Ηθικά Νικομάχεια : Ενότητες 7-8

ΕΝΟΤΗΤΑ 7η

“Η ΑΡΕΤΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΕΣΟΤΗΤΑ. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ “ΜΕΣΟΤΗΤΑ”. – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Το περιεχόμενο της έννοιας «μεσότητα».     Ἐν παντὶ δὴ συνεχεῖ καὶ διαιρετῷ ἔστι λαβεῖν τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς…
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 1: Το περιεχόμενο της έννοιας «μεσότητα»]

Τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας «μεσότητα».

Αντικειμενικά κριτήρια: «κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»     Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον τὸ ἴσον ἀπέχον ἀφ’ ἑκατέρου τῶν ἄκρων, ὅπερ ἐστὶν ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πᾶσιν,
Υποκειμενικά κριτήρια: «πρὸς ἡμᾶς»     πρὸς ἡμᾶς δὲ ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει˙ τοῦτο δ’ οὐχ ἕν, οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 2: Τα κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας «μεσότητα»]

Παραδείγματα που συμβάλλουν στην κατανόηση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μέσου.     Οἷον εἰ τὰ δέκα πολλὰ τὰ δὲ δύο ὀλίγα, τὰ ἓξ μέσα λαμβάνουσι κατὰ τὸ πρᾶγμα˙ ἴσῳ γὰρ ὑπερέχει τε καὶ ὑπερέχεται˙ τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶ κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. Τὸ δὲ πρὸς ἡμᾶς οὐχ οὕτω ληπτέον˙ οὐ γὰρ εἴ τῳ δέκα μναῖ φαγεῖν πολὺ δύο δὲ ὀλίγον, ὁ ἀλείπτης ἓξ μνᾶς προστάξει˙ ἔστι γὰρ ἴσως καὶ τοῦτο πολὺ τῷ ληψομένῳ ἢ ὀλίγον˙ Μίλωνι μὲν γὰρ ὀλίγον, τῷ δὲ ἀρχομένῳ τῶν γυμνασίων πολύ. Ὁμοίως ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 3: Παραδείγματα που συμβάλλουν στην κατανόηση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού μέσου]

Συμπέρασμα: συσχετισμός του υποκειμενικού μέσου με τις ηθικές αρετές.     Οὕτω δὴ πᾶς ἐπιστήμων τὴν ὑπερβολὴν μὲν καὶ τὴν ἔλλειψιν φεύγει, τὸ δὲ μέσον ζητεῖ καὶ τοῦθ’ αἱρεῖται, μέσον δὲ οὐ τὸ τοῦ πράγματος ἀλλὰ τὸ πρὸς ἡμᾶς.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο 5: Συμπέρασμα: συσχετισμός του υποκειμενικού μέσου με τις ηθικές αρετές]

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Σε καθετί λοιπόν που παρουσιάζει συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί είναι δυνατό να πάρουμε από τη μια ένα κομμάτι μεγαλύτερο, από την άλλη ένα κομμάτι μικρότερο ή ένα κομμάτι ίσο, και αυτά σε σχέση είτε με το ίδιο το πράγμα είτε σε σχέση με εμάς… Και ονομάζω μέσον σε σχέση με το πράγμα, αυτό που απέχει εξίσου από καθένα από τα δύο άκρα (του), το οποίο είναι ένα και το ίδιο για όλους, ενώ (μέσον) σε σχέση με εμάς, αυτό που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο˙ και αυτό δεν είναι ένα ούτε το ίδιο για όλους. Για παράδειγμα, εάν τα δέκα είναι πολλά και τα δύο λίγα, μέσο σε σχέση με το πράγμα παίρνουν (ή: θεωρούν) το έξι˙ γιατί αυτό υπερέχει και υπερέχεται κατά τον ίδιο αριθμό μονάδων˙ και αυτό είναι μέσον σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής. Το μέσον όμως σε σχέση με εμάς δεν πρέπει να το προσδιορίζουμε έτσι˙ γιατί, αν για κάποιον είναι πολύ το φαγητό των δέκα μνων και λίγο των δύο, ο προπονητής δεν θα ορίσει έξι μερίδες˙ γιατί και αυτή η ποσότητα ίσως είναι μεγάλη γι’ αυτόν που θα την πάρει ή μικρή˙ δηλαδή για ένα Μίλωνα είναι μικρή, ενώ γι’ αυτόν που αρχίζει τις γυμναστικές ασκήσεις, μεγάλη. Το ίδιο ισχύει και στο τρέξιμο και στην πάλη. Έτσι λοιπόν κάθε ειδικός αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη, και επιζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει˙ και το μέσον όχι σε σχέση με το πράγμα αλλά με εμάς.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 168 – 169)
Διαιρετῷ = μπορεί να διαιρεθεί (ρηματικό επίθετο σε -τὸς = μπορεί να …)
ἔστι = είναι δυνατόν (απρόσωπη έκφραση)
ἑκατέρου = καθένα από τα δύο
ταὐτὸν = το ίδιο (< τὸ αὐτόν -> κράση)
ληπτέον = πρέπει να (το) προσδιορίζουμε (ρηματικό επίθετο σε -τέος = πρέπει να …)
τῳ = για κάποιον (δεύτερος τύπος δοτικής ενικού της αόριστης αντωνυμίας τις, τινός: τινὶ / τῳ)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
συνεχεῖ, ἀπέχον, ὑπερέχει, ὑπερέχεται < ἔχω: εχεμύθεια, έξη, εξής, ανέχεια, συνέχεια, ανεκτικός, περιεκτικός, περιέκτης, προσεκτικός, καχεξία, καχεκτικός, ευεξία, ακάθεκτος, σχήμα, σχέση, σχεδόν, σχετικός, άσχετος, σχέδιο, σχολείο, ανοχή, συνοχή, κατοχή, εποχή, εξοχή, παροχή, προεξοχή, οχυρός, οχύρωση, τροπαιούχος, διπλωματούχος, συμβασιούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, ζαχαρούχος, σοκολατούχος, αλληλουχία, κληρουχία, ευωχία, ανακωχή
λαβεῖν, λαμβάνουσι, ληπτέον, ληψομένῳ < λαμβάνω: λαβή, απολαβή, παραλαβή, συλλαβή, αντιλαβή, χειρολαβή, λήψη, μετάληψη, σύλληψη, πρόσληψη, επανάληψη, κατάληψη, προκατάληψη, περίληψη, αντίληψη, υπόληψη, επιληψία, θρησκοληψία, μεροληψία, αμεροληψία, ηχοληψία, παραλήπτης, ηχολήπτης, εικονολήπτης, ανεπανάληπτος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, εργολάβος, δικολάβος, λήμμα, λάφυρο
πλεῖον, πλεονάζει < ὁ, ἡ πλέων/πλείων, τὸ πλέον/πλεῖον: πλέον, πλεονασμός, πλεονεξία, πλεονέκτημα, πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοδότης, πλειοδοσία
ἐλλείπει, ἔλλειψιν < λείπω: λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λειψανδρία, έκλειψη, παράλειψη, διάλειψη, εγκατάλειψη, έλλειψη, διάλειμμα, έλλειμμα, ελλειπτικός, ελλιπής, λιποβαρής, λιπόψυχος, λιποθυμία, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λοιπός, λοιπόν, κατάλοιπος, υπόλοιπος
ἀλείπτης < ἀλείφω: άλειμμα, πασάλειμμα, επάλειψη, εξάλειψη, αλοιφή, απαλοιφή
προστάξει < πρὸς + τάττ(σσ)ω: τάγμα, σύνταγμα, διάταγμα, πρόσταγμα, διαταγή, επιταγή, προσταγή, συνταγή, υποταγή, νομοταγής, άτακτος, απότακτος, ανυπότακτος, ανάταξη, παράταξη, σύνταξη, ένταξη, πρόταξη, επίταξη, μετάταξη, ανακατάταξη, αταξία, (αρχι)συντάκτης, συντακτικό, επιτακτικός
ἐπιστήμων < ἐπίσταμαι: επιστήμη, επιστήμονας, επιστημονικός, επιστημοσύνη, επιστημονισμός, επιστημολογία, επιστητό
ὑπερβολὴν < ὑπὲρ + βάλλω: βαλτός, βαλβίδα, βαλλιστικός, περιβάλλον, βέλος, βελόνα, βεληνεκές, βλήμα, έμβλημα, πρόβλημα, απόβλητος, διαβλητός, αναβλητικός, υποβλητικός, επιβλητικός, βόλος, βολίδα, βολή, αναβολή, υπερβολή, συμβολή, ευμετάβολος, κεραυνοβόλος, σύμβολο, παράβολο, έμβολο, αμφιβολία, σφαιροβολία, λιθοβολισμός, πυροβολισμός

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Από κάθε πράγμα που παρουσιάζει μια συνέχεια και μπορεί να διαιρεθεί μπορούμε να χωρίσουμε είτε ένα μεγαλύτερο από τα άλλα κομμάτι είτε ένα μικρότερο από τα άλλα είτε ίσα κομμάτια. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να βρούμε ποιο είναι το μέσον, το οποίο προσδιορίζεται είτε με αντικειμενικά είτε με υποκειμενικά κριτήρια. Το αντικειμενικό μέσον σχετίζεται με το πράγμα και είναι αυτό που απέχει το ίδιο από καθένα από τα δύο άκρα του πράγματος. Αυτό δεν μεταβάλλεται, αλλά είναι ένα και το ίδιο για όλους. Αντίθετα, το υποκειμενικό μέσον είναι σχετικό για τον καθένα από εμάς. Δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε ένα, αλλά διαφέρει για τον καθένα από εμάς. Το αντικειμενικό μέσο μπορεί να γίνει κατανοητό με το ακόλουθο παράδειγμα: αν το δύο είναι λίγο και το δέκα πολύ, τότε το αντικειμενικό μέσον είναι το έξι, γιατί, σύμφωνα με τους κανόνες της αριθμητικής, απέχει κι από το δύο και από το έξι τέσσερις μονάδες. Για να γίνει κατανοητό το υποκειμενικό μέσον, δίνεται το εξής παράδειγμα: αν για κάποιον αθλητή το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για τον Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Επομένως, κάθε ειδικός-λογικός άνθρωπος αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιλέγει το μέσον, με βάση όχι τα αντικειμενικά, αλλά με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια.

1. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα»: «Ἐν παντὶ δὴ … πρὸς ἡμᾶς»

Ο Αριστοτέλης ξεκινάει σ’ αυτή την ενότητα να απαντάει στο ερώτημα που έθεσε στην προηγούμενη, ποια δηλαδή είναι η φύση της αρετής. Στόχος του είναι να αποδείξει ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας (κάτι στο οποίο έμμεσα αναφέρθηκε στην 4η ενότητα). Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει πρώτα να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας, για να καταλήξει έπειτα στον συσχετισμό της με την ηθική αρετή.
Αν, λοιπόν, πάρουμε ένα μέγεθος αβ που μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον, μπορούμε, όπως διδάσκει ο Αριστοτέλης, να χωρίσουμε ένα κομμάτι γβ, ένα κομμάτι αγ και ένα κομμάτι αδ. Το γβ είναι κομμάτι μεγαλύτερο από το αγ («τὸ μὲν πλεῖον»), το αγ είναι μικρότερο από το γβ («τὸ δ’ ἔλαττον») και το αδ είναι ένα κομμάτι ίσο με το δβ («τὸ δ’ ἴσον»). Μέσον, λοιπόν, δεν είναι ούτε το μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο κομμάτι, αλλά το σημείο που χωρίζει δύο ίσα μέρη. Σχηματικά το μέσον μπορεί να αποδοθεί ως εξής:

2. ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα»: «Λέγω δὲ … οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν».

Το μέσον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να προσδιοριστεί με βάση δύο κριτήρια: τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά.
α) Μέσον με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι’ αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.
β) Μέσον με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κτλ.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι οι όροι «αντικειμενικός» και «υποκειμενικός» δεν υπήρχαν την εποχή του Αριστοτέλη και ήταν δικές του επινοήσεις. Είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη να εκφράσουν με τις κατάλληλες λέξεις τις νέες ιδέες ή επιστημονικές τους συλλήψεις. Αυτό αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία και οι επιλογές τους είναι δύο: ή να επινοήσουν καινούριες λέξεις ή να χρησιμοποιήσουν ήδη υπάρχουσες με διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι και ο Αριστοτέλης, για να πλησιάσει στον προσδιορισμό των εννοιών αυτών, χρησιμοποίησε τον όρο «κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» για την έννοια της αντικειμενικότητας και τον όρο «πρὸς ἡμᾶς» για τον όρο της υποκειμενικότητας.

3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ: «Οἷον … ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης»

Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις του, θα δώσει δύο παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό συλλογισμό.
α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί, σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ’ αυτή δηλαδή την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.

β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι’ αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για το Μίλωνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται με ποιοτικά κριτήρια και μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του αθλητή, ο χρόνος εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.

4. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ: «μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»
Ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την έννοια της «μεσότητας», αναφέρεται και στις έννοιες της «ὑπερβολῆς» και της «ἐλλείψεως». Ήδη στην 4η ενότητα εμμέσως πλην σαφώς διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αρετή είναι «μεσότης» που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη. Μέσα από τα αντιθετικά ζεύγη που παρέθεσε, έγινε κατανοητό ότι η μεσότητα αποτελεί τη σωστή, την ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επαινείται, γιατί οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν τη λανθασμένη, τη μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επικρίνεται, γιατί μας απομακρύνει από τις ηθικές αρετές. Ο συσχετισμός των αρετών που αναφέρθηκαν εκεί με τις έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης σχηματικά μπορεί να αποδοθεί με τον ακόλουθο πίνακα:
ἔλλειψις    μέσον    ὑπερβολὴ
δειλία    ἀνδρεία    θρασύτης
ἀναισθησία    σωφροσύνη    ἀκολασία
ἀοργησία    πραότης    ὀργιλότης

Ο Αριστοτέλης, βέβαια, στην 4η ενότητα δεν αναφέρει καν το άκρο της έλλειψης σχετικά με τις αρετές αυτές, επειδή συναντάται πολύ πιο σπάνια από το άκρο της υπερβολής.
Να επισημάνουμε, επίσης, ότι σε άλλα σημεία των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφέρει και πολλά άλλα παραδείγματα αρετών, για να κάνει πλήρως κατανοητές τις παραπάνω έννοιες.

5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ: «Οὕτω δὴ … τὸ πρὸς ἡμᾶς»

Με το «οὕτω δὴ» ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε ειδικός («ἐπιστήμων»), κάθε άνθρωπος δηλαδή που διαθέτει ένα λογικό κριτήριο, αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιδιώκει και προτιμά («αἱρεῖται») το μέσον που προσδιορίζεται με υποκειμενικά και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι, αφού η αρετή είναι μεσότητα και αφού αυτή σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις επιλογές του (όπως έχει ήδη αναφερθεί και σε προηγούμενες ενότητες), οι οποίες ρυθμίζονται από εξωγενείς και μεταβλητούς παράγοντες (βλέπε σχόλιο 2β), αποδεικνύεται ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια και επιλέγεται με τη λογική.

6. ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗ

Στις ενότητες που μελετήσαμε μέχρι τώρα, ο Αριστοτέλης έδωσε κάποια βασικά γνωρίσματα της ηθικής αρετής. Είδαμε, δηλαδή, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αφού συνδέονται με τον εθισμό σε ηθικές πράξεις. Είναι, λοιπόν, η αρετή «ἕξις» που αποκτιέται με μακροχρόνια άσκηση σε ηθικές πράξεις και καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό παίζει η διδασκαλία. Δεν είναι, όμως, μια οποιαδήποτε «ἕξις», αφού μεγάλη σημασία έχει η ποιότητα των έξεών μας. Επίσης, η αρετή συνδέεται με τα ευχάριστα συναισθήματα που νιώθουμε, όταν τηρούμε το μέτρο κατά την εκτέλεση μιας ηθικής πράξης. Έτσι, ο φιλόσοφος κατέληξε ότι η αρετή είναι «ἕξις» με την οποία ο άνθρωπος φτάνει στην ολοκλήρωσή του και στην ολοκλήρωση του έργου του. Σ’ αυτή την ενότητα προστίθενται κάποια νέα γνωρίσματα της αρετής:
α) Η αρετή βρίσκεται στο μέσον, ανάμεσα δηλαδή στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη.
β) Η αρετή βρίσκεται στο μέσον που προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά («πρὸς ἡμᾶς»).
Εδώ, παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης πλησιάζει τη σχετικοκρατική στάση των σοφιστών απέναντι στα πράγματα, η οποία εκφράζεται με τη φράση του Πρωταγόρα: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν» (= Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν πως δεν υπάρχουν). Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι το κάθε άτομο προσδιορίζει όπως θέλει, αυθαίρετα την αρετή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, όπως θα δούμε και στη 10η ενότητα, γιατί υπεισέρχεται το κριτήριο του «ὀρθοῦ λόγου», της λογικής, δηλαδή, και μάλιστα της λογικής του φρόνιμου ανθρώπου, η οποία διασφαλίζει την αντικειμενικότητα στον προσδιορισμό του μέσου.
γ) Η αρετή είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου («τοῦθ’ αἱρεῖται»).
δ) Η αρετή προσδιορίζεται με βάση τη λογική, τον «ὀρθὸν λόγον» (η άποψη αυτή θα αναλυθεί περαιτέρω στη 10η ενότητα). Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την αναφορά της λέξης «ἐπιστήμων», ο οποίος επιζητά («ζητεῖ») και επιλέγει («αἱρεῖται») τη μεσότητα ακολουθώντας μια λογική διεργασία.

7. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ.
•    Αφού η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια, προκύπτει ότι δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ίσχυαν όσα αναφέρονται στις ενότητες 1, 2 και 3. Αν, δηλαδή, ήταν έμφυτο χαρακτηριστικό, δεν θα μεταβαλλόταν, όπως αμετάβλητοι είναι και οι νόμοι της φύσης, και, επομένως, θα προσδιοριζόταν με αντικειμενικά κριτήρια. Επίσης, δεν θα χρειαζόταν ο εθισμός σε ηθικές πράξεις για την κατάκτησή της και οι προσπάθειες των νομοθετών να κάνουν τους πολίτες καλούς μέσω του εθισμού θα ήταν άσκοπες, αφού όλοι θα γεννιόμασταν εκ φύσεως με ή χωρίς την αρετή χωρίς αυτό να μπορεί να μεταβληθεί.
•    Είδαμε παραπάνω ότι η αρετή είναι μεσότητα υποκειμενική και προσδιορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο με μέτρο τον εαυτό του. Επομένως, απαραίτητη προϋπόθεση για τον προσδιορισμό αυτής της μεσότητας είναι η αυτογνωσία, το σωκρατικό δηλαδή «γνῶθι σαυτόν». Μόνο αν κάποιος γνωρίζει καλά τον εαυτό του και μπορεί να εκτιμήσει τα όριά του, τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά του, μπορεί να φτάσει στην αρετή και στον προσδιορισμό του μέσου της. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, είναι εξαιρετικά δύσκολη και επίπονη.


8. ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
«μναῖ»: η «μνᾶ» ήταν νομισματική μονάδα, ισοδύναμη με 100 δραχμές. Όμως, αποτελούσε και μονάδα βάρους και μ’ αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται στο κείμενό μας. Γενικά, ισοδυναμούσε με περίπου 435 γραμμάρια, αλλά από εποχή σε εποχή και από πόλη σε πόλη το βάρος της διαφοροποιούνταν. Εδώ πρόκειται για την «ἀττικὴ μνᾶ» της εποχής του Αριστοτέλη.
«Μίλων»: ήταν μεγάλος αθλητής από τον Κρότωνα, τη γνωστή ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας. Έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η αρχαιότητα μιλούσε με θαυμασμό για τη μεγάλη του δύναμη και τις ποσότητες φαγητού που κατανάλωνε.
«ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης»: εννοούνται συνεκδοχικά οι δρομείς και οι παλαιστές.
«πᾶς ἐπιστήμων»: ο όρος έχει παρόμοια σημασία με τον όρο «τεχνῖται» που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Δεν εννοούνται δηλαδή εδώ αυτοί που ασχολούνται με κάποια επιστήμη, όπως τα μαθηματικά, γιατί αυτοί εξετάζουν το αντικειμενικό μέσο. Αντίθετα, εδώ εννοούνται αυτοί που έχοντας κάποιο λογικό κριτήριο επιδιώκουν το υποκειμενικό μέσον.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Πολυσύνδετα σχήματα:
•    «τὸ μὲν πλεῖον τὸ δ’ ἔλαττον τὸ δ’ ἴσον, καὶ ταῦτα ἢ κατ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἢ πρὸς ἡμᾶς»:
χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια του Αριστοτέλη να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας και να διακρίνει τα δύο διαφορετικά κριτήρια προσδιορισμού της.
•    «μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»: τονίζονται τα χαρακτηριστικά του υποκειμενικού μέσου.
Αντιθέσεις:
•    «Λέγω δὲ τοῦ μὲν πράγματος μέσον …, πρὸς ἡμᾶς δὲ …»:
τονίζονται τα αντίθετα χαρακτηριστικά του αντικειμενικού και υποκειμενικού μέσου.
•    «πλεονάζει ≠ ἐλλείπει», «πολλὰ ≠ ὀλίγα», «πολύ ≠ ὀλίγον»:
τονίζονται οι αντιθετικές έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης, των δύο άκρων ανάμεσα στα οποία βρίσκεται η μεσότητα.
•    «ὑπερβολὴν – ἔλλειψιν ≠ μέσον», «φεύγει ≠ ζητεῖ, αἱρεῖται»:
αντιπαρατίθεται η μεσότητα με την υπερβολή και την έλλειψη, οι οποίες αποτελούν τα δύο άκρα της και πρέπει να αποφεύγονται, γιατί μας απομακρύνουν από την ηθική αρετή. Αντίθετα, μόνο αν επιδιώκουμε τη μεσότητα μπορούμε να κατακτήσουμε την αρετή.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8η

ΟΠΩΣ Η ΤΕΧΝΗ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ – ΔΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Η μεσότητα στην τέχνη και ο ορισμός των ολοκληρωμένων έργων     Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη οὕτω τὸ ἔργον εὖ ἐπιτελεῖ, πρὸς τὸ μέσον βλέπουσα καὶ εἰς τοῦτο ἄγουσα τὰ ἔργα (ὅθεν εἰώθασιν ἐπιλέγειν τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις ὅτι οὔτ’ ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι, ὡς τῆς μὲν ὑπερβολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως φθειρούσης τὸ εὖ, τῆς δὲ μεσότητος σῳζούσης, οἱ δ’ ἀγαθοὶ τεχνῖται, ὡς λέγομεν, πρὸς τοῦτο βλέποντες ἐργάζονται),
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 1. Η μεσότητα στην τέχνη και ο ορισμός των ολοκληρωμένων έργων: «Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἐργάζονται»]

Συσχετισμός αρετής – τέχνης – φύσης     ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ φύσις, τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική.
[Δες ερμηνευτικό σχόλιο: 2. Συσχετισμός τέχνης – φύσης – αρετής: «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική.»]

Σύνδεση της ηθικής αρετής, και όχι της διανοητικής, με τη μεσότητα     Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν˙ αὕτη γάρ ἐστι περὶ πάθη καὶ πράξεις, ἐν δὲ τούτοις ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις καὶ τὸ μέσον.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αν λοιπόν κάθε τέχνη εκπληρώνει σωστά το έργο της με αυτόν τον τρόπο, έχοντας δηλαδή στραμμένο το βλέμμα της προς το μέσον και κατευθύνοντας προς αυτό τα έργα της (γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε στο τέλος για τα ολοκληρωμένα έργα ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να αφαιρέσουμε ούτε να (τους) προσθέσουμε τίποτα, γιατί η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητα, ενώ η μεσότητα τη διασώζει, και οι καλοί τεχνίτες εργάζονται, όπως λέμε, έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο προς αυτό), αν λοιπόν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε τέχνη, όπως ακριβώς και η φύση, (τότε) θα μπορούσε να έχει για στόχο της το μέσον. Και εννοώ την ηθική (αρετή)˙ γιατί αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
(Εκτός από το λεξιλόγιο του σχολικού βιβλίου στη σελίδα 171.)
Οὕτω = με αυτόν τον τρόπο
τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις = για τα ολοκληρωμένα έργα
ἔστιν = είναι δυνατόν (απρόσωπο ρήμα)
ὡς φθειρούσης – ὡς σῳζούσης = γιατί … φθείρουν – (γιατί) … διασώζει (γενικές απόλυτες αιτιολογικές μετοχές υποκειμενικής αιτιολογίας. Την υποκειμενική αιτιολογία δηλώνει το μόριο «ὡς» που τις συνοδεύει)

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ἐπιτελεῖ < ἐπὶ + τέλος: τέλος, τελικός, τελειωτικός, τέλειος, τελείωση, τελειοποίηση, τελετή, τέλεση, τελώνης, τελωνείο, τελωνειακός, ατελής, ημιτελής, ιδιοτελής, αυτοτελής, ευτελής, υποτελής, πολυτελής, ατέλεια, πολυτέλεια, συντέλεια, εντέλεια, ισοτέλεια, νομοτέλεια, επιτέλεση, εκτέλεση, συντελεστής, εκτελεστής, επιτελείο
ἄγουσα < ἄγω: αγωγή, αγωγός, παραγωγός, δημαγωγός, προσαγωγός, νηπιαγωγός, αγώνας, άγημα, άξονας, απαγωγή, συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας, αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός
ἀφελεῖν < ἀπὸ + αἱρέομαι –οῦμαι: αίρεση, αιρετικός, αφαίρεση, διαίρεση, συναίρεση, καθαίρεση, αναίρεση, προαίρεση, προαιρετικός, διαιρέτης, εξαίρετος, αναφαίρετος, αυθαίρετος, αρχαιρεσίες (εκλογές αρχόντων)
προσθεῖναι < πρὸς + τίθημι: θεσμός, θέση, διάθεση, παράθεση, έκθεση, επίθεση, σύνθεση, θέμα, απόθεμα, παράθεμα, έκθεμα, θετός, πρόσθετος, εμπρόθετος, σύνθετος, έκθετος, αντίθετος, εκθέτης, καταθέτης, υιοθεσία, αδιαθεσία, τοποθεσία, νουθεσία, θήκη, διαθήκη, παρακαταθήκη, συνθήκη, αποθήκη, αποθηκάριος, υποθετικός, επιθετικός, συνθετικός, υπερθετικός, θεμέλιο, θεμελιώδης
σῳζούσης < σῴζω: σώσιμο, σωστικός, διασωστικός, ναυαγοσωστικός, διάσωση, ναυαγοσώστης, διασώστης, σωσίβιο, σωτηρία, σωτήριος, σώος, σώμα, σώφρων, σωστός, σωσίας, άσωτος
πάθη < πάσχω: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, συμπαθητικός, αντιπαθητικός, παθητικότητα, συμπάθεια, αντιπάθεια, ηδυπάθεια, απάθεια, προσπάθεια, ευπάθεια, αδενοπάθεια, καρδιοπάθεια, μετριοπάθεια, εμπάθεια, μυστικοπάθεια, απαθής, συμπαθής, αντιπαθής, ωραιοπαθής, μετριοπαθής, εμπαθής, σεισμοπαθής, πλημμυροπαθής, παθογένεια, παθογόνος, παθολογία, παθολογικός, παθιάρης, πένθος, πένθιμος
πράξεις < πράττω: πράγμα, πραγματεία, πραγματικός, πραγματικότητα, πραγματισμός, πράγματι, πραγματοποίηση, πραγματογνώμων, πραμάτεια, πράξη, πρακτικός, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη, διάπραξη, αντίπραξη, είσπραξη, απραξία, κοινοπραξία, έμπρακτος, άπρακτος, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ
Ο Αριστοτέλης ενισχύει τη θέση στην οποία κατέληξε στην προηγούμενη ενότητα, ότι η αρετή είναι μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια. Για να το πετύχει αυτό συσχετίζει την αρετή με τις τέχνες. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι τεχνίτες επιδιώκουν τη μεσότητα, με την οποία δημιουργούν ολοκληρωμένα έργα. Από αυτά δεν μπορούμε ούτε να αφαιρέσουμε κάτι, γιατί θα τα οδηγήσουμε στην έλλειψη, ούτε να προσθέσουμε κάτι, γιατί θα τα οδηγήσουμε στην υπερβολή. Η υπερβολή και η έλλειψη φθείρουν την τελειότητά τους, ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει.
Αν λοιπόν η τέχνη έχει ως στόχο της τη μεσότητα, τότε αυτός είναι ο στόχος και της αρετής –όπως και της φύσης– αφού αυτή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από κάθε μορφή τέχνης. Ωστόσο, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι, όταν μιλάει για την αρετή, εννοεί την ηθική αρετή, γιατί μόνο αυτή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, στα οποία υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα.

1. Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΩΝ ΕΡΓΩΝ: «Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἐργάζονται»

Ο Αριστοτέλης επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση της προηγούμενης ενότητας, ότι οι ηθικές αρετές στοχεύουν στη μεσότητα (η οποία προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια). Για να καταλήξει όμως στη θέση αυτή, πρώτα θα αναφερθεί στη μεσότητα που υπάρχει στις τέχνες. Εδώ, είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι οι όροι επιστήμη και τέχνη έχουν σχεδόν το ίδιο σημασιολογικό περιεχόμενο στην ενότητα και δεν έχουν καμία σχέση με τους ίδιους όρους, όταν χρησιμοποιούνται από τον Αριστοτέλη ως «διανοητικές αρετές». Όταν λοιπόν η τέχνη – επιστήμη λειτουργεί σωστά, επιδιώκει τη μεσότητα και γι’ αυτό τα έργα που δημιουργεί είναι τέλεια, ολοκληρωμένα («τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις»). Με τον όρο «ολοκληρωμένο έργο» εννοούμε αυτό που βρίσκεται στη μεσότητα, που τηρεί το μέτρο και την αρμονία και εξισορροπεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη. Γι’ αυτό από αυτό δεν μπορούμε ούτε να αφαιρέσουμε κάτι («οὔτ’ ἀφελεῖν»), γιατί δεν έχει κάτι περιττό και με την αφαίρεση θα το οδηγήσουμε στην έλλειψη, ούτε να προσθέσουμε κάτι («οὔτε προσθεῖναι»), γιατί δεν του λείπει κάτι και με την πρόσθεση θα το οδηγήσουμε στην υπερβολή. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η υπερβολή και η έλλειψη διαταράσσουν την ισορροπία και καταστρέφουν την τελειότητά του («φθειρούσης»), ενώ η μεσότητα τη διαφυλάσσει («σῳζούσης»). Συγκεκριμένα ο Αριστοτέλης αλλού αναφέρει ότι ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να είναι ούτε «παμμέγεθες» ούτε «πάμμικρον» (Ποιητική, 1450b, 37-39). Υπέρ της τήρησης του μέτρου τασσόταν και ο Πλάτων, ο οποίος στον «Φίληβο» αναφέρει: «μετριότης γὰρ καὶ συμμετρία κάλλος δήπου καὶ ἀρετὴ πανταχοῦ συμβαίνει γίγνεσθαι» (= το μέτρο και η συμμετρία συμβαίνει να μεταβάλλονται σε ομορφιά και αρετή, Φίληβος, 64e, 6).

2. ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗΣ – ΦΥΣΗΣ – ΑΡΕΤΗΣ: «ἡ δ’ ἀρετὴ … στοχαστική.»
Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης συσχετίζει τις έννοιες τέχνη (η οποία εδώ ταυτίζεται με τον όρο «ἐπιστήμη»), φύση και αρετή και διαπιστώνει ότι έχουν ένα κοινό γνώρισμα, αλλά και διαφορές. Το κοινό τους γνώρισμα είναι ότι και οι τρεις έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν μορφές. Η διαφορά τους έγκειται σε τι δίνει μορφή η καθεμιά. Έτσι, λοιπόν:
α) η τέχνη μορφοποιεί το υλικό της,
β) η αρετή δίνει μορφή στην προσωπικότητα του ανθρώπου και
γ) η φύση δημιουργεί κι αυτή τις δικές της μορφές.
Παράλληλα, ο φιλόσοφος επιχειρεί να ιεραρχήσει τις τρεις αυτές έννοιες. Έτσι, κατ’ αυτόν, η φύση είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί κάθε φυσικό ον έχει τάση προς την τελειότητα. Από τη στιγμή δηλαδή που γεννιέται και αυξάνεται, οδηγείται, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, στο «τέλος», στην τελειότερη μορφή του. Αντίθετα, τα έργα τέχνης είναι σταθερά και αμετάβλητα και δεν τείνουν πουθενά. Ο Αριστοτέλης αναφέρει : «ο σκοπός και το ωραίο είναι σε μεγαλύτερο βαθμό παρόντα στη φύση, παρά στα έργα της τέχνης» (Περὶ ζώων μορίων, 639b, 19-21). Εξάλλου, όπως διαπιστώνει και ο Ασπάσιος, ο σχολιαστής του Αριστοτέλη, «μιμεῖται γὰρ τέχνη τὴν φύσιν» (= η τέχνη μιμείται τη φύση), γι’ αυτό και είναι κατώτερη αυτής. Από την άλλη, η αρετή είναι ανώτερη και από τη φύση και από την τέχνη, γιατί μορφοποιεί στην ουσία του τον άνθρωπο και αποτελεί ύψιστη έκφανση της μεσότητας. Όπως, μάλιστα, αναφέρει και ο Ασπάσιος, η αρετή είναι ανώτερη από την τέχνη, γιατί η αρετή είναι «τελειότης φύσεως καὶ κατωρθωμένη φύσις», δηλαδή μια φυσική ιδιότητα με επιτυχία οδηγημένη στοn σκοπό της. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, για τον Αριστοτέλη, ανώτερη όλων είναι η αρετή, ακολουθεί η φύση και τελευταία στην ιεράρχηση έρχεται η τέχνη:
Αρετή -> φύση -> τέχνη

3. Ο ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΕΤΗ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ.

Για να αποδείξει ο Αριστοτέλης ότι η αρετή έχει ως στόχο της το μέσον, διατυπώνει τον εξής υποθετικό συλλογισμό:

1η προκείμενη: αν η τέχνη στοχεύει στο μέσον («Εἰ δὴ πᾶσα ἐπιστήμη … ἄγουσα τὰ ἔργα») και
2η προκείμενη: αν η αρετή είναι ακριβέστερη και ανώτερη από την τέχνη («ἡ δ’ ἀρετὴ πάσης τέχνης ἀκριβεστέρα καὶ ἀμείνων ἐστὶν»)
Συμπέρασμα: η αρετή έχει ως στόχο της το μέσον («τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική»).

Καλό είναι να επισημανθεί εδώ ότι η χρήση υποθετικού συλλογισμού, ο οποίος βασίζεται σε προκείμενες από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική πρόταση, προσιδιάζει στο ύφος του επιστημονικού λόγου, γιατί υποδηλώνει μετριοπάθεια, διαλλακτικότητα και έλλειψη δογματισμού. Άλλωστε, μέσα στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας εντάσσεται και η διατύπωση υποθέσεων, οι οποίες αργότερα επαληθεύονται ή διαψεύδονται. Τη μετριοπάθεια και τη διαλλακτικότητα υποδηλώνει και η χρήση της δυνητικής ευκτικής στο χωρίο «τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική», η οποία δηλώνει αυτό που είναι δυνατό να γίνει στο παρόν και το μέλλον, δηλαδή το πιθανό και ενδεχόμενο. Η αρχική αυτή υπόθεση θα πάρει τη μορφή συμπεράσματος διατυπωμένου σε οριστική έγκλιση στην αμέσως επόμενη ενότητα. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο Αριστοτέλης συνέγραψε τα «Ηθικά Νικομάχεια» (όπως πληροφορούμαστε και από την εισαγωγή του σχολικού εγχειριδίου) σε ώριμη πια ηλικία, την οποία χαρακτήριζε η ηρεμία, η νηφαλιότητα, η ώριμη σκέψη και η έλλειψη δογματισμού.

4. Η ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ, ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ: «…τοῦ μέσου ἂν εἴη στοχαστική.»
Η αρετή της μεσότητας, του μέτρου, αποτελούσε γνώρισμα της αρχαιοελληνικής σκέψης και συναντάται σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους. Συγκεκριμένα:
α) Στην καθημερινή ζωή τους: αρκεί να θυμηθούμε τις γνωστές φράσεις «μηδὲν ἄγαν» και «μέτρον ἄριστον», που υποδεικνύουν την τήρηση του μέτρου. Επιπλέον, η «ὕβρις» προς τους θεούς αποτελούσε υπέρβαση του μέτρου και επέφερε την τιμωρία.
β) Στην τέχνη: τα κλασικά έργα τέχνης των αρχαίων Ελλήνων είχαν ως γνώρισμα τη μεσότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες, σε αντίθεση με τους ανατολικούς λαούς, απέφευγαν και αποδοκίμαζαν την υπερβολή στα έργα τους.
γ) Στη φιλοσοφία: την τήρηση του μέτρου εξυμνούσε τόσο ο Δημόκριτος όσο και ο Πλάτων. Ο Δημόκριτος έλεγε: «καλὸν ἐν παντὶ τὸ ἴσον, ὑπερβολὴ δὲ καὶ ἔλλειψις οὔ μοι δοκέει» (= σε κάθε πράγμα καλό είναι το ίσιο (δηλαδή το μέτρο)˙ η υπερβολή και η έλλειψη δεν μου αρέσει). Ο Πλάτων πάλι αναφέρει στον «Φίληβο»: «μετριότης γὰρ καὶ συμμετρία κάλλος δήπου καὶ ἀρετὴ πανταχοῦ συμβαίνει γίγνεσθαι» (= το μέτρο και η συμμετρία συμβαίνει να μεταβάλλονται σε ομορφιά και αρετή). Επίσης, ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, καθώς και ο Ιπποκράτης στην ιατρική του, τόνιζαν την αξία του μέτρου για τη διατήρηση της υγείας.

5. Η ΜΕΣΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «Λέγω δὲ τὴν ἠθικήν˙»
Σ’ αυτό το σημείο ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι η μεσότητα αφορά τις ηθικές και όχι τις διανοητικές αρετές. Κι αυτό, γιατί οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις και σ’ αυτά υπάρχει υπερβολή, έλλειψη και μεσότητα. Αντίθετα, οι διανοητικές αρετές δεν είναι μεσότητες, γιατί είναι ασυμβίβαστες με τις έννοιες της υπερβολής και της έλλειψης και ή τις έχει κάποιος ή δεν τις έχει. Σχετικά με τη διανοητική αρετή της σοφίας ο Ασπάσιος γράφει: «φανερὸν δὲ ποιεῖ διὰ τούτων ὅτι ἡ διανοητικὴ ἀρετὴ οὐκ ἔστι μεσότης˙ οὐ γὰρ δεῖ μέσως μὲν εἰδέναι, ὑπερβαλλόντως δὲ μή, ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον οἷόν τε εἰδέναι ἄριστα ἂν ἔχοι» (= με αυτά (ο Αριστοτέλης) κάνει φανερό ότι η διανοητική αρετή δεν είναι μεσότητα˙ γιατί δεν πρέπει να έχει κανείς γνώσεις μεσαίας ποιότητας και όχι υπερβολικά πολλές, αλλά θα ήταν άριστο να έχει όσο το δυνατόν πιο πολλές γνώσεις). Δηλαδή στην αρετή της σοφίας θεωρείται πολύ καλό να έχει κανείς πάρα πολλές γνώσεις, να βρίσκεται δηλαδή στην υπερβολή.

6. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «Περὶ πάθη»
Στην αριστοτελική έννοια «πάθη» αναφερθήκαμε και στην 6η ενότητα των «Ηθικών Νικομαχείων». Είδαμε λοιπόν ότι για τον Αριστοτέλη πάθη είναι η επιθυμία, η οργή, ο φόβος, το θάρρος, ο φθόνος, η χαρά, η φιλία, το μίσος, ο πόθος, η ζήλεια, η λύπη, δηλαδή αυτά που σήμερα θα λέγαμε συναισθήματα. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι τα «πάθη» είναι άλογες παρορμήσεις της ψυχής και βιολογικές ιδιότητες του ανθρώπινου είδους.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
Αντιθέσεις
«ἀφελεῖν ≠ προσθεῖναι»
«φθειρούσης ≠ σῳζούσης»
«ἐλλείψεως, ὑπερβολῆς ≠ μεσότητος»

Επανάληψη
«οὔτε – οὔτε»
Οι παραπάνω αντιθέσεις και η επανάληψη των «οὔτε – οὔτε» τονίζουν την κρίσιμη διαφορά της έλλειψης και της υπερβολής από τη μεσότητα, καθώς και την άποψη ότι η υπερβολή και η έλλειψη ανατρέπουν την ισορροπία που υπάρχει στα έργα τέχνης, ενώ η μεσότητα τη διαφυλάττει.
Επίσης, μία σημαντική διαφορά στην συντακτική δομή του κειμένου αυτού σε σχέση με τα προηγούμενα είναι, ότι ενώ στις προηγούμενες ενότητες κυριαρχούσε η σύνδεση κατά παράταξη, εδώ έχουμε υποταγμένο λόγο, περισσότερο συνειρμικό και επιστημονικό.

Πηγή : http://www.study4exams.gr/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1946

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση