Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 9-10

ΕΝΟΤΗΤΑ 9η

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ “ΜΕΣΟΤΗΣ” – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

[ΕΝΟΤΗΤΑ 9η (B6, 10-13), σελ. 173 του σχολικού βιβλίου]

Παραδείγματα συναισθημάτων (παθών) που αποδεικνύουν ότι σ’ αυτά υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και μέσον.     Οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον, καὶ ἀμφότερα οὐκ εὖ˙
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 1.]

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την επίτευξη της μεσότητας.     τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ, μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2.], [Δες ερμηνευτικό σχόλιο 3.]

Αντιστοιχία συναισθημάτων και πράξεων όσον αφορά την υπερβολή, την έλλειψη και τις προϋποθέσεις τήρησης της μεσότητας.     Ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰς πράξεις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5.]

Συσχετισμός της αρετής με τα συναισθήματα και τις πράξεις συμπληρωμένα με τις έννοιες υπερβολή, έλλειψη, μέσον.     Ἡ δ’ ἀρετὴ περὶ πάθη καὶ πράξεις ἐστίν, ἐν οἷς ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις, τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται˙ ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς.

Συμπέρασμα: η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας.     Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή, στοχαστική γε οὖσα τοῦ μέσου.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Για παράδειγμα, είναι δυνατόν (κανείς) και να φοβηθεί και να δείξει θάρρος και να επιθυμήσει και να οργιστεί και να ευσπλαχνιστεί και γενικά να ευχαριστηθεί και να δυσαρεστηθεί και σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει), και τα δύο αυτά δεν είναι καλά˙ όμως το να αισθανθεί κανείς αυτά τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τους ανθρώπους που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, (αυτό είναι) το μέσον και το άριστο, το οποίο ακριβώς έχει σχέση με την αρετή. Όμοια και στις πράξεις υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Η αρετή λοιπόν αναφέρεται στα συναισθήματα και στις πράξεις, στα οποία η υπερβολή αποτελεί σφάλμα και κατακρίνεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το σωστό˙ και τα δύο αυτά έχουν σχέση με την αρετή. Επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας, αφού βέβαια έχει για στόχο της το μέσον.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 173)
Οἷον = για παράδειγμα
ὅλως = γενικά
ἔστι = είναι δυνατόν (απρόσωπο ρήμα)
μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος) = σε μεγαλύτερο και σε μικρότερο βαθμό (από αυτόν που πρέπει)
γε = βέβαια

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Φοβηθῆναι < φοβέομαι –οῦμαι: φόβος, φοβία, φοβικός, φοβιστικός, φόβητρο, φοβερός, φοβέρα, φοβέρισμα, φοβητσιάρης, αγοραφοβία, υψοφοβία, ξενοφοβία, κλειστοφοβία, μικροβιοφοβία, εκφοβισμός, άφοβος, επίφοβος, ευθυνόφοβος, κλειστοφοβικός, αγοραφοβικός, εκφοβιστικός
θαρρῆσαι < θαρρέω -ῶ: θάρρος, θαρραλέος, θαρρετός, θράσος, θρασύς, θρασύτητα, αναθάρρηση, αποθάρρυνση, αποθαρρυντικός, ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός
ἐπιθυμῆσαι < ἐπὶ + θυμῶ: θυμός, θυμικός, θυμοειδής, θυμηδία, επιθυμία, απροθυμία, προθυμία, λιποθυμία, πρόθυμος, απρόθυμος, εύθυμος, θυμόσοφος, οξύθυμος
ἐλεῆσαι < ἐλεέω -ῶ: έλεος, ελεημοσύνη, ελεήμων, ελεεινός, ανελέητος, ανηλεής
ἡσθῆναι < ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι): ηδονή, ηδονικός, ηδονιστής, ηδονοβλεψίας, ηδυπάθεια, ηδυπαθής, ηδύποτο (= λικέρ), αηδία
λυπηθῆναι < λυπέομαι –οῦμαι: λυπηρός, λυπητερός, λύπηση, περίλυπος, συλλυπητήριος, αλύπητα, αξιολύπητος
ὁμοίως: όμοιος, ομοιότητα, ομοίωμα, ομοιωματικός, παρομοίωση, εξομοίωση, αφομοίωση, προσομοίωση, ομόθρησκος, ομογένεια, ομοιόσταση, ομοιογένεια, ομοιομορφία, παρόμοιος, όμορος, ομοϊδεάτης, ομολογία, ομόνοια
πάθη < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεις < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, εισπράκτορας, απραξία, εχθροπραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, αδιαπραγμάτευτος
ψέγεται < ψέγομαι: ψόγος, άψογος, ψεγάδι, ψεγάδιασμα, αψεγάδιαστος, ψέκτης, ψεκτικός
ἐπαινεῖται < ἐπαινῶ: έπαινος, επαινετικός, συναίνεση, συναινετικός, παραίνεση, παραινετικός
κατορθοῦται < κατὰ + ὀρθόω -ῶ: όρθιος, ορθώνω, κατορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω, διόρθωση, επιδιόρθωση, επανόρθωση, παλινόρθωση, κατόρθωμα, αδιόρθωτος, ακατόρθωτος, διορθωτής, ορθολογισμός, ορθολογιστής
οὖσα < εἰμί: ον, όντως, οντολογικός, οντολογία, ουσία, απουσία, παρουσία, εξουσία, περιουσία, περιουσιακός, ουσιαστικός, ουσιώδης, επουσιώδης, ανούσιος, ομοούσιος, περιούσιος

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Για να αποδείξει τα παραπάνω, φέρνει σ’ αυτή την ενότητα παραδείγματα συναισθημάτων, που προκαλούν χαρά ή λύπη, για τα οποία τονίζει ότι η υπερβολή και η έλλειψη δεν είναι καλό, ενώ το μέσον είναι. Για να τηρηθεί, όμως, το μέσον στα συναισθήματα, πρέπει να ισχύουν κάποιες προϋποθέσεις: να τα αισθανόμαστε τη στιγμή που πρέπει και σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει και σε σχέση με τα πρόσωπα που πρέπει και για τον λόγο που πρέπει και να τα εκδηλώνουμε με τον τρόπο που πρέπει. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις πράξεις. Στη συνέχεια ο φιλόσοφος υπενθυμίζει ότι η αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία η υπερβολή και η έλλειψη θεωρούνται σφάλμα και κατακρίνονται, ενώ το μέσον είναι το σωστό και επαινείται. Έτσι καταλήγει και πάλι – με βεβαιότητα αυτή τη φορά – ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας.

1. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ (ΠΑΘΩΝ) ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΟΤΙ Σ’ ΑΥΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΨΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΝ: «Οἷον καὶ φοβηθῆναι … οὐκ εὖ»
Στην 8η ενότητα ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στη θέση ότι οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, γιατί σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Έρχεται, λοιπόν, στην ενότητα αυτή να αποδείξει την παραπάνω θέση με επαγωγικό τρόπο δίνοντας ενδεικτικά κάποια παραδείγματα συναισθημάτων, τα οποία διακρίνονται σε ευχάριστα και δυσάρεστα. Τονίζει ότι σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, καθώς μπορούμε να τα βιώσουμε είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό. Αν τα αισθανόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό («μᾶλλον»), τότε φτάνουμε στην υπερβολή, ενώ, αν τα αισθανόμαστε σε μικρότερο βαθμό («ἧττον»), φτάνουμε στην έλλειψη. Όμως, ούτε το «μᾶλλον» ούτε το «ἧττον» είναι καλά («οὐκ εὖ»), όπως υπογραμμίζει ο φιλόσοφος, γιατί έτσι απομακρυνόμαστε από τη μεσότητα.
Πρέπει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι μετά τα επιρρήματα «μᾶλλον» και «ἧττον» εννοείται η γενική συγκριτική «τοῦ δέοντος», η οποία προσδίδει δεοντολογικό χαρακτήρα στο κείμενο και καθορίζει τα όρια του μέτρου, της ηθικά ορθής πράξης.

2. ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: «τὸ δ’ ὅτε δεῖ … ὡς δεῖ»

Για να μπορέσει να διατηρηθεί η μεσότητα στα συναισθήματα, που είναι και το «ἄριστον», πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται από τον φιλόσοφο με πολυσύνδετο σχήμα που προσδίδει έμφαση. Συγκεκριμένα, πρόκειται για δεοντολογικούς κανόνες – γι’ αυτό και επαναλαμβάνεται συνεχώς ή εννοείται το «δεῖ» – που μας κατευθύνουν προς την ηθικά ορθή πράξη. Η εφαρμογή τους απαιτεί μόχθο και επίπονη προσπάθεια. Αυτοί οι κανόνες είναι:
α. «ὅτε δεῖ»: η χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
β. «ἐφ’ οἷς (δεῖ)»: τα πράγματα, οι συνθήκες σε σχέση με τις οποίες πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
γ. «πρὸς οὓς (δεῖ)»: οι άνθρωποι σε σχέση με τους οποίους πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
δ. «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»: ο λόγος για τον οποίο πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,
ε. «ὡς δεῖ»: ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα.

3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς»
Στο χωρίο αυτό φαινομενικά έχουμε ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς ο Αριστοτέλης ταυτίζει το μέσον με το άριστο. Το μέσον, όπως έχει ήδη αναφέρει ο φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Το «ἄριστον» όμως κανονικά αποτελεί ακρότητα και όχι μεσότητα, καθώς βρίσκεται στην υπερβολή. Για τον Αριστοτέλη «ἄριστον» είναι η τελειότητα, το «τέλος», η ανώτερη αξία των όντων που προκύπτει από τη μεσότητα. Εδώ λοιπόν αποκτά τη σημασία του ιδανικού, του προτύπου, της μετρημένης συμπεριφοράς που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να κατακτήσουμε την αρετή, που είναι η μεσότητα. Έτσι οι δύο έννοιες τελικά ταυτίζονται και η αντίφαση αίρεται. Αξιοπρόσεκτη είναι η θέση και το γένος της αντωνυμίας «ὅπερ», η οποία αναφέρεται στη λέξη «ἄριστον», κι έτσι, συσχετίζεται και ετυμολογικά η λέξη «ἄριστον» με τη λέξη «ἀρετῆς».

4. Κριτήρια που προσδιορίζουν την ηθικά ορθή πράξη
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο Αριστοτέλης σκόπιμα επαναλαμβάνει ή εννοεί τύπους του ρήματος «δεῖ» («καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος)», «ὅτε δεῖ», ἐφ’ οἷς (δεῖ)», «πρὸς οὓς (δεῖ)», «οὗ ἕνεκα (δεῖ)», «ὡς δεῖ»), για να δώσει δεοντολογικό περιεχόμενο στο κείμενο και να κατευθύνει τους ανθρώπους προς την ηθικά ορθή συμπεριφορά. Πώς όμως καθορίζεται η ηθικά ορθή συμπεριφορά; Κάθε κοινωνία έχει κάποια κριτήρια ορθής συμπεριφοράς. Στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων τα κριτήρια αυτά εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχαίος Έλληνας λειτουργούσε πάντα ως μέλος του συνόλου και όχι ως άτομο. Τα κριτήρια λοιπόν αυτά είναι τα εξής:
α. οι γραπτοί νόμοι της πόλης-κράτους: αυτοί ήταν άλλωστε που καθόρισαν τη στάση του Σωκράτη, όπως αυτή παρουσιάζεται στον πλατωνικό διάλογο «Κρίτων», όταν του προτάθηκε να δραπετεύσει,
β. η παράδοση: οι άγραφοι νόμοι, τα πρότυπα και τα παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, που προβάλλονταν, υποδείκνυαν τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς,
γ. η λογική, δηλαδή ο ορθός λόγος: η λογική και ιδιαίτερα η λογική του φρόνιμου ανθρώπου υποδείκνυε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά (η έννοια της λογικής θα αναλυθεί διεξοδικά στη 10η ενότητα).

Παρόμοια με αυτά των αρχαίων Ελλήνων κριτήρια ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και των σύγχρονων Ελλήνων. Έτσι κι εμείς ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας ανάλογα με τους γραπτούς νόμους του κράτους και τους άγραφους νόμους, που απορρέουν από τις λαϊκές μας παραδόσεις, τις ιστορικές μας καταβολές και τη θρησκευτική συνείδηση των ανθρώπων.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι τα κριτήρια αυτά συμπεριφοράς, που μας φέρνουν πιο κοντά στη μεσότητα, δεν μένουν σταθερά, αλλά μεταβάλλονται σε περιεχόμενο, ανάλογα με την κοινωνία, την εποχή, τον τόπο, τα πρότυπα και άλλους παράγοντες. Επομένως, προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος πρέπει να καταβάλλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.

5. ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ: «Ὁμοίως … καὶ τὸ μέσον»
Ο Αριστοτέλης είχε αναφέρει στο τέλος της 8ης ενότητας ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις. Σ’ αυτή την ενότητα βέβαια έφερε παραδείγματα που αφορούν μόνο τα συναισθήματα και όχι τις πράξεις. Διευκρινίζει όμως ότι αυτό που συμβαίνει στα συναισθήματα συμβαίνει και με τις πράξεις˙ και σ’ αυτές, δηλαδή, υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον και πρέπει να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες των συναισθημάτων. Η μεταξύ τους αντιστοιχία – αναλογία δηλώνεται με τη χρήση του επιρρήματος «ὁμοίως».

6. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ
Η διπλή χρήση των «δεῖ» («ὅτε δεῖ», «ὡς δεῖ»), τα τρία «δεῖ» που εννοούνται («ἐφ’ οἷς (δεῖ)», «πρὸς οὓς (δεῖ)», «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»), η εννοούμενη γενική συγκριτική («καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος)») και οι ρηματικοί τύποι «ψέγεται» και «ἐπαινεῖται» υποδηλώνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της αρετής, η οποία καλλιεργείται ως προορισμός από την «πόλιν». Οι τύποι αυτοί φανερώνουν ότι ο Αριστοτέλης έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην άποψη της κοινής γνώμης ως έκφραση των πολιτών της πόλης, του υψηλότερου τύπου κοινωνίας που μπορεί να πετύχει την ευδαιμονία. Η κοινή γνώμη, δηλαδή η κοινωνία, είναι αυτή που καθορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος, ποια συμπεριφορά πρέπει να ακολουθούμε και ποια όχι και αυτή είναι που ψέγει ή επαινεί τα συναισθήματα και τις πράξεις μας. Εξάλλου, σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η διαφορά του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα. Η αρετή, για τον Αριστοτέλη, είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα, η οποία μπορεί να προσεγγιστεί και να κατακτηθεί από τον καθένα που λειτουργεί με βάση τη λογική, τον ορθό λόγο, και καταβάλλει επίπονη προσπάθεια. Αντίθετα, η πλατωνική αρετή τοποθετείται σ’ έναν κόσμο νοητό και μεταφυσικό, έξω από τον χώρο της πρακτικής ζωής του ανθρώπου. Δεν μπορεί να προσεγγιστεί από τον καθένα και μόνο κατά θεία παραχώρηση μπορεί να γίνει κτήμα του ανθρώπου.


•    7. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ
Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί κάποιες εκφράσεις, για να αξιολογήσει την υπερβολή, την έλλειψη και τη μεσότητα. Έτσι απορρίπτει την υπερβολή («μᾶλλον») και την έλλειψη («ἧττον») αρχικά με μια ήπια φράση, «ἀμφότερα οὐκ εὖ», η οποία αποτελεί και σχήμα λιτότητας. Στη συνέχεια γίνεται πιο σαφής και κατηγορηματικός λέγοντας πως η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν σφάλμα και κατακρίνονται («ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις»). Αντίθετα, η μεσότητα σχετίζεται με το «ἄριστον» και την αρετή, είναι το σωστό και επαινείται («τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»). Οι ρηματικοί τύποι «ἁμαρτάνεται» και «κατορθοῦται» αναφέρονται στο έργο του υποκειμένου της ηθικής πράξης, ενώ οι φράσεις «ὅτε δεῖ … ὡς δεῖ» και οι ρηματικοί τύποι «ψέγεται» και «ἐπαινεῖται» υποδηλώνουν την κοινωνική διάσταση της αρετής.


8. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΕΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ
1η προκείμενη : το μέσον επαινείται και είναι το σωστό
(«τὸ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»)
2η προκείμενη : ο έπαινος και το σωστό σχετίζονται με την αρετή
(«ταῦτα δ’ ἄμφω τῆς ἀρετῆς»)
Συμπέρασμα : επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας
(«μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή»).

9. Η ΜΕΘΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Στην ενότητα αυτή είναι φανερή η μεθοδικότητα της σκέψης του Αριστοτέλη. Στην 8η ενότητα διατύπωσε τη θέση του υποθετικά (με δύο υποθετικές προτάσεις: «εἰ δὲ πᾶσα …», «(εἰ) ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης …») και δυνητικά (δυνητική ευκτική: «ἂν εἴη») προσδίδοντας έτσι μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα στα λεγόμενά του. Στην 9η ενότητα υποβάλλει τις υποθέσεις και το δυνητικό συμπέρασμα σε λογικό έλεγχο με τη χρήση παραδειγμάτων και διατυπώνει έναν δεύτερο συλλογισμό. Ο λογικός αυτός έλεγχος τον οδήγησε στην οριστικοποίηση του συμπεράσματός του και γι’ αυτό χρησιμοποιεί πια οριστική έγκλιση («Μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή…»), που εκφράζει το πραγματικό και τη βεβαιότητα. Ο τρόπος αυτός διερεύνησης είναι απόλυτα επιστημονικός, καθώς υποδηλώνει ότι ο φιλόσοφος είναι ανοιχτός σε περαιτέρω διερεύνηση, δεκτικός και σε άλλες σκέψεις και ιδέες, ενώ απέχει από τον δογματισμό. Έτσι προάγεται η επιστημονική έρευνα και οι επιστήμες εξελίσσονται.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Σχήμα λιτότητας
«οὐκ εὖ»: εκφράζει με ήπιο τρόπο την αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης από
τον Αριστοτέλη.
Πολυσύνδετα σχήματα
«οἷον καὶ φοβηθῆναι καὶ θαρρῆσαι καὶ ἐπιθυμῆσαι καὶ ὀργισθῆναι καὶ ἐλεῆσαι καὶ ὅλως ἡσθῆναι καὶ λυπηθῆναι ἔστι καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον»:
τονίζει τη διάκριση των συναισθημάτων σε ευχάριστα και δυσάρεστα, καθώς και τις έννοιες
της υπερβολής και της έλλειψης.
«τὸ δ’ ὅτε δεῖ καὶ ἐφ’ οἷς καὶ πρὸς οὓς καὶ οὗ ἕνεκα καὶ ὡς δεῖ»:
δίνει έμφαση στις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να τηρηθεί το μέσον στα συναισθήματα.
«ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον»:
τονίζει τα στοιχεία που συσχετίζουν την αρετή με τα συναισθήματα και τις πράξεις.
Αντιθέσεις
«ἡ μὲν ὑπερβολὴ … ἡ δ’ ἔλλειψις».
Μέσα στην ίδια περίοδο αντιτίθενται επίσης οι ρηματικοί τύποι: «ἁμαρτάνεται �
κατορθοῦται», «ψέγεται ≠ ἐπαινεῖται»:
τονίζεται η αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης και η αποδοχή της μεσότητας.
Πρωθύστερο σχήμα
«ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»:
δίνει έμφαση στον έπαινο και την αποδοχή της μεσότητας.

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
[ΕΝΟΤΗΤΑ 10η (B6, 14-16), σελ. 175 του σχολικού βιβλίου]

Συσχετισμός της υπερβολής και της έλλειψης με το λάθος και την κακία     Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν (τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον, τὸ δ’ ἀγαθὸν τοῦ πεπερασμένου), τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (διὸ καὶ τὸ μὲν ῥᾴδιον τὸ δὲ χαλεπόν, ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν)˙
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2]

Συσχετισμός της μεσότητας με το σωστό και την αρετή     καὶ διὰ ταῦτ’ οὖν τῆς μὲν κακίας ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ ἀρετῆς ἡ μεσότης˙

ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2]

Ο πλήρης ορισμός της αρετής     Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ὧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 4]

Μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ’ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ’ ἔλλειψιν˙ καὶ ἔτι τῷ τὰς μὲν ἐλλείπειν τὰς δ’ ὑπερβάλλειν τοῦ δέοντος ἔν τε τοῖς πάθεσι καὶ ἐν ταῖς πράξεσι, τὴν δ’ ἀρετὴν τὸ μέσον καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Επιπλέον, το να κάνει κανείς λάθος (ή: το λάθος) γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), όμως το να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι’ αυτό και το ένα είναι εύκολο, ενώ το άλλο δύσκολο, εύκολο το να αποτύχει κανείς στον στόχο του, δύσκολο όμως το να (τον) επιτύχει)˙ γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους γνώρισμα της κακίας είναι η υπερβολή και η έλλειψη, ενώ της αρετής, (είναι) η μεσότητα˙
γιατί καλοί (γινόμαστε) με ένα μόνο τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς.
Είναι λοιπόν η αρετή συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, η οποία βρίσκεται στη μεσότητα σε σχέση με εμάς, η οποία καθορίζεται από τη λογική και συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, (με τη λογική) που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος. Και (είναι) μεσότητα (που βρίσκεται) ανάμεσα σε δύο κακίες, που η μια βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη από την πλευρά της έλλειψης˙ και ακόμα (είναι μεσότητα), επειδή από τη μία άλλες από τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες από την άλλη είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 175)
τὸ ἁμαρτάνειν – τὸ κατορθοῦν = το να κάνει κανείς λάθος (ή: το λάθος) – το να πράττει κανείς το σωστό (ή: το σωστό) (έναρθρα απαρέμφατα, τα οποία μεταφράζονται είτε με τελικό απαρέμφατο (= το να …) είτε με το ουσιαστικό που προκύπτει από αυτά)
τῷ ἐλλείπειν – τῷ ὑπερβάλλειν – τῷ εὑρίσκειν – τῷ αἱρεῖσθαι = επειδή … παρουσιάζονται ελλιπείς και (επειδή) … είναι υπερβολικές … (επειδή) … βρίσκει και επιλέγει το μέσον (έναρθρα απαρέμφατα ως δοτικές της αιτίας)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Κατορθοῦν < κατὰ + ὀρθόω -ῶ: όρθιος, ορθώνω, κατορθώνω, επανορθώνω, διορθώνω, διόρθωση, επιδιόρθωση, επανόρθωση, παλινόρθωση, κατόρθωμα, αδιόρθωτος, ακατόρθωτος,
διορθωτής, ορθολογισμός, ορθολογιστής
ῥᾴδιον: ραθυμία, ράθυμος, ραστώνη, ραδιουργία, ραδιούργος
ἀποτυχεῖν < ἀπὸ + τυγχάνω, ἐπιτυχεῖν < ἐπὶ + τυγχάνω: τύχη, τυχαίος, τυχερός, άτυχος, πρόστυχος, ευτυχία, δυστυχία, επιτυχία, ευτυχής, δυστυχής, επιτυχής, ατυχής, τυχοδιώκτης,
τυχάρπαστος, τεύχος, εντευκτήριο, συνέντευξη, επίτευξη
σκοποῦ < σκοπέω -ῶ: σκοπός, σκοπιά, σκόπιμος, σκόπελος, σκέψη, σκεπτικός, σκεπτικισμός, αυτοσκοπός, κερδοσκόπος, οιωνοσκόπος, καιροσκόπος, ωροσκόπος, άσκοπος, επίσκοπος, κατάσκοπος, πρόσκοπος, ανασκόπηση, βιντεοσκόπηση, επισκόπηση, δημοσκόπηση, βυθοσκόπηση, ακτινοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, κερδοσκοπία, κατασκοπία, τηλεσκόπιο, περισκόπιο, στηθοσκόπιο, μικροσκόπιο, ωροσκόπιο, σκοποβολή, σύσκεψη, συνδιάσκεψη, περίσκεψη, επίσκεψη, επισκέψιμος
ὑπερβολὴ, ὑπερβάλλειν < ὑπὲρ + βάλλω: βαλτός, βαλβίδα, βαλλιστικός, περιβάλλον, βέλος, βελόνα, βεληνεκές, βλήμα, έμβλημα, πρόβλημα, απόβλητος, διαβλητός, αναβλητικός, υποβλητικός, επιβλητικός, βόλος, βολίδα, βολή, αναβολή, υπερβολή, συμβολή, ευμετάβολος, κεραυνοβόλος, σύμβολο, παράβολο, έμβολο, αμφιβολία, σφαιροβολία, λιθοβολισμός, πυροβολισμός
ἔλλειψις, ἐλλείπειν < λείπω: λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λειψανδρία, έκλειψη, παράλειψη, διάλειψη, εγκατάλειψη, έλλειψη, διάλειμμα, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, λιποβαρής, λιπόψυχος, λιποθυμία, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λοιπός, λοιπόν, κατάλοιπος, υπόλοιπος
ἀρετῶν < ρ. αρ-, που συναντάμε στα ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, ταιριάζω), ἀρέσκω, ἄριστος: ενάρετος, πανάρετος, αρέσκεια, φιλαρέσκεια, δυσαρέσκεια, αρεστός, αριθμός, άρθρο, άρμα, αρμός, αρμονία, άριστος, αριστείο, αριστοκρατία
ἕξις < ἔχω: εχεμύθεια, έξη, εξής, ανέχεια, συνέχεια, ανεκτικός, περιεκτικός, περιέκτης, προσεκτικός, καχεξία, καχεκτικός, ευεξία, ακάθεκτος, σχήμα, σχέση, σχεδόν, σχετικός, άσχετος, σχέδιο, σχολείο, ανοχή, συνοχή, κατοχή, εποχή, εξοχή, παροχή, προεξοχή, οχυρός, οχύρωση, τροπαιούχος, διπλωματούχος, συμβασιούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, ζαχαρούχος, σοκολατούχος, αλληλουχία, κληρουχία, ευωχία, ανακωχή
προαιρετικὴ, αἱρεῖσθαι < πρὸ + αἱρέω -ῶ: αίρεση, αιρετικός, αιρετός, αφαίρεση, διαίρεση, συναίρεση, καθαίρεση, αναίρεση, προαίρεση, προαιρετικός, διαιρέτης, αρχαιρεσία (σημείωση: το θέμα «ἑλ-» του αορίστου β’, συνδέεται ετυμολογικά σύμφωνα με ορισμένους μελετητές με το ρήμα «ἁλίσκομαι»: άλωση, αιχμάλωτος, ευάλωτος)
ὡρισμένῃ, ὁρίσειεν < ὁρίζω: ορισμός, οριστικός, αόριστος, όριο, οριακός, ορίζοντας, οριζόντιος, οριζοντίωση, αφορισμός, αφοριστικός, καθοριστικός, προκαθορισμός, διορισμός, προσδιορισμός, προσδιοριστικός, περιορισμός, περιοριστικός, εξορία, προορισμός, οριοθέτηση, μεθόριος, παραμεθόριος, σύνορο, συνοριακός
φρόνιμος < φρὴν (γεν. φρενός): φρόνημα, φρόνηση, φρονιμίτης, φρονηματισμός, φρενίτιδα, φρενοκομείο, φρενοβλαβής, παράφρων, μετριόφρων, εχέφρων, εθνικόφρων, ευφροσύνη, παραφροσύνη, μετριοφροσύνη, σωφροσύνη, νομιμοφροσύνη, αφροσύνη, περιφρόνηση, περιφρονητικός, καταφρόνια, φιλοφρόνηση
πάθεσι < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεσι < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, εισπράκτορας, απραξία, εχθροπραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, διαπραγμάτευση, αδιαπραγμάτευτος
εὑρίσκειν < εὑρίσκω: εύρεση, εύρημα, εύρετρα, δυσεύρετος, ανεύρεση, εφεύρεση, εφευρετικός, εφευρέτης, συνεύρεση, ευρεσιτεχνία, ευρετήριο

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Στην πρώτη παράγραφο του κειμένου ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τις διδασκαλίες των Πυθαγορείων, για να αναπτύξει τον συλλογισμό του. Σύμφωνα μ’ αυτόν, το κακό πάει μαζί με το άπειρο, βρίσκεται δηλαδή σε πολλά σημεία γύρω μας. Το ίδιο ισχύει και για την υπερβολή και την έλλειψη που ως λανθασμένες επιλογές ταυτίζονται με το κακό, αφού δεν έχουν ένα σταθερό σημείο που ορίζονται και γι’ αυτό γίνονται με πολλούς τρόπους. Από την άλλη, το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο, βρίσκεται δηλαδή σε ένα και μοναδικό σημείο, όπως και η μεσότητα που ταυτίζεται με το σωστό και άρα, με το καλό, αφού κι αυτή βρίσκεται σε ένα σημείο και γι’ αυτό επιτυγχάνεται με έναν μόνο τρόπο συμπεριφοράς. Το ίδιο αποδεικνύει και ο στίχος άγνωστης προέλευσης που παραθέτει στη συνέχεια: καλοί γινόμαστε μόνο με έναν τρόπο, ενώ κακοί με πολλούς. Γι’ αυτό τον λόγο το λάθος το κάνουμε εύκολα και με πολλούς τρόπους, ενώ το σωστό, δηλαδή την αρετή, την επιτυγχάνουμε δύσκολα και μ’ έναν τρόπο.
Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου θα προχωρήσει συμπερασματικά στον πλήρη ορισμό της αρετής χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία από αυτά που αναφέρθηκαν στις προηγούμενες ενότητες. Έτσι, λοιπόν, η αρετή είναι μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που προσδιορίζεται κατά τον Αριστοτέλη με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια, αλλά για να εξασφαλίσει ο φιλόσοφος και στοιχεία αντικειμενικότητας στον καθορισμό της έννοιας της μεσότητας επιστρατεύει ως κοινό κανόνα τη λογική και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Στο τέλος του κειμένου ολοκληρώνει τον ορισμό, ότι η αρετή είναι μεσότητα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη στην πλευρά της έλλειψης σε σχέση με αυτό που πρέπει, το οποίο είναι το μέσον και το σωστό. Αυτές τις κακίες τις συναντάμε και στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ η αρετή βρίσκει και επιλέγει τη μεσότητα.

1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ: «Ἔτι»
Το επίρρημα «ἔτι» συνδέει αυτή την ενότητα με την προηγούμενη. Με τη χρήση του υποδηλώνεται ότι ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να διερευνήσει περαιτέρω τη φύση της αρετής και να καταλήξει στον πλήρη ορισμό της, θα δώσει μερικά ακόμα στοιχεία σχετικά με την υπερβολή και την έλλειψη και το μέσον. Ήδη στην προηγούμενη ενότητα χρησιμοποιώντας το ρήμα «ἁμαρτάνεται» συνέδεσε την υπερβολή και την έλλειψη με το λάθος, ενώ χρησιμοποιώντας το ρήμα «κατορθοῦται» συνέδεσε το μέσον με το σωστό.

2. ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: «Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν … παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»
Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει έναν συλλογισμό, με τον οποίο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπερβολή και η έλλειψη συσχετίζονται με την κακία και τους κακούς, ενώ το μέσον με την αρετή και τους καλούς. Μέσα από αυτόν προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στο λάθος («ἁμαρτάνειν») και το σωστό («κατορθοῦν»), που ήδη από την προηγούμενη ενότητα συνέδεσε με την υπερβολή και την έλλειψη, και το μέσον αντίστοιχα. Έτσι λοιπόν διαπιστώνει ότι:
•    Η υπερβολή και η έλλειψη βρίσκονται σε άπειρα σημεία και γι’ αυτό μπορούμε με πολλούς τρόπους («πολλαχῶς», «παντοδαπῶς») και εύκολα («ῥᾴδιον») να αποτύχουμε στον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το λάθος. Επομένως, η υπερβολή και η έλλειψη συνδέονται με το λάθος και επομένως με την κακία και τους κακούς.
•    Το μέσον βρίσκεται σε ένα μόνο σημείο, γι’ αυτό μπορούμε με έναν μόνο τρόπο («μοναχῶς», «ἁπλῶς») και δύσκολα («χαλεπὸν») να επιτύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το σωστό. Επομένως, το μέσον συνδέεται με την αρετή και τους καλούς.
Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί πληθώρα αντιθέσεων που συνδέονται με τους αντιθετικούς συνδέσμους «μὲν – δέ». Συγκεκριμένα, οι έννοιες που αντιτίθενται είναι οι εξής:
«τὸ ἁμαρτάνειν» ≠ «τὸ κατορθοῦν»
«πολλαχῶς» ≠ «μοναχῶς»
«τὸ κακὸν» ≠ «τὸ ἀγαθὸν»
«τὸ ἄπειρον» ≠ «τὸ πεπερασμένον»
«ῥᾴδιον» ≠ «χαλεπὸν»
«τὸ ἀποτυχεῖν» ≠ «τὸ ἐπιτυχεῖν»
«κακία» ≠ «ἀρετὴ»
«ὑπερβολὴ-ἔλλειψις» ≠ «μεσότης»
«ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ»
«ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»
Να σημειώσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι οι έννοιες που βρίσκονται στο πρώτο σκέλος των αντιθέσεων, μαζί με τα «τῷ ἐλλείπειν» και «(τῷ) ὑπερβάλλειν» που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου, αναφέρονται στο «ἁμαρτάνειν». Αντίθετα, οι έννοιες που βρίσκονται στο δεύτερο σκέλος των αντιθέσεων, μαζί με τα «εὑρίσκειν» και «αἱρεῖσθαι» που επίσης αναφέρονται στο τέλος του κειμένου, αναφέρονται στο «κατορθοῦν». Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στα δύο τελευταία αντιθετικά ζεύγη, «ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ» και «ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς», στα οποία, με αντιμεταχώρηση, θα προηγηθούν οι θετικές έννοιες.


3. ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: «ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον» – «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»

Ο Αριστοτέλης προκειμένου να ενισχύσει την άποψή του ότι το σφάλμα γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως με έναν, επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων σχετικά με τη θεωρία των «ἐναντίων». Σύμφωνα με αυτή, οι αρχές των όντων είναι δέκα ζεύγη αντιθετικών δυνάμεων:
πέρας
περιττὸν
ἓν
δεξιὸν
ἄρρεν
ἠρεμοῦν
εὐθὺ
φῶς
ἀγαθὸν
τετράγωνον    ἄπειρον
ἄρτιον
πλῆθος
ἀριστερὸν
θῆλυ
κινούμενον
καμπύλον
σκότος
κακὸν
ἑτερόμηκες

Στον κόσμο, δηλαδή, υπάρχει αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στα όμοια, αλλά και ανάμεσα στα αντίθετα. Οι αντιθετικές αυτές δυνάμεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοκαθορίζονται. Αν διαβαστούν οι αρχές αυτές κατά στήλη καθέτως, δείχνουν τη σταδιακή μετάβαση προς το «ἀγαθὸν» που εκφράζεται με το «τετράγωνον» και αντίστοιχα προς το «κακὸν» που εκφράζεται με το «ἑτερόμηκες». Επίσης, κατά τους Πυθαγορείους, το «ἀγαθὸν» συνάπτεται με το «πέρας» και το «κακὸν» με το «ἄπειρον».
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο από αυτά τα ζεύγη, το «πέρας – ἄπειρον» και το «ἀγαθὸν – κακόν». Συνδυάζοντάς τα συμπεραίνει ότι το αγαθό, δηλαδή οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες και τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και άμορφο.
Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο παροιμιακός στίχος που παρατίθεται («ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί»), του οποίου δεν γνωρίζουμε την προέλευση.

4. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ … ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»

Μετά από εννέα ενότητες, στις οποίες ο Αριστοτέλης μας παρουσίαζε βήμα-βήμα τα γνωρίσματα της ηθικής αρετής, έρχεται στη 10η ενότητα να μας δώσει ως συμπέρασμα («ἄρα») τον πλήρη ορισμό της αρετής. Είναι, λοιπόν, η αρετή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια και καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου.
Πριν δώσουμε αναλυτικά τα γνωρίσματά της, ας θυμηθούμε τι περιεχόμενο της δίνει ο φιλόσοφος. Η αρετή, λοιπόν, είναι μια ιδιότητα που αποδίδεται όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και στα ζώα και στα πράγματα. Δεν είναι, επομένως, αποκλειστικά και μόνο μια ηθική ιδιότητα που απορρέει από την επανάληψη ηθικών ενεργειών, αλλά επίσης η ικανότητα, το προτέρημα των έμψυχων ή των άψυχων, που τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκονται στην τέλεια κατάστασή τους και να επιτελούν με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένα από τη φύση.
Ας περάσουμε, όμως, τώρα στην ανάλυση των γνωρισμάτων της αρετής, όπως αυτά δίνονται μέσα από τον ορισμό της:
α. «ἕξις»: ο όρος προέρχεται από το θέμα του μέλλοντα («ἕξω») του ρήματος «ἔχω». Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα, δεν αρκεί να χαρακτηρίζουμε τις αρετές έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές, αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις.
Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η ειδοποιός διαφορά που κάνει μια έξη αρετή είναι:
α) να κάνει τον άνθρωπο που την έχει να βρίσκεται στην τέλεια κατάστασή του και
β) να τον βοηθά να εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένος από τη φύση.
β. «προαιρετική»: είναι η ελεύθερη και έλλογη εκλογή και βούληση (Ηθικά Νικομάχεια, 1111b-1112a), που αποτελούν απαραίτητη προϋποθέση για να κάνει ο άνθρωπος σωστή επιλογή ενεργειών και να φτάσει στο μέτρο αποφεύγοντας τις ακρότητες, δηλαδή την υπερβολή και την έλλειψη. Την ευθύνη, λοιπόν, για την κατάκτηση της ηθικής αρετής την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αν ο δρόμος προς την αρετή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καταναγκασμού, τότε η αρετή δεν θα είχε καμία αξία για τον άνθρωπο. Η «προαίρεσις» αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον έναν από τους τρεις αναγκαίους όρους για την ύπαρξη της αρετής. Οι άλλοι δύο όροι είναι:
•    ο άνθρωπος να έχει συνείδηση της πράξης του («εἰδὼς») και
•    να την πραγματοποιεί με σιγουριά και σταθερότητα («βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως»).
Συγκεκριμένα, οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις για την ύπαρξη της αρετής αναφέρονται από τον φιλόσοφο ως εξής: «πρῶτον μὲν ἐὰν εἰδώς, ἔπειτ’ ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος δι’ αὐτά, τὸ δὲ τρίτον ἐὰν καὶ βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ»
(Ηθικά Νικομάχεια, 1105 a 30-31).
γ. «ἐν μεσότητι οὖσα»: η αρετή είναι, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, μεσότητα, που προσδιορίζεται με δύο ειδών κριτήρια:
•    Τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι’ αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.
•    Τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κτλ.

δ. «τῇ πρὸς ἡμᾶς»: η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό προκύπτει ως εξής: αφού η αρετή είναι μεσότητα και αφού αυτή σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις επιλογές του, οι οποίες ρυθμίζονται από εξωγενείς και μεταβλητούς παράγοντες, αποδεικνύεται ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια και επιλέγεται με τη λογική.
ε. «ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»: προηγουμένως αναφέρθηκε από τον φιλόσοφο ότι η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με τα υποκειμενικά κριτήρια. Αυτό θα μπορούσε, όμως, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το μέσον, κι επομένως και η αρετή, μπορεί να οριστεί από τον καθένα και μ’ έναν απολύτως δικό του τρόπο. Άρα, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι δεν υπάρχει ένας κοινός κανόνας για τον καθορισμό της ουσίας και του περιεχομένου της αρετής. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο κοινός αυτός κανόνας, που θα εξασφαλίσει το στοιχείο της αντικειμενικότητας στην ανθρώπινη αυτή ιδιότητα, είναι η ανθρώπινη λογική, ο ορθός λόγος. Προχωρά μάλιστα με ακόμη αυστηρότερο τρόπο στον καθορισμό του αντικειμενικού αυτού κριτηρίου: δεν μετράει γι’ αυτόν τόσο η κοινή ανθρώπινη λογική όσο η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, του ανθρώπου που «βουλεύεται εὖ» (Ηθικά Νικομάχεια 1141 b 10). Συγκεκριμένα, οι έννοιες «λόγος» και «φρόνιμος» έχουν το εξής περιεχόμενο:
•    «λόγος»: ο λόγος – φρόνηση αποτελεί ένα από τα στάδια της πορείας προς την αρετή, αφού με αυτόν ο άνθρωπος μπορεί να διακρίνει τις καλές από τις κακές πράξεις. Το άλλο στάδιο είναι ο νόμος, που συνηθίζει τους ανθρώπους να ενεργούν ενάρετα ως πολίτες. Άρα, ο λόγος βοηθά τον νόμο να τελειοποιεί το έργο του.
•    «φρόνιμος»: η φρόνηση συνδέεται με τον λόγο και αν υπάρχει αυτή, υπάρχουν συγκεντρωμένες στον άνθρωπο και όλες οι άλλες αρετές. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που θα καθορίσει με τη λογική του το «δέον», τις σωστές ενέργειες που πρέπει να ακολουθούνται μέσα στην κοινωνία. Το περιεχόμενο, όμως, της έννοιας «φρόνιμος» και «δέον» δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια. Στον αντικειμενικό προσδιορισμό τους παίζει ρόλο τόσο η ανθρώπινη λογική όσο και η εποχή, η κοινωνία, τα πρότυπα των ανθρώπων, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται.

5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ: «Μεσότης δὲ … καὶ αἱρεῖσθαι»
Στο τέλος του κειμένου δίνεται με πληρότητα ο ορισμός της μεσότητας. Η μεσότητα λοιπόν βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη στην πλευρά της έλλειψης. Άλλες από αυτές τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει, το οποίο είναι το μέσον και το σωστό. Αυτές τις κακίες τις συναντάμε στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ αντίθετα η αρετή βρίσκει και επιλέγει αυτό που πρέπει, δηλαδή τη μεσότητα.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Σχήμα από κοινού
«τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν … τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (ἔστιν)»
«ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν (τοῦ σκοποῦ)»
Χιαστό σχήμα
«ἐσθλοὶ – ἁπλῶς, παντοδαπῶς – κακοὶ»
Αντιθέσεις
«τὸ ἁμαρτάνειν» ≠ «τὸ κατορθοῦν»
«πολλαχῶς» ≠ «μοναχῶς»
«τὸ κακὸν» ≠ «τὸ ἀγαθὸν»
«τὸ ἄπειρον» ≠ «τὸ πεπερασμένον»
«ῥᾴδιον» ≠ «χαλεπὸν»
«τὸ ἀποτυχεῖν» ≠ «τὸ ἐπιτυχεῖν»
«κακία» ≠ «ἀρετὴ»
«ὑπερβολὴ-ἔλλειψις» ≠ «μεσότης»
Παραθέτει τον στερεότυπο παροιμιακό στίχο, οπότε στο εξής με αντιμεταχώρηση θα προηγηθούν οι θετικές έννοιες :
«ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ»
«ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»
Έλξη και βραχυλογία
«ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ (αντί «τῷ λόγῳ, ὃν») ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»
Πολυσύνδετο σχήμα: τονίζει το στόχο της αρετής να βρίσκει και να επιλέγει το σωστό και να αποφεύγει το λάθος.
«καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι»
Σχήμα κύκλου:
Η ενότητα εισάγεται με τη φράση «τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου» και στο τέλος του πρώτου μέρους ολοκληρώνεται με τον στίχο «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί». Έτσι ο φιλόσοφος, αφού έχει κλείσει και από άποψη περιεχομένου και από άποψη μορφής τη συλλογιστική του πορεία, θα προχωρήσει στον ορισμό της αρετής που εισάγεται με την τυπική έκφραση «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή».
Τα παραπάνω σχήματα λόγου τονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη. Πάντως γενικά, ο λόγος του Αριστοτέλη διακρίνεται για άλλη μια φορά από λιτότητα και απλότητα. Χαρακτηριστικό του ύφους της ενότητας είναι οι αναφορές στους Πυθαγορείους και στον παροιμιακό στίχο, που ενδυναμώνουν την πειστικότητα των απόψεων που αναπτύσσονται.

Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1948

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση