Κατηγορία: Αρχαία Β’ Λυκείου

Μικρό Λεξιλόγιο Αρχαίων Ελληνικών

Α

ἀγὼν= ο δικαστικός αγώνας (ἀγωνίζομαι = διεξάγω δικαστικό αγώνα)

ἄγω καὶ φέρω= λεηλατώ

ἄδεια= έλλειψη φόβου, ασφάλεια

ἆθλον= έπαθλο, βραβείο

ἀθυμία= στενοχώρια, δειλία

αἰτίαν λαμβάνω ή αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος= κατηγορούμαι από κάποιον

(αιτία= κατηγορία)

αἰτιαομαι -ῶμαί τινα= κατηγορώ κάποιον/ αἰτία= κατηγορία ≠ αἰτέω –ῶ= ζητάω

ἀλλότριος= ξένος

ἀμύνω τινὰ = εκδικούμαι κάποιον/ ἀμύνω τινὶ = βοηθώ κάποιον

ἀναιρῶ (για θεό, μαντείο) = δίνω χρησμό

ἀναιρῶ/ ἀναιροῦμαι τοὺς νεκροὺς= περισυλλέγω τους νεκρούς για ταφή

ἀναίρεσις= περισυλλογή νεκρών για ταφή/ καταστροφή/ φόνος

ἀνδράποδον= δούλος/ ἐξανδραποδίζω= υποδουλώνω

ἀπάγω= οδηγώ, απομακρύνω

ἀποδημῶ= είμαι μακριά από την πατρίδα μου

ἀποκνέω- ῶ= διστάζω

ἀπολείπω= εγκαταλείπω, αφήνω

ἀπολύω τινὰ τάς αἰτίας= απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία

ἀποφαίνομαι+ κτγ μτχ= εκφράζω τη γνώμη μου/ συμβουλεύω να

ἀποφαίνω + κτγ μτχ= αποδεικνύω ότι

ἀποφεύγω τὴν δίκην= αθωώνομαι

ἀποψηφίζομαί τινος= αθωώνω κάποιον

ἀρχὴ= έναρξη, εξουσία

αὐτοκράτωρ= αυτός που έχει απόλυτη εξουσία, με απόλυτη εξουσία

αὐτὸς + δοτική αντικειμενική= ο ίδιος

πράγματα παρέχω τινί= ενοχλώ κάποιον / πράγματα ἔχω ή πράγματα λαμβάνω παρά τινος= ενοχλούμαι

ἀτιμία= ντροπή, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων/ ἄτιμος = αυτός που έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα

ἀφίσταμαί τινος= απομακρύνομαι από κάποιον, αποστατώ

Β

βαρέως ή χαλεπῶς φέρω= αγανακτώ, οργίζομαι

βέβαιος= ασφαλής, σταθερός

βιάζομαι τὸν ἔκπλουν= εκβιάζω την έξοδο από το λιμάνι

Γ

γίγνομαι ἀνάστατος= καταστρέφομαι ολοκληρωτικά

γραφή, δίκη, εἰσαγγελία, ἔγκλημα= κατηγορία, καταγγελία

Δ

διαγιγνώσκω= αποφασίζω

δίαιτα= τρόπος ζωής

διαλέγομαι= συζητώ

διαλλάτω= συμφιλιώνω

διαπράττομαι= κατορθώνω, πετυχαίνω

διαρρήδην= ρητά

διαφέρω τινός= διαφέρω, υπερέχω κάποιου

διαχρώμαι τι ή τινά= καταστρέφω, φονεύω

διδάσκω= πληροφορώ, διαφωτίζω

διεξέρχομαι= μνημονεύω αναλυτικά

δικάζω (φεύγω, γράφομαι, ὀφλισκάνω) δίκην + γενική της αιτίας = καταδικάζομαι για.

δίκας δίδωμι= δέχομαι να υποβληθώ σε δίκη

δίκην δίδωμί τινι ή δίκην δίδωμι ὑπό τινος= τιμωρούμαι από κάποιον

δίκην δίδωμι τινί τινός= τιμωρούμαι για κάτι από κάποιον

δίκην λαμβάνω παρά τινός= τιμωρώ κάποιον

διώκω= κατηγορώ, εξορίζω, καταδιώκω ≠ φεύγω= κατηγορούμαι, εξορίζομαι, καταδιώκομαι / φυγή= η εξορία, ὁ διώκων= ο κατήγορος

δῆμος= ο λαός, η δημοκρατία, οι δημοκρατικοί

δοκιμάζομαι = υποβάλλομαι σε δοκιμασία

δόξα= γνώμη, ιδέα, υπόληψη, φήμη

δῃόω- ῶ= λεηλατω (δήωσις= λεηλασία)

Ε

ἔαρ, ἦρ= άνοιξη (ἅμα τῷ ἦρι= με την άνοιξη)

ἐγκαλῶ τινί τι= κατηγορώ κάποιον για κάτι

ἐγχωρεῖ= είναι δυνατό, επιτρέπεται να…

εἴθισμαι (εἴωθα)= συνηθίζω

ἐκβάλλω τινὰ= εξορίζω ≠ ἐκπίπτω ὑπό τινος= εξορίζομαι

ἑκποδὼν ποιοῦμαί τινα= διώχνω ≠ ἑκποδὼν γίγνομαι= βγαίνω από τη μέση

ἔλαττον ἔχω τινὸς= μειονεκτώ# πλέον ἔχω= πλεονεκτώ

ἐμποδών εἰμι ή γίγνομαί τινι= είμαι εμπόδιο σε κάποιον

ἒνὶ (ἔνεστι), πάρι (πάρεστι)= είναι δυνατό

ἐν ἐμοί ἐστι= εξαρτάται από μένα

ἐν ἀπορίᾳ εἰμὶ= βρίσκομαι σε δύσκολη θέση

ἐνιαυτὸς= έτος, χρόνος

εὖ λέγω τινὰ= επαινώ≠ εὖ ἀκούω ὑπό τινος= επαινούμαι

εὖ πάσχω ὑπό τινος= ευεργετούμαι

εὖ ποιῶ τινα= ευεργετώ κάποιον≠ εὖ πάσχω ὑπό τινος= ευεργετούμαι

εὖ πράττω= ευτυχώ ≠κακῶς πράττω= δυστυχώ

εὖ φρονῶ= είμαι συνετός

ἐπαγγέλλομαι= υπόσχομαι

ἐπεξέρχομαι= επιτίθεμαι

ἐπέρχεται= μου έρχεται κάτι στο μυαλό

ἐπιτρέπω τινί τι= εμπιστεύομαι, αναθέτω σε κάποιον κάτι

ἐπιβουλεύω τινί= σχεδιάζω κακό εναντίον κάποιου

ἐπιδημῶ, ἐνδημῶ= βρίσκομαι στην πατρίδα μου# ἀποδημῶ= είμαι μακριά από την πατρίδα μου

ἐπιλαμβάνομαι τινός= ασχολούμαι με κάτι

ἐπιλανθάνομαι= λησμονώ

ἐπισκήπτω= διατάζω, δίνω εντολή

ἐπισκοπῶ= εξετάζω, επιθεωρώ

ἐπιστέλλω= παραγγέλνω (με επιστολή)

ἐπιτήδειος= κατάλληλος, χρήσιμος, φιλικός

ἔργον ἐστὶ+ απαρέμφατο= είναι δύσκολο να

ἐάω -ῶ τινά (τι) χαίρειν= αφήνω να πάει στο καλό

ἕως= η αυγή (ἅμα τῇ ἕῳ= με την αυγή)

ἐφίεμαί τινος= επιθυμώ

ἐφίσταμαι= προΐσταμαι

ἐφορῶ= επιβλέπω, παρατηρώ

Ζ

ζημία= τιμωρία, πρόστιμο

Θ

θεωρός= πρεσβευτής σε μαντείο ή θεατής σε αγώνες

Ι

ἱκέτης= ικέτης# οἰκέτης= ο δούλος

Κ

καθεύδω= κοιμάμαι

καθίστημι= εγκαθιστώ, διορίζω

κάθοδος= επιστροφή στην πατρίδα από την εξορία

καιρός= η ευκαιρία

κακῶς λέγω τινὰ= κακολογώ≠ κακῶς ἀκούω ὑπό τινος= κακολογούμαι

κακῶς ποιῶ τινα= κακοποιώ, βλάπτω≠ κακώς πάσχω υπο τινός= κακοποιούμαι, βλάπτομαι

κακῶς πράττω= δυστυχώ

καρπόομαι- οῦμαι= εκμεταλλεύομαι

καταγιγνώσκω τινός τι= καταδικάζω (κατηγορώ) κάποιον για κάτι

κατάγω (καθίημι) τὸν φυγάδα = επαναφέρω τον εξόριστο από την εξορία στην πατρίδα

καταλείπω= αφήνω πίσω, κληροδοτώ/ εγκαταλείπω

καταμαρτυρῶ= κατηγορώ

καταψηφίζομαι τινός= καταδικάζω κάποιον

κατέρχομαι= επανέρχομαι από την εξορία στην πατρίδα

κελεύω= (για κατώτερο)= παρακαλώ, (για ίσο)= συμβουλεύω, (για ανώτερο)= προστάζω

κέρας= άκρο της στρατιωτικής παράταξης

κίνδυνος= ο δικαστικός αγώνας

κρατῶ+ τινά= νικώ

κρατῶ τινος= κυριαρχώ, είμαι ανώτερος, κύριος κάποιου

κρίνομαι= δικάζομαι/ κρίσις= δίκη/ ἄκριτος= αδίκαστος, ο χωρίς δίκη

κύριος εἶμι+ απαρέμφατο= έχω την εξουσία να…

κύριος νόμος= ο νόμος που ισχύει

κύριος= έγκυρος, κυρίαρχος

κωλύμη, κώλυμα= εμπόδιο

Λ

λαμβάνω δίκην= τιμωρώ

λείπομαι τινός= στερούμαι

λῆμμα= ωφέλεια, κέρδος

λογίζομαι= σκέφτομαι, υπολογίζω

λοιδορῶ= κατηγορώ, συκοφαντώ/ λοιδορία= η συκοφαντία

λυμαίνομαι= κακοποιώ, καταστρέφω

λυσιτελῶ τινί= ωφελώ

Μ

μέγα φρονῶ= υπερηφανεύομαι

μέλει (απρόσωπο)= ενδιαφέρει να/ μέλλει (απρόσωπο)= πρόκειται να…

μέλλω= πρόκειται να

μέλημά ἐστί μοί τινος= ενδιαφέρομαι για κάτι

μεταμέλειά ἐστί μοί τινος= μετανιώνω για κάτι

μεταπέμπομαι= προσκαλώ.

μετέρχομα= επιδίωκω

μέτεστι μοι τινός= μετέχω σε κάτι

μετουσία εστί μοι τινός= συμμετέχω σε κάτι

Ν

νέμομαι τι= καρπώνομαι κάτι

Ο

ὁμιλία= συναναστροφή, επικοινωνία

ὁμολογῶ τινί= συμφωνώ με κάποιον ή κάτι.

ὅμορος+ δοτική αντικειμενική= γειτονικός

ὄνειδος= ντροπή, προσβολή

οἱ λέγοντες= οι ρήτορες

οἱ ἐν τῇ πόλει= οι πολίτες

οἱ πολλοὶ= ο λαός

οἱ προσήκοντες= οι συγγενείς

οἱ προσθὲν= οι πρόγονοι

οἰκέτης= ο δούλος

οἰὸν τ’ ἐστὶ+ απαρέμφατο (απρόσωπο)= είναι δυνατό να…

οἷος τ’ εἰμῖ+ τελικό απαρέμφατο (προσωπικό)= μπορώ να…

οὐσία= περιουσία

οἴχομαι= αναχωρώ≠ ἥκω= έχω έρθει

Π

παραγίγνομαι, πάρειμι τινί= παραβρίσκομαι, βοηθώ

παρακαλῶ= προσκαλώ, προτρέπω, παρακινώ

παρακελεύομαι= προτρέπω

παρέρχομαι, ἀνίσταμαι= ανεβαίνω στο βήμα (οἱ παριόντες = οι ρήτορες)

παρέχω πράγματα τινί= ενοχλώ κάποιον

παρέχει= είναι δυνατό, επιτρέπεται να…

παρίημι= παραμελώ

παρίσταται μοι+ απαρέμφατο= μου έρχεται στο μυαλό να

παρίσταται μοι τι= μου έρχεται κάτι στο μυαλό

παρρησία= ελευθερία λόγου

περὶ πολλοῦ (πλειόνος) ποιοῦμαι= ενδιαφέρομαι πολύ (περισσότερο) για κάτι, εκτιμώ, θεωρώ μεγάλης αξίας

περιγίγνομαι τινός= κυριαρχώ, νικάω, υπερτερώ, υπερισχύω

περιορῶ+ αιτιατική+ κατηγ. μτχ = ανέχομαι να…, επιτρέπω να… περιφρονώ, βλέπω με απάθεια να…

πέφυκα οὕτως= είμαι από τη φύση μου έτσι

πληρόω- ῶ= γεμίζω, εξοπλίζω

πλῆθος= ο δήμος, η δημοκρατική πλειοψηφία

πολιτεία= τα πολιτικά δικαιώματα, το πολίτευμα, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, η δημοκρατία, τα πολιτικά δικαιώματα.

πράττω τὰ τῆς πόλεως= παίρνω μέρος στη διοίκηση της πόλης

πρᾶγμα= η υπόθεση

προσγίγνομαι= προστίθεμαι

προσέχω τὸν νοῦν τινι= στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή κάποιον

προσίεμαι τινί= πλησιάζω

πυνθάνομαι= πληροφορούμαι

πύστις= ερώτηση, πληροφορία

Σ

σημεῖον= απόδειξη

σκοπῶ= παρατηρώ/ σκοποῦμαι= παρατηρώ προσεκτικά

σπονδαί= ανακωχή, συνθήκη, ειρήνη

σπουδή= βιασύνη, προθυμία

στάσις= πολιτική αναταραχή, επανάσταση

στρατεία= εκστρατεία/ στρατιά= στράτευμα

συγγίγνομαι τινί= συναναστρέφομαι

συγγιγνώσκω τινί= συμφωνώ/ συγχωρώ

συγγνώμην (δίδωμι) ἔχω τινὶ= συγχωρώ/ συγγνώμης τυγχάνω ὑπό (παρά) τινος= συγχωρούμαι

συγχωρῶ τινί= συμφωνώ

συλλέγω= συγκεντρώνω

συνδιαλλάττω= συμφιλιώνω

σύνειμι τινί= συναναστρέφομαι (οἱ συνόντες= οι μαθητές)

Τ

τὰ ἐπιτήδεια= τα απαραίτητα τρόφιμα

τὰ τέλη, οἱ ἐν τέλει ὄντες, οἱ τὰ τέλη ἔχοντες = οι άρχοντες

τελευτάω- ῶ= τελειώνω, πεθαίνω

τέμνω= λεηλατώ

τιμῶ (σαν δικαστής) τιμῶμαι (σαν αντίδικος) + γενική αντικειμενική = προτείνω ως ποινή

τιμῶ θανάτου= καταδικάζω σε θάνατο

τιμωρῶ τινα ή τιμωροῦμαι τινά = τιμωρώ / τιμωρῶ τινί = βοηθώ κάποιον

τυγχάνω δίκης υπό τινός= τιμωρούμαι

Υ

ὑπείκω τινὶ= υποχωρώ σε κάποιον

ὑπολαμβάνω+ ειδικό απαρέμφατο= νομίζω/ ὑπολαμβάνω= παίρνω το λόγο (αμτβ)

Φ

φείδομαι τινός= εξοικονομώ, δε σπαταλώ, λυπάμαι

φέρω ψήφον= ψηφίζω

φεύγω (δίκην ή γραφήν)+ γενική της αιτίας= δικάζομαι για…

φεύγω= δικάζομαι (στην πολιτική= εξορίζομαι)/ ὁ φεύγων= ο κατηγορούμενος (ο εξόριστος)

φιλοτιμία= η αγάπη της τιμής

φυλακή= φρούρηση, φρουρά, προσοχή

φυλακήν ποιούμαι= φρουρώ

Χ

χαλεπός= δύσκολος, δυσάρεστος

χάριν ἔχω/ οἶδά/ ἀποδίδωμί τινὶ= χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον

χειμών= κακοκαιρία

χειροτονοῦμαι= εκλέγομαι

χρήματα= περιουσία, αγαθά, κτήματα

χρηστήριον= μαντείο , χρησμός

χωρέω- ῶ= προχωρώ, βαδίζω

χωρίον= τοποθεσία, μέρος

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3174

Οι Προθέσεις της Αρχαίας Ελληνικής : Η σημασία και η χρήση τους

protheseis kai shmasia

Γενικά για τους εμπρόθετους επιρρηματικούς προσδιορισμούς

 protheseis arhaias ellhnikis

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2849

Σοφοκλή “Αντιγόνη” [Μετάφραση]

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

       ΑΝΤΙΓΟΝΗ

       ΙΣΜΗΝΗ

       ΧΟΡΟΣ

       ΚΡΕΟΝΤΑΣ

       ΑΙΜΟΝΑΣ

       ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

       ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

       ΕΥΡΥΔΙΚΗ

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε μονομαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαμπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν με τιμές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνίκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όμως, θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόμους και αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει μόνη της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ισμήνη αγαπημένη μου, αδερφή μου, ξέρεις τι μας φυλάει ακόμα ο Δίας απ’ την κακή μοίρα του Οιδίποδα; Γιατί δεν έμεινε καμιά απ’ τις συμφορές, πίκρα, κατάρα, ατιμία ή ντροπή, που να μη έχουμε δοκιμάσει, εσύ κι εγώ.

Και τώρα τι ‘ναι πάλι τούτη η διαταγή, που κυκλοφόρησε σε όλη η Θήβα ο στρατηγός; Άκουσες κάτι σχετικά με αυτή; Ή δεν το πήρες είδηση πως ετοιμάζουν στους αγαπημένους μας κακό μεγάλο, που ούτε σ’ εχθρούς δεν ταιριάζει;

ΙΣΜΗΝΗ

Εγώ για φίλους Αντιγόνη δεν άκουσα καμιά κουβέντα, ούτε γλυκειά ούτε πικρή αφ’ ότου χάσαμε τα δυό μας αδέρφια που σκοτώθηκαν σε διπλό φονικό με το ίδιο τους το χέρι. Από τότε που ο στρατός των Αργείων έφυγε τη νύχτα νικημένος, άλλο δεν ξέρω να έγινε είτε για παρηγοριά μας είτε για να μας δώσει κι άλλη πίκρα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ήμουνα σίγουρη, γι’ αυτό σε φώναξα έξω απ’ τις πύλες, για να τ’ ακούσεις μόνη σου. ΙΣΜΗΝΗ

Τι τρέχει; Φαίνεσαι να ‘σαι αλαφιασμένη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν έχει αποφασίσει ο Κρέοντας να θάψει με τιμές τον έναν αδερφό μας και τον άλλον να τον αφήσει άταφο για να τον ατιμώσει; Θάβει σύμφωνα με το νόμο τον Ετεοκλή όπως ταιριάζει, λένε, σ’ ένδοξους νεκρούς. Όμως για το άτυχο κορμί του Πολυνείκη, έβγαλε μια διαταγή μέσα στην πολιτεία, κανείς να μην τολμήσει, ούτε να θάψει ούτε και να το μοιρολογήσει ακόμα. Αλλά να τ’ αφήσουν άκλαυτο και άταφο για να χορτάσουν λαίμαργα την πείνα τους με τις σάρκες του τ’αρπαχτικά όρνεα. Αυτά, λένε πως ο καλός μας ο Κρέοντας έχει διατάξει για σένα και για μένα. Πιο πολύ λέω για μένα και βγαίνει τώρα να τ’ ανακοινώσει σ’ όσους δεν το ξέρουν. Κι αν παραβεί κανείς αυτή τη διαταγή η ποινή θα είναι να πεθάνει με λιθοβολισμό, μπροστά σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα θα δείξεις αν είσαι από άξια γενιά ή θα τη ντροπιάσεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Καημένη αδελφή μου, αφού τα πράγματα είναι έτσι, τι θα μπορούσα εγώ να κάνω ή να μην κάνω;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Σκέψου, αν μπορείς να μοιραστείς μαζί μου αυτό που πρόκειται να κάνω. ΙΣΜΗΝΗ

Τι έχεις στο νου σου; Τι μπορεί να σημαίνουν τα λόγια σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θα με βοηθήσεις να λυτρώσω τον νεκρό;

ΙΣΜΗΝΗ

Όχι! Μην πεις πως θα τον θάψεις στα κρυφά όταν αυτό απαγορεύεται! ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εγώ τον αδερφό μου, κι όχι δικό σου αδελφό, άμα δε θέλεις, δε θα φερθώ προδοτικά.

ΙΣΜΗΝΗ

Έστω κι αν το ‘χει απαγορέψει ο Κρέοντας, δύστυχη;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν έχει το δικαίωμα να με χωρίσει απ’ τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ

Αχ, σκέψου, αγαπημένη μου αδελφή, πως χάθηκ’ ο πατέρας μας, μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, όταν μαθεύτηκαν όλες οι ντροπές κι έβγαλε μόνος του τα μάτια του! Έπειτα η γυναίκα του και μάνα του, δύο ονόματα σε ένα πρόσωπο, κρεμάστηκε και έδωσε τέλος στις συμφορές της. Τρίτο κακό, τα δυο τ’ αδέρφια μας μαζί, την ίδια ώρα σκοτώθηκαν χτυπημένα, με μιας, από το χέρι ο ένας τ’ αλλουνού.

Τώρα κι εμείς, αν παρακούσουμε το νόμο, τις διαταγές και απειλές του τυράννου, σκέψου τι καταστροφή μας περιμένει. Πρέπει να νιώσεις πως είμαστε γυναίκες και δεν μπορούμε μ’ άντρες να τα βάλουμε. Κι αφού μας κυβερνούνε δυνατότεροι, αυτά πρέπει να υπακούμε και χειρότερα.

Εγώ λοιπόν ζητάω συγνώμη απ’ τους νεκρούς και θα υπακούσω σε κείνους που κυβερνούν. Το παραπάνω είναι παραφροσύνη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δε θα σε παρακαλέσω κι ούτε δέχομαι, και να το θέλεις, τώρα δεν το θέλω εγώ. Εσύ κάνε όπως νομίζεις, εγώ θα τον θάψω. Και θα το κάνω έστω κι αν είναι να πεθάνω. Θα κείτομαι εκεί αγαπημένη με αυτόν που έχω αγαπήσει, κάνοντας άγιο κρίμα. Σ’ αυτούς θέλω ν’ αρέσω πιο πολύ, στους κάτω κι όχι σ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Γιατί για πάντα θα ‘μαι κει. Συ αν το θες περιφρονείς τα όσια και τα ιερά.

ΙΣΜΗΝΗ

Δεν τα περιφρονώ, μα δεν τολμάω κιόλας να τα βάλω μ’ ολόκληρη την πόλη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δικαιολογίες: Εγώ πηγαίνω τώρα να θάψω τον αγαπημένο μου αδερφό.

ΙΣΜΗΝΗ

Πόσο πολύ φοβάμαι για σένα, αδελφή μου!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη νοιάζεσαι. Κοίτα να είσαι εσύ καλά.

ΙΣΜΗΝΗ

Τουλάχιστον να το κρατήσεις μυστικό, και εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω σε κανέναν γι’ αυτό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να το πεις! Πιο πολύ θα σε μισήσω για τη σιωπή σου, αν δεν το φανερώσεις σ’ όλο τον κόσμο.

ΙΣΜΗΝΗ

Έχεις ζεστή καρδιά γι’ αυτά που φέρνουν σύγκρυο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ξέρω ότι αυτά θ’ αρέσουνε σ’ αυτούς που αγαπώ!

ΙΣΜΗΝΗ

Ναι, αν τα κατορθώσεις. Αλλά θα προσπαθήσεις τ’ ακατόρθωτα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μόνο αν δεν έχω πια δύναμη θα σταματήσω.

ΙΣΜΗΝΗ

Ποτέ δεν πρέπει τ’ άπιαστα να κυνηγάς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι θα σε μισήσω κι εγώ αλλά κι ο νεκρός, όταν θα πας κοντά του. Άσε με. Όσο για την αποκοτιά μου είναι δικό μου πρόβλημα. Όμως τουλάχιστον θα ξέρω πως δε θα πάω ντροπιασμένη.

ΙΣΜΗΝΗ

Αν το νομίζεις σωστό καν’ το. Αλλά να ξέρεις, κάνεις τρέλα, όσο και να τον αγαπάς.

(Φεύγει η Αντιγόνη. Η Ισμήνη επιστρέφει στο παλάτι. Ο χορός που αποτελείται από πρεσβύτερους Θηβαίους μπαίνει)

ΧΟΡΟΣ

Ήλιε, πιο πολύ από ποτέ, το πιο λαμπρό σου φως φάνηκε τώρα στη Θήβα την εφτάπυλη. Κι η αχτίνα σου, μάτι της χρυσής μέρας ανέτειλε πάνω στα νερά της Δίρκης! Τον αργίτικο, το σιδερόφραχτο στρατό τον τύφλωσε κι έφυγε από την πόλη μας με βιάση, πάνω σα γρήγορα άλογά του. Τέτοιο στρατό κουβάλησ’ εναντίον της πατρίδας του ο Πολυνείκης, από φιλονικεία ξεσηκωμένος. Και σαν αϊτός χίμηξε πάνω στη χώρα μας, στριγγλίζοντας πίσω απ’ τις άσπρες σαν το χιόνι αστραφτερές ασπίδες, με όλο το στρατό του που φορούσε στα κράνη τα λοφία.

Πριν καλά καλά παραταχτεί γύρω στο κάστρο και σημαδέψει την εφτάπυλη είσοδο με λόγχες φονικές, αναγκάστηκε να φύγει, προτού ακόμα προφτάσει να γευτεί το αίμα μας και να πυρπολήσει τους πύργους που στεφανώνουν τα τείχη της πόλης. Τόσο δυνατός ήταν ο αχός της μάχης που γινόταν πίσω του, αυτό δεν μπόρεσε να το νικήσει, και νικήθηκε από τον εχθρικό του δράκο. Γιατί ο Δίας τη φαντασμένη γλώσσα τη σιχαίνεται και όταν τον είδε να χιμάει σαν ορμητικός χείμαρρος, μέσα στην κλαγγή των αρμάτων του με τόση περηφάνεια, πέταξε τον πυρωμένο κεραυνό του και τον έκαψε, πάνω στην ώρα που ετοιμάζονταν πάνω στις επάλξεις μας να κραυγάσει για την νίκη

του.

Τρικλίζει και πέφτει καταγής με γδούπο φοβερό, αυτό που διψασμένος για αίμα, φυσομανούσε σαν κακομανιασμένη θύελλα. Και δρασκελούσε πότε εδώ και πότε εκεί και τους πετσόκοβε ορμητικός, ο μέγας Άρης. Κι όλοι τους, κι οι επτά οι λοχαγοί, παραταγμένοι στις πύλες τις επτά μπροστά, ίσοι προς ίσους αφιέρωσαν τα όπλα τους τ’ αστραφτερά σαν προσφορά στο βωμό του Δία που γύρισε τη μάχη. Όλοι εκτός απ’ τα δυο τα θλιβερά παιδιά, που αν και είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα έμπηξαν τα κοντάρια ο ένας τ’ αλλουνού και πήραν κι οι δύο απ’ τον θάνατο, ίσο μερίδιο. Τώρα όμως που μας ήρθε η πολυπόθητη μεγάλη Νίκη, χάρισμα για την τη Θήβα με τα αμέτρητα άρματα, ας τον ξεχάσουμε τούτον τον πόλεμο και πάμε στους ναούς, με το Βάκχο μας αρχηγό, να στήσουμε ολονύχτιους χορούς, να ξεσηκώσουμε όλη τη Θήβα.

Μα να, κι ο νέος βασιλιάς με των θεών τις ευλογίες, ο γιος του Μενοικέα ο Κρέοντας έρχεται καταδώ και μοιάζει σοβαρός. Σαν τι να σχεδιάζει και μας κάλεσε, όλη τη γερουσία, σ’ έκτακτη συνεδρίαση;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άνδρες, αφού οι θεοί ταράξανε την πόλη, θέλησαν και πάλι να ορθοποδήσει. Απ’ όλους κάλεσα πρώτους εσάς εδώ. Ξέρω πως δείξατε σεβασμό στο θρόνο απ’ τον καιρό που κυβερνούσε ο Λάιος. Και σαν ο Οιδίπους ξανάστησε την πόλη, μα κι όταν χάθηκε, για τα παιδιά του εσείς δείξατε φρονιμάδα και τα υποστήρίξατε. Τώρα λοιπόν που αυτά με ίδια μοίρα χάθηκαν, ένας τον άλλον χτυπώντας εχθρικά, μ’ ανόσιο χέρι σκοτωμένα και τα δυο, κρατώ τον θρόνο και την εξουσία εγώ αφού είμαι συγγενή με τους χαμένους.

Είναι αδύνατον να μάθεις τα φρονήματα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του εξουσία. Για μένα, αυτός που κυβερνάει την πόλη και δεν αποφασίζει το καλύτερο γι’ αυτήν, ήταν και θα είναι ο χειρότερος. Κι όποιος πιο πάνω απ’ την πατρίδα του βάζει το φίλο, εγώ τον λέω τιποτένιο. Ορκίζομαι στον Δϊα, που όλα τα βλέπει να μη σωπάσω βλέποντας την κατάρα αντί για τη σωτηρία μας, να σιμώνει. Εχθρός της χώρας, δε θα γίνει φίλος μου ποτέ. Γιατί, αν η πατρίδα μας αρμενίζει καλά και μας θα σώζει και φίλους θα αποκτάμε. Λοιπόν εγώ με τέτοιους νόμους θα την προστατέψω. Και τώρα ακούστε τι έχω διακηρύξει μεσ’ στην πόλη για τα παιδιά του Οιδίποδα:

Ο Ετεοκλής που ήταν άριστος στο κοντάρι και χάθηκε μαχόμενος για την πατρίδα, να ταφεί με όλες τις τιμές που του πρέπουν, όσες ταιριάζουν στους ηρωικούς νεκρούς. Τον αδερφό του όμως, μιλάω για τον Πολυνείκη που εξόριστος γυρίζει στην πατρίδα για να την κάψει κι αυτήν και τα ιερά της και θέλησε να πιεί αδερφικό αίμα και τους δικούς του να τους σύρει στη σκλαβιά, αυτόν, βγήκε στην πόλη διαταγή, κανείς να μην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε να μοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα.

Αυτή είναι η απόφασή μου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το καλό και το άδικο. Αλλά όποιος με την πόλη αυτή είναι φίλος, θα τον τιμώ ίδια και όταν ζει και νεκρό.

ΧΟΡΟΣ

Κάνε ό,τι σ’ αρέσει στην πόλη, Κρέοντα, γιε του Μενοικέα και για τους δύστροπους και τους νομοταγείς, σε εμπιστευόμαστε να πάρεις όποια απόφαση θέλεις και για τους πεθαμένους και για τους ζωντανούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτά που ακούσατε θέλω να εφαρμοστούν.

ΧΟΡΟΣ

Δεν τ’ αναθέτεις σε κάποιο κατώτερο; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έστειλα κιόλας φρουρούς να φυλάξουν τον νεκρό.

ΧΟΡΟΣ

Λοιπόν.Έχειςκάποιαάλληπροσταγή; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ναμηβοηθήσετεκανένανπαραβάτη. ΧΟΡΟΣ

Ποιον θα βρεις τόσο ανόητο να θέλει να πεθάνει; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έτσι θα τιμωρηθεί. Αλλά πολλές φορές η ελπίδα για το κέρδος σκότωσε πολλούς.

(Μπαίνει ένας φύλακας)

ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά, δε λέω πως έρχομαι τρέχοντας με φτερά στα πόδια και χωρίς ανάσα, γιατί με έτρωγε η έγνοια και κοντοστεκόμουνα και πολλές φορές σκεφτόμουν να κάνω στροφή και να γυρίσω πίσω. Τη μια έλεγε το μυαλό μου: Πας να την πάθεις κακομοίρη; Στάσου εδώ! Και την άλλη : Τι στέκεις βλάκα; Τράβα. Κι αν το προφτάσει στον Κρέοντα άλλος; Εσύ πως θα γλυτώσεις; Τέτοια στριφογυρίζοντας μέσ’ στο μυαλό κι αργούσα κάνοντας μεγάλη την κοντινή απόσταση. Τέλος με νίκησε η απόφαση να ‘ρθω να στ’ αναφέρω κι ας μην ξέρω τίποτα. Και σου ‘ρχομαι γαντζωμένος στην ελπίδα πως δε θα πάθω τίποτα άλλο εκτός απ’ όσα γράφει η μοίρα μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα τι συμβαίνει κι έχεις τέτοια ταραχή; ΦΥΛΑΚΑΣ

Θέλω για μένα πρώτα να σου μιλήσω. Δεν το ‘καμα κι ούτ’ είδα εγώ ποιος το ‘καμε και δεν είναι σωστό να τιμωρηθώ εγώ γι’ αυτό που έγινε!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι τρέχει και μιλάς τόσο μπερδεμένα; Φαίνεται σαν να θέλεις να κρύψεις κάτι σπουδαίο.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Τη φοβερή είδηση δεν τη λες εύκολα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πες γρήγορα ό,τι έχεις να πεις και φύγε.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Στο λέω: Να, κάποιος, δεν είναι πολύ ώρα, έθαψε το νεκρό, κι αφού τον ράντισε και έριξε πάνω του ψιλή σκόνη, πάει, χάθηκε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι; Ποιος άντρας μπόρεσε να το τολμήσει; ΦΥΛΑΚΑΣ

Δεν ξέρω! Δεν είχε χτυπήματα απ’ αξίνα, ούτε και κάπου κοντά σωριασμένο χώμα, η γη ήταν ανέπαφη κι ούτε από άμαξα υπήρχαν αυλακιές. Αυτός που το ‘κανε εξαφανίστηκε. Όταν μας το έδειξε ο φύλακας της βάρδιας μας φάνηκε ολονών σαν παράξενο θαύμα! Ούτε ο νεκρός φαινόταν, ούτε και τάφος υπήρχε, αλλά με ψιλή σκόνη ξόρκισαν το κρίμα. Κι ούτε σημάδι από σκυλιά ή αγρίμι φαινόταν, να πεις πως ήρθαν και έφαγαν το πτώμα.

Άρχισαν τότε βρισιές και τσακωμοί, ακόμα και στα χέρια πιαστήκαν οι φύλακες

και κανείς δεν έμπαινε στη μέση να τους χωρίσει. Ο καθένας έριχνε φταίξιμο στον άλλο, και μόνο τον εαυτό του έλεγε αθώο. Πάσχιζε να ξεφύγει. Και πυρωμένα σίδερα θα πιάναμε και στη φωτιά θα πέφταμε, κι όρκους πολλούς θα λέγαμε πως ούτε εμείς το κάναμε, ούτε και ξέρουμε ποιος το σκέφτηκε για να το κάνει. Μόλις καταλάβαμε ότι δεν έβγαινε από πουθενά άκρη, λέει κάτι κάποιος και σκύβουμε κεφάλι από φόβο συμφωνώντας όλοι. Δε γινότανε κι αλλιώς. Πρότεινε αυτός να σου το πούμε κι να μην το κρύψουμε. Νίκησε ο λόγος του και ο κλήρος έπεσε σε μένα τον μαύρο να σου φέρω αυτό το καλό μήνυμα…

Κι ήρθα κακοδεχούμενος, το ξέρω. Ουδείς γαρ στέργει άγγελον κακών επών.

ΧΟΡΟΣ

Βασιλιά, όσο το συλλογιέμαι, λέω μπας κι έβαλ’ ο θεός το χέρι του σ’ αυτά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάψε, προτού ξεσπάσει η οργή που βρίσκεται μέσα μου κι αποδειχτείς και γέρος κι άμυαλος μαζί. Γιατί δεν υποφέρεσαι μ’ αυτά που λες ότι δηλαδή νοιάζονται οι θεοί για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν σαν ευεργέτη τους επειδή ήρθε να κάψει τους ναούς τους, τ’ αφιερώματά τους ακόμα και τη γη τους, και ν’ αναποδογυρίσει όλους τους νόμους; Λες να τιμάνε τους κακούργους οι θεοί; Αυτό δε γίνεται Ξέρω από καιρό κάποιους που ψιθυρίζουν εναντίον μου κρυφά κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να λογαριάζουν νόμους κι άρχοντες. Κάποιοι απ’ αυτούς, λοιπόν, ξέρω καλά, βάλανε πληρωμένους να το κάνουν. Γιατί το χρήμα, είναι ο χειρότερος θεσμός μέσα στους ανθρώπους. Γκρεμίζει πολιτείες, οι άντρες ξεπορτίζουν απ’ τα σπίτια τους, στρέφει το μυαλό τ’ ανθρώπου στο κακό, τον σπρώχνει στην απάτη ή στο έγκλημα και έτσι χάνεται κάθε ντροπή και σεβασμός και πλανεύονται οι τίμιες συνειδήσεις. Μα οι πουλημένοι που ‘καναν αυτό το πράγμα έφτασε η ώρα να πληρώσουν ακριβά. Αν δεν μου βρείτε τον δράστη αυτόν της ταφής και δεν τον φέρετε αμέσως μπροστά μου δεν πρόκειται να πάτε στον Άδη, πριν τα ομολογήσετε όλα ζωντανοί πάνω στην κρεμάλα. Να μάθετε ν’ αρπάζετε άλλη φορά. Δεν μπορείς να κερδίζεις από παντού. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που βγάζουν βρώμικα λεφτά βγαίνουν χαμένοι στο τέλος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έχω την άδειά σου να μιλήσω ή να φύγω; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν το καταλαβαίνεις ότι μ’ ενοχλείς;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Που σ’ ενοχλώ, στ’ αυτιά σου ή στο μυαλό σου; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μπα! Γιατί θέλεις να βρεις που βρίσκεται η ενόχλησή μου;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αυτός που έφταιξε σε στενοχωρεί στο μυαλό, εγώ στα αυτιά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βλέπω ότι γεννήθηκες φλύαρος. ΦΥΛΑΚΑΣ

Μπορεί. Αυτή την ταφή πάντως δεν την έκανα εγώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ την έκανες. Και κάτι ακόμα χειρότερο. Πούλησες την ζωή σου για τα χρήματα.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Αδικία! Δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράμα και τα ψέματα κι η αλήθεια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Άσε αυτό το αστείο παιχνίδι με τη δικαιοσύνη και την αδικία. Αν δε μου βρεις τους δράστες, θα δεις και θα μάθεις γρήγορα τι σημαίνει να κυνηγάς βρώμικο κέρδος.

ΦΥΛΑΚΑΣ

Μακάρι να βρεθεί αυτός ο πονηρός. Όμως αν δεν πιαστεί, δε θα με ξαναδείς εμέναν να ‘ρχομαι πάλι μπροστά σου. Γιατί εγώ δεν είχα καμιά ελπίδα να γλιτώσω και γι’ αυτό τώρα χρωστάω στους θεούς μεγάλη χάρη.

ΧΟΡΟΣ

Πολλά είναι τα παράδοξα μα τίποτα πιο θαυμαστό απ’ τον άνθρωπο. Πέρα απ’ τον αφρισμένο ωκεανό περνάει με το νοτιά, ξσκίζοντας τα φουσκωμένα κύματα, και τη Γη την υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάματη οργώνει με το αλέτρι το δεμένο στα άλογα, προσπαθώντας να την κάνει να βλαστήσει χρόνο με το χρόνο. Κυνηγάει και πιάνει τα ελαφρόμυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίμια της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά και κάμπους, περνάει το χαλινάρι στο άλογο τ’ ατίθασο, και το ζυγό στο βουνίσιο, στο δυνατό ταύρο. Έμαθε να μιλάει με εμπνευσμένη σκέψη, δημιούργησε κοινωνία και νόμους και βρήκε τρόπο να φυλάγεται απ’ τους πάγους και το κρύο και της βροχής τις μπόρες. Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το μέλλον. Μόνο απ’ το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε γιατρικό σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες. Όμως κι αν έχει καταφέρει με τη σοφία και την τέχνη του τ’ ανέλπιστα, βαδίζει πότε στο κακό και πότε πάλι στο καλό. Άξιος πολίτης όποιος κρατάει τους νόμους της πατρίδας του και σέβεται τον όρκο στους θεούς. Ανάξιος, αυτός που αποτολμάει το κακό. Αυτόν, ούτε στο σπίτι μου τον βάζω ούτε ποτέ μου θα τον συγχωρήσω.

Μυστήριο πράμα αυτό που βλέπω. Ή γελιέμαι; Χωρίς αμφιβολία, αυτή είναι. Η Αντιγόνη. Κακόμοιρο παιδί, του δύσμοιρου Οιδίποδα, τι τρέχει; Μην πεις πως σε συνέλαβαν να κάνεις τέτοια τρέλα! Παράκουσες τη διαταγή του βασιλιά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Ορίστε! Τούτη είναι που έκαμε αυτό το έργο. Την πιάσαμε πριν λίγο να σκάβει για να τον θάψει. Μα που είναι ο Κρέοντας;

ΧΟΡΟΣ

Να, συμπτωματικά βγαίνει απ’ το παλάτι. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι συμβαίνει; Ποια είναι η σύμπτωση που μελετάς; ΦΥΛΑΚΑΣ

Βασιλιά μου, δεν πρέπει ποτέ να δεσμεύεται κανείς με όρκο. Η δεύτερη γνώμη ξεγελάει την πρώτη. Κι εγώ τ’ ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω εδώ το πόδι μου, ύστερ’ απ’ τις φοβέρες και τις προσβολές που μου πέταξες. Και εκεί που δεν το περιμένεις, ξαφνικά μέσα στη μαυρίλα ξεπροβάλλει διπλή χαρά. Κι ήρθα με την κοπέλα αυτή που έπιασα την ώρα που στόλιζε τον τάφο. Κι ας είχα πάρει όρκο να μην έρθω. Δε ρίξαμε κλήρο. Μόνος μου την έπιασα, χωρίς κανέναν άλλο. Και τώρα βασιλιά μου ανάλαβέ την εσύ, κρίνε και εξέτασε. Μιας και εγώ γλίτωσα φεύγω ξαλαφρωμένος, με το δίκιο μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι αυτή που φέρνεις, πότε και που την έπιασες; ΦΥΛΑΚΑΣ

Την ώρα που έθαβε το πτώμα. Τώρα τα ξέρεις όλα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καταλαβαίνεις τι μου λες; Μιλάς σοβαρά;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Την είδα να θάβει το νεκρό που έχεις απαγορεύσει να ταφεί. Είναι αυτό σαφές;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πως εμφανίστηκε και τη συνέλαβες; Πως έγινε;

ΦΥΛΑΚΑΣ

Έτσι ακριβώς έγινε. Σαν φτάσαμε εκεί, μετά από τις τρομερές φοβέρες σου, σκουπίσαμε τη σκόνη που σκέπαζε το νεκρό, κι αφού καθαρίσαμε καλά το πτώμα καθόμαστε ψηλά στα βράχια κάπως απομακρυσμένοι για να μη μας φτάνει η μυρωδιά του. Κι ο καθένας από μας ήταν πολύ προσεκτικός πια και παρότρυνε και τον διπλανό του όποτε τον έβλεπε να αδιαφορεί.

Περνούσε η ώρα ώσπου έφτασε ο ήλιος στη μέση τ’ ουρανού και μας έκαιγε. Ξαφνικά, σηκώθηκ’ ένας σίφουνας, σαν θεϊκό κακό και σάρωσε τον κάμπο, και άρχισε να γδέρνει όλες τις φυλλωσιές των δέντρων και σηκωνόταν σαν σύννεφο ψηλά μέχρι τον ουρανό. Κλείσαμε τα μάτια μας λουφάζαμε. Ύστερ’ από ώρα ξεθυμαίνει το κακό, και βλέπουμε την κόρη να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σαν πουλί που βρίσκει άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, μόλις είδε γυμνό το σώμα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και με βαρειές κατάρες καταριόταν εκείνους που το είχαν κάνει. Μετά πήρε μέσα στις χούφτες της ψιλή σκόνη και με ένα χάλκινο βάζο ράντισε τρεις φορές τον πεθαμένο αδερφό της.

Εμείς τότε, μόλις την είδαμε, ορμήξαμε και την πιάσαμε. Δεν ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καμιά απ’ τις κατηγορίες.

Στενοχωριόμουν και χαιρόμουνα μαζί. Από τη μια χαιρόμουνα που γλίτωσα εγώ, αλλά στενοχωριόμουν που έπρεπε να την φέρω αυτήν σε σένα. Όμως σαν το καλοσκεφτείς αυτά δε μετράνε αν είναι να γλιτώσεις το κεφάλι σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ, που σκύβεις το κεφάλι σου κάτω, το παραδέχεσαι, ή αρνιέσαι ότι το ‘κανες;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν τ’ αρνιέμαι. Ομολογώ πως το έκανα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εσύ φύλακα, μπορείς να φύγεις, να πας όπου θες. Είσ’ ελεύθερος πια, δε σε κατηγορώ. Σύντομα, λοιπόν, με λίγα λόγια, πες μου: Το ήξερες πως αυτό το είχα απαγορέψει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Το ‘ξερα φυσικά. Και ποιος δεν το ‘ξερε.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και τόλμησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορεύσει εγώ;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο Δίας όμως δε μου τ’ απαγόρεψε, ούτε η Δικαιοσύνη του Κάτω Κόσμου όρισε τέτοιους νόμους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόμους του ουρανού. Γιατί όχι μονάχα σήμερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουμ’ από πότε. Απ’ τους θεούς εγώ δε θα τιμωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό.

Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως μπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ’ τις

προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα ‘χω κέρδος να πάω μια ώρα γρηγορότερα. Για όποιον ζει με τα δικά μου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε μου κακοφαίνεται. Αλλ’ άμα το νεκρό, αυτόν που μας γέννησε η ίδια μάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ’ άλλα δε λυπάμαι πια. Κι αν μ’ ό,τι κάνω, εσύ με παίρνεις για τρελή κατά κάποιον τρόπο την τρέλα τη χρωστάω σ’ έναν τρελό.

ΧΟΡΟΣ

Παθιασμένο σαν τον πατέρα τούτο το παιδί. Δεν το βάζει κάτω μπρος στον κίνδυνο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα ξέρε πως τα πείσματα τα πιο σκληρά λυγίζουν, ακόμα ως κι αυτό τ’ ατσάλι

που είναι ψημένο στη φωτιά μπορείς να το δεις να ραγίζει και να κόβεται στα δύο. Ξέρω πως και τα πιο άγρια άλογα μ’ ένα μικρό χαλινάρι μπορείς να τα δαμάσεις. Ποτέ δε μπορεί να σηκώνει κεφάλι εκείνος που είναι δούλος σε άλλους. Και το ήξερε καλά πως με περιφρονεί όταν τις διαταγές μου πήρε αψήφιστα και τώρα μας καυχιέται μ’ άλλη προσβολή και μας κοροϊδεύει κιόλας για την πράξη της. Δεν είμαι εγώ λοιπόν ο άντρας, αλλά αυτή θα είναι, αν την αφήσω να πατάει τους νόμους δίχως τιμωρία. Μα είτε είναι παιδί της αδερφής μου ή και δικό μου που προστατεύει ο Δίας, δε θα γλιτώσουν αυτή κι η αδερφή της απ’ το θάνατο. Κι εκείνην το ίδιο την κατηγορώ, πως πήρε μέρος στην ταφή. Φωνάξτε την εδώ. Την είδα μέσα πριν λίγο να δέρνεται και να χτυπιέται σαν τρελή. Γιατί η ταραχή προδίνει όλους αυτούς που στήνουνε συνωμοσίες στα κρυφά. Και εγώ μισώ όποιον πιαστεί να εγκληματεί και μετά πασχίζει να ομορφύνει το έγκλημά του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Θες τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ το να με σκοτώσεις;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τίποτ’ άλλο, πράγματι. Αν έχω αυτό, τα έχω όλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τι κάθεσαι λοιπόν; Όπως τα δικά σου λόγια δε μου αρέσουν, ούτε και θα μ’ αρέσουν, έτσι και σένα τα δικά μου σ’ ενοχλούν. Δόξα δεν περίμενα λαμπρότερη απ’ το να θάψω τον αγαπημένο μου. Το ίδιο θα’λεγαν και όλοι τούτοι εδώ αν δεν τους βούλωνε το στόμα ο φόβος. Μα η τυραννία γι’ αυτό το λόγο επικρατεί, γιατί μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θελήσει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μόνο εσύ, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, έχεις αυτή την άποψη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κι αυτοί την έχουν, μα κρύβονται μπροστά σου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ δεν ντρέπεσαι να σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ όλους;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν είναι ντροπή να τιμάω τον αδερφό μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν ήταν αίμα σου κι ο άλλος ο νεκρός;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίμα μου, από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν τον ντροπιάζεις, αφού τιμάς τον άλλον;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δεν θα πει ο πεθαμένος κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ναι, αν τον τιμάς εξ ίσου με τον ασεβή!

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αδελφός μου χάθηκε όχι δούλος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτός ήρθε για να καταστρέψει τη χώρα μας, ενώ ο άλλος σκοτώθηκε στη μάχη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ωστόσο, ο Άδης θέλει τους ίδιους νόμους για όλους. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όχι όμως ο καλός ίσα με τον κακό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ποιος ξέρει αν αυτό φαίνεται κακό στον κάτω κόσμο; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και πεθαμένο τον εχθρό μου δεν τον συγχωρώ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πήγαινε τώρα στη χώρα των νεκρών κι εκεί αγάπα τους αν θέλεις να τους αγαπάς. Εγώ όσο ζω, γυναίκα δε θα με διατάξει.

ΧΟΡΟΣ

Μα να, η νεαρή Ισμήνη έρχεται βιαστικά, χύνοντας δάκρυα για την μοίρα της αδερφής της, ένα σύννεφο πανω από τα φρύδια της σκοτεινιάζει το ξαναμμένο πρόσωπο βρέχοντας τ’ όμορφο μάγουλό της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Και συ που στο σπίτι τρύπωνες σαν οχιά, που μου ρούφαγες το αίμα και δεν καταλάβαινα πως τρέφω δυο κατάρες για το θρόνο μου, έλα και πες μου, ήσουν μαζί στον τάφο ή τώρα θα ορκιστείς πως τάχα δεν το ξέρεις;

ΙΣΜΗΝΗ

Αν το ‘κανε αυτή κι εγώ. Ομολογώ πως πήρα κι εγώ μέρος κι έχω φταίξιμο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Όχι, το δίκιο δεν το επιτρέπει αυτό. Ούτε θέλησες, ούτε κι εγώ σε πήρα μαζί μου.

ΙΣΜΗΝΗ

Όμως δεν ντρέπομαι σ’ αυτές τις συμφορές να ‘ρθω μαζί σου κι ας πάθουμε τα ίδια.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κάτω στον Άδη ξέρουνε ποιος το ‘κανε. Δεν αγαπώ όσους αγαπούν με λόγια.

ΙΣΜΗΝΗ

Μη μ’ εμποδίζεις, μαζί σου να πεθάνω. Και μαζί να τιμήσουμε το νεκρό.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Μη θέλεις να φορτωθείς όσα δεν άγγιξες. Μη μου πεθαίνεις. Φτάνει που πεθαίνω εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζήσω άμα εσύ λείψεις;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τον Κρέοντα ρώτα. Αυτός σε νοιάζει μόνο.

ΙΣΜΗΝΗ

Και τι κερδίζεις, να με πικραίνεις έτσι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Ο μορφασμός μου είναι από πόνο, όχι γέλιο.

ΙΣΜΗΝΗ

Τι άλλο μπορώ να κάνω εγώ για σένα;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Να σωθείς. Δε με πειράζει που γλιτώνεις.

ΙΣΜΗΝΗ

Η έρμη, και να στερηθώ τη μοίρα σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Εσύ διάλεξες να ζεις, εγώ διάλεξα να πεθάνω.

ΙΣΜΗΝΗ

Όμως, ό,τι μου ‘ρχόταν στο μυαλό δε στο έκρυψα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Καλά έκανες. Κι εγώ έκανα ό,τι πίστευα σωστό.

ΙΣΜΗΝΗ

Να μοιραστούμε κι οι δυο το φταίξιμο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Κρατήσου, εσύ ζεις. Εμένα η ψυχή είναι δοσμένη στους νεκρούς από καιρό, γι’ αυτό και τους υπηρετώ.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάει, τρελαθήκανε κι οι δυο, μόλις τώρα η μία, ενώ η άλλη από τη γέννησή της.

ΙΣΜΗΝΗ

Το χάνεις το μυαλό σου, βασιλιά, όταν βρεθείς μέσα σε τόσα βάσανα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Συ το έχασες, όταν διάλεξες τους κακούργους.

ΙΣΜΗΝΗ

Και πως θα ζούσα μόνη μου χωρίς αυτήν;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αυτή είναι ξεγραμμένη, μην τη μελετάς.

ΙΣΜΗΝΗ

Θέλεις να σκοτώσεις τη μνηστή του γιού σου; ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Υπάρχουν πολλά χωράφια γι’ αυτόν να οργώσει. ΙΣΜΗΝΗ

Ποιο ταιριαστό απ’ αυτούς τους δυο, κανένα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δε θέλω για το γιό μου τέτοια κακιά γυναίκα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αίμονα, καλέ μου, ο γονιός σου σε κακολογεί! ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πολύ με σκότισες και εσύ και ο γάμος σου.

ΧΟΡΟΣ

Ευτυχισμένος είναι αυτός που δε γεύτηκε τα βάσανα. Γιατί σαν τρανταχτεί από θεό ένα σπιτικό, η συμφορά περνά από τη μια γενιά στην άλλη όπως ορμάει το μαύρο πέλαγος και ξεσηκώνει από το σκοτεινό τον πάτο μαύρη άμμο και δυνατοί θρακικοί άνεμοι φέρνουν μεγάλα κύματα, έτσι και στα σπίτια των Λαβδακιδών, χρόνια τώρα, συμφορές σωριάζονται πάνω στα πάθη, και δεν μπορεί ν’ απαλλάξει η μια γενιά την άλλη, αλλά τους ο θεός τους ρίχνει κάτω πάντα και δε μπορούν να γλιτώσουν. Τώρα πάνω που άρχισε να φαίνεται μια χαραμάδα φως, το στερνό βλαστάρι απ’ τις ρίζες του Οιδίποδα το θέρισαν ξανά ασυλλόγιστα λόγια και σκοτεινά μυαλά, με το φονικό λεπίδι των θεών του κάτω κόσμου.

Κανείς τη δύναμή σου Δία δε θα μπορέσει να την ξεπεράσει, ούτε κι αυτός ο Ύπνος που όλα τα παραλύει, ούτε και να σε φθείρει μπορεί ο αγέραστος καιρός. Μα αιώνια παντοδύναμος θα κυβερνάς μέσα στην αστραφτερή δόξα του Ολύμπου. Στο μέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόμος υπάρχει: Δε γίνεται κανένας άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ’ τη συμφορά για πάντα. Γιατί η ελπίδα πλανεύει. Άλλους τους στέλνει στο σωστό δρόμο, κι άλλους τους τρέφει με λαχτάρες κούφιες. Γλιστράει μέσα σ’ αυτόν που δεν ξέρει και σέρνει το βήμα του στη φωτιά.

Έχει ειπωθεί ένας λόγος σοφός: Αν θέλει ένας θεός στη συμφορά να σπρώξει κάποιον, σκοτίζει το μυαλό του και το κακό το παίρνει για καλό. Όμως ελάχιστα το ευχαριστιέται.

Αλλά να, το μοναχοπαίδι σου, ο Αίμονας. Άραγε ν’ άκουσε για το χαμό της Αντιγόνης κι έρχεται αγανακτισμένος, και πονεμένος για τη χαμένη ελπίδα του γάμου του;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γρήγορα θα το μάθουμε, πολύ καλύτερα από μάντεις.

Παιδί μου, άκουσες την απόφασή μου για τη μνηστή σου και ήρθες θυμωμένος; Ή μ’ ό,τι και να κάνω, θα ‘μαστε φίλοι;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δικός σου είμαι πατέρα. Και τις σωστές σου συμβουλές εγώ πάντα θ’ ακολουθήσω. Κανένα γάμο δε θα βάλω πιο πάνω από σένα, αν με καθοδηγείς καλά.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με τέτοια αισθήματα, παιδί μου στην καρδιά ν’ ακολουθείς τη γνώμη του πατέρα σου, κάθε γονιός θέλει να ‘χει τέτοια παιδιά που και να πειθαρχούν μέσα στο σπίτι του, τον εχθρό του πάντα να τον πολεμούν και να τιμούν το φίλο του, σαν τον πατέρα. Ενώ αυτός που γεννάει άχρηστα παιδιά, φυτεύει για τον ίδιο πολλά βάσανα και στους εχθρούς δίνει αφορμές για να γελάνε μαζί του. Γι’ αυτό, παιδί μου ποτέ μην ξελογιαστείς απ’ τη λαχτάρα μιας γυναίκας. Να ξέρεις, θα πικραίνεσαι μέσα στο σπίτι σου αν βάλεις παντρευτείς δολερή νύφη. Χειρότερη πληγή απ’ τον κακό φίλο ακόμα, μεγαλύτερη δεν υπάρχει. Φτύσε την κι άστηνε λοιπόν να πάει να παντρευτεί στον Άδη με νεκρούς. Γιατί μέσα στην πόλη αυτή μονάχα απ’ όλους πιάστηκε να παρανομεί. Και δε θα βγω ψεύτης εγώ μπροστά στο λαό. Θα τη σκοτώσω. Ας πάει να λιβανίζει το Δία. Αν θρέψω αντάρτες μέσ’ στο σπίτι μου, σκέψου πόσοι θα ξεπεταχτούν απ’ έξω. Όποιος με τους δικούς του φέρνεται καλά, θα φερθεί μετά και στην πόλη σωστά και δίκαια. Αν κάποιος που πατάει τους νόμους, νομίζει πως θα υπερνικήσει αυτούς που κυβερνούν, μην περιμένεις να πάρει και τιμές για τα καμώματά του. Μα να υπακούμε πρέπει σ’ όποιον ψήφισ’ ο λαός και για μικρά και δίκια και για τ’ ανάποδα ακόμα. Πιστεύω πως αυτός που κυβερνά καλά μπορεί να θέλει να κυβερνηθεί καλά. Κι αν πρέπει αυτός να πάει να πολεμήσει, θα μείνει εκεί σύντροφος πιστός κι ανδρείος. Δεν υπάρχει κατάρα μεγαλύτερη από την αναρχία. Γκρεμίζει πόλεις, αναστατώνει σπίτια και σπέρνει φόβο μες στη μάχη και την ήττα στους δικούς μας. Ενώ η πειθαρχία, σώζει το στρατό. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε το νόμο, την τάξη, κι όχι ό,τι θέλει μια γυναίκα. Καλύτερ’ από άντρα, αν είναι να πέσω παρά να πούνε πως μ’ έριξε γυναίκα.

ΧΟΡΟΣ

Εγώ, αν στέκομαι καλά στα πόδια μου, νομίζω πως όσα είπες, είναι σωστά. ΑΙΜΟΝΑΣ

Πατέρα, οι θεοί μας δώσαν το μυαλό, ό,τι καλύτερο αγαθό στον κόσμο. Κι εγώ δε θα ‘λεγα πως δεν τα λες σωστά, ούτε θα το ‘θελα, ούτε και το μπορώ. Αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλες γνώμες. Εσύ από τη θέση σου, δε μπορείς να ξέρεις τι λένε, τι κάνουν ή τι κατηγορούν, γιατί φοβάται ο καθένας να σου πει τις γνώμες που δε θα σ’ άρεσε ν’ ακούσεις. Μα εγώ μπορώ ν’ ακούσω τι ψιθυρίζεται στην πόλη. Μοιρολογάνε το κορίτσι, το πιο δύστυχο απ’ όλες τις γυναίκες, που λιώνει γιατί τόλμησε να κάνει μια άγια πράξη: “Εκείνη που τον αδερφό της έθαψε και δεν τον άφησε παρατημένο εκεί τροφή για τα άγρια τα σκυλιά και τα όρνια, δεν της αξίζανε οι πιο μεγάλες τιμές;” Τέτοια κυκλοφορούν μουρμουριστά παντού.

Πατέρα, το να είσαι ευτυχισμένος, είναι για μένα, το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Τι άλλο θέλει ο γιός παρά τη δόξα του πατέρα κι ο πατέρας τη δόξα του παιδιού του; Μην έχεις την ιδέα, πως το δικό σου είναι μόνο το σωστό και τίποτ’ άλλο. Γιατί όσοι νομίζουν πως μονάχ’ αυτοί έχουνε γλώσσα και ψυχή και κανένας άλλος άμα τους ξεψαχνίσεις τους βρίσκεις κούφιους.

Και δεν είναι ντροπή ακόμα κι αν κάποιος είναι σοφός, όταν μαθαίνει κάτι καινούργιο να αλλάζει τη γνώμη του. Γιατί όσα απ’ τα δέντρα στην ορμή του χείμαρρου λυγίζουν τα κορμιά τους, δεν τσακίζονται. Όμως όσα αντιστέκονται, ξερριζώνονται. Έτσι και το καράβι μέσα στους ανέμους. Άμα δεν λασκάρεις τα πανιά, τουμπάρει, κι αναγκάζεσαι να σταματήσεις το ταξίδι σου νικημένος από τα κύματα. Σκέψου λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή Κι άμα μετράει η γνώμη του νεώτερου, πιστεύω πως είν’ ωραίο κανένας να γεννηθεί σοφός και σ’ όλα γνωστικός. Μ’ αφού δε γίνεται, πότε πότε είναι καλό ν’ ακούμε κι εκεινούς που λένε το σωστό.

ΧΟΡΟΣ

Άκουσε, βασιλιά, αν λέει κάτι σωστό. Και συ. Γιατί καλά μιλήσατε κι οι δυό. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Φτάσαμε σ’ αυτή την ηλικία για να μας μάθει γράμματα ένα παιδί; ΑΙΜΟΝΑΣ

Τίποτα το άδικο Κι αν είμαι νέος, εσύ τα έργα να κοιτάς, όχι την ηλικία.


ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι έργο για σένα να τιμάς κακούργους;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εγώ κακούργους ποτέ δε θα τιμούσα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μήπως δεν πιάστηκε σε τέτοιο κρίμα αυτή;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Σ’ όλη τη Θήβα δε λένε κάτι τέτοιο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Η πόλη θα μας πει τι θα διατάζουμε;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν παιδάκι;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μαζί με άλλον θα κυβερνάω τη χώρα;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δεν υπάρχει χώρα που να ‘ναι μόνο ενός.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν είναι η πόλη εκείνου που κυβερνάει;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Καλά θα κυβερνούσες κάποια έρημη χώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτος με τη γυναίκα συμμαχεί λοιπόν.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν είσαι γυναίκα. Γιατί για σένα νοιάζομαι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ντροπή σου που κρίνεις τον πατέρα σου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Ούτε το δίκαιο κάνεις ούτε το σωστό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι λάθος που τιμάω τις αρχές μου;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δεν τις τιμάς, αν ατιμάζεις τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Βρωμόπαιδο! Που υποχωρείς σε μια γυναίκα!

ΑΙΜΟΝΑΣ

Δε θα με δεις να τρέχω πίσω απ’ τη ντροπή!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ


Κάθε κουβέντα που θα πεις, είναι γι’ αυτήν.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Και για σένα και για μένα και για τους θεούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Σκλάβε του θηλυκού, τι λες;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Εσύ όλο θες να λες και δεν ακούς.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ακούς εσύ; Ζωντανή δε θα την παντρευτείς.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Άκου και συ: Αν πεθάνει αυτή θα καταστραφεί κι άλλος. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχεις το θράσος και να με φοβερίζεις;

ΑΙΜΟΝΑΣ

Πως μπορώ να φοβερίσω ανόητο;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Με πόνο και κλάμα θα βάλεις μυαλό, άμυαλε!

ΑΙΜΟΝΑΣ

Αν δεν σ’ είχα πατέρα, θα σ’ έλεγα τρελλό!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλήθεια; Να ξέρεις, μα τον ίδιο τον Όλυμπο, δε θα χαρείς πολύ έτσι που βρίζεις.

Εμπρός! Φέρτε ‘δω το βδέλυγμα. Βάλτε την στο πλευρό του, να πεθάνει μπροστά στα μάτια του γαμπρού.

ΑΙΜΟΝΑΣ

Όχι! Αυτό να μην το φανταστείς ποτέ. Ούτε μπροστά μου θα πεθάνει αυτή και συ ποτέ δε θα με ξαναδείς στα μάτια σου. Και πήγαινε με τους φίλους σου που μπορούν να σε υποφέρουν.

ΧΟΡΟΣ

Έφυγ’ ο νέος εξοργισμένος, βασιλιά. Πόνεσε το καημένο το παιδί πολύ. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας κάνει ό,τι νομίζε, αν είν’ άντρας. Αυτές τις δυό, δεν θα τις σώσει απ’ το χαμό.

ΧΟΡΟΣ

Μα σκέφτεσαι αλήθεια να τις σκοτώσεις και τις δυό;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Καλά λες, όχι αυτή που είναι αμέτοχη.

ΧΟΡΟΣ

Και πως σκοπεύεις να σκοτώσεις την άλλη;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στην ερημιά! Θα την πάω έξω απ’ την πόλη και θα τη θάψω ζωντανή σε μια βαθιά σπηλιά. Θα της πετάξω κι ένα ξεροκόμματο, ίσα ίσα να μη μαγαριστεί η πόλη. Κι εκεί, ας κάνει μόνη της προσευχές στον Άδη της, που μόνο αυτόν πιστεύει κι ίσως να τη σώσει. Αλλιώς θα μάθει τουλάχιστον ότι είναι μάταιος κόπος να σέβεται κανείς μονάχα τους νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, εσύ που κεντάς όποιον κι αν σημαδέψεις με τα βέλη σου. Έρωτα συ, που ξαγρυπνάς στα τρυφερά τα μάγουλα των κοριτσιών που δρασκελάς πάνω απ’ τις θάλασσες και χώνεσαι στους κήπους των σπιτιών, κανείς δεν γλιτώνει από σένα, ούτε θεός, ούτε κοινός θνητός, μα όποιον τον αγγίξεις, τον τρελαίνεις. Εσύ, τον άνθρωπο το φρόνιμο τον σπρώχνεις στ’ άδικο και στο χαμό, εσύ άναψες φιλονικία ανάμεσα σε γιό και σε πατέρα και τους τάραξες. Νικάει ο πόθος κι η λαχτάρα για την ωραία νύφη, σε πείσμα όλων των μεγάλων νόμων, που αμέριμνη η θεά Αφροδίτη τους εμπαίζει.

Τώρα κιόλας κι εγώ παρανομώ με το να μη μπορώ τα δάκρυά μου να κρατήσω βλέποντας τη δύστυχη την Αντιγόνη να τη σέρνουνε στον τάφο που μέσα του μια μέρα όλοι θα μπούμε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Συμπολίτες, κοιτάξτε με, περπατάω το στερνό μου δρόμο, βλέπω το φως του ήλιου για τελευταία φορά, και πια ποτέ ξανά. Στο κοιμητήρι του με σέρνει ο Άδης, ζωντανή, για του Αχέροντα την όχθη. Νυφιάτικο τραγούδι δε μ’ αξίωσε ούτ’ επιτάφιους ύμνους έψαλλε, αλλά παντρεύομαι το σκοτεινό ποτάμι.

ΧΟΡΟΣ

Όμως με περηφάνεια και με δόξα πας στο σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, δίχως να σε χτυπήσει αρρώστεια και να σ’ αγγίξει ξίφος κοφτερό. Το διάλεξες. Μόνη, απ’ όλους τους θνητούς να κατεβείς στον Άδη ζωντανή.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκουσα πόσο φριχτά χάθηκε η ξένη απ’ τη Φρυγία, κόρη του Ταντάλου, στην κορυφή του Σίπυλου Βράχινος βρόχος φύτρωσε και κισσός τριγύρω της την έπνιξε. Τη λιώνουν οι βροχές. Κι όπως το λέει ο κόσμος, ούτε τα χιόνια λείπουνε. Βρέχει κατ’ απ’ τα φρύδια και μουσκεύεται ο λαιμό της. Έτσι και μένα κάποιο πνεύμα με ναρκώνει.

ΧΟΡΟΣ

Ήταν όμως θεά, κόρη θεού και μεις άνθρωποι, είμαστε από θνητή γενιά. Μεγάλο πράγμα να γίνει γνωστό πως μια γυναίκα μοιράστηκε την τύχη θεάς στην ζωή της και μετά το θάνατό της.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Με κοροϊδεύουν! Γιατί για το θεό προτού να φύγω με περιγελάς μπροστά μου! Πόλη μου και της πόλης άρχοντες, πηγές της Δίρκης κι άλσος της Θήβας της πολυάρματης εσείς τουλάχιστον σταθείτε μάρτυρες πως άκλαυτη από δικούς μου, με τι νόμο, με χώνουν σε ταφοσπηλιά, φυλακή ανήκουστη. Έρημη. Ζωντανή, είμαι νεκρή γι’ αυτούς που ζουν και πεθαμένη, χώρια από τους νεκρούς.

ΧΟΡΟΣ

Το παρατέντωσες, παιδί μου το σκοινί και σκόνταψες στα σκαλοπάτια τα ψηλά της Δίκης. Θα ξεπληρώνεις κάποιο πατρικό αμάρτημα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άγγιξες την πιο βαθειά πληγή μου, την κακιά τριπλή μοίρα του πατέρα που ‘ναι για μένα η πιο σκληρή στους ξακουστούς τους Λαβδακίδες. Κρεβάτι μητρικό κι άνομα ζευγαρώματα με το παιδί σου, μάνα, με τον πατέρα μου τον κακογέννητο, με γεννήσατε και μένα να παιδεύομαι, καταραμένη κι άγαμη έρχομαι να σας συναντήσω.

Δύσμοιρε αδερφέ μου, για να σε θάψω και να σε νεκροστολίσω, και πεθαμένος, με σκοτώνεις.

ΧΟΡΟΣ

Καλό είναι να ‘χει σεβασμό κανείς, όμως σε κείνον που κρατάει την εξουσία δεν πρέπει ν’ αντιστέκεται. Και συ έκανες του κεφαλιού σου και πληρώνεις.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Άκλαυτη, χωρίς φίλους, χωρίς τραγούδι νυφικό βαδίζω το στερνό μου δρόμο. Είν’ άδικο να μην ξαναντικρύσω το φως του ήλιου η δύστυχη. Για τον καημό μου κανείς δεν κλαίει, κανένας φίλος δε στενάζει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αν γλίτωνε με θρήνους και με κλάματα δε θα πέθαινε ποτέ ένας καταδικασμένος σε θάνατο. Πάρτε την αμέσως από εδώ! Κι όπως σας διέταξα: Χτίστε την μεσ’ σε βαθύ λάκκο κι άστε την, μονάχη κι έρμη, είτε για να πεθάνει, είτε να ζήσει σ’ αυτό το σπιτικό της. Έτσι, χωρίς να βάψουμε τα χέρια μας αυτή θα φύγει απ’ τον απάνω κόσμο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Τάφε, χτισμένο κάτω απ’ τη γη για πάντα σπίτι και κρεβάτι μου, έρχομαι τώρα να βρω τους νεκρούς μου, που η Περσεφόνη τους φιλοξενεί όλους μαζί κει κάτω.Και τώρα, τελευταία, πριν της ώρας μου έρχομαι κι εγώ, χειρότερ’ απ’ τους άλλους. Και τρέφω ελπίδα, γλυκιέ πατέρα μου κι εσένα αγαπημένη μάνα να σας βρω, όπως και σένα μυριάκριβε αδερφέ μου. Γιατί όλους εσάς σαν μου χαθήκατε εγώ σας έλουσα, σας νεκροστόλισα σας ράντισα και τώρα Πολυνίκη μου για ν’ αλαφρώσω το κορμί σου τι τραβάω.

Μα οι φρόνιμοι θα πουν πως έκανα καλά. Και με την εξουσία δε θα τα ‘βαζα αν ήταν να ‘χω τα παιδιά μου εγώ νεκρά ή κι αν ακόμα πέθαινε ο άντρας μου.

Λοιπόν, γιατί τα λέω τώρα όλ’ αυτά; Ο άντρας μου αν χανόταν θα ‘παιρν’ άλλον κι αν τα παιδιά μου, θα ‘κανα απ’ άλλον άντρα, μ’ αφού δε ζούνε μάνα και πατέρας πια δε γίνεται να κάνω άλλον αδερφό. Μ’ αυτό το νόμο σ’ έβαλ’ αδερφέ μου από του Κρέοντα το νόμο πιο ψηλά κι ας λέει πως εγκλημάτησα παράτολμα. Με σέρνει τώρα με δεμένα χέρια αυτός, παρθένα ανύπαντρη, ατραγούδητη, χωρίς ν’ αξιωθώ παιδί στην αγκαλιά, παρατημένη έρημη από φίλους στη φυλακή των πεθαμένων ζωντανή. Ενώ ποιο νόμο των θεών έχω πατήσει, και πώς να βασιστώ η έρμη στους θεούς; Ποιον να φωνάξω για βοήθεια; Και που; Αφού ατιμάστηκ’ άτιμα για να τιμήσω. Αν οι θεοί τα κρίνουνε αυτά σωστά, τότε να το παραδεχτώ πως έφταιξα. Μα αν άλλοι έχουν το κρίμα, ας μην πάθουν πιο πολλά απ’ όσα μου κάνουν άδικα.

ΧΟΡΟΣ

Ακόμα στην ίδια πάντα τρικυμία παραδέρνει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τούτοι εδώ οι φρουροί, πικρά θα κλάψουν που καθυστερούν.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Αλίμονο, τούτος ο λόγος με πάει ξυστά στο θάνατο.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μην έχεις πια καμιά ελπίδα να γλιτώσεις. Είπα κι έγινε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Πατρίδα των γονιών μου, Θήβα, θεοί πανάρχαιοι της γενιάς μου, πάει, τέλειωσε, με παίρνουν! Κοιτάτε με της Θήβας άρχοντες τη μόνη στερνή βασιλοπούλα, εμένα, τι παθαίνω κι από ποιους, για να τιμήσω την ευσέβεια.

ΧΟΡΟΣ

Το ‘παθε κι η Δανάη, να στερηθεί το φως σαν κλείστηκε σε σιδερένια φυλακή σαν νεκροθάλαμο, δεμένη μ’ αλυσίδες, με σπέρμα της χρυσής βροχής του Δία στην κοιλιά της, κι ας ήταν από ένδοξη γενιά, παιδί μου. Μα είν’ η δύναμη της μοίρας φοβερή και ούτε πλούτος, πόλεμος και κάστρα ούτε καράβια θαλασσοδαρμένα της ξεφεύγουν. Αλυσοδέθηκε κι ο γιός του Δρύαντα, ο αψύχολος, ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης, ο αλαζόνας. Τον έχτισ’ ο Διόνυσος σε πέτρινο πηγάδι να ξεθυμάνει η μανιασμένη λύσσα του. Και το μετάνοιωσε πικρά που μεσ’ στην τρέλα του χλεύαζε και περιγελούσε το θεό, όταν εμπόδιζε απ’ τη βακχεία τις μαινάδες σβήνοντας τους δαυλούς κι ερέθιζε τις μούσες. Στη μαύρη με τα δυό τα σκέλη θάλασσα, στο θρακικό Σαλμηδησσό του Βόσπορου, τον αφιλόξενο, ο Άρης ο προστάτης είδε τις άδειες κόγχες των τέκνων του Φινέα, μάτια τυφλά που τα ξερρίζωσε το λυσσασμένο χέρι της μητριάς τους της κακιάς, σαν έμπηγε τα νύχια της και τις σαΐτες τ’ αργαλειού στις κόρες. Λυώνανε τα καημένα τα παιδιά και κλαίγανε τη μάνα, γιατί τα γέννησε. Κι ήταν η μάνα τους εγγόνι του Ερεχθέα που ‘χε πατέρα της το φτερωτό Βοριά που τη μεγάλωσε μεσ’ στις ανεμοθύελλες, και δρασκελούσε πάνω απ’ τους γκρεμούς, πάνω στους πάγους σαν άτι φτερωτό. Κόρη θεών ήταν, μα τη γκρεμίσανε κι αυτήν, μοίρες αθάνατες, παιδί μου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θηβαίοι, άρχοντες, έρχομαι οδηγούμενος από τον βοηθό μου, γιατί αυτόν τον δρόμο μπορεί να τον βλέπει μονάχα ένας από τους δυό μας.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Δώσε στο μάντη προσοχή και θα το μάθεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εγώ πάντα σεβάστηκα τη γνώμη σου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Γι’ αυτό κυβέρναγες καλά την πόλη ως τώρα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Έχω νιώσει και αναγνωρίσει το πόσο με βοήθησες.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Άκου λοιπόν ότι τώρα περπατάς σε ξυραφιού κόψη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι σημαίνει αυτό; Γιατί με κάνεις κι ανατριχιάζω.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Θα μάθεις, όταν ακούσεις τις προειδοποιήσεις της μαντείας μου.

Όπως καθόμουν λοιπόν στο μέρος που κάνω τις οιωνοσκοπήσεις, εκεί που μαζεύονται από πολύ παλιά τα πουλιά, τα άκουσα να βγάζουν πολύ παράξενες κρωξιές, τρομερές, λυσσασμένες, και δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να ήθελαν να πουν. Τσιμπούσαν το άλλο και πετσοκόβονταν, με τα φτερά τους σηκώνοντας κρότο φριχτό και με τα νύχια ξέσκιζαν τις σάρκες τους.

Τρόμαξα τότε πολύ κι άρχισα τις θυσίες πάνω στις φλόγες του βωμού. Αλλά όταν έβαλα τα κομμάτια από το κρέας επάνω, έσβησε η φωτιά κι ο τόπος γέμισε καπνούς και λιώνανε τα ξύγκια απ’ τη μεριά κι έσταζαν στις στάχτες και κάπνιζαν και σφύριζαν και σκάζανε με κρότο οι χολές και πεταγόντουσαν. Τα γυμνωμένα τα μέρη τους δεν ψήνονταν! Αυτά, τα μάθαινα από αυτό εδώ το παιδί, ότι όλα ήταν σημάδια ανώφελης θυσίας. Τούτος εμένα οδηγεί κι άλλους εγώ. Για όλ’ αυτά φταίει η δική σου διαταγή. Γιατί οι βωμοί γέμισαν με τα κομμάτια από τις σάπιες σάρκες του νεκρού παιδιού που τις ξέρασαν τα σκυλιά και τα όρνια. Τώρα φαίνεται ότι οι θεοί δεν καταδέχονται από μας ούτε θυσίες, ούτε κνίσσα απ’ τις σάρκες, και τα πουλιά δεν κελαηδούν σημαδιακά γιατί μολύνθηκαν με ανθρώπινη σάρκα. Βάλτα καλά στο νου σου αυτά παιδί μου. Σαν άνθρωποι όλοι μας κάνουμε λάθη. Δε θα πεις κάποιον κουτό κι αναποφάσιστο όποιον μπορεί να διορθώσει το κακό και πάψει να επιμένει στην απόφασή του. Το πείσμα και η αυθάδεια πληρώνονται. Μα σύνελθε. Μην πολεμάς ένα νεκρό. Τι κέρδος έχεις να τον ξανασκοτώσεις; Το λέω για το καλό σου. Το να μαθαίνεις απ’ αυτόν που θέλει το καλό σου, είναι κέρδος για σένα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γέρο, με βάλατε όλοι στο σημάδι και μου ρίχνετε. Κι ούτε η δική σου μαντική τέχνη δε μ’ αφήνει. Ξέρω καλά τη φάρα σας από παλιά, όταν την πλήρωσα ακριβά. Πλουτείστε με το ασήμι των Σάρδεων και με όσο Ινδικό χρυσάφι θέλετε, όμως αυτόν εσείς δε θα τον θάψετε, ακόμα κι αν αρπάξουνε τις σάρκες του οι αετοί του Δία και τις πανε ψηλά στο θρόνο του. Ούτε κι αυτό θα το φοβηθώ. Και δεν τον θάβω. Κανείς δε θα μπορέσει, το ξέρω καλά, να μαγαρίσει τους θεούς. Ξεπέφτουν, γέρο-Τειρεσία, όλοι αυτοί, κι οι πονηρότεροι, όταν στολίζουνε τα αίσχη τους μ’ ωραία λόγια, για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Αλίμονο, να ξέρει, καταλαβαίνει άραγε τι τον περιμένει;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι ‘ναι πάλι, τι μουρμουρίζεις φωναχτά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Πόσο καλό πράγμα είναι η φρονιμάδα;

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τόσο, όσο κακό είναι η αφροσύνη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μάθε λοιπόν: Έχεις μολυνθεί με αυτή την αρρώστια.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δεν θα απαντήσω, γιατί δε θα ‘θελα εγώ να βρίζω έναν μάντη.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Όταν λες πως ψέματα μαντεύω, βρίζεις.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Γιατί ‘ναι φιλοχρήματη όλη η φάρα σας.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Και η φάρα των τυράννων αγαπάει το κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το ξέρεις πως μιλάς μπροστά σε βασιλιά;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Το ξέρω, γιατί χάρη σε μένα έσωσες την Θήβα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είσαι σοφός μάντης, αλλά σου αρέσουν οι πονηριές.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Μη μ’ αναγκάζεις να σου πως όλα τα φοβερά μυστικά που τα κρύβω βαθιά μέσα στην ψυχή μου.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Εμπρός, πες τα! Φτάνει να μην τα λες για κέρδος.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Τα λέω μονάχα για το δικό σου κέρδος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Όμως να ξέρεις, δεν πρόκειται να την αλλάξεις τη γνώμη μου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Κι εσύ να ξέρεις, ότι δε θα κάνει ο ήλιος ακόμα πολλούς κύκλους, και εσύ θα πληρώσεις το κρίμα αυτό μ’ ένα νεκρό απ’ τα σπλάχνα σου. Γιατί έστειλες μια ψυχή απ’ τους ζωντανούς στους κάτω, αφού την έχτισες σε τάφο, κι απ’ τους θεούς τους κάτω στέρησες νεκρό και τον κρατάς αστόλιστο και άταφο, ενώ δεν τον εξουσιάζεις, ούτε συ ούτ’ οι θεοί μας, μα εσύ τους αναγκάζεις. Επειδή οι Ερινύες του κάτω κόσμου παραμονεύουν για να σε κυνηγήσουν και να σε κάνουν να δοκιμάσεις τις ίδιες συμφορές. Και πες μου τότε πως είμαι πληρωμένος. Δε θα περάσουν ώρες και θ’ ακουστούνε μοιρολόγια αντρών και γυναικών στο σπίτι σου. Τις κοινωνίες τις ταράζει η έχθρα και το μίσος, όταν αφήνουν τα σκυλιά, τα όρνια και τ’ αγρίμια να μαγαρίζουν τους νεκρούς και να μολύνουνε την πόλη.

Με πίκρανες και πάνω στο θυμό μου εγώ, έριξα ίσα στην καρδιά σου σαϊτιές που δε θα τις ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις. Πάμε, παιδί μου, τώρα για το σπίτι μας κι ας πάει αυτός να ξεθυμάνει σε νεώτερους ώσπου να μάθει να κρατάει τη γλώσσα του και ν’ ακονίσει το μυαλό του πιο καλά.

ΧΟΡΟΣ

Μαύρες μαντείες είπ’ ο γέρος, βασιλιά. Απ’ όταν ήταν μαύρα τ’ άσπρα μου μαλλιά, ξέρω καλά πως δεν προφήτεψε ποτέ ψέματα για την πόλη αυτός ο μάντης.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται το μυαλό μου. Γιατί και να υποχωρήσω τώρα θα είναι φοβερό, αλλά μ’ αν επιμείνω, θα με χτυπήσει συμφορά.

ΧΟΡΟΣ

Να το καλοσκεφτείς, γιε του Μενοικέα.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Τι λες να κάνω, πες μου και θα σ’ ακούσω.

ΧΟΡΟΣ

Να πας να βγάλεις απ’ τη σπηλιά την κοπέλα και ύστερα άνοιξε τάφο για το νεκρό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Το βρίσκεις λοιπόν σωστό να υποχωρήσω;

ΧΟΡΟΣ

Και μάλιστα αμέσως, βασιλιά. Και τους αστόχαστους τους προλαβαίνει η τιμωρία των θεών.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αλίμονο, με κρύα καρδιά το κάνω. Μα πρέπει να υπακούσω στην ανάγκη. ΧΟΡΟΣ

Μη βάλεις άλλους, πρέπει να πας μονάχος.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πηγαίνω αμέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ’ αυτό το μέρος. Και μιας κι άλλαξα γνώμη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάμαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.

ΧΟΡΟΣ

Βάκχε, καμάρι της Κάδμειας νύφης, παιδί του Δία με τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασμένης Ιταλίας, των κάμπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της Δήμητρας, Βάκχε, που υμνείσαι στην μητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις μουσκεμένες όχθες του Ισμηνού, στο χώμα το σπαρμένο με τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και μετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, με τους κισσούς και με τα καρπερά τ’ αμπέλια, πηδάς πάνω απ’ τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνομά σου υψώνεται με δύναμη μεγαλύτερη από τη θνητή δύναμη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόμους της Θήβας. Πόλη καμιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπημένη από τον κεραυνό μητέρα σου. Τώρα που μόλυνε την πόλη η συμφορά, κατέβα απ’ τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ’ τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάμεσα στα λαμπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώματα της νύχτας, του Δία το κρυφό καμάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα με τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν με χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Γείτονες του Κάδμου και του Αμφίονα, δε θα επαινέσω ή θα κατηγορήσω κανέναν άνθρωπο, όσο είναι ζωντανός. Αν έχεις τύχη, στέκεσαι στα πόδια σου, άμα δεν έχεις, πέφτεις και πας χαμένος. Κανένας μάντης δεν ξέρει το γραφτό σου. Για μένα, ο Κρέοντας ήταν ζηλευτός, γλίτωσε την πατρίδα απ’ τους εχθρούς της, πήρε στα χέρια τις εξουσίες όλες, βασίλευε κι έκανε και καλά παιδιά. Τώρα, σωριάστηκαν τα πάντα. Για μένα, άμα πετάξει απ’ το κορμί σου η χαρά δεν είσαι ζωντανός, μα ζωντανός νεκρός. Τι να το κάνεις να ‘χεις τα πλούτη όλου του κόσμου και να περνάς βασιλικά, αν δεν μπορείς να τα χαρείς! Δε δίνω ούτε τον ίσκιο του καπνού για να τα πάρω, αντί για τη χαρά.

ΧΟΡΟΣ

Τι άλλη συμφορά φέρνεις στο βασιλιά;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πεθάνανε! Και φταινε οι ζωντανοί γι’ αυτό.

ΧΟΡΟΣ

Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωμένος; Λέγε.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Χάθηκε ο Αίμονας! Σφάχτηκε με το χέρι…

ΧΟΡΟΣ

Ποιο χέρι, του πατέρα ή το δικό του;

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Το δικό του! Για του γονιού του το φονικό.

ΧΟΡΟΣ

Αχ, μάντη! Βγήκε αλήθεια ο λόγος σου!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Έτσι είν’ αυτά. Και τώρα τι θα κάνουμε; ΧΟΡΟΣ

Να, βλέπω τη δύστυχη την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Κρέοντα. Λες ν’ άκουσε για το παιδί της, ή έρχεται στην τύχη;

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Ε! σείς πολίτες, άκουσα τα λόγια σας σαν έβγαινα πριν λίγο από την πόλη να πάω να κάνω στην Παλλάδα προσευχή. Καθώς σήκωνα το μάνταλο της πόρτας χτυπάει τ’ αυτιά μου η συμφορά του σπιτιού μου και χάνομαι στης σκλάβας μου την αγκαλιά. Όποιο κι αν είναι το κακό πες το ξανά. Δεν είμ’ αμάθητη ν’ ακούω συμφορές.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ήμουν παρών, καλή κυρά μου, και θα πω σου όλα όσα είδα. Δε θα κρύψω τίποτα. Τι να στα λέω μασημένα, κι ύστερα να ‘βγω ψεύτης; Καλύτερα η αλήθεια. Πήγα σαν ίσκιος πίσω από τον άντρα σου, στο ξάγναντο που ‘ταν πεσμένος ο νεκρός ο Πολυνείκης, κομματιασμένος απ’ τα σκυλιά. Κι αφού παρακαλέσαμε τον Πλούτωνα και τη θεά την Περσεφόνη, να πάψουν την οργή τους, λούσαμε εκείνον με αγιασμό, κάψαμε τ’ απομεινάρια με ελιόκλαδα, τα σκεπάσαμε με χώμα κι ύστερα τρέξαμε στη σπηλιά που είχαμε βάλει την κοπέλα για να πεθάνει. Εκεί ακούγονταν φωνές και μοιρολόγια απ’ τον αστόλιστο τον τάφο κι έρχεται κάποιος τρεχάτος και το λέει στον Κρέοντα. Κι όπως πλησιάζει με βαριά βήματα αυτός, ακούει μια δυνατή κραυγή και βόγκους κι ο ίδιος μετά βάζει τις φωνές κι αρχίζει να μοιρολογά: Καλά το προμαντεύω ο μαύρος: Σέρνομαι στον πιο πικρό απ’ τους δρόμους της ζωής μου. Παίρνει τ’ αυτί μου του παιδιού μου τη φωνή; Γρήγορα τρέξτε δούλοι, σύρτε το βράχο απ’ το στόμιο της σπηλιάς, μπείτε μέσα και δείτε αν είναι η κραυγή αυτή που ακούω του Αίμονα, ή μήπως ξεγελιέμαι απ’ τους θεούς.

Κι όπως μας διάταξε ο δύστυχος, κάναμε: Γλιστράμε μεσα στον τάφο και τι βλέπουμε! Εκείνη, να ‘ναι κρεμασμένη απ’ το λαιμό, με βρόγχο που ‘χε πλέξει από το πέπλο της, και κείνον, να την έχει αγκαλιασμένη απ’ τη μέση, να κλαίει και να δέρνεται για της αγαπημένης νύφης το χαμό, και ν’ αναθεματίζει τον πατέρα του.

Τον βλέπει ο Κρέοντας και σπάραξε. Πάει κοντά, φωνάζει, ικετεύει. Ταλαίπωρε τι πας να κάνεις, τι έχεις στο μυαλό σου; Ποια συμφορά σε χτύπησε; Παιδί μου, βγες, γονατιστός σε παρακαλώ. Το παιδί τον κοιτάζει τότε με άγρια λύσσα,

χωρίς μιλιά γυρνά και τον φτύνει καταπρόσωπο, μετά τραβάει το δίκοπο σπαθί και του χιμάει. Πρόλαβε κι όρμησ’ έξω ο πατέρας του. Και θυμωμένος που ξαστόχησε ο δύστυχος, τεντώνει πίσω το κορμί του και μπήγει πέρα ως πέρα το ξίφος στα πλευρά του. Μ’ άνευρο μπράτσο αγκάλιασε τη νύφη και η βαριά του ανάσα μύριζε αίμα στο μαρμαρένιο μάγουλο του κοριτσιού.

Τώρα, νεκρός στην αγκαλιά της κρεμασμένης, κάνει στον Άδη τις γαμήλιες χαρές, δίνοντας έτσι μάθημα στον άνθρωπο, τι μαύρες συμφορές φέρνει η άδικη κρίση.

ΧΟΡΟΣ

Τι λες για τούτο που έγινε τώρα; Έφυγε πάλι βιαστική η γυναίκα αυτή, δίχως να πει μια κουβέντα!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κι εγώ απορώ. Παρηγοριέμαι μόνο με τη σκέψη ότι μήπως δεν καταδέχεται να θρηνήσει μπροστά σε κόσμο για τη συμφορά του γιού της γι’ αυτό μπήκε μέσα να κλάψει με τις δούλες. Σα φρόνιμη γυναίκα, έχε υπερηφάνεια.

ΧΟΡΟΣ

Δεν ξέρω. Νομίζω πως κι η βαριά σιωπή, κι η φασαρία, είναι κακό σημάδι. ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τώρα μπαίνω μέσα να παραφυλάξω σαν τι να κρύβει στη βαριά της την καρδιά. Γιατί καλά το λες, πως η βουβή σιωπή μπορεί να κρύβει το χειρότερο κακό.

ΧΟΡΟΣ

Μα να που φτάνει ο βασιλιάς ο ίδιος και απόδειξη κρατάει στην αγκαλιά, το ίδιο κρίμα το δικό του. Σ’ αυτόν πρέπει να το πω κι όχι σε άλλον.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Κρίματα ασυλλόγιστου μυαλού και ξεροκεφαλιά που οδήγησες στο θάνατο, βλέπετε τους σκοτωμένους και τους φονιάδες απ’ το ίδιο αίμα; Ανάθεμα την κακοκεφαλιά μου πέθανες παιδί μου πάνω στον ανθό σου, έφυγες και πας χαμένος από δικό μου φταίξιμο, όχι δικό σου.

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο, πόσο αργά είδες το δίκιο!

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Στερνή μου γνώση! Όχι, δε μπορεί, κάποιος θεός με χτύπησε αλύπητα, σκότισε το μυαλό μου, έδιωξε απ’ την ψυχή μου τη χαρά, με πέταξε σε μαύρους δρόμους. Αχ! Πόνοι αβάσταχτοι!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Δε φτάνει αφέντη, η συμφορά σου, αυτή που κρατάς στα χέρια. Έχεις να δεις, χειρότερες ακόμα μεσ’ στο σπίτι.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Είναι κακό χειρότερο απ’ αυτό; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πέθανε η μάνα τούτου του παιδιού, η γυναίκα σου, αυτοκτόνησε η δύστυχη. ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Λιμάνι του Άδη σκοτεινό, πως με ξεκάνεις; Γιατί μ’ αποτελειώνεις, άνθρωπε. Τι μουρμουρίζεις; Τον σκοτωμένο, τι με χτυπάς απανωτά; Τι είπες παιδί, τι μου είπες πάλι για φονικό; Για ποια γυναίκα μου μιλάς;

ΧΟΡΟΣ

Μονάχος θα το δεις, δε μένει κρυφό.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Δύο συμφορές απανωτές, ο κακομοίρης! Πως θα τριτώσει το κακό, ποιος ξέρει

τι με περιμένει. Ακόμα καίει στα χέρια το παιδί κι άλλο νεκρό αντικρύζω. Καημένη μάνα, άμοιρο παιδί!

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με κοφτερό μαχαίρι μπρος απ’ το βωμό, έσβησ’ ο κόσμος γύρω από τα μάτια της. Έκλαψε τα παιδιά της. Το Μεγαρέα, που πήγε δοξασμένος, κι ύστερα τούτον, και έλεγε για τον παιδοκτόνο, φριχτές κατάρες.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Αχ! Αχ! Ο φόβος με παγώνει. Γιατί κάποιος δεν τρυπάει και μένα με δίκοπο σπαθί; Άθλιος, ο πανάθλιος εγώ, εγώ, κυλίστηκα σε μαύρο βούρκο.

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ένοχο για των δυο παιδιών της το χαμό σε καταριόταν την ώρα που χανόταν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Για πες μου, με ποιο τρόπο έδωσε τέλος; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με σπαραγμό σαν άκουσε το θάνατο του γιού, τρύπησ’ η ίδια το συκώτι της.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Κανένας άλλος, μόνο εγώ θα φορτωθώ το κρίμα αυτό. Γιατί εγώ σε σκότωσα εγώ, αλήθεια. Πάρτε με δούλοι, γρήγορα, διώξτε με από δω, σύρτε με μακριά… Τώρα εγώ πια τίποτα δεν είμαι.

ΧΟΡΟΣ

Λύτρωση θες. Μα ο τωρινός ο πόνος είν’ αλαφρότερος απ’ άλλους που θα ‘ρθούν.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Ας έρθει, να ‘ρθει. Είναι για μένα πιο καλός ο θάνατος, να βάλει τέλος στη στερνή μου μέρα, ας έρθει, ας φανεί, ποτέ στα μάτια μου μην ξαναδώ το φως.

ΧΟΡΟΣ

Κι αυτό θα γίνει. Για τούτο λοιπόν ας νοιαστούμε εμείς. Τ’ άλλα θα τα φροντίσουν αυτοί που πρέπει.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Μα εγώ μιλάω, για κείνο που παρακαλώ να μου συμβεί.

ΧΟΡΟΣ

Να μην παρακαλάς για τίποτα. Γιατί κανείς θνητός δε θα γλιτώσει απ’ το γραφτό του.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Πάρτε με, διώξτε με τον άχρηστο από δω, που δίχως να θέλω σε σκότωσα παιδί μου, κι αυτήν εδώ. Δεν ξέρω ποιον να πρωτοκοιτάξω, που να κρατηθώ το κάθε τι γλιστράει μεσ’ απ’ τα χέρια μου και τριγυρίζει ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι μου.

ΧΟΡΟΣ

Την ευτυχία την κρατάει η φρονιμάδα, ποτέ δεν πρέπει ν’ ασεβούμε στους θεούς. Του φαντασμένου η ξιπασιά πληρώνεται ακριβά, μέχρι να βάλει στα γεράματα μυαλό.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2559

“Αντιγόνη” του Σοφοκλή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντιγόνη
Η Αντιγόνη σε μικρογραφία.jpg
Η Αντιγόνη σε μικρογραφία κώδικα του 15ου αι., έργο άγνωστου καλλιτέχνη
Ποιητής Σοφοκλής
Χορός Γέροντες της Θήβας
Πρόσωπα Αντιγόνη,Ισμήνη,Κρέοντας, Αίμονας, Τειρεσίας, Ευρυδίκη, Φρουρός, Αγγελιαφόρος, δεύτερος αγγελιαφόρος
Χώρος αρχαία θήβα

Η Αντιγόνη είναι αρχαία τραγωδία του Σοφοκλή που παρουσιάστηκε πιθανότατα στα Μεγάλα Διονύσια του 442 π.Χ.. Το θέμα της προέρχεται από τον Θηβαϊκό κύκλο, απ’ όπου ο Σοφοκλής άντλησε υλικό και για δύο άλλες τραγωδίες, τον Οιδίποδα Τύραννο και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ). Τα επεισόδια από τα οποία προέρχεται το υλικό της Αντιγόνης είναι μεταγενέστερα χρονολογικά από τα επεισόδια των τραγωδιών για τον Οιδίποδα, αλλά η Αντιγόνη είναι προγενέστερη από αυτές. Θέμα της είναι η προσπάθεια της Αντιγόνης να θάψει το νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Έτσι η Αντιγόνη θέτει την τιμή των θεών και την αγάπη προς τον αδερφό της υπεράνω των ανθρώπινων νόμων. Η Αντιγόνη είναι η δεύτερη ή τρίτη αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία του Σοφοκλή, μετά τον Αίαντα και ενδεχομένως και τις Τραχίνιες.

Το μυθολογικό υπόβαθρο

Η Αντιγόνη ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα που απέκτησε με την Ιοκάστη, βασίλισσα της Θήβας, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν η φυσική μητέρα του. Τα άλλα παιδιά τους ήταν η Ισμήνη, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Ο Οιδίποδας είχε καταραστεί τους γιους του να διαφωνήσουν για το μοίρασμα της κληρονομιάς και να αλληλοσκοτωθούν, επειδή είχαν παραβιάσει κάποιες διαταγές του.

Όταν ο Οιδίποδας ανακάλυψε την αλήθεια για την καταγωγή του αυτοεξορίστηκε και τα δύο αδέρφια συμφώνησαν να διακυβερνούν εναλλάξ ανά ένα χρόνο. Μετά το πρώτο έτος ο Ετεοκλής αρνήθηκε να δώσει το θρόνο στον Πολυνείκη και αυτός έφυγε από τη Θήβα, πήγε στο Άργος, όπου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Άδραστου και οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Θήβας. Η εκστρατεία απέτυχε και οι δύο αδερφοί σκοτώθηκαν σε μονομαχία. Το θρόνο πήρε τότε ο Κρέων, αδερφός της Ιοκάστης, που διέταξε το πτώμα του Πολυνείκη να μείνει άταφο, επειδή πρόδωσε την πατρίδα του.

Πρόσωπα της τραγωδίας

  • Αντιγόνη
  • Ισμήνη, Αδερφή της Αντιγόνης
  • Κρέοντας, βασιλεύς των Θηβών και θείος της Αντιγόνης
  • Αίμονας, γιος του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης
  • Τειρεσίας, Μάντης
  • Ευρυδίκη, Γυναίκα του Κρέοντα
  • Φρουρός
  • Αγγελιοφόρος
  • δεύτερος αγγελιοφόρος
  • Χορός, 15 γέροντες των Θηβών

Υπόθεση και δομή

«Δεν γεννήθηκα αδελφή τους για να τους μισώ μαζί με άλλους. Για να τους αγαπώ γεννήθηκα» στ.523[1]

Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη. Λάδι σε καμβά, 100 εκ. x 157 εκ. Εθνική Πινακοθήκη, Νικηφόρος Λύτρας (1865)

Ο πρόλογος της τραγωδίας τοποθετείται χρονικά στο ξημέρωμα της ημέρας που ακολούθησε τη λύση της πολιορκίας. Ο Κρέοντας έχει ήδη δώσει την εντολή να μην ταφεί ο Πολυνείκης, ως προδότης, με την απειλή αυστηρής τιμωρίας σε όποιον παραβεί τη διαταγή. Ο χώρος είναι το εξωτερικό του ανακτόρου και τα πρόσωπα που εμφανίζονται είναι η Αντιγόνη και η αδερφή της, Ισμήνη. Η Αντιγόνη ανακοινώνει την απόφασή της να θάψει τον Πολυνείκη, αφού σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους(άγραφους νόμους) κανένα πτώμα δεν πρέπει να μένει άταφο, χωρίς νεκρικές τιμές, και ακόμα και για τους προδότες προβλεπόταν ταφή έξω από τα τείχη της πόλης. Η Ισμήνη αρνείται να συνεργαστεί, αφού φοβάται τη δύναμη του Κρέοντα, αλλά δεν καταφέρνει να αλλάξει τη γνώμη της Αντιγόνης.

Μετά τη φορτισμένη συνομιλία τους τελειώνει ο πρόλογος και η ακολουθεί η πάροδος του Χορού, που αποτελείται από γέροντες της Θήβας. Η πάροδος δημιουργεί έντονη αντίθεση, αφού εξυμνεί με θριαμβευτικό τόνο τη νίκη εναντίον των εχθρών. Το κλίμα ευφροσύνης συνεχίζεται και στο πρώτο επεισόδιο, που παρουσιάζει τον Κρέοντα να ανακοινώνει την απόφασή του για τη μεταχείριση του Πολυνείκη και να εκθέτει τις αρχές της διακυβέρνησής του. Στην επόμενη σκηνή μπαίνει ξαφνικά ένας από τους φύλακες του πτώματος για να ανακοινώσει ότι κάποιος έκανε συμβολική ταφή, καλύπτοντας το νεκρό με χώμα. Η εμφάνιση του φύλακα επιβραδύνει την εξέλιξη, αφού αυτός αρχικά φλυαρεί για την απροθυμία του να εκτελέσει το έργο της μεταφοράς μιας δυσάρεστης πληροφορίας, την οποία καθυστερεί να ανακοινώσει. Ο Κρέοντας διατάζει το φύλακα να βρει τον παραβάτη και το επεισόδιο κλείνει με ένα χορικό που εξυμνεί την απεριόριστη δύναμη του ανθρώπου αλλά επισημαίνει την αδυναμία του απέναντι στις θεϊκές δυνάμεις και τους άγραφους νόμους.

Στο δεύτερο επεισόδιο, ο φύλακας επανέρχεται οδηγώντας στη σκηνή και την Αντιγόνη, που συνελήφθη όταν επιχείρησε δεύτερη ταφή. Ακολουθεί έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Αντιγόνης και Κρέοντα και στη συνέχεια έρχεται στη σκηνή και η Ισμήνη, που κατηγορείται από το βασιλιά για συνεργασία. Αν και δεν είχε αναμιχθεί στην ταφή, αποδέχεται τις κατηγορίες και ο Κρέοντας αποφασίζει να τιμωρήσει και τις δύο. Στο δεύτερο στάσιμο ο Χορός θρηνεί τη μοίρα της οικογένειας των Λαβδακιδών, που οι κατάρες της πλήττουν τώρα τα νεότερα μέλη της.

Στο τρίτο επεισόδιο εμφανίζεται ο Αίμονας, γιος του Κρέοντα και αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης, που συγκρούεται με τον πατέρα του για το θέμα της ταφής και την τιμωρία της Αντιγόνης. Αδυνατώντας να μεταπείσει τον Κρέοντα, φεύγει από τη σκηνή αφήνοντας την απειλή ότι θα αυτοκτονήσει. Η μόνη παραχώρηση που κάνει ο Κρέοντας είναι να αθωώσει την Ισμήνη και να μην θανατώσει την Αντιγόνη, αλλά να την φυλακίσει ώστε να αποφύγει το μίασμα. Στο τρίτο στάσιμο ο χορός εξυμνεί την παντοδυναμία του έρωτα μέσα στη τραγικότητα της σύγκρουσης του εθιμικού δικαίου με τον νόμο, κατά το πνεύμα της τραγωδίας, με τα ακόλουθα λόγια σε μετάφραση Κωνσταντίνου Μάνου:

  • Έρωτα ακαταμάχητε εσύ που ξενυχτίζεις
  • στου κοριτσιού τα μάγουλα, εσύ που αιχμαλωτίζεις
  • ως και τον πλούσιο άνθρωπο, και στις καλύβες μπαίνεις,
  • και θάλασσα διαβαίνεις και θάλασσα περνάς!
  • Κι ούτε κανείς αθάνατος εγλύτωσε από σένα
  • ούτ΄ άνθρωπον εφήμερο δεν άφησες κανένα.
  • Εσύ που είσαι το λούλουδο ζωής τυραννισμένης
  • εσύ που ξετρελένεις εκείνον που κρατάς!
  • Εσύ και δίκαιον άνθρωπο σπρώχνεις στην αδικία
  • εσύ και τώρα εσήκωσες τέτοια φιλονικία.
  • Κι ο πόθος κόρης όμορφης πιά βασιλεύει ακόμη
  • παρά οι μεγάλοι νόμοι που εδώσαν οι θεοί.
  • Μα τώρα και ΄γώ σπρώχνομαι τους νόμους να πατήσω
  • και δεν μπορώ, αυτά βλέποντας, τα δάκρυα να κρατήσω
  • όταν θωρώ τη δύστυχη εδώ, την Αντιγόνη,
  • στο στρώμα να σημώνη, που όλους θα μας δεχτεί…”
  • Το τέταρτο επεισόδιο περιλαμβάνει το θρήνο της Αντιγόνης καθώς οδηγείται στη φυλακή και ένα διάλογό της με τον Κρέοντα, ενώ ο χορός στο στάσιμο αναφέρεται σε άλλα μυθικά ή ιστορικά πρόσωπα που είχαν ανάλογη μοίρα. Στο πέμπτο επεισόδιο ο μάντης Τειρεσίας προειδοποιεί τον Κρέοντα ότι οι θεοί είναι οργισμένοι για την ασέβεια απέναντι στο νεκρό και δεν αποδέχονται τις θυσίες. Ο Κρέων τον κατηγορεί για χρηματισμό και του φέρεται με ασέβεια, αναγκάζοντάς τον να αποχωρήσει, αλλά ταράζεται από τις ειδήσεις και εύκολα πείθεται από το Χορό να αναιρέσει και τις δύο εντολές του. Στο πέμπτο στάσιμο ο χορός ανακουφισμένος από την τροπή των πραγμάτων απευθύνει εορταστικό ύμνο προς τον Βάκχο. Αυτή η εισαγωγή μιας χαρμόσυνης ανάπαυλας πριν από την τελική δυσάρεστη ανατροπή ονομάζεται τραγική παρέκτασις και εμφανίζεται και στον Αίαντα.
  • Αμέσως μετά, ένας αγγελιοφόρος ανακοινώνει στο χορό και την Ευρυδίκη, σύζυγο του Κρέοντα, ότι ο Αίμονας, χωρίς να γνωρίζει ότι ο Κρέοντας αναίρεσε τις διαταγές του, πήγε στην φυλακή της Αντιγόνης και τη βρήκε απαγχονισμένη. Τότε έφτασε εκεί ο Κρέοντας για να την αποφυλακίσει, ο Αίμονας του επιτέθηκε, αστόχησε και απελπισμένος αυτοκτόνησε. Η Ευρυδίκη φεύγει από τη σκηνή και το επεισόδιο ολοκληρώνεται με ένα θρηνητικό τραγούδι, που διακόπτεται από την είδηση ότι και η Ευρυδίκη αυτοκτόνησε.

  • Κρίση για την Αντιγόνη
  • Δραματικοί Χαρακτήρες
  • Αντιγόνη
  • πιστή, τιμά το νεκρό σεβούμενη τους αρχαίους θεούς, ισχυρός χαρακτήρας, ατρόμητη ακόμα και εμπρός στον θάνατο, γνωμική, ηθική
  • Ισμήνη
  • ρεαλίστρια, έχει τύψεις για την τύχη της Αντιγόνης, προσαρμοσμένη στις νόρμες της ανθρώπινης εξουσίας, αδύναμος χαρακτήρας, χωρίς πολιτική θέληση, φοβάται τον Κρέοντα
  • Κρέοντας
  • πιστεύει ότι μόνο οι νόμοι του έχουν πέραση, θέτει τα συμφέροντά του υπεράνω των πάντων, ασυνεννόητος, δεν δέχεται καμία κριτική, αγενέστατος
  • Αίμονας
  • σέβεται τον πατέρα του, αγαπάει την Αντιγόνη, συνετός, φιλοσοφεί
  • Τειρεσίας
  • τυφλός, εκφράζεται με μαντείες και με παραβολές
  • Ευρυδίκη
  • Φρουρός
  • φλύαρος, φοβάται τη δύναμη του Κρέοντα
  • Ύμνος Χορού προς το ανθρώπινο πνεύμα : Η Τραγωδία του Σοφοκλή η οποία θεωρείται η ωραιότερη του δραματουργού τόσο από πλευράς αρχιτεκτονικής δομής όσο και διαλόγου συνοδεύεται από σπάνια δραματική τέχνη και ανθρώπινη συγκίνηση. Η Αντιγόνη κρίνεται ως το τελειότερο από τα σωζόμενα δράματα και ως κανών της παλαιότερης τραγωδίας, σύμφωνα και με το επίγραμμα του Διοσκουρίδη (Παλατινή Ανθολογία VII 37), που εξαίρει ως ίσης αξίας και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή:
  • «

    Όταν παρουσιάστηκε ένας άγγελος, που αναφέρει πως η διαταγή παραβιάστηκε ο Κρέων γίνεται έξω φρενών και απειλεί τους φύλακες. Τότε ο Χορός απαγγέλει τον ύμνο του προς το ανθρώπινο πνεύμα που αρχίζει με τη φράση : «Πολλά τα φοβερά, αλλά τίποτε πιο φοβερό από τον άνθρωπο δεν υπάρχει…», προχωρεί με τη διαπίστωση: «εξουσιάζει με τεχνάσματα τα αγροδίαιτα ορεσίβια ζώα και δαμάζει με περιτράχηλο ζυγό το άλογο με την πλούσια χαίτη και τον ορεσίβιο ακαταπόνητο ταύρο» και τελειώνει με τα λόγια… «δεν είναι άοπλος σε κανένα από όσα πρόκειται να συμβούν στο μέλλον· μόνο του Άδη την αποφυγή δεν θα κατορθώσει· έχει επινοήσει όμως τρόπους αποφυγής αθεράπετυων νόσων».[2]

    Η άγραφη και απαρασάλευτη επιταγή των θεών

    Η Αντιγόνη και o άταφος Πολυνείκης

    Η ταφή των νεκρών ήταν πανελλήνιος νόμος και μόνον οι ιερόσυλοι και οι προδότες έμεινα άταφοι. Η πράξη του Πολυνείκη – επίθεση κατά της πατρίδας του- ήταν προδοτική, αλλά η αδιαλλαξία του Κρέοντα και η εμμονή του στην εφαρμογή αυτού του νόμου, χωρίς να λάβει υπόψιν τον άγραφο νόμο της συγγενικής αγάπης, που θα αναπτύξει ο Πλάτων στον Γοργία, μιλώντας για το δίκαιο και το νόμιμο, τον έκαναν αντιπαθή στον γιό του, στη γυναίκα του, στον μάντη Τειρεσία και στην κοινή γνώμη, την οποία εκφράζει ο Χορός. Η Αντιγόνη εκφράζει την «ηθική του κοινού αίματος», που έχει πια επιβιώσει σαν παράδοση, δηλαδή σαν άγραφος νόμο, και εύκολα ο άγραφος νόμος μεταβάλλεται (εκλαμβάνεται) σε θείο νόμο, και ο Κρέοντας εκφράζει το Άστυ (= το εθνικό κράτος της Νεότερης Ιστορίας), τη νομική υπόσταση του κράτους, την κοινή θέληση ή την επιβολή αυτής της θέλησης και όλα αυτά εύκολα μπορούν να ειπωθούν Ανθρώπινος Νόμος.
    -Και παρ΄όλα αυτά τόλμησες να παραβείς αυτούς τους νόμους.[3]
    -Ναι, γιατί δεν ήταν ο Δίας που διέταξε αυτά σε μένα ούτε η Δίκη η συγκάτοικος των θεών του κάτω κόσμου όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους, ούτε νόμιζα ότι έχουν τόση ισχύ οι δικές σου διαταγές, ώστε να μπορείς να υπερνικήσεις τους άγραφους νόμους και απαρασάλευτους των θεών.[4]Ωστόσο, από εδώ και πέρα προκύπτει η παρερμηνεία ότι το πρόβλημα της Αντιγόνης και η διαμάχη θείου και ανθρώπινου νόμου, ότι το τραγικό πρόσωπο είναι η Αντιγόνη (;) και από το σημείο αυτό και πέρα προβάλλει δελεαστική η παρερμηνεία : το άτομο που αντιστέκεται στην εξουσία, όπως και με την ίδια λογική αυτό μπορεί να αναστραφεί στο : το άτομο αντιδικεί προς το σύνολο[5]

    Οπότε το πρόβλημα που μπαίνει είναι: πιος εκφράζει το Σύνολο… ώστε να είναι νόμιμη και αποδεκτή η «εξουσία» του; Ο Σοφοκλής αυτό το πρόβλημα το προσεγγίζει με την ενδιάμεση και «ιδεολογική» συμπεριφορά στον Αίμονα. Ο Αίμων ικετεύει τον πατέρα του να φανεί επιεικής, να ακούσει και τη γνώμη των Θηβαίων, ενώ τον απειλεί πως θα σκοτωθεί και εκείνος, αλλά ο Κρέων μένει ανένδοτος. Ο Χορός απαγγέλει τότε τον ύμνο στον έρωτα.

    Ο Χορός απαγγέλει τον Ύμνο του έρωτα

    Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,
    Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις,
    ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς
    νεάνιδος ἐννυχεύεις,
    φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽
    ἀγρονόμοις αὐλαῖς·

    Έρωτα ακαταμάχητε, έρωτα που κάνεις κτήματα σου όλους σ΄ όσους επιπέσεις, εσύ που διανυκτερεύεις στα τρυφερά μάγουλα της νέας και τριγυρίζεις πάνω από τις θάλασσες και σε αυλές αγροτικών καλυβών. Εσύ και δικαίους ανθρώπους σπρώχνεις στην αδικία. (στ. 781-792)

    Στο τέλος του ύμνου, οι γέροντες των Θηβών βλέπουν την Αντιγόνη να οδηγείται στο θάνατο. Ο θρήνος της «άκλαυτος, άφιλος, ανυμέναιος, ταλαίφρων άγομαι ταν δ΄ετοίμαν οδόν..» είναι σπαρακτικός αλλά αξιοπρεπής.

    Κάθαρση

    Ο μάντης Τειρεσίας προφητεύει μεγάλες συμφορές για τον οίκο του Κρέοντα. Μετανοώντας ο Κρέων θέλει να ελευθερώσει την Αντιγόνη από τον θάλαμο όπου είχε κλειστεί και να ενταφιάσει τον Πολυνείκη, αλλά η Αντιγόνη έχει αυτοκτονήσει και ο Αίμων σκοτώθηκε και αυτός. Η μητέρα του Αίμωνα, Ευρυδίκη, μόλις πληροφορείται τον θάνατο του γιου της, καταριέται τον άνδρα της και αυτοκτονεί. Μπροστά στην καταστροφή ο Κρεών εύχεται να πεθάνει και ον Χορός τελειώνει με τη διατύπωση πως η φρόνηση είναι η κυριότερη προϋπόθεση της ευτυχίας και ότι οι καυχησιολογίες των αλαζόνων, αφού υποστούν μεγάλες ποινές, συνήθως διδάσκουν, πολύ αργά δυστυχώς, τη φρόνηση. (στ.1347-1353) Αργότερα ο Θησέας αιχμαλώτισε τον Κρέοντα και παρέδωσε το σώμα του Πολυνείκη στο πλήθος για ενταφιασμό. Τελικά, ο Κρέων κάηκε ζωντανός όταν η Μήδεια, φθονώντας τον Ιάσονα που μνηστεύτηκε την κόρη του, Γλαύκη, έβαλε τα παιδιά της να του χαρίσουν ένα στέμμα και ένα χιτώνα που τύλιξε στις φλόγες την ίδια, το πατέρα της και πολλούς άλλους στις φλόγες. Ήταν μοιραίο να επέλθει η κάθαρση εις βάρος του.

    Ερμηνεία του έργου

    Ερμηνεία στην αρχαία εποχή

    Ο Σοφοκλής έγραψε την “Αντιγόνη” από αντίδραση για την εξορία του Θεμιστοκλή, ήρωα της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Με το έργο του αυτό επεξεργάζεται την ηθική υποχρέωση για τήρηση των ηθικών νόμων έστω και αν αυτό σημαίνει αντίσταση κατά των ανθρώπινων νόμων με τίμημα το θάνατο. Ο Κρέοντας είναι παντοκράτορας τύραννος. Ο Αίμων υποστηρίζει την δύναμη του λαού και είναι εναντίον της παντοδυναμίας του πατέρα του. Ο Κρέων όμως επιμένει να τιμωρήσει όποιον καταπατεί τους νόμους, και εδώ την Αντιγόνη που αψήφησε την εντολή του Κρέοντα και κήδεψε τον αδερφό της.

    Εκτός αυτού ο ποιητής θέτει το ερώτημα αν οι «αιώνιοι» θεσμοί γίνονται τίμημα στον βωμό των μικροπολιτικών ενδιαφερόντων. Ο πολίτης κατά τον Σοφοκλή έχει θέληση ελεύθερη, τιμάει όμως τους θεούς και τα έθιμα. Ο Κρέων τιμωρείται από τους θεούς με τον χαμό της οικογένειάς του.

    Ερμηνεία στην επόμενες εποχές

    Η τραγωδία της Αντιγόνης μεταφράστηκε τον 16ο αιώνα. Από το 1800 μέχρι σήμερα οι άνθρωποι ερμήνευσαν το έργο αυτό, το μελοποίησαν, το έκαναν δικό τους κατά πολλούς τρόπους. Ο Χέγκελ στις διαλέξεις του δίδασκε στους φοιτητές ότι η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι το αισθητικά πιο τελειοποιημένο καλλιτέχνημα. Η μετάφραση του Φρίντριχ Χέλντερλιν (Hölderlin) αποτελεί ένα από τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της μοντέρνας φιλολογίας. Άλλοι συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από το μύθο της Αντιγόνης είναι οι Walter Hasenclever (1917), Ζαν Ανούιγ (1943), Μπέρτολτ Μπρεχτ (1947) Rolf Hochhuth (1963) κ.α. Στο χώρο της όπερας μεταφέρθηκε από τους Τομάσσο Τραέττα (Antigoe, 1772), Άρθουρ Χόνεγκερ (1927), Καρλ Ορφ (Antigonae, 1949), Γκέοργκ Κάτζερ (Antigone oder Die Stadt, 1991).

    Παραστασιολογία στο Νεοελληνικό Θέατρο

    Πρώτη παράσταση στο νεοελληνικό θέατρο θεωρείται αυτή που δόθηκε στο θέατρο Ναούμ στην Κωνσταντινούπολη από τον θίασο Κοσμά και Οδυσσέα Δημητράκου σε μετάφραση Ραγκαβή, σκηνοθεσία ASTI NOCCI και σκηνικά POZZI (1863). Ακολούθησε το 1867 σε σκηνοθεσία Αθανασίου Ρουσσόπουλου από τον Πανεπιστημιακό Θίασο στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, όπου ο φύλακας, ο Αίμων, ο Άγγελος, ο Κορυφαίος καθώς και ο 15μελής Χορός ήταν φοιτητές. Το 1868 παρουσιάστηκε από τον Ερασιτεχνικό Θίασο στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού με πρωταγωνίστρια στο ρόλο της Αντιγόνης την Πολυξένη Σούτσα.[6]

    Παραπομπές- Σημειώσεις

    1. Σοφοκλής, Αντιγόνη «οὔτοι (όχι βέβαια) συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν».
    2. «πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.. κρατεί δε μηχαναίς αγραύλου θηρός ορεσσιβάτα… άπορος επ΄ουδέν έρχεται το μέλλον. Άιδα μόνον φεύξιν ουκ επάξεται», Στίχοι 332-375
    3. Κρέων, και δήτ΄ ετόλμας τούσδ΄ υπερβαίνεις νόμους, στ. 449
    4. Αντιγόνη, «τά σά κηρύγμαθ΄, ώστ΄άγραπτα κασφαλη θεών νόμιμα δύνασθαι θνητόν όνθ΄ υπερδραμείν».
    5. Κώστας Τοπούζας, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, Σοφοκλής- Αντιγόνη, «Αντιγόνη και Κρέντας» σελ. 40-41, εκδ. Επικαιρότητα, 1992, SBN 960-205-235-x
    6. Γ. Σιδέρης, Το Αρχαίο Θέατρο στη Νέα Ελληνική Σκηνή, (1817-1932), εκδ, Ίκαρος 1976, σελ. 47-50

    Βιβλιογραφία

    Γενική βιβλιογραφία

    • Σοφοκλής Αντιγόνη, εκδόσεις Επικαιρότητα, 1992, ISBN 960-205235-x
    • Σοφοκλής Αντιγόνη, εκδ.Ζήτρος, 2001, ISBN 960-7760-64-6

    Ειδική Βιβλιογραφία

    • Γεωργία Ξανθάκη Καραμάνου, Δημοκρατικοί θεσμοί και τραγωδία, Πλάτων, τομ.54 (2004-2005),σελ.9-22
    • Γιάγκος Ανδρεάδης, Αντιγόνη 2 Δραματουργική ανάλυση, αρχαίο κείμενο, μετάφραση, εκδ.Α. Α. Λιβάνη,Αθήνα, 2008

    Ξένη Βιβλιογραφία

    • Patrick Guyomard, Η απόλαυση του τραγικού. Η Αντιγόνη, ο Lacan και η επιθυμία του αναλυτή, μτφρ. Βίκυ Μαλισόβα – Χατζοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007
    • Τζώρτζ Στάινερ, Οι Αντιγόνες. Ο μύθος της Αντιγόνης στην λογοτεχνία, τις τέχνες και την σκέψη της Εσπερίας, μτφρ. Βασίλης Μάστορης, Πάρης Μπουρλάκης, εκδ.Καλέντης, Αθήνα, 2001

    Εξωτερικοί σύνδεσμοι

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2380

    Λυσία “Υπέρ Μαντιθέου”

    ritorika keimena b lykeiou voithima

    mantitheos_erotiseis kee

    lysia_mantitheos

    lysia_mantitheos prooimio erotiseis kee

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2362

    Ρητορικά Κείμενα Β’ Λυκείου

    ritorika_keimena_b_lykeiou

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2360

    “Αντιγόνη” του Σοφοκλή : Μετάφραση [Διδακτέας Ύλης]

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    Στίχ. 1-10

    ΑΝΤ. Πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη,

    άραγε ξέρεις αν υπάρχει καμιά συμφορά που μας κληροδότησε ο Οιδίποδας

    και να μην την έστειλε ο Δίας σ’ εμάς όσο ακόμη ζούμε;

    Γιατί τίποτε δεν υπάρχει ούτε λυπηρό ούτε γεμάτο συμφορές

    ούτε που να φέρνει ντροπή ούτε επονείδιστο

    που να μην έχω δει εγώ μέσα στα δικά σου και στα δικά μου βάσανα.

    Και τώρα τι είναι πάλι αυτή η δια­ταγή

    που λένε ότι διακήρυξε (έβγαλε) ο στρατηγός πριν από λίγο σ’ ολόκληρη την πόλη;

    Ξέρεις τίποτα κι έχεις ακούσει;

    Ή μήπως σου ξεφεύγει ότι τους αγαπημένους απειλούν

    κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς;

    Στίχ. 11-20

    ΙΣΜ. Σε μένα τουλάχιστον, Αντιγόνη,

    καμιά είδηση δεν έφτασε για τους αγαπημένους[μου]ούτε ευχάριστη ούτε δυσάρεστη,

    αφότου δυο εμείς στερηθήκαμε τα δυο μας αδέρφια,

    που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα με αμοιβαίο φόνο

    κι από τότε που ο στρατός των Αργείων τράπηκε σε φυγή τη νύχτα αυτή

    δεν ξέρω τίποτε περισσότερο, ούτε ότι είμαι πιο ευτυχισμένη ούτε πιο δυστυχισμένη. ΑΝΤ. Ήμουνα σίγουρη,

    και γι αυτό ζήτησα να ‘ρθεις στις εξώπορτες του ανακτόρου,

    για να τ’ ακούσεις μόνη.

    ΙΣΜ. Τι ‘ναι λοιπόν;Γιατί δείχνεις ότι κάποια είδηση σε βασανίζει.

    Στίχ. 21-38

    ΑΝΤ. Γιατί, από τα δυο μας αδέρφια,

    ο Κρέοντας  δεν έκρινε τον ένα άξιο ταφής,

    ενώ τον άλλο ανάξιο να ταφεί;

    Τον Ετεοκλή διέταξε να τον θάψουν κάτω από τη γη

    ώστε να είναι τιμημένος μες στους νεκρούς στον κάτω κόσμο,

    αφού του φέρθηκε,καταπώς λεν,με δίκαιη κρίση

    και σύμφωνα με το (θρησκευτικό) νόμο,

    αλλά το κορμί του Πολυνείκη,

    που πέθανε με αξιολύπητο τρόπο,

    λένε πως έχει διακηρυχτεί στους πο­λίτες

    κανείς να μην το θάψει και να μην το κλάψει,

    αλλά να το αφήσουν άκλαυτο κι άθα­φτο,

    εύρημα ευχάριστο για τα όρνια που λαίμαργα ψάχνουν

    για να βρουν την τροφή τους.

    Τέτοια λένε ότι έχει κηρύξει δημόσια

    ο Κρέοντας «ο καλός» για σένα και για μένα

    —λέω και για μένα—,

    και [λένε] ότι έρχεται εδώ

    για να τα διακηρύξει δημόσια ώστε να είναι ξεκάθαρα

    σ’ αυτούς που δεν τα ξέρουν,

    και δε θεωρεί την υπόθεση κάτι ασήμαντο,

    αλλά ότι (τον) περιμένει θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό

    μπροστά στην πόλη όποιον κάνει κάτι απ’ αυτά.

    Έτσι έχουν αυτά για σένα·

    και γρήγορα θα δείξεις αν είσαι από ευγενική γενιά και γεν­ναία στο ήθος

    ή τιποτένιά από ευγενική γενιά.

    Στίχ. 39-68

    ΙΣΜ. Αν έτσι έχουν τα πράγματα,τι όφελος θα μπορούσα να φέρω εγώ,δύστυχη, ό,τι κι αν κάνω;

    ΑΝΤ. Σκέψουαν θα με βοηθήσεις και θα συνεργαστείς μαζί μου.

    ΙΣΜ. Για ποια επικίνδυνη πράξη μιλάς

    Τι τάχα έχεις στο μυαλό σου;

    ΑΝΤ. [Σκέψου] αν θα σηκώσεις το νεκρό μαζί μ’ αυτό μου εδώ το χέρι.

    ΙΣΜ. Αλήθεια, έχεις στο νου σου να θάψεις αυτόν,

    μολονότι απαγορεύεται ρητά στους πολίτες;

    ΑΝΤ. Το δικό μου, βέβαια,και το δικό σου αδερφό, αν εσύ δε θέλεις·

    γιατί κανείς δε θα με κατηγορήσει ότι τον πρόδωσα.

    ΙΣΜ. Παράτολμη (ή: δύστυχη),μολονότι το έχει απαγορέψει ο Κρέο­ντας;

    ΑΝΤ. Μα δεν έχει κανένα δικαίωμα αυτός να μ’ εμποδίσει από τους δικούς μου.

    ΙΣΜ. Αλίμονο· σκέψου,αδερφή μου,

    πόσο μισητός και ντροπιασμένος μας χάθηκε ο πατέρας,

    αφού χτύπησε δυνατά ο ίδιος τα δυο του μάτια με το ίδιο του το χέρι

    λόγω των αμαρτημάτων που μόνος του έφερε στο φως·

    κι ύστερα η μάνα και η γυναίκα του,διπλό όνομα,

    πεθαίνει ντροπιασμένη με μια πλεχτή θηλιά·

    τρίτο κακό, τα δυο μας αδέρφια,

    που αλληλοσκοτώθηκαν οι δυστυχι­σμένοι

    μέσα στην ίδια μέρα,βρήκαν αμοιβαίο θάνατο

    με χέρι που σήκωσε ο ένας πάνω στον άλλο.

    Και τώρα πάλι, σκέψου πόσο ατιμωτικά θα χαθούμε

    εμείς οι δυο, που έχουμε μείνει ολομόναχες,

    αν παραβούμε την απόφαση και τη βασιλική εξουσία παραβιάζοντας το νόμο.

    Αλλά πρέπει να σκεφτείς το εξής, ότι δηλαδή από τη μια γεννηθήκαμε γυναίκες

    και από την άλλη δεν επιτρέπεται να τα βάζουμε με άντρες·

    ύστερα,ότι κυβερνιόμαστε από ισχυρότερους,

    ώστε να υπακούμε και σ’ αυτά και σ’ ακόμη πιο οδυνηρά απ’ αυτά.

    Εγώ λοιπόν θα υποταχτώ στους άρχοντες παρακαλώντας αυτούς που ‘ναι στον κάτω κόσμο να με συγχωρήσουν,

    γιατί κάνω αυτά χωρίς τη θέληση μου·

    γιατί το να κάνει κανείς πράγματα ανώτερα από τις δυνάμεις του είναι τελείως ανόητο.

    Στίχ. 69-99

    ΑΝΤ. Ούτε θα σε παρακαλούσα ούτε θα δεχόμουν, εγώ τουλάχιστον,

    με ευχαρίστηση τη σύμπραξη σου,

    έστω κι αν τώρα πια ήθελες να με βοηθήσεις.

    Αλλά έχε όποια γνώμη θέλεις, εκείνον όμως εγώ θα θάψω·

    θα ‘ναι ωραίο για μένα να θάψω τον αδερφό μου και μετά να πεθά­νω·

    θα αναπαύομαι πλάι του αγαπημένη κοντά σ’ αγαπημένο,

    αφού διαπράξω μια ιερή παρανομία.

    γιατί είναι περισσότερος ο καιρός

    που πρέπει να αρέσω σ’ αυτούς που ‘ναι στον κάτω κόσμο

    παρά σ’ αυτούς που ‘ναι δω πάνω.

    Γιατί αιώνια εκεί θα αναπαύομαι·μα εσύ, αν το κρίνεις σωστό,

    περιφρόνησε όσα είναι άξια τιμής για τους θεούς.

    ΙΣΜ. Εγώ δεν τα περιφρονώ αυτά,

    από τη φύση μου όμως είμαι ανίκα­νη να ενεργώ αντίθετα με τη θέληση των πολιτών.

    ΑΝΤ. Εσύ αυτά μπορείς να τα προφασίζεσαι·

    εγώ όμως θα πάω να σωρεύσω χώμα

    και να σηκώσω τύμβο για τον πολυαγαπημένο αδερφό.

    ΙΣΜ. Αλίμονο, δυστυχισμένη,

    πόσο φοβάμαι για σένα!

    ΑΝΤ. Για μένα μη φοβάσαι· φρόντιζε για τη δική σου μοίρα.

    ΙΣΜ. Όμως τουλάχιστον μην αποκαλύψεις σε κανέναν αυτό το σχέδιο σου,κράτησε το μυστικό, το ίδιο θα κάνω κι εγώ.

    ΑΝΤ. Αλίμονο, διακήρυξε το σ’ όλους· πολύ πιο μισητή θα είσαι αν σωπάσεις,

    αν σ’ όλους δε διαλαλήσεις αυτά εδώ.

    ΙΣΜ. Έχεις ζεστή καρδιά για ψυχρά πράγματα.

    ΑΝΤ. Ξέρω όμως ότι είμαι αρεστή σ’ εκείνους που πρέπει περισσότερο ν’ αρέσω.

    ΙΣΜ. Ναι, αν βέβαια θα έχεις και τη δύναμη· επιδιώκεις όμως ακατόρθωτα πράγ­ματα.

    ΑΝΤ. θα σταματήσω λοιπόν,όταν πια δε θα ‘χω δύναμη.

    ΙΣΜ. Καθόλου όμως δεν πρέπει να κυνηγάει κανείς τα ακατόρθωτα

    ΑΝΤ. Αν εξακολουθήσεις να λες αυτά, και από μένα θα μισηθείς

    και δίκαια θα σε μισεί για πάντα ο νεκρός.

    Αλλά άφησε εμένα και τη δική μου αφροσύνη να πάθω αυτό το κακό·

    γιατί τίποτε τόσο φοβερό δε θα πάθω, ώστε να μην πεθάνω έντιμα.

    ΙΣΜ. Προχώρα λοιπόν,αν έτσι κρίνεις·αυτό να ξέρεις μόνο,

    ότι βαδίζεις ασυλλόγιστη,όμως αληθινά αγαπημένη στους αγα­πημένους σου.

    Α’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

    Στίχ. 278-331

    ΧΟ. Βασιλιά,εδώ και πολλή ώρα στ’ αλήθεια γυρίζει στο μυαλό μου μήπως είναι κάπως θεόσταλτο το πράγμα αυτό.

    ΚΡ. Πάψε,προτού και μένα με τα λόγια σου γεμίσεις με θυμό,

    μήπως φανείς ανόητος αν και είσαι γέρος·

    γιατί λες ανυπόφορα πράγματα, όταν λες ότι οι θεοί

    έχουν έγνοια γι’ αυτόν το νεκρό.

    Ποιο απ’ τα δυο, επειδή τον τιμούσαν σαν ευεργέτη,

    έθαψαν αυτόν,που ‘ρθε να πυρπολήσει τους περίστυλους ναούς και τα αφιερώματα τους

    και να ρημώσει τη γη εκείνων και να καταλύσει τους νόμους;

    Ή μήπως βλέπεις οι θεοί να τιμούν τους κακούς;

    Δεν είναι δυνατό·αλλά κάποιοι στην πόλη, από την πρώτη στιγμή της βασιλείας μου,

    που με δυσκολία υπέφεραν τη διατα­γή μου,

    σιγομουρμούριζαν εναντίον μου κρυφά, κουνώντας το κεφάλι,

    ούτε έβαζαν κάτω από το ζυγό τον τράχηλο υπάκουα,ώστε να πειθαρχήσουν σ’ εμένα.

    Από αυτούς εδώ τους πολίτες γνωρίζω πολύ καλά

    ότι αυτοί, επειδή παρασύρθηκανμε χρήματα,έκαναν αυτά.

    Γιατί κανένας θεσμόςστους ανθρώπους δε φύτρωσε άλλος τόσο κακός σαν το χρήμα· αυτό και πόλεις κυριεύει,

    αυτό και ξεσπιτώνει τους ανθρώπους,

    αυτό και καθοδηγεί και διαστρέφει τις δίκαιες γνώμες των ανθρώπων

    να στρέφονται σε αισχρές πράξεις·και δείχνει στους ανθρώπους να κάνουν πανουργίες και να γνωρίζουν κάθε ανόσιο έργο.

    Όσοι όμως πληρώθηκαν και έκαναν αυτά εδώ,

    αργά ή γρήγορα πέτυχαν ώστε να τιμωρηθούν.

    Αν όμως τιμώ και σέβομαι ακόμη το Δία,

    κατάλαβε το καλά,με όρκο σου το λέω,

    αν δε βρείτε και παρουσιάσετε μπροστά στα μάτια μου το δράστη αυτής της ταφής,

    δε θα ‘ναι αρκετός για σας ο θάνατος μόνος,

    πριν, ζωντανοί στην κρεμάλα,φανερώσετε αυτή την παρανομία,

    για να μάθετε από πού πρέπει να ζητάτε το κέρδος

    και στο εξής [από κει] να το αρπάζετε,

    και για να καταλάβετε ότι δεν πρέπει να αγαπάτε να κερδίζετε από παντού.

    Γιατί μπορείς να δεις απ’ τα παράνομα κέρδη τους πιο πολλούς

    να καταστρέφονται,παρά να έχουν σωθεί.

    ΦΥ. θα μου επιτρέψεις να μιλήσω

    ή, αφού κάνω μεταβολή, να φύγω χωρίς να πω τίποτε;

    ΚΡ.Δεν καταλαβαίνεις ότι και τώρα μιλάς ενοχλητικά;

    ΦΥ. Στ’ αυτιά ή στην ψυχή ενοχλείσαι;

    ΚΡ. Γιατί λοιπόν προσδιορίζεις η λύπη μου πού είναι;

    ΦΥ. Ο δράστης ταράζει την ψυχή σου, εγώ τ’ αυτιά σου.

    ΚΡ.Αλίμονο, πόσο φαίνεσαι ότι γεννήθηκες φλύαρος!

    ΦΥ. Σε καμιά περίπτωση δεν έχω κάνει αυτή την πράξη.

    ΚΡ. [Την έχεις κάνει] και μάλιστα αφού πούλησες την ψυχή σου για χρήματα.

    ΦΥ. Αλίμονο!

    Αλήθεια είναι φοβερό να σχηματίζει εσφαλμένες αντιλήψεις  εκείνος που παίρνει αποφάσεις.

    ΚΡ. Κάνε τον έξυπνο με τη λέξη «δόξα»·

    αν όμως δε μου αποκαλύψετε τους δράστες αυτής της πράξης,

    θα ομολογήσετε ότι τα ανέντιμα κέρδη φέρνουν συμφορές.

    ΦΥ. Πάνω απ’ όλα μακάρι να βρεθεί·

    είτε όμως πιαστείείτε όχι—αυτό η τύχη θα το κρίνει—,

    με κανέναν τρόπο εσύ δε θα με δεις εδώ να ξανάρθω.

    Γιατί και τώρα που σώθηκα χωρίς να το ελπίζω και να το περιμένω,

    χρωστάω στους θεούς μεγάλη ευγνωμοσύνη.

    Β’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

    Στίχ. 441-470

    ΚΡ. Σε σένα, σε σένα μιλώ που σκύβεις το κεφάλι κάτω,

    ομολογείς ή αρνείσαι ότι τα ‘κανες αυτά;

    ΑΝΤ. Και ομολογώ ότι τα ‘κανα και δεν τ’ αρνούμαι αυτό.

    ΚΡ. Εσύ μπορείς να πας όπου θέλεις,

    εντελώς απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία·

    συ πες μου όχι με πολυλογία ,αλλά με συντομία,

    γνώριζες ότι είχε διακηρυχτεί να μην κάνει κανείς αυτά;

    ΑΝΤ. Το ‘ξερα· πώς ήταν δυνατό να μην το ξέρω;

    Αφού ήτανε σ’ όλους γνωστό.

    ΚΡ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς αυτούς εδώ τους νόμους;

    ΑΝΤ. Ναι [τόλμησα], γιατί δεν ήταν ο Δίας αυτός που είχε διακηρύξει σε μένα αυτά

    ούτε η Δίκη, η συγκάτοικος με τους θεούς του κάτω κόσμου,

    όρισε τέτοιους νόμους μες στους ανθρώπους,

    ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι οι δικές σου διακηρύξεις έχουν τόση δύναμη,

    ώστε να μπορείς εσύ, αν και θνητός,

    να ξεπεράσεις τους άγραφους και απαρασάλευτους νόμους των θεών.

    Γιατί δεν έχουν ισχύ αυτοί (οι νόμοι) σήμερα, βέβαια, και χτες αλλά αιώνια, και κανείς δεν ξέρει από πότε φάνηκαν.

    Κι ούτε σκόπευα εγώ, από φόβο για την αλαζονεία κανενός ανθρώπου,

    να τιμωρηθώ γι’ αυτούς (τους νόμους) μπροστά στους θεούς·

    γιατί πως θα πεθάνω το ‘ξερα πολύ καλά·πώς όχι;

    Κι αν ακόμη εσύ δεν είχες βγάλει τη διαταγή σου.

    Αν όμως είναι να πεθάνω πρόωρα,κέρδος αυτό το θεωρώ εγώ·

    γιατί όποιος ζεισε μεγάλη δυστυχία,όπως εγώ,

    πώς αυτός δεν είναι κερδισμένοςόταν πεθάνει;

    Έτσι και μένα να υποστώ αυτόν το θάνατοκαθόλου δε με λυπεί·

    αν ανεχόμουνα όμως για τον αδερφό μου

    να μένει άταφο το πτώμα μετά το θάνατο του,

    για κείνο θα λυπόμουνα·γι’ αυτό εδώ όμως δε θλίβομαι.

    Κι αν όμως τώρα σου φαίνομαι πως είμαι ανόητη,

    ίσως από έναν ανόητο θεωρούμαι ανόητη.

    Στίχ. 471-507

    ΧΟ. Ο χαρακτήρας της κόρης φαίνεται πως είναι σκληρός από σκληρό πατέ­ρα και δεν ξέρει να υποχωρεί στις συμφορές.

    ΚΡ. Μάθε όμως πως τα πιο αλύγιστα φρονήματα συχνά ταπεινώνονται,

    και μπορείς να δεις ότι το πιο σκληρό σίδερο,

    πυρακτωμένο στη φωτιά ώστε να γίνει άκαμπτο,

    ραγίζει και σπάει τις πιο πολλές φορές·

    και ξέρω ότι τα αγριεμένα άλογα δαμάζονται με μικρό χαλινάρι·

    γιατί δεν επιτρέπεται να περηφανεύεται αυτός που ‘ναι δούλος των άλλων.

    Αυτή ήξερε καλά να αυθαδιάζει τότε,

    όταν παραβίαζε τους νόμους που ισχύουν κι αυτό είναι δεύτερη αυθάδεια,

    αφού το έχει κάνει, να καυχιέται δηλαδή γι’ αυτό

    και να χλευάζει για το κατόρθωμα της.

    Αλήθεια τώρα εγώ δεν είμαι άντρας, αυτή θα είναι άντρας,

    αν η νίκη αυτή θα εξακολουθεί να μένει στο ενεργητικό της χωρίς τιμωρία.

    Όμως, είτε είναι κόρη της αδερφής μου

    είτε ο πλησιέστερος απ’ όλους μας τους συγγενείς,

    αυτή και η αδερφή της δε θα ξεφύγουν

    από τον πιο ατιμωτικό θάνατο·

    γιατί κι εκείνη κατηγορώ εξίσου ότι σκέφτηκε και σχεδίασε αυτή την ταφή.

    Φωνάξτε κι αυτήν.Πραγματικά πριν από λίγο την είδα μέσα

    να κάνει σαν λυσσασμένη και να μην ελέγχει το λογικό της.

    Συνήθως η ψυχή αυτών που μηχανεύονται άσχημες πράξεις στο σκοτάδι

    προδίνεται ως ένοχη·

    μισώ όμως όταν συλληφθεί κάποιος την ώρα που κά­νει το κακό

    κι ύστερα θέλει να το παρουσιάζει ως ωραίο αυτό.

    ΑΝΤ. Θέλεις τίποτα χειρότερο από το να με συλλάβεις και να με θανατώσεις;

    ΚΡ. Εγώ τουλάχιστον τίποτα·απ’ τη στιγμή που έχω αυτό,έχω τα πάντα.

    ΑΝΤ. Γιατί λοιπόν αργείς [να με θα­νατώσεις];

    Γιατί τίποτε από τα λόγια σου δε μου είναι ευχάριστο

    και μακάρι ποτέ να μη μου είναι ευχάριστο·

    έτσι και σε σένα τα δικά μου λόγια είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα·

    κι όμως,από πού θα κέρδιζα λαμπρότερη δόξα

    παρά θάβοντας τον αδερφό μου;

    Αυτό θα ομολογούσαν όλοι αυτοί ότι τους αρέσει,

    εάν ο φόβος δεν κρατούσε κλειστό το στόμα τους.

    Αλλά ο τύραννος,εκτός από τα πολλά άλλα πλεονεκτή­ματα που έχει,

    μπορεί ακόμη να κάνει και να λέει ό,τι θέλει.

    Στίχ. 508-525

    ΚΡ. Εσύ μόνη απ’ αυτούς εδώ τους  Καδμείους το βλέπεις έτσι αυτό.

    ΑΝΤ. Κι αυτοί το βλέπουν, αλλά για χάρη σου κλείνουν το στόμα τους.

    ΚΡ. Δεν ντρέπεσαι λοιπόν εσύ που σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ αυτούς εδώ;

    ΑΝΤ. [Όχι], γιατί καμιά ντροπή δεν είναι να τιμά κανείς τ’ αδέρφια του.

    ΚΡ. Αδερφός από το ίδιο αίμα δεν ήταν κι αυτός που σκοτώθηκε απέναντι ακριβώς;

    ΑΝΤ. Από το ίδιο αίμα ήταν, από μια μάνα και από τον ίδιο πατέρα.

    ΚΡ. Πώς λοιπόν προσφέρεις τιμές[στον Πολυνείκη], που ‘ναι ασέβεια για κείνον (τον Ετεο­κλή);

    ΑΝΤ. Δε θα συμφωνήσει μ’ αυτά ο σκοτωμένος.

    ΚΡ. [θα συμφωνήσει] βέβαια,αν τον τιμάς εξίσου με τον ασεβή.

    ΑΝΤ. [Τον τιμώ τον Πολυνείκη],γιατί, βέβαια, δε σκοτώθηκε σαν δού­λος αλλά σαν αδερφός.

    ΚΡ. [Σαν αδερφός σκοτώθηκε],προσπαθώντας όμως να υποτάξει αυτήν εδώ τη χώρα1

    ενώ ο άλλος [σκοτώθηκε]υπερασπίζοντας την.

    ΑΝΤ. Ο Άδης όμως αξιώνει οι νόμοι να είναι ίσοι για όλους.

    ΚΡ. Μα ο καλός δεν είναι στην ίδια θέση με τον κακό,

    ώστε να λάβει την ίδια τιμή.

    ΑΝΤ. Ποιος ξέρει αν αυτές οι διακρίσεις είναι δίκαιες στον κάτω κόσμο;

    ΚΡ. Ποτέ όμως ο εχθρός δεν είναι φίλος,ούτε κι όταν πεθάνει.

    ΑΝΤ. Δε γεννήθηκα εγώ για να συμμερίζομαι το μίσος,

    αλλά για να αγαπώ μαζί με άλλους.

    ΚΡ. Αν λοιπόν πρέπει να αγαπάς, αγάπα εκείνους,

    όταν πας στον κάτω κόσμο·όσο όμως εγώ ζω,δε θα κυβερνήσει γυναίκα.

    Στίχ. 526-550

    ΧΟ. Αλλά να η Ισμήνη μπροστά στις πύλες,

    χύνονταςδάκρυα από αδερφική αγάπη,

    κι ένα σύννεφο πάνω απ’ τα φρύδια της

    ασχημίζει το κατακόκκινο πρόσωπο της,

    βρέχοντας τα ωραία μαγουλά της.

    ΚΡ. Εσύ, πουμέσα στο σπίτι μου σαν οχιά κρυμμένη

    μου έπινες το αίμα χωρίς να γίνεσαι αντιληπτή,

    και δεν καταλάβαινα πως έτρεφα δυο συμφορές

    και δυο επαναστάτριες εναντίον του θρόνου μου,

    εμπρός, πες μου λοιπόν, θα ομολογήσεις και συ ότι πήρες μέρος σε τούτη την ταφή ή θα ορκιστείς πως δεν ξέρεις τίποτα;

    ΙΣΜ. Το έχω κάνει αυτό, αν βέβαια και τούτη συμφωνεί,

    κι έχω μερίδιο στην κατηγορία και τη δέχομαι.

    ΑΝΤ. Η δικαιοσύνη όμως δε θα σ’ το επιτρέψει αλήθεια αυτό,

    γιατί ούτε και θέλησες ούτε κι εγώ σε έκανα συνεργό.

    ΙΣΜ. Μα μέσα στις συμφορές σου δεν ντρέπομαι

    να κάνω τον εαυτό μου συμμέτοχο στο πάθος σου.

    ΑΝΤ. Ο Αδης και οι θεοί του κάτω κόσμου ξέρουν καλά

    ποιοι έκαναν αυτή την πράξη·

    κι εγώ όποια με λόγια αγαπάει δεν τη θεωρώ δικό μου άνθρωπο.

    ΙΣΜ. Αδερφή, μη μου στερήσεις την τιμή

    μαζί σου να πεθάνω και να εξαγνίσω το νεκρό.

    ΑΝΤ. Να μην πεθάνεις μαζί μου ούτε να οικειοποιείσαι αυτά που δεν άγγιξες·

    θα είναι αρκετό να πεθάνω εγώ.

    ΙΣΜ. Και στη ζωή ποια χαρά θα έχω αν στερηθώ εσένα;

    ΑΝΤ. Τον Κρέοντα ρώτα· γιατί γι’ αυτόν εσύ νοιάζεσαι.

    ΙΣΜ. Γιατί με πικραίνεις μ’ αυτά, χωρίς να έχεις κανένα κέρδος;

    Στίχ. 551-560

    ΑΝΤ. Πονώντας, βέβαια[το κάνω αυτό],αν γελώ σε βάρος σου.

    ΙΣΜ. Έστω και τώρα λοιπόν σε τι θα μπορούσα να σε ωφελήσω ακόμη εγώ;

    ΑΝΤ. Σώσε τον εαυτό σου·δεν αρνούμαι από φθόνο εσύ να γλιτώσεις το θάνατο.

    ΙΣΜ. Αλοίμονο η δύστυχη,και να μη συμμεριστώ τη δική σου μοίρα;

    ΑΝΤ. Ναι, γιατί εσύ προτίμησες να ζεις, εγώ όμως να πεθάνω.

    ΙΣΜ. Αλλά όχι χωρίς να εκφράσω τις δικαιολογίες μου.

    ΑΝΤ. Στα μάτια αυτών εδώ φαινόσουν ότι σωστά σκέφτεσαι εσύ,

    ενώ εγώ φαινόμουν ότι σκέφτομαι σωστά στα μάτια των άλλων.

    ΙΣΜ. Κι όμως το παράπτωμα είναι ίσο για τις· δυο μας.

    ΑΝΤ. Πάρε θάρρος· εσύ ζεις, η δική μου όμως ψυχή από καιρό έχει πεθάνει, ώστε να είναι ωφέλιμη στους νεκρούς.

    Στίχ. 561-569

    ΚΡ. Απ’ αυτές τις δύο κόρες λέω πωςη μια πριν από λίγο αποδείχτηκε άμυαλη και η άλλη από την πρώτη στιγμή της γέννησης της.

    ΙΣΜ. Ναι, βασιλιά, γιατί ποτέ δε μένει ούτε η φρόνηση που έχουμε έμφυτη

    σε όσους δυστυχούν, αλλά φεύγει από τη θέση της.

    ΚΡ. Εσένα λοιπόν σου σάλεψε,

    από τη στιγμή που προτίμησες να κάνεις με τους κακούς παράνομα έργα.

    ΙΣΜ. Και πώς μπορώ μόνη μου να ζήσω χωρίς αυτήν εδώ;

    ΚΡ. Όμως μη λες «αυτή εδώ»· γιατί δεν είναι πια στη ζωή.

    ΙΣΜ. θα σκοτώσεις λοιπόν τη μνη­στή του δικού σου παιδιού;

    ΚΡ. Ναι, γιατί κι άλλων χωράφια είναι κατάλληλα για καλ­λιέργεια.

    Στίχ. 570-581

    ΙΣΜ. Όμως ο γάμος με άλλη δε θα είναι τόσο ταιριαστός

    όσο ήταν ταιριαστός ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ αυτήν εδώ.

    ΚΡ. Εγώ μισώ γυναίκες κακές για τα παιδιά.

    ΙΣΜ. Πολυαγαπημένε Αίμονα, πόσο σε προσβάλλει ο πατέρας σου!

    ΚΡ. Πολύ πράγματι με στεναχωρείς και συ και ο γάμος για τον οποίο μιλάς.

    ΧΟ. Αλήθεια θα στερήσεις το σπλάχνο σου απ’ αυτήν εδώ;

    ΚΡ. Ο Αδης είναι αυτός που θα διαλύσει το γάμο αυτό.

    ΧΟ. Έχει αποφασιστεί, όπως φαίνε­ται, αυτή εδώ να πεθάνει.

    ΚΡ. Και από σένα, βέβαια, και από μένα έχει αποφασιστεί·

    μην καθυστερείτε άλλο,αλλά οδηγήστε τις μέσα,δούλοι·

    δεμένες (φυλακισμένες)πρέπει αυτές να ‘ναι κι όχι ελεύθερες γυναίκες·

    γιατί προσπαθούν, βέβαια, να ξεφύγουν και οι τολμηροί,

    όταν βλέπουν πια το Χάρο κοντά στη ζωή τους.


    Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

    Στίχ. 635-680

    ΑΙ. Πατέρα, είμαι δικός σου·

    και συ με καθοδηγείς σωστά με τις καλές σου συμβουλές,

    τις οποίες εγώ, βέβαια, θα ακολουθή­σω·

    γιατί εγώ κανένα γάμο δε θα θεωρήσω τόσο σπουδαίο

    ώστε να τον βάλω πάνω από τη δική σου συνετή καθοδήγηση.

    ΚΡ. Ναι, παιδί μου, γιατί αυτή τη γνώμη πρέπε ινα έχεις,

    σ’ όλα δηλαδή ν’ ακολουθείς την πατρική συμβουλή.

    Γι’ αυτό εξάλλου οι άνθρωποι εύχονται να αποκτήσουν υπάκουα παιδιά

    και να τα ‘χουν σπίτια τους,

    για να εκδικούνται τους εχθρούς και να τιμούν το φίλο

    όπως ακριβώς [εκδικείται και τιμά] ο πατέρας·

    όποιος όμως γεννάει παιδιά άχρηστα,

    τι άλλο θα ‘λεγες πως γέννησε αυτός

    παρά βάσανα για τον εαυτό του και πολύ γέλιο στους εχθρούς;

    Ποτέ λοιπόν να μην αλλάξεις,γιε μου,

    τις τωρινές σου σκέψεις από έρωτα για μια γυναίκα, γνωρίζοντας ότι αυτό,

    μια γυναίκα δηλαδή όταν είναι κακή σύζυγος, είναι παγερό αγκάλιασμα·

    γιατί τι μεγαλύτερη πληγή μπορεί να γίνει από τον κακό φίλο;

    Περιφρονώντας την λοιπόν σαν να ήταν εχθρός σου,

    άφησε αυτή την κόρη στον Άδη να παντρευτεί.

    Γιατί αυτή μόνη απ’ όλους τους πολίτες την έπιασα επ’ αυτοφώρω

    να παρα­βαίνει τη διαταγή μου και ψεύτης

    δε θα βγω μπροστά σ’ όλους τους πο­λίτες,

    αλλά θα τη θανατώσω.Γι’ αυτά ας επικαλείται το Δία,

    τον προστάτη της συγγένειας·

    γιατί, αν βέβαια αναθρέψω τους φυσικούς μου συγγενείς, ώστε να είναι απείθαρχοι,

    θα ανέχομαι πολύ πιο απείθαρχους τους ξένους.

    Γιατί, όποιος στους δικούς του είναι άνθρωπος καλός,

    και στους πολίτες θα φανεί ότι είναι δίκαιος.

    Αν όμως κάποιος αυθαιρετώντας ή νόμους παραβιάζει

    ή σχεδιάζει να δίνει διαταγές σ’ αυτούς που κυβερνούν,

    δεν είναι δυνατό να επαινεθεί από μένα.

    Αλλ’ όποιον εκλέξει η πόλη άρχοντα,αυτόν πρέπει να τον υπακούνε όλοι

    και στα μικρά και δίκαια και στ’ αντίθετα τους.

    Κι εγώ θα μπορούσα να πιστέψω   ·

    ότι ένας τέτοιος άντρας θα είχε τη θέληση και να κυβερνά καλά

    και καλά να κυβερνιέται, και πως θα ‘μενε στη θύελλα της μάχης

    πιστός και γενναίος σύντροφος εάν είχε παραταχθεί [δίπλα σε κά­ποιον].

    Απ’ την αναρχία όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό·

    αυτή και πόλεις καταστρέφει,αυτή και σπίτια διαλύει,αυτή κάνει να σπάσει η παράταξη

    και να τραπεί σε άτακτη φυγή ο συμμαχικός στρατός·

    η πειθαρχία όμως σώζει τους πολλούς απ’ αυτούς που πειθαρχούν.

    Γι’ αυτό πρέπει να υπερασπίζεται κανείς τους νόμους

    και με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να νικιέται [ένας άντρας] από μια γυναίκα·

    γιατί είναι προτιμότερο να χάσουμε την εξουσία από έναν άντρα,αν χρειαστεί,

    κι έτσι δε θα αποκαλούμαστε κατώτεροι από γυναίκες.

    Στίχ. 681-723

    ΧΟ. Σε μας τουλάχιστον,αν δεν έχουμε χάσει το νου από τα γηρατειά,

    φαίνεσαι ότι μιλάς σωστά για όσα τώρα κάνεις λόγο.

    ΑΙ. Πατέρα μου, οι θεοί προικίζουν τους ανθρώπους με μυαλό,

    το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα πράγματα που υπάρχουν.

    Κι εγώ ούτε θα μπορούσα και μακάρι να μη μάθω να πω

    ότι εσύ δε λες σωστά αυτά εδώ.

    θα μπορούσε όμως να έχει και κάποιος άλλος κάποια σωστή σκέψη.

    Πάντως, από τη φύση μου έχω χρέος να προσέχω από πριν για σένα

    όλα όσα λέει κάποιος ή κάνει ή μπορεί να σε κατηγορεί·

    γιατί το βλέμμα σου προκαλεί φόβο στον απλό πολίτη για τέτοια λόγια

    ώστε εσύ να μην ευχαριστιέσαι ακούγοντας τα.

    Σ’ εμένα όμως είναι δυνατό ν’ ακούω αυτά εξαιτίας της ασημότητας της θέσης μου,

    πόσο δηλαδή θρηνεί η πόλη την κόρη αυτή,

    λέγοντας πόσο πιο ανάξια απ’ όλες τις γυναίκες με τον πιο ατιμωτικό τρόπο πεθαίνει

    για μια τόσο ένδοξη πράξη·γιατί αυτή τον αδερφό της

    πεσμένο μέσα στο αίμα δεν άφησε άταφο να κατασπαραχτεί

    ούτε από άγρια σκυλιά ούτε από κάποιο όρνιο·

    δεν αξίζει αυτή να τιμηθεί με λαμπρή τιμή;

    Τέτοια σκοτεινή φήμη κυκλοφορεί κρυφά [στην πόλη].

    Για μένα όμως, πατέρα μου,

    κανένα   πολυτιμότερο αγαθό δεν υπάρχει από τη δική σου ευτυχία·

    γιατί ποια χαρά είναι μεγαλύτερη για τα παιδιά

    από τη δόξα του ευτυχισμένου πατέ­ρα

    ή ποια [χαρά είναι μεγαλύτερη] για τον πατέρα [από τη δόξα] των ευτυχισμένων παι­διών;

    Μην έχεις λοιπόν μέσα σου έναν τρόπο σκέψης μόνο,

    ότι είναι σωστό αυτό που λες εσύ και τίποτε άλλο.

    Γιατί όσοι νομίζουν ή ότι μόνο αυτοί σκέφτονται σωστά

    ή ότι έχουν γλώσσα ή θάρρος που δεν έχει άλλος,

    αυτοί, όταν ανοιχτούν και εξεταστούν σε βάθος,φαίνονται ότι είναι άδειοι.

    Αλλά για έναν άνθρωπο να μαθαίνει πολλά,κι αν ακόμη κάποιος είναι σοφός,

    δεν είναι καθόλου ντροπή, και, ακόμη, να μην παρατραβάει το σκοινί.

    Βλέπεις πως όσα (από τα) δέντρα υποχωρούν κοντά στο ορμητικό ρεύμα

    διασώζουν τα κλαδιά τους,

    όσα όμως αντιστέκονται, αυτά καταστρέφονται σύρριζα.

    Επίσης, όποιος τεντώνει πολύ τα πανιά του πλοίου

    ώστε να είναι σταθερά και δεν τα χαλαρώνει καθόλου στον άνεμο,

    [αυτός]  αφού  αναποδογυρίσει  το πλοίο,

    από κει και πέρα ταξιδεύει με ανεστραμμένο το κατάστρωμα (του πλοίου).

    Μα δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε γνώμη.

    Γιατί, αν κι εγώ, αν και νεότερος, μπορώ να προσθέσω κάποια γνώμη,

    εγώ, βέβαια, λέω ότι το πιο καλό είναι να γεννιέται κανείς πάνσοφος·

    διαφορετικά, γιατί αυτό συνήθως δε συμβαίνει έτσι,

    είναι καλό να μαθαίνει και απ’ όσους μιλούν ορθά.

    Στίχ. 724-780

    ΧΟ. Βασιλιά, είναι λογικό και συ ν’ ακούσεις [τον Αίμονα], αν λέει κάτι ορθό,

    και συ πάλι αυτόν εδώ· γιατί κι από τους δυο έχουν ειπωθεί σωστά λόγια.

    ΚΡ. θα διδαχτούμε λοιπόν εμείς σ’ αυτήν την ηλικία να σκεφτόμαστε σωστά από έναν άντρα τόσο νέο στην ηλι­κία;

    ΑΙ. Να μη διδαχτείς τίποτε το άδικο· κι αν εγώ είμαι νέος,

    δεν πρέπει να κοιτάς τα χρόνια μου περισσότερο από τις πράξεις μου.

    ΚΡ. Είναι λοιπόν πράξη σωστή να τιμά κανείς όσους παρανομούν;

    ΑΙ. Ούτε και θα συμβούλευα κανέναν να δείχνει σεβασμό στους κακούς.

    ΚΡ. Αυτή εδώ λοιπόν δεν έχει προ­σβληθεί από τέτοια αρρώστια;

    ΑΙ. Δεν το ομολογούν αυτό όλοι οι πολίτες αυτής της Θήβας.

    ΚΡ. Και λοιπόν η πόλη θα μας πει τι πρέπει εγώ να διατάζω;

    ΑΙ. Βλέπεις πως έχεις πει αυτό το λόγο σαν ανόητος;

    ΚΡ. Για λογαριασμό άλλου ή για δικό μου

    πρέπει να κυβερνάω εγώ αυτήν εδώ τη χώρα;

    ΑΙ. Πόλη δεν υπάρχει που ανήκει σ’ έναν άνθρωπο.

    ΚΡ. Η πόλη δε θεωρείται ότι ανήκει στον άρχοντα;

    ΑΙ. Ωραία, βέβαια, θα κυβερνούσες μόνος σου εσύ μια έρημη χώρα.

    ΚΡ. Αυτός εδώ, όπως φαίνεται, είναι σύμμαχος της γυναίκας.

    ΑΙ. Ναι, αν βέβαια γυναίκα είσαι συ·γιατί πραγματικά για σένα ενδιαφέ­ρομαι.

    ΚΡ. Αχρείε, [ενδιαφέρεσαι για μένα]ενώ έρχεσαι να αντιδικήσεις με τον πατέρα σου;

    ΑΙ. Ναι, γιατί σε βλέπω να παίρνεις άδικες αποφάσεις.

    ΚΡ. Αδικώ λοιπόν τιμώντας την εξουσία μου;

    ΑΙ. Ναι, γιατί δεν την τιμάς,με το να καταπατείς τους νόμους των θεών.

    ΚΡ. Πρόστυχε χαρακτήρα και δούλε μιας γυναίκας.

    ΑΙ. Ναι, αλλά δεν μπορείς να με βρειςνα υποκύπτω σε αισχρές πράξεις.

    ΚΡ. Όλα, βέβαια, αυτά εδώ τα λόγια σου είναι για κείνη.

    ΑΙ. Και για σένα, βέβαια, και για μένα

    και για τους θεούς του κάτω κόσμου [ενδιαφέρομαι].

    ΚΡ. Με κανέναν τρόπο πια δε θα την παντρευτείς ποτέ αυτή ζωντανή.

    ΑΙ. Αυτή λοιπόν θα πεθάνει και με το θάνατο της θα καταστρέψει κάποιον.

    ΚΡ. Αλήθεια, έρχεσαι εναντίον μου με τόσο θράσος, ώστε να με απειλείς ακόμα;

    ΑΙ. Και τι απειλή είναινα μιλάει κανείς ενάντια σε ανόητες γνώμες;

    ΚΡ. Με κλάματα θα με συνετίσεις,αν και είσαι ο ίδιος άμυαλος;

    ΑΙ. Αν δεν ήσουν πατέρας μου,θα ‘λεγα ότι εσύ δε σκέφτεσαι σωστά,

    ΚΡ. Μην προσπαθείς να με κολακέ­ψεις,δούλε μιας γυναίκας.

    ΑΙ. θέλεις μόνο να μιλάς και να μην παίρνεις καμιά απάντηση στα λόγια;

    ΚΡ. Αλήθεια; Αλλά,μα τον ίδιο τον Όλυμπο,

    να ξέρεις ότι δε θα με βρίζεις ατιμώρητα με τις συνεχείς κατηγορίες σου.

    Φέρε το μισητό πράμα για να πεθάνει αμέσως

    μπροστά στα μάτια [του] κοντά, παρουσία του μνηστήρα.

    ΑΙ. Όχι βέβαια,αυτή δε θα πεθάνει κοντά μου του­λάχιστον,

    αυτό ποτέ σου μην το φανταστείς κι εσύ ποτέ πια δε θα δεις

    το πρόσωπο μου κοιτάζοντας με με τα μάτια σου,

    για να δείχνεις την τρέλα σου σε όσους από τους φίλους σου μπορούν να την ανεχτούν.

    ΧΟ. Ο άντρας, βασιλιά,από την οργή του έφυγε γρήγορα·

    κι η ψυχή τόσο νέου,αν πονέσει, είναι επίφοβη.

    ΚΡ. Αφού πάει, ας κάνει κι ας σκέφτεται πράγματα ανώτερα

    απ’ αυτά που ταιριάζουν σ’ έναν άνθρωπο·

    αυτές όμως τις δυο κόρες δε θα τις γλιτώσει απ’ το θάνατο.

    ΧΟ. Αλήθεια, σκέφτεσαι και τις δυο αυτές να τις σκοτώσεις;

    ΚΡ. Όχι βέβαια αυτήν που δεν άγγι­ξε [το νεκρό]·

    πράγματι μιλάς σωστά.

    ΧΟ. Και με ποιόν τρόπο, σκέφτεσαι να σκοτώσεις αυτήν;

    ΚΡ. Αφού την οδηγήσω εκεί όπου είναι δρόμος απάτητος,

    θα τη θάψω ζωντανή σε πέτρινη σπηλιά,

    δίνοντας της τόση τροφή όση μόλις να είναι αρκετή για εξα­γνισμό,

    για ν’ αποφεύγει το μίασμα όλη η πόλη.

    Και κει,παρακαλώντας τον Άδη που μόνο από τους θεούς τιμά,

    ίσως γλιτώσει το θάνατο,ή τουλάχιστον θα καταλάβει,αν και αργά,

    ότι είναι μάταιος κόπος να τιμά κανείς όσους βρίσκονται στον Άδη.

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2349

    Η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή

    Για την Αντιγόνη έχουν προταθεί διάφορες ερμηνευτικές προσεγγί­σεις που κάθε μια τους ακολουθεί τη δική της αφετηριακή γραμμή. Κάποιες μάλιστα «βαφτίστηκαν» ήδη σαν ψυχολογικές ή σαν κοινωνιο­λογικές. Εμείς σαν αφετηρία θα πάρουμε τις αντιλήψεις του Αριστοτέλη για την τραγωδία, και ιδιαίτερα το σημείο εκείνο στον περίφημο ορισμό του όπου την χαρακτηρίζει σαν «δι’ έλέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Πέρα από το πώς μπορούν να ερμηνευτούν οι χαρακτήρες και η σύγκρουση, πιο σημαντικό είναι νομί­ζω να δείξουμε σε τι συνίσταται και πως προκαλείται η ιδιαίτερη συγκί­νηση που νιώθει ο θεατής βλέποντας το έργο. Και κάθε ανάλυση των χαρακτήρων και της σύγκρουσης, αυτό το στόχο θα πρέπει να εξυπηρε­τεί.

    «Την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»! Τα παθήματα όμως τί­νος; της Αντιγόνης, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι; του Κρέοντα, όπως διατείνονται μερικοί; Εμείς πιστεύουμε και των δυο. Δεν πρόκει­ται για συμβιβαστική λύση, γιατί τα παθήματα τους είναι διαφορετικής υφής, και παραπληρωματικά στη λειτουργία τους, όπως θα δούμε πα­ρακάτω. Το πάθημα της Αντιγόνης είναι ο θάνατος της, και του Κρέο­ντα η τελική συντριβή του. Όμως ποιες δυνάμεις οδήγησαν σ’ αυτά;

    Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Υπάρχει ήδη μια ερμηνεία που υποστηρίζει ότι η Αντιγόνη είναι μια τραγωδία πεπρωμέ­νου και ενοχής. Η Αντιγόνη είναι το θύμα μιας κληρονομικής κατάρας, που βαραίνει τον οίκο των Λαβδακιδών, παρόμοια με την κατάρα που βάραινε τον οίκο των Ατρειδών. Έτσι η μοίρα της ήταν προκαθορισμέ­νη, όπως και του Κρέοντα.

    Ο Σοφοκλής όμως θεμελιώνει το αναπότρεπτο της μοίρας των ηρώ­ων, όχι τόσο στο εκείθεν, αλλά στο εντεύθεν, όχι τόσο στα θεϊκά πεπρω­μένα, όσο στην ίδια την προσωπικότητα του ήρωα. Και επειδή η παρέμ­βαση των θεών προβλέπεται ήδη από τον μύθο, ο Σοφοκλής, όπως λέει ο (σελ. 76) Κίττο, πολύ επιδέξια βάζει τους θεούς όχι να κατευθύνουν «απ’ έξω» τα γεγονότα, αλλά να εργάζονται «μέσα απ’ αυτά».

    Όμως η τραγική αναγκαιότητα, με τους θεούς σε δεύτερο πλάνο, χρειάζεται ένα ευρύτερο σχολιασμό.

    «Η δραματική αναγκαιότητα», λέει ο Γκέοργκ Λούκατς, «η υπέρτα­τη κινητήρια δύναμη του δράματος, εξαρτάται ακριβώς από την εσωτε­ρική συμφωνία ανάμεσα στον ήρωα (με το κυρίαρχο πάθος του που προκαλεί το δράμα), και την κοινωνικοϊστορική ουσία της σύγκρουσης» (1, σελ. 140). Ο Λούκατς υποστηρίζει την αντίληψη ότι η Αντιγόνη εκπροσωπεί τις αξίες των συγγενικών δεσμών του πρωτόγονου καθε­στώτος των φυλών, που με τη νέα «αστική» ανάπτυξη υποκαθίστανται με τις αξίες της νομιμοφροσύνης και της υποταγής στις αρχές της πό­λης. Όλοι οι πολίτες είναι φορείς αυτών των παλιών αξιών, όμως η δραματική σύγκρουση θα προκύψει μόνο ανάμεσα σε εκείνους που διαθέ­τουν το «κυρίαρχο πάθος» που θα τους σπρώξει στην ακραία επιδίωξη τους. Σε ασθενέστερες φύσεις, όπως η Ισμήνη, η αντίθεση δεν θα κατέ­ληγε ποτέ σε σύγκρουση.

    Ο Σοφοκλής όμως είναι πολύ προσεκτικός, θέλει να είναι απόλυτα πειστικός, ρεαλιστής θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία, όσο ρεαλισμό μπορεί να επιτρέψει ένα λογοτεχνικό είδος όπως το δράμα, και θέλει την σύγκρουση να τη στηρίξει από πολλές πλευρές. Έτσι η Αντιγόνη βρί­σκει λόγους να δικαιολογήσει την αγάπη της για τον αδελφό της με ένα σόφισμα που το παίρνει από τον Ηρόδοτο. Αν της πέθαινε λέει ο άντρας της, θα μπορούσε να βρει άλλον άντρα, αν της πέθαιναν τα παιδιά της, θα μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά. Όμως τώρα που οι γονείς της έχουν πεθάνει, δεν μπορεί να υπάρξει άλλος αδελφός γι’ αυτήν. Δικαιολογεί επίσης το γεγονός ότι παραβίασε τους νόμους της πόλης θάπτοντας τον αδελφό της με το ότι έμεινε πιστή στους νόμους των θεών, που «δεν είναι τωρινοί ή χθεσινοί, αλλά πάντοτε υπήρχαν και κανείς δεν ξέρει πότε πρωτοφανερώθηκαν» (στ. 456-7).

    Με εξίσου ισχυρά επιχειρήματα μιλάει ο Κρέων για την ανάγκη υποταγής στους νόμους της πόλης, που μόνο όταν ευτυχεί ευτυχούν και οι πολίτες της, ενώ η αναρχία είναι πρόξενος μυρίων τόσων κακών. Δεν είναι μόνο η αλαζονεία του, και ο φόβος μη φανεί κατώτερος από μια γυναίκα, που τον σπρώχνουν στην αδυσώπητη τιμωρία της Αντιγόνης. Αποτελεί και πεποίθηση του, ότι ενεργώντας έτσι, ενεργεί για το καλό της πόλης.

    Όμως υπάρχουν και άλλα στοιχεία που σπρώχνουν προς την τελική σύγκρουση.

    «Πως δεν είναι κέρδος να πεθάνει κανείς όταν βρίσκεται μέσα σε τόσες συμφορές, όπως εγώ» (στ. 463-4) λέει η Αντιγόνη. Αν αναλογι (σελ. 77) σθούμε μάλιστα και το γεγονός ότι παροτρύνει την Ισμήνη, να διακηρύ­ξει την πράξη της και να μην την κρατήσει κρυφή, υποψιαζόμαστε και μια ενδόμυχη τάση αυτοκτονίας. Μετά τον τραγικό χαμό των αδελφό» της, είναι απόλυτα δικαιολογημένα τέτοια αισθήματα. Η Käte Hamburger μάλιστα υποστηρίζει ότι αυτό είναι και το πρωταρχικό, στοιχειακό κίνητρο που την ωθεί στην πράξη της, και όχι τόσο η αγάπη της για τον αδελφό της, και ας προβάλλεται συνεχώς μέσα στο έργο σε πρώτο πλάνο.

    Ένας άλλος λόγος που η Αντιγόνη θέλει να θάψει τον αδελφό της είναι για να βρει η ψυχή του ανάπαυση και να μην περιφέρεται το φάντασμα του πάνω στη γη. Ο Bowra αναφέρει όλες τις σχετικές δοξασίες των Αρχαίων.

    Όμως δεν είναι μόνο αυτό, ή κυρίως αυτό. Ο Σοφοκλής σκόπιμα δεν κάνει καμιά σχετική αναφορά, γιατί θέλει να δώσει μια πιο πλατιά σημασία στην πράξη της Αντιγόνης, και αυτός είναι ίσως ο κύριος λόγος που βάζει την ηρωίδα του να προτρέπει την αδελφή της να την κοινοποιή­σει.

    «Η τραγωδία εστί μίμησις βελτιόνων ή καθ’ ημάς» μας λέει ο Αρι­στοτέλης. Και ο Σοφοκλής προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξυψώσει τους ήρωες του, να τους παρουσιάσει «βελτίονες». Ένας από τους στόχους που εξυπηρετούν οι αυτοκτονίες της Ευρυδίκης και του Αίμονα είναι και αυτός, και όχι μόνο η τιμωρία του Κρέοντα. Η πολλαπλή αξιοποίηση των δραματικών στοιχείων είναι άλλωστε χαρακτηριστικό κάθε μεγά­λου καλλιτέχνη. Με την αυτοκτονία τους ο Σοφοκλής τους εξυψώνει σε ανώτερες φύσεις, που δεν συμβιβάζονται με μια ξαφνική μεταστροφή της μοίρας τους, που προτιμούν το θάνατο από το να φέρουν στο εξής μίζερα το βάρος του πόνου τους.

    Το πρόσωπο της Ισμήνης στην οικονομία του έργου έχει επίσης αυτόν τον στόχο, την εξύψωση της Αντιγόνης. Ο Λούκατς λέει σχετικά..

    «Ο Κρέων έχει κηρύξει ότι ο Πολυνείκης δεν θα ταφεί. Με δοσμένη την κατάσταση, η δραματική σύγκρουση απαιτεί δύο, και μόνο δύο αδελφές του Πολυνείκη. Αν η Αντιγόνη ήταν η μόνη αδελφή, τότε η ηρωική αντίσταση στο διάταγμα του Κρέοντα θα μπορούσε να φανεί σαν συνηθισμένη και αναμενόμενη αντίδραση. Το πρόσωπο της αδελφής της, της Ισμήνης, είναι ζωτικό για να δείξει ότι η πράξη της Αντιγόνης είναι πράγματι μια ηρωική και αυτονόητη έκφραση μιας παλιάς ηθικό­τητας που έχει ήδη εξαφανισθεί και που, κάτω από τις τωρινές συνθήκες του δράματος, δεν είναι πια μια αυθόρμητη και συνηθισμένη αντίδραση. Η Ισμήνη αποδοκιμάζει την απαγόρευση του Κρέοντα ακριβώς όπως και η Αντιγόνη, όμως συμβουλεύει την ηρωική αδελφή της, σαν πιο αδύναμη που είναι, να υποταχτεί στη δύναμη της εξουσίας. Είναι πι (σελ. 78) στεύω εντελώς αυτονόητο ότι χωρίς την Ισμήνη η τραγωδία της Αντιγό­νης δεν θα ήταν πειστική, δεν θα ήταν η καλλιτεχνική εικόνα μιας κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας, όπως είναι επίσης αυτονόητο ότι μια τρίτη αδερφή δραματικά θα ήταν μια καθαρή ταυτολογία» (1, σελ. 108).

    Όμως ο Σοφοκλής και την Ισμήνη δεν την αφήνει αμετάκλητα υπο­τιμημένη στη συνείδηση του θεατή. Βρίσκει τρόπο να την εξυψώσει αργότερα στα μάτια μας. Όταν η αδελφή της συλλαμβάνεται, την εκλιπαρεί να την δεχθεί σαν συνυπεύθυνη της ταφής. Έτσι η Ισμήνη δεν φαίνεται πια στα μάτια μας δειλή, αλλά «ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη», που απλώς υποχώρησε από το ηθικό καθήκον της σε μια στιγμή αδυνα­μίας. Ακόμη, αυτή η τελική μεταστροφή της περιβάλλει με ακόμη με­γαλύτερη αίγλη την πράξη της Αντιγόνης. Και όταν η Αντιγόνη αρνεί­ται να δεχθεί την προσφορά της, δεν το κάνει τόσο από αγανάκτηση για την προηγούμενη στάση της, αλλά περισσότερο για να την προστατεύ­σει από τη σκληρή μοίρα που περιμένει την ίδια. «Μη φοβάσαι, εσύ ζεις, η δική μου όμως ψυχή έχει από καιρό πεθάνει, για να ωφελήσει τους νεκρούς» (στ. 1559-60).

    Η ίδια νιώθει τον εαυτό της ζωντανό νεκρό. Όμως αργότερα, καθώς οδηγείται στην υπόγεια φυλακή της, η εγκαρτέρηση αυτή την εγκατα­λείπει, και ξεσπάει σε δυνατό θρήνο. «Άκλαυτη, έρημη και ανύπαντρη η ταλαίπωρη σέρνομαι σ’ αυτό τον αναπόφευκτο δρόμο», (στ. 876-7). Πολλοί, σ’ αυτό το θρήνο, βλέπουν μια κάμψη του φρονήματος της. Όμως είναι έτσι;

    Ο θρήνος αυτός, ένα από τα πιο υπέροχα λυρικά ξεσπάσματα σε τραγωδία, δεν αποτελεί καθόλου αδυναμία του έργου, αλλά εξυπηρετεί κάποιους στόχους. Ένας στόχος είναι να διαγράψει ρεαλιστικότερο και τρυφερότερο τον χαρακτήρα της Αντιγόνης, που αρκετά έχει παρολαυτά επικριθεί σαν ιδιαίτερα ανδροπρεπής. Ακόμη, με το θρήνο της γι’ αυτά που στερείται, συνειδητοποιεί ο θεατής ότι η Αντιγόνη δεν είναι ένα ψυχρό ηθικό τέρας, αλλά ένας άνθρωπος με τους ανθρώπινους φόβους του και τις ανθρώπινες αδυναμίες του, και ότι η ουσία του ηρωισμού δεν βρίσκεται τόσο στην ίδια την επιτέλεση της ηρωικής πράξης, όσο στο μέγεθος της θυσίας που υποβάλλεται ο ήρωας, και προ παντός στον αγώνα που καταβάλλει κάθε στιγμή να μη λυγίσει. «Ένας μεταγενέ­στερος», λέει ο Victor Ehrenberg, «θα είχε ίσως χειριστεί έτσι το θέμα: ο άρχοντας βγάζει την απαγόρευση, η Αντιγόνη την ακούει, και αρχίζει ένας εσωτερικός αγώνας προκειμένου να πραγματοποιήσει την ηρωική της απόφαση. Ο Σοφοκλής όμως το θέμα του δεν το χειρίζεται έτσι».

    Δεν το χειρίζεται έτσι, γιατί στην τραγωδία του Σοφοκλή οι συγ (σελ. 79) κρούσεις είναι εξωτερικές, όχι εσωτερικές. Όμως η εσωτερική σύγκρουση είναι ένα στοιχείο πραγματικό (Ο Ευριπίδης το ήξερε όταν έγραφε τη Μήδεια), και αν και δεν απεικονίζεται στην τραγωδία, όμως με το θρήνο γίνεται μια νύξη, αν όχι αμφιταλάντευσης (ο Σοφοκλής θέλει τους ήρωες «όπως πρέπει να είναι»), πάντως μιας συνειδητοποίησης από τη μεριά της ηρωίδας για το μέγεθος της τραγικής μοίρας την περίμενε, και παρολαυτά δεν λύγισε.

    Ακόμη ο έλεος, η συμπόνια για την τραγική ηρωίδα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να προκληθεί; Χωρίς το θρήνο, η Αντιγόνη θα κέρδιζε απλώς το θαυμασμό μας. Με τον θρήνο της κερδίζει και την συμπόνια μας, μας! κάνει να νιώσουμε τον επερχόμενο θάνατο της σε όλη του την τραγικότητα.

    Η τραγωδία αποτελείται από δύο στοιχεία, το λυρικό και το επικό, και συνοψίζει, μπορούμε να πούμε, σε μια νέα, υψηλότερη σύνθεση, την ποιητική παράδοση της λυρικής ποίησης και του έπους. Μορφολογικά, το επικό στοιχείο το εκπροσωπούν οι υποκριτές ενώ το λυρικό ο χορός.

    Ένα μειονέκτημα όμως της λυρικής ποίησης του χορού είναι οι μπορεί να εκφράζει μεν αισθήματα, όμως τα αισθήματα αυτά είναι μπορούμε να πούμε, αισθήματα κατ’ αντανάκλαση, αισθήματα που έχουν τη βάση τους στα αισθήματα και στην δράση των πρωταγωνιστών, και τα οποία ο χορός γενικεύει. Ο κομμός, που αποτελείται από συντομότερα άσματα που τραγουδά ο χορός και ένας ή δύο ηθοποιοί] καθώς και οι μονωδίες και οι διωδίες (άσματα που τραγουδούν ένας κα δυο υποκριτές αντίστοιχα) αίρουν αυτό το μειονέκτημα.

    Τα χορικά, που γράφονταν σε δωρική διάλεκτο ή σε διάλεκτο πολλά δωρικά στοιχεία, εκφράζουν μια συλλογικότητα, την ίδια συλλογικότητα που εμπνέει ο αγροτοστρατιωτικός κοινωνικός βίος των δωρι­κών φύλων. Τα διαλογικά μέρη απεναντίας είναι γραμμένα στην ιωνική διάλεκτο, τη διάλεκτο των ανεπτυγμένων οικονομικά ιωνικών πόλεων εκφράζοντας έτσι εκείνο το πνεύμα του ατομισμού που είναι σύμφυτο αεί κάθε αστικό σχηματισμό. Έτσι οι στίχοι 890-928 που αποτελούν προέκταση του κομμού, γραμμένοι στο ιαμβικό τρίμερο των διαλογικών μερών, υποβάλλουν μια αίσθηση εξυποκειμενισμού των αισθημάτων της Αντιγόνης και μιας πιο νηφάλιας επεξεργασίας τους, θα μπορούσε να πει κανείς, όπου στο θυμικό επεμβαίνει το νοητικό στοιχείο. Μόνο με τέτοιους στίχους θα μπορούσε να εκφραστεί το λεγόμενο «σόφισμα» της  Αντιγόνης, όπου αναφέρει τους λόγους για τους οποίους αγαπάει τόσο πολύ τον αδελφό της (και τους οποίους παραθέσαμε πιο πριν).

    Τα χορικά βρίσκονται σε συνεχή υποχώρηση στο αρχαίο δράμα. Ενώ κατέχουν μια εξέχουσα θέση στις τραγωδίες του Αισχύλου, αρχίζουν να (σελ. 80) υποχωρούν στο Σοφοκλή, για να υποχωρήσουν στο ελάχιστο στον Ευρι­πίδη, ο οποίος αναθέτει το λυρικό στοιχείο στους ίδιους τους υποκριτές. Μάλιστα με βάση το γεγονός ότι η Αντιγόνη βρίθει από χορικά, την κατατάσσουν στα πρωιμότερα έργα του Σοφοκλή.

    Με το επικό στοιχείο τα πράγματα είναι διαφορετικά.

    Οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να αρέσκονται να ακούνε αφηγήσεις. Ίσως μάλιστα να ξεκινάει από εδώ η σύμβαση να μην παριστάνονται φόνοι πάνω στη σκηνή. Ο θεατής προτιμά να ακούσει την αφήγηση τους. Οι ποιητικές ικανότητες του δραματουργού θα φανούν εδώ πιο καθαρά. Φανταστείτε τον θάνατο του Αίμονα και της Αντιγόνης πάνω στη σκηνή, και συγκρίνετε τον με τη ζωηρή περιγραφή που μας δίνει ο φύλακας. Η τραγωδία, αντίθετα από το σύγχρονο θέατρο, αποσκοπούσε περισσότερο σε ακουστικές παρά σε οπτικές εντυπώσεις.

    Επί πλέον, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, έχουμε έτσι ένα μεγαλύτερο ρεαλισμό. Ο θάνατος της Αντιγόνης και του Αίμονα πάνω στη σκηνή θα ήταν ψεύτικος, τα τρυκ δεν θα διέφευγαν την προσοχή ενός παρατηρητι­κού θεατή. Όμως η αφήγηση ενός πλαστού σε σχέση με την αφήγηση ενός πραγματικού επεισοδίου θεωρητικά δεν διαφέρει σε τίποτα. Και ξέρουμε ότι οι Έλληνες ενδιαφέρονταν να δώσουν όσο το δυνατόν την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας πάνω στη σκηνή, με κύριο μέσο τη διατήρηση των περίφημων τριών ενοτήτων, του χώρου, του χρόνου και της δράσης. Μόνο η ψευδαίσθηση της πραγματικότητας μπορεί να οδη­γήσει στην ολοκληρωτική ταύτιση του θεατή με τους ήρωες, αυξάνοντας έτσι το αίσθημα του ελέους που νιώθει γι’ αυτούς.

    Στο αρχαίο δράμα όμως δεν διακρίνουμε μόνο τις επιδράσεις του έπους και της λυρικής ποίησης. Στο έργο του Σοφοκλή αρχίζει να ασκεί την επίδραση της και η ρητορική. Ο Σοφοκλής ενδιαφέρεται για την ρητορική αποτελεσματικότητα του λόγου του αγγελιοφόρου, λέει ο  Κίττο. Ο Κρέων και ο Αίμων, η Αντιγόνη και ο Κρέων, κονταροχτυπιούνται σαν καλοί ρήτορες. Οι αποφθεγματικές εκφράσεις βρίθουν στα στό­ματα τους και υποστηρίζουν με πολύ επιτυχία αντίθετες απόψεις. Δεν είναι τυχαίο που ένας μεγάλος φιλόσοφος όπως ο Χέγκελ «πείσθηκε» από τον Κρέοντα ότι είχε αρκετό δίκιο. Ακόμη οι τραγικές συγκρούσεις, με την σοφιστική επιχειρηματολογία, φαίνονται ακόμη πιο έντονες. Αυ­τή η επίδραση της σοφιστικής όλο και αυξάνεται, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της στο έργο του μεγάλου σκεπτικιστή, του Ευριπίδη.

    Ένα σημείο που θα θέλαμε να θίξουμε τώρα είναι σχετικά με τον χαρακτηρισμό των τραγικών ηρώων, θα δώσουμε το λόγο και πάλι στον Λούκατς.

    «Οι κινητήριες δυνάμεις της ζωής αναπαριστώνται στο δράμα μόνο στο βαθμό που οδηγούν σ’ αυτές τις κεντρικές συγκρούσεις, μόνο στο (σελ.81) βαθμό που αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις αυτών των τελικών συ­γκρούσεων. Στην επική (αφηγηματική) τέχνη αντίθετα, η ζωή εμφανίζεται με όλη την έκταση και τον πλούτο της. Δραματικές κορυφώσεις μπορούν να συμβούν, όμως σχηματίζουν βουνοκορφές που περιλαμβά­νουν όχι μόνο ολόκληρη την οροσειρά, αλλά και τους λόφους και τις πεδιάδες» (1, σελ. 123)

    Και αλλού:

    «Και η τραγωδία και η επική (αφηγηματική) τέχνη — δηλαδή το έπος και το μυθιστόρημα — παρουσιάζουν τον αντικειμενικό, εξωτερικό κόσμο. Την εσωτερική ζωή του ανθρώπου την παρουσιάζουν μόνο στο βαθμό που τα αισθήματα και οι σκέψεις του εκδηλώνονται σε πράξεις και ενεργήματα, σε μια ορατή αλληλεπίδραση με την αντικειμενική, εξωτερική πραγματικότητα» (1, σελ. 103).

    Όταν λοιπόν στο μυθιστόρημα, όπου έχουμε τους λόφους και τις πεδιάδες, ή, όπως λέει αλλού ο Λούκατς, την «ολότητα των αντικειμέ­νων», η εσωτερική ζωή του ήρωα παρουσιάζεται μόνο σε περιορισμένο βαθμό, αυτό θα ισχύει πολύ περισσότερο για το δράμα. Ο Κίττο επίσης λέει χαρακτηριστικά: «Ο Σοφοκλής δεν δημιούργησε πινακοθήκη προ­σωπογραφιών. Η μόνη ανάγκη είναι το κάθε έργο να παρουσιάζει όσο γίνεται πιο ζωηρά την τραγική ιδέα που βρίσκεται πίσω του». Αλλού μιλώντας για το ίδιο το έργο, λέει ότι «δεν είναι ένα πλήρες πορτρέτα της Αντιγόνης». Τέλος ο ίδιος ο Αριστοτέλης θεωρεί σαν πρωταρχική την πλοκή, ενώ τους ήρωες και την ψυχολογία τους σαν δευτερεύοντα στοιχεία. Στην Ποιητική λέει:

    «Ή γαρ τραγωδία μίμησις εστίν ουκ ανθρώπων αλλά πράξεως και βίου». Ακόμη «ούκουν όπως τα ήθη μιμήσωνται πράττουσιν, αλλά τα ήθη συμπεριλαμβάνουσι δια τας πράξεις» και τέλος, «άνευ μεν πράξεως ουκ αν γένοιτο τραγωδία, άνευ δε ηθών γένοιτ’ αν». (1450 α)

    θα ήταν λοιπόν ανεπίτρεπτος βιασμός του κειμένου να ψάχνουμε και για την πιο παραμικρή ένδειξη που θα μας επέτρεπε να προσθέσουμε κάτι στον χαρακτηρισμό του ήρωα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να βρούμε τα χαρακτηριστικά εκείνα στο πρόσωπο του ήρωα που έχουν άμεση σχέση με την δραματική σύγκρουση.

    Ο Λούκατς λέει σχετικά: «Συγκεντρώνοντας την αντανάκλαση της ζωής γύρω από μια μεγάλη σύγκρουση, μαζεύοντας όλες τις εκδηλώσει. της ζωής γύρω από αυτή τη σύγκρουση και επιτρέποντας τους να βιωθούν μόνο σε σχέση με τη σύγκρουση, το δράμα απλοποιεί και γενίκευε τις πιθανές στάσεις των ανθρώπων απέναντι στα προβλήματα της ζωής. τους. Η απεικόνιση περιορίζεται στην παρουσίαση των πιο σημαντικοί και πιο χαρακτηριστικών στάσεων των ανθρώπων, σε ότι είναι απαραίτητο στη δυναμική για την εκδήλωση της σύγκρουσης, σε εκείνα δηλαδή (σελ. 82) τα κοινωνικά, ανθρωπιστικά και ηθικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται μέσα στους ανθρώπους, από τα οποία προκύπτει η σύγκρουση και στα οποία αναλύεται. Κάθε πρόσωπο, κάθε ψυχολογικό χαρακτηριστικό ενός προσώπου που ξεπερνάει τη διαλεκτική αναγκαιότητα αυτής της σχέσης, της δυναμικής της σύγκρουσης, κατ’ ανάγκη είναι περιττό από την άποψη του δράματος» (1, σελ. 107-108). (Η υπογράμμιση δική μας).

    Τα πάντα λειτουργούν με μια θαυμαστή αίσθηση ισορροπίας και οικονομίας, από την παρουσία της Ισμήνης μέχρι την έλλειψη αναφοράς από την Αντιγόνη για τον ερωτά της με τον Αίμονα, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε ο Σοφοκλής από κάποιους ερμηνευτές. Στα πλαί­σια αυτής της οικονομίας, δίνονται εκείνα μόνο τα χαρακτηριστικά των ηρώων που έχουν σχέση με την πλοκή.

    Ο δραματικός ήρωας, υποστηρίζει ο Λούκατς, αποτελεί ένα τυπικό εκπρόσωπο (της εποχής του, της τάξης του κλπ.), αλλά και με αρκετά στοιχεία ατομικότητας, ώστε τίποτα στις ενέργειες του να μη φαίνεται αναπόφευκτο, όπως θα πρόκυπτε στην πρώτη περίπτωση. Ο Κρέων αποτελεί ένα τυπικό εκπρόσωπο της τυραννίδας. Σαν τύραννος είναι αμείλικτος, γιατί πρέπει να είναι αμείλικτος. Όμως υπάρχει και μια ιδιαιτερότητα στη θέση του σαν τύραννος: ο γιος του είναι αρραβωνιαστικός κάποιας που έχει παραβιάσει τις διαταγές του. θα εξακολουθεί να είναι αμείλικτος; και μέχρι πότε; Η σημασία της απόφασης του παίρνει ένα απροσδόκητο μέγεθος από αυτό το γεγονός, παρά αν η Αντιγόνη του ήταν ένα πρόσωπο εντελώς αδιάφορο.

    Ακόμη είναι αλαζονικός. Αντιμετωπίζει με αρκετή υπεροψία τις υποδείξεις του χορού και τις συμβουλές του Τειρεσία, και το θεωρεί πολύ υποτιμητικό να υποχωρήσει σε μια γυναίκα.

    Κάτι που θα πρέπει να θυμούμαστε πάντα σε σχέση με το δράμα είναι ότι η ψυχολογία των ηρώων δεν κρέμεται στο κενό, αλλά βρίσκεται σε μόνιμη αναφορά με τις συνθήκες, και μάλιστα με εκείνες τις συνθήκες που έχουν άμεση σχέση με τη δραματική σύγκρουση. Την αλαζονεία του Κρέοντα δεν θα την θεωρήσουμε σαν έμφυτο χαρακτηριστικό ή δημιούρ­γημα πρώιμων εμπειριών, αλλά σαν κάτι που του υποβάλλει —και γιατί όχι, που του επιβάλλει — η θέση του σαν τύραννος.

    Όμως ο Σοφοκλής είναι είπαμε πολύ προσεκτικός για να στηρίξει τη δραματική σύγκρουση μόνο στην αλαζονεία του Κρέοντα και στο πείσμα της Αντιγόνης. Ο Κρέοντας επιχειρηματολογεί πολύ επιτυχημέ­να για τις θέσεις του, τόσο πολύ μάλιστα, που στη συνείδηση πολλών ερμηνευτών φαίνεται αρκετά δικαιωμένος. Ένας μονάρχης που μόλις ανέβηκε στην εξουσία δεν μπορεί να φανεί ελαστικός, αν θέλει να διατη­ρήσει τη θέση του. Η παραμικρή υποχώρηση θα μπορούσε να εκληφθεί (σελ. 83) σαν ένδειξη αδυναμίας. Η απαγόρευση της ταφής του Πολυνείκη δεν γίνεται ίσως σε μια έκρηξη οργής για τον εχθρό της πατρίδος, αλλά ύστερα από ψύχραιμο πολιτικό υπολογισμό. Ο Κρέοντας μανιάζει πραγματικά, όταν αντί για λόγια συγγνώμης προσκρούει πάνω στην προκλητικότητα της Αντιγόνης.

    Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση για να θυμίσουμε ότι όταν πλησιάζουμε ένα λογοτεχνικό έργο του παρελθόντος, πρέπει να κάνουμε ένα «άλμα αναχρονισμού». Με αυτό θέλουμε να πούμε ότι πρέπει να δούμε την Αντιγόνη όχι με τα μάτια τα σημερινά, με τις σημερινές αντιλήψεις και ευαισθησίες μας, αλλά με τα μάτια του θεατή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. «Η μεγάλη τέχνη δεν είναι αιώνια, εκτός αν μπούμε στον κόπο να καταλάβουμε τη γλώσσα της, που μπορεί να είναι πολύ διαφορετική από τη δική μας», λέει ο Κίττο. Ο Κρέων είναι τύραννος, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η τυραννίδα ήταν η πιο προο­δευτική μορφή καθεστώτος την εποχή που λαμβάνει χώρα το δράμα. Ο τύραννος εξέφραζε τα συμφέροντα μιας τάξης εμπορικής και βιοτεχνι­κής, κάτι ανάλογο με την σημερινή αστική τάξη, ενάντια στα συμφέρο­ντα μιας τάξης γαιοκτημόνων-αριστοκρατών. Όλοι οι τύραννοι προστά­τεψαν τα γράμματα και τις τέχνες, και αυτοί προώθησαν την διονυσιακά λατρεία, που ήταν λατρεία λαϊκή, από την οποία μάλιστα προήλθε και το αρχαίο δράμα. Όταν η αστική αυτή τάξη ένιωσε τον εαυτό της αρκετά ισχυρό, έπαψε πια να καταφεύγει στη διαμεσολάβηση του τυράννου για την υποστήριξη των συμφερόντων της (από μια άποψη το καθεστώς του ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή «δικτατορία του προ­λεταριάτου») και κυβερνούσε η ίδια «δημοκρατικά», μια και η αντιπολί­τευση των ολιγαρχικών αριστοκρατών ήταν αρκετά αδύνατη ώστε να της αμφισβητήσει σοβαρά την εξουσία. Ο Περικλής κυβέρνησε επί χρό­νια σαν δημοκρατικός μονάρχης.

    Η τυραννίδα λοιπόν για την εποχή της αποτελεί πολιτικό νεωτερι­σμό. Γι’ αυτό όταν ακούμε τον Κρέοντα να λέει ότι «Μα η πόλη λοιποί δεν θεωρείται ότι ανήκει σε αυτόν που την κυβερνά;» (στ. 738) δεν πρέπει να μας πιάνει αγανάκτηση, γιατί αυτό που λέει ο Κρέοντας τι εννοεί, και αποτελεί περισσότερο μια ρητορική ερώτηση που ηχεί σαν υπενθύμιση. Η αρνητική σημασία της τυραννίδας είναι προϊόν μιας μεταγενέστερης εποχής.

    Τελικά ο Κρέοντας είναι ή δεν είναι «κακός»;

    Και εδώ έχουμε να κάνουμε πάλι την παρατήρηση ότι το φιλολογικό μας γούστο επισκοτίζεται συχνά από τη μαθητεία μας σε έργα λαϊκής κατανάλωσης, για να μην πούμε από τα ίδια τα παραμύθια με τα οποία γαλουχηθήκαμε στην πρώτη παιδική μας ηλικία, και στα οποία επικρατεί ο μανιχαϊσμός της διάκρισης των ηρώων σε καλούς και κακούς. Αφού (σελ. 84) η Αντιγόνη είναι η καλή, ο Κρέοντας δεν μπορεί παρά να είναι ο κακός. Όμως ένας κακός Κρέοντας δεν θα ήταν τραγικός (δεν θα νιώθαμε γι’ αυτόν κανένα «έλεο») γιατί, αν ήταν πραγματικά κακός, η συμφορά της οικογένειας του μπορεί και να τον άφηνε ασυγκίνητο και, πολύ περισσό­τερο βέβαια, δεν θα υποχωρούσε με την απειλή μιας τέτοιας συμφοράς. Παρά τον υπολογισμό που διέκριναν μερικοί στη στάση αυτή του Κρέο­ντα, είναι τελικά πολύ ανθρώπινη.

    Όμως η συμπάθεια του Σοφοκλή είναι με την Αντιγόνη, αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει, και τη συμπάθεια του αυτή προσπαθεί κάθε στιγμή να μας την μεταδώσει· και κάνουν λάθος κάποιοι ερμηνευτές παίρνοντας τη συγκατάβαση του χορού στα λεγόμενα του Κρέοντα σχε­τικά με την Αντιγόνη ότι εκφράζει τα πραγματικά του αισθήματα, πολύ περισσότερο του ίδιου του Σοφοκλή. Ο χορός δεν κρατάει καμιά ενδιά­μεση στάση, η συμπάθεια του είναι με την Αντιγόνη ευθύς εξαρχής, όμως μπροστά στον τύραννο δεν μπορεί παρά να κρατήσει μια συναινε­τική στάση και να εκφράζει με πολύ προσοχή τις επιφυλάξεις του.

    Γιατί όμως ο Σοφοκλής συμπαθεί τόσο την ηρωίδα του, και θέλει να την συμπαθήσουμε και εμείς; Από συναισθηματισμό, για την τόση αγά­πη που δείχνει για τον αδελφό της; Ή μήπως για την μέχρι θανάτου αφοσίωσή της στους θεϊκούς νόμους; Τη δεύτερη αυτή άποψη υποστηρί­ζει ο Κ. Μάνος, χαρακτηρίζοντας τον Σοφοκλή θρησκόληπτο. Εμείς όμως θα παραπέμψουμε σε μια από τις ερμηνείες που αναφέραμε ήδη, και δίνουμε πάλι το λόγο στο Λούκατς. «Η ιστορική ανάπτυξη των κοινωνικών ανταγωνισμών στη ζωή δημιουργεί την τραγωδία σαν το λογοτεχνικό είδος της απεικονιζόμενης σύγκρουσης» (σελ. 102) και πιο κάτω. «Δεν είναι βέβαια τυχαίο που οι μεγάλες περίοδοι της τραγωδίας συμπίπτουν με τις μεγάλες κοσμοϊστορικές αλλαγές στην ανθρώπινη κοινωνία. Ήδη ο Χέγκελ, αν και με μια μυστικοποιημένη μορφή, είδε στη σύγκρουση της Αντιγόνης του Σοφοκλή την σύγκρουση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που στην πραγματικότητα οδηγούσαν στην κατα­στροφή των πρωτόγονων κοινωνικών σχηματισμών και στην ανάπτυξη της ελληνικής πόλης. Στην ανάλυση που κάνει ο Μπαχόφεν, πάνω στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, αν και σπρώχνει τις μυστικοποιημένες τά­σεις ακόμη πιο πέρα από τον Χέγκελ, περιγράφει αυτή την κοινωνική σύγκρουση πιο συγκεκριμένα, δηλαδή σαν την τραγική σύγκρουση ανά­μεσα στην μητριαρχία που αρχίζει να εξαφανίζεται και στην καινούρια πατριαρχική κοινωνική τάξη» (σελ. 111).

    Στην πρωτόγονη κοινωνία με το κοινοκτημονικό καθεστώς των φύ­λων, κυριαρχούν οι δεσμοί του αίματος σαν πιο αποφασιστικοί. Η «αστική» ανάπτυξη που ακολουθεί, κάνει πιο επιτακτική την υποταγή στους νόμους της πόλης από την υποταγή στη φωνή του αίματος. Τα (σελ. 85) οικονομικά συμφέροντα τα εκπροσωπεί τώρα καλύτερα η κρατική εξουσία από ότι η κοινότητα των συγγενικών δεσμών. Την προτεραιότητα της πολιτείας την εκφράζουν πολύ παραστατικά τα λόγια του Κρέοντα που λέει ότι «αυτή είναι που μας σώζει, και όταν μ’ ασφάλεια ταξιδεύουμε πάνω σ’ αυτή κάνουμε τους φίλους μας» (στ. 189-190).

    Όμως ο Σοφοκλής θρηνεί για τις συνέπειες που έχει αυτή η αλλά Στο παλιό κοινωνικό καθεστώς υπήρχαν σχέσεις συντροφικότητας, στο καινούριο καθεστώς σχέσεις υποταγής. Στο παλιό καθεστώς υπήρχε αγάπη ανάμεσα στους συγγενείς, στο καινούριο καθεστώς ένας θείος μπορεί να θεωρεί την ανιψιά του σαν δούλη. («Γιατί δεν ταιριάζει όποιος είναι δούλος των άλλων να κάνει τον υπερήφανο» στ. 478). Στο παλιό καθεστώς υπήρχε η αγάπη για τον συνάνθρωπο, στο καινούριο η αγάπη για το χρήμα. «Αλλά όσοι δωροδοκηθέντες κάνουν τέτοια πράγματα, αργά ή γρήγορα καταλήγουν να τιμωρηθούν», (στ. 301) λέει ο Κρέοντας, που το μυαλό του, εκφράζοντας το πνεύμα της εποχής του, δεν μπορεί να χωρέσει ότι μπορεί να κάνει κανείς κάτι διακινδυνεύοντας τη ζωή του χωρίς να έχει σαν στόχο το κέρδος.

    Ο Σοφοκλής διαπιστώνει την αναπόφευκτη μετάβαση στην καινούρια τάξη πραγμάτων, και θρηνεί για την απώλεια του παρελθόντος, τότε που οι ηθικές αξίες ήσαν πιο πάνω από τις υλικές, τότε που η λατρεία των θεών δεν είχε ακόμη υποκατασταθεί από την λατρεία του χρήματος. Η μετάβαση αυτή είναι αναπόφευκτη, και αυτό εκφράζει από το ότι η Αντιγόνη σαν εκφραστής του παλιού δεν σώζεται, αλλά πεθαίνει για να καταυγάσουν στον ορίζοντα οι αρετές και αξίες τις οποίες εκπροσωπεί.

    Αυτή η στάση απέναντι στην πραγματικότητα δεν είναι καινούς Ο Ουώλτερ Σκωτ στο ιστορικό του μυθιστόρημα θρηνεί την αποσύνθεση των Σκοτσέζων φύλων με τις πρωτόγονες αρετές τους κάτω από επαφή τους με την «πολιτισμένη» Αγγλία και με τις αυλικές ίντριγκες. Ο Τζέημς Φένιμορ Κούπερ («Ο τελευταίος των Μοϊκανών») θρηνεί για τον εκφυλισμό του «ευγενικού» ινδιάνου στην επαφή του με τους λευκών.

    Ηρωική στο τραγικό της πέσιμο παρουσιάζει και ο Μασάκι Κουμπαγιάσι, για να αναφέρουμε και ένα παράδειγμα από τον κινηματογράφο, την πτώση των Σαμουράι στο ομώνυμο έργο του, και των αξιών: εκπροσωπούν, κατά τη μετάβαση από την κατακερματισμένη φεουδαρχία σε ένα καθεστώς συγκεντρωτικό (ανάλογο με αυτό που πέρασε Ευρώπη στον ύστερο Μεσαίωνα, κατά τον σχηματισμό των εθνικών κρατών), οπότε οι Γιαπωνέζοι αυτοί «ιππότες» έχασαν την κοινών βάση της ύπαρξης τους, με την αποδυνάμωση των τοπικών ηγεμονίσκων.

    Όπως όλοι αυτοί, με παρόμοιο τρόπο και ο Σοφοκλής θρηνεί για την (σελ. 86) απώλεια του παλιού, νιώθει όμως ότι είναι αμετάκλητα καταδικασμέ­νο, και γι’ αυτό περιβάλλει την πτώση του με τόση αίγλη.

    Ο επαρκής αναγνώστης, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Σεφέρης, μπορεί να ανακαλύψει σε ένα έργο πλευρές που ούτε κατά διάνοια δεν είχαν περάσει από το μυαλό του δημιουργού του, και παρολαυτά να είναι απόλυτα έγκυρες. Δυστυχώς όμως επαρκείς αναγνώστες στις μέρες μας είναι συνήθως οι κριτικοί και οι ειδικοί μελετητές της λογοτεχνίας, και ο Σοφοκλής δεν έγραψε γι’ αυτούς την Αντιγόνη, αλλά για τον μέσο Αθη­ναίο πολίτη.

    Και θα επιμείνουμε στην άποψη του μέσου Αθηναίου πολίτη, ή γενι­κότερα του μέσου θεατή, γιατί υπάρχει η τάση να αγνοείται από τη νεότερη κριτική. Και δεν εννοούμε ότι η κριτική πρέπει να αποκαλύπτει στο έργο μόνο ότι μπορεί να αποκαλύψει ο μέσος θεατής και τίποτα παραπάνω — κάθε άλλο μάλιστα. Εννοούμε ότι πρέπει να αποκαλύψει τους δρόμους και να αναλύσει τις τεχνικές με τις οποίες ο δραματουργός κοιτάζει να προσεγγίσει το κοινό του. Μια τέτοια προσέγγιση όμως, που θα την χαρακτηρίζαμε φορμαλιστική, είναι ξένη στην ιδιοσυγκρασία των σημερινών ερμηνευτών, οι οποίοι συνεχώς παραπέμπουν στο περιε­χόμενο, και την μορφολογική ανάλυση την θεωρούν σαν απλό βοηθητικό συμπλήρωμα στην προσέγγιση του περιεχομένου. Αυτή η προσέγγιση, που θα την ονομάζαμε ιντελλεκτουαλιστική, διανοητική, είναι βέβαια ολότελα σύμφωνη με την εποχή μας, και κυριαρχεί στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος —και όχι μόνο— με πρώτο διδάξαντα τον Χέγκελ, όμως δεν νομίζω ότι είναι σύμφωνη με το ίδιο το πνεύμα της τραγωδίας. Έννοιες όπως «δίκη» και «ύβρις», που αποτελούν κλειδιά στις σύγχρο­νες προσεγγίσεις, είναι ολοφάνερα ανεπαρκείς, και η χρήση τους πολλές φορές αντιμετωπίζει δυσκολίες. Ο Κίττο καταβάλλει μεγάλες προσπά­θειες για να μας πείσει για την ύβριν του Οιδίποδα. Χειρότερες είναι οι προσπάθειες αυτών που αγωνίζονται να μας πείσουν ότι οι τραγικοί από τη σκηνή προσπάθησαν να κάνουν κήρυγμα. Αν υπάρχει μια φιλο­σοφία στο αρχαίο δράμα, και αν μπορούν να αντληθούν ηθικά διδάγμα­τα, αυτό γίνεται μόνο παρεμπιπτόντως. Ο κύριος στόχος των τραγικών ήταν άλλος. Ήταν η «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», όπως μας λέει ο Αριστοτέλης.

    Ο Αριστοτέλης στην ποιητική του μας λέει ότι έλεο δεν νιώθουμε για τον οποιονδήποτε, αλλά για τον όμοιο. Και ο έλεος αυτός είναι κάτι παρά πάνω από τον απλό οίκτο, υποδηλώνει την ταύτιση με τον πάσχο­ντα σε τέτοια βαθμό, που νιώθουμε σαν να πάσχουμε εμείς οι ίδιοι. Την ταύτιση αυτή την θεωρεί ο Μπρεχτ σαν το πιο χαρακτηριστικό αποτέ­λεσμα της τραγωδίας, και πάνω σ’ αυτή τη βάση διαφορίζει το δικό του, (σελ. 87) το επικό θέατρο όπως το ονομάζει, όπου θέλει ο θεατής να μην ταυτίζεται με τους ήρωες, αλλά να τους τοποθετεί απέναντι του κριτικά και να τους συζητά.

    Όμως, για να επιτευχθεί αυτή η ταύτιση, ο ήρωας πρέπει να τύχει της αποδοχής του θεατή. Με την Αντιγόνη δεν υπάρχει αμφιβολία, ταυτίζεται. Είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Δεν εμφορείται μόνο από υψηλές αξίες και συναισθήματα (σεβασμό προς τους θεούς, για τον αδελφό της), διαθέτει και το απαιτούμενο πάθος, που τη σπρώχνει μοιραία στην επιδίωξη των αξιών της και στην έκφραση των αισθημάτων της, χωρίς να κάμπτεται από οποιοδήποτε εμπόδιο, ακόμη και το θάνατο. Και η Ισμήνη αγαπά τον αδελφό της, και η Ισμήνη σέβεται τους θεούς, όμως ο θεατής δεν ταυτίζεται μαζί της γιατί δε διαθέτει το ίδιο πάθος με την Αντιγόνη. Και το πάθος αυτό (εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ένα υπολανθάνοντα ρομαντισμό) δεν πρέπει να συγχέεται με το μέγεθος της αδελφικής αγάπης, ή με τον βαθμό υιοθέτησης και αποδοχής κάποιων αξιών. Είναι μια ξεχωριστή ψυχική ποιότητα, που ανήκει στην ηρωίδα, και που θα μπορούσε να εκφράσει την ίδια δύναμη στην υλοποίηση οποιασδήποτε αξίας, στην επιδίωξη οποιουδήποτε σκοπού. Στην Αντιγόνη, όπως και στην Άλκηστη, δεν θαυμάζουμε τόσο το μέγεθος της αγάπης, (για τον αδελφό ή για το σύζυγο), αλλά την δύναμη αυτών των ηρωίδων να θυσιάζουν τη ζωή τους για αυτούς που αγαπάνε.

    Αν το τραγικό πρόσωπο ήταν μόνο η Αντιγόνη, τότε μπορούμε πούμε ότι με την αποχώρησή της από τη σκηνή ολοκληρώνεται η τραγωδία, ήδη από τον 943 στίχο. Όμως μας μένουν ακόμη τετρακόσια στίχοι, σχεδόν το ένα τρίτο του έργου. Τι λόγο ύπαρξης έχουν αυτοί οι στίχοι; Μήπως για να ικανοποιηθεί ένα αίσθημα ικανοποίησης του θεατή με την απόδοση δικαιοσύνης, να επιτευχθεί η ηθική ικανοποίηση με το να δει τον «κακό» να γκρεμίζεται, σύμφωνα με την «ασθένεια των θεάτρων», όπως ονομάζει ο Αριστοτέλης την προσμονή των θεατών θέλουν στο τέλος του έργου τον κακό να τιμωρείται; Τότε ο Σοφοκλής θα ήταν ένα κακός τραγωδός. Την ουσία μάλλον πρέπει να την αν αναζητήσουμε αλλού.

    Το έργο, έχουν πει πολλοί κριτικοί, έχει μια δίπτυχη δομή, κι αυτό για να δικαιολογήσουν την εξαφάνιση της ηρωίδας λίγο μετά τη μέση του έργου, κι ας μη λέει τίποτα αυτό, αφού σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Αριστοτέλη, η ενότητα του έργου στηρίζεται στην ενότητα της «πράξης», δηλαδή των συμβαινόντων, και όχι στο πρόσωπο του ήρωα. Και η ενότητα της πράξης απαιτεί δύο τραγικούς ήρωες, όπου στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση τα πάντα βαίνουν «κατά το εικός και το αναγκαίον», που σημαίνει ότι ή τα γεγονότα εξελίσσονται έτσι κατ’ (σελ. 88) ανάγκη, ή ότι η τέτοια εξέλιξη τους είναι από τις πιο πιθανές. Και τίποτα δεν εμποδίζει τον δεύτερο αυτό ήρωα, τον Κρέοντα, να εξελιχθεί σε τραγικό πρόσωπο, ίσως πιο τραγικό από ότι η ίδια η Αντιγόνη.

    Κατ’ αρχήν στο πρόσωπο του εφαρμόζεται πληρέστερα η «μεταβολή εις δυστυχίαν». που κατά τον Αριστοτέλη χαρακτηρίζει τον τραγικό ήρωα. Η Αντιγόνη είναι από την αρχή δυστυχισμένη, και η ίδια αναμένει τη μοίρα της όσο και ο θεατής. Η μεταβολή εις δυστυχίαν της Αντιγό­νης συντελείται πριν καν αρχίσει η τραγωδία, τότε που τα δυο αδέλφια της πέφτουν αλληλοσκοτωμένα. Όμως η μοίρα του Κρέοντα δεν έχει αποφασισθεί ακόμη, ο ίδιος κρατάει στα χέρια του τα νήματα της. Αν υποθέσουμε ότι η καταδίκη της Αντιγόνης συνιστά μια δεύτερη «μετα­βολή εις δυστυχίαν», αυτή δεν είναι καθόλου όπως του Κρέοντα. Η δυστυχία της Αντιγόνης είναι η επιβεβαίωση του ηθικού της αναστήμα­τος, η έκφραση του, και σαν τέτοια είναι αναμενόμενη από τον θεατή. Για τον Κρέοντα αντίθετα η προσδοκία είναι μήπως καταφέρει και αποτρέψει τη συμφορά. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει, γιατί έτσι θα μειωνόταν το μέγεθος της σημασίας της πράξης της Αντιγόνης, καθώς και το ηθικό της ανάστημα. Γι αυτό και ο θάνατος της είναι αναγκαίος, και αναπότρεπτα θα επιφέρει την πτώση του Κρέοντα. Εξ άλλου, ο Αριστοτέλης τονίζει ιδιαίτερα ότι ο τραγικός ήρωας πρέπει να μεταβαίνει «ουκ εις ευτυχίαν εκ δυστυχίας, αλλά τουναντίον εξ ευτυχίας εις δυστυχίαν».

    Όμως δεν είναι μόνο αυτά. Ο Σοφοκλής, με αληθινά μεγαλοφυή τρόπο, καταφέρνει να αξιοποιήσει τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει, και να δημιουργήσει ένα δεύτερο τραγικό ήρωα. «Η Βιρτζίνια Γουλφ», μαρτυρεί ο Βίκτορ Έρεμπεργκ, είχε πει κάποτε ότι ο θεατής στο τέλος του έργου συμπαθεί τον Κρέοντα. Αυτό γίνεται όχι με ένα τρυκ από τη μεριά του ποιητή, αλλά από το γεγονός ότι ο Κρέων με όλες τις ψεύτικες απόψεις του και τις αποτρόπαιες μεθόδους του, γίνε­ται τελικά θύμα των αρχών του και των εγκληματικών ενεργειών του, και από το ότι τα κτυπήματα της μοίρας στο τέλος τον έχουν κάνει πιο ανθρώπινο».

    Ο Κρέοντας είναι πράγματι τραγικός χαρακτήρας, ίσως μάλιστα πιο τραγικός από ότι η Αντιγόνη. Και αυτό γιατί η πτώση της Αντιγό­νης την αναδεικνύει σαν ηρωίδα. Τη μοίρα της την έχει επιλέξει η ίδια, ακολουθεί η ίδια μια πορεία που ξέρει ότι το πέρας της θα είναι ο θάνατος, και την πορεία αυτή την επιλέγει συνειδητά.

    Για τον Κρέοντα όμως δεν συμβαίνει το ίδιο. Ο Κρέων όταν καταδι­κάζει την Αντιγόνη, δεν σκέφτεται καθόλου τις συνέπειες που μπορεί να έχει πάνω του η καταδίκη αυτή. Ενεργεί αλαζονικά, όμως βαθιά πεπει­σμένος ότι έτσι πρέπει. Η Αντιγόνη θρηνεί γιατί δεν έχει σε ποιους να (σελ. 89) στραφεί, ούτε σε θεούς ούτε σε φίλους. Όμως σε λίγο καταφτάνει ο Τειρεσίας, και ο Αίμων πεθαίνει κρατώντας αγκαλιασμένο το νεκρό της σώμα. Αυτός που μένει πραγματικά μόνος είναι ο Κρέων. Όλοι σταδιακά στρέφονται εναντίον του, με τελευταία τη γυναίκα του Ευρυδίκη, που αυτοκτονεί αφού τον καταραστεί για τον θάνατο του γιου τους. Και το χειρότερο, η «μεταβολή εις δυστυχίαν» δεν συνιστά στη δικιά του περίπτωση καμιά δικαίωση, όπως στην περίπτωση της Αντιγόνης.

    Όμως φτάνουν όλα αυτά για να γίνει τραγικός ήρωας ο Κρέων; Και η Κλυταιμνήστρα πεθαίνει κάτω από τα φονικά κτυπήματα του γιου της, όπως και ο Αίγισθος, όμως τα πρόσωπα αυτά δεν είναι τραγικά. Η Ηλέκτρα αλαλάζει που επί τέλους αποδόθηκε δικαιοσύνη, και ο θεατής φαίνεται να συμμερίζεται τα αισθήματα της. Γιατί τα δυο αυτά άτομα δεν είναι ήρωες τραγικοί;

    Για να γίνουν τραγικοί ήρωες θα πρέπει ο θεατής να νιώσει τον έλεο, αυτό το αίσθημα συμπόνιας για τη μοίρα του ήρωα. Αυτό το αίσθημα δεν μπορούν να το προκαλέσουν η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος, καταφέρνει όμως να το προκαλέσει ο Κρέων. Πώς όμως;

    Η μεταμέλεια είναι το πρώτο στοιχείο που οδηγεί στην μεταστροφή των αισθημάτων μας. Το κακό δεν έχει ακόμη συντελεστεί, η Αντιγόνη δεν έχει ακόμη αυτοκτονήσει, όλα μπορούν να σωθούν. Το ότι ο Κρέων βρίσκεται ανίσχυρος να σταματήσει τον τροχό που γύρισε ο ίδιος προκαλεί τη συμπόνια μας. Κατά μια έννοια μάλιστα, δεν είναι αυτός που έχει σκοτώσει την Αντιγόνη, αλλά η τύχη, αφού είναι τελείως  συμπτωματικό το ότι ο Κρέοντας πήγε να θάψει πρώτα τον Πολυνείκη και μετά να ελευθερώσει την Αντιγόνη. Και αυτή η σύμπτωση βλέπουμε πόσο καλά λειτουργεί, και πόσο πολύ μας κάνει να συμπονέσουμε τον Κρέοντα που «δεν πρόλαβε».

    Η συμπόνια μας για τον Κρέοντα δεν βγαίνει απλά μέσα από την πλοκή, δεν πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που ο Σοφοκλής δεν μπόρεσε να χειρισθεί και να το αποτρέψει. Στο αποτέλεσμα αυτό αποβλέπει  συνειδητά. Και αυτό το βλέπουμε στο τέλος του έργου, όταν τον βάζει να θρηνεί και να παρακαλεί τον θάνατο να έλθει να τον λυτρώσει.

    Ο θρήνος αυτός δεν είναι συμπτωματικός. Ο Σοφοκλής θέλει να μας κάνει να νιώσουμε όσο γίνεται μεγαλύτερο έλεο για τον τραγικό του ήρωα. Και αυτό φαίνεται πιο χαρακτηριστικά στον Οιδίποδα Τύραννο, όπου το έργο τελειώνει αρκετούς στίχους μετά την κορύφωση της αποκάλυψης και την αυτοκτονία της Ιοκάστης, σημείο στο οποίο θα είχε τελειώσει κάθε σύγχρονος δραματουργός. Μας δείχνει τον Οιδίποδα για πολύ ακόμη πάνω στη σκηνή, με όλες τις συνέπειες της μοίρας του, ιδιαίτερα στη σκηνή εκείνη όπου θρηνεί κρατώντας στην αγκαλιά του (σελ. 90) τις δυο κόρες του, για να τις απομακρύνουν στο τέλος σχεδόν βίαια από κοντά του.

    Ο Κρέων, όπως και ο Οιδίπους, δεν πεθαίνει. Φεύγει από την πόλη του, υποφέροντας όλη την υπόλοιπη ζωή του για το κακό που έκανε. Ο πόνος του αυτός τον εξαγνίζει στα μάτια μας, συνιστώντας μια τιμωρία πιο φοβερή και από το θάνατο. Ο Σοφοκλής είναι πολύ προσεκτικός ώστε να τον βάλει και αυτόν να αυτοκτονήσει.

    Ένα ακόμη στοιχείο που τον κάνει τραγικό ήρωα είναι το γεγονός ότι δεν πέφτει «εις την δυστυχίαν μήτε δια κακίαν και μοχθηρίαν, αλλά δι’ αμαρτίαν τινά».

    Το είπαμε και πριν ότι ο Κρέοντας δεν ενεργεί από κακία ή μοχθη­ρία. Αν είναι αλαζονικός, αυτό οφείλεται στο αξίωμα του. Πιστεύει ότι ο πολίτης πρέπει να υπακούει στον άρχοντα και ο άρχοντας, αν θέλει να αποφύγει κεντρόφυγες τάσεις, πρέπει να τιμωρεί παραδειγματικά όσους καταφέρονται εναντίον της πατρίδας. Ακόμη δεν πρέπει να ξεχνά­με ότι πρέπει να φανεί αδυσώπητος, αν θέλει να εδραιώσει μια εξουσία που κατέλαβε μόλις χθες.

    «Άπαξ δε τραχύς όστις αν νέον κρατεί» (στ. 35) (και είναι σκληρόψυχος ο κάθε νέος αφέντης), λέει ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη. Όσο για το ότι αψηφά τους νόμους των θεών, μπορούμε να πούμε μαζί με τον Αγαμέμνονα στον Αίαντα «τον τύραννον ευσεβείν ου ράδιον» (στ. 1350) (το να είναι ένα τύραννος ευσεβής δεν είναι εύκολο).

    Κάτι που θα πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ, είναι ότι για την Αντι­γόνη δεν ισχύει τόσο ο Αριστοτελικός ορισμός για τον τραγικό ήρωα, αφού η μεταβολή «εξ ευτυχίας εις δυστυχίαν μη δια μοχθηρίαν, αλλά δι’ αμαρτίαν μεγάλην» ισχύει περισσότερο για τον Κρέοντα παρά γι’ αυ­τήν. Μήπως είναι λοιπόν ο Κρέων πιο τραγικό πρόσωπο; Ή χειρότερα, μήπως η Αντιγόνη δεν είναι καν τραγικό πρόσωπο, αφού δεν βλέπουμε να έχει διαπράξει καμιά αμαρτία, με εξαίρεση ίσως αυτή που είχε κατά νου ο Χέγκελ; Ο μέσος θεατής, που εξακολουθούμε να επιμένουμε στην άποψη του, θα δυσκολευόταν να ανακαλύψει μια οποιαδήποτε αμαρτία.

    Κύριος στόχος της τραγωδίας, δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμ­βάνουμε μαζί με τον Αριστοτέλη, είναι η πρόκληση του ελέου και του φόβου. Τον έλεο αυτό και το φόβο θα μας τον προκαλέσουν οι ήρωες με τις πράξεις τους. Όμως δεν υπάρχει μια μόνο συνταγή για το πως μπορεί να προκληθεί αυτός ο έλεος η οποία να ισχύει παντού και πάντα· ίσως μάλιστα να μην έχει καμιά σημασία μια τέτοια συνταγή. Κάθε ευφυής δραματουργός θα μπορούσε να επινοήσει τους δικούς του τρό­πους για να προκαλέσει τον έλεο. Όμως επειδή συζητάμε για την αρ­χαία τραγωδία, που ανήκει πια στο παρελθόν, από την οποία μάλιστα (σελ. 91) μας σώθηκε περιορισμένος μόνο αριθμός έργων, θα μπορούσαμε να ψάξουμε για τέτοιες συνταγές. Ο Αριστοτέλης νομίζω μας παρέχει δύο. Εκτός από τον τραγικό ήρωα που δυστυχεί «δι’ αμαρτίαν μεγάλην», μας μίλησε και για τον έλεο που προκαλείται «περί τον αναξίως δυστυχούντα», γι αυτόν που πάσχει χωρίς να το αξίζει.

    Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Νομίζουμε όμως ότι η αντίφαση αυτή είναι φραστική. Τραγικός ήρωας είναι αυτός που πέφτει σε δυστυχία «δι’ αμαρτίαν μεγάλην» ενώ έλεο νιώθουμε για τον αναξίως δυστυχού­ντα. Το «δι’  αμαρτίαν» και το «αναξίως» φαίνονται βέβαια κάπως αντιφατικά, όμως η αντίφαση λύνεται αν θεωρήσουμε ότι και οι δύο είναι τραγικοί ήρωες, και ο δυστυχών αναξίως και ο δυστυχών δι’ αμαρτίαν μεγάλην, και ότι και οι δυο προκαλούν τον έλεο. «Δυστυχών αναξίως είναι η Αντιγόνη, δυστυχών δι’ αμαρτίαν μεγάλη είναι ο Κρέων. Κα μας προκαλούν και οι δυο έλεο, η Αντιγόνη γιατί πεθαίνει δικαιωμένη, ο δε Κρέων γιατί βγαίνει εξαγνισμένος με τον πόνο που νιώθει για συμφορά που προκάλεσε. Αν δεν πονούσε, δεν θα νιώθαμε έλεο, αλλά θα λέγαμε ότι έπαθε ό, τι του άξιζε. Γι’ αυτό και ο πόνος του (όπως και ο πόνος του Οιδίποδα), παρουσιάζεται τόσο ανάγλυφα, και μάλιστα χωρίς  τέλος. Οι τέτοιοι ήρωες τελειώνει το έργο και υποφέρουν, δεν αυτοκτονούν.  Κι αυτό γιατί πρέπει να υποφέρουν πολύ, και για πολύ χρόνο, αν είναι να κερδίσουν τον οίκτο μας. Μόνο έτσι συντελείται η κάθαρσις των παθημάτων τους, που αλλιώς θα φαίνονταν σαν μια δίκαιη τιμωρία. Όσο για την κάθαρση των παθημάτων της Αντιγόνης (και όλων των αναξίως δυστυχούντων), αυτή συντελείται με τη δικαίωση της, ολοκληρώνεται με την πτώση του Κρέοντα. Ο τραγικός ήρωας τυχαίνει είτε του θαυμασμού, είτε της συγνώμης μας.

    Τώρα, ποιος από τους δυο είναι πιο τραγικός ήρωας, η Αντιγόνη ή ο Κρέων; Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφασίσει η κριτική. τραγικός είναι αυτός που προκαλεί περισσότερο έλεο. Για μένα τραγικός είναι ο Κρέων κι αυτό γιατί ένα μέρος από τον έλεο που νιώθω για την Αντιγόνη έχει μετατραπεί σε θαυμασμό. Το ζήτημα πάντως είναι καθαρά υποκειμενικό, και από ερμηνευτική άποψη χωρίς νόημα. Εξ άλλου σημασία έχει το κατά πόσο το έργο σαν σύνολο, με τις πράξεις των ηρώων, μας προκαλεί τον έλεο και τον φόβο, και όχι σε ποιο βαθμό ο καθένας ήρωας χωριστά.

    Κάτι που μπορούμε να παρατηρήσουμε ακόμη σχετικά με τον Κρέοντα, αλλά και με άλλους τραγικούς ήρωες, είναι ότι με την πτώση τους αίρονται σε ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας. Η πτώση του Κρέοντα τον οδηγεί να δει πράγματα που μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί. Βέβαια αυτό δεν είναι ένα από τα αποτελέσματα στα οποία αποβλέπει ιδιαίτερα το αρχαίο δράμα, σε αντίθεση με το σύγχρονο, που αποβλέπει σ’ (σελ. 92) αυτό συνειδητά (π.χ. το «κουκλόσπιτο» του Ίψεν). Ο Σοφοκλής στο τέλος του έργου μας παρουσιάζει απλώς το θρήνο του Κρέοντα για να μας δείξει το μέγεθος της συντριβής του. Η αυτοσυνείδηση και η διαυ­γής της έκφραση δεν μπορεί να χωρέσει παρά στο μεσοδιάστημα μεταξύ της μεταστροφής και της καταστροφής. Όταν ο Κρέων ακούει τις τρο­μερές προφητείες και αποφασίζει να ταπεινώσει την υπερηφάνεια του είναι που λέει «φοβούμαι μήπως είναι καλύτερα να περνά κανείς τη ζωή του τηρώντας τους καθιερωμένους νόμους» (στ. 1113-4) (σελ. 93)

    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    Lukacs Georg, The historical novel, New York 1972, Penguin.

    Γεράσιμου Μαρκαντωνάκου, Αντιγόνη, Gutenberg

    H. D. F. Kitto, Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, Παπαδήμας.

    Hegel,  Aισθητική, Αναγνωστίδης.

    Φ. Ένγκελς,  Η καταγωγή της οικογένειας, Αναγνωστίδης.

    C. M. Bowra, Sophoclean Tragedy, Oxford 1944,

    Κ. Μάνος, Αντιγόνη, Ζαχαρόπουλος

    Victor Ehrenberg, Sophocles und Pericles, Munlhen, MCMLVI.

    Käte Hamburger, Von Sophocles zu Sartre N. Kohlhammer Vereag Stuttgart

    Max Pohlenz, Die Griechishe Tregodie, Goettingen, Vandenhoeck and Ruprecht,

    1954.

    E.Z.H. Letters, The life and work of Sophocles, Sheed and Ward.

    H.D.F. Kitto, Form and meaning in drama, Methuen

    Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, Αθήνα Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

    Αριστοτέλους, Περί Ρητορικής, Αθήνα, Πάπυρος

    Gerhard Nebel, weltangst und Goetteszorn, Stuttgart, Ernst Klett Verlag 1951.

    Siegfried Melchiger, Die welt als Tragedie, 1 verlag C. H. Beik Munchen 1979.

    Kurt von Fritz Antike und Moderne Tragedie, Walter de Gruyter und Co, Berlin 1962.

    Φ. Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, Αθήνα, Μαρής.

    Νεοελληνική Παιδεία, Χειμώνας 1988,    τ. 15, σελ. 76-93.

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2348

    Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

    Το αποκορύφωμα της θεατρικής τέχνης

    Σαράντου Καργάκου

    Εκφράσεις δραματικής δημιουργίας σε πρωτεϊκή μορφή απαντούν σ’ όλους τους λαούς της γης, αλλά μόνο στην Ελλάδα για πρώτη φορά και θα λέγαμε προνο­μιακά το ποιητικό/μουσικό αυτό είδος μορφώθηκε σε έντεχνη ποιητική καλλι­τεχνική δημιουργία. Παρά την αφθονία των πληροφο­ριών, παρά την πολυσέβαστη μελέτη του Αριστοτέλη στην «Ποιητική» του, η μελέτη του δράματος είναι μια πολύ δύ­σκολη υπόθεση, διότι είναι αδύνατο ν’ αναπλάσουμε και πολύ περισσότερο να βιώσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε ή από τις οποίες γεννήθηκε και μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε το αρχαίο δράμα. Συνεπώς, όλες οι προσεγγίσεις έχουν έναν πιθανολογικό χαρα­κτήρα.

    Είναι ανάγκη να τονισθεί ότι του δράματος προηγήθη­καν η επική και η λυρική ποίηση. Όμως το γενεσιουργικό «κύτταρο» του δράματος, ο τελετουργικός χορός, προ­ϋπήρχε των ποιητικών αυτών ειδών, τουλάχιστον στη μορφή που τη γνωρίζουμε. Οι τελετουργικοί χοροί εμ­φανίζονται σ’ όλους τους λαούς της γης σαν συνοδευτι­κά στοιχεία της εργασίας και της θρησκευτικής λατρεί­ας. Εμφανίζονται σαν αγροτικές τελετές, οι οποίες συν­δέονται με κάποιες θεϊκές μορφές, που τιμώνται σε κά­ποια χρονική στιγμή, ιδίως την άνοιξη, που συνδέεται με τη βλάστηση. Αγροτική «καταγωγή» έχουν οι τελετές του Όσιρη στην Αίγυπτο, του Ταμμούζ στη Βαβυλώνα, του Άττη στη Φρυγία, της Περσεφόνης, Υάκινθου, Άδωνη και Διονύσου στην Ελλάδα. Ενδεικτικά της αγροτικής κατα­γωγής του Διονύσου είναι τα επίθετα που τον συνοδεύ­ουν. Δενδρεύς, Ληναίος, Βάκχος. Η γένεση του δράματος, ανεξάρτητα από άλλες καταβο­λές ή συμβολές, συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου. Ο Διόνυσος ήταν θεός της αμπέλου και του οίνου, άρα και της μέθης. Στον Αθηναίο (II, 11) υπάρχει η «κατάθε­ση» του Σιμωνίδη, που λέει πως «από τη μέθη ξεπήδησε η κωμωδία και η τραγωδία στην Ικαρία». Ικαρία ήταν δή­μος της Αττικής στις πλαγιές της Πεντέλης και σήμερα ονομάζεται Διόνυσος. Τοτέμ, δηλαδή ιερό έμβλημα του Διονύσου ήταν ο τράγος και γι’ αυτό οι χορευτές κατά τις εορτές του θεού μεταμφιέζονταν σε τράγους, φορώντας τραγίσια δέρματα και τοποθετώντας στο κεφάλι τους κέ­ρατα. Έτσι ξέφευγαν από την ανθρώπινη κατάσταση και περνούσαν σε μια θεϊκή έκσταση, κάνοντας πράξεις μι­μητικές των αναπαραγωγικών κυρίως στοιχείων της ζωής.

    ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ: Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

    Ο Πλάτων στους «Νόμους» (III, 15,790 b.) ονομάζει τον διθύραμβο άσμα που αναφέρεται στη γέννηση του Διο­νύσου. Ο Ευριπίδης στις «Βάκχες» ονομάζει διθύραμ­βο τον ίδιο τον Διόνυσο. Ο Ηρόδοτος (1, 23) θεωρεί ότι ευρετής του διθυράμβου είναι ο ποιητής Αρίων από τη Μήθυμνα της Λέσβου. Τον διθύραμβο παρουσίασε ο Αρίων στην Κόρινθο σαν μια σύνθεση λυρικών και δω­ρικών/χορικών στοιχείων. Η Κόρινθος είναι δωρική πο­λιτεία που γειτνιάζει με την Αρκαδία, πατρίδα των τρα­γόμορφων Σατύρων. Οι Δωριείς είχαν επίδοση στη χο­ρική ποίηση. Οι διθύραμβοι εκτελούνταν στις γιορτές του Διονύσου που λέγονταν «Διονύσια». Κατά τη μαρ­τυρία του Πλουτάρχου (Ηθικά, 257 c), η πρώτη παρά­σταση του διθυράμβου ήταν απλή: πρώτα έμπαινε ένας χορευτής που κρατούσε έναν αμφορέα με κρασί και μια κληματόβεργα. Μετά ακολουθούσε άλλος σέρνοντας τον τράγο, έπειτα άλλος κρατώντας ένα καλάθι σύκα και τελευταίος ο χορευτής που κρατούσε τον φαλλό, το σύμβολο της γονιμότητας. Άρα, η πρώτη μορφή διθυ­ράμβου είχε φαλλικό χαρακτήρα, ψάλλονταν δηλαδή και εκτελούνταν χορευτικά φαλλικά άσματα. Σε παραστάσεις αγγείων παρατηρούμε ότι συχνά ο Διό­νυσος μεταφέρεται από Σιληνούς πάνω σε άρμα. Η με­ταφορά του στην ορχήστρα, στον τόπο που γινόταν όρχηση (=χορός) και ο οποίος πρέπει να ήταν ένα αλώνι, αποτελεί το σπέρμα της τραγωδίας. Ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος μας πληροφορεί (Ars poetica, 276) πως οι πα­λαιότερες τραγωδίες «παίζονταν» πάνω σε άρματα. Φαί­νεται πως σε κάποια φάση «επαγελματοποιήθηκαν» οι χορευτές του διθυράμβου και μετακινούνταν από χωριό σε χωριό πάνω σε άρμα προφανώς τετράτροχο που έπαι­ζε ρόλο σκηνής και προσκηνίου.

    Όμως για να γεννηθεί το δράμα σαν αυτόνομο καλλι­τεχνικό είδος, έπρεπε να αυτονομηθεί από την πρώ­τη σύσταση του, δηλαδή τη λατρεία. Η τέχνη γεννιέται μέσα στη θρησκεία αλλά αποκτά αισθητική αξία, όταν αποσυνδέεται από τη θρησκεία. Ό, τι είναι συστατικό λατρείας, παρά την οποιαδήποτε αισθητική αξία του, είναι συστατικό θρησκείας. Άρα, αφετηρία του ελλη­νικού δράματος είναι η αποσύνδεση αρχικά του διθυ­ράμβου από τη λατρεία. Οι θεοί για τους αρχαίους Έλληνες δεν ήταν κάτι απρόσιτο. Ήσαν προέκταση του εαυτού τους, ίσως σε πιο μεγεθυμένη διάσταση. Ζούσαν όπως οι άνθρωποι. Το ελληνικό ιερατείο δεν κρατούσε τους θεούς σε απρόσιτο σημείο. Δεν απα­γόρευε την απεικόνιση τους με μορφή ανθρώπων ή την ποιητική περιγραφή τους με πάθη ή αδυναμίες αν­θρώπων. Γι’ αυτό η μυθολογία των αρχαίων απέκτησε πλούτο και ποικιλία που δεν παρατηρείται σε κανέναν άλλο λαό. Έτσι διάφορες φάσεις της ζωής και της δράσης των θεών έπαιρναν χαρα­κτήρα εορταστικό με παράσταση της εορταζόμενης πράξης. Π.χ. στην Ελευσίνα εορταζόταν παραστατικά ο γάμος του Δία με τη Δήμητρα, η απαγωγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, η επιστροφή της Περσεφόνης, η συμφιλίωση της Δήμητρας με τους θεούς και η μύηση του Τριπτόλεμου (Βασιλιά της Ελευσίνας) στην τε­χνική της γεωργίας.

    Η σφριγηλή αναπλαστική έμπνευση των Ελλήνων έδινε ποικιλία στο μύθο. Έτσι ο κεντρικός ήρωας του μύθου από πόλη σε πόλη έπαιρνε άλλη μορ­φή. Π.χ. στη Σικυώνα τη θέση του Διονύσου έπαιρ­νε ο Άδραστος. Αυτό σημαίνει ότι η αρχαία ελλη­νική θρησκεία δεν είχε κανένα καταναγκαστικό τυπικό. Επέτρεπε ελευθερία στην έμπνευση. Ήταν περισσότερο ποίηση και λιγότερο θρησκεία. Όμως στοιχείο ζωής δεν είναι μόνο η αναπαραγωγή αλ­λά και ο θάνατος. Οι αρχαίοι τιμούσαν το θάνατο με «θρήνους» που εξέλιξη τους είναι τα σημερινά μοιρολόγια. Ήδη στον Όμηρο έχουμε το ξακου­στό μοιρολόι της Ανδρομάχης και της Εκάβης αλ­λά και του Αχιλλέα πάνω στο νεκρό σώμα του Πατρόκλου. Αυτό γεννά την ακόλουθη σκέψη: το δράμα είναι μια σύν­θεση εύθυμων και σοβαρών στοιχείων. Ίσως, τουλάχι­στον κατά το σοβαρό μέρος του, το δράμα να γεννήθη­κε από τους θρήνους που συνόδευαν την παράσταση του θανάτου και της ταφής του Διονύσου.

    Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

    Το δράμα γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αττική από τη λατρεία του Διονύσου και παραστάσεις γίνονταν μόνο κατά τις εορτές του Διονύσου που ήσαν τέσσερις: α) «Κατ’ αγρούς Διονύσια» κατά το μήνα Ποσειδεώνα (Δεκέμβριος – Ιανουά­ριος), Β) Τα «Λήναια» κατά το μήνα Γαμηλεώνα (Ιανουάριος – Φεβρουάριος), γ) Τα «Μικρά Διονύσια» κατά το μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριο – Μάρτιο) και δ) τα «Εν άστει» ή τα «Μεγάλα Διονύσια», κατά το μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιο -Απρίλιο). Στα «Μικρά Διονύσια» οι νεκρικές τελετές συνο­δεύονταν από το άνοιγμα των βαρελιών με το νέο κρασί. Επί­σης στόλιζαν τα σπίτια με τους πρώτους ανοιξιάτικους αν­θούς. Ανθοστόλιζαν και τα παιδιά και τους χάριζαν παιχνί­δια. Τη δεύτερη μέρα Σάτυροι, περιφερόμενοι στην πόλη, έκαναν συναγωνισμό σε οινοποσία. Οι νικητές έπαιρναν ένα στεφάνι από κισσό και ένα ασκί γεμάτο κρασί. Επίσης πάνω στο άρμα των «ανθεστηρίων», που είχε μορφή πλοίου καθό­ταν ο Διόνυσος. Πάνω στο άρμα του Διονύσου τοποθετού­σαν το σύμβολο του, το φαλλό. Εκείνοι που έπαιρναν μέρος στη φαλλική πομπή, οι λεγόμενοι «ιθύφαλλοι», τραγουδού­σαν ύμνους στο θεό. Κατά τα «Διονύσια» οι διάφορες κτή­σεις των Αθηναίων έστελναν στην πόλη «φαλλούς». Τα «Μεγάλα» ή «Εν Άστει Διονύσια» ήταν η λαμπρότερη εορ­τή των Αθηναίων μετά την εορτή των «Παναθηναίων». Την εποπτεία της εορτής είχε ο Επώνυμος Άρχων, βοηθούμε­νος από δέκα επιμελητές. Υπήρχε νόμος που καθόριζε τα της εορτής. Απόσπασμα του νόμου παραθέτει ο Δημο­σθένης (Κατά Μειδίου, § 10). Οι εορτές κρατούσαν 4 ημέ­ρες. Κατ’ αυτές δίνονταν και θεατρικές παραστάσεις. Όμως παράλληλα προς αυτές εκτελούνταν και διθύραμβοι.

    Τη λατρεία του Διονύσου επέβαλε στην Αττική ο τύραννος Πεισίστρατος (561-527 π.Χ.), λαϊκός άρ­χοντας που στηριζόταν στο αγροτολαϊκό στοιχείο των Διακρίων, κατοίκων της ορεινής Αττικής. Ο Διόνυσος ήταν λαϊκός θεός και η εισαγωγή της λα­τρείας του σήμαινε νίκη των λαϊκών δυνάμεων επί της αριστοκρατίας.

    ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

    Η αρχαία παράδοση θεωρεί ως ευρετή της τρα­γωδίας τον θέσπι από την Ικαρία της Αττικής. Ο Οράτιος λέγει πως η παράσταση γινόταν πάνω σε άρμα. Οι «υποκριτές» είχαν το πρόσωπο τους αλειμμένο με «τρυγία», (λάσπη του κρασιού). Υπάρ­χει ακόμη παράδοση πως οι κάτοικοι της Ικαρίας οργάνωσαν τους πρώτους χορούς τους γύρω από έναν τράγο. Η καινοτομία του Θέσπι συνίσταται στο ότι σε κάποια φάση του χορού ο κορυφαίος αποσπάται, τοποθετείται έναντι αυτού και αρχίζει να «υποκρίνεται» (αποκρίνεται), δηλαδή ν’ απα­ντά στο χορό. Έτσι μεταξύ του «υποκριτή» και του χορού αναπτύσσεται ο διάλογος, το κύριο συστατικό του θεατρικού λόγου. Η ονομασία «υποκριτής» έκτοτε έγινε δηλωτική των ηθοποιών. Ο όμιλος των χορευτών προς τιμή του Διονύσου λεγόταν «θίασος». Δεν έχει σωθεί τί­ποτα από τα έργα του Θέσπι, εκτός από τέσσερα ονό­ματα τραγωδιών. Από αυτές μόνο ο «Πενθεύς» ανήκει στο μυθολογικό κύκλο του Διονύσου. Μαθητής του Θέσπι θεωρείται ο Φρύνιχος που ανήκε στον πολιτικό κύκλο του Θεμιστοκλή. Το 494 π.Χ. ανέ­βασε την τραγωδία «Μιλήτου Άλωσις», που προκάλεσε τέτοιο συγκλονισμό στους Αθηναίους που του επέβαλαν πρόστιμο 1.000 δραχμών, διότι τους έκανε να κλάψουν, θυμίζοντας τους «οικήια κακά». (Οι λόγοι ήσαν πολιτι­κοί). Είναι η πρώτη τραγωδία που δεν έχει μυθολογι­κό/θρησκευτικό αλλά πολιτικό περιεχόμενο. Όμοια πο­λιτικό περιεχόμενο έχει και η άλλη τραγωδία του Φρυνί­χου, οι «Φοίνισσες» που μιμήθηκε και μάλιστα με ίδιο τίτ­λο ο Ευριπίδης. Όμως το ίδιο θέμα διαπραγματεύθηκε ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι». Ο Χοιρίλος που η πρώτη εμφάνιση του τοποθετείται το 524-520 π.Χ., εμφανίζεται σαν ανταγωνιστής του Αισχύ­λου και του Σοφοκλή. Κατά μια υπερβολική εκδοχή έγρα­ψε 160 δράματα. Είναι γνωστό το όνομα μιας τραγωδίας του, «Αγαύη, που ενέπνευσε και τον Ευριπίδη. Ο Πρατίνος από τον Φλιούντα Αργολίδας λένε πως έφε­ρε από την πατρίδα του τους σατυρικούς χορούς και δια­μόρφωσε το σατυρικό δράμα. Αυτό συνόδευε ως τέταρ­το συμπληρωματικό μέρος τις τραγωδίες. Διότι οι Αθη­ναίοι έβλεπαν με δυσαρέσκεια ότι οι τραγικοί ποιητές απομακρύνονται από τη μυθολογία του τιμώμενου θεού κι έλεγαν για τα έργα τους: «Οὐδέν πρός Διόνυσον», ότι δεν έχουν καμμία σχέση με το Διόνυσο. (Από εδώ προ­έκυψε ο όρος «απροσδιόνυσος» με τη σημασία του αμύη­του, του άσχετου, του απαίδευτου).

    ΠΩΣ ΦΘΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

    Ο μεγάλος φιλόλογος Βιλαμόβιτς – Μέλλεντορφ διατύ­πωσε την άποψη ότι ο διθύραμβος αρχικά ήταν άσμα του Σόλωνα προς τιμή του Διονύσου, που ο Αρίων στην Κό­ρινθο το μετέτρεψε σε χορικό άσμα. Ο Θέσπις ακολού­θως χρησιμοποίησε τον υποκριτή για να απαγγέλλει τους ιαμβικούς στίχους γραμμένους σε αττική γλώσσα, ενώ ο χορός κράτησε για λόγους παραδοσιακούς τη δωρική γλώσσα. ‘Ετσι εξηγείται το γιατί τα διαλογικά μέρη της τραγωδίας γράφονται στην αττική και τα χορικά στη δω­ρική διάλεκτο. Όμως η ουσία του δράματος δεν είναι ο διάλογος αλλ’ η «δράση», από το ρήμα δράω-ω που ση­μαίνει πράττω. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης στον πολυ­θρύλητο ορισμό της τραγωδίας λέει: «Ἐστίν οὖν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας καί τελεί­ας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καί οὐ δι’ ἀπαγγελίας, δι’ ἐλέου καί φ όβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». [= Η τραγωδία είναι μιμητική πράξη με σοβαρό περιε­χόμενο και τέλεια, δηλαδή έχει αρχή, μέση, τέλος, έχει συγκεκριμένη έκταση, που κάθε μέρος της χωριστά έχει δική του καλλιτεχνική έκφραση [(«ἡδησμένος λόγος»), δηλαδή μέτρο τα διαλογικά, μελωδία τα χορικά], με πρό­σωπα που δρουν μπρος στα μάτια των θεατών και δεν απανγέλλουν απλώς αλλά με τη δράση γεννούν στην ψυ­χή των θεατών τη συγκίνηση και την αγωνία και έτσι επι­τυγχάνεται η κάθαρση της ψυχής από τέτοια παθήματα). Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως η τραγωδία γεννήθηκε από το δράμα (δράση) των Σατύρων (σατυρικό δράμα) που στην αρχή είχε ευτράπελο χαρακτήρα. Σταδιακά αυ­τονομήθηκε και πήρε πιο σοβαρό χαρακτήρα. («Ἐκ μι­κρῶν μύθων καί λέξεων γελοίας διά τό ἐκ σατυρικοῦ μεταβαλεῖν,  ὀψέ ἀπεσεμνύθη»). Η τραγωδία, λέει ο Αριστοτέλης («Ποιητική», 1449 α) είχε αρχικά αυτοσχεδιαστικό χαρα­κτήρα και δημιουργοί της ήσαν οι κορυφαίοι του χορού («Ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τόν διθύραμβον»). Μια μαρτυρία που διασώζει ο βυζαντινός Ιωάννης Διάκονος επιβεβαι­ώνει την άποψη του Αριστοτέλη. Η μαρτυρία αυτή λέει πως όταν οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τον πρωτόγονο βίο κι ασχολήθηκαν με τη γεωργία έκαναν γιορτές για να προ­σφέρουν στους θεούς μέρος της συγκομιδής τους. Οι άρχοντες για να δώσουν αίγλη στη γιορτή καθιέρωσαν αρχικά την κωμωδία, που ευρετής της ήταν ο Σουσαρίων.

    Επειδή όμως η κωμωδία πήρε πρόστυχο χαρακτήρα, δη­μιουργήθηκε σαν αντίβαρο η τραγωδία. Και τα δύο είδη, λέει ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν οι Αθηναίοι. Το τρα­γικό δράμα επινόησε ο Αρίων, όπως λέει ο Σόλων, όμως ο Δράκων ο Λαμψακηνός υποστηρίζει πως η πρώτη δρα­ματική θεατρική παράσταση δόθηκε στην Αθήνα από το Θέσπι.

    Άρα, ακόμη και στην αρχαιότητα υπήρχε διάσταση γνω­μών για τη γέννηση της τραγωδίας. Επίσης και το όνομα τραγωδία γεννά απορία. Άλλοι λένε πως το «τράγων ωδή» σημαίνει «ωδή» που άδετοι από χορό που τα μέλη του λέ­γονται «τράγοι», επειδή είναι ντυμένοι σαν τράγοι (πράγ­μα που επιβεβαιώνεται και από τις παραστάσεις αγγεί­ων) και άλλοι διότι η αμοιβή των χορευτών ήταν ένας τρά­γος. Δηλαδή «ωδή έναντι αμοιβής τράγου», άποψη πά­ντως εξεζητημένη. Ωστόσο, εδραία παραμένει η άποψη πως η τραγωδία προήλθε από τη διαπλοκή του χορού με τον κορυφαίο που ενσάρκωνε το θεό στις σχέσεις του με τους πιστούς. Οι σχέσεις εκφράζονται με τον όρο «πλοκή» που αποδίδει την ανέλιξη του μύθου.

    ΟΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

    Ο «αγών» είναι η λέξη που εκφράζει περισσότερο το χα­ρακτήρα του Έλληνα, όπως η λέξη «πειθαρχία» (disciplina) εκφράζει το χαρακτήρα του Ρωμαίου. Ο Γερ­μανός διανοητής Ι. Μπούρκχαρντ ονόμασε τον Έλληνα «αγωνιζόμενο άνθρωπο» («Der agonale Mensch»). Όλα στη ζωή του Έλληνα ήταν αγώνας. Η πολεμική και η πο­λιτική αναμέτρηση ήταν άγων. Αγών και η αθλητική ανα­μέτρηση, άγων και η μουσική και ποιητική αναμέτρηση. Άρα και η παράσταση του δράματος ήταν άγων, δραμα­τικός αγών.

    Τα έξοδα για τις θεατρικές παραστάσεις ανελάμβαναν οι χορηγοί. Η χορηγία ήταν μια από τις πιο τιμητικές «λει­τουργίες». Λειτουργίες (=έργα υπέρ του λαού) ήσαν δα­πάνες που ανελάμβαναν υποχρεωτικά κατ’ ανάθεση εύποροι Αθηναίοι. Η συγκεκριμένη λειτουργία ονομάστη­κε χορηγία, διότι τα περισσότερα έξοδα απαιτούσε ο χο­ρός. Ο «δραματικός άγων» ήταν ένας ανταγωνισμός ανά­μεσα στους τραγικούς ποιητές, που συνήθως ήσαν και σκηνοθέτες, και μουσικοί και πρωταγωνιστές. Την εποπτεία των αγώνων είχε ο αγωνοθέτης. Αυτός στις 8 Ελαφηβολιώνα (Μαρτίου) οργάνωνε τον λε­γόμενο «προάγωνα» που γινόταν στο ωδείο. Ήταν μια συνάντηση όλων αυτών που θα έπαιρναν μέ­ρος στις παραστάσεις: ποιητών, υποκριτών, χο­ρηγών, χορευτών. Ενώπιον του κοινού οι ποιητές εξηγούσαν στους θεατές την πλοκή των έργων τους.

    Πριν από τους αγώνες με κλήρο έβγαιναν οι 10 κριτές, ένας από κάθε φυλή, που θα έκριναν την αξία των διαγωνιζομένων. Ο κλήρος εξασφάλιζε κάποιες εγγυήσεις αντικειμενικότητας και περιό­ριζε το ενδεχόμενο εξαγοράς. Δεν εξασφάλιζε όμως την ποιότητα. Γι’ αυτό συχνά οι κρίσεις τους ήσαν άδικες. Οι κριτές έγραφαν την προτίμηση τους σε μια πινακίδα. Προκειμένου να εκλεγεί ο πρώτος νικητής, έπρεπε η απόφαση να είναι ομόφωνη. Τα βραβεία ήταν τρία απλά στεφάνια από κισσό: ένα για τον ποιητή, ένα για το χορηγό κι ένα για τον πρωταγωνιστή. Ο χορηγός μπορούσε να στήσει, για να διαιωνίσει τ’ όνομα του, τρίποδα αναθηματικό. Σήμερα σώζεται η περίκομψη βάση του τρίποδα που είχε τοποθετήσει ο Λυσικράτης. (Μνημείο Λυσικράτους που ο λαός ονόμασε «Φα­νάρι του Διογένη»). Η πολιτεία σκάλιζε σε μαρμάρινη πλά­κα τα ονόματα των νικητών και τ’ όνομα του έργου. Η πλά­κα αυτή λεγόταν «διδασκαλία» και φυλασσόταν στα κρατικά αρχεία.

    ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

    Το πρώτο θέατρο της Αθήνας, άρα και του κόσμου, φτιά­χτηκε στην Αγορά, κοντά στο ναό του Διονύσου. Ήταν ξύλινο. Το 490 π.Χ. λόγω συνωστισμού (συναγωνίζονταν Πρατίνος, Χοιρίλος, Αισχύλος) το θέατρο κατέρρευσε. Επιλέχτηκε τότε στερεότερο έδαφος, κάτω από την Ακρό­πολη κι εκεί ίδρυσαν το περίφημο Διονυσιακό θέατρο κοντά στο ναό του Διονύσου. Ήταν και αυτό ξύλινο, μέ­χρι που ο περίφημος ρήτορας Λυκούργος το έφτιαξε όλο από μάρμαρο, εκτός από τις τελευταίες θέσεις που σκα­λίστηκαν στο Βράχο. Στην Αθήνα υπήρχε και δεύτερο θέ­ατρο, ξύλινο, το λεγόμενο Ληναϊκό. Θέατρα υπήρχαν σε κάθε δήμο της Αττικής (π.χ. το σωζόμενο στον Θορικό παρά το Λαύριο) και δύο στον Πειραιά. Με την αρχιτεκτονική του αρχαίου θεάτρου έχει ασχο­ληθεί ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας Βιτρούβιος που έχει γρά­ψει το έργο «Περί αρχιτεκτονικής». Ο Βιτρούβιος μας δί­νει τον ιδεότυπο του ελληνικού θεάτρου αλλά κανένα ελ­ληνικό θέατρο δεν είναι κτισμένο σύμφωνα με την περι­γραφή του. Σε γενικές γραμμές το αρχαίο θέατρο απο­τελείται από τα εξής μέρη:

    α) Ορχήστρα: κυκλικός χώρος στον οποίο γύριζε ο χο­ρός. Στο κέντρο ήταν η θυμέλη, δηλαδή ο Βωμός του Διο­νύσου.

    β) Κοίλον ή θέατρον: το μέρος που κάθονταν οι θεατές και «εθεώντο» (έβλεπαν). Το θέατρο έδωσε τ’ όνομα του σ’ όλο το κτίσμα. Ήταν ένα σύνολο από καθίσματα που σχημάτιζαν ημικύκλιο, χωρισμένο κάθετα από τις σκά­λες σε κερκίδες και οριζόντια σε δύο διαζώματα. Μετα­ξύ του άνω και κάτω διαζώματος υπήρχε διάδρομος για την ευχερή κίνηση των θεατών. Στην πρώτη σειρά ήταν οι προεδρικές θέσεις, με σκαλίσματα. Η πιο επίσημη ανή­κε στον ιερέα του Ελευθερέως Διονύσου.

    γ) Σκηνή: Βρισκόταν απέναντι από το κοίλο. Η λέξη αρχικά ση­μαίνει παράπηγμα, καλύβα. Ήταν ο χώρος που οι υποκριτές άλλαζαν στολές. Αργότερα η σκηνή έγινε ένα επιβλητικό δί­πατο ή τρίπατο οικοδόμημα σκε­πασμένο, που στις δύο άκρες του υπήρχαν προεξέχοντα τα παρασκήνια (για τους ηθοποι­ούς, τις στολές και τα μηχανή­ματα). Μπροστά στη σκηνή, σε υψηλότερο επίπεδο από την ορ­χήστρα, ήταν το προσκήνιο ή λογείο, στο οποίο παράσταιναν οι υποκριτές.

    δ) Πάροδοι: Είναι δύο ανοικτοί και ξέσκεποι δρόμοι, που χώρι­ζαν το θέατρο από τη σκηνή. Η ονομασία δεξιά πάροδος και αριστερά πάροδος ορίζεται σε σχέση πάντα προς τη σκηνή. Από τις παρόδους περνούσαν οι

    θεατές για να μπούνε στο θέατρο και οι χορευτές για να μπουν στην ορχήστρα. Από αριστερά έμπαιναν οι υπο­κριτές που έρχονταν από τη θάλασσα και από δεξιά οι ερχόμενοι από τους αγρούς.

    ε) Σκηνογραφία. Στην αρχή το σκηνικό ήταν απλό. Τη σκη­νογραφία επινόησε ο Σοφοκλής και τον μιμήθηκε ο Αι­σχύλος στην Ορέστεια. Κατά Βάση το σκηνικό εικονίζε το χώρο του δράματος: ναό, παλάτι, σκηνή αρχιστρατήγου, αγροτικό ή θαλάσσιο τοπίο. Υπήρχαν ακόμη περιστρεφό­μενοι πάσσαλοι («περίακτοι») πάνω στους οποίους υπήρ­χαν ζωγραφισμένοι πίνακες, για ν’ αλλάξει μορφή το σκη­νικό. Μπρος στη σκηνή υπήρχαν τρεις θύρες από τις οποί­ες έβγαιναν κι έμπαιναν οι υποκριτές, στ) Μηχανές: Κανονικά και οι «περίακτοι» ανήκουν στις μηχανές. Κλασικά όμως μηχανήματα είναι το «εκκύκλημα» που με τη στροφή του παρουσίαζε τα συμβαίνοντα μέσα στη σκηνή, η «μηχανή», είδος γερανού που ανέβα­ζε ή κατέβαζε τους θεούς («από μηχανής θεός»), το «θεολογείο» ένας εξώστης απ’ όπου μιλούσαν θεοί και ημί­θεοι, το «βροντείον» ή «κεραυνοσκοπείον», οι «χαρώνειες κλίμακες» και το «αναπίεσμα», δύο μηχανήματα, τα οποία ανέβαζαν τις ψυχές από τον Άδη. Από τις «χαρώνειες κλίμακες» ανέβαιναν στη σκηνή υποχθόνιες θεό­τητες, ερινύες, φαντάσματα κ.λπ. Στο θέατρο της Ερέ­τριας υπάρχει ένας υπόγειος διάδρομος που από το προ­σκήνιο φθάνει στο κέντρο της ορχήστρας. Κάτι ανάλο­γο υπάρχει και στο θέατρο των Φιλίππων.

    ΟΙ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ (ΗΘΟΠΟΙΟΙ)

    Στις πρώτες δραματικές παραστάσεις ο υποκριτής ήταν ένας, και τον υποδυόταν ο δραματουργός. Όταν ο Αισχύλος προσέθεσε και δεύτερο υποκριτή, τότε ο δρα­ματουργός αρχίζει ν’ αποσυνδέεται από την παράστα­ση. Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» λέει ότι ο Αισχύλος προσέθεσε το δεύτερο υποκριτή και ο Σοφοκλής τον τρί­το. Την καινοτομία του Σοφοκλή υιοθέτησε και ο Αισχύ­λος. Στην «Ορέστεια» οι υποκρι­τές είναι τρεις. Οι δραματουργοί πρόσεχαν να μην εμφανίζονται ποτέ ταυτόχρονα πάνω από τρεις υποκριτές επί σκηνής, όμως στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, και σ’ άλλες τραγωδίες, φαίνεται ότι υπήρχαν τέσσερις. Λίγες είναι οι πληρο­φορίες των αρχαίων σχετικά με το παίξιμο των ηθοποιών. Πε­ρισσότερα μπορούμε να συμπε­ράνουμε από τις παραστάσεις αγγείων, κυρίως. Φαίνεται όμως ότι το παίξιμο δεν ήταν κάτι άπαξ διαμορφωμένο και κρυσταλλω­μένο σε μόνιμο σχήμα. Εικάζε­ται ότι περί τα μέσα του 5ου αι­ώνα πρέπει ν’ ακολουθούσε τον αυστηρό ρυθμό που κυριαρχού­σε και σ’ άλλες μορφές τέχνης. Από διάφορα στοιχεία μπορού­με να υποθέσουμε ότι οι υπο­κριτές πρέπει να είχαν αναπτύ­ξει πολύ την τέχνη της φωνής, διότι τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες, ενώ οι πιο επιβλητικές μορφές της τραγωδίας είναι γυναίκες (π.χ. Μήδεια, Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Εκάβη). Επίσης πρέ­πει να είχαν αναπτύξει πολύ την υποκριτική τέχνη των χεριών και των κινήσεων του σώματος, μια και το πρό­σωπο, λόγω προσωπείου, δεν συμμετείχε στην υπόκρι­ση. Έπρεπε ακόμη να είναι καλλίφωνοι, διότι ορισμένα μέρη του δράματος απαγγέλλονταν τραγουδιστά. Ασφα­λώς το πρώτο προσόν των παλαιότερων (αλλά και νεώ­τερων) υποκριτών ήταν η όρχηση. Ας μη μας διαφεύγει ότι αφετηρία των παραστάσεων είναι η ορχήστρα, που σήμερα θα την λέγαμε «χορεύτρα» ή, κατά τον παλαιό λα­μπρό φιλόλογο Δημ. Σάρρο, «χοροστάσι». (Στη σύγχρο­νη «ελληνική» ονομάζεται «πίστα»!). Όσο κι αν οι κινήσεις στο αρχαίο δράμα υποκαθιστού­σαν ή συμπλήρωναν συχνά το λόγο, δεν έπαυε, ωστόσο, μια θεατρική παράσταση να είναι λόγος, όχι απλά ηδυ-σμένος, αλλά συχνά και δυνατός, διότι η φωνή έπρεπε να φθάνει και στις ψηλότερες θέσεις, και ν’ ακούγεται από ένα πλήθος που σταθερά ξεπερνούσε τους 10.000 ανθρώπους. Βέβαια τα αρχαία θέατρα, με πρώτο της Επι­δαύρου, είχαν θαυμάσια ακουστική. Αλλά για να γίνεται ακόμη πιο δυνατή η φωνή, χρησιμοποιούσαν αγγεία, που τα έλεγαν ηχεία, σε ειδικές εσοχές των τοίχων τοποθε­τημένα.

    Όπως και σήμερα, υπήρχε μια διάκριση ανάμεσα στους τραγικούς και στους κωμικούς υποκριτές. Υπήρχαν εξαι­ρετικά ταλέντα, όπως φυσικά γίνεται και σήμερα, που μπορούσαν να παίξουν με την ίδια επιτυχία τραγικούς και κωμικούς ρόλους. Φαίνεται πάντως πως οι αρχαίοι εκτι­μούσαν ιδιαίτερα τους υποκριτές που μπορούσαν να παί­ζουν ανόμοιους ρόλους, π.χ. του θερσίτη και του Αγαμέμνονα. Κυρίως όμως να ταυτισθούν προς την κοινωνι­κή θέση του υποδυόμενου προσώπου Σημαντικό ρόλο για την επιτυχία ενός υποκριτή έπαιζε η σωματική εμφά­νιση και φυσικά η σωματική διάπλαση. Ο υποκριτής που θα έπαιζε τον Ηρακλή ή τον Αίαντα πρέπει να ήταν μεγαλόσωμος, αν όμως έπαιζε την Ισμήνη μικρόσωμος. Κά­ποιος Απολλογένης από την Τεγέα, που έπαιζε τους ρό­λους του Ηρακλή και του Αχιλλέα, ήταν πρώην πυγμάχος. Οι αρχαίοι είχαν φθάσει στο μεγάλο πρόβλημα που θίγει ο Ντιντερό στο βιβλίο του «Το παράδοξο με τον ηθοποιό». Το πρόβλημα παραμένει και σήμερα «κομβικό» σημείο της ηθο­ποιίας: ο υποκριτής πρέπει να ταυτίζεται ψυχικά με το πρό­σωπο που υποδύεται; Η απάντηση των περισσοτέρων αρ­χαίων είναι καταφατική. Αναφέρεται ότι ο ηθοποιός Καλλιπίδης, προκαλούσε δάκρυα στους θεατές με το συναρπα­στικό παίξιμο του. Για τον ηθοποιό Θεόδωρο λέγεται πως όταν κάποτε έπαιζε το ρόλο της Μερόπης ανάγκασε τον τύ­ραννο των Φερών Αλέξανδρο να εγκαταλείψει το θέατρο κλαί­γοντας. Όπως κάνουν και σήμερα πολλοί σκηνοθέτες και θε­ατρικοί συγγραφείς, όμοια και οι αρχαίοι δραματουργοί χρησιμο­ποιούσαν συχνά μόνιμους ηθο­ποιούς. Π.χ. ο Αριστοφάνης χρη­σιμοποιούσε σταθερά τους Φιλωνίδη και Καλλίστρατο. Μεγάλους ηθοποιούς δεν ανέ­δειξε μόνο η Αθήνα αλλ’ όλες οι ελληνικές περιοχές. Ονο­μαστοί ήσαν ο Πώλος από την Αίγινα, ο Απολλογένης από την Αρκαδία, ο Ευδαίμων από τη Θήβα, ο Νεοπτόλεμος από τη Σκύρο, ο Σάτυρος από την Όλυνθο κ.ά. Το επάγγελμα του ηθοποιού δεν ήταν υποτιμη­μένο κοινωνικά, όπως συνέ­βαινε σε νεώτερες εποχές, απεναντίας οι υποκριτές έπαι­ζαν σημαντικό ρόλο στην πο­λιτική ή κάποιοι σημαντικοί πο­λιτικοί, όπως ο Αισχίνης, ήσαν και καλοί υποκριτές. Από το Δημοσθένη μαθαίνουμε ότι οι υποκριτές Αριστόδημος, Νεοπτόλεμος και Κτησιφών υποστήριζα ν τη ν πολιτική του Φιλίππου. Πάγια άλλωστε πολιτική του Φιλίππου ήταν να προσεταιρίζεται τους ηθο­ποιούς, επειδή ασκούσαν επιρροή στο λαό. Την τακτική του πατέρα ακολούθησε και ο γιος. Στο γάμο του στα Σούσα είχε καλέσει τους τραγικούς ηθοποιούς Θεσσαλό Αθηνόδωρο, Αριστοκράτη και τους κωμικούς Λύκωνα Φορμίωνα, Αρίστωνα. Τον Θεσσαλό χρησιμοποίησε κα για διπλωματικές αποστολές.

    Μερικοί βγάζουν το συμπέρασμα πως οι Σπαρτιάτες δεν εκτιμούσαν τους ηθοποιούς, επειδή ο βασιλιάς Αγησίλαος ένιωθε περιφρόνηση γι’ αυτούς Οι σύγχρονοί του όμως αποδίδουν αυτή τη συμπεριφορά στην κακή ανατροφή του Αγησιλάου. Γένι κά οι αρχαίοι τιμούσαν πολύ τους ηθοποιούς κα τους έδιναν ειδικά προνόμια, όπως π.χ. απαλλαγή από τους φόρους. Οι Ρωμαίοι, όταν κατέλαβαν τη\ Ελλάδα διέλυσαν όλες τις ενώσεις και μόνο για τις «εταιρείες» των ηθοποιών έκαναν εξαίρεση. Η συντεχνιακή οργάνωση δεν ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Ένα από τα ισχυρότερα σωματείο ήταν η «Σύνοδος των περί Διόνυσον τεχνιτών» (=ηθοποιών). Τα σωματεία πρόσεχαν πολύ τη\ επαγγελματική κατάρτιση των υποκριτών. Υπήρχαν ακόμη και σωματεία «κορδακιστών», όπως φαίνεται από μια επιγραφή της Αμοργού. Ο «κόρδαξ» ήταν οργιαστικός χορός. Στα ύστερα χρόνια σε παραστάσεις μετείχαν και γυναίκες, και ακόμη μερικοί ηθοποιοί έπαιζαν χωρίς προ­σωπείο.

    Το προσωπείο πάντως ήταν βασικό συστατικό του αρχαί­ου θεάτρου. Υποδήλωνε το δεσμό με αρχέγονες τελετές, όπως η μάσκα του μάγου σε πολλούς πρωτόγονους λαούς Όταν εξελίχθηκε σε αυτόνομο είδος η τραγωδία, εμπόδι­ζε οπωσδήποτε τον ηθοποιό, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη τη διάρκεια των παραστάσεων (τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα σε μια μέρα) και φυσικά αλλαγή προσω­πείου κατά την εναλλαγή των ρόλων. Απαρίθμηση των προ­σωπείων έχει κάνει ο Πολυδεύ­κης στο «Ονομαστικόν» του, αλ­λά τα προσωπεία μας είναι πε­ρισσότερο γνωστά από τις πα­ραστάσεις και από τα πήλινα προσωπεία που έχουν σωθεί Το προσωπείο απέδιδε κάπως το­νισμένα, χάρη στο ειδικό «μα­κιγιάζ» τις ιδιότητες του ήρωα που υποδυόταν ένας ηθοποι­ός. Έτσι το τραγικό προσωπείο έχει έντονα τραγικά χαρακτη­ριστικά (έκφραση άλγους, με­γαλοπρέπειας κ.λπ.), ενώ τα κω­μικά έχουν πιο έντονο το κωμι­κό, δηλαδή το «γελαστικό» στοι­χείο.

    Ιδιαίτερη σημασία στις παρα­στάσεις έπαιζε η ενδυμασία. Στην αρχή οι υποκριτές φο­ρούσαν θεσσαλικές φορεσιές. Ο Αισχύλος έντυσε τους υπο­κριτές του με πολυτελή και με­γαλοπρεπή ενδύματα. Έτσι σιγά-σιγά καθιερώθηκε ένας τύπος ενδυμασίας που θύμιζε ιερατική αμφίεση. Αυτό θύμιζε και τις θρησκευτικές κατα­βολές του δράματος. Ο Πολυδεύκης δίνει επαρκή περι­γραφή των ενδυμασιών. Πλούσιες και μεγαλοπρεπείς των επιφανών, ευτελείς οι ενδυμασίες των «παρακατιανών». Οι βοσκοί π.χ. φορούσαν κατσικίσια δέρματα, οι παράσι­τοι φορούσαν μαύρα ρούχα και οι μάντεις ειδική στολή. Οι κωμικοί, για να δημιουργούν μεγαλύτερη ιλαρότητα «φού­σκωναν» την κοιλιά τους με παραγεμίσματα. Ο Πολυδεύ­κης γράφει πως υπήρχε διαφορά στα υποδήματα των τρα­γικών και κωμικών ηθοποιών. Οι τραγικοί φορούσαν κοθόρνους, υποδήματα με χοντρά καττύματα (πέλματα) για να φαίνονται ψηλότεροι. Οι κωμικοί φορούσαν εμβάδες (κετσεδενία υποδήματα). Ωστόσο στην ακμή της τραγω­δίας δεν φαίνεται να γινόταν χρήση κοθόρνων, τουλάχι­στον τέτοιας κατασκευής. Εκφράζεται η άποψη πως οι κόθορνοι εμφανίζονται κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα. Ωστόσο η λέ­ξη κόθορνος πάντοτε υπήρχε προς υποδήλωση υποδή­ματος στο οποίο μπορούσε να χωρέσει και το δεξί και τ’ αριστερό ποδάρι. Έτσι μεταφορικά «κόθορνος» ονομαζό­ταν ο ασταθής, ο ευμετάβολος άνθρωπος. Κόθορνος ονο­μαζόταν ο πολιτικός Θηραμένης, ένας από του Τριάκοντα Τυράννους, επειδή «χώραγε» σ’ όλες τις καταστάσεις.

    Ο ΧΟΡΟΣ

    Αν σήμερα δεν μπορούμε να Βιώσουμε το αρχαίο δράμα, δεν είναι γιατί ζούμε έξω από τις συνθήκες των αρχαίων, είναι ακόμη και κάτι πολύ σημαντικό: δεν έχει δοθεί λύση στο πρό­βλημα του χορού. Ξέρουμε πολλά για το σχηματισμό του (κυκλικός στο διθύραμβο, τετράγωνος στο δρά­μα), για τη διαίρεση του σε ημιχόρια, για τη στροφή που έκανε το ένα και την αντιστροφή το άλλο και την τελική συνένωση τους για ν’ απαγγείλουν μαζί την επωδό κ.λπ.

    Ωστόσο μας διαφεύγει η ουσία της θεατρικής του παρουσίας. Ίσως περισσότερο από τις φιλολογι­κές και αρχαιολογικές μαρτυρίες στην ουσία του χορού μας μπάζουν κάποιες θρησκευτικές τελε­τουργίες ή εορταστικές τελετές (όπως π.χ. τ’ Ανα­στενάρια, η γιορτή των Καλόγερων και της Μπά­μπως που παρασταινόταν τη Δευτέρα της Τυρινής στη Βιζύη της Αν. Θράκης, το πανηγύρι του «Aη Συμιού» στο Μεσολόγγι κ.λπ.). Ωστόσο, την καλύτε­ρη μαρτυρία προσφέρει ο νεοελληνικός χορός, με την έννοια της όρχησης, κυρίως ο «συρτός». Άλλω­στε για ποιο λόγο στα νεοελληνικά η όρχηση ονο­μάσθηκε χορός και το άσμα τραγούδι; Το τραγού­δι είναι παράγωγο της τραγωδίας. Όσο για τα θρηνητικά μέρη υπάρχει και σήμερα το μανιάτικο μοι­ρολόι που οι γυναίκες χωρίζονται σε δύο ημιχόρια, βάζοντας στη μέση το νεκρό, υπάρχει και η κορυ­φαία (πρωτομοιρολογίστρα) που συντονίζει τον κομμό και με την έννοια του θρήνου και με την έν­νοια του χτυπήματος του στήθους. Όμως, πρέπει να πούμε λίγα λόγια για το κοινό. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν άνδρες και γυναί­κες. Υπήρξε πρόταση να κάθονται χωριστά, αλλ’ αυτό σημαίνει ότι κάθονταν άνδρες και γυναίκες μαζί, κατά οι­κογενειακά ζεύγη. Οι θεατές φορούσαν στεφάνια και στα πέτρινα εδώλια τοποθετούσαν μαξιλάρια. Δεν υπήρχαν ερεισίνωτα (στηρίγματα για την πλάτη), εκτός από τα πρώτα προεδρικά καθίσματα. Οι θέσεις ορίζονταν με κο­κάλινα κέρματα. Στην αρχή οι θεατές πλήρωναν εισιτή­ριο στον «θεατρώνη». Ο Περικλής, θεωρώντας το θέα­τρο σχολείο του λαού, καθιέρωσε τα λεγόμενα «θεωρικά». Η πολιτεία δηλαδή πλήρωνε για τους άπορους πο­λίτες το αντίτιμο του εισιτηρίου. Το θέατρο υπήρξε γέν­νημα της δημοκρατίας και ήκμασε όσο ήκμασε η δημο­κρατία. Την τάξη εντός του θεάτρου τηρούσαν οι «ρα­βδούχοι» (αστυνομικοί υπάλληλοι). Λόγω της μεγάλης διάρκειας των παραστάσεων (από την ανατολή ως τη δύ­ση του ηλίου) οι θεατές έπαιρναν μαζί τους φαγητά, γλυ­κίσματα, νερό κ.λπ. Δεν ήταν σπάνιες οι αποδοκιμασίες εις βάρος των ηθοποιών που δεν έπαιζαν καλά. Είπαμε πιο πάνω ότι η τραγωδία είναι γέννημα της δη­μοκρατίας. Το ότι έχει λαϊκές καταβολές φαίνεται από το ξεκίνημα της που είναι η λατρεία του Διονύσου. Ο Διό­νυσος όμως ως λαϊκός θεός λατρευόταν παντού αλλά μό­νο στην Αθήνα διαμορφώθηκε το δράμα, που η εξέλιξη του συμπορεύεται με την εξέλιξη της δημοκρατίας. Διό­τι η θεατρική παράσταση, είτε τραγωδία είτε κωμωδία, απηχεί ένα συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα. Αυτό φαίνεται άμεσα στις «Φοίνισσες» του Φρυνίχου, στους «Πέρσες» του Αισχύλου, που δείχνει πως η τρα­γωδία έχει την κορυφαία στιγμή της κατά τη μεγάλη πε­ρίοδο του αγώνα εναντίον των Περσών. Βγαίνει δηλαδή μέσα από μια ατμόσφαιρα ηρωικού πατριωτισμού και πυ­ρετώδους δημιουργίας. Και αν ακόμη δεν είναι εμφανής η πολιτική επίδραση, αυτή ωστόσο υπάρχει. Οιδίπους Τύραννος είναι η Αθήνα στα χρόνια της μεγάλης δυνά­μεως της, η οποία την οδηγεί στην «ύβριν», δηλαδή στην αλαζονεία της δυνάμεως που φέρνει την καταστροφή. Με την τραγωδία αυτή, πολλά χρόνια πριν, ο Σοφοκλής δεν ήθελε απλώς να συγκινήσει, ήθελε και να προειδο­ποιήσει για την επερχόμενη καταστροφή, διότι έβλεπε, όπως ο τυφλός Τειρεσίας, πως ο πολιτικός ηγετικός πυ­ρήνας των Αθηνών ήταν «τυφλός τα τε όμματα, τα τε ώτα και νουν». Γι’ αυτό πάντα η τραγωδία θα είναι επίκαιρη. Μας λέει τη μοίρα μας. Γι’ αυτό και τον κομμό στα νεο­ελληνικά τον λέμε μοιρολόι.

    «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», πρωτοχρονιάτικο τεύχος 1996

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1460

    Ισοκράτη “Περί Εριρήνης” : Μετάφραση

    ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Β’ ΛΥΚΕΙΟΥ

    ΙΣΟΚΡΑΤΗ “ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ”

    1-2

    Όλοι όσοι ανεβαίνουν στο βήμα εδώ έχουν συνηθίσει να λένε ότι αυτά είναι τα πιο σημαντικά και άξια μελέτης για την πόλη ,αυτά δηλαδή για τα οποία οι ίδιοι πρόκειται να συμβουλεύσουν. Αλλά όμως ,αν και για κάποια άλλα πράγματα ήταν πρέπον να κάνω πρόλογο, μου φαίνεται ότι πρέπει και για τα τωρινά από εδώ να κάνω την αρχή. Γιατί ήλθαμε να συγκαλέσουμε συνέλευση και να συζητήσουμε για πόλεμο και για ειρήνη ,τα οποία έχουν πολύ μεγάλη δύναμη στη ζωή των ανθρώπων και για όσα είναι ανάγκη αυτοί που σκέφτονται σωστά να είναι πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους. Η σπουδαιότητα λοιπόν για χάρη των οποίων συγκεντρωθήκαμε είναι τόσο μεγάλη.

    14-16

    Εγώ λοιπόν ξέρω καλά ότι είναι δύσκολο να εναντιώνεται κανείς με τις δικές σας σκέψεις και ότι μολονότι υπάρχει δημοκρατία ,δεν υπάρχει ελευθερία λόγου, παρά μόνο για τους πολύ άμυαλους εδώ και για αυτούς που καθόλου δε σας φροντίζουν και για τους ποιητές της κωμωδίας στο θέατρο. Αυτό είναι και το πιο φοβερό απ’ όλα ,ότι δηλαδή σ’ αυτούς που φανερώνουν τα σφάλματα της πόλης στους υπόλοιπους Έλληνες χρωστάτε τόση χάρη, όση σ’ αυτούς που καθόλου δεν ευεργετούν ,ενώ αντίθετα με αυτούς που κάνουν επιπλήξεις και σας νουθετούν οργίζεστε έτσι, όπως (οργίζεστε ) με αυτούς που κάνουν κάτι κακό στην πόλη.

    Όμως ,ακόμη κι αν ισχύουν αυτά ,δε θα απομακρυνόμουν από όσα σκέφτηκα. Γιατί έχω ανέβει στο βήμα ,όχι για να σας ευχαριστήσω, ούτε για να επιζητήσω την εκλογή μου ως άρχοντα, αλλά για να εκφράσω τη γνώμη μου ,για όσα τυχαίνει να γνωρίζω πρώτα για όσα οι πρυτάνεις προτείνουν ,έπειτα για τα υπόλοιπα πράγματα της πόλης .Γιατί δε θα υπάρξει κανένα όφελος των τωρινών αποφάσεων για την ειρήνη,αν δε σκεφτούμε σωστά και για τα υπόλοιπα.

    Υποστηρίζω λοιπόν, ότι πρέπει να κάνουμε ειρήνη όχι μόνο με τους Χίους ,τους Ρόδιους, τους Βυζάντιους και τους Κώους, αλλά και με όλους τους ανθρώπους και να εφαρμόσουμε όχι αυτές τις συνθήκες ,τις οποίες τώρα κάποιοι έχουν προτείνει ,αλλά αυτές που έγιναν με το βασιλιά και τους Λακεδαιμονίους , που επέβαλαν οι Έλληνες να είναι αυτόνομοι και να αποχωρήσουν οι φρουρές των ξένων πόλεων και ο καθένας να κατέχει τη δική του (να είναι κύριος της δικής του πόλης) . Γιατί δε θα βρούμε δικαιότερες από αυτές ,ούτε περισσότερο συμφέρουσες για την πόλη .

    63-64

    Όσα λοιπόν πρέπει να έχουν κάποιοι που πρόκειται να ευτυχήσουν, δηλαδή την ευσέβεια ,τη σωφροσύνη ,τη δικαιοσύνη και την άλλη αρετή ,τα είπαμε λίγο πρωτύτερα. Και πώς θα μπορούσε να εκπαιδευτούμε πολύ γρήγορα ,με σκοπό να γίνουμε τέτοιοι (ενάρετοι χαρακτήρες) ,είναι αλήθεια αυτό που θα ειπωθεί, και ίσως θα φαινόταν φοβερό σ’ εσάς αν το ακούγατε και πάρα πολύ διαφορετικό από τη σκέψη των άλλων. Γιατί εγώ θεωρώ και ότι εμείς θα κυβερνήσουμε καλύτερα την πόλη και ότι οι ίδιοι θα είμαστε καλύτεροι και σε όλες τις πράξεις μας θα προοδεύσουμε ,αν θα σταματήσουμε να επιθυμούμε την κυριαρχία (εξουσία) στη θάλασσα. Γιατί αυτή είναι που και τώρα μας προκάλεσε ταραχές ,και τη δημοκρατία εκείνη κατέλυσε, με την οποία οι πρόγονοι ,όσο ζούσαν ήσαν οι πιο ευτυχισμένοι των Ελλήνων και (είναι) η αιτία σχεδόν όλων των κακών που οι ίδιοι έχουμε και προξενούμε στους άλλους.

    Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1075

    Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
    Αντίθεση