέοντος», η οποία προσδίδει δεοντολογικό χαρακτήρα στο κείμενο και καθορίζει τα όρια του μέτρου, της ηθικά ορθής πράξης.

2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: «τὸ δ’ ὅτε δεῖ … ὡς δεῖ»

Για να μπορέσει να διατηρηθεί η μεσότητα στα συναισθήματα, που είναι και το «ἄριστον», πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται από τον φιλόσοφο με πολυσύνδετο σχήμα που προσδίδει έμφαση. Συγκεκριμένα, πρόκειται για δεοντολογικούς κανόνες – γι’ αυτό και επαναλαμβάνεται συνεχώς ή εννοείται το «δεῖ» – που μας κατευθύνουν προς την ηθικά ορθή πράξη. Η εφαρμογή τους απαιτεί μόχθο και επίπονη προσπάθεια. Αυτοί οι κανόνες είναι:
α. «ὅτε δεῖ»: η χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
β. «ἐφ’ οἷς (δεῖ)»: τα πράγματα, οι συνθήκες σε σχέση με τις οποίες πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
γ. «πρὸς οὓς (δεῖ)»: οι άνθρωποι σε σχέση με τους οποίους πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
δ. «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»: ο λόγος για τον οποίο πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
ε. «ὡς δεῖ»: ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα.

3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς»
Στο χωρίο αυτό φαινομενικά έχουμε ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς ο Αριστοτέλης ταυτίζει το μέσον με το άριστο. Το μέσον, όπως έχει ήδη αναφέρει ο φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Το «ἄριστον» όμως κανονικά αποτελεί ακρότητα και όχι μεσότητα, καθώς βρίσκεται στην υπερβολή. Για τον Αριστοτέλη «ἄριστον» είναι η τελειότητα, το «τέλος», η ανώτερη αξία των όντων που προκύπτει από τη μεσότητα. Εδώ λοιπόν αποκτά τη σημασία του ιδανικού, του προτύπου, της μετρημένης συμπεριφοράς που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να κατακτήσουμε την αρετή, που είναι η μεσότητα. Έτσι οι δύο έννοιες τελικά ταυτίζονται και η αντίφαση αίρεται. Αξιοπρόσεκτη είναι η θέση και το γένος της αντωνυμίας «ὅπερ», η οποία αναφέρεται στη λέξη «ἄριστον», κι έτσι, συσχετίζεται και ετυμολογικά η λέξη «ἄριστον» με τη λέξη «ἀρετῆς».

4. Κριτήρια που προσδιορίζουν την ηθικά ορθή πράξη
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο Αριστοτέλης σκόπιμα επαναλαμβάνει ή εννοεί τύπους του ρήματος «δεῖ» («καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος)», «ὅτε δεῖ», ἐφ’ οἷς (δεῖ)», «πρὸς οὓς (δεῖ)», «οὗ ἕνεκα (δεῖ)», «ὡς δεῖ»), για να δώσει δεοντολογικό περιεχόμενο στο κείμενο και να κατευθύνει τους ανθρώπους προς την ηθικά ορθή συμπεριφορά. Πώς όμως καθορίζεται η ηθικά ορθή συμπεριφορά; Κάθε κοινωνία έχει κάποια κριτήρια ορθής συμπεριφοράς. Στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων τα κριτήρια αυτά εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχαίος Έλληνας λειτουργούσε πάντα ως μέλος του συνόλου και όχι ως άτομο. Τα κριτήρια λοιπόν αυτά είναι τα εξής:
α. οι γραπτοί νόμοι της πόλης-κράτους: αυτοί ήταν άλλωστε που καθόρισαν τη στάση του Σωκράτη, όπως αυτή παρουσιάζεται στον πλατωνικό διάλογο «Κρίτων», όταν του προτάθηκε να δραπετεύσει,
β. η παράδοση: οι άγραφοι νόμοι, τα πρότυπα και τα παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, που προβάλλονταν, υποδείκνυαν τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς,
γ. η λογική, δηλαδή ο ορθός λόγος: η λογική και ιδιαίτερα η λογική του φρόνιμου ανθρώπου υποδείκνυε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά (η έννοια της λογικής θα αναλυθεί διεξοδικά στη 10η ενότητα).

Παρόμοια με αυτά των αρχαίων Ελλήνων κριτήρια ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και των σύγχρονων Ελλήνων. Έτσι κι εμείς ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας ανάλογα με τους γραπτούς νόμους του κράτους και τους άγραφους νόμους, που απορρέουν από τις λαϊκές μας παραδόσεις, τις ιστορικές μας καταβολές και τη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι τα κριτήρια αυτά συμπεριφοράς, που μας φέρνουν πιο κοντά στη μεσότητα, δεν μένουν σταθερά, αλλά μεταβάλλονται σε περιεχόμενο, ανάλογα με την κοινωνία, την εποχή, τον τόπο, τα πρότυπα και άλλους παράγοντες. Επομένως, προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.

5. ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ: «Ὁμοίως … καὶ τὸ μέσον»
Ο Αριστοτέλης είχε αναφέρει στο τέλος της 8ης ενότητας ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις. Σ’ αυτή την ενότητα βέβαια έφερε παραδείγματα που αφορούν μόνο τα συναισθήματα και όχι τις πράξεις. Διευκρινίζει όμως ότι αυτό που συμβαίνει στα συναισθήματα συμβαίνει και με τις πράξεις˙ και σ’ αυτές, δηλαδή, υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον και πρέπει να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες των συναισθημάτων. Η μεταξύ τους αντιστοιχία – αναλογία δηλώνεται με τη χρήση του επιρρήματος «ὁμοίως».

6. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ
Η διπλή χρήση των «δεῖ» («ὅτε δεῖ», «ὡς δεῖ»), τα τρία «δεῖ» που εννοούνται («ἐφ’ οἷς (δεῖ)», «πρὸς οὓς (δεῖ)», «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»), η εννοούμενη γενική συγκριτική («καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος)») και οι ρηματικοί τύποι «ψέγεται» και «ἐπαινεῖται» υποδηλώνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της αρετής, η οποία καλλιεργείται ως προορισμός από την «πόλιν». Οι τύποι αυτοί φανερώνουν ότι ο Αριστοτέλης έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην άποψη της κοινής γνώμης ως έκφραση των πολιτών της πόλης, του υψηλότερου τύπου κοινωνίας που μπορεί να πετύχει την ευδαιμονία. Η κοινή γνώμη, δηλαδή η κοινωνία, είναι αυτή που καθορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος, ποια συμπεριφορά πρέπει να ακολουθούμε και ποια όχι και αυτή είναι που ψέγει ή επαινεί τα συναισθήματα και τις πράξεις μας. Εξάλλου, σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η διαφορά του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα. Η αρετή, για τον Αριστοτέλη, είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα, η οποία μπορεί να προσεγγιστεί και να κατακτηθεί από τον καθένα που λειτουργεί με βάση τη λογική, τον ορθό λόγο, και καταβάλλει επίπονη προσπάθεια. Αντίθετα, η πλατωνική αρετή τοποθετείται σ’ έναν κόσμο νοητό και μεταφυσικό, έξω από τον χώρο της πρακτικής ζωής του ανθρώπου. Δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τον καθένα και μόνο κατά θεία παραχώρηση μπορεί να γίνει κτήμα του ανθρώπου.


•    7. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ
Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί κάποιες εκφράσεις, για να αξιολογήσει την υπερβολή, την έλλειψη και τη μεσότητα. Έτσι απορρίπτει την υπερβολή («μᾶλλον») και την έλλειψη («ἧττον») αρχικά με μια ήπια φράση, «ἀμφότερα οὐκ εὖ», η οποία αποτελεί και σχήμα λιτότητας. Στη συνέχεια γίνεται πιο σαφής και κατηγορηματικός λέγοντας πως η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν σφάλμα και κατακρίνονται («ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις»). Αντίθετα, η μεσότητα σχετίζεται με το «ἄριστον» και την αρετή, είναι το σωστό και επαινείται («τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»). Οι ρηματικοί τύποι «ἁμαρτάνεται» και «κατορθοῦται» αναφέρονται στο έργο του υποκειμένου της ηθικής πράξης, ενώ οι φράσεις «ὅτε δεῖ … ὡς δεῖ» και οι ρηματικοί τύποι «ψέγεται» και «ἐπαινεῖται» υποδηλώνουν την κοινωνική διάσταση της αρετής.


8. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΕΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ
1η προκείμενη : το μέσον επαινείται και είναι το σωστό
(«τὸ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»)
2η προκείμενη : ο έπαινος και το σωστό σχετίζονται με την αρετή
(«ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς»)
Συμπέρασμα : επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας
(«μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή»).

9. Η ΜΕΘΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Στην ενότητα αυτή είναι φανερή η μεθοδικότητα της σκέψης του Αριστοτέλη. Στην 8η ενότητα διατύπωσε τη θέση του υποθετικά (με δύο υποθετικές προτάσεις: «εἰ δὲ πᾶσα …», «(εἰ) ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης …») και δυνητικά (δυνητική ευκτική: «ἂν εἴη») προσδίδοντας έτσι μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα στα λεγόμενά του. Στην 9η ενότητα υποβάλλει τις υποθέσεις και το δυνητικό συμπέρασμα σε λογικό έλεγχο με τη χρήση παραδειγμάτων και διατυπώνει έναν δεύτερο συλλογισμό. Ο λογικός αυτός έλεγχος τον οδήγησε στην οριστικοποίηση του συμπεράσματός του και γι’ αυτό χρησιμοποιεί πια οριστική έγκλιση («Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή…»), που εκφράζει το πραγματικό και τη βεβαιότητα. Ο τρόπος αυτός διερεύνησης είναι απόλυτα επιστημονικός, καθώς υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος είναι ανοιχτός σε περαιτέρω διερεύνηση, δεκτικός και σε άλλες σκέψεις και ιδέες, ενώ απέχει από τον δογματισμό. Έτσι προάγεται η επιστημονική έρευνα και οι επιστήμες εξελίσσονται.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Σχήμα λιτότητας
«οὐκ εὖ»: εκφράζει με ήπιο τρόπο την αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης από
τον Αριστοτέλη.
Πολυσύνδετα σχήματα
«οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον»:
τονίζει τη διάκριση των συναισθημάτων σε ευχάριστα και δυσάρεστα, καθώς και τις έννοιες
της υπερβολής και της έλλειψης.
«τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ»:
δίνει έμφαση στις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να τηρηθεί το μέσον στα συναισθήματα.
«ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον»:
τονίζει τα στοιχεία που συσχετίζουν την αρετή με τα συναισθήματα και τις πράξεις.
Αντιθέσεις
«ἡ μὲν ὑπερβολὴ … ἡ δ’ ἔλλειψις».
Μέσα στην ίδια περίοδο αντιτίθενται επίσης οι ρηματικοί τύποι: «ἁμαρτάνεται �
κατορθοῦται», «ψέγεται ≠ ἐπαινεῖται»:
τονίζεται η αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης και η αποδοχή της μεσότητας.
Πρωθύστερο σχήμα
«ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»:
δίνει έμφαση στον έπαινο και την αποδοχή της μεσότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[ΕΝΟΤΗΤΑ 10η (B6, 14-16), σελ. 175 του σχολικού βιβλίου]

Συσχετισμός της υπερβολής και της έλλειψης με το λάθος και την κακία     Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)˙
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2]

Συσχετισμός της μεσότητας με το σωστό και την αρετή     καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης˙

ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2]

Ο πλήρης ορισμός της αρετής     Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ὧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 4]

Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν˙ καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιπλέον, το να κάνει κανείς λάθος (ή: το λάθος) γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), όμως το να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο, εύκολο το να αποτύχει κανείς στον στόχο του, δύσκολο όμως το να (τον) επιτύχει)˙ γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής, (είναι) η μεσότητα˙
γιατί καλοί (γινόμαστε) με ένα μόνο τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς.
Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρίσκεται στη μεσότητα σε σχέση με εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, (με τη λογική) που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και (είναι) μεσότητα (που βρίσκεται) ανάμεσα σε δύο κακίες, που η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης˙ και ακόμα (είναι μεσότητα), επειδή από τη μία άλλες από τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες από την άλλη είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 175)
τὸ ἁμαρτάνειν – τὸ κατορθοῦν = το να κάνει κανείς λάθος (ή: το λάθος) – το να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) (έναρθρα απαρέμφατα, τα οποία μεταφράζονται είτε με τελικό απαρέμφατο (= το να …) είτε με το ουσιαστικό που προκύπτει από αυτά)
τῷ ἐλλείπειν – τῷ ὑπερβάλλειν – τῷ εὑρίσκειν – τῷ αἱρεῖσθαι = επειδή … παρουσιάζονται ελλιπείς και (επειδή) … είναι υπερβολικές … (επειδή) … βρίσκει και επιλέγει το μέσον (έναρθρα απαρέμφατα ως δοτικές της αιτίας)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Κατορθοῦν < κατὰ + ὀρθόω -ῶ: όρθιος, ορθώνω, κατορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω, διόρθωση, επιδιόρθωση, επανόρθωση, παλινόρθωση, κατόρθωμα, αδιόρθωτος, ακατόρθωτος,
διορθωτής, ορθολογισμός, ορθολογιστής
ῥᾴδιον: ραθυμία, ράθυμος, ραστώνη, ραδιουργία, ραδιούργος
ἀποτυχεῖν < ἀπὸ + τυγχάνω, ἐπιτυχεῖν < ἐπὶ + τυγχάνω: τύχη, τυχαίος, τυχερός, άτυχος, πρόστυχος, ευτυχία, δυστυχία, επιτυχία, ευτυχής, δυστυχής, επιτυχής, ατυχής, τυχοδιώκτης,
τυχάρπαστος, τεύχος, εντευκτήριο, συνέντευξη, επίτευξη
σκοποῦ < σκοπέω -ῶ: σκοπός, σκοπιά, σκόπιμος, σκόπελος, σκέψη, σκεπτικός, σκεπτικισμός, αυτοσκοπός, κερδοσκόπος, οιωνοσκόπος, καιροσκόπος, ωροσκόπος, άσκοπος, επίσκοπος, κατάσκοπος, πρόσκοπος, ανασκόπηση, βιντεοσκόπηση, επισκόπηση, δημοσκόπηση, βυθοσκόπηση, ακτινοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, κερδοσκοπία, κατασκοπία, τηλεσκόπιο, περισκόπιο, στηθοσκόπιο, μικροσκόπιο, ωροσκόπιο, σκοποβολή, σύσκεψη, συνδιάσκεψη, περίσκεψη, επίσκεψη, επισκέψιμος
ὑπερβολὴ, ὑπερβάλλειν < ὑπὲρ + βάλλω: βαλτός, βαλβίδα, βαλλιστικός, περιβάλλον, βέλος, βελόνα, βεληνεκές, βλήμα, έμβλημα, πρόβλημα, απόβλητος, διαβλητός, αναβλητικός, υποβλητικός, επιβλητικός, βόλος, βολίδα, βολή, αναβολή, υπερβολή, συμβολή, ευμετάβολος, κεραυνοβόλος, σύμβολο, παράβολο, έμβολο, αμφιβολία, σφαιροβολία, λιθοβολισμός, πυροβολισμός
ἔλλειψις, ἐλλείπειν < λείπω: λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λειψανδρία, έκλειψη, παράλειψη, διάλειψη, εγκατάλειψη, έλλειψη, διάλειμμα, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, λιποβαρής, λιπόψυχος, λιποθυμία, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λοιπός, λοιπόν, κατάλοιπος, υπόλοιπος
ἀρετῶν < ρ. αρ-, που συναντάμε στα ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, ταιριάζω), ἀρέσκω, ἄριστος: ενάρετος, πανάρετος, αρέσκεια, φιλαρέσκεια, δυσαρέσκεια, αρεστός, αριθμός, άρθρο, άρμα, αρμός, αρμονία, άριστος, αριστείο, αριστοκρατία
ἕξις < ἔχω: εχεμύθεια, έξη, εξής, ανέχεια, συνέχεια, ανεκτικός, περιεκτικός, περιέκτης, προσεκτικός, καχεξία, καχεκτικός, ευεξία, ακάθεκτος, σχήμα, σχέση, σχεδόν, σχετικός, άσχετος, σχέδιο, σχολείο, ανοχή, συνοχή, κατοχή, εποχή, εξοχή, παροχή, προεξοχή, οχυρός, οχύρωση, τροπαιούχος, διπλωματούχος, συμβασιούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, ζαχαρούχος, σοκολατούχος, αλληλουχία, κληρουχία, ευωχία, ανακωχή
προαιρετικὴ, αἱρεῖσθαι < πρὸ + αἱρέω -ῶ: αίρεση, αιρετικός, αιρετός, αφαίρεση, διαίρεση, συναίρεση, καθαίρεση, αναίρεση, προαίρεση, προαιρετικός, διαιρέτης, αρχαιρεσία (σημείωση: το θέμα «ἑλ-» του αορίστου β’, συνδέεται ετυμολογικά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές με το ρήμα «ἁλίσκομαι»: άλωση, αιχμάλωτος, ευάλωτος)
ὡρισμένῃ, ὁρίσειεν < ὁρίζω: ορισμός, οριστικός, αόριστος, όριο, οριακός, ορίζοντας, οριζόντιος, οριζοντίωση, αφορισμός, αφοριστικός, καθοριστικός, προκαθορισμός, διορισμός, προσδιορισμός, προσδιοριστικός, περιορισμός, περιοριστικός, εξορία, προορισμός, οριοθέτηση, μεθόριος, παραμεθόριος, σύνορο, συνοριακός
φρόνιμος < φρὴν (γεν. φρενός): φρόνημα, φρόνηση, φρονιμίτης, φρονηματισμός, φρενίτιδα, φρενοκομείο, φρενοβλαβής, παράφρων, μετριόφρων, εχέφρων, εθνικόφρων, ευφροσύνη, παραφροσύνη, μετριοφροσύνη, σωφροσύνη, νομιμοφροσύνη, αφροσύνη, περιφρόνηση, περιφρονητικός, καταφρόνια, φιλοφρόνηση
πάθεσι < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεσι < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, εισπράκτορας, απραξία, εχθροπραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, αδιαπραγμάτευτος
εὑρίσκειν < εὑρίσκω: εύρεση, εύρημα, εύρετρα, δυσεύρετος, ανεύρεση, εφεύρεση, εφευρετικός, εφευρέτης, συνεύρεση, ευρεσιτεχνία, ευρετήριο

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τις διδασκαλίες των Πυθαγορείων, για να αναπτύξει τον συλλογισμό του. Σύμφωνα μ’ αυτόν, το κακό πάει μαζί με το άπειρο, βρίσκεται δηλαδή σε πολλά σημεία γύρω μας. Το ίδιο ισχύει και για την υπερβολή και την έλλειψη που ως λανθασμένες επιλογές ταυτίζονται με το κακό, αφού δεν έχουν ένα σταθερό σημείο που ορίζονται και γι’ αυτό γίνονται με πολλούς τρόπους. Από την άλλη, το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο, βρίσκεται δηλαδή σε ένα και μοναδικό σημείο, όπως και η μεσότητα που ταυτίζεται με το σωστό και άρα, με το καλό, αφού κι αυτή βρίσκεται σε ένα σημείο και γι’ αυτό επιτυγχάνεται με έναν μόνο τρόπο συμπεριφοράς. Το ίδιο αποδεικνύει και ο στίχος άγνωστης προέλευσης που παραθέτει στη συνέχεια: καλοί γινόμαστε μόνο με έναν τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς. Γι’ αυτό τον λόγο το λάθος το κάνουμε εύκολα και με πολλούς τρόπους, ενώ το σωστό, δηλαδή την αρετή, την επιτυγχάνουμε δύσκολα και μ’ έναν τρόπο.
Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου θα προχωρήσει συμπερασματικά στον πλήρη ορισμό της αρετής χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία από αυτά που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες ενότητες. Έτσι, λοιπόν, η αρετή είναι μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που προσδιορίζεται κατά τον Αριστοτέλη με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια, αλλά για να εξασφαλίσει ο φιλόσοφος και στοιχεία αντικειμενικότητας στον καθορισμό της έννοιας της μεσότητας επιστρατεύει ως κοινό κανόνα τη λογική και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Στο τέλος του κειμένου ολοκληρώνει τον ορισμό, ότι η αρετή είναι μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη στην πλευρά της έλλειψης σε σχέση με αυτό που πρέπει, το οποίο είναι το μέσον και το σωστό. Αυτές τις κακίες τις συναντάμε και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή βρίσκει και επιλέγει τη μεσότητα.

1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «Ἔτι»
Το επίρρημα «ἔτι» συνδέει αυτή την ενότητα με την προηγούμενη. Με τη χρήση του υποδηλώνεται ότι ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να διερευνήσει περαιτέρω τη φύση της αρετής και να καταλήξει στον πλήρη ορισμό της, θα δώσει μερικά ακόμα στοιχεία σχετικά με την υπερβολή και την έλλειψη και το μέσον. Ήδη στην προηγούμενη ενότητα χρησιμοποιώντας το ρήμα «ἁμαρτάνεται» συνέδεσε την υπερβολή και την έλλειψη με το λάθος, ενώ χρησιμοποιώντας το ρήμα «κατορθοῦται» συνέδεσε το μέσον με το σωστό.

2. ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: «Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν … παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»
Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει έναν συλλογισμό, με τον οποίο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπερβολή και η έλλειψη συσχετίζονται με την κακία και τους κακούς, ενώ το μέσον με την αρετή και τους καλούς. Μέσα από αυτόν προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στο λάθος («ἁμαρτάνειν») και το σωστό («κατορθοῦν»), που ήδη από την προηγούμενη ενότητα συνέδεσε με την υπερβολή και την έλλειψη, και το μέσον αντίστοιχα. Έτσι λοιπόν διαπιστώνει ότι:
•    Η υπερβολή και η έλλειψη βρίσκονται σε άπειρα σημεία και γι’ αυτό μπορούμε με πολλούς τρόπους («πολλαχῶς», «παντοδαπῶς») και εύκολα («ῥᾴδιον») να αποτύχουμε στον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το λάθος. Επομένως, η υπερβολή και η έλλειψη συνδέονται με το λάθος και επομένως με την κακία και τους κακούς.
•    Το μέσον βρίσκεται σε ένα μόνο σημείο, γι’ αυτό μπορούμε με έναν μόνο τρόπο («μοναχῶς», «ἁπλῶς») και δύσκολα («χαλεπὸν») να επιτύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το σωστό. Επομένως, το μέσον συνδέεται με την αρετή και τους καλούς.
Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί πληθώρα αντιθέσεων που συνδέονται με τους αντιθετικούς συνδέσμους «μὲν – δέ». Συγκεκριμένα, οι έννοιες που αντιτίθενται είναι οι εξής:
«τὸ ἁμαρτάνειν» ≠ «τὸ κατορθοῦν»
«πολλαχῶς» ≠ «μοναχῶς»
«τὸ κακὸν» ≠ «τὸ ἀγαθὸν»
«τὸ ἄπειρον» ≠ «τὸ πεπερασμένον»
«ῥᾴδιον» ≠ «χαλεπὸν»
«τὸ ἀποτυχεῖν» ≠ «τὸ ἐπιτυχεῖν»
«κακία» ≠ «ἀρετὴ»
«ὑπερβολὴ-ἔλλειψις» ≠ «μεσότης»
«ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ»
«ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»
Να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι οι έννοιες που βρίσκονται στο πρώτο σκέλος των αντιθέσεων, μαζί με τα «τῷ ἐλλείπειν» και «(τῷ) ὑπερβάλλειν» που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου, αναφέρονται στο «ἁμαρτάνειν». Αντίθετα, οι έννοιες που βρίσκονται στο δεύτερο σκέλος των αντιθέσεων, μαζί με τα «εὑρίσκειν» και «αἱρεῖσθαι» που επίσης αναφέρονται στο τέλος του κειμένου, αναφέρονται στο «κατορθοῦν». Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στα δύο τελευταία αντιθετικά ζεύγη, «ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ» και «ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς», στα οποία, με αντιμεταχώρηση, θα προηγηθούν οι θετικές έννοιες.


3. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: «ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον» – «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»

Ο Αριστοτέλης προκειμένου να ενισχύσει την άποψή του ότι το σφάλμα γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως με έναν, επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων σχετικά με τη θεωρία των «ἐναντίων». Σύμφωνα με αυτή, οι αρχές των όντων είναι δέκα ζεύγη αντιθετικών δυνάμεων:
πέρας
περιττὸν
ἓν
δεξιὸν
ἄρρεν
ἠρεμοῦν
εὐθὺ
φῶς
ἀγαθὸν
τετράγωνον    ἄπειρον
ἄρτιον
πλῆθος
ἀριστερὸν
θῆλυ
κινούμενον
καμπύλον
σκότος
κακὸν
ἑτερόμηκες

Στον κόσμο, δηλαδή, υπάρχει αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στα όμοια, αλλά και ανάμεσα στα αντίθετα. Οι αντιθετικές αυτές δυνάμεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοκαθορίζονται. Αν διαβαστούν οι αρχές αυτές κατά στήλη καθέτως, δείχνουν τη σταδιακή μετάβαση προς το «ἀγαθὸν» που εκφράζεται με το «τετράγωνον» και αντίστοιχα προς το «κακὸν» που εκφράζεται με το «ἑτερόμηκες». Επίσης, κατά τους Πυθαγορείους, το «ἀγαθὸν» συνάπτεται με το «πέρας» και το «κακὸν» με το «ἄπειρον».
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο από αυτά τα ζεύγη, το «πέρας – ἄπειρον» και το «ἀγαθὸν – κακόν». Συνδυάζοντάς τα συμπεραίνει ότι το αγαθό, δηλαδή οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες και τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και άμορφο.
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο παροιμιακός στίχος που παρατίθεται («ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί»), του οποίου δεν γνωρίζουμε την προέλευση.

4. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ … ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»

Μετά από εννέα ενότητες, στις οποίες ο Αριστοτέλης μας παρουσίαζε βήμα-βήμα τα γνωρίσματα της ηθικής αρετής, έρχεται στη 10η ενότητα να μας δώσει ως συμπέρασμα («ἄρα») τον πλήρη ορισμό της αρετής. Είναι, λοιπόν, η αρετή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια και καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου.
Πριν δώσουμε αναλυτικά τα γνωρίσματά της, ας θυμηθούμε τι περιεχόμενο της δίνει ο φιλόσοφος. Η αρετή, λοιπόν, είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα και στα πράγματα. Δεν είναι, επομένως, αποκλειστικά και μόνο μια ηθική ιδιότητα που απορρέει από την επανάληψη ηθικών ενεργειών, αλλά επίσης η ικανότητα, το προτέρημα των έμψυχων ή των άψυχων, που τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκονται στην τέλεια κατάστασή τους και να επιτελούν με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένα από τη φύση.
Ας περάσουμε, όμως, τώρα στην ανάλυση των γνωρισμάτων της αρετής, όπως αυτά δίνονται μέσα από τον ορισμό της:
α. «ἕξις»: ο όρος προέρχεται από το θέμα του μέλλοντα («ἕξω») του ρήματος «ἔχω». Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα, δεν αρκεί να χαρακτηρίζουμε τις αρετές έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές, αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις.
Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η ειδοποιός διαφορά που κάνει μια έξη αρετή είναι:
α) να κάνει τον άνθρωπο που την έχει να βρίσκεται στην τέλεια κατάστασή του και
β) να τον βοηθά να εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένος από τη φύση.
β. «προαιρετική»: είναι η ελεύθερη και έλλογη εκλογή και βούληση (Ηθικά Νικομάχεια, 1111b-1112a), που αποτελούν απαραίτητη προϋποθέση για να κάνει ο άνθρωπος σωστή επιλογή ενεργειών και να φτάσει στο μέτρο αποφεύγοντας τις ακρότητες, δηλαδή την υπερβολή και την έλλειψη. Την ευθύνη, λοιπόν, για την κατάκτηση της ηθικής αρετής την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αν ο δρόμος προς την αρετή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καταναγκασμού, τότε η αρετή δεν θα είχε καμία αξία για τον άνθρωπο. Η «προαίρεσις» αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον έναν από τους τρεις αναγκαίους όρους για την ύπαρξη της αρετής. Οι άλλοι δύο όροι είναι:
•    ο άνθρωπος να έχει συνείδηση της πράξης του («εἰδὼς») και
•    να την πραγματοποιεί με σιγουριά και σταθερότητα («βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως»).
Συγκεκριμένα, οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις για την ύπαρξη της αρετής αναφέρονται από τον φιλόσοφο ως εξής: «πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώς, ἔπειτ’ ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος δι’ αὐτά, τὸ δὲ τρίτον ἐὰν καὶ βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ»
(Ηθικά Νικομάχεια, 1105 a 30-31).
γ. «ἐν μεσότητι οὖσα»: η αρετή είναι, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, μεσότητα, που προσδιορίζεται με δύο ειδών κριτήρια:
•    Τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι’ αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.
•    Τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κτλ.

δ. «τῇ πρὸς ἡμᾶς»: η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό προκύπτει ως εξής: αφού η αρετή είναι μεσότητα και αφού αυτή σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις επιλογές του, οι οποίες ρυθμίζονται από εξωγενείς και μεταβλητούς παράγοντες, αποδεικνύεται ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια και επιλέγεται με τη λογική.
ε. «ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»: προηγουμένως αναφέρθηκε από τον φιλόσοφο ότι η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με τα υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό θα μπορούσε, όμως, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το μέσον, κι επομένως και η αρετή, μπορεί να οριστεί από τον καθένα και μ’ έναν απολύτως δικό του τρόπο. Άρα, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι δεν υπάρχει ένας κοινός κανόνας για τον καθορισμό της ουσίας και του περιεχομένου της αρετής. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο κοινός αυτός κανόνας, που θα εξασφαλίσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας στην ανθρώπινη αυτή ιδιότητα, είναι η ανθρώπινη λογική, ο ορθός λόγος. Προχωρά μάλιστα με ακόμη αυστηρότερο τρόπο στον καθορισμό του αντικειμενικού αυτού κριτηρίου: δεν μετράει γι’ αυτόν τόσο η κοινή ανθρώπινη λογική όσο η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, του ανθρώπου που «βουλεύεται εὖ» (Ηθικά Νικομάχεια 1141 b 10). Συγκεκριμένα, οι έννοιες «λόγος» και «φρόνιμος» έχουν το εξής περιεχόμενο:
•    «λόγος»: ο λόγος – φρόνηση αποτελεί ένα από τα στάδια της πορείας προς την αρετή, αφού με αυτόν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις. Το άλλο στάδιο είναι ο νόμος, που συνηθίζει τους ανθρώπους να ενεργούν ενάρετα ως πολίτες. Άρα, ο λόγος βοηθά τον νόμο να τελειοποιεί το έργο του.
•    «φρόνιμος»: η φρόνηση συνδέεται με τον λόγο και αν υπάρχει αυτή, υπάρχουν συγκεντρωμένες στον άνθρωπο και όλες οι άλλες αρετές. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που θα καθορίσει με τη λογική του το «δέον», τις σωστές ενέργειες που πρέπει να ακολουθούνται μέσα στην κοινωνία. Το περιεχόμενο, όμως, της έννοιας «φρόνιμος» και «δέον» δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια. Στον αντικειμενικό προσδιορισμό τους παίζει ρόλο τόσο η ανθρώπινη λογική όσο και η εποχή, η κοινωνία, τα πρότυπα των ανθρώπων, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται.

5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ: «Μεσότης δὲ … καὶ αἱρεῖσθαι»
Στο τέλος του κειμένου δίνεται με πληρότητα ο ορισμός της μεσότητας. Η μεσότητα λοιπόν βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη στην πλευρά της έλλειψης. Άλλες από αυτές τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει, το οποίο είναι το μέσον και το σωστό. Αυτές τις κακίες τις συναντάμε στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ αντίθετα η αρετή βρίσκει και επιλέγει αυτό που πρέπει, δηλαδή τη μεσότητα.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Σχήμα από κοινού
«τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν … τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (ἔστιν)»
«ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν (τοῦ σκοποῦ)»
Χιαστό σχήμα
«ἐσθλοὶ – ἁπλῶς, παντοδαπῶς – κακοὶ»
Αντιθέσεις
«τὸ ἁμαρτάνειν» ≠ «τὸ κατορθοῦν»
«πολλαχῶς» ≠ «μοναχῶς»
«τὸ κακὸν» ≠ «τὸ ἀγαθὸν»
«τὸ ἄπειρον» ≠ «τὸ πεπερασμένον»
«ῥᾴδιον» ≠ «χαλεπὸν»
«τὸ ἀποτυχεῖν» ≠ «τὸ ἐπιτυχεῖν»
«κακία» ≠ «ἀρετὴ»
«ὑπερβολὴ-ἔλλειψις» ≠ «μεσότης»
Παραθέτει τον στερεότυπο παροιμιακό στίχο, οπότε στο εξής με αντιμεταχώρηση θα προηγηθούν οι θετικές έννοιες :
«ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ»
«ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»
Έλξη και βραχυλογία
«ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ (αντί «τῷ λόγῳ, ὃν») ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»
Πολυσύνδετο σχήμα: τονίζει το στόχο της αρετής να βρίσκει και να επιλέγει το σωστό και να αποφεύγει το λάθος.
«καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι»
Σχήμα κύκλου:
Η ενότητα εισάγεται με τη φράση «τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου» και στο τέλος του πρώτου μέρους ολοκληρώνεται με τον στίχο «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί». Έτσι ο φιλόσοφος, αφού έχει κλείσει και από άποψη περιεχομένου και από άποψη μορφής τη συλλογιστική του πορεία, θα προχωρήσει στον ορισμό της αρετής που εισάγεται με την τυπική έκφραση «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή».
Τα παραπάνω σχήματα λόγου τονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη. Πάντως γενικά, ο λόγος του Αριστοτέλη διακρίνεται για άλλη μια φορά από λιτότητα και απλότητα. Χαρακτηριστικό του ύφους της ενότητας είναι οι αναφορές στους Πυθαγορείους και στον παροιμιακό στίχο, που ενδυναμώνουν την πειστικότητα των απόψεων που αναπτύσσονται.

Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1948

Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 7-8

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η

“Η ΑΡΕΤΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΟΤΗΤΑ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ “ΜΕΣΟΤΗΤΑ”. – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Το περιεχόμενο της έννοιας «μεσότητα».     Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς…
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 1: Το περιεχόμενο της έννοιας «μεσότητα»]

Τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας «μεσότητα».

Αντικειμενικά κριτήρια: «κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»     Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν,
Υποκειμενικά κριτήρια: «πρὸς ἡμᾶς»     πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει˙ τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2: Τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας «μεσότητα»]

Παραδείγματα που συμβάλλουν στην κατανόηση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μέσου.     Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα˙ ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται˙ τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον˙ οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει˙ ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον˙ Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 3: Παραδείγματα που συμβάλλουν στην κατανόηση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μέσου]

Συμπέρασμα: συσχετισμός του υποκειμενικού μέσου με τις ηθικές αρετές.     Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5: Συμπέρασμα: συσχετισμός του υποκειμενικού μέσου με τις ηθικές αρετές]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Σε καθετί λοιπόν που παρουσιάζει συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί είναι δυνατό να πάρουμε από τη μια ένα κομμάτι μεγαλύτερο, από την άλλη ένα κομμάτι μικρότερο ή ένα κομμάτι ίσο, και αυτά σε σχέση είτε με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση με εμάς… Και ονομάζω μέσον σε σχέση με το πράγμα, αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα (του), το οποίο είναι ένα και το ίδιο για όλους, ενώ (μέσον) σε σχέση με εμάς, αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο˙ και αυτό δεν είναι ένα ούτε το ίδιο για όλους. Για παράδειγμα, εάν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσο σε σχέση με το πράγμα παίρνουν (ή: θεωρούν) το έξι˙ γιατί αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων˙ και αυτό είναι μέσον σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής. Το μέσον όμως σε σχέση με εμάς δεν πρέπει να το προσδιορίζουμε έτσι˙ γιατί, αν για κάποιον είναι πολύ το φαγητό των δέκα μνων και λίγο των δύο, ο προπονητής δεν θα ορίσει έξι μερίδες˙ γιατί και αυτή η ποσότητα ίσως είναι μεγάλη γι’ αυτόν που θα την πάρει ή μικρή˙ δηλαδή για ένα Μίλωνα είναι μικρή, ενώ γι’ αυτόν που αρχίζει τις γυμναστικές ασκήσεις, μεγάλη. Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο και στην πάλη. Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη, και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει˙ και το μέσον όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 168 – 169)
Διαιρετῷ = μπορεί να διαιρεθεί (ρηματικό επίθετο σε -τὸς = μπορεί να …)
ἔστι = είναι δυνατόν (απρόσωπη έκφραση)
ἑκατέρου = καθένα από τα δύο
ταὐτὸν = το ίδιο (< τὸ αὐτόν -> κράση)
ληπτέον = πρέπει να (το) προσδιορίζουμε (ρηματικό επίθετο σε -τέος = πρέπει να …)
τῳ = για κάποιον (δεύτερος τύπος δοτικής ενικού της αόριστης αντωνυμίας τις, τινός: τινὶ / τῳ)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
συνεχεῖ, ἀπέχον, ὑπερέχει, ὑπερέχεται < ἔχω: εχεμύθεια, έξη, εξής, ανέχεια, συνέχεια, ανεκτικός, περιεκτικός, περιέκτης, προσεκτικός, καχεξία, καχεκτικός, ευεξία, ακάθεκτος, σχήμα, σχέση, σχεδόν, σχετικός, άσχετος, σχέδιο, σχολείο, ανοχή, συνοχή, κατοχή, εποχή, εξοχή, παροχή, προεξοχή, οχυρός, οχύρωση, τροπαιούχος, διπλωματούχος, συμβασιούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, ζαχαρούχος, σοκολατούχος, αλληλουχία, κληρουχία, ευωχία, ανακωχή
λαβεῖν, λαμβάνουσι, ληπτέον, ληψομένῳ < λαμβάνω: λαβή, απολαβή, παραλαβή, συλλαβή, αντιλαβή, χειρολαβή, λήψη, μετάληψη, σύλληψη, πρόσληψη, επανάληψη, κατάληψη, προκατάληψη, περίληψη, αντίληψη, υπόληψη, επιληψία, θρησκοληψία, μεροληψία, αμεροληψία, ηχοληψία, παραλήπτης, ηχολήπτης, εικονολήπτης, ανεπανάληπτος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, εργολάβος, δικολάβος, λήμμα, λάφυρο
πλεῖον, πλεονάζει < ὁ, ἡ πλέων/πλείων, τὸ πλέον/πλεῖον: πλέον, πλεονασμός, πλεονεξία, πλεονέκτημα, πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοδότης, πλειοδοσία
ἐλλείπει, ἔλλειψιν < λείπω: λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λειψανδρία, έκλειψη, παράλειψη, διάλειψη, εγκατάλειψη, έλλειψη, διάλειμμα, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, λιποβαρής, λιπόψυχος, λιποθυμία, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λοιπός, λοιπόν, κατάλοιπος, υπόλοιπος
ἀλείπτης < ἀλείφω: άλειμμα, πασάλειμμα, επάλειψη, εξάλειψη, αλοιφή, απαλοιφή
προστάξει < πρὸς + τάττ(σσ)ω: τάγμα, σύνταγμα, διάταγμα, πρόσταγμα, διαταγή, επιταγή, προσταγή, συνταγή, υποταγή, νομοταγής, άτακτος, απότακτος, ανυπότακτος, ανάταξη, παράταξη, σύνταξη, ένταξη, πρόταξη, επίταξη, μετάταξη, ανακατάταξη, αταξία, (αρχι)συντάκτης, συντακτικό, επιτακτικός
ἐπιστήμων < ἐπίσταμαι: επιστήμη, επιστήμονας, επιστημονικός, επιστημοσύνη, επιστημονισμός, επιστημολογία, επιστητό
ὑπερβολὴν < ὑπὲρ + βάλλω: βαλτός, βαλβίδα, βαλλιστικός, περιβάλλον, βέλος, βελόνα, βεληνεκές, βλήμα, έμβλημα, πρόβλημα, απόβλητος, διαβλητός, αναβλητικός, υποβλητικός, επιβλητικός, βόλος, βολίδα, βολή, αναβολή, υπερβολή, συμβολή, ευμετάβολος, κεραυνοβόλος, σύμβολο, παράβολο, έμβολο, αμφιβολία, σφαιροβολία, λιθοβολισμός, πυροβολισμός

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Από κάθε πράγμα που παρουσιάζει μια συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί μπορούμε να χωρίσουμε είτε ένα μεγαλύτερο από τα άλλα κομμάτι είτε ένα μικρότερο από τα άλλα είτε ίσα κομμάτια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να βρούμε ποιο είναι το μέσον, το οποίο προσδιορίζεται είτε με αντικειμενικά είτε με υποκειμενικά κριτήρια. Το αντικειμενικό μέσον σχετίζεται με το πράγμα και είναι αυτό που απέχει το ίδιο από καθένα από τα δύο άκρα του πράγματος. Αυτό δεν μεταβάλλεται, αλλά είναι ένα και το ίδιο για όλους. Αντίθετα, το υποκειμενικό μέσον είναι σχετικό για τον καθένα από εμάς. Δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε ένα, αλλά διαφέρει για τον καθένα από εμάς. Το αντικειμενικό μέσο μπορεί να γίνει κατανοητό με το ακόλουθο παράδειγμα: αν το δύο είναι λίγο και το δέκα πολύ, τότε το αντικειμενικό μέσον είναι το έξι, γιατί, σύμφωνα με τους κανόνες της αριθμητικής, απέχει κι από το δύο και από το έξι τέσσερις μονάδες. Για να γίνει κατανοητό το υποκειμενικό μέσον, δίνεται το εξής παράδειγμα: αν για κάποιον αθλητή το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για τον Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Επομένως, κάθε ειδικός-λογικός άνθρωπος αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιλέγει το μέσον, με βάση όχι τα αντικειμενικά, αλλά με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια.

1. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα»: «Ἐν παντὶ δὴ … πρὸς ἡμᾶς»

Ο Αριστοτέλης ξεκινάει σ’ αυτή την ενότητα να απαντάει στο ερώτημα που έθεσε στην προηγούμενη, ποια δηλαδή είναι η φύση της αρετής. Στόχος του είναι να αποδείξει ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας (κάτι στο οποίο έμμεσα αναφέρθηκε στην 4η ενότητα). Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει πρώτα να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας, για να καταλήξει έπειτα στον συσχετισμό της με την ηθική αρετή.
Αν, λοιπόν, πάρουμε ένα μέγεθος αβ που μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον, μπορούμε, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, να χωρίσουμε ένα κομμάτι γβ, ένα κομμάτι αγ και ένα κομμάτι αδ. Το γβ είναι κομμάτι μεγαλύτερο από το αγ («τὸ μὲν πλεῖον»), το αγ είναι μικρότερο από το γβ («τὸ δ’ ἔλαττον») και το αδ είναι ένα κομμάτι ίσο με το δβ («τὸ δ’ ἴσον»). Μέσον, λοιπόν, δεν είναι ούτε το μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο κομμάτι, αλλά το σημείο που χωρίζει δύο ίσα μέρη. Σχηματικά το μέσον μπορεί να αποδοθεί ως εξής:

2. ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα»: «Λέγω δὲ … οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν».

Το μέσον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να προσδιοριστεί με βάση δύο κριτήρια: τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά.
α) Μέσον με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι’ αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.
β) Μέσον με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κτλ.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι οι όροι «αντικειμενικός» και «υποκειμενικός» δεν υπήρχαν την εποχή του Αριστοτέλη και ήταν δικές του επινοήσεις. Είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη να εκφράσουν με τις κατάλληλες λέξεις τις νέες ιδέες ή επιστημονικές τους συλλήψεις. Αυτό αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία και οι επιλογές τους είναι δύο: ή να επινοήσουν καινούριες λέξεις ή να χρησιμοποιήσουν ήδη υπάρχουσες με διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι και ο Αριστοτέλης, για να πλησιάσει στον προσδιορισμό των εννοιών αυτών, χρησιμοποίησε τον όρο «κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» για την έννοια της αντικειμενικότητας και τον όρο «πρὸς ἡμᾶς» για τον όρο της υποκειμενικότητας.

3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ: «Οἷον … ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης»

Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις του, θα δώσει δύο παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό συλλογισμό.
α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί, σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ’ αυτή δηλαδή την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.

β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για το Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται με ποιοτικά κριτήρια και μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του αθλητή, ο χρόνος εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.

4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ: «μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»
Ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την έννοια της «μεσότητας», αναφέρεται και στις έννοιες της «ὑπερβολῆς» και της «ἐλλείψεως». Ήδη στην 4η ενότητα εμμέσως πλην σαφώς διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αρετή είναι «μεσότης» που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη. Μέσα από τα αντιθετικά ζεύγη που παρέθεσε, έγινε κατανοητό ότι η μεσότητα αποτελεί τη σωστή, την ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επαινείται, γιατί οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν τη λανθασμένη, τη μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επικρίνεται, γιατί μας απομακρύνει από τις ηθικές αρετές. Ο συσχετισμός των αρετών που αναφέρθηκαν εκεί με τις έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης σχηματικά μπορεί να αποδοθεί με τον ακόλουθο πίνακα:
ἔλλειψις    μέσον    ὑπερβολὴ
δειλία    ἀνδρεία    θρασύτης
ἀναισθησία    σωφροσύνη    ἀκολασία
ἀοργησία    πραότης    ὀργιλότης

Ο Αριστοτέλης, βέβαια, στην 4η ενότητα δεν αναφέρει καν το άκρο της έλλειψης σχετικά με τις αρετές αυτές, επειδή συναντάται πολύ πιο σπάνια από το άκρο της υπερβολής.
Να επισημάνουμε, επίσης, ότι σε άλλα σημεία των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα αρετών, για να κάνει πλήρως κατανοητές τις παραπάνω έννοιες.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ: «Οὕτω δὴ … τὸ πρὸς ἡμᾶς»

Με το «οὕτω δὴ» ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε ειδικός («ἐπιστήμων»), κάθε άνθρωπος δηλαδή που διαθέτει ένα λογικό κριτήριο, αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιδιώκει και προτιμά («αἱρεῖται») το μέσον που προσδιορίζεται με υποκειμενικά και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, αφού η αρετή είναι μεσότητα και αφού αυτή σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις επιλογές του (όπως έχει ήδη αναφερθεί και σε προηγούμενες ενότητες), οι οποίες ρυθμίζονται από εξωγενείς και μεταβλητούς παράγοντες (βλέπε σχόλιο 2β), αποδεικνύεται ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια και επιλέγεται με τη λογική.

6. ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗ

Στις ενότητες που μελετήσαμε μέχρι τώρα, ο Αριστοτέλης έδωσε κάποια βασικά γνωρίσματα της ηθικής αρετής. Είδαμε, δηλαδή, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αφού συνδέονται με τον εθισμό σε ηθικές πράξεις. Είναι, λοιπόν, η αρετή «ἕξις» που αποκτιέται με μακροχρόνια άσκηση σε ηθικές πράξεις και καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η διδασκαλία. Δεν είναι, όμως, μια οποιαδήποτε «ἕξις», αφού μεγάλη σημασία έχει η ποιότητα των έξεών μας. Επίσης, η αρετή συνδέεται με τα ευχάριστα συναισθήματα που νιώθουμε, όταν τηρούμε το μέτρο κατά την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης. Έτσι, ο φιλόσοφος κατέληξε ότι η αρετή είναι «ἕξις» με την οποία ο άνθρωπος φτάνει στην ολοκλήρωσή του και στην ολοκλήρωση του έργου του. Σ’ αυτή την ενότητα προστίθενται κάποια νέα γνωρίσματα της αρετής:
α) Η αρετή βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα δηλαδή στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη.
β) Η αρετή βρίσκεται στο μέσον που προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά («πρὸς ἡμᾶς»).
Εδώ, παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης πλησιάζει τη σχετικοκρατική στάση των σοφιστών απέναντι στα πράγματα, η οποία εκφράζεται με τη φράση του Πρωταγόρα: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν» (= Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν πως δεν υπάρχουν). Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι το κάθε άτομο προσδιορίζει όπως θέλει, αυθαίρετα την αρετή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, όπως θα δούμε και στη 10η ενότητα, γιατί υπεισέρχεται το κριτήριο του «ὀρθοῦ λόγου», της λογικής, δηλαδή, και μάλιστα της λογικής του φρόνιμου ανθρώπου, η οποία διασφαλίζει την αντικειμενικότητα στον προσδιορισμό του μέσου.
γ) Η αρετή είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου («τοῦθ’ αἱρεῖται»).
δ) Η αρετή προσδιορίζεται με βάση τη λογική, τον «ὀρθὸν λόγον» (η άποψη αυτή θα αναλυθεί περαιτέρω στη 10η ενότητα). Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την αναφορά της λέξης «ἐπιστήμων», ο οποίος επιζητά («ζητεῖ») και επιλέγει («αἱρεῖται») τη μεσότητα ακολουθώντας μια λογική διεργασία.

7. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ.
•    Αφού η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια, προκύπτει ότι δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ίσχυαν όσα αναφέρονται στις ενότητες 1, 2 και 3. Αν, δηλαδή, ήταν έμφυτο χαρακτηριστικό, δεν θα μεταβαλλόταν, όπως αμετάβλητοι είναι και οι νόμοι της φύσης, και, επομένως, θα προσδιοριζόταν με αντικειμενικά κριτήρια. Επίσης, δεν θα χρειαζόταν ο εθισμός σε ηθικές πράξεις για την κατάκτησή της και οι προσπάθειες των νομοθετών να κάνουν τους πολίτες καλούς μέσω του εθισμού θα ήταν άσκοπες, αφού όλοι θα γεννιόμασταν εκ φύσεως με ή χωρίς την αρετή χωρίς αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
•    Είδαμε παραπάνω ότι η αρετή είναι μεσότητα υποκειμενική και προσδιορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο με μέτρο τον εαυτό του. Επομένως, απαραίτητη προϋπόθεση για τον προσδιορισμό αυτής της μεσότητας είναι η αυτογνωσία, το σωκρατικό δηλαδή «γνῶθι σαυτόν». Μόνο αν κάποιος γνωρίζει καλά τον εαυτό του και μπορεί να εκτιμήσει τα όριά του, τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να φτάσει στην αρετή και στον προσδιορισμό του μέσου της. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη.


8. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
«μναῖ»: η «μνᾶ» ήταν νομισματική μονάδα, ισοδύναμη με 100 δραχμές. Όμως, αποτελούσε και μονάδα βάρους και μ’ αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται στο κείμενό μας. Γενικά, ισοδυναμούσε με περίπου 435 γραμμάρια, αλλά από εποχή σε εποχή και από πόλη σε πόλη το βάρος της διαφοροποιούνταν. Εδώ πρόκειται για την «ἀττικὴ μνᾶ» της εποχής του Αριστοτέλη.
«Μίλων»: ήταν μεγάλος αθλητής από τον Κρότωνα, τη γνωστή ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας. Έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η αρχαιότητα μιλούσε με θαυμασμό για τη μεγάλη του δύναμη και τις ποσότητες φαγητού που κατανάλωνε.
«ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης»: εννοούνται συνεκδοχικά οι δρομείς και οι παλαιστές.
«πᾶς ἐπιστήμων»: ο όρος έχει παρόμοια σημασία με τον όρο «τεχνῖται» που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Δεν εννοούνται δηλαδή εδώ αυτοί που ασχολούνται με κάποια επιστήμη, όπως τα μαθηματικά, γιατί αυτοί εξετάζουν το αντικειμενικό μέσο. Αντίθετα, εδώ εννοούνται αυτοί που έχοντας κάποιο λογικό κριτήριο επιδιώκουν το υποκειμενικό μέσον.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Πολυσύνδετα σχήματα:
•    «τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς»:
χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια του Αριστοτέλη να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας και να διακρίνει τα δύο διαφορετικά κριτήρια προσδιορισμού της.
•    «μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»: τονίζονται τα χαρακτηριστικά του υποκειμενικού μέσου.
Αντιθέσεις:
•    «Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον …, πρὸς ἡμᾶς δὲ …»:
τονίζονται τα αντίθετα χαρακτηριστικά του αντικειμενικού και υποκειμενικού μέσου.
•    «πλεονάζει ≠ ἐλλείπει», «πολλὰ ≠ ὀλίγα», «πολύ ≠ ὀλίγον»:
τονίζονται οι αντιθετικές έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης, των δύο άκρων ανάμεσα στα οποία βρίσκεται η μεσότητα.
•    «ὑπερβολὴν – ἔλλειψιν ≠ μέσον», «φεύγει ≠ ζητεῖ, αἱρεῖται»:
αντιπαρατίθεται η μεσότητα με την υπερβολή και την έλλειψη, οι οποίες αποτελούν τα δύο άκρα της και πρέπει να αποφεύγονται, γιατί μας απομακρύνουν από την ηθική αρετή. Αντίθετα, μόνο αν επιδιώκουμε τη μεσότητα μπορούμε να κατακτήσουμε την αρετή.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η

ΟΠΩΣ Η ΤΕΧΝΗ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η μεσότητα στην τέχνη και ο ορισμός των ολοκληρωμένων έργων     Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται),
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 1. Η μεσότητα στην τέχνη και ο ορισμός των ολοκληρωμένων έργων: «Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἐργάζονται»]

Συσχετισμός αρετής – τέχνης – φύσης     ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 2. Συσχετισμός τέχνης – φύσης – αρετής: «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική.»]

Σύνδεση της ηθικής αρετής, και όχι της διανοητικής, με τη μεσότητα     Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν˙ αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της (γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε ούτε να (τους) προσθέσουμε τίποτα, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητα, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό), αν λοιπόν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση, (τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. Και εννοώ την ηθική (αρετή)˙ γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 171.)
Οὕτω = με αυτόν τον τρόπο
τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις = για τα ολοκληρωμένα έργα
ἔστιν = είναι δυνατόν (απρόσωπο ρήμα)
ὡς φθειρούσης – ὡς σῳζούσης = γιατί … φθείρουν – (γιατί) … διασώζει (γενικές απόλυτες αιτιολογικές μετοχές υποκειμενικής αιτιολογίας. Την υποκειμενική αιτιολογία δηλώνει το μόριο «ὡς» που τις συνοδεύει)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ἐπιτελεῖ < ἐπὶ + τέλος: τέλος, τελικός, τελειωτικός, τέλειος, τελείωση, τελειοποίηση, τελετή, τέλεση, τελώνης, τελωνείο, τελωνειακός, ατελής, ημιτελής, ιδιοτελής, αυτοτελής, ευτελής, υποτελής, πολυτελής, ατέλεια, πολυτέλεια, συντέλεια, εντέλεια, ισοτέλεια, νομοτέλεια, επιτέλεση, εκτέλεση, συντελεστής, εκτελεστής, επιτελείο
ἄγουσα < ἄγω: αγωγή, αγωγός, παραγωγός, δημαγωγός, προσαγωγός, νηπιαγωγός, αγώνας, άγημα, άξονας, απαγωγή, συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας, αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός
ἀφελεῖν < ἀπὸ + αἱρέομαι –οῦμαι: αίρεση, αιρετικός, αφαίρεση, διαίρεση, συναίρεση, καθαίρεση, αναίρεση, προαίρεση, προαιρετικός, διαιρέτης, εξαίρετος, αναφαίρετος, αυθαίρετος, αρχαιρεσίες (εκλογές αρχόντων)
προσθεῖναι < πρὸς + τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης
σῳζούσης < σῴζω: σώσιμο, σωστικός, διασωστικός, ναυαγοσωστικός, διάσωση, ναυαγοσώστης, διασώστης, σωσίβιο, σωτηρία, σωτήριος, σώος, σώμα, σώφρων, σωστός, σωσίας, άσωτος
πάθη < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεις < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, απραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης ενισχύει τη θέση στην οποία κατέληξε στην προηγούμενη ενότητα, ότι η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια. Για να το πετύχει αυτό συσχετίζει την αρετή με τις τέχνες. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι τεχνίτες επιδιώκουν τη μεσότητα, με την οποία δημιουργούν ολοκληρωμένα έργα. Από αυτά δεν μπορούμε ούτε να αφαιρέσουμε κάτι, γιατί θα τα οδηγήσουμε στην έλλειψη, ούτε να προσθέσουμε κάτι, γιατί θα τα οδηγήσουμε στην υπερβολή. Η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητά τους, ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει.
Αν λοιπόν η τέχνη έχει ως στόχο της τη μεσότητα, τότε αυτός είναι ο στόχος και της αρετής –όπως και της φύσης– αφού αυτή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε μορφή τέχνης. Ωστόσο, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι, όταν μιλάει για την αρετή, εννοεί την ηθική αρετή, γιατί μόνο αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα.

1. Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ: «Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἐργάζονται»

Ο Αριστοτέλης επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της προηγούμενης ενότητας, ότι οι ηθικές αρετές στοχεύουν στη μεσότητα (η οποία προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια). Για να καταλήξει όμως στη θέση αυτή, πρώτα θα αναφερθεί στη μεσότητα που υπάρχει στις τέχνες. Εδώ, είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι οι όροι επιστήμη και τέχνη έχουν σχεδόν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο στην ενότητα και δεν έχουν καμία σχέση με τους ίδιους όρους, όταν χρησιμοποιούνται από τον Αριστοτέλη ως «διανοητικές αρετές». Όταν λοιπόν η τέχνη – επιστήμη λειτουργεί σωστά, επιδιώκει τη μεσότητα και γι’ αυτό τα έργα που δημιουργεί είναι τέλεια, ολοκληρωμένα («τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις»). Με τον όρο «ολοκληρωμένο έργο» εννοούμε αυτό που βρίσκεται στη μεσότητα, που τηρεί το μέτρο και την αρμονία και εξισορροπεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη. Γι’ αυτό από αυτό δεν μπορούμε ούτε να αφαιρέσουμε κάτι («οὔτ’ ἀφελεῖν»), γιατί δεν έχει κάτι περιττό και με την αφαίρεση θα το οδηγήσουμε στην έλλειψη, ούτε να προσθέσουμε κάτι («οὔτε προσθεῖναι»), γιατί δεν του λείπει κάτι και με την πρόσθεση θα το οδηγήσουμε στην υπερβολή. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η υπερβολή και η έλλειψη διαταράσσουν την ισορροπία και καταστρέφουν την τελειότητά του («φθειρούσης»), ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει («σῳζούσης»). Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης αλλού αναφέρει ότι ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να είναι ούτε «παμμέγεθες» ούτε «πάμμικρον» (Ποιητική, 1450b, 37-39). Υπέρ της τήρησης του μέτρου τασσόταν και ο Πλάτων, ο οποίος στον «Φίληβο» αναφέρει: «μετριότης γὰρ καὶ συμμετρία κάλλος δήπου καὶ ἀρετὴ πανταχοῦ συμβαίνει γίγνεσθαι» (= το μέτρο και η συμμετρία συμβαίνει να μεταβάλλονται σε ομορφιά και αρετή, Φίληβος, 64e, 6).

2. ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗΣ – ΦΥΣΗΣ – ΑΡΕΤΗΣ: «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική.»
Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης συσχετίζει τις έννοιες τέχνη (η οποία εδώ ταυτίζεται με τον όρο «ἐπιστήμη»), φύση και αρετή και διαπιστώνει ότι έχουν ένα κοινό γνώρισμα, αλλά και διαφορές. Το κοινό τους γνώρισμα είναι ότι και οι τρεις έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν μορφές. Η διαφορά τους έγκειται σε τι δίνει μορφή η καθεμιά. Έτσι, λοιπόν:
α) η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της,
β) η αρετή δίνει μορφή στην προσωπικότητα του ανθρώπου και
γ) η φύση δημιουργεί κι αυτή τις δικές της μορφές.
Παράλληλα, ο φιλόσοφος επιχειρεί να ιεραρχήσει τις τρεις αυτές έννοιες. Έτσι, κατ’ αυτόν, η φύση είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί κάθε φυσικό ον έχει τάση προς την τελειότητα. Από τη στιγμή δηλαδή που γεννιέται και αυξάνεται, οδηγείται, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, στο «τέλος», στην τελειότερη μορφή του. Αντίθετα, τα έργα τέχνης είναι σταθερά και αμετάβλητα και δεν τείνουν πουθενά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει : «ο σκοπός και το ωραίο είναι σε μεγαλύτερο βαθμό παρόντα στη φύση, παρά στα έργα της τέχνης» (Περὶ ζώων μορίων, 639b, 19-21). Εξάλλου, όπως διαπιστώνει και ο Ασπάσιος, ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, «μιμεῖται γὰρ τέχνη τὴν φύσιν» (= η τέχνη μιμείται τη φύση), γι’ αυτό και είναι κατώτερη αυτής. Από την άλλη, η αρετή είναι ανώτερη και από τη φύση και από την τέχνη, γιατί μορφοποιεί στην ουσία του τον άνθρωπο και αποτελεί ύψιστη έκφανση της μεσότητας. Όπως, μάλιστα, αναφέρει και ο Ασπάσιος, η αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η αρετή είναι «τελειότης φύσεως καὶ κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή μια φυσική ιδιότητα με επιτυχία οδηγημένη στοn σκοπό της. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, για τον Αριστοτέλη, ανώτερη όλων είναι η αρετή, ακολουθεί η φύση και τελευταία στην ιεράρχηση έρχεται η τέχνη:
Αρετή -> φύση -> τέχνη

3. Ο ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΕΤΗ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ.

Για να αποδείξει ο Αριστοτέλης ότι η αρετή έχει ως στόχο της το μέσον, διατυπώνει τον εξής υποθετικό συλλογισμό:

1η προκείμενη: αν η τέχνη στοχεύει στο μέσον («Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἄγουσα τὰ ἔργα») και
2η προκείμενη: αν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από την τέχνη («ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν»)
Συμπέρασμα: η αρετή έχει ως στόχο της το μέσον («τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική»).

Καλό είναι να επισημανθεί εδώ ότι η χρήση υποθετικού συλλογισμού, ο οποίος βασίζεται σε προκείμενες από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική πρόταση, προσιδιάζει στο ύφος του επιστημονικού λόγου, γιατί υποδηλώνει μετριοπάθεια, διαλλακτικότητα και έλλειψη δογματισμού. Άλλωστε, μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας εντάσσεται και η διατύπωση υποθέσεων, οι οποίες αργότερα επαληθεύονται ή διαψεύδονται. Τη μετριοπάθεια και τη διαλλακτικότητα υποδηλώνει και η χρήση της δυνητικής ευκτικής στο χωρίο «τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική», η οποία δηλώνει αυτό που είναι δυνατό να γίνει στο παρόν και το μέλλον, δηλαδή το πιθανό και ενδεχόμενο. Η αρχική αυτή υπόθεση θα πάρει τη μορφή συμπεράσματος διατυπωμένου σε οριστική έγκλιση στην αμέσως επόμενη ενότητα. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο Αριστοτέλης συνέγραψε τα «Ηθικά Νικομάχεια» (όπως πληροφορούμαστε και από την εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου) σε ώριμη πια ηλικία, την οποία χαρακτήριζε η ηρεμία, η νηφαλιότητα, η ώριμη σκέψη και η έλλειψη δογματισμού.

4. Η ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ, ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ: «…τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική.»
Η αρετή της μεσότητας, του μέτρου, αποτελούσε γνώρισμα της αρχαιοελληνικής σκέψης και συναντάται σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους. Συγκεκριμένα:
α) Στην καθημερινή ζωή τους: αρκεί να θυμηθούμε τις γνωστές φράσεις «μηδὲν ἄγαν» και «μέτρον ἄριστον», που υποδεικνύουν την τήρηση του μέτρου. Επιπλέον, η «ὕβρις» προς τους θεούς αποτελούσε υπέρβαση του μέτρου και επέφερε την τιμωρία.
β) Στην τέχνη: τα κλασικά έργα τέχνης των αρχαίων Ελλήνων είχαν ως γνώρισμα τη μεσότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες, σε αντίθεση με τους ανατολικούς λαούς, απέφευγαν και αποδοκίμαζαν την υπερβολή στα έργα τους.
γ) Στη φιλοσοφία: την τήρηση του μέτρου εξυμνούσε τόσο ο Δημόκριτος όσο και ο Πλάτων. Ο Δημόκριτος έλεγε: «καλὸν ἐν παντὶ τὸ ἴσον, ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις οὔ μοι δοκέει» (= σε κάθε πράγμα καλό είναι το ίσιο (δηλαδή το μέτρο)˙ η υπερβολή και η έλλειψη δεν μου αρέσει). Ο Πλάτων πάλι αναφέρει στον «Φίληβο»: «μετριότης γὰρ καὶ συμμετρία κάλλος δήπου καὶ ἀρετὴ πανταχοῦ συμβαίνει γίγνεσθαι» (= το μέτρο και η συμμετρία συμβαίνει να μεταβάλλονται σε ομορφιά και αρετή). Επίσης, ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, καθώς και ο Ιπποκράτης στην ιατρική του, τόνιζαν την αξία του μέτρου για τη διατήρηση της υγείας.

5. Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν˙»
Σ’ αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι η μεσότητα αφορά τις ηθικές και όχι τις διανοητικές αρετές. Κι αυτό, γιατί οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα. Αντίθετα, οι διανοητικές αρετές δεν είναι μεσότητες, γιατί είναι ασυμβίβαστες με τις έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης και ή τις έχει κάποιος ή δεν τις έχει. Σχετικά με τη διανοητική αρετή της σοφίας ο Ασπάσιος γράφει: «φανερὸν δὲ ποιεῖ διὰ τούτων ὅτι ἡ διανοητικὴ ἀρετὴ οὐκ ἔστι μεσότης˙ οὐ γὰρ δεῖ μέσως μὲν εἰδέναι, ὑπερβαλλόντως δὲ μή, ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον οἷόν τε εἰδέναι ἄριστα ἂν ἔχοι» (= με αυτά (ο Αριστοτέλης) κάνει φανερό ότι η διανοητική αρετή δεν είναι μεσότητα˙ γιατί δεν πρέπει να έχει κανείς γνώσεις μεσαίας ποιότητας και όχι υπερβολικά πολλές, αλλά θα ήταν άριστο να έχει όσο το δυνατόν πιο πολλές γνώσεις). Δηλαδή στην αρετή της σοφίας θεωρείται πολύ καλό να έχει κανείς πάρα πολλές γνώσεις, να βρίσκεται δηλαδή στην υπερβολή.

6. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «Περὶ πάθη»
Στην αριστοτελική έννοια «πάθη» αναφερθήκαμε και στην 6η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων». Είδαμε λοιπόν ότι για τον Αριστοτέλη πάθη είναι η επιθυμία, η οργή, ο φόβος, το θάρρος, ο φθόνος, η χαρά, η φιλία, το μίσος, ο πόθος, η ζήλεια, η λύπη, δηλαδή αυτά που σήμερα θα λέγαμε συναισθήματα. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τα «πάθη» είναι άλογες παρορμήσεις της ψυχής και βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπινου είδους.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Αντιθέσεις
«ἀφελεῖν ≠ προσθεῖναι»
«φθειρούσης ≠ σῳζούσης»
«ἐλλείψεως, ὑπερβολῆς ≠ μεσότητος»

Επανάληψη
«οὔτε – οὔτε»
Οι παραπάνω αντιθέσεις και η επανάληψη των «οὔτε – οὔτε» τονίζουν την κρίσιμη διαφορά της έλλειψης και της υπερβολής από τη μεσότητα, καθώς και την άποψη ότι η υπερβολή και η έλλειψη ανατρέπουν την ισορροπία που υπάρχει στα έργα τέχνης, ενώ η μεσότητα τη διαφυλάττει.
Επίσης, μία σημαντική διαφορά στην συντακτική δομή του κειμένου αυτού σε σχέση με τα προηγούμενα είναι, ότι ενώ στις προηγούμενες ενότητες κυριαρχούσε η σύνδεση κατά παράταξη, εδώ έχουμε υποταγμένο λόγο, περισσότερο συνειρμικό και επιστημονικό.

Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1946

Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 5-6

ΕΝΟΤΗΤΑ 5η

Η ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Τα συναισθήματα που ακολουθούν τις πράξεις μας αποτελούν το κριτήριο ότι έχουν διαμορφωθεί τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας («ἕξεις») – Παραδείγματα.     Σημεῖον δὲ δεῖ ποιεῖσθαι τῶν ἕξεων τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν ἢ λύπην τοῖς ἔργοις˙ ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων, ὁ δ’ ἀχθόμενος ἀκόλαστος, καὶ ὁ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων ἢ μὴ λυπούμενός γε ἀνδρεῖος, ὁ δὲ λυπούμενος δειλός.

Συσχετισμός της ηθικής αρετής με τα συναισθήματα – Συμπέρασμα.     Περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἡ ἠθικὴ ἀρετή˙ διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν, διὰ δὲ τὴν λύπην τῶν καλῶν ἀπεχόμεθα.

Απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για το ρόλο της αγωγής στη διαμόρφωση των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας.     Διὸ δεῖ ἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁ Πλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ˙ ἡ γὰρ ὀρθὴ παιδεία αὕτη ἐστίν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 7. Ο ρόλος της αγωγής, κατά τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, στη διαμόρφωση των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας : «Διὸ δεῖ … αὕτη ἐστίν»]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Πρέπει όμως να θεωρούμε αποδεικτικό σημάδι ότι έχουν διαμορφωθεί τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια που συνοδεύει τις πράξεις μας˙ γιατί αυτός που μένει μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό ακριβώς του προκαλεί ευχαρίστηση, είναι σώφρων, ενώ αυτός που δυσανασχετεί (με αυτό), (είναι) ακόλαστος και αυτός που υπομένει τους κινδύνους και χαίρεται ή τουλάχιστον δεν δυσαρεστείται, είναι ανδρείος, ενώ αυτός που δυσαρεστείται (είναι) δειλός. Γιατί η ηθική αρετή σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια˙ γιατί εξαιτίας της ευχαρίστησης κάνουμε τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιο τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε να ευχαριστιόμαστε και να δυσαρεστούμαστε με αυτά που πρέπει˙ γιατί αυτή είναι η σωστή παιδεία.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 164)
χαίρων = νιώθω ευχάριστα, προκαλώ ευχάριστα συναισθήματα
ἀχθόμενος < ἄχθομαι = δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι
ἦχθαι < απαρέμφατο παρακειμένου του «ἄγομαι» = διαπαιδαγωγούμαι
πως = με τέτοιο τρόπο

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
σημεῖον < σημαίνω: σήμα, σημείο, σημάδι, σημαδιακός, σημαία, σήμανση, σήμαντρο, σημασία, σημασιολογία, σημείωση, σημείωμα, σημειολογία, αξιοσημείωτος, πρόσημο, παράσημο, ένσημο, γραμματόσημο, χαρτόσημο, βιβλιόσημο, επίσημος, άσημος, διάσημος, δίσημος, αμφίσημος, πολύσημος, σηματοδότης, σηματοδότηση, σημαδιακός, επισήμανση, προσήμανση, σημαντικός, ασήμαντος
ἡδονὴν < ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι): ηδονή, ηδονικός, ηδονιστής, ηδονοβλεψίας, ηδυπάθεια, ηδύποτο (= λικέρ), αηδία
λύπην < λυπέομαι –οῦμαι: λυπηρός, λυπητερός, λύπηση, περίλυπος, συλλυπητήριος, αλύπητα, αξιολύπητος
ἀχθόμενος < ἄχθομαι: άχθος, αχθοφόρος, επαχθής, σεισάχθεια, άγχος, αγχόνη
ὑπομένων < ὑπὸ + μένω: υπομονή, διαμονή, επιμονή, εμμονή, παραμονή, προσμονή, επίμονος, ανυπόμονος, έμμονος, υπομονετικός, μόνιμος, μονιμότητα, μοναχός
ἦχθαι < ἄγομαι: αγωγή, διαγωγή, αναγωγή, παραγωγή, εξαγωγή, εισαγωγή, συναγωγή, απαγωγή, καταγωγή, προαγωγή, προσαγωγή, επαγωγή, αγωγός, παράγωγος, παραγωγός, νηπιαγωγός, ανάγωγος, εισαγωγέας, εξαγωγέας, υδραγωγείο, αγώγι, αγωγιάτης, αγώγιμος, αρχηγός, κυνηγός, χορηγός, λοχαγός, στρατηγός, οδηγός, ξεναγός, αγώνας, αγωνιστικός, αγωνία, αγρός, αγρότης, άγημα, αγέλη, άξιος, αξία, αξιόμαχος, άξονας, αξονικός, ακτίνα
ὀρθὴ < (επίθ.) ὀρθός: όρθιος, ορθώνω, κατορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω, διόρθωση, επιδιόρθωση, επανόρθωση, παλινόρθωση, κατόρθωμα, αδιόρθωτος, ακατόρθωτος, διορθωτής, ορθολογισμός, ορθολογιστής

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Όταν εκτελούμε μια πράξη, δοκιμάζουμε είτε ευχάριστα είτε δυσάρεστα συναισθήματα και αυτό αποδεικνύει ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα μας τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας («αἱ ἕξεις»). Η θέση αυτή αποδεικνύεται με τα ακόλουθα παραδείγματα: αν κάποιος απέχει από τις βλαπτικές σωματικές ηδονές και αυτό τον ευχαριστεί, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει αποκτήσει το μόνιμο χαρακτηριστικό της εγκράτειας˙ αν όμως απέχοντας από αυτές νιώθει δυσάρεστα συναισθήματα, τότε είναι «ἀκόλαστος». Αν πάλι κάποιος υπομένει τις επικίνδυνες πράξεις και αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση ή τουλάχιστον όχι δυσαρέσκεια, τότε είναι ανδρείος, ενώ, αν τις υπομένει με δυσαρέσκεια, τότε είναι δειλός. Επομένως, για να θεωρηθεί ότι κάποιος έχει κατακτήσει τις ηθικές αρετές, δεν αρκεί να κάνει ηθικές πράξεις, αλλά και να βιώνει ευχάριστα συναισθήματα μέσα από αυτές. Και παρατηρούμε ότι, όταν ένας άνθρωπος δεν κατέχει την αρετή, κάνει τιποτένιες πράξεις, επειδή αυτές τον ευχαριστούν, ενώ κρατιέται μακριά από τις καλές πράξεις, επειδή μ’ αυτές θα νιώσει δυσάρεστα συναισθήματα. Αφού, λοιπόν, τις πράξεις μας τις συνοδεύουν συναισθήματα, πρέπει, για να κατακτήσουμε την αρετή, να συνηθίσουμε να νιώθουμε ευχάριστα συναισθήματα με την εκτέλεση ηθικών πράξεων και το αντίθετο. Αυτό πρέπει να γίνεται με την αγωγή από την παιδική μας κιόλας ηλικία. Αυτή την άποψη συμμερίζεται και ο Πλάτωνας.

1. «Σημεῖον δὲ … τοῖς ἔργοις•» ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ.

Ο Αριστοτέλης διατυπώνει τη θέση ότι τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα που συνοδεύουν τις πράξεις μας αποτελούν το κριτήριο ότι έχουν διαμορφωθεί μέσα μας τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Όταν, λοιπόν, κάνουμε ενάρετες πράξεις και, εξαιτίας αυτών, αισθανόμαστε ευχαρίστηση, αυτό σημαίνει ότι η αρετή αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό μας. Γι’ αυτό η τέτοιου είδους ηδονή αποτελεί αγαθό για το οποίο δεν πρέπει να αδιαφορούμε. Άλλωστε, αυτή είναι και η επιβράβευση για τις ηθικές πράξεις μας. Από την άλλη, η λύπη που αισθανόμαστε, όταν πράττουμε ενάρετα, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε κάνει κτήμα μας την αρετή, δεν είμαστε ενάρετοι, αλλά ακόλαστοι. Για να αποδείξει τη θέση αυτή ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τα ακόλουθα παραδείγματα:

1ο παράδειγμα («ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος … ἀκόλαστος»): αν κάποιος κρατιέται μακριά από τις σωματικές ηδονές και αυτό του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα, τότε έχει αποκτήσει ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι σώφρων, ενώ αν σε κάποιον η αποχή αυτή προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα, τότε έχει διαμορφώσει ένα άλλο μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι ακόλαστος. Επομένως, δεν αρκεί να απέχει κανείς από τις σωματικές ηδονές για να χαρακτηρίζεται σώφρων. Τον χαρακτηρισμό αυτό τον δικαιούται μόνο εάν η αποχή αυτή του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα.

Για να γίνει πιο κατανοητό το παράδειγμα, καλό είναι να διευκρινιστούν τα εξής:
•    «ἡδονή»: είναι το ευχάριστο συναίσθημα, η ηθική ικανοποίηση, η ανώτερη ηδονή που ολοκληρώνει τον άνθρωπο και δεν προκαλείται από σωματικό ερέθισμα. Για το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από σωματικό ερέθισμα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο «σωματικαὶ ἡδοναί»,
•    όταν ο Αριστοτέλης μιλά για αποχή από τις σωματικές ηδονές («ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν»), δεν εννοεί την πλήρη αποχή από αυτές, αλλά την αποχή από τις υπερβολικές σωματικές ηδονές, την έμμετρη απόλαυσή τους. Η πλήρης αποχή είναι κατά τον φιλόσοφο κακία και αναίσθητος αυτός που απέχει πλήρως από αυτές.
•    «λύπη»: είναι το δυσάρεστο συναίσθημα,
•    «σώφρων»: είναι αυτός που χρησιμοποιεί τη σκέψη του ώστε να ενεργεί σωστά, ο εγκρατής, αυτός που τηρεί το μέτρο. Η αποχή από τις σωματικές ηδονές τού προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα, γιατί μπορεί και επιβάλλεται πάνω σ’ αυτές και αποδεικνύει στον εαυτό του την ισχυρή του θέληση,
•    «ἀκόλαστος»: είναι αυτός που απέχει από τις σωματικές ηδονές, επιβάλλεται πάνω σ’ αυτές, αλλά η αποχή αυτή του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα. Λυπάται, όταν δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του για απόλαυση των σωματικών ηδονών.
2ο παράδειγμα («καὶ ὁ μὲν ὑπομένων … δειλός»): αν κάποιος υπομένει τους κινδύνους της μάχης ή τις αντιξοότητες της ζωής και αυτό του προκαλεί ευχάριστα ή τουλάχιστον όχι δυσάρεστα συναισθήματα, τότε έχει αποκτήσει ένα μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι ανδρείος. Αν όμως υπομένει τους κινδύνους με δυσαρέσκεια, τότε έχει διαμορφώσει ένα άλλο μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα του και είναι δειλός.

Ας διευκρινίσουμε τώρα τους εξής όρους:
•    «ἀνδρεῖος»: αισθάνεται ικανοποίηση, χαρά, όταν αντιμετωπίζει τα δεινά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νιώθει το συναίσθημα του φόβου, αλλά μπορεί και επιβάλλεται πάνω σ’ αυτό και το ξεπερνά κι αυτό είναι στοιχείο της αρετής,
•    «δειλός»: λυπάται, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες, και νιώθει υπερβολικό φόβο στην αντιμετώπιση των κινδύνων. Ο φόβος του υπερβαίνει τα όρια του μέτρου και δεν μπορεί να τον ξεπεράσει. Αυτό είναι στοιχείο της κακίας.


2. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: «Περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἡ ἠθικὴ ἀρετή•»

Τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν προηγουμένως οδηγούν τον Αριστοτέλη στη διατύπωση του συμπεράσματός του, ότι η ηθική αρετή συνδέεται με τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα συναισθήματα. Δεν αρκεί, λοιπόν, να κάνει κάποιος ηθικές πράξεις για να θεωρηθεί ότι έχει κατακτήσει τις ηθικές αρετές, αλλά και να βιώνει ευχάριστα συναισθήματα μέσα από αυτές. Αν οι πράξεις αυτές δεν προκαλούν χαρά αλλά είναι αποτέλεσμα επιβολής και καταναγκασμού και προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ηθικά ενάρετος αυτός που τις πράττει. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, δεν αναφέρεται στο συνεχή εσωτερικό αγώνα που απαιτείται για την κατάκτηση των ηθικών αρετών, αλλά τονίζει ότι αυτές δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα στον ηθικό άνθρωπο. Η αρετή δηλαδή ρυθμίζει τα συναισθήματα της ηδονής και της λύπης στην ψυχή του ανθρώπου και θέτει μέτρο σε αυτά.

Σ’ αυτό το σημείο, μάλιστα, με τη σύνδεση ηθικής και συναισθημάτων, διαφαίνονται και κάποια στοιχεία ψυχολογίας, της οποίας ο Αριστοτέλης έθεσε τις βάσεις και θεωρείται θεμελιωτής της.

3. ΣΤΑΣΗ ΟΣΩΝ ΔΕΝ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ:
«διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν … τῶν καλῶν ἀπεχομέθα.»

Ο Αριστοτέλης αιτιολογεί στο σημείο αυτό το προηγούμενο συμπέρασμα. Εδώ χρησιμοποιεί τον όρο «ἡδονὴ» με την αρνητική σημασία της. Σημαίνει, δηλαδή, την άμετρη επιθυμία, τον ακόρεστο πόθο. Όσοι έχουν διαμορφώσει κακές «ἕξεις» και, επομένως, δεν έχουν κατακτήσει τις ηθικές αρετές, πράττουν τιποτένιες και ασήμαντες πράξεις, γιατί αυτές τους δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα. Αντίθετα, αποφεύγουν τις ηθικές πράξεις, για να αποφύγουν να βιώσουν δυσάρεστα συναισθήματα.

4. ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΒΙΩΝΟΥΝ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΙΑΣ ΗΘΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ:

•    Όσοι κατέχουν τις ηθικές αρετές
o    βιώνουν ευχάριστα συναισθήματα με την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης και γι’ αυτό τις επιδιώκουν,
o    βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα με την εκτέλεση μιας μη ηθικής πράξης (η άποψη αυτή αφήνεται να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα).
•    Όσοι δεν κατέχουν τις ηθικές αρετές
o    βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα με την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης και γι’ αυτό την αποφεύγουν,
o    βιώνουν ευχάριστα συναισθήματα με την εκτέλεση μιας μη ηθικής πράξης.
5. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ἡδονὴ» ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

Στο κείμενο η λέξη «ἡδονὴ» αναφέρεται σε δύο σημεία με δύο διαφορετικές σημασίες. Στην αρχή του κειμένου («… τὴν ἐπιγινομένην ἡδονὴν ἢ λύπην τοῖς ἔργοις») αποκτά τη σημασία των «καλών» ηδονών, οι οποίες επιφέρουν έλλογη χαρά και ικανοποίηση στον άνθρωπο εξαιτίας των ηθικών του πράξεων και συντείνουν στη διατήρηση της μεσότητας και του ορθού λόγου. Στο τέλος του κειμένου («διὰ μὲν γὰρ τὴν ἡδονὴν τὰ φαῦλα πράττομεν») η ηδονή ανήκει στην κατηγορία των «κακών» ηδονών, που ξεπερνούν τα όρια του μέτρου, βρίσκονται στην υπερβολή της απόλαυσης των παθών, κυριαρχούν στη λογική του ανθρώπου και τον απομακρύνουν από την αρετή.
Για τον Αριστοτέλη έχει τεράστια σημασία η «ἡδονὴ» στη ζωή του ανθρώπου. Επειδή, λοιπόν, αυτή ακολουθεί τις πράξεις μας και αποτελεί την επιβράβευσή μας γι’ αυτές, πρέπει να αισθανόμαστε την «καλή», την ανώτερη ηδονή και να την επιλέγουμε, για να οδηγηθούμε στην ηθική αρετή. Ικανοί να τη διακρίνουμε και να την επιλέξουμε από τις «κακές» ηδονές θα γίνουμε μόνο με την ορθή παιδεία.

6. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ: ΟΙ ΗΘΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΟΔΕΥΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΠΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ;
Μας προβληματίζει η θέση του Αριστοτέλη ότι οι ηθικές πράξεις πρέπει να συνοδεύονται από ευχάριστα συναισθήματα κι αυτό, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πρέπει, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν κατέχουμε τις ηθικές αρετές; Για παράδειγμα, όταν δείχνουμε τη συμπαράστασή μας στις συμφορές των άλλων, είναι λογικό να επηρεαστούμε από αυτές και να νιώσουμε δυσάρεστα συναισθήματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν διαπνεόμαστε από την αρετή της φιλανθρωπίας. Επίσης, όταν κάνουμε μια δίκαιη πράξη, είναι δυνατό να νιώσουμε ένα δυσάρεστο συναίσθημα, γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να βλάψουμε κάποιον στην προσπάθειά μας να απονείμουμε δικαιοσύνη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε δίκαιοι. Τον ίδιο προβληματισμό είχε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος γράφει γι’ αυτό το θέμα στα «Ηθικά Νικομάχεια»: «οὐ δὴ ἐν ἁπάσαις ταῖς ἀρεταῖς τὸ ἡδέως ἐνεργεῖν ὑπάρχει, πλὴν ἐφ’ ὅσον τοῦ τέλους ἐφάπτεται» (= δεν είναι δυνατόν σε όλες γενικά τις αρετές η ενέργεια να συνοδεύεται από ευχάριστο συναίσθημα παρά μόνο όταν η ενέργεια πετυχαίνει τον σκοπό της). Βέβαια, η διευκρίνιση αυτή του φιλοσόφου δεν μας δίνει μια ικανοποιητική απάντηση στον παραπάνω προβληματισμό.

7. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ, ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΜΑΣ:
«Διὸ δεῖ … αὕτη ἐστίν.»

Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα (στους «Νόμους») και διατυπώνει κι ο ίδιος τη θέση ότι στη διαμόρφωση των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας σημαντικό ρόλο παίζει η ορθή αγωγή και ιδιαίτερα από πολύ μικρή ηλικία. Το ανθρώπινο περιβάλλον του παιδιού (γονείς και δάσκαλοι), πρέπει από νωρίς να επεμβαίνει, να καθοδηγεί, να του υποδεικνύει τις πράξεις για τις οποίες πρέπει να νιώθει ευχάριστα συναισθήματα και να το βοηθήσει να ασκηθεί σ’ αυτές. Με την επιβράβευση των ηθικών πράξεων και την αποδοκιμασία των μη ηθικών πράξεων θα το βοηθήσει να επιδιώκει μόνο τις πρώτες, αφού μόνο αυτές θα του προσφέρουν τη χαρά της επιβράβευσης, συναίσθημα που προτιμά να αισθάνεται κάθε άνθρωπος. Έτσι, θα επέλθει ο εθισμός σε ενάρετες-ηθικές πράξεις, ο οποίος θα συνεχιστεί και σε μεγαλύτερες ηλικίες, μέχρι να διαμορφωθούν τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα.
8. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Η σύγχρονη παιδαγωγική αποδέχεται την άποψη ότι ο άνθρωπος πρέπει να διαπαιδαγωγείται από πολύ μικρή ηλικία. Επίσης, αναγνωρίζει την αξία και τη συμβολή της ηθικής επιβράβευσης.
Διάσταση απόψεων μπορούμε να παρατηρήσουμε ως προς τον χαρακτήρα της αγωγής: η πλατωνική αγωγή έχει χαρακτήρα περισσότερο αυταρχικό. Οι φορείς αγωγής προσπαθούν να επιβάλλουν στο παιδί τις δικές τους επιλογές και δεν το αφήνουν να ενεργήσει ελεύθερα. Αντίθετα, η σύγχρονη παιδαγωγική προωθεί την ελεύθερη και ενεργητική συμμετοχή του παιδιού στη διαδικασία της αγωγής. Αυτό πρέπει να αφήνεται να αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, να κάνει τις επιλογές του, να αναλαμβάνει την ευθύνη τους και να μαθαίνει μέσα από τα λάθη του. Ο ρόλος των φορέων αγωγής είναι να το καθοδηγήσουν και να το προστατέψουν από σημαντικές παρεκτροπές χωρίς να επιβάλλουν συμπεριφορές.
9. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Για άλλη μια φορά στο κείμενο του Αριστοτέλη διαφαίνεται η κοινωνική διάσταση της αρετής, καθώς η πόλη (μέσω των νομοθετών), αλλά και η οικογένεια και το στενό κοινωνικό περιβάλλον είναι αυτοί που έχουν την ευθύνη για την κατάκτηση της ηθικής αρετής από τους ανθρώπους. Η αρετή, λοιπόν, έχει κοινωνικό χαρακτήρα, επειδή:
•    οι πράξεις μας συντελούνται μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον και έχουν αντίκτυπο στον κοινωνικό περίγυρο,
•    ο κοινωνικός περίγυρος προσδιορίζει το πόσο ηθικές είναι οι πράξεις μας και μας αποδίδει ηθικούς χαρακτηρισμούς σύμφωνα με αυτές,
•    κάθε κοινωνία – πολιτεία αξιολογεί ποιες πράξεις είναι ηθικές και μας υποχρεώνει με την παιδεία και την αγωγή να τις ακολουθήσουμε.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Προκειμένου ο Αριστοτέλης να τονίσει τα ευχάριστα και δυσάρεστα συναισθήματα που ακολουθούν τις ηθικές και μη ηθικές πράξεις και για να διαφοροποιήσει τα χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν σε όσους διαθέτουν και σε όσους δεν διαθέτουν τις ηθικές αρετές, συσσωρεύει ζεύγη αντιθετικών εννοιών:
-ἡδονὴ ≠ λύπη
– χαίρων ≠ ἀχθόμενος
– σώφρων ≠ ἀκόλαστος
– ἀνδρεῖος ≠ δειλὸς
– φαῦλα ≠ καλὰ
– χαίρω ≠ λυποῦμαι

ΕΝΟΤΗΤΑ 6η

Η ΑΡΕΤΗ ΚΑΘΙΣΤΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΙΚΑΝΟ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙ ΤΟ ΠΡΟΟΡΙΣΜΕΝΟ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΕΡΓΟ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


Ο ορισμός της έννοιας της αρετής, απαιτεί να προσδιοριστεί η ειδοποιός διαφορά της.     Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις. Ῥητέον οὖν ὅτι πᾶσα ἀρετή, οὗ ἂν ᾖ ἀρετή, αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν,
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 1. Ο προσδιορισμός της ειδοποιού διαφοράς του όρου «ἀρετή»: «Δεῖ δὲ … εὖ ἀποδίδωσιν»]

Διεύρυνση του περιεχομένου της αρετής για όλα τα όντα, όπως φαίνεται από δύο παραδείγματα: της αρετής του ματιού και του αλόγου.     οἷον ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ˙ τῇ γὰρ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετῇ εὖ ὁρῶμεν. Ὁμοίως ἡ τοῦ ἵππου ἀρετὴ ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ μεῖναι τοὺς πολεμίους.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 3. Παραδείγματα που συντελούν στην κατανόηση των δύο γνωρισμάτων της αρετής: «οἷον … τοὺς πολεμίους»]

Κριτήριο ποιότητας της αρετής κάθε πράγματος, άρα και του ανθρώπου, είναι η αποτελεσματικότητά της στην ολοκλήρωση του έργου του.     Εἰ δὴ τοῦτ’ ἐπὶ πάντων οὕτως ἔχει, καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις ἀφ’ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ’ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 4. Συμπέρασμα: «Εἰ δὴ … ἀποδώσει»]

Εισάγεται με ερώτημα ένα νέο θέμα προς διερεύνηση που αφορά τη φύση της αρετής.     Πῶς δὲ τοῦτ’ ἔσται, … ὧδ’ ἔσται φανερόν, ἐὰν θεωρήσομεν ποία τίς ἐστιν ἡ φύσις αὐτῆς.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι, ότι δηλαδή (η αρετή) είναι συνήθεια, αλλά και τι είδους συνήθεια (είναι). Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος είναι αρετή, και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του και το βοηθάει να εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι’ αυτό, όπως για παράδειγμα, η αρετή του ματιού κάνει αξιόλογο και το μάτι και το έργο του˙ γιατί με την αρετή του ματιού βλέπουμε καλά. Με τον ίδιο τρόπο η αρετή του αλόγου κάνει και το άλογο αξιόλογο και ικανό να τρέξει και να κρατήσει τον αναβάτη και να μείνει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς. Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει με όλα τα πράγματα, (τότε) και η αρετή του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι η συνήθεια, από την οποία ο άνθρωπος γίνεται καλός και από την οποία θα βοηθηθεί να εκτελέσει σωστά το έργο του. Πώς όμως θα γίνει αυτό … με αυτό τον τρόπο θα γίνει φανερό, αν δηλαδή εξετάσουμε τι λογής είναι η φύση της (δηλαδή της αρετής).

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 166)
ῥητέον = πρέπει να πούμε (< λέγω: ρηματικό επίθετο σε –τέος που μεταφράζεται με το «πρέπει να»)
δραμεῖν = τρέχω (απαρέμφατο αορίστου β’ του ρήματος «τρέχω»)
ἐνεγκεῖν = μεταφέρω, κρατώ (απαρέμφατο αορίστου β’ του ρήματος «φέρω»)
μεῖναι < μένω = μένω να αντιμετωπίσω, μένω σταθερός στη θέση μου στην μάχη
ἂν εἴη = θα μπορούσε να είναι (δυνητική ευκτική, η οποία μεταφράζεται με «θα + παρατατικό»)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ἀποτελεῖ < ἀπὸ + τέλος: τέλος, τελικός, τελειωτικός, τέλειος, τελείωση, τελειοποίηση, τελετή, τέλεση, τελώνης, τελωνείο, τελωνειακός, ατελής, ημιτελής, ιδιοτελής, αυτοτελής, ευτελής, υποτελής, πολυτελής, ατέλεια, πολυτέλεια, συντέλεια, εντέλεια, ισοτέλεια, επιτέλεση, εκτέλεση, συντελεστής, εκτελεστής.
ὀφθαλμοῦ < ὁράω -ῶ: όραση, όραμα, ορατός, παρόραμα, πανόραμα, ενόραση, τηλεόραση, αόρατος, αδιόρατος, θεόρατος, διορατικός, οπή, όψη, οπτικός, συνοπτικός, εποπτικός, κάτοπτρο, αντικατοπτρισμός, μέτωπο, πρόσωπο, προσωπίδα, παρωπίδα, ιδέα, ιδανικός, θυρωρός.
ἵππου: ιππασία, ιππικός, ιππότης, ιπποτικός, ιπποτισμός, ιππέας, ιππευτικός, ιπποκόμος, ιππόκαμπος, ιπποδρομία, ιππομαχία, ιπποδύναμη, ιπποπόταμος, ιπποτροφείο, έφιππος.
δραμεῖν < τρέχω: δρόμος, δρομέας, καταδρομέας, διάδρομος, περίδρομος, πεζόδρομος, ιππόδρομος, μονόδρομος, αμφίδρομος, αυτοκινητόδρομος, χωματόδρομος, ταχυδρόμος, διαδρομή, συνδρομή, παραδρομή, αναδρομή, εκδρομή, επιδρομή, παγοδρομία, ιπποδρομία, σκυταλοδρομία, παλινδρόμηση, πεζοδρόμηση.
ἐνεγκεῖν < φέρω: φερέφωνο, φερέγγυος, φέρετρο, φορά, φόρτος, φορέας, φόρος, παράφορος, φορείο, ασθενοφόρο, μαρσιποφόρο, φόρεμα, οισοφάγος, διένεξη, διηνεκής, αυτόφωρος, κατάφωρος, φαρέτρα.
ἐπιβάτην < ἐπὶ + βαίνω: βάση, ανάβαση, κατάβαση, πρόσβαση, διάβαση, έμβασμα, βήμα, βηματοδότης, βάθρο, βωμός, βατός, δύσβατος, βάδην, βαθμός, βατήρας, αναβάτης, διαβάτης, επιβάτης, παραβάτης, ακροβάτης.
ἀποδίδωσιν, ἀποδώσει < ἀπὸ + δίδωμι: δόση, παράδοση, έκδοση, μετάδοση, δοσολογία, δοσίλογος, μισθοδοσία, λογοδοσία, ηλεκτροδότηση, σηματοδότης, δότης, αιμοδότης, καταδότης, εκδοτικός, αποδοτικός, ενδοτικός, μεταδοτικός, δώρο, δωροθέτης, δωρεά, δωροδοκία.
φανερόν < φαίνομαι: φάσμα, φαινόμενο, φαινομενικός, φανάρι, φανός, φανερός, φάντασμα, φαντασία, φανταστικός, φαντασίωση, φαντασμαγορικός, άφαντος, αφάνεια, διαφάνεια, επιφάνεια, διαφανής, αφανής, περιφανής, καταφανής, φως, φαεινός.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Σε προηγούμενη ενότητα έχει αναφερθεί ότι η αρετή είναι «ἕξις». Δεν είναι όμως αρκετός αυτός ο όρος για τον προσδιορισμό της, πρέπει να προσδιοριστεί και η ποιότητά της, καθώς υπάρχουν καλές και κακές έξεις. Πρέπει λοιπόν, να διευκρινιστεί σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει. Έτσι κατά τον Αριστοτέλη, η αρετή είναι η θετική ιδιότητα που κάνει τον άνθρωπο, το ζώο ή το πράγμα που την έχει να βρίσκεται στην τέλεια κατάστασή του και να επιτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση. Για παράδειγμα, η αρετή του ματιού είναι η ιδιότητα που κάνει και το μάτι τέλειο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή να βλέπει καλά. Το ίδιο ισχύει και με την αρετή του αλόγου: είναι η ιδιότητα που και το άλογο το κάνει σπουδαίο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή το κάνει ικανό να τρέχει, να κουβαλά τον αναβάτη και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς. Ό,τι λοιπόν συμβαίνει με τα ζώα και με τα άψυχα αντικείμενα, το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Συνεπώς η αρετή του ανθρώπου, σύμφωνα με τον συλλογισμό του, θα μπορούσε να είναι η έξη με την οποία ο άνθρωπος γίνεται καλός και με την οποία εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένος από τη φύση. Για να εξετάσουμε όμως, ποιος είναι αυτός ο σωστός τρόπος, πρέπει πρώτα να διερευνήσουμε τη φύση της αρετής.

1. Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ἀρετή»: «Δεῖ δὲ … εὖ ἀποδίδωσιν»
Προκειμένου να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου «ἀρετή», όπως έχει διδάξει σε άλλο έργο του ο Αριστοτέλης, πρέπει να καθοριστεί:
α) το προσεχές γένος της (genus proximum), δηλαδή το πλησιέστερο σύνολο στο οποίο εντάσσεται και
β) η ειδοποιός διαφορά της (specifica differentia), δηλαδή το ιδιαίτερο γνώρισμα με το οποίο η αρετή διακρίνεται από τις ομογενείς της έννοιες.
Έτσι, για να φτάσει στον καθορισμό του προσεχούς γένους αναφέρει, όπως ήδη έχουμε δει και στην προηγούμενη ενότητα, ότι η αρετή ανήκει στα «ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα, πάθη, δυνάμεις, ἕξεις». Πάθη ονομάζει την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, τη φιλία, το μίσος, τον πόθο, τη ζήλεια, την ευσπλαχνία, όσα δηλαδή ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Η αρετή δεν ανήκει στα πάθη, διότι αυτά αποτελούν:
α) βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπου, που υπάρχουν ήδη μέσα μας από τη φύση. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να μας επαινέσει ή να μας κατηγορήσει, επειδή τα έχουμε και τα αισθανόμαστε.
β) «άλογες παρορμήσεις της ψυχής», που δεν χαρακτηρίζουν ακόμα τον άνθρωπο καλό ή κακό, ενώ η αρετή είναι αποτέλεσμα θέλησης και συνειδητής επιλογής που προκύπτει έπειτα από ώριμη σκέψη. Τα πάθη θα ήταν ασήμαντα, αν κάθε άτομο δεν ήταν επίσης προικισμένο από τη φύση, με τη δυνατότητα (δύναμη) συμμετοχής σε αυτά.
Η αρετή δεν ανήκει ούτε στις δυνάμεις, που είναι η δυνατότητα, η ικανότητα να αισθανόμαστε τα πάθη. Δεν μπορεί ούτε και σ’ αυτή την περίπτωση να μας χαρακτηρίσει κάποιος καλούς ή κακούς, επειδή μπορούμε να τα αισθανόμαστε. Μπορούμε να χαρακτηριστούμε καλοί ή κακοί ανάλογα με το αν κρατάμε σωστή ή όχι στάση απέναντι στα πάθη, αν δηλαδή ακολουθούμε τον δρόμο της μεσότητας (σ’ αυτό τον όρο, όμως, θα γίνει αναφορά στις επόμενες ενότητες). Από τα παραπάνω λοιπόν, προκύπτει ότι το προσεχές γένος της αρετής είναι οι έξεις – δηλαδή ο χαρακτήρας που διαμορφώνει ο άνθρωπος με την στάση που επιλέγει απέναντι στα πάθη – οι οποίες, όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενες ενότητες, είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων ενεργειών και η ποιότητά τους εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα δεν αρκεί να χαρακτηρίζουμε τις αρετές έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές, αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις.
Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η ειδοποιός διαφορά που κάνει μια έξη αρετή είναι:
α) να κάνει κάθε πράγμα που την έχει («αὐτό»), είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε ζώο είτε πράγμα, να βρίσκεται στην τέλεια κατάστασή του και
β) να το βοηθά να εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση.
Οι θετικές συνέπειες της αρετής στον χαρακτήρα και στο έργο όλων των όντων, που τη διαφοροποιούν ποιοτικά από τις άλλες έξεις, υπογραμμίζονται με την επαναλαμβανόμενη χρήση του επιρρήματος «εὖ» και του επιθέτου «ἀγαθός».
Σκόπιμο κρίνεται σ’ αυτό το σημείο να μιλήσουμε για την έννοια με την οποία χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «ἀρετή». Ο Αριστοτέλης δεν της αποδίδει καθαρά ηθικό περιεχόμενο, αλλά τη θεωρεί ως οποιαδήποτε θετική ικανότητα ή ιδιότητα που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Συνώνυμά της μπορούν να θεωρηθούν η υπεροχή, η ανωτερότητα, το προτέρημα.

2. Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΣ ΟΡΟΣ «τέλος» ΚΑΙ Η «τελεολογική αντίληψη»
«αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ»: το ρήμα «ἀποτελῶ» προέρχεται από τη λέξη «τέλος», που υπάρχει και στην «εντελέχεια», έναν από τους βασικούς όρους της αριστοτελικής φιλοσοφίας. «Τέλος» λοιπόν είναι κατά τον Αριστοτέλη, ο σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκε ένα όν, και εντελέχεια είναι η εκπλήρωση του τελικού στόχου, του σκοπού, η ανώτατη φάση εξέλιξης του όντος, η τελειοποίησή του, που συμπίπτει με τον σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένο.
«τὸ ἔργον αὐτοῦ»: βασική αντίληψη του Αριστοτέλη είναι ότι «ἡ φύσις οὐδὲν ποιεῖ μάτην» (= η φύση τίποτα δεν κάνει μάταια, χωρίς λόγο). Αυτό σημαίνει ότι η «φύσις» ανέθεσε, κατά τον Αριστοτέλη, σε καθετί σ’ αυτό τον κόσμο ένα «ἔργον», έναν συγκεκριμένο προορισμό. Όταν επιτελεστεί αυτό το έργο, τότε το ον φτάνει στο τέλος, στην τελειοποίησή του, στην επίτευξη του στόχου του (τελεολογική αντίληψη). Υπάρχει, λοιπόν «ἔργον» του οφθαλμού, «ἔργον» του ίππου, «ἔργον» του ανθρώπου, «ἔργον» του χεριού και «ἔργον» του ποδιού. Σε άλλο σημείο στα «Ἠθικὰ Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης θα μιλήσει για το «ἔργον» που επιτελεί ο κάθε επιμέρους «τεχνίτης» (αθλητής, αγαλματοποιός, κιθαριστής), παράλληλα με το «ἔργον» του ανθρώπου, που είναι «ψυχῆς ἐνέργεια κατὰ λόγον ἢ μὴ ἄνευ λόγου», όπως αναφέρεται και σε σχόλιο του σχολικού μας βιβλίου.

3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΕΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «οἷον … τοὺς πολεμίους»
Για να αποδείξει ο Αριστοτέλης τη θέση του που αφορά τα γνωρίσματα που διαφοροποιούν την αρετή από τις άλλες έξεις, θα στηριχτεί για άλλη μια φορά στην επαγωγή. Έτσι θα χρησιμοποιήσει δύο παραδείγματα˙ το ένα σχετίζεται με τα όργανα του σώματος και το άλλο με τα ζώα.
1ο παράδειγμα: η αρετή του ματιού είναι η ιδιότητα που κάνει και το μάτι τέλειο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή να βλέπει καλά.
2ο παράδειγμα: η αρετή του αλόγου είναι η ιδιότητα που και το άλογο το κάνει σπουδαίο και το βοηθά να εκτελεί σωστά το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση, δηλαδή το κάνει ικανό να τρέχει, να κουβαλά τον αναβάτη και να αντιμετωπίζει τους εχθρούς.

Το παράδειγμα του ματιού στη 2η και 6η ενότητα
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ματιού διαφορετικά στη 2η και διαφορετικά στην 6η ενότητα. Πιο συγκεκριμένα, στη 2η ενότητα το παρουσίασε ως κάτι αντίθετο των ηθικών αρετών, αφού την ιδιότητα της όρασης την έχουμε εκ φύσεως, ενώ τις ηθικές αρετές τις αποκτούμε έπειτα από επανάληψη. Φαινομενικά λοιπόν, έχουμε μια αντίφαση, η οποία όμως αίρεται, αν σκεφτούμε το εξής: στη 2η ενότητα, η αρετή έχει καθαρά ηθικό περιεχόμενο, ενώ στην 6η αναφέρεται με πιο γενική σημασία, με την έννοια της ικανότητας, της ιδιότητας που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Επιπλέον, στη 2η ενότητα ο Αριστοτέλης μιλά για το αισθητήριο της όρασης, το οποίο υπάρχει εκ φύσεως και δεν αποκτιέται με την επανάληψη, ενώ στην 6η αναφέρεται σε μια ιδιότητα της όρασης, την οξύτητα, η οποία επιδέχεται βελτίωση μέσω της άσκησης και μπορεί να φτάσει στην τελειότητα.

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: «Εἰ δὴ … ἀποδώσει»
Αφού ο Αριστοτέλης είδε πώς εφαρμόζονται τα γνωρίσματα της αρετής στα άψυχα και στα ζώα, οδηγείται τώρα συμπερασματικά (με τη λέξη «δὴ») και στον άνθρωπο. Η αρετή λοιπόν, του ανθρώπου κάνει τον άνθρωπο αγαθό και τον βοηθά να επιτελέσει σωστά το έργο για το οποίο είναι προορισμένος από τη φύση. Για την περίπτωση του ανθρώπου το επίθετο «ἀγαθὸς» παίρνει τη θέση του «σπουδαῖος», γιατί εδώ πια έχουμε να κάνουμε με την ηθική αρετή. Μάλιστα ο Αριστοτέλης επιλέγει να αναφερθεί στην περίπτωση του ανθρώπου κάνοντας χρήση μιας υποθετικής πρότασης («Εἰ δὴ …») που έχει ως απόδοση τη δυνητική ευκτική «ἂν εἴη». Τα δύο αυτά στοιχεία προδίδουν μετριοπάθεια, διαλλακτικότητα και λόγο επιστημονικό. Ο φιλόσοφος δεν έχει διάθεση να επιβάλει τις θέσεις του˙ αντίθετα, φαίνεται να είναι πρόθυμος να τις συζητήσει περαιτέρω, να τις συμπληρώσει ή ακόμα και να τις αναθεωρήσει.
5. «Πῶς δὲ τοῦτ’ ἔσται …»
Ο Αριστοτέλης έχει ήδη αναφέρει ότι την αρετή την αποκτούμε με την επανάληψη καλών ενεργειών, με τον εθισμό. Με αυτή τη φράση λοιπόν, προαναγγέλλει ότι στη συνέχεια θα διερευνήσει ένα νέο ερώτημα: ποια είναι η φύση της αρετής. Έτσι θα καταλήξει στην ενότητα 10 στον ορισμό της αρετής.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Επιδοτική αντίθεση, με την οποία θέλει να τονίσει το δεύτερο μέρος του συλλογισμού του («ποία τις») ως πιο σημαντικό από το πρώτο.
«Δεῖ δὲ μὴ μόνον οὕτως εἰπεῖν, ὅτι ἕξις, ἀλλὰ καὶ ποία τις.»
Πολυσύνδετα σχήματα, τα οποία τονίζουν τα δύο γνωρίσματα της αρετής.
«αὐτό τε εὖ ἔχον ἀποτελεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ εὖ ἀποδίδωσιν»
«οἷον … τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ»
«ὁμοίως … ἵππον τε σπουδαῖον ποιεῖ καὶ ἀγαθὸν δραμεῖν καὶ ἐνεγκεῖν τὸν ἐπιβάτην καὶ
μεῖναι τοὺς πολεμίους»
Επανάληψη του επιρρήματος «εὖ».
Έτσι τονίζονται οι συνέπειες της αρετής στο υποκείμενο και στο έργο που αυτό είναι προορισμένο από τη φύση να επιτελέσει.


Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1944

Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 3-4

ΕΝΟΤΗΤΑ 3η

“ΑΛΛΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ” – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η συμβολή του νομοθέτη στην κατάκτηση των ηθικών αρετών     Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν˙ οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καὶ τὸ μὲν βούλημα παντὸς νομοθέτου τοῦτ’ ἐστίν, ὅσοι δὲ μὴ εὖ αὐτὸ ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 1. Το παράδειγμα των νομοθετών: “Μαρτυρεῖ δὲ … ἀγαθὴ φαύλης”]

Η σημασία του εθισμού σε σωστές ενέργειες για την κατάκτηση των ηθικών αρετών     Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται, ὁμοίως δὲ καὶ τέχνη˙ ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί. Ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες˙ ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 4. Τα παραδείγματα των κιθαριστών και των οικοδόμων: “ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν … ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί.”]

Η αναγκαιότητα του δασκάλου     Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν, οὐδὲν ἂν ἔδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλὰ πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοὶ ἢ κακοί.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 5. Η σημασία της διδασκαλίας για την κατάκτηση των ηθικών αρετών: “Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν … ἀγαθοὶ ἢ κακοί.”]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Τα παραπάνω τα επιβεβαιώνει κι αυτό που συμβαίνει στις πολιτείες˙ οι νομοθέτες δηλαδή κάνουν τους πολίτες καλούς με τον εθισμό, και αυτή είναι η θέληση κάθε νομοθέτη, ενώ όσοι δεν κάνουν αυτό σωστά δεν πετυχαίνουν αυτό που επιδιώκουν, και σ’ αυτό διαφέρει το καλό πολίτευμα από το λιγότερο καλό πολίτευμα. Ακόμα, για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους και γεννιέται κάθε αρετή και φθείρεται, το ίδιο και κάθε τέχνη˙ γιατί με το παίξιμο της κιθάρας γίνονται και οι καλοί και οι κακοί κιθαριστές˙ με ανάλογο τρόπο και οι οικοδόμοι και όλοι οι άλλοι (τεχνίτες). Δηλαδή χτίζοντας με καλό τρόπο σπίτια θα γίνουν καλοί οικοδόμοι, όμως χτίζοντας με κακό τρόπο, κακοί. Γιατί, αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, καθόλου δεν θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, αλλά όλοι θα ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
πόλεσιν < πόλις: πόλη, κωμόπολη, πολιτεία, κοινοπολιτεία, πολίτης, συμπολίτης, πολιτικός, πολιτειακός, πολιτικάντης, πολιούχος, πολιτευτής, πολιτικοποίηση, πολιτικολογία, αντιπολίτευση, μεταπολίτευση, πολιτισμός, πολιτισμικός, απολίτιστος, διαπολιτισμικός.
νομοθέται < νόμος + τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης.
ποιοῦσιν < ποιέω -ῶ: ποίηση, ποίημα, ποιητής, ποιητικός, παραποίηση, αποποίηση, μεταποίηση, προσποίηση, εκποίηση, κοινοποίηση, πολιτικοποίηση, εντατικοποίηση, αξιοποίηση, ηθοποιός, αρτοποιός, ειρηνοποιός, γελωτοποιός, ειδοποιός, κακοποιός, οδοποιία, αρτοποιία, χαρτοποιία, επιπλοποιείο, υποδηματοποιείο.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα των νομοθετών, για να αποδείξει ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε μέσω της άσκησης και του εθισμού σε ηθικές πράξεις. Αυτοί προσπαθούν να κάνουν τους πολίτες να αποκτήσουν την ηθική αρετή με τον εθισμό. Όμως, αυτό δεν το πετυχαίνουν πάντα και γι’ αυτό διαχωρίζονται τα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά. Επομένως, για την κατάκτηση των ηθικών αρετών δεν αρκεί ο εθισμός σε μια οποιαδήποτε ενέργεια, αλλά ο εθισμός στις σωστές ενέργειες. Αυτό συμβαίνει στις τέχνες: αν κάποιος χτίζει με σωστό τρόπο, θα γίνει καλός οικοδόμος˙ αν όμως δεν εξασκηθεί σωστά, θα γίνει κακός. Αν, πάλι, κάποιος παίζει σωστά κιθάρα, θα γίνει καλός κιθαριστής˙ αν δεν εξασκηθεί στο σωστό παίξιμο, θα γίνει κακός κιθαριστής. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και με τις αρετές. Άρα, προκύπτει ότι τις αρετές δεν τις έχουμε εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε με τον σωστό εθισμό, όπως συμβαίνει και στις τέχνες. Αν οι τεχνίτες ήταν καλοί ή κακοί από τη γέννησή τους, δεν θα χρειαζόταν ο δάσκαλος, για να καθοδηγεί και να εξασκεί κάποιον σωστά.

1. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΩΝ: “Μαρτυρεῖ δὲ … ἀγαθὴ φαύλης.”
Ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα επιπλέον επιχείρημα για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην προηγούμενη ενότητα, ότι δηλαδή οι δίκαιοι γίνονται δίκαιοι πράττοντας μόνο δίκαιες πράξεις. Όμοια και οι σώφρονες και οι ανδρείοι. Με άλλα λόγια γίνεται κανείς ηθικός μόνο όταν πράττει ηθικά.

Το επιχείρημα το αντλεί από τον χώρο της πόλης, καθώς για τον φιλόσοφο υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Άλλωστε, μόνο αν ένας άνθρωπος διέπεται από ηθικές αρετές μπορεί να λειτουργήσει σωστά μέσα στην πόλη και ως πολίτης και ως πολιτικός.

Το επιχείρημα που φέρνει ως μαρτυρία («μαρτυρεῖ δὲ») εισάγεται με τον προσθετικό «καὶ» («καὶ τὸ γινόμενον») και αφορά το έργο των νομοθετών. Βασικός στόχος και επιδίωξή τους είναι να κάνουν τους πολίτες να αποκτήσουν την ηθική αρετή μέσω του εθισμού σε ανάλογες πράξεις και συμπεριφορές («οἱ γὰρ νομοθέται τοὺς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, …»). Στο επιχείρημα αυτό εντοπίζεται και η γενικότερη αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων ότι το άτομο δεν λειτουργεί για χάρη του εαυτού του, αλλά για χάρη του κοινού καλού. Έτσι και οι νομοθέτες λειτουργούν με βάση τον γνώμονα αυτό. Στην ουσία το επιχείρημα αυτό έχει ως εξής: αν οι ηθικές αρετές ήταν έμφυτες, όλες οι ενέργειες των νομοθετών να κάνουν τους πολίτες καλούς θα ήταν μάταιες, αφού όλοι θα γεννιόντουσαν με ή χωρίς αυτές και οποιαδήποτε προσπάθεια δεν θα μπορούσε να μεταβάλει αυτά τα χαρακτηριστικά. Έτσι αποδεικνύεται αφενός ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως και αφετέρου ότι αυτές δεν αποκτώνται αλλιώς παρά μόνο με τη διαρκή άσκηση και την επανάληψη ηθικών πράξεων.

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι κάποιοι νομοθέτες πετυχαίνουν τον στόχο τους και κατορθώνουν να βοηθήσουν τους πολίτες στην άσκηση της αρετής με τον τρόπο που πρέπει, ενώ κάποιοι άλλοι αποτυγχάνουν να ασκήσουν σωστά τους πολίτες στην αρετή. Γι’ αυτό, άλλωστε, και τα πολιτεύματα διακρίνονται σε καλά και λιγότερο καλά.

2. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: “καὶ διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθὴ φαύλης.”
Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά και όχι σε καλά και κακά. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η λέξη «φαύλης» (που κανονικά «φαῦλος» σημαίνει κακός, ευτελής, ασήμαντος) χρησιμοποιείται εδώ με διαφορετική σημασία, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις του φιλοσόφου. Η αναφορά αυτή στη διάκριση των πολιτευμάτων φαίνεται, με την πρώτη ματιά, να μη σχετίζεται με το θέμα του κειμένου και να αποτελεί μια παρέκβαση. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, καθώς στόχος του φιλοσόφου είναι να συνδέσει την αξία των πολιτευμάτων με την αρετή των πολιτών.

Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης δεν πιστεύει ότι υπάρχουν κακά πολιτεύματα, αφού πρωταρχικός στόχος όλων των νομοθετών, και άρα και των πολιτευμάτων μέσα στα οποία δρουν, είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους ασκώντας τους στην ηθική αρετή, προκειμένου να φτάσουν στον ύψιστο στόχο, την ευδαιμονία. Το κριτήριο διάκρισης των πολιτευμάτων σε καλά και λιγότερο καλά αφορά τον βαθμό επιτυχίας του έργου των νομοθετών: όσο δηλαδή πιο κοντά στον στόχο τους φτάνουν, να οδηγήσουν τους πολίτες στην ηθική αρετή, και άρα στην ευδαιμονία, τόσο πιο καλό θεωρείται και το πολίτευμα. Κύριο έργο των νομοθετών είναι να κάνουν, με τους νόμους, τους πολίτες ηθικούς, ενάρετους, να τους σταθεροποιήσουν στον δρόμο της αρετής για να είναι και η πολιτεία αγαθή.
Εντύπωση μας προκαλεί η σειρά των λέξεων στη φράση αυτή. Η κανονική σειρά θα ήταν: «διαφέρει τούτῳ πολιτεία ἀγαθὴ πολιτείας φαύλης». Η ανωμαλία αυτή ίσως να οφείλεται και πάλι στο γεγονός ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη αποτελούν προσωπικές σημειώσεις, που λειτουργούσαν βοηθητικά στο έργο της διδασκαλίας. Είναι, λοιπόν, εύλογο να εντοπίζουμε κάποια χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου.

3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: “Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται”
Τα ρήματα «γίνεται – φθείρεται» μας παραπέμπουν στο θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος της φιλοσοφικής σκέψης «γένεσις – φθορά». Για τον Αριστοτέλη, αυτή ήταν μια φυσική διαδικασία μονόδρομη: γένεση -> αύξηση -> τελείωση -> παρακμή -> φθορά. Αυτή, λοιπόν, η διαδικασία ακολουθείται και στις ηθικές αρετές. Κάθε αρετή για τους ίδιους λόγους και χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα γεννιέται και με την καλή εξάσκηση κατακτιέται, ενώ με την κακή εξάσκηση χάνεται.

4. ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΘΑΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ: “ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν … ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί.”
Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα των οικοδόμων και των κιθαριστών είχε υποστηρίξει ότι οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τον εθισμό. Σ’ αυτή την ενότητα χρησιμοποιώντας τα ίδια παραδείγματα προσθέτει ένα νέο στοιχείο – επιχείρημα: τη σημασία της καλής («εὖ») και της κακής («κακῶς») άσκησης στην απόκτηση ή την απομάκρυνση από την ηθική αρετή. Δεν αρκεί, λοιπόν, απλώς να εξασκούμαστε σε μια οποιαδήποτε πράξη, αλλά να εξασκούμαστε σε καλές και σωστές πράξεις. Αυτό το βλέπουμε και στις τέχνες, αλλά και στις ηθικές αρετές. Θα γίνουμε καλοί οικοδόμοι, όχι αν οικοδομούμε συνεχώς, αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό χτίσιμο, και καλοί κιθαριστές, όχι αν παίζουμε συνεχώς κιθάρα, αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό παίξιμο της κιθάρας. Θα γίνουμε λοιπόν ηθικά ενάρετοι, μόνο αν εξασκηθούμε σε ηθικά ενάρετες πράξεις σύμφωνα με τους κανόνες της τέλειας αρετής.

5. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΑΡΕΤΩΝ: “Εἰ γὰρ μὴ οὕτως εἶχεν … ἀγαθοὶ ἢ κακοί.”

Η ενότητα κλείνει με την επισήμανση του Αριστοτέλη ότι για την καλλιέργεια της ηθικής αρετής απαραίτητη κρίνεται η συμβολή του διδάσκοντος και της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης γενικότερα. Ο δάσκαλος θα διδάξει τους κανόνες της αρετής, τους τρόπους εφαρμογής αυτών και θα εκπαιδεύσει στην ορθή άσκηση. Ο δάσκαλος είναι αυτός που θα παρακολουθεί και θα καθοδηγεί τους ανθρώπους στον σωστό εθισμό. Το ίδιο απαραίτητος είναι ο δάσκαλος και στις τέχνες, διότι αυτός θα διδάξει τον ασκούμενο σε μια τέχνη τους κανόνες της και τον σωστό τρόπο εφαρμογής τους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος του νομοθέτη στην πόλη: αποτελεί τον δάσκαλο των πολιτών, ο οποίος χρησιμοποιώντας τα σωστά μέσα, δηλαδή τους σωστούς νόμους, θα διδάξει τους πολίτες τι είναι δίκαιο και τι άδικο, θα ορίσει τους κανόνες της δίκαιης και ηθικής συμπεριφοράς μέσα στην πόλη και θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών και, άρα, στην ευδαιμονία. Επομένως, καταλήγουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο ρόλος του δασκάλου θα ήταν μάταιος. Αντίθετα, οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τη σωστή άσκηση, με τη διαρκή επανάληψη ηθικών πράξεων.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Πολυσύνδετα σχήματα:
«καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται»
«καὶ οἱ ἀγαθοὶ καὶ οἱ κακοὶ γίνονται κιθαρισταί.»
«Ἀνάλογον δὲ καὶ οἰκοδόμοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες.»
Αντιθέσεις:
«πολιτεία ἀγαθὴ ≠ πολιτείας φαύλης»
«γίνεται ≠ φθείρεται»
«ἀγαθοὶ ≠ κακοὶ»
«ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται ≠ ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί»
«εὖ ≠ κακῶς»

Οι παραπάνω αντιθέσεις τονίζουν τη σημασία της ηθικής πράξης στην απόκτηση της ηθικής αρετής τόσο στην προσωπική όσο και στην πολιτική ζωή. Οι χωρίς ηθικούς κανόνες συμπεριφορές και πράξεις απομακρύνουν από αυτή. Συγκεκριμένα, με την αντίθεση «γίνεται ≠ φθείρεται» τονίζεται ότι μόνο η διαρκής άσκηση οδηγεί και διατηρεί την ηθική αρετή, αλλιώς αυτή φθείρεται.
Σχήμα από κοινού:
«ἐκ μὲν γὰρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοὶ οἰκοδόμοι ἔσονται, ἐκ δὲ τοῦ κακῶς (οἰκοδομεῖν) κακοί (οἰκοδόμοι ἔσονται)»

ΕΝΟΤΗΤΑ 4η

“ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ) ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΕΤΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ.” – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Παραδείγματα που επιβεβαιώνουν ότι οι ενέργειες οδηγούν στη διαμόρφωση των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα     Οὕτω δὴ καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει˙ πράττοντες γὰρ τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι, πράττοντες δὲ τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς καὶ ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί. Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει καὶ τὰ περὶ τὰς ὀργάς˙ οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι, οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσί.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 3: Παραδείγματα]

Συσχετισμός των πράξεων με τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα – Αποδεικτέα θέση     Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται. Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι˙ κατὰ γὰρ τὰς τούτων διαφορὰς ἀκολουθοῦσιν αἱ ἕξεις.

Η παιδαγωγική αξία του εθισμού     Οὐ μικρὸν οὖν διαφέρει τὸ οὕτως ἢ οὕτως εὐθὺς ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, ἀλλὰ πάμπολυ, μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 9: Η παιδαγωγική αξία του εθισμού]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με τις αρετές˙ δηλαδή κάνοντας όσα συμβαίνουν στις συναλλαγές μας με τους άλλους ανθρώπους γινόμαστε άλλοι δίκαιοι και άλλοι άδικοι, ενώ, κάνοντας όσα έχουν μέσα τους το στοιχείο του φόβου και συνηθίζοντας να αισθανόμαστε φόβο παρά θάρρος, άλλοι γινόμαστε ανδρείοι και άλλοι δειλοί. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα έχουν σχέση με τις επιθυμίες και με την οργή (μας)˙ άλλοι δηλαδή γίνονται σώφρονες και πράοι, ενώ άλλοι ακόλαστοι και οργίλοι, άλλοι με το να συμπεριφέρονται σ’ αυτά με αυτόν το συγκεκριμένο τρόπο και άλλοι με τον αντίθετο. Και με έναν λόγο λοιπόν από όμοιες ενέργειες διαμορφώνονται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Γι’ αυτό πρέπει να προσδίδουμε μια ορισμένη ποιότητα στις ενέργειές μας˙ σύμφωνα με τις διαφορές αυτών ακολουθούν και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Δεν έχει λοιπόν μικρή σημασία το να συνηθίζουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την πιο μικρή μας ηλικία, αλλά έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ή μάλλον σημαίνει το παν.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Ἔχει < ἔχω: έξη, εξής, σχέση, σχήμα, σχεδόν, άσχετος, σχετικός, οχυρός, εξοχή, εσοχή, αποχή, κατοχή, συνοχή, εποχή, περιοχή, παροχή, πάροχος, ηνίοχος, διπλωματούχος, δικαιούχος, συνταξιούχος, προνομιούχος, περιέκτης, περιεκτικός, καχεκτικός, καχεξία, ευεξία, πλεονεξία, μειονεξία, εχεμύθεια, ανακωχή
συναλλάγμασι < σὺν + ἀλλάττω: αλλαγή, άλλαγμα, αλλαξιά, συνδιαλλαγή, συναλλαγή, παραλλαγή, εναλλαγή, απαλλαγή, συνάλλαγμα, αλλαξοπιστία, μισαλλόδοξο
δειλοὶ < δειλιάω -ῶ: δειλία, δειλός, δείλιασμα, δειλά
ἐπιθυμίας < επὶ + θυμῶ: θυμός, θυμικός, θυμοειδής, θυμηδία, επιθυμία, απροθυμία, προθυμία, λιποθυμία, πρόθυμος, απρόθυμος, εύθυμος, θυμόσοφος, οξύθυμος
ὀργὰς < ὀργή: όργιο, οργιαστικός, οργασμός, οργασμικός, εξοργιστικός
ἀναστρέφεσθαι < ἀνὰ + στρέφομαι: στροφή, αποστροφή, διαστροφή, καταστροφή, μεταστροφή, περιστροφή, αποστροφή, αναστροφή, αντιστροφή, ανάστροφος, περίστροφο, απόστροφος, εύστροφος, ευστροφία, αντίστροφος, διάστρεμμα, στρόβιλος, στροβίλισμα, στραβός, στρίψιμο, στριφτός, στρεψόδικος στριφογύρισμα, στρίφωμα
νέων < νέος: νεαρός, νεοσσός, νεότητα, νιότη, νεολαία, νεόκοπος, νεόπλουτος, νεόδμητος, νεοελληνικός, νεογέννητος, νεογνό

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα ότι συμβαίνουν στην εκμάθηση των τεχνών, τα ίδια συμβαίνουν και στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Αυτό αποδεικνύεται και από παραδείγματα που σχετίζονται με τους τομείς συμπεριφοράς των ανθρώπων. Συγκεκριμένα, στη συναναστροφή μας με τους άλλους ανθρώπους άλλοι γίνονται δίκαιοι και άλλοι άδικοι˙ σε όσα προξενούν φόβο άλλοι συνηθίζουν να δείχνουν θάρρος και γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζουν να φοβούνται και γίνονται δειλοί˙ όσον αφορά τις επιθυμίες άλλοι παρουσιάζονται εγκρατείς και σώφρονες, ενώ άλλοι ακόλαστοι˙ τέλος, όσες πράξεις ή γεγονότα προκαλούν οργή άλλοι τις αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι γίνονται οργίλοι. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η επανάληψη ίδιων ενεργειών διαμορφώνει τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Γι’ αυτό και η ποιότητα των ενεργειών μας θα διαφοροποιήσει ποιοτικά και τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Αφού λοιπόν τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας διαμορφώνονται βάσει της ποιότητας των ενεργειών μας, έχει πολύ μεγάλη σημασία να εθίζουμε τα παιδιά από πολύ νεαρή ηλικία στον έναν ή στον άλλο τρόπο συμεριφοράς. Μάλιστα, αυτό είναι το παν.

1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «Οὕτω δὴ καὶ»
Ο ρόλος των τριών αυτών λέξεων είναι εισαγωγικός στο νέο επιχείρημα του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, το τροπικό επίρρημα «οὕτω», είναι ομοιωματικό προς τα προηγούμενα και δηλώνει αναλογική θεώρηση του θέματος που ακολουθεί. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί δηλαδή σ’ αυτή την ενότητα αναλογικό συλλογισμό: όπως για την εκμάθηση των τεχνών είναι απαραίτητος ο εθισμός σε κατάλληλες ενέργειες, έτσι και για την κατάκτηση των ηθικών αρετών έχει σημασία η επανάληψη ίδιων πράξεων («ὁμοίων ἐνεργειῶν»). Με τον συμπερασματικό σύνδεσμο «δὴ» ανακεφαλαιώνονται τα προηγούμενα, ενώ ο μεταβατικός σύνδεσμος «καὶ» εισάγει το νέο επιχείρημα.

2. Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ: «Καὶ ἑνὶ δὴ λόγῳ ἐκ τῶν ὁμοίων ἐνεργειῶν αἱ ἕξεις γίνονται.»
Η αποδεικτέα θέση που παρουσιάζεται σ’ αυτή την ενότητα μετά την παράθεση κατά ζεύγη των αντίθετων φιλοσοφικών εννοιών, είναι ότι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, είτε αυτά είναι καλά είτε κακά, διαμορφώνονται μέσα από τη συστηματική επανάληψη ομοίων ενεργειών. Γι’ αυτό και πρέπει οι ενέργειές μας να έχουν συγκεκριμένη ποιότητα. Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η στάση, η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας και γενικότερα οι επιλογές μας καθορίζουν το αν θα αποκτήσουμε ή όχι τις ηθικές αρετές. Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Αριστοτέλης με την αναλογική μέθοδο, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, και με τη χρήση μιας σειράς παραδειγμάτων που θα μελετήσουμε στη συνέχεια.
3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: «πράττοντες … ἐκ τοῦ οὑτωσί.»
Ο Αριστοτέλης παραθέτει μια σειρά παραδειγμάτων από διάφορους τομείς συμπεριφοράς του ανθρώπου, τα οποία στηρίζουν τη θέση στην οποία θα καταλήξει, ότι οι ηθικές αρετές και γενικά τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας αποκτώνται από την επανάληψη όμοιων ενεργειών. Ειδικότερα, παρατηρούμε ότι ο φιλόσοφος διακρίνει δύο αντίθετους τρόπους συμπεριφοράς: ο ένας οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ ο άλλος όχι. Τα παραδείγματα αυτά έχουν ως εξής:

α) Στη συναναστροφή μας με τους άλλους ανθρώπους («τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους»), αν ακολουθήσουμε τον έναν τρόπο συμπεριφοράς, γινόμαστε δίκαιοι, ενώ αν ακολουθήσουμε τον άλλον, γινόμαστε άδικοι («οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι»),
β) Σε όσα προξενούν φόβο («τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς»), άλλοι συνηθίζοντας να δείχνουν θάρρος γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζοντας να φοβούνται γίνονται δειλοί («ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί»),
γ) Σχετικά με τις επιθυμίες («τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τις αντιμετωπίζουν με σύνεση και εγκράτεια, ενώ άλλοι ακολουθώντας τον άλλο τρόπο συμπεριφοράς ξεφεύγουν από τα όρια του μέτρου και γίνονται ακόλαστοι («οἳ μὲν γὰρ σώφρονες οἳ δὲ ἀκόλαστοι»),
δ) Σχετικά με όσα προξενούν οργή («τὰ περὶ τὰς ὀργάς»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τα αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι ακολουθώντας την αντίθετη συμπεριφορά γίνονται οργίλοι και ξεσπούν («(οἳ μὲν) πρᾶοι (οἳ δὲ) ὀργίλοι»).

Συνοπτικά τα παραδείγματα μπορούν να παρουσιαστούν με τον ακόλουθο πίνακα:
τομείς συμπεριφοράς    μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα
συναναστροφή με άλλους ανθρώπους    δίκαιοι ≠ άδικοι
όσα προξενούν φόβο    ανδρείοι ≠ δειλοί
επιθυμίες    σώφρονες ≠ ακόλαστοι
όσα προξενούν οργή    πράοι ≠ οργίλοι

Καλό είναι να επισημανθεί ότι ο Αριστοτέλης με το «ἐν αὐτοῖς», το οποίο είναι ουδετέρου γένους, αναφέρεται στους τομείς συμπεριφοράς των ανθρώπων και όχι στους ίδιους τους ανθρώπους. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στο «ἐν τοῖς συναλλάγμασι», στο «ἐν τοῖς δεινοῖς», στο «περὶ τὰς ἐπιθυμίας» και στο «περὶ τὰς ὀργάς».

4. ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «σώφρονες – ἀκόλαστοι, πρᾶοι – ὀργίλοι»
«Σώφρονες»: είναι αυτοί που δείχνουν εγκράτεια και αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, ενώ κρατιούνται συστηματικά μακριά από τις σωματικές ηδονές.

«Ἀκόλαστοι»: αυτοί αντίθετα, αφήνονται στις επιθυμίες και στις σωματικές ηδονές ξεπερνώντας τα όρια του μέτρου.

«Πρᾶοι»: είναι οι άνθρωποι που αντιδρούν συγκρατημένα και με ηρεμία στα συναισθήματα οργής.

«Ὀργίλοι»: αυτοί αντίθετα, δεν μπορούν να χαλιναγωγήσουν την οργή τους, ξεσπούν και αντιδρούν με βίαιο πολλές φορές τρόπο.

5. Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο Αριστοτέλης δίνει κοινωνικό χαρακτήρα στην αρετή. Αυτό προκύπτει απ’ το ότι τόσο η αρετή της δικαιοσύνης όσο και της σωφροσύνης και της πραότητας σχετίζονται με τις καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου, αντανακλούν στον κοινωνικό περίγυρο και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η κοινωνία είναι άλλωστε αυτή που θα κρίνει και θα αξιολογήσει ποια πράξη ή ποιος άνθρωπος είναι ηθικός.

6. Ο ΟΡΟΣ «ἕξις»
Στην ενότητα αυτή εμφανίζεται μια νέα έννοια, η έννοια της λέξης «ἕξις». Η λέξη αυτή ετυμολογικά ερμηνεύεται ως εξής: παράγεται από το θέμα του μέλλοντα του ρήματος «ἔχω» και συγκεκριμένα από το σεχ- < hεχ- < ἑχ + την παραγωγική κατάληξη –σις, η οποία δηλώνει ενέργεια.
Αρχική σημασία της λέξης είναι το να κατέχει κανείς συνέχεια κάτι που έχει αποκτήσει.
Για τον Αριστοτέλη η λέξη απέκτησε ηθικό περιεχόμενο: είναι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, που αποκτιούνται με την επίμονη άσκηση και επανάληψη κάποιων ενεργειών. Οι «ἕξεις» είναι ένα από τα «γινόμενα ἐν τῇ ψυχῇ». Τα άλλα δύο είναι τα πάθη και οι δυνάμεις. Πάθη (πχ. επιθυμία, οργή, φόβος, χαρά, φιλία, μίσος) είναι όσα έχουν ως αποτέλεσμα την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια. Οι δυνάμεις είναι οι δυνατότητες συμμετοχής στα πάθη, οι οποίες δεν αρκούν από μόνες τους για να χαρακτηριστεί κάποιος καλός ή κακός. Τα μόνιμα αυτά στοιχεία αποκτιούνται με την επανάληψη μιας πράξης, που συνιστά την έξη.

Σήμερα η λέξη έχει αποκτήσει ψυχολογικό περιεχόμενο και είναι η συνήθεια ως αποτέλεσμα επανάληψης, μάθησης ή συνεχούς επίδρασης του ίδιου παράγοντα.

7. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ «γινόμεθα – γίνονται – πράττοντες – ἐθιζόμενοι»
Με τη χρήση των ρηματικών τύπων που αναφέρονται σε πράξεις, «γινόμεθα – γίνονται – πράττοντες – ἐθιζόμενοι» δηλώνεται ενέργεια, ενώ ο ενεστώτας δηλώνει την επανάληψη. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία στον Αριστοτέλη να αποδείξει τον βαθμιαίο τρόπο κατάκτησης της αρετής, καθώς και ότι και οι έξεις, όπως και οι αρετές, δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά είναι αποτελέσματα κάποιων ενεργειών.

8. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ: «Διὸ δεῖ τὰς ἐνεργείας ποιὰς ἀποδιδόναι.»
Και σ’ αυτό το σημείο καθοριστικός είναι ο ρόλος της επανάληψης, που πρέπει να γίνεται με ποιότητα, ώστε να προσδίδει την ανάλογη ποιότητα και στα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Ο φιλόσοφος επανέρχεται στην άποψή του ότι ενάρετες πράξεις λέγονται όχι μόνον αυτές που μοιάζουν με τις πράξεις των ενάρετων ανθρώπων, αλλά αυτές που γίνονται και με τον τρόπο που τις κάνουν οι ενάρετοι άνθρωποι. (Για τους αναγκαίους όρους ώστε να χαρακτηριστεί μία πράξη ενάρετη βλέπε Ενότητα 2η, Ενότητα 6η και Ενότητα 10η των «Ηθικών Νικομαχείων».)

9. Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ: «οὐ μικρὸν οὖν … μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν.»
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο εθισμός και η απόκτηση μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας έχει πολύ μεγάλη παιδαγωγική αξία. Γι΄ αυτό και εισάγει στην ενότητα αυτή το παιδαγωγικό του σχόλιο. Θεωρεί λοιπόν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίζει από μικρός σε ηθικές ενέργειες, για να φτάσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία, γιατί τότε συντελείται η διαμόρφωση της ηθικής του συνείδησης. Το φυσικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, συναισθηματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξή του. Επιπλέον, επειδή η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ χρόνο, κρίνεται σωστό να ξεκινήσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Οι παιδαγωγικές αυτές αντιλήψεις του Αριστοτέλη συμφωνούν με τις σύγχρονες και φαίνεται ότι έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψης για την αγωγή.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Αναλογίες
«οὕτω δὴ καὶ»
«ὁμοίως δὲ»
Αντιθέσεις: τονίζουν τους δύο αντίθετους τρόπους συμπεριφοράς
«οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι»
«φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν»
«οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοὶ»
«οἳ μὲν σώφρονες … οἳ δ’ ἀκόλαστοι»
«οἳ μὲν πρᾶοι … οἳ δ’ ὀργίλοι»
«οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ≠ οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσὶ»
Χιαστό σχήμα
«ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοὶ»

Σχήμα από κοινού
«γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι … οἳ δὲ δειλοὶ (γινόμεθα)»
«οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται, οἳ δ’ ἀκόλαστοι καὶ ὀργίλοι (γίνονται)»
«οἳ μὲν ἐκ τοῦ οὑτωσὶ ἐν αὐτοῖς ἀναστρέφεσθαι, οἳ δὲ ἐκ τοῦ οὑτωσὶ (ἀναστρέφεσθαι)»

Σχήμα υπερβατό
«ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχει»

Παρόλο που ο λόγος του Αριστοτέλη είναι γενικά λιτός, στην τελευταία περίοδο του κειμένου («οὐ μικρὸν οὖν … μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν») επιλέγει να συσσωρεύσει μια σειρά εκφραστικών μέσων, προκειμένου να καταδείξει την εξαιρετικά μεγάλη σημασία του εθισμού στην ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών:
•    σχήμα επιδιόρθωσης: «οὐ μικρὸν οὖν … μᾶλλον δὲ τὸ πᾶν»
•    σχήμα λιτότητας: «οὐ μικρὸν»
•    σχήμα άρσης – θέσης: «οὐ μικρὸν … ἀλλὰ πάμπολυ»
•    υπερβολή:«τὸ πᾶν»
•    ανιούσα κλιμάκωση: «οὐ μικρὸν -> πάμπολυ -> τὸ πᾶν»

Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1943

Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 1-2

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ»

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η

ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ.ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΜΑΣ Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ; –
ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

[ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (B1, 1-3), σελ. 156 του σχολικού βιβλίου]

Η διανοητική αρετή και οι παράγοντες που συντελούν στην κατάκτησή της.     Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου,

Η ηθική αρετή

Συσχετισμός της με το «ἔθος»     ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους.

Η αποδεικτέα θέση: οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως     Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται˙

Παραδείγματα που στηρίζουν την αποδεικτέα θέση     οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη.

Γενικό συμπέρασμα     Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αφού λοιπόν η αρετή είναι δύο ειδών, η μια διανοητική και η άλλη ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο και τη γένεση και την επαύξησή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα της συνήθειας, απ’ όπου έχει πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως˙ πραγματικά, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά (θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα θα μπορούσε να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν μέσα μας οι αρετές, αλλά έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε και να τελειοποιούμαστε με τον εθισμό.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 156)
οὔσης = αφού είναι (αιτιολογική μετοχή, γενική απόλυτη
οὐκ ἂν ἐθισθείη = δεν θα μπορούσε να συνηθίσει (δυνητική ευκτική = θα + παρατατικός)
οἷον = για παράδειγμα

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

διανοητικῆς < διὰ + νοῦς: νοητός, νόημα, νόηση, νοητικός, νοερός, άνοια, παράνοια, διάνοια, ομόνοια, διχόνοια, έννοια, πρόνοια, μετάνοια, υπόνοια, διανόηση, κατανόηση, παρανόηση, επινόηση, συνεννόηση
ἠθικῆς < ἦθος < ἔθος: ηθικός, ηθικότητα, ηθοπλαστικός, ηθοποιός, ηθογραφία
ἐμπειρίας < ἐν + πειράομαι -ῶμαι: πείρα, απειρία, εμπειρία, απόπειρα, άπειρος, έμπειρος, αποπειρατικός, πολύπειρος, πείραμα, πειραματόζωο, πειραματιστής, πειραματόζωο, πείραγμα, πειρακτικός, πειρασμός, πειρατής
παρεκκλῖνον < παρὰ + ἐκ + κλίνω: κλίση, κλιτός, άκλιτος, κλίμα, ανάκλιντρο, απόκλιση, παρέκκλιση, απαρέγκλιτος, έγκλιση, υπόκλιση, κατάκλιση, σύγκλιση
δῆλον < δηλόω -ῶ: δήλωση, διαδήλωση, εκδήλωση, συνυποδήλωση, δηλωτικός, εκδηλωτικός
ἀρετῶν < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): ενάρετος, πανάρετος, αρέσκεια, φιλαρέσκεια, δυσαρέσκεια, αρεστός, αριθμός, άρθρο, άρμα, αρμός, αρμονία, άριστος, αριστείο, αριστοκρατία
πεφυκότων < φύομαι: φύση, φυσικότητα, φυσιολογικός, φυτό, φυτικός, φυλή, φύλο, φυσικοθεραπευτής, φυσιολάτρης, φυσιογνώστης, φυσιογνωμία, αυτοφυής, ιδιοφυής, ευφυής, μεγαλοφυής, ευφυΐα, μεγαλοφυΐα, τριχοφυΐα
δέξασθαι < δέχομαι: δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, δέκτης, αποδέκτης, διάδοχος, ανάδοχος, δοχείο, δεξαμενή, δοκιμή, δοκιμάζω

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη αρετής: τη διανοητική και την ηθική. Η διανοητική κατακτάται μέσω της διδασκαλίας, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος. Αντίθετα, η ηθική είναι αποτέλεσμα συνήθειας – εθισμού και, επομένως, δεν είναι κάτι που έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Για να ενισχύσει τη θέση του αυτή, θα χρησιμοποιήσει τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς: αυτά έχουν εκ φύσεως την ιδιότητα να ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία, η οποία δεν μπορεί να μεταβληθεί, γιατί υπακούει σ’ έναν φυσικό νόμο. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, αλλά δεν είναι και άσχετες προς την ανθρώπινη φύση, γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση την προδιάθεση να τις δεχτεί και να τελειοποιηθεί μέσω του εθισμού.

1. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΕΣ

α. Οι διανοητικές αρετές
Οι διανοητικές αρετές (π.χ. σοφία, φρόνηση, σύνεση) σχετίζονται με τη λογική και ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής, το «λόγον ἔχον» μέρος. Παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση και την επαύξησή τους είναι κατά κύριο λόγο η διδασκαλία, η οποία απαιτεί εμπειρία και χρόνο. Η φράση «τὸ πλεῖον» (= κατά κύριο λόγο) υποδηλώνει την ύπαρξη κι άλλων παραγόντων που δεν αναφέρονται στο κείμενο. Την κύρια, λοιπόν, ευθύνη για τη μετάδοσή τους (πέρα από άλλους παράγοντες και το ίδιο το άτομο) την έχει ο δάσκαλος.

Η τόσο σύντομη αναφορά στις διανοητικές αρετές οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης θέλει απλώς να διακρίνει τα δύο είδη αρετής και να τονίσει τις διαφορές τους. Θα αναφερθεί διεξοδικά σ’ αυτές στο έκτο βιβλίο.

β. Οι ηθικές αρετές

Οι ηθικές αρετές (π.χ. η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία) ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο «ἐπιθυμητικόν», στο μέρος δηλαδή της ψυχής που μετέχει και στο «λόγον ἔχον» και στο «ἄλογον» μέρος. Αυτές περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Η κατάκτησή τους οφείλεται στον εθισμό («ἔθος»), δηλαδή στη συνήθεια που δημιουργείται με την επανάληψη μιας ενέργειας. Μάλιστα ο Αριστοτέλης, για να στηρίξει αυτή του την άποψη, συνδέει ετυμολογικά τη λέξη «ἠθικὴ», όρο τον οποίο δημιούργησε ο ίδιος, με τη λέξη «ἔθος». Παρατηρούμε ότι συσχετίζει την πραγματική σημασία των λέξεων με τα πράγματα ή τις ιδιότητες που δηλώνουν, για να κατανοήσει και να επιβεβαιώσει τη μεταξύ τους σχέση. Έτσι, καταλήγει να μας πείσει ότι οι δύο λέξεις δεν συνδέονται μόνο ετυμολογικά, αλλά και σημασιολογικά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Εξαρτάται μάλιστα σε απόλυτο βαθμό από αυτόν αν θα φτάσει στον στόχο του, αν θα αποκτήσει ήθος «εὐγενὲς καὶ φιλόκαλον». Και για να το κατορθώσει, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα, να εθίσει την ψυχή του σε πράξεις ενάρετες, να την καλλιεργήσει «διὰ τοῦ ἔθους». Τέτοιες απόψεις υποστήριζε και ο Πλάτωνας (Νόμοι 792). Σοφός λοιπόν γίνεται κανείς κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια του δασκάλου, ενώ αγαθός γίνεται με τη θέληση και την επιμονή του στην άσκηση της αρετής. Βέβαια, για να φτάσει στον στόχο του, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της λέξης «ἀρετή», για να γίνει περισσότερο κατανοητή. Στην αρχαία ελληνική σήμαινε τη θετική ικανότητα, την υπεροχή, την ανωτερότητα. Έτσι, μιλάμε για την αρετή του πολεμιστή, του ρήτορα, του αλόγου, του ματιού (όλα αυτά θα αναφερθούν από τον Αριστοτέλη σε επόμενες ενότητες). Δεν είχε, επομένως, καθαρά ηθικό περιεχόμενο, όπως σήμερα, γι’ αυτό και στο κείμενο τοποθετείται δίπλα της ο προσδιορισμός «ἠθική».

2. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ / ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ ΤΟΥ

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη:  Η λέξη «ἠθικὴ» συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με τη λέξη «ἔθος».
«Ἔθος» είναι ο εθισμός, η συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη.
Αφού, λοιπόν, η «ἠθικὴ» συνδέεται σημασιολογικά με το «ἔθος», αυτό σημαίνει ότι η ηθική, δηλαδή οι ηθικές αρετές, σχετίζονται με τον εθισμό, τη συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη μιας ηθικής ενέργειας.
Ό,τι, όμως, σχετίζεται με τον εθισμό, τη συνήθεια και την επανάληψη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό.
Άρα, οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως (αποδεικτέα θέση: «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Ωστόσο, έχουμε εν δυνάμει την ικανότητα να τις κατακτήσουμε και να φτάσουμε στο τέλειο, στον σκοπό της ύπαρξής μας.

3. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Η θέση του Αριστοτέλη, ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας, έρχεται σε αντίθεση με την παλιά αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ’ αυτή, η αρετή είναι δώρο της φύσης ή των θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δεν δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών («τῶν ἀρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και στους απογόνους τους, αλλά δεν δίνεται στους πολλούς.

Την άποψη αυτή τη συναντάμε σε πολλούς ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη, τον Πίνδαρο), ενώ χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: «δείξεις τάχα εἴτε εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν κακή». Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του «Ἀγησίλαος» αποδίδει την αρετή του Αγησίλαου στην ευγενική του καταγωγή.

4. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑΣ ΘΕΣΗΣ

Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο παραδείγματα παρμένα από τον χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στον φυσικό νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι φυσικοί νόμοι δεν μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος.

Από την άλλη, ο άνθρωπος με τις ενέργειες και τις επιλογές του μπορεί να μεταβάλει τη συμπεριφορά του, να καλλιεργήσει και να αναπτύξει κάποιες ιδιότητες του χαρακτήρα του.

Επομένως, εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δεν μένουν σταθερές, όπως τα πράγματα που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό, που συνοπτικά έχει ως εξής:

1η προκείμενη: όσα υπάρχουν εκ φύσεως έχουν κάποιες ιδιότητες που δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό, όσο κι αν κανείς προσπαθήσει («οὐθὲν τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται»)

2η προκείμενη: η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ηθικά μας χαρακτηριστικά μεταβάλλονται και καλλιεργούνται με τον εθισμό, όπως αποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης «ἠθικὴ» («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται»)

Συμπέρασμα: καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»)

Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι στην αρχή διατυπώνει καταφατικά τη θέση του, ότι η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα συνήθειας, εθισμού («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται»), ενώ στη συνέχεια εξάγει το συμπέρασμά του με άρνηση («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Προσπαθεί, δηλαδή, να ενισχύσει τη θέση του ανατρέποντας την αντίθετη. Γι’ αυτό ακριβώς στο συγκεκριμένο χωρίο συσσωρεύονται εννέα λέξεις και φράσεις με αρνητική σημασία: «οὐδεμία», «οὐθέν», «οὐκ ἂν ἐθισθείη», «οὐδ’ ἂν ἐθίζῃ», «οὐδὲ τὸ πῦρ», «οὐδ’ ἄλλο», «οὐδέν», «οὔτ’ ἄρα …», «οὔτε παρὰ φύσιν». Έτσι, υπογραμμίζεται έντονα η αντίθεση μεταξύ του «ἐξ ἔθους» και του «φύσει».

5. ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το κείμενο ολοκληρώνεται με ένα γενικό συμπέρασμα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, αντιφατικό, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης εννοεί ότι ο άνθρωπος έχει «δυνάμει», από τη φύση του, την προδιάθεση να δεχτεί την αρετή και να την ολοκληρώσει, δηλαδή να την καλλιεργήσει, μέσω του εθισμού. Κατά τον φιλόσοφο, η άσκηση της αρετής είναι δυνατότητα και όχι χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη φύση. Επομένως, ο ίδιος είναι ο μόνος υπεύθυνος για το αν θα φτάσει στην αρετή βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του, το ήθος του.
Συγκεκριμένα, με τη λέξη «τελειουμένοις» ο Αριστοτέλης μας παραπέμπει σ’ έναν χαρακτηριστικό όρο της φιλοσοφίας του, το «τέλος», που σημαίνει την ολοκλήρωση, την επίτευξη του ύψιστου στόχου. Θεωρεί, δηλαδή, τις ηθικές αρετές το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στην ολοκλήρωσή του, στο ξεπέρασμα της ζωώδους φύσης του και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας.

6. ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Στο κείμενο αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε πολλούς όρους χαρακτηριστικούς της αριστοτελικής φιλοσοφίας:
γένεσις: η δημιουργία
αὔξησις: η διαμόρφωση και εξέλιξη
ἔθος: ο εθισμός, η συνήθεια, ο τρόπος συμπεριφοράς, που καθιερώνεται με την επανάληψη
φύσις: ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν
φύσει: ο εκ φύσεως, ο έμφυτος, τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρώπου
ἀρετή: η διαρκής διάθεση να θέλουμε να επιτελέσουμε ένα ορισμένο είδος ηθικών πράξεων
διανοητικὴ ἀρετή: η αρετή που σχετίζεται με το «λόγον ἔχον» μέρος της ψυχής (πχ. η φρονηση, η σοφία, η σύνεση)
ἠθικὴ αρετή: η αρετή που ανήκει στο «ἐπιθυμητικὸν» μέρος της ψυχής και περιγράφει τον χαρακτήρα του ανθρώπου
τελειουμένοις: η τελείωση, η ολοκλήρωση, η επίτευξη του ύψιστου στόχου, της ευδαιμονίας.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Στο κείμενο αυτό παρατηρούμε ότι το ύφος του Αριστοτέλη είναι στοχαστικό, λιτό, σαφές και ακριβές. Κυριαρχεί η αντικειμενική και εναργής επιχειρηματολογία και ο επιστημονικός λόγος. Αποφεύγει σκόπιμα τον ποιητικό λόγο, διότι πίστευε ότι η αναζήτηση της αλήθειας υπηρετείται αυστηρά από τη λιτότητα και τη σαφήνεια. Έτσι, τα σχήματα λόγου δεν είναι ιδιαίτερα συχνά. Εδώ, εντοπίζουμε τα εξής:

Αντιθέσεις:
«ἡ μὲν διανοητικὴ ≠ ἡ δ’ ἠθική», «ἐξ ἔθους ≠ φύσει»

Πολυσύνδετα σχήματα:
«καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν»,
«οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν»

Συσσώρευση αρνήσεων:
«οὐδεμία»,
«οὐθέν»,
«οὐκ ἂν ἐθισθείη»,
«οὐδ’ ἂν ἐθίζῃ»,
«οὐδὲ τὸ πῦρ»,
«οὐδ’ ἄλλο»,
«οὐδέν»,
«οὔτ’ ἄρα …»,
«οὔτε παρὰ φύσιν»

Παραδείγματα:
πέτρα – φωτιά

Αραιή είναι η χρήση επιθέτων, ενώ κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η

Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΠΡΑΞΗ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

[ΕΝΟΤΗΤΑ 2η (B1,4), σελ. 158 του σχολικού βιβλίου]

Σχετικά με όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως.

Διατύπωση θέσης     Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν

Παραδείγματα     (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον˙ οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)˙

Σχετικά με τις ηθικές αρετές.

Διατύπωση θέσης     τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον,

ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν˙

Επεξήγηση της θέσης     ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν,

Παραδείγματα     οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί˙

Συμπέρασμα     οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ακόμα, όσες ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που φαίνεται στις αισθήσεις μας˙ γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής) έχοντας δει πολλές φορές ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιήσαμε έχοντάς τες και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους)˙ τις (ηθικές) αρετές όμως αποκτούμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες˙ γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα˙ για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται με το να κτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα˙ με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
κομιζόμεθα < κομίζομαι: κομιστής, διακομιστής, κόμιστρο, μετακόμιση, προσκόμιση, αποκόμιση, διακομιδή, ανακομιδή, συγκομιδή, αποκομιδή
ἐνεργείας < ἐν + ἔργον < ἐργάζομαι: εργασία, διεργασία, επεξεργασία, προεργασία, εργασιοθεραπεία, εργασιομανής, εργαστήριο, εργαλείο, εργάτης, εργατικός, εργατικότητα, εργατοπατέρας, εργατοϋπάλληλος, εργατοώρα, έργο, εργοδηγός, εργοδότης, άεργος, άνεργος, περίεργος, πάρεργο, εργόχειρο, ανενεργός, ραδιενεργός, απεργός, συνεργός, απεργία, ανεργία, κωλυσιεργία, καλλιέργεια, ενέργεια, περιέργεια, πανούργος, κακούργος, ραδιούργος, χειρουργός, δημιουργός, ξυλουργός, μουσουργός, στιχουργός, υφαντουργία, μεταλλουργία, μεταξουργία, δημιούργημα, κακούργημα, όργανο, όργιο
ἐλάβομεν < λαμβάνω: λαβή, απολαβή, παραλαβή, συλλαβή, αντιλαβή, χειρολαβή, λήψη, μετάληψη, σύλληψη, πρόσληψη, επανάληψη, κατάληψη, προκατάληψη, περίληψη, αντίληψη, υπόληψη, επιληψία, θρησκοληψία, μεροληψία, αμεροληψία, ηχοληψία, παραλήπτης, ηχολήπτης, εικονολήπτης, ανεπανάληπτος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, εργολάβος, δικολάβος, λήμμα, λάφυρο
ἐχρησάμεθα < χρήομαι -ῶμαι: χρήση, χρήστης, χρήσιμος, χρησιμοθήρας, χρηστικός, χρησιμότητα, χρησιμοποίηση, αχρησιμοποίητος, χρηστός, εύχρηστος, δύσχρηστος, άχρηστος, ιδιοχρησία, χρήμα, χρηματικός, χρησμός
τεχνῶν < τίκτω: τόκος, επίτοκος, επιτόκιο, απότοκος, τοκετός, τεκνοποίηση, άτεκνος, τέκτονας, αρχιτέκτονας, τεχνική, τεχνοκράτης, τεχνολογία, έντεχνος, άτεχνος, περίτεχνος
οἰκοδόμοι < οἶκος + δόμος: οίκημα, οίκηση, ιδιοκατοίκηση, διοίκηση, συγκατοίκηση, μετοίκηση, οικία, κατοικία, μονοκατοικία, πολυκατοικία, συνοικία, αποικία, παροικία, ένοικος, περίοικος, κάτοικος, συγκάτοικος, μέτοικος, οικισμός, οικιστικός, αποικισμός, αποικιστικός, οικοδεσπότης, οικογένεια, οικότροφος, οικόπεδο, οικοσκευή, οικόσημο, οικονομία, οικόσιτος, οικουμένη, οικολογία
σώφρονες < σῶος + φρὴν (γεν. φρενός): φρενίτιδα, φρενοκομείο, φρενοβλαβής, παράφρων, μετριόφρων, εχέφρων, εθνικόφρων, ευφροσύνη, παραφροσύνη, μετριοφροσύνη, σωφροσύνη, νομιμοφροσύνη, φρόνιμος
ἀνδρεία < ἀνὴρ (γεν. ἀνδρός): ανδρικός, ανδρισμός, ανδροπρεπής, ανδροκρατία, ανδρόγυνο, ανδροπρεπής, άνανδρος, εύανδρος, ανδράποδο, εξανδραποδισμός, ανδραγαθία, ανδρείκελο, ανδριάντας

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης θα επιχειρήσει με ένα ακόμα επιχείρημα να στηρίξει τη θέση του ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως: όσα έχουμε μέσα μας από τη φύση μας έχουν ήδη μέσα τους τη δυνατότητα και περνούν αμέσως στην πράξη, την εφαρμογή αυτής της δυνατότητας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αισθήσεων, οι οποίες είναι ήδη έτοιμες τη στιγμή που γεννιόμαστε και αμέσως ενεργοποιούνται. Αντίθετα, τις ηθικές αρετές τις αποκτούμε αφού πρώτα ενεργήσουμε και ασκηθούμε σ’ αυτές. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και με τις πρακτικές τέχνες: για να γίνει, για παράδειγμα, κάποιος οικοδόμος ή κιθαριστής, πρέπει πρώτα να ασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο κιθάρας και ύστερα θα αποκτήσει την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή αντίστοιχα. Το ίδιο γίνεται και στις ηθικές αρετές: θα γίνουμε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις και ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις. Έτσι, αποδεικνύεται ότι τις ηθικές αρετές δεν τις έχουμε μέσα μας εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε με την πράξη.

1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «Ἔτι»
Στο προηγούμενο κείμενο ο Αριστοτέλης απέδειξε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού. Σ’ αυτό το κείμενο θα στηρίξει την ίδια θέση χρησιμοποιώντας ένα νέο επιχείρημα, που εισάγεται με τη λέξη «ἔτι». Το «ἔτι» αποκτά εδώ μεταβατική και προσθετική σημασία.

2. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «δύναμις – ἐνέργεια»
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάθε ον αποτελείται από δύο αχώριστα στοιχεία: την ύλη και τη μορφή. Η ύλη περιέχει μέσα της τη μορφή αρχικά «δυνάμει» και, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, θα την αποκτήσει και «ἐνεργείᾳ». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μάρμαρου, που «δυνάμει» είναι άγαλμα. Αν, όμως, το σμιλέψει ο γλύπτης, θα γίνει άγαλμα «ἐνεργείᾳ». Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι ο φιλόσοφος ορίζει τη «δύναμιν» και την «ἐνέργειαν», τις δύο θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του, ως εξής: «δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι φτάνοντας στο τέλος του, στην τελειοποίησή του, ενώ «ἐνέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, η δραστηριότητα που απαιτείται για να γίνονται πράξη οι δυνατότητες. Για εκείνον, η «ἐνέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη «δύναμιν», αφού η πρώτη εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τὰς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τὰς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις» έχουν χρονική προτεραιότητα – και όχι λογική και οντολογική – έναντι των «ἐνεργειῶν»
Στη συνέχεια, θα προσπαθήσει να αποδείξει τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, χρησιμοποιώντας αυτές τις δύο βασικές έννοιες.

3. ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Στο έργο του «Μετὰ τὰ Φυσικά» (Θ5.1047b 31-35): «Ἁπασῶν δὲ τῶν δυνάμεων οὐσῶν τῶν μὲν συγγενῶν οἷον τῶν αἰσθήσεων, τῶν δὲ ἔθει οἷον τῆς τοῦ αὐλεῖν, τῶν δὲ μαθήσει οἷον τῆς τῶν τεχνῶν», ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δυνάμεων:
α. «εγγενείς», αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του (πχ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής
β. «εξ’ έθους», αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με την άσκηση, τον εθισμό (πχ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου) και συνδέονται με το άλογο και με το λογικό μέρος της ψυχής κα
γ. «εκ μαθήσεως», τις δυνάμεις που τις αποκτά ο άνθρωπος με τη μάθηση (πχ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές με το λογικό μέρος της ψυχής.

4. ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ, ΟΤΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ
α. Όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως («ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται»)
Ο Αριστοτέλης ξεκινάει το συλλογισμό του διερευνώντας πρώτα τι συμβαίνει σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Αυτά έχουν εκ των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν, αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η επανάληψη μιας ενέργειας. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο φιλόσοφος, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αισθήσεων: την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση, αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη χρησιμοποίησή τους.
Εδώ, ο Αριστοτέλης, για να παρουσιάσει τη θέση του χρησιμοποιεί αναλογικό συλλογισμό, με αντιθετική παρουσίαση των λειτουργιών των αισθήσεων.

5. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ «πρότερον – ὕστερον» ΚΑΙ «πολλάκις»
Προκειμένου ο Αριστοτέλης να αποδώσει τη χρονική προτεραιότητα των δυνάμεων έναντι των ενεργειών (δύναμις -> ἐνέργεια) σε όσα χαρακτηριστικά υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, συνδέει τις δυνάμεις με το «πρότερον» και με απαρέμφατα ή μετοχές αορίστου που δηλώνουν το προτερόχρονο («ἰδεῖν», «ἀκοῦσαι», «χρησάμενοι»). Αντίθετα, για να αποδώσει την αντίθετη πορεία που ακολουθείται στις ηθικές αρετές (ἐνέργεια -> δύναμις), συνδέει τη μετοχή «ἐνεργήσαντες» με το «πρότερον», για να δηλώσει το προτερόχρονο, ή τις μετοχές ενεστώτα «ποιοῦντες» και «πράττοντες», για να δηλώσει το σύγχρονο. Έτσι, αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τα παραπάνω με τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (αισθήσεις – τέχνες – αρετές) και με τα δύο ζεύγη των αριστοτελικών όρων «πρότερον – ὕστερον» και «δυνάμει – ἐνεργείᾳ», προκύπτει το εξής διάγραμμα:
φύσει (αισθήσεις)
πρότερον δυνάμει -> ὕστερον ἐνεργείᾳ
ἐξ ἔθους (τέχνες)
πρότερον ἐνεργείᾳ -> ὕστερον δυνάμει
ἐξ ἔθους (αρετές)
πρότερον ἐνεργείᾳ -> ὕστερον δυνάμει

Χαρακτηριστική είναι η χρήση του επιρρήματος «πολλάκις». Παρόλο που αναφέρεται σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε εκ φύσεως, η χρήση του υποδηλώνει ότι για την κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι απαραίτητη η άσκηση και η επανάληψη.

6. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ, ΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΕΝΑΡΕΤΗ ΠΡΑΞΗ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΗ ΠΡΑΞΗ), ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΝΑΡΕΤΟΣ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΟΣ);
Για να λυθεί αυτή η απορία, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες επισημάνσεις που ο Αριστοτέλης θα θίξει σε επόμενη ενότητα. Οι πράξεις, λοιπόν, που προηγούνται και επαναλαμβάνονται δεν είναι τυχαίες ούτε γίνονται κατόπιν υποδείξεως, αλλά αυτός που τις κάνει, πρέπει:
α. να έχει συνείδηση των πράξεών του,
β. να τις έχει επιλέξει ενσυνείδητα και να έχει δηλώσει με σαφήνεια την προτίμησή του γι’ αυτές,
γ. να έχει κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του.
Οι πράξεις, όμως, λέγονται δίκαιες και σώφρονες, αν αυτός που τις κάνει, τις κάνει και με τον τρόπο που τις κάνουν οι δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι. Σωστά, λοιπόν, λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος με τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα, προκειμένου να ενισχύσει το επιχείρημά του:
α.Αντιθέσεις: «ὅσα μὲν φύσει … ≠ τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν»
«τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα ≠ ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν»
«οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν … ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα»
β. Αναλογίες: «τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν» «ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν … – οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα …»
γ. Παραδείγματα: Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο ζευγάρια παραδειγμάτων: όραση – ακοή / οικοδόμοι – κιθαριστές Επιπλέον, παρατηρούμε και τη χρήση άλλων εκφραστικών μέσων:
α. Σχήμα κατ’ άρση και θέση: «οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν … ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα»
β. Σχήμα εξ αναλόγου:«τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν»(εννοείται : ἐνεργοῦμεν πρότερον)
γ. Σχήμα από κοινού:«οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταὶ (γίνονται)» «τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα (πράττοντες) σώφρονες(γινόμεθα), τὰ δ’ ἀνδρεῖα (πράττοντες) ἀνδρεῖοι (γινόμεθα)»
δ. Πολυσύνδετο σχήμα:«τὰ μὲν δίκαια …, τὰ δὲ σώφρονα …, τὰ δ’ ἀνδρεῖα …»
ε. Εναλλαγή πρώτου και τρίτου πληθυντικού προσώπου:
Παρατηρούμε και σ’ αυτή, αλλά και σε επόμενες ενότητες ότι, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ανθρώπους (στους οποίους συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του), χρησιμοποιεί το α’ πληθυντικό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, στο κείμενο αυτό χρησιμοποιεί οχτώ ρήματα σε αυτό το πρόσωπο: «κομιζόμεθα», «ἀποδίδομεν», «ἐλάβομεν», «ἐχρησάμεθα», «ἔσχομεν», «λαμβάνομεν», «μανθάνομεν», «γινόμεθα». Όταν, πάλι, αναφέρεται στους οικοδόμους ή τους κιθαριστές, χρησιμοποιεί το γ’ πληθυντικό πρόσωπο. Η αλλαγή αυτή ίσως να οφείλεται στο ότι ο φιλόσοφος δεν είχε προσωπική επαφή με τις τέχνες και τους τεχνίτες. Ωστόσο, μας προβληματίζει ότι σε επόμενες ενότητες (πχ. 4η και 6η) εναλλάσσει τα πρόσωπα («γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι», «οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται») ή χρησιμοποιεί γ’ πληθυντικό εκεί που θα περιμέναμε α’ πληθυντικό («ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται», ενώ θα περιμέναμε «ἀγαθοὶ ἄνθρωποι γινόμεθα»).
Από τα παραπάνω, λοιπόν, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση γ’ προσώπου δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή, αλλά χρησιμοποιείται μάλλον ασυναίσθητα και προσδίδεται μ’ αυτόν τον τρόπο ποικιλία στον λόγο. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.
στ. «ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν»
Άλλο ένα στοιχείο αυθόρμητου και προφορικού λόγου συναντάμε στη φράση «ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν». Ο προσθετικός «καὶ» εδώ είναι περιττός, ενώ ο προσδιορισμός «ἄλλων» υποδηλώνει ότι οι αρετές είναι και αυτές τέχνες, κάτι βέβαια που δεν ισχύει. Κανονικά, λοιπόν, η παραβολική φράση θα έπρεπε να είναι ως εξής: «ὥσπερ ἐπὶ τῶν τεχνῶν». Υπενθυμίζουμε και πάλι ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.

Πηγή : http://www.study4exams.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1941

Διάγραμμα Εισήγησης για την Αριστοτελική Ηθική

δρ. Βασίλειος Μπετσάκος

αριστοτελική ηθική: Ἠθικὰ Νικομάχεια, Ἠθικὰ Εὐδήμια και Ἠθικὰ Μεγάλα, Προτρεπτικός (νεανικό έργο, σε διαλογική μορφή· δεν σώζεται· ανασυστήνεται βάσει παραθεμάτων σε μεταγενέστερους συγγραφείς).

-σκοποθεσία της έρευνας του Αριστοτέλη.: όχι η στείρα γνώση, αλλά το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι:

Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1103b 26-30[1]: Ἐπεὶ οὖν ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἄλλαι οὐ γὰρ ἵνα εἰδῶμεν τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτόμεθα, ἀλλ’ ἵν’ ἀγαθοὶ γενώμεθα, ἐπεὶ οὐδὲν ἂν ἦν ὄφελος αὐτῆς, ἀναγκαῖον ἐπισκέψασθαι τὰ περὶ τὰς πράξεις.

Ἠθικὰ Εὐδήμια, 1216b 20-23: περὶ ἀρετῆς οὐ τὸ εἰδέναι τιμιώτατον τί ἐστίν, ἀλλὰ τὸ γινώσκειν ἐκ τίνων ἐστίν. οὐ γὰρ εἰδέναι βουλόμεθα τί ἐστιν ἀνδρεία, ἀλλ’ εἶναι ἀνδρεῖοι, οὐδέ τί ἐστι δικαιοσύνη, ἀλλ’  εἶναι δίκαιοι.

Θεμελιακές έννοιες της αριστοτελικής ηθικής

Ἀγαθόν ( Ῥητορική, 1362a 21-23): ἔστω δὴ ἀγαθὸν ὃ ἂν αὐτὸ ἑαυτοῦ ἕνεκα ᾖ αἱρετόν, καὶ οὗ ἕνεκα ἄλλο αἱρούμεθα, καὶ οὗ ἐφίεται πάντα. Το ἀγαθόν αποτελεί αυταξία.

Εὐδαιμονία. Το ύψιστο αγαθό στο οποίο συγκλίνουν όλα τα επιμέρους αγαθά μέσα στην πόλιν και προς το οποίο στοχεύει η πολιτικὴ ταυτίζεται με την εὐδαιμονίαν των πολιτών, όλων μαζί και του καθενός ξεχωριστά. Ανθρώπινο αγαθό και πολιτικό αγαθό δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται.

Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1169b 28-31: εὐδαιμονία ἐνέργειά τις ἐστίν, ἡ δ’ ἐνέργεια δῆλον ὅτι γίνεται καὶ οὐχ ὑπάρχει ὥσπερ κτῆμά τι.

H εὐδαιμονία είναι αυτοσκοπός· όλα τα άλλα αγαθά, τιμές και δόξα, πλούτη και ηδονές, εξουσία και δύναμη, όσο κι αν αξίζουν και καθεαυτά, προς αυτήν σε τελευταία ανάλυση στοχεύουν.

-Η πολιτική κοινωνία μπορεί να εξασφαλίσει στο άτομο (=πολίτη) το ουσιαστικό περιεχόμενο της ευδαιμονίας, την αυτάρκεια.

Εὐδαιμονία=ψυχῆς ἐνέργεια κατ’ ἀρετὴν τελείαν (Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1102a 5-6).

Ο Αριστοτέλης δεν αρνείται τη σημασία που έχουν άλλα αγαθά. Ό,τι εξασφαλίζει την υγεία, η τροφή και τα υλικά αγαθά εν γένει, προϋποτίθενται αλλά δεν είναι αυτά που οδηγούν σε μια ανθρώπινη ευτυχία· είναι απολύτως αναγκαία, μα όχι και ικανά για την επίτευξή της· για τα ζώα ίσως να αρκούσαν, όμως δεν μπορούν να ολοκληρώσουν μια φύση κοινωνική.

ἠθικὴ ἠρετὴ είναι κατά το γένος μία ἕξις (ἔχω + -σις), ομοίως και η κακία. Η ανθρώπινη φύση δεν είναι εξαρχής ενάρετη, αλλά έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει μέσα στην κοινωνία τις διάφορες αρετές (ή κακίες) ως σταθερούς και συγκεκριμένους τρόπους βίωσης και εκδήλωσης των παθῶν· οι τρόποι αυτοί αποκτώνται διὰ τοῦ ἔθους, με άσκηση σε ικανό βάθος χρόνου. Η ἕξις λειτουργεί όπως η γλώσσα: δεν γεννιόμαστε κατέχοντάς την, έχουμε όμως όλα τα εφόδια να την αποκτήσουμε.

-Το να οργιστεί κάποιος ή να φοβηθεί ή να φθονήσει (πάθη=φυσιολογικά βιώματα της ανθρώπινης ψυχής) δεν είναι εξαρχής κάτι ηθικά προσδιορίσιμο· σημασία έχει αφενός το αν θα οργιστεί, θα φοβηθεί ή θα φθονήσει όπως πρέπει, όποτε πρέπει, απέναντι σε όποιον πρέπει, στις συνθήκες που πρέπει και για τους λόγους που πρέπει, αφετέρου η ένταση με την οποία θα εκδηλώσει το πάθος του. Άρα τα πάθη κρίνονται από ηθική άποψη όχι καθ’ εαυτά (η φύση είναι υπεράνω κριτικής), αλλά δευτερογενώς: όταν ληφθούν υπόψη πέντε παράμετροι της έμπρακτης εκδήλωσής τους (τρόπος, χρόνος, πρόσωπα, καταστάσεις, αίτια).

Το πεδίο των παθῶν είναι ένα συνεχές (όπως π.χ. ο χρόνος, ο χώρος, η κίνηση). Σ’ αυτό το συνεχὲς προσφέρονται στον άνθρωπο (στον καθένα χωριστά) οι επιλογές του μέσου και των άκρων. Τα όριά τους δεν είναι προδιαγεγραμμένα ούτε καθορίζονται με απόλυτη ακρίβεια, αλλά οι ίδιες οι ασκημένες και ασκούμενες αρετές ορίζουν κάθε φορά το μέσον ανάμεσα σε δύο άκρα, την ὑπερβολὴν και την ἔλλειψιν· όλο το υπόλοιπο τμήμα του πεδίου ανήκει στις κακίες: εύκολο να πετύχει ο άνθρωπος το στόχο της κακίας, δύσκολο της αρετής. Το μέσον προσδιορίζεται υποκειμενικά-προσωπικά-ελεύθερα και όχι αντικειμενικά-αριθμητικά-καταναγκαστικά.

– Ο Αριστοτέλης δεν ανάγει το κακό στα πάθη, ουσιαστικά στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Είμαστε άνθρωποι, λέει, και θα θυμώσουμε και θα μισήσουμε και θα χαρούμε και θα συμπονέσουμε και θα ζηλέψουμε, αρκεί να το κάνουμε με το σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος “διαχείρισης” των παθῶν είναι ο τρόπος του μέτρου, η εύρεση και επίτευξη του μέσου ανάμεσα στα άκρα που συνιστούν υπερβολή και έλλειψη. Το σωστό και το καλό το σώζει μόνο η μεσότης, και με αυτήν κατά περίπτωση ταυτίζονται οι ηθικές αρετές.

Ἠθικὰ Εὐδήμια 1220b.34-1221a.12: ὥστ’ ἀνάγκη τὴν ἠθικὴν ἀρετὴν περὶ μέσ’ ἄττα εἶναι καὶ μεσότητα τινά. ληπτέον ἄρα ἡ ποία μεσότης ἀρετή, καὶ περὶ ποῖα μέσα. εἰλήφθω δὴ παραδείγματος χάριν, καὶ θεωρείσθω ἕκαστον ἐκ τῆς ὑπογραφῆς.

ὀργιλότης       ἀναλγησία       πραότης.

θρασύτης        δειλία               ἀνδρεία.

ἀναισχυντία   κατάπληξις       αἰδώς.

ἀκολασία        ἀναισθησία      σωφροσύνη.

φθόνος            ἀνώνυμον         νέμεσις.

κέρδος             ζημία                δίκαιον.

ἀσωτία            ἀνελευθερία      ἐλευθεριότης.

ἀλαζονεία       εἰρωνεία            ἀλήθεια.

κολακεία         ἀπέχθεια           φιλία.

ἀρέσκεια         αὐθάδεια          σεμνότης.

[τρυφερότης    κακοπάθεια      καρτερία.]

χαυνότης         μικροψυχία      μεγαλοψυχία.

δαπανηρία      μικροπρέπεια   μεγαλοπρέπεια.

[πανουργία      εὐήθεια            φρόνησις].

– Επαναλαμβάνοντας εν γνώσει μας συγκεκριμένες πράξεις δίνουμε μέσω του εθισμού συγκεκριμένη και πάγια μορφή στο ήθος μας. Κάνοντας σώφρονες πράξεις γινόμαστε σώφρονες, και δίκαιες δίκαιοι, και ανδρείες ανδρείοι· το ίδιο βέβαια ισχύει και όσον αφορά τις κακίες (Ἠθικὰ Νικομάχεια,  1114b 31-32 και 1114a 9-14).

– Αναντικατάστατος οδηγός του ανθρώπου για να βρίσκει σε κάθε περίπτωση τη μεσότητα, είναι πρώτον ο ὀρθὸς λόγος: ἡ μετὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἕξις ἀρετή ἐστιν (Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1144b 27). Δεύτερο κριτήριο για την εύρεση της μεσότητας είναι το κοινωνικό πρότυπο του φρονίμου, του σπουδαίου πολίτη· αυτός είναι το μέτρο και ο κανόνας της ενάρετης συμπεριφοράς.

Ορισμός αρετής: Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1106b36 – 1107a2: ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.

– Tρεις αξίες μαζί δημιουργούν την ευδαιμονία· Ἠθικὰ Μεγάλα, 1.3.2, 1-2: τὰ δ’ ἐν ψυχῇ διώρισται ἀγαθὰ εἰς τρία, εἰς φρόνησιν εἰς ἀρετὴν καὶ ἡδονήν.

Χρήσιμη Βιβλιογραφία για τη διδασκαλία των Ηθικών Νικομαχείων στη Μ.Ε.

Τα εγκυρότερα εισαγωγικά βοηθήματα είναι τα πονήματα του αριστοτελιστή Δημήτρη Λυπουρλή, Ομότιμου Καθηγητή του Α.Π.Θ.

  • Τρία άρθρα στο αφιέρωμα του Φιλολόγου τ. 100 (2000):

α) «Χρήσιμη βιβλιογραφία για την ανάγνωση και τη διδασκαλία του Αριστοτέλη».

β) «Ανθολόγιο αριστοτελικών κειμένων σε μετάφραση». (Πρόκειται για μεταφράσεις υποδειγματικές για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να μεταφράζουμε τα αρχαιοελληνικά κείμενα, ώστε να διαβάζονται ευχάριστα και να κατανοούνται σε βάθος).

γ) «Εισαγωγή στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη». Άρθρο πολύτιμο, απολύτως απαραίτητο για τον φιλόλογο που καλείται να διδάξει αριστοτελική ηθική στη Μ.Ε., χωρίς όμως να έχει κάνει ειδικές σπουδές στην αριστοτέλική φιλοσοφία.

  • Ο Δη­μή­τρης Λυ­πουρ­λής δι­ά­βα­σε, με­τέ­φρα­σε και σχο­λί­α­σε αρ­χαία ελ­λη­νι­κά κεί­με­να στο Βα­φο­πού­λει­ο, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1998.
  • Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο Β΄. Κείμενο, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια. Ζήτρος, 2002 (Είναι αυτονόητο ότι ο καθηγητής που διδάσκει Αριστοτέλη δεν θα πρέπει να αρκεστεί στη γνώση των ούτως ή άλλως πολύ περιορισμένων αποσπασμάτων του σχολικού εγχειριδίου).

Επίσης:

  • Ι. Düring, Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, ΜΙΕΤ (δίτομο, 1991 και 1994).
  • Θ. Σκαλτσάς, Ο χρυσούς αιών της αρετής: Αριστοτελική Ηθική, Αθήνα 1993.
  • J. Adler, Ο Αριστοτέλης για όλους. Δύσκολος στοχασμός σε απλοποιημένη μορφή (μετ. Π. Κοτζιά), Παπαδήμας 1996 (βιβλίο που καθιστά ελκυστική την αριστοτελική σκέψη ακόμα και σε παιδιά, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι αυτή νοθεύεται ή υπεραπλουστεύεται).
  • Κ. Κατσιμάνης, Πλάτων και Αριστοτέλης. Φιλοσοφική ερμηνεία eπιλεγμένων κειμένων, Gutenberg 2001.

Άρθρα σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά (ελληνικά).

  • Στ. Βιρβιδάκης, «Η αριστοτελική ηθική και οι σύγχρονες αντιθεωρητικές τάσεις στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας», στον τόμο Αριστοτέλης, Αφιέρωμα στον J. P. Anton, Αθήνα 1996.
  • Γ. Μαντζαρίδη, «Αριστοτελική Ηθική και Χριστιανισμός» στον τόμο Αριστοτελικά εκδ. Α.Π.Θ. 1980.
  • Τ. Πεντζοπούλου-Βαλαλά, «Οι μεταφυσικές προϋποθέσεις της αριστοτελικής ηθικής», στο Προ­βο­λὲς στὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, Βάνιας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1998.
  • Χ. Γιανναρᾶς, Ὁ “ἀ­πο­φα­τι­κὸς” Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Δι­α­βά­ζω 135 (Α­φι­έ­ρω­μα στον Α­ρι­στο­τέ­λη) 1986, σελ. 14-16.
  • Π. Παπαδημητρίου, «Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια», Φιλόλογος 100, 2000, 292-317.
  • Γ. Παπακωστούλα-Γιανναρά, «Οι αναβαθμοί της αρετής στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη», Φιλολογική 70 (2000).
  • Κ. Διαλησμά – Λ. Κουτρουμπέλη, «Παιδεία και Εκπαίδευση στον πλατωνικό Πρωταγόρα και τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη», Φιλολογική 83 (2003).
  • Ι. Γ. Δελλής, «Σπουδαῖος και εὺδαίμων πολίτης σε σπουδαία και εὐδαίμονα πόλη», στον τόμο Ο Αριστοτέλης και η σύγχρονη εποχή, Ιστορική και Λαογραφική Εταιρία Χαλκιδικής, Πρακτικά του Έκτου Πανελλήνιου Συνεδρίου (επιμ. Ι. Καλογεράκος), Χαλκιδική 2006.
  • Β. Μπετσάκος, «Τα πάθη της ψυχής στη Ῥητορική του Αριστοτέλη», Φιλολογική 85 (2004), σσ. 23-34.
  • Β. Μπετσάκος, «Εισαγωγή σε θεμελιακές έννοιες της αριστοτελικής ηθικής», Νέα Παιδεία 110 (2004), σσ. 111-126.


[1] Το σύστημα παραπομπών στις αριστοτελικές πραγματείες βασίζεται στη σελιδαρίθμηση της μνημειώδους έκδοσης των αριστοτελικών έργων, η οποία έγινε από τον Immanuel Bekker (Έκδοση της Ακαδημίας του Βερολίνου, 1831-1870). Έτσι, όλες οι μεταγενέστερες κριτικές εκδόσεις ανεξάρτητα από τη δική τους σελιδοποίηση παραθέτουν τη σελιδαρίθμηση, τη στήλη (a ή b) και την αρίθμηση στίχων σύμφωνα με τον Bekker.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1804

Το Σπήλαιο της “Πολιτείας” του Πλάτωνα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1702

“Πολιτεία” του Πλάτωνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πλάτωνας

Η ΠολιτείαΠερί δικαίου) είναι ένα από τα γνωστότερα έργα του Πλάτωνα, το οποίο γράφτηκε περίπου το 380 π.Χ.[1] ή ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ.[2] κι έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή τόσο στη φιλοσοφία, όσο και στην πολιτική θεωρητική.

Στην Πολιτεία, ο Σωκράτης και άλλοι εξέχοντες Αθηναίοι και ξένοι συζητούν τη σημασία της δικαιοσύνης και εξετάζουν κατά πόσο είναι πιο ευτυχισμένος ένας δίκαιος άνθρωπος από έναν άδικο, κατασκευάζοντας μια φανταστική πολιτεία, την Καλλίπολη, με φιλόσοφους-βασιλείς.

Επίσης, συζητείται η φύση του φιλόσοφου, ή “Περί Ιδεών” θεωρία του Πλάτωνα, η διαμάχη ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση και η αθανασία της ψυχής.

Τίτλος του έργου

Έκδοση της Πολιτείας του Πλάτωνα, 1713

Η αρχική αρχαιοελληνική ονομασία Πολιτεία σημαίνει επακριβώς το δόγμα και τον χαρακτήρα μιας πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή το πολίτευμά της. Στα λατινικά ονομάστηκε Res Publica και οι λέξεις σημαίνουν καθεστώς διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων. Η λατινική ορολογία ταυτιζόταν με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, αν και δεν πρόκειται καθαρά για ένα έργο σχετικά με τη δημοκρατία, όπως γίνεται αντιληπτή στο σύγχρονο πλαίσιο του όρου.

Σκηνικό και συμμετέχοντες

Πρόσωπα

  • Σωκράτης
  • Κέφαλος, μέτοικος κατασκευαστής όπλων – πατέρας του ρήτορα Λυσία
  • Θρασύμαχος, σοφιστής από τη Χαλκηδόνα
  • Γλαύκων, γιος του Αρίστωνα, μεγαλύτερος αδερφός του Πλάτωνα
  • Αδείμαντος, γιος του Αρίστωνα, μεγαλύτερος αδερφός του Πλάτωνα
  • Πολέμαρχος, γιος του Κεφάλου
  • Κλειτοφών, γιος του Αριστωνύμου
  • Χαρμαντίδης, από την Παιανία (βουβό πρόσωπο)
  • Λυσίας, γιος του Κέφαλου (βουβό πρόσωπο)
  • Ευθύδημος, γιος του Κέφαλου (βουβό πρόσωπο)
  • Νικήρατος, γιος του Νικία (βουβό πρόσωπο)

Το σκηνικό του διαλόγου τοποθετείται στην κατοικία του Πολέμαρχου στον Πειραιά. Ο δραματικός χρόνος είναι το 421 π.Χ.. Ο όλος διάλογος περιγράφεται από τον Σωκράτη, την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα.

Ο Σωκράτης και ο Γλαύκων είχαν πάει στον Πειραιά για να παρακολουθήσουν τα Βενδίδεια, γιορτή της θρακικής θεότητας Βένδιδος, που από πολλούς ταυτίζεται με την Άρτεμη. Στην επιστροφή προς την Αθήνα, πέρασαν από την κατοικία του Κεφάλου, όπου κι έγινε η συζήτηση ανάμεσα στους προαναφερομένους. Από το 2ο βιβλίο κι έπειτα, κύριοι ομιλητές είναι ο Σωκράτης και οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του Πλάτωνα.

Δομή

Ολόκληρη η Πολιτεία χωρίζεται σε 10 βιβλία. Ο διαχωρισμός δεν προέρχεται από τον Πλάτωνα αλλά από τους μεταγενέστερους εκδότες και μελετητές.

Ο Μπέρτραντ Ράσελ χωρίζει σε τρία τμήματα την Πολιτεία του Πλάτωνα[3]:

  • Βιβλία 1-5: περιγραφή της Ιδεώδους Πολιτείας, ξεκινώντας από την προσπάθεια ορισμού της δικαιοσύνης
  • Βιβλία 6-7: οι φιλόσοφοι κρίνονται ως οι ιδανικοί άρχοντες της Πολιτείας, δίνεται ορισμός του φιλοσόφου
  • Βιβλία 8-10: μορφές διακυβέρνησης, πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.

Παρακάτω παρατίθεται μια επιγραμματική περιγραφή των περιεχομένων κάθε βιβλίου:

  1. Εισαγωγή. Συγκέντρωση στον Κέφαλο. Δικαιοσύνη και αδικία.
  2. Ανάπτυξη της Ιδεώδους Πολιτείας. Αρχές κοινωνικής οργάνωσης και ανάγκη προστασίας. Φύλακες.
  3. Εκπαίδευση των φυλάκων.
  4. Δημιουργοί, φύλακες-επίκουροι, φύλακες-άρχοντες.
  5. Αρμονία πόλης και ψυχής. Τα 3 μέρη της ψυχής.
  6. Οικογένεια και κοινοκτημοσύνη.
  7. Φιλόσοφοι-βασιλείς. Ορισμός του φιλοσόφου. Η Γραμμή. Η αλληγορία του σπηλαίου.
  8. Ανώτατη εκπαίδευση.
  9. Αποτυχημένα πολιτεύματα.
  10. Διαμάχη μεταξύ φιλοσοφίας και ποίησης. Αποκλεισμός της μιμητικής τέχνης από την Πολιτεία.
  11. Αθανασία της ψυχής.

Θεματολογία

Ορισμός της δικαιοσύνης και αναλογία Πολιτείας-Ψυχής

Στην αρχή του διαλόγου οι ομιλητές διαφωνούν για το πώς ορίζεται η δικαιοσύνη, καθώς ο γηραιός Κέφαλος την ορίζει ως τιμιότητα στις συναλλαγές και συνέπεια στην απόδοση των χρεών, ενώ ο γιος του, Πολέμαρχος, θεωρεί δικαιοσύνη την απόδοση του καλού στους φίλους και του κακού στους εχθρούς. Ο Θρασύμαχος κρίνει ότι υφίσταται και το δίκαιο του ισχυρότερου και ο Γλαύκων, φέρνοντας ως παράδειγμα το μύθο για το δαχτυλίδι του Γύγη, υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη αποτελεί απλά μια κοινωνική σύμβαση, καθώς και ο δίκαιος και ο άδικος άνθρωπος θα έκαναν την αδικία, αν ήξεραν πως δεν θα τιμωρηθούν, βγάζοντας συμπέρασμα πως είναι προτιμότερο να ζει κανείς «μέσα» στην αδικία.

Ο Σωκράτης εν μέρει συμφωνεί με όλους, ωστόσο δεν δέχεται καμιά από τις προτάσεις ως πλήρως ολοκληρωμένη για να λειτουργήσει ως “ορισμός της δικαιοσύνης”. Έτσι, προκειμένου να εξετάσουν το πώς η δικαιοσύνη μπορεί να εφαρμοστεί για τον καθένα και ταυτόχρονα για όλους, ερευνούν το πώς η έννοια της δικαιοσύνης εφαρμόζεται σε ολόκληρη την πόλη.

Η ιδεώδης πολιτεία χαρακτηρίζεται από τέσσερις αρετές: σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη: ο κάθε ένας στην κοινωνία κάνει αυτό που χρειάζεται, ανάλογα με τον ρόλο του μέσα σε αυτήν, χωρίς να εμποδίζει τη λειτουργία των άλλων και να ξεφεύγει από τα πλαίσια που έχουν οριστεί για τον ίδιο, χωρίς δηλαδή να είναι πολυπράγμων (433a-433b). Για να διατηρήσει τη δικαιοσύνη, που ορίζεται ως ο άξονας της ισορροπίας στην ηθική και πολιτική, ο Πλάτων φτάνει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Romilly[4], στα άκρα[5].

Εφόσον στην Πολιτεία υπάρχει δικαιοσύνη, η ψυχή του κάθε ατόμου εμφανίζεται αρμονική και χωρίζεται σε τρία μέρη: το επιθυμητικόν, το οποίο εκφράζει τις βασικές ανάγκες του ατόμου, το θυμοειδές που επιχειρεί να τιθασεύσει το επιθυμητικόν, και το λογιστικόν στο οποίο ως ανώτερο υπακούν τα δύο πρώτα. Τα τρία αυτά μέρη της ψυχής αντιστοιχούν στις ανάλογες 3 τάξεις της Πολιτείας: το επιθυμητικόν στους δημιουργούς, το θυμοειδές στους φύλακες-επίκουρους και το λογιστικόν στους φύλακες-άρχοντες. Συνεπώς, δικαιοσύνη είναι η αρμονία των διαφορετικών μερών της ψυχής.

Τελικά, προς το τέλος του έργου, ο Σωκράτης επανέρχεται στο ζήτημα της σύγκρισης δίκαιου και άδικου ανθρώπου, παραθέτοντας το παράδειγμα του τύραννου Αρδιαίου: αν ο άνθρωπος δεν κάνει καμιά προσπάθεια να θέσει το επιθυμητικόν υπό το λογιστικόν μέρος, τότε θα έρθει η στιγμή που τελικά θα τιμωρηθεί για τις πράξεις του. Ο τύραννος διαφέρει από τον “φιλόσοφο-βασιλιά” που είναι δίκαιος, αναζητά την αλήθεια, απολαμβάνει τις αληθινές, φιλοσοφικές απολαύσεις κι είναι ο μόνος που μπορεί να διακρίνει ποιο πολίτευμα είναι το καλύτερο, καθώς μόνο εκείνος διαβλέπει το Αγαθό[6].

Δομή της κοινωνίας

Κοινοκτημοσύνη και ιδιωτική ζωή

Η Πολιτεία που αρχίζει να αναπτύσσεται μέσα από τα λόγια του Σωκράτη κατακρίνεται από τον Αδείμαντο και τον Γλαύκωνα, καθώς ο πρώτος δε βρίσκει σε αυτήν ευτυχία και ο δεύτερος τιμή και δόξα. Έτσι, ο Σωκράτης δημιουργεί μια πόλη όπου δεν υπάρχει ιδιοκτησία, προσωπική ζωή και οικογένεια, ενώ η φιλοσοφία δεν είναι προσβάσιμη από τις κατώτερες τάξεις. Όλα θυσιάζονται για το κοινό καλό και ο καθένας περιορίζεται στις δραστηριότητες εκείνες που ταιριάζουν στη φύση του.

Εφόσον υπάρχει κοινοκτημοσύνη, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε πλούσιους ή φτωχούς. Δεν υπάρχουν δούλοι, όπως και κανένας διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών. Υπάρχει ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα για άνδρες και γυναίκες, ενώ από την Πολιτεία αποκλείονται οι τέχνες της ποίησης, της μουσικής και του θεάτρου, καθώς δε στοχεύουν στη λογική, αλλά στα πάθη, το κατώτερο μέρος της ψυχής που ανατρέπει την αρμονία αν κυριαρχήσει των άλλων δυο, ενώ παράλληλα αποτελούν απλά μίμηση της παρούσας ζωής, η οποία με τη σειρά της είναι μόνο μια μίμηση των “αιώνιων Ιδεών”. Η απαγόρευση αυτή είναι πιο αυστηρή στους φύλακες-επίκουρους και άρχοντες, καθώς πρέπει να αποφεύγουν κάθε είδους διαφθορά.

Η κατάργηση του πλούτου οδηγεί στην παρακμή της παραδοσιακής οικογένειας: κανένα παιδί δε θα πρέπει να γνωρίζει τους γονείς του και το αντίστροφο, προκειμένου να αποφευχθεί η κληροδότηση, η προσωπική περιουσία και ο νεποτισμός στα δημόσια αξιώματα. Οι άρχοντες σχηματίζουν ζεύγη για αναπαραγωγή, φροντίζοντας όμως να μην υπάρχει ερωτική ασυδοσία. Έτσι, παράγεται σταθερός πληθυσμός μέσω της ευγονικής, ενώ παράλληλα η κοινωνική συνοχή αυξάνεται, καθώς οι οικογενειακοί δεσμοί εκφράζονται προς όλα τα μέλη της Πολιτείας.

Φιλόσοφοι-βασιλείς

Η αλληγορία του σπηλαίου

Ο Πλάτωνας χαρακτηριστικά υποστήριζε ότι “όταν οι φιλόσοφοι βασιλέψουν και οι βασιλιάδες φιλοσοφήσουν, μόνο τότε θα ευτυχήσουν οι λαοί”. Εφόσον, στο μύθο του σπηλαίου, έχει περιγραφεί η φυγή από το σπήλαιο των απελευθερωμένων δεσμωτών, των φιλοσόφων, κρίνεται πως μόνο αυτοί είναι κατάλληλοι για τη διακυβέρνηση της Πολιτείας, εφόσον έχουν γνωρίσει τον αληθινό κόσμο των Ιδεών, που φωτίζεται από το Αγαθό.

Όπως ορίζει και το ίδιο το όνομά του, ο Φιλόσοφος-βασιλιάς του Πλάτωνα αγαπά τη σοφία και την αληθινή γνώση, εφόσον γνωρίζει τις Ιδέες. Στην παρομοίωση της Πολιτείας με καράβι ακυβέρνητο, ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία, γιατί ούτε βλέπει ούτε ακούει, καθώς οι ναύτες φιλονικούν μεταξύ τους. Ο φιλόσοφος είναι αυτός που έχει την ικανότητα να οδηγήσει σωστά, παρατηρώντας τους ανέμους, τον ουρανό, τα αστέρια κλπ. Οι ναύτες περιγελούν και αγνοούν τις συνήθειες αυτές, γιατί ποτέ τους δεν έχουν γνωρίσει κάποιον αληθινό φιλόσοφο.

Κατά την εποχή του Διαφωτισμού, ο Βολταίρος ήταν αυτός που εισήγαγε τον όρο Πεφωτισμένη δεσποτεία, προκειμένου να περιγράψει τη διακυβέρνηση ορισμένων Ευρωπαίων μοναρχών, οι οποίοι υιοθετούσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού και κυρίως έδιναν έμφαση στη Λογική με την οποία προσπαθούσαν να διακυβερνήσουν την χώρα τους. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς αυτή η δομή του κοινωνικού βίου που περιγράφεται μέσω του Σωκράτη ώθησε φιλόσοφους και μελετητές του 20ού αιώνα στην κριτική εναντίον του Πλάτωνα: ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ, για παράδειγμα, εξέφραζε στο έργο του ότι η Πολιτεία του Πλάτωνα άσκησε μεγάλη επιρροή στα σύγχρονα ολοκληρωτικά καθεστώτα [7] (Στάλιν, Χίτλερ).

Το γενναίον ψεύδος

Προκειμένου οι πολίτες της Καλλίπολης να διαχωριστούν στις 3 τάξεις των δημιουργών, επίκουρων και αρχόντων, ο Πλάτων, μέσω των χαρακτήρων του διαλόγου, δηλώνει πως θα ήταν αναγκαίο ένα γενναίον ψεύδος για την αυστηρή κοινωνική συνοχή. Θα έπρεπε να πεισθούν ότι είχε προεξοφληθεί το είδος του χαρακτήρα τους, όταν βγήκαν από τα σπλάχνα της γης. Όταν τους δημιουργούσε ο Θεός, τους φύλακες-άρχοντες τους έφτιαξε από χρυσάφι, τους φύλακες-επίκουρους από ασήμι και τους δημιουργούς από σίδηρο και χαλκό.

Ωστόσο, υπάρχει κινητικότητα ανάμεσα στις τάξεις, καθώς η Ιδεώδης Πολιτεία βασίζεται στην αριστοκρατία του πνεύματος. Αν από χρυσούς γονείς γεννιόταν διαφορετικό παιδί ή αντίστροφα, σε κάθε περίπτωση όφειλαν να το στείλουν στην τάξη όπου πραγματικά ανήκε.

Ο Πλάτωνας προτιμούσε κάτι τέτοιο, ακόμη και λάθος, όπου όλοι οι άνθρωποι θα συνέχιζαν ευτυχισμένοι τη ζωή τους, παρά μια δημοκρατία, όπου θα κυριαρχούσε ο όχλος και θα επερχόταν δυστυχία. Ο χαρακτηρισµός “γενναίον” σχετίζεται µε το σκοπό για τον οποίον λέγεται: να πεισθούν οι πολίτες ότι πρέπει να αισθάνονται αδέλφια για να εξασφαλιστεί η διατήρηση και ευδαιμονία της πόλεως. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά και στα Ηθικά Νικομάχεια επικρίνει τη θεωρία αυτή και υποστηρίζει ότι θα προκαλεί στάσεις (εξεγέρσεις) στην πόλη και δε θα συµβάλλει στην ενότητά της.

Αλληγορία του σπηλαίου

“H αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα”, Jan Saenredam, 1604

Η Πολιτεία περιλαμβάνει την Αλληγορία του σπηλαίου, με την οποία ο Πλάτων εξηγεί τη Θεωρία των Ιδεών του.

Η αλληγορία του σπηλαίου είναι μια προσπάθεια τεκμηρίωσης της θέσης του φιλόσοφου ως βασιλιά στην Ιδεώδη Πολιτεία. Μια ομάδα ανθρώπων ζουν σε ένα σπήλαιο όλη τους τη ζωή, αλυσοδεμένοι σε έναν τοίχο, χωρίς να μπορούν να δουν έξω από το σπήλαιο, ούτε να δουν πίσω τους, όπου βρίσκεται μια φλόγα που φωτίζει τα αντικείμενα που κινούνται και ρίχνει τις σκιές τους στα τοιχώματα του σπηλαίου. Οι φυλακισμένοι αρχίζουν να αποδίδουν αυτά τα σχήματα με όρους και έννοιες, ενώ πιστεύουν ότι οι σκιές αυτές είναι πραγματικές.

Το ότι οι φυλακισμένοι, ωστόσο, μπορούν να δουν μόνο τις σκιές αυτές, δε σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος περιορίζεται μόνο μέσα στο σπήλαιο[8]. Αν κάποιοι καταφέρουν να λυθούν από τις αλυσίδες και βγουν από το σπήλαιο, θα τυφλωθούν από τη λάμψη του Ήλιου και θα επιστρέψουν πίσω. Αν, ωστόσο, συνηθίσουν το φως, θα δουν καθαρά τον Ήλιο, που συμβολίζει το Αγαθό, και θα καταλάβουν ότι όσα έβλεπαν μέσα στο σπήλαιο ήταν απλά προβολές, σκιές της αλήθειας. Ίσως σκεφτούν να επιστρέψουν πίσω, λυπούμενοι τους φυλακισμένους συντρόφους τους. Πίσω, όμως, στο σπήλαιο, δε θα μπορούν να συνηθίσουν στο σκοτάδι, και, προσπαθώντας να διδάξουν στους υπόλοιπους την αλήθεια, ίσως δεχτούν το μίσος και την αντίδρασή τους[5]. Ωστόσο, όσοι ελευθερώθηκαν, οι φιλόσοφοι, έχουν χρέος να επιστρέψουν πίσω και να διδάξουν και τους υπόλοιπους.

Συχνά, ο Ήλιος, που συμβολίζει το Αγαθό, ωθεί στην ερμηνεία του Μύθου του Σπηλαίου από θρησκευτικής απόψεως: χωρίς Θεό, οι άνθρωποι ζουν μέσα το σκοτάδι[9].

Ο κόσμος μέσα στο σπήλαιο εκφράζει την εμμονή στα “αισθητά πράγματα”, όσων μπορούν οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τις αισθήσεις τους, ενώ η άνοδος στον πραγματικό κόσμο και η όραση των αληθινών Ιδεών υπό το φως του Ήλιου οδηγούν στην εναρμόνιση των τριών τμημάτων της ψυχής και την ενδυνάμωση του λογιστικού[10].

Μορφές διακυβέρνησης

Απόσπασμα από την Πολιτεία, Πάπυροι της Οξυρρύγχου

Ο Πλάτων αφιερώνει μεγάλο τμήμα της Πολιτείας του στις συζητήσεις σχετικά με την Ιδεώδη Πολιτεία. Ωστόσο, παρέμενε το θέμα του τύπου διακυβέρνησης, οπότε η συζήτηση καταλήγει σε τέσσερα είδη πολιτευμάτων, τα οποία δεν μπορούν να επιβιώσουν: η τιμοκρατία, η ολιγαρχία (πλουτοκρατία), η δημοκρατία και η τυραννία (δεσποτισμός).

Τιμοκρατία

Ο Σωκράτης ορίζει την τιμοκρατία ως ένα πολίτευμα, στο οποίο κυβερνούν άτομα που αγαπούν την τιμή και έχουν επιλεχθεί σύμφωνα με τον βαθμό τιμής που κατέχουν στην κοινωνία. Η τιμή συχνά εξισώνεται με τον πλούτο και την ιδιοκτησία, οπότε το “χρυσό” αυτό πολίτευμα θα οδηγούσε στον υλισμό.

Ολιγαρχία

Οι πειρασμοί αυτοί δημιουργούν μια σύγχυση ανάμεσα στην τιμή και το οικονομικό καθεστώς, κάτι που θα οδηγούσε στην εμφάνιση της ολιγαρχίας. Ο Σωκράτης υπογραμμίζει ότι ο πλούτος δε θα βοηθήσει τον καπετάνιο να ελέγξει το πλοίο του. Η αδικία αυτή διαχωρίζει πλούσιους και φτωχούς, δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον για εγκληματίες και επαίτες. Οι πλούσιοι συνωμοτούν συνεχώς ενάντια των φτωχών και αντίστροφα.

Δημοκρατία

Καθώς μεγαλώνει αυτό το κοινωνικοοικονομικό χάσμα, αυξάνονται και οι εντάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, δίνοντας χώρο για την εμφάνιση της δημοκρατίας. Οι φτωχοί ανατρέπουν τους άπειρους ολιγαρχικούς και σύντομα παρέχουν ελευθερίες σε όλους τους πολίτες. Κάποιος δημαγωγός σύντομα ανέρχεται για να προστατέψει το δίκιο των κατώτερων τάξεων. Οι άνθρωποι “μεθούν” με τόση ανεξέλεγκτη ελευθερία και έτσι επέρχεται τυραννία, το πιο καταπιεστικό είδος διακυβέρνησης.

Τυραννία

Οι ελευθερίες που αποδόθηκαν στους πολίτες, τους χωρίζουν σε τρεις κοινωνικοοικονομικές τάξεις: την άρχουσα τάξη, τους καπιταλιστές και τους απλούς πολίτες, οι οποίοι βλέπουν να απειλούνται οι ελευθερίες τους από την ένταση μεταξύ των δυο πρώτων τάξεων και καταφεύγουν στο δημοκρατικό δημαγωγό, ο οποίος, με τη σειρά του, διαφθείρεται από την εξουσία και γίνεται τύραννος, με τη βοήθεια μιας μικρής ομάδας οπαδών του για την προστασία του και τον απόλυτο έλεγχο.

Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι η Ιδεώδης Πολιτεία που περιγράφεται μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τυραννία, αλλά βρίσκεται στην εντελώς αντίθετη πλευρά: ο φιλόσοφος-βασιλιάς που κατέχει την εξουσία δε δρα με γνώμονα το ίδιο συμφέρον, αλλά είναι αφιερωμένος στο κοινό καλό, καθώς κατέχει τη γνώση και τη σοφία…

Αθανασία της ψυχής

Μέσα από τον εσχατολογικό Μύθο του Ηρός, γίνεται η περιγραφή του μεταθανάτιου ταξιδιού του Ηρός, ενός στρατιώτη που πέθανε στη μάχη και επανήλθε στη ζωή πάνω στη νεκρική πυρά της μετενσάρκωσης, των ουράνιων σφαιρών του αστρικού σύμπαντος.

Κεντρικό σύμβολο αποτελεί το Αδράχτι της Ανάγκης, που σχημάτιζε 8 κύκλους, πάνω σε καθέναν από τους οποίους βρισκόταν μια Σειρήνα που τραγουδούσε μια νότα: όλες μαζί σχημάτιζαν μια αρμονία, τη μουσική των ουράνιων σφαιρών. Εκεί βρίσκονταν και οι 3 Μοίρες, στις οποίες έπρεπε να πάνε οι ψυχές για να επιλέξουν το είδος της ζωής που ήθελαν να ζήσουν στην επόμενη ενσάρκωσή τους.

Η ιστορία αυτή επικεντρώνεται στην ιδέα ότι οι ηθικοί άνθρωποι επιβραβεύονται και οι ανήθικοι τιμωρούνται μετά το θάνατό τους. Ο Πλάτων έχει επηρεαστεί από παλαιότερες προφορικές παραδόσεις, από τους Ορφικούς[11] και τους Πυθαγόρειους, ενώ σύγχρονοι μελετητές επισημαίνουν επιδράσεις από τη θεωρία του ινδουϊσμού και του Ζωροαστρισμού[12].

Υποδοχή του έργου και ερμηνείες

Χειρόγραφο της Πολιτείας του Πλάτωνα στα λατινικά

Αρχαία Ελλάδα

Τη συγγραφή έργων για συστήματα διακυβέρνησης ακολούθησε και ο πιο επιφανής μαθητής του Πλάτωνα, Αριστοτέλης, γράφοντας στα Πολιτικά του, τα οποία δεν ακολουθούν διαλογική μορφή, για πολλές από τις ιδέες και τα θέματα που έθιξε ο Πλάτων στην Πολιτεία, οδηγώντας όμως σε διαφορετικό συμπέρασμα για το τι είναι προτιμητέο τελικά.

Ο Ισοκράτης παρωδεί την Πολιτεία στο έργο του Βούσιρις[13], δείχνοντας την ομοιότητα της Καλλίπολης με την αιγυπτιακή πολιτεία που ιδρύει ο βασιλιάς που φέρει το όνομα του τίτλου του έργου.[14] Ο Ισοκράτης υπήρξε εκπρόσωπος της ρητορικής παιδείας και αντίπαλος του Πλάτωνα στη διαπαιδαγώγηση των νέων.

Ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ιδρυτής του Στωικισμού, έγραψε γύρω στο 300 π.Χ. κι αυτός ένα έργο με τον τίτλο Πολιτεία, υποστηρίζοντας μια μορφή αναρχισμού, όπου όλοι οι πολίτες είναι φιλόσοφοι, και μια πιο ριζοσπαστική μορφή σεξουαλικού κομουνισμού από αυτή που πρότεινε ο Πλάτων[15].

Αρχαία Ρώμη

Η αγγλική μετάφραση του τίτλου του πλατωνικού διαλόγου (Republic) προέρχεται από το έργο του Κικέρωνα De re publica, τρεις αιώνες αργότερα. Ο Κικέρων μιμείται το ύφος των πλατωνικών διαλόγων και ασχολείται με πολλά από τα θέματα που θίγονται στην Πολιτεία. Ο Σκιπίων ο Αφρικανός, κεντρικός ήρωας του έργου, εκφράζει την εκτίμησή του για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη όταν μιλούν για την Πολιτεία, όπου στα λατινικά μεταφέρεται ως “Res publica”. Ενώ ο Σωκράτης και οι σύντροφοί του συζητούσαν για τη φύση της πόλης και για κάθε μορφή διακυβέρνησης, στο έργο του Κικέρωνα συζητείται η οργάνωση του κράτους εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, δηλαδή η Ρωμαϊκή Δημοκρατία.

Από την άλλη πλευρά, ο Τάκιτος, χωρίς να αναφέρεται ονομαστικά στον Πλάτωνα και την Πολιτεία, ασκώντας ίσως κριτική στο έργο του Κικέρωνα και του Αριστοτέλη, αναφέρει ότι[16]:

Πράγματι, ένα έθνος ή μια πόλη κυβερνείται είτε από το λαό είτε από μια ανώτερη τάξη είτε από ένα μονάρχη. Ένα εφευρεθέν σύστημα διακυβέρνησης από μια επιλογή των παραπάνω συστατικών είναι περισσότερο ιδεατό παρά πραγματικότητα. Κι ακόμα κι αν γίνει πραγματικότητα, δε θα έχει μέλλον.

Ουσιαστικά, αυτό που εκφράζει στο συγκεκριμένο σημείο του έργου του είναι πως η ενδελεχής ανάλυση και περιγραφή της λειτουργίας ενός πραγματικού κράτους, έχει μεγαλύτερη πρακτικότητα απ’ όσο φιλοσοφικές αναλύσεις για την ιδεώδη μορφή ενός πολιτεύματος.

Στην καθοριστική εποχή της μετάβασης της Ρώμης από την αρχαία πολυθεϊστική θρησκεία στο Χριστιανισμό, ο Αυγουστίνος Ιππώνος έγραψε το έργο “Η Πολιτεία του Θεού” (λατινικά: Civitate Dei), περιγράφοντας μια ιδεατή πόλη, την αιώνια Ιερουσαλήμ, αντλώντας αναφορές από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Κικέρωνα.

20ός αιώνας

Οι περισσότεροι σχολιαστές της πλατωνικής Πολιτείας αποτρέπουν την ανάγνωση του έργου ως εγχείριδιο καλής διακυβέρνησης, καθώς τα πιο πολλά είδη πολιτεύματος που περιγράφονται στο έργο φέρουν ελάχιστες ομοιότητες με ανάλογα πολιτεύματα στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη ή κράτη με συνταγματική μοναρχία. Οι ιδέες της δημοκρατίας και της ουτοπίας, όπως περιγράφονται στο έργο, είναι άρρηκτα δεμένες με τις πόλεις-κράτη της Αρχαίας Ελλάδας.

Οι κριτικές και οι απόψεις που εκφράστηκαν κατά τον 20ό αιώνα έχουν ως κοινό άξονα την άποψη πως η παιδαγωγική αξία της Πολιτείας είναι πολύ μεγαλύτερη από την πρακτική της αξία, καθώς πρόκειται περί θεωρητικού έργου. Ωστόσο, υπάρχει η άποψη ότι ο Πλάτωνας περιέγραψε αυτό το είδος πολιτεύματος, καθώς το θεωρούσε ικανό προς εφαρμογή[3].

Επιρροές στις τέχνες και στη σύγχρονη κουλτούρα

Κωμωδία

Την ίδια χρονική περίοδο με τη συγγραφή της Πολιτείας, ο Αριστοφάνης έγραψε και παρουσίασε την κωμωδία Εκκλησιάζουσες, όπου οι γυναίκες στην Εκκλησία του δήμου παίρνουν την εξουσία της Αθήνας, έτοιμες να επιβάλλουν εκτός από την περιουσιακή και την ερωτική κοινοκτημοσύνη. Το προτεινόμενο πολίτευμα εδώ φέρει αρκετές ομοιότητες με την Ιδεώδη Πολιτεία που περιγράφει ο Πλάτων[17][18]

Ουτοπία

Ο Τόμας Μουρ, στο έργο του Ουτοπία[19], χρησιμοποιεί τον όρο αυτό και περιγράφει την ιδανική κοινωνία στο ομώνυμο νησί, η οποία είναι παρόμοια με την πλατωνική Καλλίπολη σε κάποια θέματα, όπως η κοινοκτημοσύνη και η έλλειψη ιδιωτικής ζωής. [20][21].

Δυστοπία

To είδος διακυβέρνησης που περιγράφεται στην Πολιτεία έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορα σύγχρονα δυστοπικά μυθιστορήματα και ιστορίες, ενώ ο διαχωρισμός των ανθρώπων ανά επάγγελμα ή ιδιότητα από το κράτος, η έλλειψη παραδοσιακών οικογενειακών δομών και η ύπαρξη κρατικής ανατροφής και εκπαίδευσης χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή ολοκληρωτικών καθεστώτων από συγγραφείς, όπως ο Άλντους Χάξλεϊ στο Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο (Brave New World)[22].

Ομοιότητες έχουν παρατηρηθεί και μεταξύ της Αλληγορίας του σπηλαίου και του μυθιστορήματος 1984 του Τζορτζ Όργουελ[23], όπως και της κινηματογραφικής τριλογίας Μάτριξ[24].

Παραπομπές

  1. Brickhouse, Thomas and Smith, Nicholas D. Plato – The Internet Encyclopedia of Philosophy, University of Tennessee. Cf. Dating Plato’s Dialogues
  2. Αρχαία Ελληνικά (Γ’ Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης) Φιλοσοφικός Λόγος, Ο.Ε.Δ.Β.
  3. 3,0 3,1 History of Western Philosophy, Βιβλίο Α’, β’ μέρος, κεφ.14
  4. Romilly, J., Γιατί η Ελλάδα; µτφρ. Μ. Αθανασίου, Κ. Μηλιαρέση, Το άστυ, Αθήνα, 1999, 270.
  5. 5,0 5,1 Δέδε, Θεώνη, Η έννοια του Φιλοσόφου στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη
  6. C. D. C. Reeve (2006). “Epistemology and Metaphysics, Psychopathology”. Philosopher-Kings: The Argument of Plato’s Republic. Hackett Publishing. σελ. 48. ISBN 0872208141.
  7. Karl Raimund Popper. “Plato’s theory of forms or ideas”. The Open Society and Its Enemies, The spell of Plato. Princeton University Press. σελ. 34. ISBN 0691019681.
  8. Allegory Of The Cave – Home
  9. Interpreting Platos Cave – by Kate Rosenberger – Helium
  10. Μια απόπειρα ψυχαναλυτικής ερμηνείας του πλατωνικού σπηλαίου
  11. Robert McGahey (1994). “Plato’s Orphic Universe, Orphic Music: Er and the Music of the Spheres”. The Orphic Moment: Shaman to Poet-thinker in Plato, Nietzsche, and Mallarmé. SUNY Press. ISBN 079141941X.
  12. A. D. Nock (1929), “Studien zum antiken Synkretismus aus Iran und Griechenland by R. Reitzenstein, H. H. Schaeder, Fr. Saxl”, The Journal of Hellenic Studies 49 (1), p. 111-116
  13. Ισοκράτης, Βούσιρις.
  14. Niall Livingstone (2001). “Chapter 4, Busiris and Plato”. A Commentary on Isocrates’ Busiris. BRILL. ISBN 9004121439.
  15. Doyne Dawson (1992). “Chapter 4, The Stoic Utopia: A world without households”. Cities of the Gods: Communist Utopias in Greek Thought. Oxford University Press US. ISBN 0195069838.
  16. Nam cunctas nationes et urbes populus aut primores aut singuli regunt: delecta ex iis (his) et consociata (constituta) rei publicae forma laudari facilius quam evenire, vel si evenit, haud diuturna esse potest. Τάκιτος, Χρονικά, Βιβλίο Δ’, 33
  17. Mary P. Nichols (1987). Socrates and the Political Community: An Ancient Debate. SUNY Press. ISBN 0887063950.
  18. Doyne Dawson (1992). “Chapter 1, The birth of Utopia, The Ecclesiazusae of Aristophanes”. Cities of the Gods: Communist Utopias in Greek Thought. Oxford University Press US. ISBN 0195069838.
  19. Η Ουτοπία του Τόμας Μουρ στην αγγλική γλώσσα., Η Ουτοπία του Τόμας Μουρ στη λατινική γλώσσα.
  20. Imterpreting Thomas More’s Utopia By John Charles Olin Fordham Univ Press, 1989. ISBN 0-8232-1233-5
  21. Marxists.org: Karl Kautsky, Thomas More and his Utopia (1888)
  22. Franck, Matthew. “Aldous Huxley’s City in Speech: Brave New World and the Republic of Plato”, Apr 15, 2004
  23. “From Plato to Orwell: Utopian Rhetoric in a Dystopian World.” by Deatherage, Scott. November 5-8, 1987). ERIC
  24. William Irwin (2002). The Matrix and Philosophy: Welcome to the Desert of the Real. Open Court Publishing. ISBN 0812695011.

Βιβλιογραφία

  • Bruell, Christopher, “On Plato’s Political Philosophy.” Review of Politics 56 (1994) 261-82.
  • Russell, Bertrand, History of Western Philosophy. Simon & Schuster: New York, 1946.
  • Voegelin, Eric, Plato and Aristotle, Louisiana University Press, Baton Rouge, 1956.
  • Kraut, Richard, Plato’s Republic: Critical Essays, Rowman & Littlefield, 1997, ISBN 0-8476-8492-X
  • Taylor, Α.Ε. Πλάτων: ο Άνθρωπος και το Έργο του, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991.
  • Koyre Alexandre, «Φιλοσοφία και Πολιτεία-Εισαγωγή στην ανάγνωση του Πλάτωνα», εκδ. Αλεξάνδρεια, 1990
  • Θεοδωρακόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1941, ISBN 960-05-0900-X
  • Σκαλτσάς Θεόδωρος, «Η διάκριση μεταξύ γνώσης και δόξας κατά την ‘Πολιτεία’ του Πλάτωνα». Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 2 (1985), 267-278
  • Νικολακόπουλος, Παντελής, «Δικαιοσύνη, ευδαιμονία, και αγαθά στην Πολιτεία του Πλάτωνα». Signum 11 (1980), 1-6.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Wikipedia-logo.png Στο άρθρο αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το άρθρο The Republic (Plato) (έκδοση 272932011) της Αγγλόγλωσσης Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1701

“Επιτάφιος” του Περικλή : Εισαγωγή (Συνοπτικά)

ΓΕΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Εισηγητής : Στράτος Τσαγκαρής

«ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ» ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ – ΕΙΣΑΓΩΓΗ (ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ)

Α. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Γεννήθηκε περ. 40 π.Χ. και πέθανε το 400 π.Χ. στο Δήμο Αλιμούντα

Γιος του Ολόρου.

Εξορίζεται το 424 π.Χ. στη Σκαπτή Ύλη του Παγγαίου ,όπου διατηρούσε κτήματα, μετά τη μάχη της Αμφίπολης κατά την οποία ήταν στρατηγός των Αθηναίων και ηττήθηκε. Αφιερώνεται στη συγγραφή του έργου του.

Επιστρέφει από την εξορία το 404 π.Χ. μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.

Γνώρισε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής και συνδέθηκε με φιλία μαζί τους (π.χ. τον Περικλή). Μαθητής των σοφιστών και των μεγάλων ρητοροδιδασκάλων.

Περιεχόμενο του έργου του : Γράφει την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.) Αρχίζει την εξιστόρηση από το 479 π.Χ.  (εκδίωξη των Περσών από τη Σηστό) συνεχίζοντας το έργο του Ηροδότου. Εξιστορεί τα γεγονότα ως το 411 π.Χ. οπότε και επιβάλλεται το ολιγαρχικό καθεστώς των 400 στην Αθήνα.

Σκοποθεσία : Ήθελε να καταστήσει το έργο του κτήμα ες αεί , κληροδότημα για όλη την ανθρωπότητα, εφόσον η ανθρώπινη φύση δε μεταβάλλεται.

Αρετές του έργου του :

  1. αυστηρή επιστημονική μέθοδος
  2. αμεροληψία
  3. αναζήτηση των αιτίων ενός γεγονότος
  4. βαθιά αίσθηση των πολιτικών γεγονότων
  5. λιτό και πυκνό και γραφικό ύφος

Β. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ 431 π.Χ.

Εκφωνήθηκε από τον Περικλή το 431 π.Χ. στον Κεραμεικό για να τιμήσει τους πρώτους νεκρούς του πολέμου .

Η θέση του στο έργο του Θουκυδίδη δικαιολογείται :

  1. Ο ρητορικός λόγος είναι επεξεργασία μιας έμφυτης ανθρώπινης ικανότητας
  2. Οι ρητορικοί λόγοι διακρίνονται ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε : α) δικανικούς, β) συμβουλευτικούς , γ) επιδεικτικούς
  3. Στην Αθήνα του 5ου π.Χ. εμφανίστηκαν οι σημαντικότεροι ρητοροδιδάσκαλοι.
  4. Η έντεχνη ρητορική είναι δημιούργημα προπάντων των Σοφιστών.

Ο Θουκυδίδης συμπεριέλαβε στο έργο του 40 Δημηγορίες (λόγοι στρατηγών ή πολιτικών πριν από ένα σημαντικό γεγονός) με σκοπό να φωτίσει ολόπλευρα τα γεγονότα και να ανιχνεύσει τα βαθύτερα αίτιά τους και τις συνέπειες των πολιτικών αποφάσεων ή των πολεμικών επιχειρήσεων. Κρατήθηκε όσο πιο κοντά γίνεται στο περιεχόμενο των λόγων συμπληρώνοντάς τους. Συχνά έχουμε και αγώνα λόγων ανάμεσα σε δημηγορούντες με διαφορετικές απόψεις.

Μια από τις δημηγορίες είναι και ο «Επιτάφιος» που διαφέρει όμως από τις υπόλοιπες ,α) εξωτερικά ,καθώς δεν είναι συμβουλευτικός ,αλλά είναι επιδεικτικός λόγος , και β) δεν προαναγγέλλει κάποιο ιστορικό γεγονός

Εντάσσεται στην παράδοση της εποχής που επέβαλε να τιμούνται οι νεκροί μιας μάχης όχι μόνο με ταφικά έθιμα (έργω) ,αλλά και με εκφώνηση λόγων (λόγω)

Η Δομή των Επιταφίων λόγων ήταν η εξής :

1.Προοίμιο

2.Καταγωγή και πρόγονοι : α)εγκώμιο της αθηναϊκής γης και της αυτοχθονίας των Αθηναίων, β) ανατροφή και αγωγή του αθηναϊκού λαού, γ) η φιλοπατρία ,έτσι όπως εκδηλώθηκες από τα πολεμικά κατορθώματα του αθηναϊκού παρελθόντος.

3.Οι προκείμενοι νεκροί ,οι αρετές και πολεμικοί άθλοι τους

4.Προτροπή για μίμηση στους νεότερους και παραμυθία των συγγενών

5.Επίλογος

Η διάρθρωση του Επιταφίου του Περικλή :

1.Προοίμιο (κεφ. 35)

2.Πρώτο μέρος (κεφ. 36-41)

3.Δεύτερο μέρος (κεφ. 42-43)

4.Τρίτο μέρος (κεφ. 44-45)

5.Επίλογος (κεφ. 46)

Κεντρική ιδέα του λόγου : η αναζήτηση των αρχών συμπεριφοράς ,του πολιτεύματος και των στοιχείων του χαρακτήρα που οδήγησαν την Αθήνα στο μεγαλείο της.

Για να εκφράσει πιο έντονα ο ιστορικός όλα αυτά χρησιμοποιεί την αντίθεση της Αθήνας με τη Σπάρτη.

Η γλώσσα του λόγου είναι η λογοτεχνική αττική διάλεκτος που αποπνέει μια ζεστασιά και είναι διάσπαρτο από ποιητικούς τόνους και εκπληκτικές εκφράσεις.

Γιατί ενέταξε το λόγο αυτό στην ιστορία του ;

1)Μέσω του λόγου ο Θουκυδίδης στήνει το μνημείο του μεγάλου πολιτικού που θαύμαζε , του Περικλή και επιδεικνύει την αρετή του με έργα και με λόγια.

2)Υπήρξε εραστής της Αθήνας . ήθελε να πληροφορήσει τους μεταγενέστερους για το πολιτιστικό θαύμα που επιτεύχθηκε στην πόλη του, πριν αυτή αμαυρωθεί από την ήττα του πολέμου.

Γ. Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ (500- 429 π.Χ.)

Γιος του Ξανθίππου. Εκλεγόταν ανελιπώς στρατηγός της Αθήνας από το 443 ως το 429 π.Χ.

Το έργο του :

  1. Εδραίωσε την αθηναϊκή συμμαχία αυξάνοντας τις εισφορές των συμμάχων.
  2. Μεταρρύθμισε θεσμούς της πολιτείας και ενίσχυσε τη δημοκρατία
  3. Αξιοποίησε την οικονομική ευρωστία της Αθήνας δημιουργώντας περίλαμπρα οικοδομήματα (π.χ. Ακρόπολη)
  4. Συνέβαλε στην πνευματική άνθηση της Αθήνας
  5. Προσπάθησε να κάνει πράξη την «Πανελλήνια Ιδέα»

Μαθητής του Αναξαγόρα, του Δάμωνος, των σοφιστών και φίλος του Σοφοκλή, του Πρωταγόρα, του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Φειδία κ.ά.). Υπήρξε δεινός ρήτορας.

Δ. Η ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ

Οι απόψεις διίστανται ,αλλά οι μελετητές καταλήγουν :

Α) ο Περικλής ήταν δυνατό να εκφωνήσει έναν τέτοιο λόγο ,χωρίς την παρέμβαση του Θουκυδίδη

Β) Ο Θουκυδίδης μπορούσε ,εφόσον του το είχε αναθέσει η πόλη, να δημιουργήσει ένα ρητορικό κείμενο με περιεχόμενο βαθύ ,χωρίς να ακούσει τον Περικλή.

Συμπέρασμα : ο «Επιτάφιος» είναι αντάξιος της πνευματικής προσωπικότητας,  και του Θουκυδίδη,  και του Περικλή και συμβάλλει στη θετική αποτίμηση και των δύο.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1664

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση