ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ «ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ»
ΕΝΟΤΗΤΑ 1η
ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ.ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΜΑΣ Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ; –
ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[ΕΝΟΤΗΤΑ 1η (B1, 1-3), σελ. 156 του σχολικού βιβλίου]
Η διανοητική αρετή και οι παράγοντες που συντελούν στην κατάκτησή της. Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς, ἡ μὲν διανοητικὴ τὸ πλεῖον ἐκ διδασκαλίας ἔχει καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν, διόπερ ἐμπειρίας δεῖται καὶ χρόνου,
Η ηθική αρετή
Συσχετισμός της με το «ἔθος» ἡ δ’ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθους.
Η αποδεικτέα θέση: οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως Ἐξ οὗ καὶ δῆλον ὅτι οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται˙
Παραδείγματα που στηρίζουν την αποδεικτέα θέση οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται, οἷον ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ’ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν, οὐδὲ τὸ πῦρ κάτω, οὐδ’ ἄλλο οὐδὲν τῶν ἄλλως πεφυκότων ἄλλως ἂν ἐθισθείη.
Γενικό συμπέρασμα Οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν ἐγγίνονται αἱ ἀρεταί, ἀλλὰ πεφυκόσι μὲν ἡμῖν δέξασθαι αὐτάς, τελειουμένοις δὲ διὰ τοῦ ἔθους.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αφού λοιπόν η αρετή είναι δύο ειδών, η μια διανοητική και η άλλη ηθική, από τη μια η διανοητική χρωστάει κατά κύριο λόγο και τη γένεση και την επαύξησή της στη διδασκαλία, γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται πείρα και χρόνο, από την άλλη η ηθική είναι αποτέλεσμα της συνήθειας, απ’ όπου έχει πάρει και το όνομα, το οποίο παρουσιάζει μικρή διαφορά από τη λέξη έθος. Από αυτό ακριβώς γίνεται φανερό ότι καμία από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως˙ πραγματικά, κανένα πράγμα που έχει από τη φύση μια ορισμένη ιδιότητα δεν μπορεί να αποκτήσει με εθισμό μια άλλη ιδιότητα, όπως για παράδειγμα η πέτρα, που από τη φύση της πηγαίνει προς τα κάτω, δεν θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμα κι αν κάποιος προσπαθήσει να τη συνηθίσει (σ’ αυτό), ρίχνοντάς την προς τα πάνω χιλιάδες φορές, ούτε η φωτιά (θα μπορούσε να συνηθίσει να πηγαίνει) προς τα κάτω, ούτε τίποτα άλλο από τα πράγματα που από τη φύση τους γεννιούνται με μια συγκεκριμένη ιδιότητα θα μπορούσε να συνηθίσει σε κάτι διαφορετικό. Επομένως, ούτε εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς τη φύση μας υπάρχουν μέσα μας οι αρετές, αλλά έχουμε από τη φύση την ιδιότητα να τις δεχτούμε και να τελειοποιούμαστε με τον εθισμό.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 156)
οὔσης = αφού είναι (αιτιολογική μετοχή, γενική απόλυτη
οὐκ ἂν ἐθισθείη = δεν θα μπορούσε να συνηθίσει (δυνητική ευκτική = θα + παρατατικός)
οἷον = για παράδειγμα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
διανοητικῆς < διὰ + νοῦς: νοητός, νόημα, νόηση, νοητικός, νοερός, άνοια, παράνοια, διάνοια, ομόνοια, διχόνοια, έννοια, πρόνοια, μετάνοια, υπόνοια, διανόηση, κατανόηση, παρανόηση, επινόηση, συνεννόηση
ἠθικῆς < ἦθος < ἔθος: ηθικός, ηθικότητα, ηθοπλαστικός, ηθοποιός, ηθογραφία
ἐμπειρίας < ἐν + πειράομαι -ῶμαι: πείρα, απειρία, εμπειρία, απόπειρα, άπειρος, έμπειρος, αποπειρατικός, πολύπειρος, πείραμα, πειραματόζωο, πειραματιστής, πειραματόζωο, πείραγμα, πειρακτικός, πειρασμός, πειρατής
παρεκκλῖνον < παρὰ + ἐκ + κλίνω: κλίση, κλιτός, άκλιτος, κλίμα, ανάκλιντρο, απόκλιση, παρέκκλιση, απαρέγκλιτος, έγκλιση, υπόκλιση, κατάκλιση, σύγκλιση
δῆλον < δηλόω -ῶ: δήλωση, διαδήλωση, εκδήλωση, συνυποδήλωση, δηλωτικός, εκδηλωτικός
ἀρετῶν < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): ενάρετος, πανάρετος, αρέσκεια, φιλαρέσκεια, δυσαρέσκεια, αρεστός, αριθμός, άρθρο, άρμα, αρμός, αρμονία, άριστος, αριστείο, αριστοκρατία
πεφυκότων < φύομαι: φύση, φυσικότητα, φυσιολογικός, φυτό, φυτικός, φυλή, φύλο, φυσικοθεραπευτής, φυσιολάτρης, φυσιογνώστης, φυσιογνωμία, αυτοφυής, ιδιοφυής, ευφυής, μεγαλοφυής, ευφυΐα, μεγαλοφυΐα, τριχοφυΐα
δέξασθαι < δέχομαι: δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, ακατάδεκτος, ευπρόσδεκτος, αποδοχή, παραδοχή, συνεκδοχή, υποδοχή, δέκτης, αποδέκτης, διάδοχος, ανάδοχος, δοχείο, δεξαμενή, δοκιμή, δοκιμάζω
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο είδη αρετής: τη διανοητική και την ηθική. Η διανοητική κατακτάται μέσω της διδασκαλίας, γι’ αυτό απαιτείται πείρα και χρόνος. Αντίθετα, η ηθική είναι αποτέλεσμα συνήθειας – εθισμού και, επομένως, δεν είναι κάτι που έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Για να ενισχύσει τη θέση του αυτή, θα χρησιμοποιήσει τα παραδείγματα της πέτρας και της φωτιάς: αυτά έχουν εκ φύσεως την ιδιότητα να ακολουθούν μια συγκεκριμένη πορεία, η οποία δεν μπορεί να μεταβληθεί, γιατί υπακούει σ’ έναν φυσικό νόμο. Έτσι, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, αλλά δεν είναι και άσχετες προς την ανθρώπινη φύση, γιατί ο άνθρωπος έχει από τη φύση την προδιάθεση να τις δεχτεί και να τελειοποιηθεί μέσω του εθισμού.
1. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΕΣ
α. Οι διανοητικές αρετές
Οι διανοητικές αρετές (π.χ. σοφία, φρόνηση, σύνεση) σχετίζονται με τη λογική και ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής, το «λόγον ἔχον» μέρος. Παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση και την επαύξησή τους είναι κατά κύριο λόγο η διδασκαλία, η οποία απαιτεί εμπειρία και χρόνο. Η φράση «τὸ πλεῖον» (= κατά κύριο λόγο) υποδηλώνει την ύπαρξη κι άλλων παραγόντων που δεν αναφέρονται στο κείμενο. Την κύρια, λοιπόν, ευθύνη για τη μετάδοσή τους (πέρα από άλλους παράγοντες και το ίδιο το άτομο) την έχει ο δάσκαλος.
Η τόσο σύντομη αναφορά στις διανοητικές αρετές οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης θέλει απλώς να διακρίνει τα δύο είδη αρετής και να τονίσει τις διαφορές τους. Θα αναφερθεί διεξοδικά σ’ αυτές στο έκτο βιβλίο.
β. Οι ηθικές αρετές
Οι ηθικές αρετές (π.χ. η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία) ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο «ἐπιθυμητικόν», στο μέρος δηλαδή της ψυχής που μετέχει και στο «λόγον ἔχον» και στο «ἄλογον» μέρος. Αυτές περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Η κατάκτησή τους οφείλεται στον εθισμό («ἔθος»), δηλαδή στη συνήθεια που δημιουργείται με την επανάληψη μιας ενέργειας. Μάλιστα ο Αριστοτέλης, για να στηρίξει αυτή του την άποψη, συνδέει ετυμολογικά τη λέξη «ἠθικὴ», όρο τον οποίο δημιούργησε ο ίδιος, με τη λέξη «ἔθος». Παρατηρούμε ότι συσχετίζει την πραγματική σημασία των λέξεων με τα πράγματα ή τις ιδιότητες που δηλώνουν, για να κατανοήσει και να επιβεβαιώσει τη μεταξύ τους σχέση. Έτσι, καταλήγει να μας πείσει ότι οι δύο λέξεις δεν συνδέονται μόνο ετυμολογικά, αλλά και σημασιολογικά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Εξαρτάται μάλιστα σε απόλυτο βαθμό από αυτόν αν θα φτάσει στον στόχο του, αν θα αποκτήσει ήθος «εὐγενὲς καὶ φιλόκαλον». Και για να το κατορθώσει, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα, να εθίσει την ψυχή του σε πράξεις ενάρετες, να την καλλιεργήσει «διὰ τοῦ ἔθους». Τέτοιες απόψεις υποστήριζε και ο Πλάτωνας (Νόμοι 792). Σοφός λοιπόν γίνεται κανείς κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια του δασκάλου, ενώ αγαθός γίνεται με τη θέληση και την επιμονή του στην άσκηση της αρετής. Βέβαια, για να φτάσει στον στόχο του, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να προσδιορίσουμε το περιεχόμενο της λέξης «ἀρετή», για να γίνει περισσότερο κατανοητή. Στην αρχαία ελληνική σήμαινε τη θετική ικανότητα, την υπεροχή, την ανωτερότητα. Έτσι, μιλάμε για την αρετή του πολεμιστή, του ρήτορα, του αλόγου, του ματιού (όλα αυτά θα αναφερθούν από τον Αριστοτέλη σε επόμενες ενότητες). Δεν είχε, επομένως, καθαρά ηθικό περιεχόμενο, όπως σήμερα, γι’ αυτό και στο κείμενο τοποθετείται δίπλα της ο προσδιορισμός «ἠθική».
2. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ / ΣΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ ΤΟΥ
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη: Η λέξη «ἠθικὴ» συνδέεται ετυμολογικά και σημασιολογικά με τη λέξη «ἔθος».
«Ἔθος» είναι ο εθισμός, η συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη.
Αφού, λοιπόν, η «ἠθικὴ» συνδέεται σημασιολογικά με το «ἔθος», αυτό σημαίνει ότι η ηθική, δηλαδή οι ηθικές αρετές, σχετίζονται με τον εθισμό, τη συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη μιας ηθικής ενέργειας.
Ό,τι, όμως, σχετίζεται με τον εθισμό, τη συνήθεια και την επανάληψη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό.
Άρα, οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως (αποδεικτέα θέση: «οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Ωστόσο, έχουμε εν δυνάμει την ικανότητα να τις κατακτήσουμε και να φτάσουμε στο τέλειο, στον σκοπό της ύπαρξής μας.
3. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
Η θέση του Αριστοτέλη, ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας, έρχεται σε αντίθεση με την παλιά αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ’ αυτή, η αρετή είναι δώρο της φύσης ή των θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δεν δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών («τῶν ἀρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και στους απογόνους τους, αλλά δεν δίνεται στους πολλούς.
Την άποψη αυτή τη συναντάμε σε πολλούς ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη, τον Πίνδαρο), ενώ χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: «δείξεις τάχα εἴτε εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν κακή». Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του «Ἀγησίλαος» αποδίδει την αρετή του Αγησίλαου στην ευγενική του καταγωγή.
4. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑΣ ΘΕΣΗΣ
Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο παραδείγματα παρμένα από τον χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στον φυσικό νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι φυσικοί νόμοι δεν μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος.
Από την άλλη, ο άνθρωπος με τις ενέργειες και τις επιλογές του μπορεί να μεταβάλει τη συμπεριφορά του, να καλλιεργήσει και να αναπτύξει κάποιες ιδιότητες του χαρακτήρα του.
Επομένως, εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δεν μένουν σταθερές, όπως τα πράγματα που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό, που συνοπτικά έχει ως εξής:
1η προκείμενη: όσα υπάρχουν εκ φύσεως έχουν κάποιες ιδιότητες που δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό, όσο κι αν κανείς προσπαθήσει («οὐθὲν τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται»)
2η προκείμενη: η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ηθικά μας χαρακτηριστικά μεταβάλλονται και καλλιεργούνται με τον εθισμό, όπως αποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης «ἠθικὴ» («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται»)
Συμπέρασμα: καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»)
Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι στην αρχή διατυπώνει καταφατικά τη θέση του, ότι η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα συνήθειας, εθισμού («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται»), ενώ στη συνέχεια εξάγει το συμπέρασμά του με άρνηση («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Προσπαθεί, δηλαδή, να ενισχύσει τη θέση του ανατρέποντας την αντίθετη. Γι’ αυτό ακριβώς στο συγκεκριμένο χωρίο συσσωρεύονται εννέα λέξεις και φράσεις με αρνητική σημασία: «οὐδεμία», «οὐθέν», «οὐκ ἂν ἐθισθείη», «οὐδ’ ἂν ἐθίζῃ», «οὐδὲ τὸ πῦρ», «οὐδ’ ἄλλο», «οὐδέν», «οὔτ’ ἄρα …», «οὔτε παρὰ φύσιν». Έτσι, υπογραμμίζεται έντονα η αντίθεση μεταξύ του «ἐξ ἔθους» και του «φύσει».
5. ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Το κείμενο ολοκληρώνεται με ένα γενικό συμπέρασμα που μοιάζει, αλλά δεν είναι, αντιφατικό, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά ούτε και αντίθετα προς αυτή. Ο Αριστοτέλης εννοεί ότι ο άνθρωπος έχει «δυνάμει», από τη φύση του, την προδιάθεση να δεχτεί την αρετή και να την ολοκληρώσει, δηλαδή να την καλλιεργήσει, μέσω του εθισμού. Κατά τον φιλόσοφο, η άσκηση της αρετής είναι δυνατότητα και όχι χαρακτηριστικό, δοσμένη στον άνθρωπο από τη φύση. Επομένως, ο ίδιος είναι ο μόνος υπεύθυνος για το αν θα φτάσει στην αρετή βελτιώνοντας αδιάλειπτα τη συμπεριφορά του, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα του, το ήθος του.
Συγκεκριμένα, με τη λέξη «τελειουμένοις» ο Αριστοτέλης μας παραπέμπει σ’ έναν χαρακτηριστικό όρο της φιλοσοφίας του, το «τέλος», που σημαίνει την ολοκλήρωση, την επίτευξη του ύψιστου στόχου. Θεωρεί, δηλαδή, τις ηθικές αρετές το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος θα φτάσει στην ολοκλήρωσή του, στο ξεπέρασμα της ζωώδους φύσης του και στην κατάκτηση της ευδαιμονίας.
6. ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Στο κείμενο αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε πολλούς όρους χαρακτηριστικούς της αριστοτελικής φιλοσοφίας:
γένεσις: η δημιουργία
αὔξησις: η διαμόρφωση και εξέλιξη
ἔθος: ο εθισμός, η συνήθεια, ο τρόπος συμπεριφοράς, που καθιερώνεται με την επανάληψη
φύσις: ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν
φύσει: ο εκ φύσεως, ο έμφυτος, τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρώπου
ἀρετή: η διαρκής διάθεση να θέλουμε να επιτελέσουμε ένα ορισμένο είδος ηθικών πράξεων
διανοητικὴ ἀρετή: η αρετή που σχετίζεται με το «λόγον ἔχον» μέρος της ψυχής (πχ. η φρονηση, η σοφία, η σύνεση)
ἠθικὴ αρετή: η αρετή που ανήκει στο «ἐπιθυμητικὸν» μέρος της ψυχής και περιγράφει τον χαρακτήρα του ανθρώπου
τελειουμένοις: η τελείωση, η ολοκλήρωση, η επίτευξη του ύψιστου στόχου, της ευδαιμονίας.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Στο κείμενο αυτό παρατηρούμε ότι το ύφος του Αριστοτέλη είναι στοχαστικό, λιτό, σαφές και ακριβές. Κυριαρχεί η αντικειμενική και εναργής επιχειρηματολογία και ο επιστημονικός λόγος. Αποφεύγει σκόπιμα τον ποιητικό λόγο, διότι πίστευε ότι η αναζήτηση της αλήθειας υπηρετείται αυστηρά από τη λιτότητα και τη σαφήνεια. Έτσι, τα σχήματα λόγου δεν είναι ιδιαίτερα συχνά. Εδώ, εντοπίζουμε τα εξής:
Αντιθέσεις:
«ἡ μὲν διανοητικὴ ≠ ἡ δ’ ἠθική», «ἐξ ἔθους ≠ φύσει»
Πολυσύνδετα σχήματα:
«καὶ τὴν γένεσιν καὶ τὴν αὔξησιν»,
«οὔτ’ ἄρα φύσει οὔτε παρὰ φύσιν»
Συσσώρευση αρνήσεων:
«οὐδεμία»,
«οὐθέν»,
«οὐκ ἂν ἐθισθείη»,
«οὐδ’ ἂν ἐθίζῃ»,
«οὐδὲ τὸ πῦρ»,
«οὐδ’ ἄλλο»,
«οὐδέν»,
«οὔτ’ ἄρα …»,
«οὔτε παρὰ φύσιν»
Παραδείγματα:
πέτρα – φωτιά
Αραιή είναι η χρήση επιθέτων, ενώ κυριαρχούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2η
Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΠΡΑΞΗ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[ΕΝΟΤΗΤΑ 2η (B1,4), σελ. 158 του σχολικού βιβλίου]
Σχετικά με όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως.
Διατύπωση θέσης Ἔτι ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν
Παραδείγματα (ὅπερ ἐπὶ τῶν αἰσθήσεων δῆλον˙ οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τὰς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἔσχομεν)˙
Σχετικά με τις ηθικές αρετές.
Διατύπωση θέσης τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον,
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν˙
Επεξήγηση της θέσης ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν,
Παραδείγματα οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταί˙
Συμπέρασμα οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα σώφρονες, τὰ δ’ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ακόμα, όσες ιδιότητες έχουμε από τη φύση, πρώτα αποκτούμε τις δυνατότητες αυτών και ύστερα προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες (πράγμα που φαίνεται στις αισθήσεις μας˙ γιατί δεν αποκτήσαμε τις αισθήσεις (της όρασης και της ακοής) έχοντας δει πολλές φορές ή έχοντας ακούσει πολλές φορές, αλλά αντίθετα τις χρησιμοποιήσαμε έχοντάς τες και δεν τις αποκτήσαμε έχοντας κάνει και ξανακάνει χρήση τους)˙ τις (ηθικές) αρετές όμως αποκτούμε, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες˙ γιατί όσα πρέπει να κάνουμε αφού τα μάθουμε, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα˙ για παράδειγμα, οικοδόμοι γίνονται με το να κτίζουν σπίτια και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα˙ με τον ίδιο τρόπο λοιπόν γινόμαστε και δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις, ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
κομιζόμεθα < κομίζομαι: κομιστής, διακομιστής, κόμιστρο, μετακόμιση, προσκόμιση, αποκόμιση, διακομιδή, ανακομιδή, συγκομιδή, αποκομιδή
ἐνεργείας < ἐν + ἔργον < ἐργάζομαι: εργασία, διεργασία, επεξεργασία, προεργασία, εργασιοθεραπεία, εργασιομανής, εργαστήριο, εργαλείο, εργάτης, εργατικός, εργατικότητα, εργατοπατέρας, εργατοϋπάλληλος, εργατοώρα, έργο, εργοδηγός, εργοδότης, άεργος, άνεργος, περίεργος, πάρεργο, εργόχειρο, ανενεργός, ραδιενεργός, απεργός, συνεργός, απεργία, ανεργία, κωλυσιεργία, καλλιέργεια, ενέργεια, περιέργεια, πανούργος, κακούργος, ραδιούργος, χειρουργός, δημιουργός, ξυλουργός, μουσουργός, στιχουργός, υφαντουργία, μεταλλουργία, μεταξουργία, δημιούργημα, κακούργημα, όργανο, όργιο
ἐλάβομεν < λαμβάνω: λαβή, απολαβή, παραλαβή, συλλαβή, αντιλαβή, χειρολαβή, λήψη, μετάληψη, σύλληψη, πρόσληψη, επανάληψη, κατάληψη, προκατάληψη, περίληψη, αντίληψη, υπόληψη, επιληψία, θρησκοληψία, μεροληψία, αμεροληψία, ηχοληψία, παραλήπτης, ηχολήπτης, εικονολήπτης, ανεπανάληπτος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, εργολάβος, δικολάβος, λήμμα, λάφυρο
ἐχρησάμεθα < χρήομαι -ῶμαι: χρήση, χρήστης, χρήσιμος, χρησιμοθήρας, χρηστικός, χρησιμότητα, χρησιμοποίηση, αχρησιμοποίητος, χρηστός, εύχρηστος, δύσχρηστος, άχρηστος, ιδιοχρησία, χρήμα, χρηματικός, χρησμός
τεχνῶν < τίκτω: τόκος, επίτοκος, επιτόκιο, απότοκος, τοκετός, τεκνοποίηση, άτεκνος, τέκτονας, αρχιτέκτονας, τεχνική, τεχνοκράτης, τεχνολογία, έντεχνος, άτεχνος, περίτεχνος
οἰκοδόμοι < οἶκος + δόμος: οίκημα, οίκηση, ιδιοκατοίκηση, διοίκηση, συγκατοίκηση, μετοίκηση, οικία, κατοικία, μονοκατοικία, πολυκατοικία, συνοικία, αποικία, παροικία, ένοικος, περίοικος, κάτοικος, συγκάτοικος, μέτοικος, οικισμός, οικιστικός, αποικισμός, αποικιστικός, οικοδεσπότης, οικογένεια, οικότροφος, οικόπεδο, οικοσκευή, οικόσημο, οικονομία, οικόσιτος, οικουμένη, οικολογία
σώφρονες < σῶος + φρὴν (γεν. φρενός): φρενίτιδα, φρενοκομείο, φρενοβλαβής, παράφρων, μετριόφρων, εχέφρων, εθνικόφρων, ευφροσύνη, παραφροσύνη, μετριοφροσύνη, σωφροσύνη, νομιμοφροσύνη, φρόνιμος
ἀνδρεία < ἀνὴρ (γεν. ἀνδρός): ανδρικός, ανδρισμός, ανδροπρεπής, ανδροκρατία, ανδρόγυνο, ανδροπρεπής, άνανδρος, εύανδρος, ανδράποδο, εξανδραποδισμός, ανδραγαθία, ανδρείκελο, ανδριάντας
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης θα επιχειρήσει με ένα ακόμα επιχείρημα να στηρίξει τη θέση του ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως: όσα έχουμε μέσα μας από τη φύση μας έχουν ήδη μέσα τους τη δυνατότητα και περνούν αμέσως στην πράξη, την εφαρμογή αυτής της δυνατότητας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αισθήσεων, οι οποίες είναι ήδη έτοιμες τη στιγμή που γεννιόμαστε και αμέσως ενεργοποιούνται. Αντίθετα, τις ηθικές αρετές τις αποκτούμε αφού πρώτα ενεργήσουμε και ασκηθούμε σ’ αυτές. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και με τις πρακτικές τέχνες: για να γίνει, για παράδειγμα, κάποιος οικοδόμος ή κιθαριστής, πρέπει πρώτα να ασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο κιθάρας και ύστερα θα αποκτήσει την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή αντίστοιχα. Το ίδιο γίνεται και στις ηθικές αρετές: θα γίνουμε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, σώφρονες κάνοντας σώφρονες πράξεις και ανδρείοι κάνοντας ανδρείες πράξεις. Έτσι, αποδεικνύεται ότι τις ηθικές αρετές δεν τις έχουμε μέσα μας εκ φύσεως, αλλά τις αποκτούμε με την πράξη.
1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «Ἔτι»
Στο προηγούμενο κείμενο ο Αριστοτέλης απέδειξε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού. Σ’ αυτό το κείμενο θα στηρίξει την ίδια θέση χρησιμοποιώντας ένα νέο επιχείρημα, που εισάγεται με τη λέξη «ἔτι». Το «ἔτι» αποκτά εδώ μεταβατική και προσθετική σημασία.
2. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «δύναμις – ἐνέργεια»
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάθε ον αποτελείται από δύο αχώριστα στοιχεία: την ύλη και τη μορφή. Η ύλη περιέχει μέσα της τη μορφή αρχικά «δυνάμει» και, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, θα την αποκτήσει και «ἐνεργείᾳ». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μάρμαρου, που «δυνάμει» είναι άγαλμα. Αν, όμως, το σμιλέψει ο γλύπτης, θα γίνει άγαλμα «ἐνεργείᾳ». Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι ο φιλόσοφος ορίζει τη «δύναμιν» και την «ἐνέργειαν», τις δύο θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του, ως εξής: «δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι φτάνοντας στο τέλος του, στην τελειοποίησή του, ενώ «ἐνέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, η δραστηριότητα που απαιτείται για να γίνονται πράξη οι δυνατότητες. Για εκείνον, η «ἐνέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη «δύναμιν», αφού η πρώτη εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τὰς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τὰς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις» έχουν χρονική προτεραιότητα – και όχι λογική και οντολογική – έναντι των «ἐνεργειῶν»
Στη συνέχεια, θα προσπαθήσει να αποδείξει τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, χρησιμοποιώντας αυτές τις δύο βασικές έννοιες.
3. ΤΑ ΤΡΙΑ ΕΙΔΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Στο έργο του «Μετὰ τὰ Φυσικά» (Θ5.1047b 31-35): «Ἁπασῶν δὲ τῶν δυνάμεων οὐσῶν τῶν μὲν συγγενῶν οἷον τῶν αἰσθήσεων, τῶν δὲ ἔθει οἷον τῆς τοῦ αὐλεῖν, τῶν δὲ μαθήσει οἷον τῆς τῶν τεχνῶν», ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δυνάμεων:
α. «εγγενείς», αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του (πχ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής
β. «εξ’ έθους», αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με την άσκηση, τον εθισμό (πχ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου) και συνδέονται με το άλογο και με το λογικό μέρος της ψυχής κα
γ. «εκ μαθήσεως», τις δυνάμεις που τις αποκτά ο άνθρωπος με τη μάθηση (πχ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές με το λογικό μέρος της ψυχής.
4. ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΝΔΥΝΑΜΩΝΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ, ΟΤΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΚ ΦΥΣΕΩΣ
α. Όσα έχουμε μέσα μας εκ φύσεως («ὅσα μὲν φύσει ἡμῖν παραγίνεται»)
Ο Αριστοτέλης ξεκινάει το συλλογισμό του διερευνώντας πρώτα τι συμβαίνει σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Αυτά έχουν εκ των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν, αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η επανάληψη μιας ενέργειας. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο φιλόσοφος, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αισθήσεων: την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση, αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη χρησιμοποίησή τους.
Εδώ, ο Αριστοτέλης, για να παρουσιάσει τη θέση του χρησιμοποιεί αναλογικό συλλογισμό, με αντιθετική παρουσίαση των λειτουργιών των αισθήσεων.
5. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ «πρότερον – ὕστερον» ΚΑΙ «πολλάκις»
Προκειμένου ο Αριστοτέλης να αποδώσει τη χρονική προτεραιότητα των δυνάμεων έναντι των ενεργειών (δύναμις -> ἐνέργεια) σε όσα χαρακτηριστικά υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, συνδέει τις δυνάμεις με το «πρότερον» και με απαρέμφατα ή μετοχές αορίστου που δηλώνουν το προτερόχρονο («ἰδεῖν», «ἀκοῦσαι», «χρησάμενοι»). Αντίθετα, για να αποδώσει την αντίθετη πορεία που ακολουθείται στις ηθικές αρετές (ἐνέργεια -> δύναμις), συνδέει τη μετοχή «ἐνεργήσαντες» με το «πρότερον», για να δηλώσει το προτερόχρονο, ή τις μετοχές ενεστώτα «ποιοῦντες» και «πράττοντες», για να δηλώσει το σύγχρονο. Έτσι, αν προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τα παραπάνω με τα παραδείγματα που δίνονται στο κείμενο (αισθήσεις – τέχνες – αρετές) και με τα δύο ζεύγη των αριστοτελικών όρων «πρότερον – ὕστερον» και «δυνάμει – ἐνεργείᾳ», προκύπτει το εξής διάγραμμα:
φύσει (αισθήσεις)
πρότερον δυνάμει -> ὕστερον ἐνεργείᾳ
ἐξ ἔθους (τέχνες)
πρότερον ἐνεργείᾳ -> ὕστερον δυνάμει
ἐξ ἔθους (αρετές)
πρότερον ἐνεργείᾳ -> ὕστερον δυνάμει
Χαρακτηριστική είναι η χρήση του επιρρήματος «πολλάκις». Παρόλο που αναφέρεται σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε εκ φύσεως, η χρήση του υποδηλώνει ότι για την κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι απαραίτητη η άσκηση και η επανάληψη.
6. ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ, ΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΕΝΑΡΕΤΗ ΠΡΑΞΗ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΗ ΠΡΑΞΗ), ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΝΑΡΕΤΟΣ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΟΣ);
Για να λυθεί αυτή η απορία, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες επισημάνσεις που ο Αριστοτέλης θα θίξει σε επόμενη ενότητα. Οι πράξεις, λοιπόν, που προηγούνται και επαναλαμβάνονται δεν είναι τυχαίες ούτε γίνονται κατόπιν υποδείξεως, αλλά αυτός που τις κάνει, πρέπει:
α. να έχει συνείδηση των πράξεών του,
β. να τις έχει επιλέξει ενσυνείδητα και να έχει δηλώσει με σαφήνεια την προτίμησή του γι’ αυτές,
γ. να έχει κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του.
Οι πράξεις, όμως, λέγονται δίκαιες και σώφρονες, αν αυτός που τις κάνει, τις κάνει και με τον τρόπο που τις κάνουν οι δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι. Σωστά, λοιπόν, λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος με τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα, προκειμένου να ενισχύσει το επιχείρημά του:
α.Αντιθέσεις: «ὅσα μὲν φύσει … ≠ τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν»
«τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα ≠ ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν»
«οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν … ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα»
β. Αναλογίες: «τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν» «ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν … – οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα …»
γ. Παραδείγματα: Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο ζευγάρια παραδειγμάτων: όραση – ακοή / οικοδόμοι – κιθαριστές Επιπλέον, παρατηρούμε και τη χρήση άλλων εκφραστικών μέσων:
α. Σχήμα κατ’ άρση και θέση: «οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν … ἀλλ’ ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα»
β. Σχήμα εξ αναλόγου:«τὰς δ’ ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν»(εννοείται : ἐνεργοῦμεν πρότερον)
γ. Σχήμα από κοινού:«οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καὶ κιθαρίζοντες κιθαρισταὶ (γίνονται)» «τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τὰ δὲ σώφρονα (πράττοντες) σώφρονες(γινόμεθα), τὰ δ’ ἀνδρεῖα (πράττοντες) ἀνδρεῖοι (γινόμεθα)»
δ. Πολυσύνδετο σχήμα:«τὰ μὲν δίκαια …, τὰ δὲ σώφρονα …, τὰ δ’ ἀνδρεῖα …»
ε. Εναλλαγή πρώτου και τρίτου πληθυντικού προσώπου:
Παρατηρούμε και σ’ αυτή, αλλά και σε επόμενες ενότητες ότι, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ανθρώπους (στους οποίους συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του), χρησιμοποιεί το α’ πληθυντικό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, στο κείμενο αυτό χρησιμοποιεί οχτώ ρήματα σε αυτό το πρόσωπο: «κομιζόμεθα», «ἀποδίδομεν», «ἐλάβομεν», «ἐχρησάμεθα», «ἔσχομεν», «λαμβάνομεν», «μανθάνομεν», «γινόμεθα». Όταν, πάλι, αναφέρεται στους οικοδόμους ή τους κιθαριστές, χρησιμοποιεί το γ’ πληθυντικό πρόσωπο. Η αλλαγή αυτή ίσως να οφείλεται στο ότι ο φιλόσοφος δεν είχε προσωπική επαφή με τις τέχνες και τους τεχνίτες. Ωστόσο, μας προβληματίζει ότι σε επόμενες ενότητες (πχ. 4η και 6η) εναλλάσσει τα πρόσωπα («γινόμεθα οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι», «οἳ μὲν γὰρ σώφρονες καὶ πρᾶοι γίνονται») ή χρησιμοποιεί γ’ πληθυντικό εκεί που θα περιμέναμε α’ πληθυντικό («ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται», ενώ θα περιμέναμε «ἀγαθοὶ ἄνθρωποι γινόμεθα»).
Από τα παραπάνω, λοιπόν, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η χρήση γ’ προσώπου δεν αποτελεί συνειδητή επιλογή, αλλά χρησιμοποιείται μάλλον ασυναίσθητα και προσδίδεται μ’ αυτόν τον τρόπο ποικιλία στον λόγο. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.
στ. «ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν»
Άλλο ένα στοιχείο αυθόρμητου και προφορικού λόγου συναντάμε στη φράση «ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν». Ο προσθετικός «καὶ» εδώ είναι περιττός, ενώ ο προσδιορισμός «ἄλλων» υποδηλώνει ότι οι αρετές είναι και αυτές τέχνες, κάτι βέβαια που δεν ισχύει. Κανονικά, λοιπόν, η παραβολική φράση θα έπρεπε να είναι ως εξής: «ὥσπερ ἐπὶ τῶν τεχνῶν». Υπενθυμίζουμε και πάλι ότι τα κείμενα του Αριστοτέλη προέρχονται από προσωπικές του σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε στις παραδόσεις των μαθημάτων του. Είναι, λοιπόν, εύλογο σ’ αυτές τις σημειώσεις να έχουν παρεισφρήσει και στοιχεία του προφορικού λόγου.
Πηγή : http://www.study4exams.gr









Σχόλια Αναγνωστών-Επισκεπτών