Κατηγορία: Αρχαία Β’ Λυκείου

Σχόλια για το Δ’ Επεισόδιο της «Αντιγόνης»

Δ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Στ.801-882

Στ.810-814: Τα στοιχεία που προκαλούν το θρήνο της Αντιγόνης είναι: α) ότι ενταφιάζεται ζωντανή και β) ότι δε γεύτηκε τις χαρές του γάμου.

Στ.817-822: Ο χορός προσπαθεί να παρηγορήσει την Αντιγόνη λέγοντας:

α) ότι πεθαίνει ξακουστή και παινεμένη

β) ότι πεθαίνει υγιέστατη και μ’ όλη την ομορφιά της

γ) ότι πεθαίνει για πράξη που επέλεξε μόνη της ενσυνείδητα

δ) ότι αυτή μόνη απ’ όλους τους θνητούς ενταφιάζεται ζωντανή.

Απ’ όλα τα κίνητρα που πρόβαλε η Αντιγόνη για την πράξη της, ο Χορός εκμεταλλεύεται αυτό που σχετίζεται με τη δόξα. Δεν είναι κάτι όμως που το πιστεύει πραγματικά. Δεν έχει καλύτερο τρόπο παρηγόρησης και επιστρατεύει την ιδέα της υστεροφημίας.

Στ.823-833: Οι ομοιότητες ανάμεσα στη μοίρα της Νιόβης και Αντιγόνης είναι ότι:

α) και οι δύο έζησαν και υπέφεραν στη Θήβα

β) όπως η Νιόβη μεταμορφώθηκε σε λίθινη στήλη, έτσι και η Αντιγόνη    θα ταφεί ζωντανή σε λίθινο τύμβο.

γ) και οι δύο γνωρίζουν την ίδια εγκατάλειψη. Η Νιόβη έχασε τα παιδιά και τον άνδρα της και η Αντιγόνη έχασε ή πρόκειται να χάσει όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα

δ) και οι δύο πεθαίνουν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους.

Στ.846-851: Η Αντιγόνη θρηνεί, γιατί: α) βαδίζει στο θάνατο άκλαυτη, β) θανατώνεται με νόμους άδικους, γ) περιέρχεται σε μια νόθη κατάσταση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

Το αίτιο που προκάλεσε την παρεξήγηση ανάμεσα στο χορό και την Αντιγόνη είναι ο διαφορετικός τρόπος θεώρησης της περίπτωσης της Νιόβης. Η Αντιγόνη είδε στη Νιόβη να αντικατοπτρίζεται η δυστυχία της, ενώ ο Χορός είδε στο παράδειγμα στοιχεία που δικαιολογούν δόξα.

Στ.857-872: Οι αναφωνήσεις, οι αναστεναγμοί, οι ταραγμένες συνδέσεις των επιθέτων, τα ασύνδετα, το οξύμωρο εκφράζουν το μεγάλο πόνο που προκαλούν οι αναμνήσεις και την αγωνία του θανάτου που πνίγει την Αντιγόνη.

Η Αντιγόνη απευθύνεται κατά διαστήματα: α) στους πολίτες της πατρικής της γης, β) στην πόλη και στους άρχοντές της, γ) στο φυσικό περιβάλλον και στα άψυχα στοιχεία της πόλης και δ) στα νεκρά πρόσωπα της οικογένειάς της. Η εναλλαγή αυτή εκφράζει την προοδευτική συνείδηση της απομόνωσης και της πλήρους εγκατάλειψης.

Ο Χορός δικαιολογεί τη μοίρα της Αντιγόνης σε δύο φάσεις:

α) την αποδίδει στην υπέρμετρη τόλμη, το θράσος, που την οδήγησε σε μια πράξη που καταλύει τους νόμους της Πολιτείας, που προστατεύονται από τη Δίκη. Αυτή έκανε την οικογενειακή κατάρα να ενεργοποιηθεί και να ξαναζήσει στο πρόσωπό της.

β) πιστεύει πως η απόδοση νεκρικών τιμών στον αδελφό της είναι πράξη ευσέβειας, αλλά προσθέτει πως ο άρχοντας, ως φορέας της εξουσίας, είναι υποχρεωμένος να διασφαλίσει αυτήν και να υπερασπίσει τους νόμους.

Η αξιολόγηση αυτή της πράξης της Αντιγόνης από το Χορό ενδεχομένως θα έβρισκε ανταπόκριση σε πολλούς θεατές. Η έκβαση όμως του έργου δείχνει πως ο Σοφοκλής δε συμφωνεί με τη θέση του Χορού. Προφανώς έβαλε το Χορό να βλέπει έτσι τα πράγματα, για να δείξει τις δυνάμεις με τις οποίες συγκρούεται κάθε πράξη σαν της Αντιγόνης.

Στον κομμό βλέπουμε μια Αντιγόνη διαφορετική· μια πραγματική ηρωίδα, μια αληθινή γυναίκα, ευαίσθητη, θαρραλέα και σταθερή, που πάσχει, συγκλονίζεται, αλλά δε λυγίζει, δε μετανιώνει, παραμένει προσηλωμένη στο χρέος της. Επειδή η Αντιγόνη πονάει γι’ αυτά που χάνει, επειδή η ζωή έχει αξία γι’ αυτήν, γι’ αυτό και η θυσία της είναι μεγαλύτερη. Το μεγαλείο της πράξης της μεγιστοποιεί το θαυμασμό μας. Παρ’ όλο που υποφέρει, διατηρεί ακέραιη την αξιοπρέπειά της και δυσανασχετεί, όταν πιστεύει ότι ο Χορός την ειρωνεύεται. Με αυτοκυριαρχία βαδίζει προς το θάνατο, βιώνοντας και υπομένοντας την απόλυτη μοναξιά.

Ο Χορός συγκλονίζεται από το δράμα της Αντιγόνης, προσπαθεί να της συμπαρασταθεί και τη θαυμάζει. Εκπροσωπώντας, όμως, την παραδοσιακή νομιμοφροσύνη και την έννομη πράξη, στιγματίζει ταυτόχρονα τις ευθύνες της στην καταπάτηση του νόμου και την υπέρβαση του μέτρου. Ο Χορός ισορροπεί ανάμεσα στον οίκτο και τον καταλογισμό ευθυνών. Έτσι ο θεατής δεν παρασύρεται σε υπέρμετρο και ανεξέλεγκτο πόνο.

Ο δραματικός ρόλος του κομμού συνίσταται στα εξής:

α) εισάγονται νέα στοιχεία, όπως η αξιολόγηση της πράξης της Αντιγόνης,

β) καλλιεργούνται με λυρικό τρόπο ιδέες, όπως η τέλεια εγκατάλειψη της Αντιγόνης, η υστεροφημία, η κληρονομική συμφορά

γ) παρουσιάζονται με πιο έντονο τρόπο τα συναισθήματα της ηρωίδας.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ : Ο θρήνος της Αντιγόνης δείχνει τον πόνο και τη θλίψη που πλημμυρίζει την ψυχή της τη στιγμή που αποκόπτεται από τη ζωή πάνω στον ανθό της ηλικίας της. Η παρουσία του Χορού που συμμερίζεται τη θλίψη της ίσως συγκρατούν κάπως την κλιμάκωση των συναισθημάτων της. Όταν όμως παρερμηνεύεται η συμπεριφορά του Χορού, ο πόνος της εντείνεται και το ύφος της γίνεται πιο παθητικό. Συνειδητοποιεί τη μοναξιά και την εγκατάλειψη και παραπονιέται γι’ αυτό. Η στάση της Αντιγόνης είναι η φυσική στάση κάθε ανθρώπου και κοπέλας ειδικότερα που θα κρατούσε σε αυτή την περίπτωση. Παράλληλα με την ψυχική της δύναμη και τον ηρωισμό της, διαθέτει και μια ψυχική τρυφερότητα. Αν δε διαφαινόταν η αδυναμία της και οι φόβοι της τη στιγμή που οδηγείται στο θάνατο, θα ήταν κάτι αφύσικο και ο Σοφοκλής δε θα απέδιδε ολοκληρωμένα την προσωπικότητά της. Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι πως την κοπέλα δεν τη φοβίζει τόσο ο ίδιος  ο θάνατος όσο το είδος του θανάτου, ο τρόπος με τον οποίο οδηγείται σε αυτόν και ο άνθρωπος που της τον επιβάλλει.

ΧΟΡΟΣ :  Ο τρόπος που αναγγέλλει ο Χορός την εμφάνιση της Αντιγόνης στη σκηνή αντανακλά την ψυχική του κατάσταση. Οι γέροντες του Χορού χύνουν δάκρυα συμπάθειας για την Αντιγόνη τα οποία όμως εξαιτίας των προσωπίδων δε φαίνονται αλλά με τη βοήθεια του ρυθμού οι θεατές κατανοούν ότι οι γέροντες συμπάσχουν και κλαίνε για την Αντιγόνη. Τα δάκρυά τους είναι τα καλύτερα μαρτύρια συμπάθειας και αγάπης προς την ηρωίδα. Εδώ ο Χορός συμπεριφέρεται όπως ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που νιώθει ότι θέλει να βοηθήσει ένα συνάνθρωπό του που πάσχει. Βρίσκει τρόπους για να δώσει θάρρος και κουράγιο στην ταλαιπωρημένη ηρωίδα. Ο οίκτος και η συμπάθειά του όμως που αισθάνεται γι’ αυτή εκφράζονται αδέξια.

Στ.891-894: Η Αντιγόνη, όπως κάθε τραγικός ήρωας, επειδή νιώθει απόλυτα εγκαταλειμμένη, στρέφεται προς τα στοιχεία της φύσης και τα επικαλείται σαν μάρτυρες της τύχης και της δυστυχίας της. Τέτοιου είδους επικλήσεις συμβάλλουν στην έξαρση του πάθους του τραγικού ήρωα και της σκηνής.

Στ.916-928: Η Αντιγόνη, εγκαταλειμμένη από τους ανθρώπους, πρέπει να νιώσει εγκαταλειμμένη κι από τους θεούς. Πρέπει να μείνει τελείως μόνη με τον εαυτό της. Η αίσθηση της εγκατάλειψης την οδηγεί στο δίλημμα:

–          εάν οι θεοί επιδοκιμάζουν την καταδίκη της, τότε θα συνειδητοποιήσει πως έχει αμαρτήσει μετά την τιμωρία της.

–          εάν οι θεοί δεν την επιδοκιμάζουν και θεωρούν τον Κρέοντα ως υπεύθυνο, τότε αυτοί να τιμωρήσουν αυτόν με τον ίδιο τρόπο που τιμωρεί κι αυτήν.

Η απέραντη θλίψη της Αντιγόνης προέρχεται όχι τόσο από τον επερχόμενο θάνατό της, όσο απ’ το είδος του, την αιτία που τον προκάλεσε (πράξη ευσέβειας) και το πρόσωπο που τον επιβάλλει. Παρ’ όλο που ο τρόπος που ερμηνεύει εδώ η Αντιγόνη τη στάση των θεών γεννά προς στιγμήν αμφιβολίες για την αξία της πράξης της, στην πραγματικότητα η ηρωίδα δεν παύει να πιστεύει πως η πράξη της είναι ορθή και θεάρεστη. Αυτό είναι που γεννά στην ψυχή της την ελπίδα για μια μετά θάνατο ανταπόδοση.

Στ.929-930: Το σχόλιο του χορού εκφράζει την απογοήτευσή του και τη νέκρωση της ελπίδας ότι είναι δυνατό να πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα.

Στ.931-932: Ο Κρέων, όπως και ο Χορός, δε φαίνεται να απευθύνεται συγκεκριμένα σε κάποιο πρόσωπο της σκηνής. Ενδεχομένως να μιλά με τον ίδιο του τον εαυτό. Γενικά υπάρχει πλήρης διάσταση και έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στα πρόσωπα της σκηνής.

Στ.941-943: Η Αντιγόνη θρηνεί, γιατί πεθαίνει: α) ενώ είναι η μόνη από τη βασιλική οικογένεια που ζει, β) από άνδρες κατώτερης ηθικής ποιότητας και υπόστασης και γ) για μια πράξη ευσέβειας.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Η ενότητα αυτή αποτελεί το κύκνειο άσμα της Αντιγόνης. Καταλαβαίνει ότι έχει έρθει πλέον οριστικά το τέλος. Αρχίζει έτσι ένα δεύτερο θρήνο. Προσπαθεί να παρηγορηθεί ότι (1) στον Άδη θα συναντήσει τα αγαπημένα της πρόσωπα (2) ότι έχει κάνει το χρέος της απέναντι τους και στον αδελφό της.

Νιώθει όμως μόνη, εγκαταλειμμένη και κυρίως αδικημένη γιατί βλέπει ότι ενώ λειτούργησε βάσει των θείων νόμων, βλέπει να εγκαταλείπεται και από τους θεούς. Τιμωρείται δηλ. για την ευσέβειά της. Εδώ βρίσκεται και το κατεξοχήν τραγικό στοιχείο.

Νιώθει μετέωρη γιατί βλέπει ότι δεν υπάρχει όχι μόνο άνθρωπος αλλά ούτε πλέον και ιδέα από την οποία μπορεί να στηριχτεί. Βλέπει να κυριαρχεί το άδικο και για μια στιγμή αμφιβάλλει και για την ίδια της τη βεβαιότητα ότι έπραξε το δίκαιο. Πως γίνεται να τιμωρείται πράττοντας το δίκαιο; Ξεχύνεται όλο το πάθος της ψυχής της. Η ηρωίδα πλημμυρίζεται από θλίψη και απογοήτευση. Όχι τόσο για το θάνατό της όσο για το είδος του θανάτου της (ζωντανός ενταφιασμός), την αιτία που την προκάλεσε (πράξη ευσέβειας) αλλά και το ποιος τον επιβάλλει. Πιστεύει ότι η πράξη της είναι θεάρεστη και σωστή και ελπίζει ότι θα δικαιωθεί τουλάχιστον στον κάτω κόσμο.

Επιφανειακά μπορεί η Αντιγόνη στον κομμό να φαίνεται ότι είναι συγχυσμένη πνευματικά, να έχει νεφελωμένη σκέψη χωρίς να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Στο τέλος μάλιστα φαίνεται και κάπως υβριστική και απέναντι στους θεούς. Ουσιαστικά όμως η ηρωίδα μένει συνεπής στις αρχές της και όπως παρατηρεί και ο Χορός εξακολουθεί να είναι η ίδια. Παρουσιάζεται πικραμένη και απογοητευμένη αλλά σίγουρα δεν έχει μετανιώσει για τίποτα.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1066

Σχόλια για το Γ’ Στάσιμο της «Αντιγόνης»

Γ’ ΣΤΑΣΙΜΟ

Στ.781-800

Το στάσιμο αυτό έχει στενή σχέση με το προηγούμενο Επεισόδιο. Εξυμνεί την παντοδυναμία του Έρωτα, παίρνοντας αφορμή από τη σύγκρουση του Κρέοντα και του γιου του. Ο χορός πιστεύει πως η στάση του Αίμονα προς τον πατέρα του είναι αποτέλεσμα του έρωτά του για την Αντιγόνη. Ο έρωτας αυτός είναι ο κρίκος που συνδέει τη μοίρα της Αντιγόνης με τη Δίκη. Ο χορός υπογραμμίζει την οικουμενική κυριαρχία του Έρωτα αποδίδοντάς του γνωρίσματα και ιδιότητες τοποθετημένα σε ζώνη με αντιθετικό χαρακτήρα και επεκτείνοντας την κυριαρχία και την επιρροή του σε όλες τις καταστάσεις, σ΄ όλα τα μέρη και σ΄ όλες τις υπάρξεις. Η υπογράμμιση μάλιστα της ακαταμάχητης δύναμης του Έρωτα δείχνει ότι ο Χορός δέχεται ένα ελαφρυντικό για τη συμπεριφορά του Αίμονα. Ο Αίμων δε σεβάστηκε την πίστη στην πατρίδα και στον πατέρα του, γιατί βρισκόταν υπό την κυριαρχία ενός θεού στον οποίο κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί.

Ο δραματικός ρόλος του χορικού είναι σύνθετος. Βαθαίνει και ευρύνει την ουσία της προηγούμενης σκηνής και παίζει ρόλο ενός «υποκατάστατου» για την έλλειψη μιας σκηνής ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Αίμονα. Επίσης, είναι ένα προοίμιο για τον κομμό που ακολουθεί, όπου η συγκέντρωση συγγενικών αναφορών στο θάνατο και το γάμο συντελούν στην ένταση των συναισθημάτων και τη θεώρηση της ιδέας της αγάπης από την πλευρά της Αντιγόνης.

Το χορικό αυτό, με τη λυρική του διάθεση και έξαρση, ασκεί ευεργετική και λυτρωτική επίδραση στους θεατές. Καταπραΰνει την ταραγμένη τους ψυχή και λειτουργεί ως αναπαύλα ανάμεσα στην ένταση της σύγκρουσης Κρέοντας και Αίμονα και στον κομμό της Αντιγόνης, που ακολουθεί.

Στ. 781-784: Υπάρχει κάποια αντιθετική σχέση ανάμεσα στα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που αποδίδει ο χορός στον έρωτα. Το πρώτο γνώρισμα εκφράζει την τραχύτητα, σκληρότητα και ορμητικότητα, κυρίως με τη λέξη «πόλεμο», ενώ το δεύτερο αντανακλά τη λεπτή και τρυφερή του παρουσία. Εκφράζει την ομορφιά της νεανικής ηλικίας, την τρυφερότητα και την αγνότητα του ερωτικού συναισθήματος.

Στ.785: Η αναφορά στα πέλαγα και στους τόπους έχει ως στόχο να δείξει την έκταση της κυριαρχίας του Έρωτα· να επισημάνει την παγκοσμιότητά του και να υποβάλει την ιδέα ότι το αγνό αυτό αίσθημα δε γνωρίζει τοπικούς περιορισμούς.

Στ.792: Η δήλωση του χορού για την παράφορη ερωτική μανία που οδηγεί στον όλεθρο μας θυμίζει τη σκέψη που διατύπωσε για την Αντιγόνη στο προηγούμενο Στάσιμο (στ.622-625) και στις δύο περιπτώσεις γίνεται λόγος για άτομα δίκαια, των οποίων η σκέψη σκοτίζεται από επέμβαση κάποιου θεού. Το αποτέλεσμα της παρέμβασης ήταν να παρερμηνεύσουν τις καταστάσεις με απώτερη κατάληξη την καταστροφή και τον όλεθρό τους. Με την αναλογία αυτή ο Σοφοκλής «συνενώνει» τον Αίμονα και την Αντιγόνη και τους κάνει να βαδίζουν προς το θάνατο κινούμενοι από Έρωτα, αν και διαφορετικού τύπου.

Στ.798: Καθώς η δύναμη του Έρωτα τοποθετείται δίπλα στις άλλες κορυφαίες δυνάμεις που καθορίζουν τα ανθρώπινα, υπογραμμίζεται η υβριστική συμπεριφορά του Κρέοντα, ο οποίος τις περιφρόνησε.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1064

Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο: Θρησκεία, Εκπαίδευση, Πολιτική

Θέατρο: Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, έτσι όπως το γνωρίζουμε μέσα από τις σύγχρονες παραστάσεις του, παρουσιάζει μια παγκόσμια και διαχρονική παιδευτική ικανότητα για τους θεατές του, όπου και αν παίζεται, σε όποια γλώσσα και αν παρουσιάζεται. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του σε έναν από τους κεντρικούς θεσμούς της πόλης-κράτους.

Κ. Καλογερόπουλος

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου Π.Κ.Ε. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο Π.Κ.Ε αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε επανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθησε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.

Στα μέσα του 5ου αι. Π.Κ.Ε., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.

Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις). Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια “ηθοποιός” ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπης λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.

Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς παρά το γεγονός ότι ήταν καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Οι τραγικοί ποιητές του 5ου Π.Κ.Ε. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και έπαιζαν σ’ αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά εδίδασκαν μέσω της θεατρικής παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις αποδίδονται ως διδασκαλίαι.

Η Σκηνή

Τα μόνα υπολείμματα αυτού του πρώτου θεάτρου, που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρύνιχο, τον Αισχύλο και ενδεχομένως τον Σοφοκλή, είναι έξι από τις θεμέλιους λίθους του τοίχου της ορχήστρας. Σύμφωνα με τον Dorpfeld, που ανέσκαψε πρώτος την περιοχή, αυτοί οι λίθοι ήταν κάποτε τμήμα ενός κύκλου διαμέτρου 24-27 μέτρων. Η λιθοδομή πιθανώς δεν ήταν κυκλική αλλά μάλλον πολυγωνική -σχήμα που χρησιμοποιείτο στην πρώιμη κλασική εποχή. Η αρχική περιοχή των θέσεων για τους θεατές (θέατρον) πιθανώς δεν απαίτησε μεγάλη εκσκαφή της λοφοπλαγιάς, αλλά χρειάστηκε να υποστηλωθεί η ορχήστρα με υποστηρικτικούς τοίχους και να μεταφερθεί χώμα, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο για το χορό (διθυραμβικό, τραγικό, κωμικό, κ.λπ.).

Η σκηνή βέβαια μάλλον δεν υπήρχε μέχρι το 460 Π.Κ.Ε, καθώς η Ορέστεια του Αισχύλου είναι το πρωιμότερο υπάρχον δράμα που τη χρησιμοποιεί. Η υπόθεση των άλλων έργων του θα μπορούσε κάλλιστα να εκτυλιχθεί στην ορχήστρα, με τους ηθοποιούς και το χορό να δρουν στο ίδιο επίπεδο. Πριν επινοηθεί η σκηνή, η είσοδος του χορού γινόταν από δύο κεκλιμένες ράμπες που αποκαλούνταν είσοδοι και οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι μεταξύ του 460 και του 431 Π.Κ.Ε. (και πιθανώς στην περίοδο που χτίστηκε το ωδείο) η ορχήστρα μετατοπίστηκε βορειοδυτικά της αρχικής της θέσης και η λοφοπλαγιά εκσκάφθηκε περισσότερο προκειμένου να στερεωθούν καλύτερα τα ξύλινα καθίσματα. Η κατανομή των καθισμάτων πιθανώς γινόταν σε 10 σφηνοειδή χωρίσματα για τις δέκα αττικές φυλές. Κατά τον 4ο αιώνα αυτές οι σφηνοειδείς διατάξεις, ή κερκίδες, έγιναν 13 τον αριθμό, με την κεντρική -την καλύτερη δηλαδή, να έχει μεγαλύτερο εύρος.

Η σκηνή του 5ου αιώνα δεν ήταν μόνιμο κτήριο, αλλά μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή που τοποθετείτο πίσω από την ορχήστρα για τις δραματικές αποδόσεις των ετήσιων γιορτασμών. Παρόλα αυτά η εφεύρεσή της επέφερε μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πρακτική και στον τρόπο με τον οποίο οι εκτελεστές και οι θεατρικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν το χώρο για να παράγουν νόημα. Το εσωτερικό αυτού του κτηρίου με την επίπεδη οροφή ήταν η περιοχή των σημερινών “παρασκηνίων”, ένας κλειστός χώρος που βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου, όπως ο αληθινός οίκος. Κατά κανόνα οι ηθοποιοί πρόβαλλαν από τη σκηνή και συναντούσαν το χορό στην ορχήστρα, αλλά δεν έχουμε καμία αναφορά που να υποδηλώνει το αντίθετο, δηλαδή την εισβολή του χορού στη σκηνή. Ο οίκος παραμένει κλειστός και απαραβίαστος για τα πλήθη, υποδηλώνοντας εν μέρει το απαραβίαστο της ατομικής ζωής, εν μέρει τη σημασία του οίκου στην παραγωγή κοινωνικών δρώμενων.

Μηχανισμοί και Προσωπεία

Οι θεότητες εμφανίζονταν ξαφνικά στη στέγη μέσω μιας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπταντο στον αέρα (όπως όπως ο Βελλεροφόντης για παράδειγμα πάνω στον Πήγασο) μεταφέρονταν στον αέρα πάνω από το σκηνικό διάκοσμο με τη βοήθεια ενός απλού γερανού, που αποκαλείτο μηχανή ή γερανός. Η γνωστότερη χρήση της μηχανής συνέβη το 431 Π.Κ.Ε., όταν ο Ευριπίδης τη χρησιμοποίησε στο τέλος της Μήδειας.

Με τη σειρά τους οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονταν στη θέα του κοινού με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας που έφερε τον ανάλογο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείτο συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό εκείνος που σκοτωνόταν στο εσωτερικό του οίκου ή χαρακτήρες που νοσούσαν.

Το μεγάλο μέγεθος του θεάτρου (στην τελική μορφή του χωρούσε 20.000 ανθρώπους) και η απόσταση ακόμη και των κοντινότερων θεατών από τους ηθοποιούς (περισσότερο από 10 μέτρα) υπαγόρευσε μια μη νατουραλιστική προσέγγιση στην ηθοποιΐα Όλες οι χειρονομίες έπρεπε να είναι ιδιαίτερα εκφραστικές σε καθορισμένα πρότυπα, ώστε να “διαβάζονται” από τις πίσω σειρές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πρόσωπα. Τα προσωπεία, οι μάσκες, έδειχναν περισσότερο “φυσικές” από τα γυμνά πρόσωπα στο θέατρο του Διονύσου, αν και είχαν το φυσικό μέγεθος του προσώπου και μεγάλο άνοιγμα στο στόμα για να επιτρέπουν την καθαρή ομιλία. Τα υλικά της κατασκευής τους ποίκιλαν. Άλλα ήταν καμωμένες από ξύλο, άλλα από δέρμα και άλλες από ύφασμα και αλευρόπαστα. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για κάθε υλικό ξεχωριστά, αλλά καθώς δεν έχουμε κάποιο αυθεντικό εύρημα στη διάθεσή μας, οι θεωρίες παραμένουν υποθέσεις. Οι πραγματικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκαλισμένοι λίθοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια και οι αγγειογραφικές απεικονίσεις.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής το θέατρο του Διονύσου ξαναχτίστηκε με μια πολυώροφη σκηνή και οι ηθοποιοί δημιούργησαν επαγγελματικό σωματείο, που ονομαζόταν οι Καλλιτέχνες του Διονύσου. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν και άλλα θέατρα σε πολλά σημεία της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου της Επιδαύρου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι Ρωμαίοι έχτισαν ή επανασχεδίασαν θέατρα και σε άλλα σημεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, το θέατρο σε αυτή την αρχική μορφή του παραμένει σημαντικό για εμάς, όχι τόσο για την αρτιότητα της κατασκευής του και τις επινοήσεις των θεατρικών διδασκάλων, αλλά για τη σημασία του ως θεσμού της πόλης-κράτους, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση.

Θρησκεία – Εκπαίδευση – Πολιτική

Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.

Σε γενικές γραμμές η τραγωδία διαθέτει άρρηκτους δεσμούς με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, είναι καθοριστική στην ελληνική σκέψη και αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη. Είναι αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελεί το θέμα για τα περισσότερα έργα. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρίσκεται εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του. Η σκευή (προσωπείο/κοστούμι) συνδέεται άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας. Εξάλλου, το προσωπείο ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δράμα εντάσσει τον υποκριτή στην κατηγορία των ηρώων, αφού τον χωρίζει από τον χορό-πολίτες, που αρχικά μάλλον δε φορούσε μάσκες. Ο διάλογος υποκριτή – χορού υποδηλώνει σε ένα βαθμό τον διάλογο που διεξάγει η πόλη με το ηρωικό παρελθόν της. Γενόμενος δράμα ο μύθος υφίσταται μια χωροχρονική επέκταση. Οι λόγοι και οι αντίλογοι των πρωταγωνιστών, όπως και η συνδιαλλαγή με το χορό προορίζονταν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα της πράξης. Κίνητρα που ενίοτε είναι σημαντικότερα από την ίδια την πράξη, γιατί είναι πύλες προς την ψυχολογική διερεύνηση του μυθολογικού υλικού. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή, η μέθεξη του κοινού είναι έντονη τόσο στις θρησκευτικές γιορτές όσο και στους δραματικούς αγώνες.

Στην Αθήνα γίνονταν συνολικά τέσσερις εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες. Στα εν άστει Διονύσια, που τελούνταν στην αρχή της άνοιξης, κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος-Απρίλιος), διεξάγονταν οι δραματικοί αγώνες, που η προετοιμασία τους διαρκούσε τουλάχιστον έξι μήνες. Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο. Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε μία σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων. Η πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων ξεκινούσε με τη μεγάλη πομπή της θυσίας, που κατέληγε μπροστά στο ναό του Διονύσου, ενώ δύο μέρες νωρίτερα (στη γιορτή του Ασκληπιού, την 8η ημέρα του μηνός Ελαφηβολιώνα), γινόταν η επίσημη παρουσίαση όλων των διαγωνιζομένων δραμάτων. Πριν από τις παραστάσεις τελούνταν θυσίες, που υπογραμμίζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Μετά τη θυσία του ζώου έκαναν καθαρμούς ραντίζοντας με το αίμα το θέατρο και τους θεατές. Στη συνέχεια, και αφού οι κριτές καταλάμβαναν τις ειδικές τιμητικές θέσεις τους, άρχιζαν οι παραστάσεις, που έκλειναν με την ανάδειξη των νικητών του τραγικού αγώνα το βράδυ της πέμπτης ημέρας της εορτής. Στα Μεγάλα Διονύσια, οι τρεις τραγικοί ποιητές που λάμβαναν μέρος αγωνίζονταν με τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες (τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, ενώ στην κωμωδία αγωνίζονταν πέντε ποιητές, που παρουσίαζαν ένα μόνον έργο τους. Στα Λήναια, που δεν είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα όπως τα Διονύσια, η τραγωδία είχε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία και έτσι έλειπε η συμμετοχή των μεγάλων τραγικών. Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 Π.Κ.Ε διδάσκονταν τρεις κωμωδίες, η καθεμία μετά την τετραλογία κάθε τραγικού ποιητή.

Οι παράλληλες θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου ανιχνεύουν τους συσχετισμούς της τραγωδίας με θρησκευτικές εκδηλώσεις και θεσμικές τελετές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, που έχουν ενίοτε προταθεί ως προβαθμίδες του δράματος. Έτσι, η θεματική απομάκρυνση από το διονυσιακό υλικό και ο εντοπισμός του στους μύθους των ηρώων οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση της λατρείας των ηρώων ως πρωτογενούς υλικού του δράματος. Παράδειγμα αποτελεί το προσωπείο που τονίζει τη συγγένεια της τραγωδίας με τις ιερουργικές μεταμφιέσεις. Το τραγικό προσωπείο, όμως, από τη φύση και τη λειτουργία του, διαφέρει από την καθαρή θρησκευτική μεταμφίεση. Έχει μεν ιερουργικό υπόβαθρο, αλλά η διάσταση της μεταμφίεσης παραμένει ανθρώπινη, δίχως ανιμιστικές τάσεις. Ο ρόλος του είναι περισσότερο αισθητικός και το ιερουργικό στοιχείο κινείται στην ανθρώπινη εξελικτική γραμμή. Το προσωπείο μπορεί κοντά στα άλλα, να χρησιμεύει για να υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που κατέχουν την τραγική σκηνή, στοιχεία αντίθετα και συνάμα πολύ στενά δεμένα. Από τη μία μεριά, έχουμε το χορό ένα συλλογικό πρόσωπο που το ενσάρκωνε ένα σώμα πολιτών και που κατ’ αρχήν φαίνεται δεν φορούσε προσωπείο, αλλά ήταν μόνο μεταμφιεσμένος, και από την άλλη μεριά έχουμε ένα τραγικό πρόσωπο, που το υποδυόταν ο ηθοποιός, ξεχωρίζοντας με το προσωπείο του από την ανώνυμη ομάδα χορού. Το προσωπείο ενσωματώνει το τραγικό πρόσωπο σε μια πολύ καθορισμένη κοινωνική και θρησκευτική κατηγορία, την κατηγορία των ηρώων.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις-θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν βαθιά ριζωμένες στην πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Αντίθετα με το ρωμαϊκό θέατρο, οι ηθοποιοί και τα μέλη της χορωδίας ήταν πολίτες. Οι κριτές ήταν πολίτες και κάθε πολίτης είχε τις ίδιες πιθανότητες να πάρει τη θέση του κριτή (αφού η επιλογή γινόταν με κλήρωση) και να αποφασίσει για την τύχη του κάθε έργου. Το θέατρο ως χώρος ήταν δημόσιο οίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η συγκέντρωση στο θέατρο λειτουργούσε και ως εκκλησία του δήμου, με την παρουσία πολυάριθμων ξένων και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό πλαίσιο για ορισμένες κρατικές ενέργειες που δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος θεωρούσε τη γιορτή κατάλληλη αφορμή για να υπογραμμίσει την ηγετική θέση του στην Ελλάδα με μία όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερη επίδειξη μεγαλείου. Στη διάρκεια των γιορτασμών, παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνυόταν ο φόρος υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων, αφού αυτή την εποχή του χρόνου τα μέλη της αθηναϊκής συμμαχίας έστελναν την ετήσια εισφορά τους. Έτσι η πόλη εκμεταλλεύονταν τη γιορτή για εθνική αυτοπροβολή. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογραμμίζουν στα έργα τους (Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής) ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα.

Συνολικά θεωρούμενο το θέατρο, παρόλο που διαμορφώνεται στην εποχή των τυράννων, είναι θρέμμα της δημοκρατίας. Καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του και ακμάζει σχεδόν μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με το ίδιο το πολίτευμα. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας, ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνωρίζει τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. γιατί ακριβώς δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αττικό δράμα τελικά δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται, λοιπόν, η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του. Έτσι πιθανώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θέση που κατέχουν στις ελληνικές τραγωδίες τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας, αλλά και οι διαμάχες γύρω από τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Τα δεδομένα του ηρωικού έπους αποδίδονταν στο θέατρο του Διονύσου κάτω από το άγρυπνο πνεύμα των θεών και με την έγνοια για την κοινότητα.

Όσον αφορά στη συμμετοχή του πολίτη σε αυτή τη νέα μορφή τέχνης, ο J.P. Vernant τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του χορού στο δράμα ως εκπροσώπου της πόλης. Στην τεχνική της τραγωδίας υπάρχει μια πόλωση ανάμεσα στον συλλογικό και ανώνυμο χορό που εκφράζει τους φόβους τις ελπίδες και στις κρίσεις του, τα συναισθήματα των θεατών, αυτών δηλαδή που συνθέτουν την κοινότητα των πολιτών και στο εξατομικευμένο πρόσωπο, που παριστάνει έναν ήρωα μιας άλλης εποχής, ο οποίος δεν έχει κανένα σχεδόν κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη. Η δράση του προσώπου αυτού αποτελεί το κέντρο του δράματος. Σε τούτη τη διχοτόμηση τραγικού χορού και τραγικού ήρωα αντιστοιχεί μια δυαδικότητα ακόμη και στην ίδια τη γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μια διακρίνουμε τον λυρισμό των χορικών και από την άλλη, με τους υποκριτές του δράματος, έχουμε μια διαλογική μορφή που από μετρικής άποψης είναι πιο κοντά στον πεζό λόγο. Στα νέα πλαίσια που θέτει η τραγωδία, ο ήρωας παύει να λειτουργεί ως πρότυπο, γενόμενος τελικά ένα πρόβλημα για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μοίρα που ακολουθεί τους ήρωες. Η ατομική τους αναζήτηση είναι μια επανάσταση για τη ζωή της κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της αναζήτησης διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων που αφομοιώνονται στην κοινωνική δομή και γίνονται τρόπος ζωής. Αν ο ήρωας επιλέξει τη στατικότητα και την αδράνεια επαναπαυμένος στις δάφνες του, τότε η ίδια η εξέλιξη τον καταργεί. Η συνήθης αντίδραση ενός τέτοιου ήρωα στις ανάγκες της εξέλιξης είναι η διαμόρφωση μιας τυραννικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μέσα από τις κραυγές του πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει να ακούγεται ο απόηχος των συζητήσεων των σοφιστών σχετικά με το ιδεολογικό σχήμα νόμω -φύσει, δηλαδή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους θεσπισμένους νόμους τους κράτους (νόμω) και το δίκαιο του ισχυρότερου (φύσει). Η σοφιστική ως κίνημα πολιτικό και κοινωνικό είναι αδιανόητη έξω από το πολιτικό κλίμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι σοφιστές, άνθρωποι ελεύθεροι και θαρραλέοι διανοητές βρήκαν το έδαφος της αθηναϊκής δημοκρατίας πρόσφορο για να ανακοινώσουν τις αντιλήψεις τους και να διδάξουν τη σκέψη τους. Μόνο μια κοινωνία δημοκρατική μπορούσε να ανεχθεί αυτά τα κηρύγματα επαναστατικών ενίοτε μεταρρυθμίσεων, όπως αυτά που αφορούν τους κείμενους νόμους της πολιτείας και την κρατούσα δικαιοσύνη. Οι σοφιστές δεν έρχονται σε ρήξη με την φιλοσοφική παράδοση αλλά τη συνεχίζουν και την υπερβαίνουν. Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι στρέφονται κυρίως στα ζητήματα του κόσμου ή της φύσεως, κέντρο του προβληματισμού των σοφιστών είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του που τίθενται πλέον σε πολιτική βάση. Το πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των σοφιστών μπορεί να συνοψιστεί στην απαίτηση να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία και ένα νέο πολιτικό μοντέλο με άξονα τη νέα αντίληψη για το νόμο και το δίκαιο, άρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία με μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση ή καταγωγή. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον παθητικός δέκτης αλλά καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής προόδου. Αυτή η αντίληψη απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού, που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 5ου αι. Ένα πνεύμα που επηρεάζει και επηρεάζεται από τους δραματικούς διαλόγους εκφράζει τη δυσαρέσκεια των πολιτών και αναδεικνύει τα προβλήματα της γυναίκας στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου Π.Κ.Ε. αι.

Δεν είναι τυχαίο που ο H.C. Baldry συσχετίζει την ανάπτυξη εν γένει των τεχνών στην πόλη με την άνθηση μιας πτυχής της αρχαιοελληνικής παιδείας, τον προφορικό λόγο. Ο λόγος γίνεται μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς. Ταυτόχρονα φέρει τα στοιχεία της παράδοσης, καθώς ο δραματικός αφομοιώνει τον επικό, τον λυρικό και εν τέλει τον ρητορικό λόγο). Η χρήση του στην πολιτική, τη ρητορεία και την ποίηση δηλώνει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε στη δραματική τέχνη. Παράλληλα ο J.P. Vernant προχωρεί στη σύνδεση της τραγωδίας με το δίκαιο. Ο κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύσσεται στην πόλη αποτελεί το υλικό της τραγωδίας. Η νομική σκέψη επιδρά στον τραγικό στοχασμό σε βαθμό που πολλά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το δράμα αποτελούν, ταυτόχρονα, αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων. Κατ’ επέκτασιν οι τραγικοί ποιητές υιοθετούν το νομικό λεξιλόγιο για να διαπραγματευθούν τα θέματά τους. Ο J.P. Vernant, διαπιστώνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της πόλης, καθαρά λογικό κατασκεύασμα και τη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή τις προ-νομικές βαθμίδες δικαίου προχωρεί σε έναν ακόμη συσχετισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ο τραγικός ήρωας συνήθως βιώνει αυτή τη διαμάχη επί σκηνής συνδιαλεγόμενος με τον χορό.

Με άλλα λόγια το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2001)

Rohde, E., Η Ψυχή, Β΄ τόμος, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Blume, Η. D., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1986)

Baldry, H.C. Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, (Αθήνα 1992)

Campbell, J., Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα2, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Romilly, J., Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου, Το Άστυ, (Αθήνα 1996)

Vernant, J. P. (επιμ.), Ο Έλληνας Άνθρωπος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)

Brooke, Iris, Costume in Greek Classic Drama, Greenwood Press, (London 1973)

Ley, Gr., A Short Introduction to the Greek Theatre, University of Chicago Press, (Chicago 1991)

Lonsdale, St., Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, 1993

Pickard-Cambridge, Ar., The Theatre of Dionysos in Athens, 1946

Rehm, Rush, Greek Tragic Theatre, Routledge, 1991

Taplin, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus Oxford University Press, (Oxford, 1977)

Walton, J. Michael, Living Greek Theatre, Greenwood Press, 1980

Wiles, David, Tragedy in Athens, Cambridge University Press, (London 1997)

Πηγή : http://www.ekivolos.gr/archaio%20elliniko%20theatro-thriskeia,%20ekpaideusi,%20politiki.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/717

“Αντιγόνη” του Σοφοκλή (Ειρήνη Παππά, 1961)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/716

Αρχαίο ελληνικό θέατρο: θρησκεία, εκπαίδευση, πολιτική

Θέατρο: Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, έτσι όπως το γνωρίζουμε μέσα από τις σύγχρονες παραστάσεις του, παρουσιάζει μια παγκόσμια και διαχρονική παιδευτική ικανότητα για τους θεατές του, όπου και αν παίζεται, σε όποια γλώσσα και αν παρουσιάζεται. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του σε έναν από τους κεντρικούς θεσμούς της πόλης-κράτους.

Κ. Καλογερόπουλος

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου Π.Κ.Ε. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο Π.Κ.Ε αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε επανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθησε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.

Στα μέσα του 5ου αι. Π.Κ.Ε., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.

Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις). Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια “ηθοποιός” ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπης λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.

Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς παρά το γεγονός ότι ήταν καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Οι τραγικοί ποιητές του 5ου Π.Κ.Ε. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και έπαιζαν σ’ αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά εδίδασκαν μέσω της θεατρικής παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις αποδίδονται ως διδασκαλίαι.

Η Σκηνή

Τα μόνα υπολείμματα αυτού του πρώτου θεάτρου, που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρύνιχο, τον Αισχύλο και ενδεχομένως τον Σοφοκλή, είναι έξι από τις θεμέλιους λίθους του τοίχου της ορχήστρας. Σύμφωνα με τον Dorpfeld, που ανέσκαψε πρώτος την περιοχή, αυτοί οι λίθοι ήταν κάποτε τμήμα ενός κύκλου διαμέτρου 24-27 μέτρων. Η λιθοδομή πιθανώς δεν ήταν κυκλική αλλά μάλλον πολυγωνική -σχήμα που χρησιμοποιείτο στην πρώιμη κλασική εποχή. Η αρχική περιοχή των θέσεων για τους θεατές (θέατρον) πιθανώς δεν απαίτησε μεγάλη εκσκαφή της λοφοπλαγιάς, αλλά χρειάστηκε να υποστηλωθεί η ορχήστρα με υποστηρικτικούς τοίχους και να μεταφερθεί χώμα, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο για το χορό (διθυραμβικό, τραγικό, κωμικό, κ.λπ.).

Η σκηνή βέβαια μάλλον δεν υπήρχε μέχρι το 460 Π.Κ.Ε, καθώς η Ορέστεια του Αισχύλου είναι το πρωιμότερο υπάρχον δράμα που τη χρησιμοποιεί. Η υπόθεση των άλλων έργων του θα μπορούσε κάλλιστα να εκτυλιχθεί στην ορχήστρα, με τους ηθοποιούς και το χορό να δρουν στο ίδιο επίπεδο. Πριν επινοηθεί η σκηνή, η είσοδος του χορού γινόταν από δύο κεκλιμένες ράμπες που αποκαλούνταν είσοδοι και οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι μεταξύ του 460 και του 431 Π.Κ.Ε. (και πιθανώς στην περίοδο που χτίστηκε το ωδείο) η ορχήστρα μετατοπίστηκε βορειοδυτικά της αρχικής της θέσης και η λοφοπλαγιά εκσκάφθηκε περισσότερο προκειμένου να στερεωθούν καλύτερα τα ξύλινα καθίσματα. Η κατανομή των καθισμάτων πιθανώς γινόταν σε 10 σφηνοειδή χωρίσματα για τις δέκα αττικές φυλές. Κατά τον 4ο αιώνα αυτές οι σφηνοειδείς διατάξεις, ή κερκίδες, έγιναν 13 τον αριθμό, με την κεντρική -την καλύτερη δηλαδή, να έχει μεγαλύτερο εύρος.

Η σκηνή του 5ου αιώνα δεν ήταν μόνιμο κτήριο, αλλά μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή που τοποθετείτο πίσω από την ορχήστρα για τις δραματικές αποδόσεις των ετήσιων γιορτασμών. Παρόλα αυτά η εφεύρεσή της επέφερε μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πρακτική και στον τρόπο με τον οποίο οι εκτελεστές και οι θεατρικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν το χώρο για να παράγουν νόημα. Το εσωτερικό αυτού του κτηρίου με την επίπεδη οροφή ήταν η περιοχή των σημερινών “παρασκηνίων”, ένας κλειστός χώρος που βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου, όπως ο αληθινός οίκος. Κατά κανόνα οι ηθοποιοί πρόβαλλαν από τη σκηνή και συναντούσαν το χορό στην ορχήστρα, αλλά δεν έχουμε καμία αναφορά που να υποδηλώνει το αντίθετο, δηλαδή την εισβολή του χορού στη σκηνή. Ο οίκος παραμένει κλειστός και απαραβίαστος για τα πλήθη, υποδηλώνοντας εν μέρει το απαραβίαστο της ατομικής ζωής, εν μέρει τη σημασία του οίκου στην παραγωγή κοινωνικών δρώμενων.

Μηχανισμοί και Προσωπεία

Οι θεότητες εμφανίζονταν ξαφνικά στη στέγη μέσω μιας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπταντο στον αέρα (όπως όπως ο Βελλεροφόντης για παράδειγμα πάνω στον Πήγασο) μεταφέρονταν στον αέρα πάνω από το σκηνικό διάκοσμο με τη βοήθεια ενός απλού γερανού, που αποκαλείτο μηχανή ή γερανός. Η γνωστότερη χρήση της μηχανής συνέβη το 431 Π.Κ.Ε., όταν ο Ευριπίδης τη χρησιμοποίησε στο τέλος της Μήδειας.

Με τη σειρά τους οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονταν στη θέα του κοινού με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας που έφερε τον ανάλογο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείτο συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό εκείνος που σκοτωνόταν στο εσωτερικό του οίκου ή χαρακτήρες που νοσούσαν.

Το μεγάλο μέγεθος του θεάτρου (στην τελική μορφή του χωρούσε 20.000 ανθρώπους) και η απόσταση ακόμη και των κοντινότερων θεατών από τους ηθοποιούς (περισσότερο από 10 μέτρα) υπαγόρευσε μια μη νατουραλιστική προσέγγιση στην ηθοποιΐα Όλες οι χειρονομίες έπρεπε να είναι ιδιαίτερα εκφραστικές σε καθορισμένα πρότυπα, ώστε να “διαβάζονται” από τις πίσω σειρές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πρόσωπα. Τα προσωπεία, οι μάσκες, έδειχναν περισσότερο “φυσικές” από τα γυμνά πρόσωπα στο θέατρο του Διονύσου, αν και είχαν το φυσικό μέγεθος του προσώπου και μεγάλο άνοιγμα στο στόμα για να επιτρέπουν την καθαρή ομιλία. Τα υλικά της κατασκευής τους ποίκιλαν. Άλλα ήταν καμωμένες από ξύλο, άλλα από δέρμα και άλλες από ύφασμα και αλευρόπαστα. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για κάθε υλικό ξεχωριστά, αλλά καθώς δεν έχουμε κάποιο αυθεντικό εύρημα στη διάθεσή μας, οι θεωρίες παραμένουν υποθέσεις. Οι πραγματικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκαλισμένοι λίθοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια και οι αγγειογραφικές απεικονίσεις.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής το θέατρο του Διονύσου ξαναχτίστηκε με μια πολυώροφη σκηνή και οι ηθοποιοί δημιούργησαν επαγγελματικό σωματείο, που ονομαζόταν οι Καλλιτέχνες του Διονύσου. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν και άλλα θέατρα σε πολλά σημεία της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου της Επιδαύρου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι Ρωμαίοι έχτισαν ή επανασχεδίασαν θέατρα και σε άλλα σημεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, το θέατρο σε αυτή την αρχική μορφή του παραμένει σημαντικό για εμάς, όχι τόσο για την αρτιότητα της κατασκευής του και τις επινοήσεις των θεατρικών διδασκάλων, αλλά για τη σημασία του ως θεσμού της πόλης-κράτους, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση.

Θρησκεία – Εκπαίδευση – Πολιτική

Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.

Σε γενικές γραμμές η τραγωδία διαθέτει άρρηκτους δεσμούς με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, είναι καθοριστική στην ελληνική σκέψη και αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη. Είναι αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελεί το θέμα για τα περισσότερα έργα. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρίσκεται εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του. Η σκευή (προσωπείο/κοστούμι) συνδέεται άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας. Εξάλλου, το προσωπείο ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δράμα εντάσσει τον υποκριτή στην κατηγορία των ηρώων, αφού τον χωρίζει από τον χορό-πολίτες, που αρχικά μάλλον δε φορούσε μάσκες. Ο διάλογος υποκριτή – χορού υποδηλώνει σε ένα βαθμό τον διάλογο που διεξάγει η πόλη με το ηρωικό παρελθόν της. Γενόμενος δράμα ο μύθος υφίσταται μια χωροχρονική επέκταση. Οι λόγοι και οι αντίλογοι των πρωταγωνιστών, όπως και η συνδιαλλαγή με το χορό προορίζονταν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα της πράξης. Κίνητρα που ενίοτε είναι σημαντικότερα από την ίδια την πράξη, γιατί είναι πύλες προς την ψυχολογική διερεύνηση του μυθολογικού υλικού. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή, η μέθεξη του κοινού είναι έντονη τόσο στις θρησκευτικές γιορτές όσο και στους δραματικούς αγώνες.

Στην Αθήνα γίνονταν συνολικά τέσσερις εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες. Στα εν άστει Διονύσια, που τελούνταν στην αρχή της άνοιξης, κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος-Απρίλιος), διεξάγονταν οι δραματικοί αγώνες, που η προετοιμασία τους διαρκούσε τουλάχιστον έξι μήνες. Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο. Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε μία σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων. Η πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων ξεκινούσε με τη μεγάλη πομπή της θυσίας, που κατέληγε μπροστά στο ναό του Διονύσου, ενώ δύο μέρες νωρίτερα (στη γιορτή του Ασκληπιού, την 8η ημέρα του μηνός Ελαφηβολιώνα), γινόταν η επίσημη παρουσίαση όλων των διαγωνιζομένων δραμάτων. Πριν από τις παραστάσεις τελούνταν θυσίες, που υπογραμμίζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Μετά τη θυσία του ζώου έκαναν καθαρμούς ραντίζοντας με το αίμα το θέατρο και τους θεατές. Στη συνέχεια, και αφού οι κριτές καταλάμβαναν τις ειδικές τιμητικές θέσεις τους, άρχιζαν οι παραστάσεις, που έκλειναν με την ανάδειξη των νικητών του τραγικού αγώνα το βράδυ της πέμπτης ημέρας της εορτής. Στα Μεγάλα Διονύσια, οι τρεις τραγικοί ποιητές που λάμβαναν μέρος αγωνίζονταν με τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες (τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, ενώ στην κωμωδία αγωνίζονταν πέντε ποιητές, που παρουσίαζαν ένα μόνον έργο τους. Στα Λήναια, που δεν είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα όπως τα Διονύσια, η τραγωδία είχε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία και έτσι έλειπε η συμμετοχή των μεγάλων τραγικών. Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 Π.Κ.Ε διδάσκονταν τρεις κωμωδίες, η καθεμία μετά την τετραλογία κάθε τραγικού ποιητή.

Οι παράλληλες θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου ανιχνεύουν τους συσχετισμούς της τραγωδίας με θρησκευτικές εκδηλώσεις και θεσμικές τελετές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, που έχουν ενίοτε προταθεί ως προβαθμίδες του δράματος. Έτσι, η θεματική απομάκρυνση από το διονυσιακό υλικό και ο εντοπισμός του στους μύθους των ηρώων οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση της λατρείας των ηρώων ως πρωτογενούς υλικού του δράματος. Παράδειγμα αποτελεί το προσωπείο που τονίζει τη συγγένεια της τραγωδίας με τις ιερουργικές μεταμφιέσεις. Το τραγικό προσωπείο, όμως, από τη φύση και τη λειτουργία του, διαφέρει από την καθαρή θρησκευτική μεταμφίεση. Έχει μεν ιερουργικό υπόβαθρο, αλλά η διάσταση της μεταμφίεσης παραμένει ανθρώπινη, δίχως ανιμιστικές τάσεις. Ο ρόλος του είναι περισσότερο αισθητικός και το ιερουργικό στοιχείο κινείται στην ανθρώπινη εξελικτική γραμμή. Το προσωπείο μπορεί κοντά στα άλλα, να χρησιμεύει για να υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που κατέχουν την τραγική σκηνή, στοιχεία αντίθετα και συνάμα πολύ στενά δεμένα. Από τη μία μεριά, έχουμε το χορό ένα συλλογικό πρόσωπο που το ενσάρκωνε ένα σώμα πολιτών και που κατ’ αρχήν φαίνεται δεν φορούσε προσωπείο, αλλά ήταν μόνο μεταμφιεσμένος, και από την άλλη μεριά έχουμε ένα τραγικό πρόσωπο, που το υποδυόταν ο ηθοποιός, ξεχωρίζοντας με το προσωπείο του από την ανώνυμη ομάδα χορού. Το προσωπείο ενσωματώνει το τραγικό πρόσωπο σε μια πολύ καθορισμένη κοινωνική και θρησκευτική κατηγορία, την κατηγορία των ηρώων.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις-θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν βαθιά ριζωμένες στην πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Αντίθετα με το ρωμαϊκό θέατρο, οι ηθοποιοί και τα μέλη της χορωδίας ήταν πολίτες. Οι κριτές ήταν πολίτες και κάθε πολίτης είχε τις ίδιες πιθανότητες να πάρει τη θέση του κριτή (αφού η επιλογή γινόταν με κλήρωση) και να αποφασίσει για την τύχη του κάθε έργου. Το θέατρο ως χώρος ήταν δημόσιο οίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η συγκέντρωση στο θέατρο λειτουργούσε και ως εκκλησία του δήμου, με την παρουσία πολυάριθμων ξένων και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό πλαίσιο για ορισμένες κρατικές ενέργειες που δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος θεωρούσε τη γιορτή κατάλληλη αφορμή για να υπογραμμίσει την ηγετική θέση του στην Ελλάδα με μία όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερη επίδειξη μεγαλείου. Στη διάρκεια των γιορτασμών, παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνυόταν ο φόρος υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων, αφού αυτή την εποχή του χρόνου τα μέλη της αθηναϊκής συμμαχίας έστελναν την ετήσια εισφορά τους. Έτσι η πόλη εκμεταλλεύονταν τη γιορτή για εθνική αυτοπροβολή. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογραμμίζουν στα έργα τους (Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής) ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα.

Συνολικά θεωρούμενο το θέατρο, παρόλο που διαμορφώνεται στην εποχή των τυράννων, είναι θρέμμα της δημοκρατίας. Καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του και ακμάζει σχεδόν μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με το ίδιο το πολίτευμα. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας, ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνωρίζει τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. γιατί ακριβώς δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αττικό δράμα τελικά δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται, λοιπόν, η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του. Έτσι πιθανώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θέση που κατέχουν στις ελληνικές τραγωδίες τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας, αλλά και οι διαμάχες γύρω από τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Τα δεδομένα του ηρωικού έπους αποδίδονταν στο θέατρο του Διονύσου κάτω από το άγρυπνο πνεύμα των θεών και με την έγνοια για την κοινότητα.

Όσον αφορά στη συμμετοχή του πολίτη σε αυτή τη νέα μορφή τέχνης, ο J.P. Vernant τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του χορού στο δράμα ως εκπροσώπου της πόλης. Στην τεχνική της τραγωδίας υπάρχει μια πόλωση ανάμεσα στον συλλογικό και ανώνυμο χορό που εκφράζει τους φόβους τις ελπίδες και στις κρίσεις του, τα συναισθήματα των θεατών, αυτών δηλαδή που συνθέτουν την κοινότητα των πολιτών και στο εξατομικευμένο πρόσωπο, που παριστάνει έναν ήρωα μιας άλλης εποχής, ο οποίος δεν έχει κανένα σχεδόν κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη. Η δράση του προσώπου αυτού αποτελεί το κέντρο του δράματος. Σε τούτη τη διχοτόμηση τραγικού χορού και τραγικού ήρωα αντιστοιχεί μια δυαδικότητα ακόμη και στην ίδια τη γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μια διακρίνουμε τον λυρισμό των χορικών και από την άλλη, με τους υποκριτές του δράματος, έχουμε μια διαλογική μορφή που από μετρικής άποψης είναι πιο κοντά στον πεζό λόγο. Στα νέα πλαίσια που θέτει η τραγωδία, ο ήρωας παύει να λειτουργεί ως πρότυπο, γενόμενος τελικά ένα πρόβλημα για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μοίρα που ακολουθεί τους ήρωες. Η ατομική τους αναζήτηση είναι μια επανάσταση για τη ζωή της κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της αναζήτησης διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων που αφομοιώνονται στην κοινωνική δομή και γίνονται τρόπος ζωής. Αν ο ήρωας επιλέξει τη στατικότητα και την αδράνεια επαναπαυμένος στις δάφνες του, τότε η ίδια η εξέλιξη τον καταργεί. Η συνήθης αντίδραση ενός τέτοιου ήρωα στις ανάγκες της εξέλιξης είναι η διαμόρφωση μιας τυραννικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μέσα από τις κραυγές του πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει να ακούγεται ο απόηχος των συζητήσεων των σοφιστών σχετικά με το ιδεολογικό σχήμα νόμω -φύσει, δηλαδή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους θεσπισμένους νόμους τους κράτους (νόμω) και το δίκαιο του ισχυρότερου (φύσει). Η σοφιστική ως κίνημα πολιτικό και κοινωνικό είναι αδιανόητη έξω από το πολιτικό κλίμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι σοφιστές, άνθρωποι ελεύθεροι και θαρραλέοι διανοητές βρήκαν το έδαφος της αθηναϊκής δημοκρατίας πρόσφορο για να ανακοινώσουν τις αντιλήψεις τους και να διδάξουν τη σκέψη τους. Μόνο μια κοινωνία δημοκρατική μπορούσε να ανεχθεί αυτά τα κηρύγματα επαναστατικών ενίοτε μεταρρυθμίσεων, όπως αυτά που αφορούν τους κείμενους νόμους της πολιτείας και την κρατούσα δικαιοσύνη. Οι σοφιστές δεν έρχονται σε ρήξη με την φιλοσοφική παράδοση αλλά τη συνεχίζουν και την υπερβαίνουν. Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι στρέφονται κυρίως στα ζητήματα του κόσμου ή της φύσεως, κέντρο του προβληματισμού των σοφιστών είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του που τίθενται πλέον σε πολιτική βάση. Το πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των σοφιστών μπορεί να συνοψιστεί στην απαίτηση να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία και ένα νέο πολιτικό μοντέλο με άξονα τη νέα αντίληψη για το νόμο και το δίκαιο, άρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία με μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση ή καταγωγή. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον παθητικός δέκτης αλλά καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής προόδου. Αυτή η αντίληψη απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού, που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 5ου αι. Ένα πνεύμα που επηρεάζει και επηρεάζεται από τους δραματικούς διαλόγους εκφράζει τη δυσαρέσκεια των πολιτών και αναδεικνύει τα προβλήματα της γυναίκας στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου Π.Κ.Ε. αι.

Δεν είναι τυχαίο που ο H.C. Baldry συσχετίζει την ανάπτυξη εν γένει των τεχνών στην πόλη με την άνθηση μιας πτυχής της αρχαιοελληνικής παιδείας, τον προφορικό λόγο. Ο λόγος γίνεται μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς. Ταυτόχρονα φέρει τα στοιχεία της παράδοσης, καθώς ο δραματικός αφομοιώνει τον επικό, τον λυρικό και εν τέλει τον ρητορικό λόγο). Η χρήση του στην πολιτική, τη ρητορεία και την ποίηση δηλώνει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε στη δραματική τέχνη. Παράλληλα ο J.P. Vernant προχωρεί στη σύνδεση της τραγωδίας με το δίκαιο. Ο κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύσσεται στην πόλη αποτελεί το υλικό της τραγωδίας. Η νομική σκέψη επιδρά στον τραγικό στοχασμό σε βαθμό που πολλά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το δράμα αποτελούν, ταυτόχρονα, αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων. Κατ’ επέκτασιν οι τραγικοί ποιητές υιοθετούν το νομικό λεξιλόγιο για να διαπραγματευθούν τα θέματά τους. Ο J.P. Vernant, διαπιστώνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της πόλης, καθαρά λογικό κατασκεύασμα και τη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή τις προ-νομικές βαθμίδες δικαίου προχωρεί σε έναν ακόμη συσχετισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ο τραγικός ήρωας συνήθως βιώνει αυτή τη διαμάχη επί σκηνής συνδιαλεγόμενος με τον χορό.

Με άλλα λόγια το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2001)

Rohde, E., Η Ψυχή, Β΄ τόμος, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Blume, Η. D., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1986)

Baldry, H.C. Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, (Αθήνα 1992)

Campbell, J., Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα2, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Romilly, J., Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου, Το Άστυ, (Αθήνα 1996)

Vernant, J. P. (επιμ.), Ο Έλληνας Άνθρωπος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)

Brooke, Iris, Costume in Greek Classic Drama, Greenwood Press, (London 1973)

Ley, Gr., A Short Introduction to the Greek Theatre, University of Chicago Press, (Chicago 1991)

Lonsdale, St., Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, 1993

Pickard-Cambridge, Ar., The Theatre of Dionysos in Athens, 1946

Rehm, Rush, Greek Tragic Theatre, Routledge, 1991

Taplin, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus Oxford University Press, (Oxford, 1977)

Walton, J. Michael, Living Greek Theatre, Greenwood Press, 1980

Wiles, David, Tragedy in Athens, Cambridge University Press, (London 1997)

Πηγή : http://www.ekivolos.gr/archaio%20elliniko%20theatro-thriskeia,%20ekpaideusi,%20politiki.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/606

“Αντιγόνη” του Σοφοκλή :Ερμηνευτική προσέγγιση

R. P. Winnington – Ingram

Αν δει κανείς το θέμα του έρωτος όπως εμείς το είδαμε ως τώρα, εξετάζοντας το κάπως χωριστά από το υπόλοιπο κείμενο της Ἀντιγόνης, θα έχει μια στρεβλή αντίληψη γι’ αυτό το δράμα ως ολότητα. Ο έρωτας είναι μόνο μία από τις μορφές που συνθέτουν το σχέδιο του έργου, αλλά ίσως πιο σπουδαία από όσο αναγνωρίζεται συνήθως μέχρι τώρα. Πού έγκειται όμως η σπουδαιότητα του; Ο Αίμων ήταν ερωτευμένος και ό,τι τραγικό έπραξε το έπραξε υπό την επιρροή της δύναμης της Αφροδίτης, είναι όμως δευτερεύων χαρακτήρας· αν η Αντιγόνη ήταν ερωτευμένη, η τραγική δράση της προσδιοριζόταν από κάτι άλλο. Υποστήριξα πιο πριν ότι το θέμα του έρωτα έχει σημαντικότατες συνέπειες για τον Κρέοντα, αφού αυτός βάλθηκε να αντιπαλέψει μια τέτοια δύναμη ακαταμάχητη, ἄμαχον. Η επίμονη μάλιστα εμφάνιση του θέματος του έρωτα και στο δεύτερο ήμισυ του έργου μπορεί να μας κάνει να δούμε τον Κρέοντα ως τον κεντρικό χαρακτήρα. Τον Κρέοντα λοιπόν ή την Αντιγόνη; Είναι ένα από τα ζητήματα που διχάζουν τους ερμηνευτές.

Η Ἀντιγόνη ως έργο παρουσιάζει εξαιρετική δυσκολία στην κατα­νόηση. Αυτό είναι περίεργο, διότι πρόκειται για δράμα με καθολική απήχηση, που έχει παιχτεί στα νεότερα χρόνια συχνότερα ίσως και με πιο μεγάλη επιτυχία από οποιαδήποτε άλλη ελληνική τραγωδία, θα μας πουν ίσως ότι μόνοι μας δημιουργούμε τις δυσκολίες, επειδή ζητάμε να βρούμε στο έργο πιο πολλά από όσα ο Σοφοκλής είχε τη διάθεση να περιλάβει, αν και προσωπικά αμφιβάλλω γι’ αυτό. Η διάσταση απόψεων μεταξύ των σχολιαστών υπήρξε πάντως βαθύτατη, με έντονα αποκλίνουσες απόψεις προς κάθε κατεύθυνση. Υπάρχει φυσικά για την Ἀντιγόνη, όπως και για τον Αἴαντα, ένας εύκολος τρόπος ερμηνείας. Μπο­ρούμε δηλαδή να ερμηνεύσουμε και τα δύο έργα ως κατ’ ουσία Αισχύλειες τραγωδίες τιμωρίας της ύβρεως — της ύβρεως του Κρέοντος, στην Ἀντιγόνην. Δεν θα επιζητούσα να υποστηρίξω ότι τέτοιες ερμηνείες  στερούνται εγκυρότητας. Ωστόσο, οι συσχετίσεις που έχουν γίνει μεταξύ των δύο έργων παραλληλίζουν την Αντιγόνη με τον Αίαντα, ενώ τον Κρέοντα τον αντιστοιχίζουν με τους δύο Ατρείδες. Ας δούμε πρώτα τις προϋποθέσεις συγκεντρώνει ο Κρέων για τη θέση του κύριου χαρακτήρα.

Οι προϋποθέσεις του είναι εκ πρώτης όψεως σοβαρές. Μόνο και μόνο ο σκηνικός του ρόλος έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη ανοίγει το έργο πρώτη, μαζί με την Ισμήνη, όμως από την Πάροδο κι ύστερα, ως το τέλος του έργου, ο Κρέων πολύ σπάνια βρίσκεται «εκτός σκηνής». Αυτό είναι κάτι παραπάνω από μια τεχνική τυποποίηση, αφού είναι βέβαιο πως ο Κρέων —πράγμα ασυνή­θιστο— παραμένει επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια δύο χορικών, πιθανόν και τριών, που σημαίνει ότι τόσο σε διάρκεια συνεχούς σκηνικής πα­ρουσίας όσο και στη συνολική διάρκεια των εμφανίσεων του το κοινό τον βλέπει πολύ περισσότερο από το κανονικό προκειμένου για θεατρι­κό χαρακτήρα που δεν είναι κεντρικός στο έργο. Ακόμη —καθόλου άσχετο κι αυτό με τη σκηνική παρουσία του Κρέοντος— είναι χαρακτη­ριστικό ότι κατά μία ιδιότυπη μορφή τραγικής ειρωνείας τα χορικά της Ἀντιγόνης έχουν με αυτόν μια συνάφεια, που δεν είναι στο μυαλό των Μελών του Χορού. Στον Κρέοντα ανήκει η σκηνή του τέλους, αλλά και το καταληκτικό σχόλιο του Κορυφαίου τη μοίρα του Κρέοντος έχει ως αφορμή και από του Κρέοντος το χαρακτήρα και τις πράξεις αντλεί την αλήθεια του. (Το σχόλιο αυτό τουλάχιστον, άσχετα από το τί μπορεί να ισχύει για μερικά άλλα, δεν είναι άθροισμα από τετριμμένες κοινοτοπίες, που εκφωνούνται όταν πια οι θεατές έχουν χαλαρώσει και αρχίζουν, ας πούμε, να μαζεύουν τα πράγματα τους.)

«Η φρόνηση (το φρονεῖν) είναι το πρώτο και κύριο θεμέλιο επιτυχημένου βίου (εὐδαιμονίας). Ναι, και η ουσία είναι να μη χάνει κανείς ποτέ την ευσέβεια προς τους θεούς. Μεγάλα λόγια από υπερόπτες αν­θρώπους επισύρουν βαριά πλήγματα ως τιμωρία και διδάσκουν φρόνηση στα γηρατειά». Ο Κρέων εκστόμισε υπεροπτικά λόγια· ο Κρέων δέχτηκε βαριά πλήγματα· και ο Κρέων έμαθε, πολύ αργά, ότι του έλειπε ,ή φρόνηση. Αισχύλειο το θέμα: πάθει μάθος. Αντίθετα από πολλούς ήρωες του Αισχύλου, ο Κρέων παίρνει ο ίδιος το μάθημα του, διότι επιζεί και επανεμφανίζεται επί σκηνής, όπως ο Ξέρξης, στο τέλος του έργου, εξουθενωμένος. Η Έξοδος της Αντιγόνης και σε γλώσσα και σε τόνο έχει πολλά που μας θυμίζουν το Πέρσαι, όπως τη συντριβή του ήρωα ή τις αιτιάσεις του Χορού. Κι αν ακόμα ο Κρέων σε σύγκριση με τον Ξέρξη μοιάζει να έχει διδαχτεί περισσότερα, υπάρχουν όρια σε ό,τι τελικά κατενόησε. Έχει αναγνωριστεί από καιρό ότι η Ἀντιγόνη βρίθει από αισχυλικούς απόηχους. Προς το τέλος του έργου, εκεί που ο Κορυφαίος  αναφέρεται στα μεγάλα και καυχησιάρικα λόγια, μπορεί ο Σοφοκλής να ήθελε να θυμίσει κάποιο σχόλιο από προηγούμενο χορικό: «διότι ο Δίας μισεί βαθύτατα τους κομπασμούς μιας υπεροπτικής γλώσσας» (στίχ. 128: Ζεύς γάρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει και καθώς, αμέσως μετά απ’ αυτό, γίνεται λόγος ειδικά για τη μοίρα του Καπανέα (στίχ. 134 κ.εξ.), μπορεί κάποιοι από τους θεατές να αναλογίζονταν τους δισσούς λόγους από το Ἑπτά επί Θήβας, την αλαζονεία των πολιορκητών της Θήβας, την ορθοφροσύνη των υπερασπιστών της. Το υπόστρωμα της ιστορίας του βασιλικού οίκου των Λαβδακιδών, το οποίο ο Σοφοκλής προϋπέθετε, είναι πολύ πιθανό να όφειλε στη θηβαϊκή τριλογία του Αισχύλου πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούμε εμείς να διακρίνουμε αφού μας λείπουν τα δυο πρώτα δράματα αυτής της τριλογίας· και ίσως! μάλιστα να περιμέναμε ο πατέρας της Αντιγόνης να είναι ένας Οιδίποδας πιο αισχυλικός από αυτόν που ο Σοφοκλής δεν είχε ακόμη δημιουργήσει. Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, για μία πραγμάτευση της μοίρας κάποιας καταραμένης γενιάς πρέπει να ανατρέξουμε στην Ὀρέστειαν και υπό το φως της Ὀρεστείας ακριβώς πρέπει να δούμε το Β’ Στάσιμο της Ἀντιγόνης, το ρόλο που παίζει εκεί ο Ζευς και μία Ερινύς, καθώς και ορισμένα χαρακτηριστικά του κομμού Αντιγόνης και Χορού.

Επιστρέφουμε λοιπόν στο πρόσωπο της Αντιγόνης, όπως είναι εύλο­γο να συμβαίνει όσο θα μελετάμε αυτό το έργο. Ο άνθρωπος που ανήκει στον καταραμένο βασιλικό οίκο είναι η Αντιγόνη, ενώ ο Κρέων συγγε­νεύει με τον οίκο αυτόν εξ αγχιστείας και μόνο (και μέσω του επικεί­μενου γάμου του γιου του). Η Αντιγόνη πεθαίνοντας συναντά όλους τους νεκρούς της οικογένειας της, που βρίσκονται στον Άδη. Πόσο αισχύλεια είναι άραγε η μοίρα της Αντιγόνης; Πρέπει και σ’ αυτό επίσης να επα­νέλθουμε, αφού πρώτα σημειώσουμε ότι στον Αισχύλο ο ήρωας συ­μπράττει στην ίδια του την πτώση. Και ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει συμπράξει προθυμότερα από την Αντιγόνη στην επίσπευση του θανάτου της; Αυτή γίνεται συνεργός του εχθρού της· στον Αισχύλο ο τυπικός ήρωας γίνεται συνεργός των θεών με τα ίδια του τα λάθη. Έκανε άραγε λάθη η Αντιγόνη;

Επανερχόμαστε έτσι στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφο­κλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκ­φραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποτα­χθούν οι προσωπικές αφοσιώσεις στο κοινό συμφέρον, θέμα που θα ετύγχανε βέβαια ευνοϊκής ανταπόκρισης από ένα αθηναϊκό ακροατή­ριο.

Ο Αισχύλος είχε γράψει μια τριλογία για τον θηβαϊκό μυθικό κύκλο, από την οποία διαθέτουμε μόνο το Ἑπτά επί Θήβας. Ο Σοφοκλής πρέπει να την είχε κατά νου και μπορεί γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς ακροα­τές του, η αφήγηση του Αισχύλου να είχε τον χαρακτήρα πρότυπης εκδοχής του μύθου. Σ’ αυτή την τριλογία η μοίρα του γένους και η μοίρα της πόλεως συμπλέκονταν επικίνδυνα και για να σωθεί η πόλις έπρεπε να καταλυθεί το γένος. Ο Σοφοκλής στην Ἀντιγόνην δραματοποιεί την τελική —όχι πια αισχυλική— φάση της κατάρρευσης του γένους, κατά την οποία ένα θηλυκό μέλος του εξεγείρεται κατά της πόλεως — και αφανίζεται, θέτει άραγε σε κίνδυνο την πόλη, ή μήπως την σώζει με τον δικό της αφανισμό; Ο Κρέων έτσι πιστεύει, ή έτσι φέρεται να πιστεύει. Και αποδεικνύεται ότι έχει άδικο. Όπως θα δούμε, ο Σοφοκλής μειώνει σιγά-σιγά το ηθικό ανάστημα του Κρέοντος σκιαγραφώντας τον όχι μόνον ως τύραννο αλλά, παρ’ όλους τους μεγαλόστομους αφορισμούς του, και ως παρορμητική ιδιοσυγκρασία πλασμένη από φόβους και φι­λοδοξίες· ο Αίμων τον εγκαταλείπει, ο Τειρεσίας τον καταδικάζει και τελικά η τιμωρία του επέρχεται μέσω της οικογένειας του. Η υπόθεση που αυτός υπερασπιζόταν χάνει, και μαζί της και το δράμα που ο Σοφο­κλής θα μπορούσε να έχει γράψει, αλλά δεν προτίμησε να γράψει.

Άξονας της δράσης είναι το θέμα: ταφή και άρνηση ταφής. Είναι σκληρό να μη γίνει ταφή· κι αυτός που την απαγορεύει αποδεικνύεται, όπως και στον Αίαντα, άνθρωπος τυραννικής νοοτροπίας. Η Αντιγόνη άρα είχε δίκιο. Όμως αυτό, εν σχέσει με την ανάπτυξη που παίρνει το θέμα στη διάρκεια του έργου, αποτελεί υπεραπλούστευση. Γράφει ένας σχολιαστής: «Δεν προκαλεί… καμιά έκδηλη απέχθεια να μένει άταφο το πτώμα ενός πολεμίου: αυτό που διαφιλονικείται, και στον Αίαντα και στην Ἀντιγόνην, είναι η θεσμική τοποθέτηση του νεκρού». Το θέμα δεν λήγει με την απάντηση ότι μια πράξη που περιγράφεται έτσι όπως Σοφοκλής την περιέγραψε, είναι αφ’ εαυτής αποκρουστική. Διότι θα μπορούσε κι αυτή να θεωρηθεί ως ένα από τα τόσα απεχθή, όπως ο ίδιος ο πόλεμος, που σε πολιτικό επίπεδο όμως δικαιώνονται· τέτοια, σε γενικές γραμμές, είναι η θέση του Κρέοντος, μολονότι δίνει ίσως κάποιες ενδείξεις ότι απολαμβάνει την πράξη του. Το θέμα δεν μπορεί να λήξει ούτε αν διεισδύσουμε στη σκέψη της Αντιγόνης. Είναι αλήθεια ότι, όταν η Αντιγόνη εξαναγκάζεται από την Ισμήνη να πολεμήσει με όπλο της το επιχείρημα, κατηγορεί την αδελφή της πως «ατιμάζει αϊ που οι θεοί περιβάλλουν με τιμή» (στίχ. 76-77) —και εννοεί βέβαια τους χθόνιους θεούς—, αναμφίβολα όμως στο νου της δεν γίνεται σαφής διάκριση ανάμεσα στην ταφή ως καθήκον που αυτοί οι θεοί απαιτούν, από τους συγγενείς του νεκρού, και στην ταφή ως δικαίωμα του ίδιου! του νεκρού. Ο Αίμων δύο φορές επικαλείται τις αξιώσεις των χθόνιων θεών (στίχ. 745 και 749)· αλλά, για να γίνει σαφής η διάκριση, ο Σοφοκλής χρειαζόταν τον Τειρεσία, ο οποίος σ’ αυτό το έργο έχει ρόλο παρόμοιο με του Κάλχαντος στο Αἴας, δηλαδή διαφωτίζει σε προχωρημένο στάδιο της πλοκής ένα θρησκευτικό ζήτημα που (παρά τους κάποιους υπαινιγμούς ενδιάμεσα) έχει μείνει ως αυτή τη στιγμή ασαφές. Η γνησιότητα των στίχων 1080-1083 έχει αμφισβητηθεί. Αν οι στίχοι αυτοί είναι γνήσιοι, υπάρχουν πολέμιοι που έμειναν άταφοι, με οικτρά επακόλουθα για την πόλη· αλλ’ ακόμα και από τους στίχους που αναφέ­ρονται στον Πολυνείκη (στίχ. 1064 κ.εξ., πρβλ. 1016-1018) γίνεται αρκε­τά σαφές ότι το παράπτωμα του Κρέοντος δεν ήταν τόσο ότι εμπόδισε την ταφή ενός συγγενούς, όσο το ότι κράτησε έναν νεκρό έξω από τον κόσμο στον οποίο ανήκε, όπως ακριβώς έκλεισε σε τάφο μια ζωντανή ψυχή. θα τιμωρηθεί γι’ αυτό από τις «Ερινύες του Άδη και των θεών» (στίχ. 1075). Οι Ερινύες τιμωρούν τις παραβιάσεις του θεϊκού δικαίου· η Αντιγόνη έχει μιλήσει για τη Δικαιοσύνη που συνοικεί με τους χθόνιους θεούς (στίχ. 451, ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη). Η Αντιγόνη, είτε αντιλαμβανόταν η ίδια είτε όχι τα λεγόμενα της, είχε δίκιο.

Το συμπέρασμα είναι κιόλας αναπόφευκτο, αλλά όχι και ικανό να στηρίξει από μόνο του το βάρος ενός τόσο σημαντικού δράματος, χωρίς να ενισχυθεί από τη δύναμη και το βάθος των εμπλεκόμενων δραματικών χαρακτήρων. Τί είδους άντρας είναι ο Κρέων και πώς έφτασε να ενεργήσει έτσι όπως ενήργησε; Τί είδους γυναίκα είναι η Αντιγόνη και πού βρήκε αυτό τον εκπληκτικό ηρωισμό της; Όπως συχνά έχει παρατηρηθεί, το βασικό ζήτημα απ’ αρχής μέχρι τέλους του έργου είναι θέμα φρενῶν, ψυχικής κατάστασης, καλής ίσως ή κακής, φρόνιμης ή ασύνετης, σωτήριας ή καταστρεπτικής, που υπαγορεύει αποφάσεις για καλό ή για κακό. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα μεταξύ Αντιγόνης και Ισμήνης στον Πρόλογο, μεταξύ Κρέοντος και Αντιγόνης, μεταξύ Κρέοντος και Αίμονος· αυτή είναι η ουσία της κριτικής του Τειρεσία για τον Κρέοντα και το δεσπόζον θέμα στη σκηνή του τέλους και στο τελευταίο σχόλιο του Χορού (πολλῷ το φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον υπάρχει, στίχ. 1347-Β). Τί είναι άραγε το φρονεῖν; Η λέξη έχει μεγάλο σημασιολογικό εύρος. «Σοφία» είναι συχνά μια εξυπηρετική απόδοση· οπότε λέμε, και με κάποια δόση αλήθειας, ότι εκφράζει μια τάση που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες να δίνουν εννοιολογική έκφραση στα ηθικά θέματα. Επομένως, «σοφία» ή «λογική» ή «φρόνηση» — ή βεβαίως «εχεφροσύνη»· και διαφορά που υπάρχει μεταξύ εχεφροσύνης και παραφροσύνης δεν είναι απλά εννοιολογική. Πρόκειται για όρο, ή όρους, που η σημασία τους σαφώς δεν περιορίζεται σε ό,τι θα χαρακτηρίζαμε εμείς νοητικές λειτουργίες, αλλά καλύπτει και συναισθηματικούς παράγοντες: αναφέ­ρεται σε «ψυχικές καταστάσεις» γενικότατα. Τώρα, υπάρχουν περιοχές όπου η ψυχική κατάσταση του ανθρώπου έχει ιδιαίτερη σημασία — Τέτοια πάνω απ’ όλα είναι η περιοχή της θρησκείας· αυτή την περιοχή ατενίζει με τη σκέψη του ο Κορυφαίος προς το τέλος του έργου. Αλλά κάθε πτυχή του δράματος αποτυπώνει ως ένα βαθμό τις ψυχικές καταστάσεις των χαρακτήρων που μετέχουν σ’ αυτό. Όπως στον Αἴαντα κατάσταση της φρενός· ή των φρενῶν τον ήρωα (θεωρούμενη από την άποψη της ψυχικής υγείας ή της παραφροσύνης) είναι θέμα πρωταρχικό, τόσο ισχύει και για την Ἀντιγόνην ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι η κατάσταση των φρενών της Αντιγόνης και του Κρέοντος (αλλά και της Ισμήνης και του Αίμονος). «Είναι αδύνατο», λέει ο Κρέων, «να γνωρίσουμε επακριβώς την ψυχήν και το φρόνημα και την γνώμην οποιουδήποτε ποτέ ανθρώπου, αν αυτός δεν δοκιμαστεί φανερά στην άσκηση της εξουσίας και την εφαρμογή των νόμων» (στίχ. 175-7). Και ίσως ψυχικές καταστάσεις του Κρέοντος μπορούμε να τις διαγνώσουμε χωρίς πολλή δυσκολία.

Ο Κρέων ανακοινώνει αρχικά το διάγγελμα του ως στρατηγός (στίχ. 8)· εισέρχεται στη σκηνή επιστρέφοντας από το πεδίο της μάχης βασιλιάς (στίχ. 155-6) — βασιλεύς νεοχμός. Έχει συγκαλέσει μια συνέλευση γερόντων και τους γνωστοποιεί, επί πολιτικού πεδίου τώρα, διάταγμα του. Αλλά προηγείται ένα διεξοδικό σκεπτικό εν είδει πραγματείας, μια διακήρυξη αρχών. Η επιλογή των γερόντων έγινε με βάση τη νομιμοφροσύνη τους προς τον θρόνο: είναι ο θρόνος του Λαΐου, του Οιδίποδα, των παιδιών τους. Εδώ πολύ διακριτικά τα περί Λαΐου και Οιδίποδα, ώσπου έρχεται στους γιους. (Αισθητή η διαφορά από το βιασμένο ξέσπασμα της Αντιγόνης στους στίχους 1 κ.εξ. ή από τον πονεμένο μονόλογο της Ισμήνης στους στίχους 49 κ.εξ.) Εκτίθενται όλα απολύτως φυσιολογικά, και αποκαλύπτουν και μια σχέση των γερόντων αυτού του Χορού με το «κατεστημένο». Αν όμως όσα λέει μας κάνουν επίσης να διερωτηθούμε, που ήταν λοιπόν ο Κρέων όταν συνέβαιναν όλα αυτά τα γεγονότα, η απάντηση είναι ότι εκινείτο στους διαδρόμους και όχι στο κέντρο της εξουσίας (αφού αποκλείεται εδώ να άσκησε προηγουμένως αντιβασιλεία). Σε προχωρημένο στάδιο της ζωής του έχει ανεβεί σ’ ένα θρόνο, που μπορεί να του ήταν επιθυμητός, μπορεί και όχι. Σε προχωρημένο στάδιο της ζωής του περνάει αυτή τη δοκιμασία, και όπως ο ίδιος λέει, αν δεν δοκιμαστεί κανείς πρώτα στην άσκηση της εξουσίας, δεν αποκαλύπτεται ο αληθινός του χαρακτήρας. Ο χαρακτή­ρας του Κρέοντος αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρων.

Πολλές από τις αρχές που ο Κρέων εξαγγέλλει στη διακήρυξη του θα γίνονταν ανεπιφύλακτα αποδεκτές από έναν Αθηναίο του 5ου π.Χ. αιώνα, που ήξερε ότι η δική του ευημερία ήταν αλληλένδετη με την ευημερία της πόλεως, και ήξερε επίσης τη διαφορά μεταξύ ενός πατριώ­τη και ενός προδότη. Η απαγόρευση ταφής ενός προδότη στο χώμα της Αττικής δεν του ήταν κάτι άγνωστο, αν και οι αντιδράσεις σε μια τέτοια απαγόρευση σίγουρα θα διέφεραν: η αντίδραση του Χορού είναι προ­σεγμένα ουδέτερη. Πάντως ο Κρέων, αν τον δούμε συνολικά και λίγο επιφανειακά, δεν τα πάει και τόσο άσχημα στην πρώτη του εμφάνιση. Ό,τι πραγματικά ενδιαφέρει από το λόγο του είναι να διακρίνουμε ποια προειδοποιητικά μηνύματα έχει δώσει ο Σοφοκλής ήδη από αυτό το στάδιο. Αισθάνεται άραγε ο Κρέων κάποια ευχαρίστηση να αναφέρε­ται με πολλές λέξεις στη νεοπαγή εξουσία του (στίχ. 173) και στο σέβας που την περιβάλλει (στίχ. 166); Μήπως η χρήση της πρωτοπρόσωπης αντωνυμίας παραείναι επίμονη (στίχ. 173, 178, 184, 207); Και μήπως ταυτόχρονα φοβάται (στίχ. 180) ότι δεν επιδεικνύει αρκετήν ισχύ (όταν ξέρουμε ότι την ισχύ του θα του την αμφισβητήσει μια γυναίκα); Επιτέ­λους, υπάρχουν και πολλές άλλες αιτίες για τις κακές αποφάσεις. Τάχα μόνο γι’ αυτή την απειλητική αδυναμία έχει επίγνωση ο Κρέων — και επίγνωση μοιραία; Ο τρόπος με τον οποίο αντικρίζει την κατάσταση φαίνεται παράδοξα υπερβολικός. Πιστεύει άραγε στ’ αλήθεια ότι το να θάψει τον Πολυνείκη, το να τον αντιμετωπίσει ως φίλον, θα επισύρει την ἄτην (στίχ. 185) στους πολίτες; (Είναι προφανής εδώ η ειρωνεία.) Ας σημειωθεί ότι για τον Κρέοντα οι φίλοι γίνονται, δεν γεννιούνται (στίχ. 188, 190). Έμφυτη φιλία δεν σημαίνει ή δεν μοιάζει να σημαίνει γι’ αυτόν τίποτε (θα του έρθει όμως η τιμωρία, όταν χάσει τον ίδιο το γιο). Οι ταφικές τελετές δεν σημαίνουν τίποτε άλλο γι’ αυτόν τιμητική ανταπόδοση που απονέμεται στον φιλόπατρι (στίχ. 196-7). Μια φιλοσοφία διαμετρικά αντίθετη από εκείνη της Αντιγόνης, κι όμως όλα ηχούν σχετικά καλά —ή και πολύ καλά— μέχρι που φθάνουμε στους στίχους 205-6: «να μείνει το σώμα του άταφο και για φάγωμα και διαμελισμό από τα όρνια και τα σκυλιά, έτσι να το δούμε» (ἐᾶν δ’ ἄθαπτον καί πρός οἰωνῶν δέμας καί πρός κυνῶν ἐδεστόν αἰκισθέν τ’ ἰδεῖν). Ο λόγος για την κοινή θέα έρχεται απροσδόκητα στο τέλος, και δημιουργεί μια ολοζώντανη και αποτροπιαστική εικόνα. Άραγε την απολαμβάνει ο Κρέων; Αμέσως έπειτα πάντως ακολουθεί η φράση τοιόνδ’ ἐμόν φρόνημα, που μας θυμίζει τον στίχο 176. Έτσι εννοεί ο Κρέων την τιμή προς τον φιλόπατρι· κι αυτό είναι το ποιόν φρονήματος που φανερώνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Προειδοποιητικά μηνύματα· και τα διετύπωσα κατά το πλείστον ως ερωτήματα. Ολόκληρη η πρώτη ρήση του Κρέοντος είναι διάστικτη από νύξεις και αμφισημίες που παρέχουν επιφανειακά την εντύπωση πολιτικής σοφίας. Ίσως θα ήταν ανιαρό να εξετάζαμε ολόκληρο το ρόλο του με τον ίδιο βαθμό λεπτομέρειας. Μερικοί νεότεροι σχολιαστές, από αντίδραση προς μια δυσμενή γενικά άποψη, προέβαλαν την πλευρά του Κρέοντος με περισσότερη συμπάθεια. Ο ίδιος ο Σοφοκλής όμως προ-καθόρισε γι’ αυτόν τη δυσμενή εξέλιξη, φροντίζοντας ώστε κάθε φορά που η θέση του Κρέοντος φαίνεται εδραιωμένη και οι λόγοι του δείχνουν ορθοφροσύνη, αμέσως να φανερώνει το πραγματικό του ψυχικό ποιόν. Παρουσιάζεται στο κοινό ως ο άνθρωπος της εξουσίας, που με το κύρος της και προς το συμφέρον του κράτους απαιτεί απόλυτη υπακοή. Παντού διακηρύσσει την τάξη και την πειθαρχία και δεν αφήνει χώρο για τίποτε άλλο. Πειθαρχία στην πόλη, στον στρατό, στο σπίτι: σε όλα το ίδιο, και η αναρχία για όλα εξίσου μοιραία. Αυτό το μήνυμα δίνει το λογύδριό του προς τον Αίμονα (με οποιαδήποτε σειρά κι αν δεχτούμε να διαταχθούν οι στίχοι)· με τα σύγχρονα δεδομένα είναι σαν να βλέπαμε έναν άκαμπτο στρατιωτικό, που επιβάλλει και στην οικογένεια του την πειθαρχία κατά το πρότυπο του στρατού, και θα ήταν διατεθειμένος να την επιβάλει και στην πολιτική ζωή — άνθρωπο στενόμυαλο και επικίν­δυνο, αλλά όχι ποταπό· άνθρωπο αρχών. Ας προσέξουμε όμως πώς ο Σοφοκλής περιέκλεισε αυτή την διακήρυξη αρχών (στίχ. 655-680) ανάμεσα σε δύο αναφορές στη γυναίκα: πρώτα, με τη γυναίκα που έδειξε απείθεια (στίχ. 655-6), και κατόπιν, όσο πιο εμφατικά γινόταν, στους τρεις τελευταίους στίχους, με τη δυσαρέσκεια του Κρέοντος για την αμφισβήτηση της εξουσίας του από μια γυναίκα. Η υπέρμετρα προσωπική αυτή αντίδραση δεν αφαιρεί άραγε ένα μέρος της επιβλητικής εντύπωσης από τους μεγαλόστομους αφορισμούς του Κρέοντος; Είναι σχεδόν ωμός, από την πλευρά του Σοφοκλή, (αν και είναι προφανές το δραματικό αποτέλεσμα που έχει) ο τρόπος με τον οποίο διαρκώς ξανα­φέρνει τον Κρέοντα σ’ αυτό το σημείο, με την κάθε ρητορική του κορύ­φωση. Όταν η Αντιγόνη έχει εκφωνήσει τον μεγάλο της λόγο για τον Δία και τα ἄγραπτα νόμιμα των θεών, σκεπτόμαστε ίσως τις εύστοχες απαντήσεις που θα μπορούσε να έχει δώσει ο Κρέων, αλλά αντί γι’ αυτές ακούμε την άστοχη απάντηση που εκστομίζει. Εκφράζεται όπως οι Ατρείδες στο Αἴας, κάνοντας λόγο για δούλους και για ὕβριν τους. Και αντιλαμβανόμαστε κατόπιν το γιατί: διότι η εξουσία του (κράτη) έχει αμφισβητηθεί από μια γυναίκα (στίχ. 484-5). Οι πολυπλοκότητες της διαλογικής στιχομυθίας του Κρέοντος με την Αντιγόνη (στίχ. 508-525) είναι σημαντικές για την κατανόηση του χαρακτήρα της Αντιγόνης: όσο για τον Κρέοντα, βρίσκουν την κορύφωση τους σε έξι λέξεις του αρχαίου κειμένου — «όσο είμαι ζωντανός, γυναίκα δεν θα με κυβερνήσει», ἐμοῦ δέ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή (στίχ. 525).

Ο Κρέων μιλάει τον περισσότερο καιρό για το αξίωμα του, αλλά τον εαυτό του σκέπτεται. Έχει απαιτήσεις απόλυτες και ακολουθεί συμπεριφορές τυράννου. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σ’ αυτό, γιατί έχει πλήρως αναγνωρισθεί και τεκμηριωθεί από σειρά μελετητών. Η τυραννική του στάση σαφέστατα προβάλλει στη σκηνή με τον Αίμονα και δικαίως ο Αίμων σχολιάζει ότι ο Κρέων θα ήταν καλός κυβερνήτης μόνος σε μια πόλη έρημη από ανθρώπους (στίχ. 739). Όμως εδώ μιλάμε για άνθρωπο που έχει ήδη χαρακτηρίσει την Αντιγόνη δοῦλον του (ο 479)· που βλέπει τους υπηκόους του ως υποζύγια (στίχ. 291-2). Μάλιστα το τελευταίο αυτό χωρίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό (στίχ. 289-314). Ο Κρέων έχει ακούσει την πρώτη διήγηση του Φύλακα για την «ταφή». Στην παρατήρηση του Κορυφαίου, που σ’ αυτό περίεργο γεγονός βλέπει την παρέμβαση κάποιου θεού, ο Κρέων δρα με τρόπο καχύποπτο και βίαιο, όπως αντιδρά πάντα σε οτιδήποτε του υποδηλώνει ότι μπορεί να έχει άδικο. Ούτως ή άλλως, ο κόσμος· θεών δεν σημαίνει τίποτε για τον Κρέοντα, αφού γι’ αυτόν θεοί δεν είναι παρά οι θεοί της πολιτείας· τα ορατά είναι το παν. Την ίδια στιγμή βρίσκει μια πολιτική εξήγηση τέτοια, που να είναι στον ίδιο κατανοητή (μην ξέροντας πως η πράξη έγινε από μία γυναίκα που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την πολιτεία). Κάποιοι που δεν βλέπουν με καλό την εξουσία του εξαγόρασαν τους φυλακές. Έχει γίνει επανειλημμένα η παρατήρηση ότι ο Κρέων καταλογίζει διεφθαρμένα κίνητρα (και εδώ  και στην περίπτωση του Τειρεσία), επειδή τέτοιου επιπέδου κίνητρα χωράει η αντίληψη του. Εδώ η ανάπτυξη του θέματος των κινήτρων παίρνει έκταση, με βάση τους όρους μισθός και κέρδος, και καταλήγει ρε ένα εμφατικό και αποφθεγματικό συμπέρασμα. «Τα αισχρά κέρδη Βλέπουμε να φέρνουν στους πιο πολλούς καταστροφή, όχι σωτηρία» (στίχ 313-4). Μέσα σε μια φρασεολογία πληθωρική επανέρχεται (από τον στίχο 185) η μεγάλη έννοια της ἄτης. Άτη για ποιον; Για τους συνωμότες και τους φυλακές; Όμως η ἄτη περιμένει τον Κρέοντα. Για τα αισχρά κέρδη τίνος, λοιπόν, ο λόγος; Τί επιζητεί ο Κρέων;

Ίσως φαινόταν φοβερά παρατραβηγμένο να βρίσκουμε εδώ αναφο­ρά στα κίνητρα του Κρέοντος, αν δεν υπήρχε ένα στοιχείο. Καταγγελίες για εξαγορά επανέρχονται και με τον Τειρεσία: ήταν στερεότυπη κατηγορία εναντίον των προφητών, οι οποίοι, το δίχως άλλο, συχνά την άξιζαν απόλυτα. Οργισμένες κατηγορίες αλληλοεκτοξεύονται. Ο Κρέων διατείνεται ότι όλο το γένος των μάντεων είναι φιλάργυρο (στίχ. 1055)· Ο Τειρεσίας αντιτείνει ότι το γένος των τυράννων αγαπά την αἰσχροκέρδειαν. Και πάλι δεν θα δικαιολογούμασταν να δώσουμε σ’ αυτά υπερ­βολικές προεκτάσεις, αν σε ένα άλλο δράμα κάποιος άλλος εκπρόσωπος της σοφίας δεν κατηγορούσε επίσης έναν τύραννο (όμοιον σε πολλά με  τον  Κρέοντα) ότι ευχαριστείται «με κέρδη όχι έντιμα» (Αἴας, στίχ. 1349, κέρδεσιν τοῖς μή καλοῖς). Στην περίπτωση του Αγαμέμνονος τα εν λόγω κέρδη συνίσταντο στην επαναβεβαίωση της εξουσίας του, στην ικανοποίηση του γοήτρου του, στην επισφράγιση του θριάμβου του επί ενός νεκρού αντίπαλου. Ακριβώς ό,τι διείδε ο Τειρεσίας και στον Κρέοντα. Ανέντιμες απόλαυες, που για χάρη τους, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Κρέοντος (στίχ. 1045-7), ωραιοποιούν κάποιοι άνθρωποι τα Επαίσχυντα λόγια, προετοιμάζοντας έτσι για τους εαυτούς τους μια ε­παίσχυντη πτώση. Ο Τειρεσίας γνώριζε ποιο θα ‘ταν το αληθινό συμφέρον του Κρέοντος (στίχ. 1062). Η υποχωρητικότητα. Και υποχωρεί ο Κρέων, αλλά πολύ αργά.

Ο Κρέων είναι τύραννος — ή έστω πάει να γίνει τύραννος. Δεν είναι όμως ένα απλό στερεότυπο τυράννου. Είναι ένα αναγνωρίσιμο ανθρώπινο ον, βάναυσο, με κοινότυπη νοημοσύνη και στενά περιθώρια για συμπάθειες. Δραστήριος πολιτικά χωρίς την ικανότητα του πολιτικού, γιατί δεν έχει τη δύναμη να αντιστέκεται στους πειρασμούς της εξουσίας. Είναι ένας «ρεαλιστής», για τον οποίο ό,τι είναι ορατό είναι το μόνο πραγματικό. Η κλίμακα των κινήτρων που έχει την ικανότητα να αντιληφθεί είναι περιορισμένη και πάντως περιλαμβάνει τη λαχτάρα της εξουσίας και τη δίψα για το χρήμα. Τον θάνατο ως γεγονός υποχρεωτικά τον αποδέχεται, αλλά το αθέατο βασίλειο των νεκρών αυτόν δεν σημαίνει τίποτε. Πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της απειλής της θανάτωσης: το ότι θα μπορούσε κάποιος να επιλέξει θάνατο όχι για να υπερασπισθεί την πολιτεία αλλά για να της εναντιωθεί, και όχι για το χρήμα αλλά για ένα συναίσθημα ή κάποιες αρχές — αυτό είναι κάτι εντελώς έξω από την εμπειρία του και την αντιληπτική του ικανότητα. Η τραχύτητα του χαρακτήρα του γίνεται φανερή από την περιφρόνηση του για τα αισθήματα των άλλων και κυρίως από τη στάση του απέναντι στον γάμο του Αίμονος, αφού θεωρεί ότι όλες οι γυναίκες είναι —ή οφείλουν να είναι— ίδιες· υποτιμά τη δαιμονική ισχύ των αισθημάτων του Αίμονος, κι έτσι χάνει το γιο του. Τί σημαίνει αυτό για τον Κρέοντα; Αν κρίνουμε απ’ όσα λέει στους στίχους 641-7, σημαίνει! την απώλεια μιας ωφέλιμης μονάδας, ενός συμμάχου στον αγώνα των φίλων εναντίον των εχθρών. Ο Κρέων όμως δεν μπορεί ποτέ να κριθεί από το φανερό νόημα των όσων λέει, πολύ λιγότερο μάλιστα όταν τα όσα λέει εκφέρονται αποφθεγματικά, όπως τόσο συχνά συμβαίνει. Ο Σοφοκλής μας επιφυλάσσει μια ειρωνική αναστροφή. Όποτε ο Κρέων φέρνει στο φως τον εσωτερικό εαυτό του, αποδεικνύεται κενός (στίχ. 709), άδειος από όλες εκείνες τις αρχές που πριν λίγο διεκήρυσσε. Ο ισχυρός άνδρας, που με την αδιαλλαξία και την ισχυρογνωμοσύνη του είχε δώσει την εντύπωση άξιου ανταγωνιστή μιας Αντιγόνης, καταρρέει. Ο πολιτικός άνδρας, ανεξάντλητος σε σοφά ρητά, αυτός που έδειχνε πως όλους τους προσωπικούς του δεσμούς τους υποτάσσει στο πολιτικό του χρέος, συντρίβεται ολοκληρωτικά από την απώλεια ενός γιου και μιας συζύγου. Ο παραφουσκωμένος τύραννος καταλήγει να είναι ο πιο κοινός, αφού είναι ο πιο δυστυχισμένος, απ’ όλους τους ανθρώπους.

Ο Σοφοκλής ανέθεσε αυτή την παρατήρηση στον Άγγελο, που την εκφωνεί στους δεκαεπτά ουσιαστικούς στίχους (1155 – 11710) της εναρκτήριας ρήσης του, με το που εμφανίζεται επί σκηνής. Όπως είπαμε ήδη η άποψη του Αγγέλου είναι η άποψη του μέσου ανθρώπου. Όταν το θεωρεί ως δεδομένο ότι η τύχη κυβερνά τα πάντα, έχει εξίσου άδικο, όπως κι όταν απορρίπτει τη δυνατότητα πρόγνωσης. Πιο εύστοχος είναι ίσως στους επτά τελευταίους στίχους του, όπου συλλογίζεται για την πτώση του Κρέοντος, με κριτήρια τη χαρά και την απόλαυση της ζωής. Είναι θέματα που επανέρχονται στο λόγο του σταθερά (στίχ. 1165, 11170, 1171). Τον πλούτο και την εξουσία (που φαίνεται ότι ήταν οι στόχοι της φιλοδοξίας του Κρέοντος) ο Κρέων θα τα διατηρήσει, όμως θα χάσει τη χαρά, γιατί έχασε το γιο του και επίσης —κάτι που δεν γνωρίζει ο Άγγελος — πρόκειται να χάσει και τη γυναίκα του. Ο Κρέων, ο πολιτικός άνδρας, στη δίψα του για την εξουσία κατέστρεψε την πραγ­ματική πηγή της ευτυχίας, που είναι οι φίλοι. Αυτός, κι όχι η Αντιγόνη, κλείνει το έργο σαν ἔμψυχος νεκρός (στίχ. 1167), λαχταρώντας το θά­νατο, αλλά αναγκασμένος να παραμείνει στον ορατό κόσμο της ζωής (στίχ. 1332).

Από τον Κρέοντα ερχόμαστε πάλι στην Αντιγόνη. Κάτι που θα γινόταν γενικά αποδεκτό από τους ερμηνευτές του έργου είναι ότι ο Σοφοκλής το επεξεργάστηκε επί τη βάσει αντιτιθέμενων ζευγών, ότι οι ρόλοι Κρέοντος και Αντιγόνης έχουν ταχθεί αντιμέτωποι για μια ασυμφιλίωτη σύγκρουση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι εύκολο να κατανοήσου­με την ηρωίδα. Υπό μια θεμελιώδη έννοια, η Αντιγόνη έχει δίκιο και ο Κρέων άδικο. Όμως μέσα στο πλέγμα των αντιθέσεων του έργου δεν πρόκειται για μια απλή αντιπαράθεση ανάμεσα στην παλιανθρωπιά, από τη μια, και στην γλυκύτητα και φωτεινότητα, από την άλλη. Κατά τον Knox «η Αντιγόνη μοιάζει με τον Αίαντα όσο με κανέναν άλλο από τους ήρωες του Σοφοκλή». Ο Perrotta, για τον οποίο είναι μια «τρο­μερή ηρωίδα», όπως λέει, κάνει παράλληλα λόγο για «μια γλυκερή Αντιγόνη κατάλληλη για σχολική χρήση». Πόσο καλά τη γνωρί­ζουμε αλήθεια και πόσο εύκολα απαλλασσόμαστε από αυτήν! Ο Χορός στις τραγωδίες δεν έχει πάντα δίκιο και ο Χορός της Αντιγόνης είναι πιο πιθανό να έχει άδικο απ’ ό,τι πολλοί άλλοι: αλλά όταν ο Κορυφαίος χαρακτηρίζει την ηρωίδα σκληρή κόρη σκληρού πατέρα, τα λόγια του πρέπει να φανερώνουν κάποια όψη της αλήθειας.

Από την αρχή του έργου η Αντιγόνη εισορμά με ένα χείμαρρο από αρνητικές εκφράσεις, στις οποίες αποκρίνεται με τις ζυγισμένες εκφρά­σεις της η Ισμήνη. Βλέπουμε δύο αδελφές, ίδιες σε κληρονομικότητα, ίδιες σε πείρα και αντιμέτωπες με την ίδια κατάσταση, όμως το φοβερό παρελθόν (στίχ. 1 κ.εξ., 49 κ.εξ.) που εμπνέει στην Ισμήνη διάθεση υπο­ταγής, δυναμώνει απλώς την αμετακίνητη αποφασιστικότητα της Αντι­γόνης. Δύο αδελφές, δύο αδελφοί (σ’ αυτούς θα πρέπει να επανέλθουμε) και το κράτος, η πόλις. Το ζήτημα, όπως το βλέπει η Αντιγόνη, τίθεται μ’ ένα περίεργο τρόπο στο τέλος της πρώτης ρήσης της. Ο στρατηγός με διάγγελμα του κήρυξε την πόλη σε κατάσταση επιφυλακής: δεν βλέπει άραγε η Ισμήνη ότι «επέρχονται εναντίον των φίλων τα δεινά που πρέ­πουν σε εχθρούς» (στίχ. 10); Οι φίλοι και οι εχθροί: το μόνιμο δίδυμο μιας αντίθεσης, που αποτέλεσε τη βάση για πολύ μεγάλο μέρος του ηθικού και πολιτικού προβληματισμού των Ελλήνων. Η Αντιγόνη μάχε­ται στις επάλξεις της φιλίας, με την έννοια των δεσμών συγγένειας, και υπερασπίζεται το χρέος της ταφής που οι δεσμοί αυτοί επιβάλλουν. Αλλά μήπως δεν έχει και η πολιτεία φίλους και εχθρούς; Η πολιτεία, η πόλις, δεν σημαίνει γι’ αυτήν τίποτε, όπως δεν σημαίνει ούτε ο Κρέων — ο αγαθός Κρέων, όπως τον αποκαλεί σαρκαστικά. Υπάρχουν για την οικογένεια φίλοι, υπάρχουν και εχθροί, και σε μια τέτοια πολωτική αντίθεση ενδιάμεσες διαβαθμίσεις δεν χωρούν έτσι η Ισμήνη, από τη στιγμή που αρνείται την υποστήριξη της, περνάει αμέσως, αυτόματα, στο αντίθετο στρατόπεδο (στίχοι 45-46, 69 κ.εξ., 86-87, 93-94).

Φίλοι και εχθροί. Είναι η εξέχουσα αντίθεση που προβάλλεται σε πολλές από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή. Στον Αἴαντα είναι λίγο ως πολύ ξεκάθαρο ζήτημα και αντιμετωπίζεται μέσα σε περιβάλλον  στρατιωτικό· στην Ἀντιγόνην ο ποιητής εκμεταλλεύεται τις αμφισημίες που ενυπάρχουν στη χρήση της λέξης φίλος. Στον Όμηρο η χρήση της λέξης είναι εκ πρώτης όψεως αινιγματική, μπορεί όμως να φωτιστεί από τις γνώσεις μας για την πρώιμη ηρωική κοινωνία: φίλος θα ήταν οποιοσδήποτε/οτιδήποτε μπορούσε ο ήρωας να εμπιστευθεί μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό, είτε ήταν η οικογένεια, κάποιος σύντροφος του  ήρωα, κάποιος από τους υποτελείς του, είτε η δική του γενναία καρδιά. Εδώ έχουν την προέλευση τους πολλές μεταγενέστερες συμπεριφορές, όπως μεταξύ άλλων η πλατιά διαδεδομένη αρχή «να ωφελείς τους φίλους σου και να βλάπτεις τους εχθρούς σου». Μια ιδιαίτερη —και ιδιαίτερα στενή— κατηγορία φίλων είναι οι συγγενείς· και πολλές φορές η  λέξη έχει αυτήν ακριβώς τη σημασία, ιδίως στην τραγωδία (άρα και στο  Περί Ποιητικῆς του Αριστοτέλη). Είτε επειδή η οικογένεια —και, σε  μικρότερο βαθμό, κάθε δεσμός αφοσίωσης και αλληλεξάρτησης— αποτελεί πηγή δημιουργίας συναισθημάτων, είτε για οποιονδήποτε άλλον λόγο, το επίθετο φίλος συνηθέστατα —και το ρήμα φιλεῖν σχεδόν πάντο­τε— συνυποδηλώνουν κάποιο βαθμό αγάπης (ή συμπάθειας)· είναι λέ­ξεις που συνηθίζονται και για εραστές, και τελικά φίλον χαρακτηρίζεται κάθε τι που σου είναι αγαπητό. Στην Ἀντιγόνην φαίνεται ότι παίζουν δύο αμφισημίες: είναι η φιλία ως συγγένεια και η φιλία ως κοινωνικο­πολιτική σχέση· και παράλληλα είναι η φιλία ως συγγένεια και η φιλία ως συναίσθημα. Και οι δύο αυτές αμφισημίες συνδέονται με το πρόβλη­μα της ταφής.

Ο ένας από τους αδελφούς είναι ο «φίλος» της πολιτείας, ο άλλος είναι ο «εχθρός», ενώ ο ένας για τον άλλον είναι ταυτόχρονα και φίλος και ἐχθρόςγεγονός στο οποίο, όπως θα δούμε, ο Κρέων θα απαιτήσει από την Αντιγόνη να δώσει προσοχή. Για τον ίδιο τον Κρέοντα, όπως ακριβώς η ταφή είναι υπόθεση πολιτική —μια ανταμοιβή που δίδεται σε όσους την αξίζουν—, έτσι και οι φίλοι δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται, κι ένας γιος είναι απλά μια ωφέλιμη μονάδα (αν και ο Κρέων δεν αισθάνεται έτσι, όταν χάνει τον Αίμονα). θα οδηγήσει την Αντιγόνη στον θάνατο για την ανυπακοή της, όπως λέει, «κι ας είναι παιδί της αδελφής ή κι ό,τι πιο συγγενικό απ’ όλο τον κύκλο των εξ αίματος δεσμών που ο Ερκείος Δίας προστατεύει» (στίχοι 486-7). Αυτός μόνο εκείνους που υπηρετούν την πάλιν είναι διατεθειμένος να αναγνωρίσει ως φίλους. Άλλο τόσο είναι ξεκάθαρη και η διάκριση που κάνει η Αντιγόνη μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο. Τα συμφέροντα της οικογένειας οι «φίλοι» τα ευνοούν, οι «εχθροί» τα πλήττουν κι ένα απ’ αυτά είναι το δικαίωμα κάθε μέλους της για την καθιερωμένη ταφή του από τα χέρια των συγ­γενών. Όταν η Ισμήνη αρνείται να συμμετάσχει, παίρνει με την άρνηση της την ιδιότητα της έχθρας. Κι όταν η Ισμήνη την αναγκάζει να επιχει­ρηματολογήσει, για μια υπόθεση που είναι πέραν πάσης επιχειρηματο­λογίας, η Αντιγόνη διατείνεται ότι το να θάψει τον αδελφό της —και άρα το να πεθάνει και η ίδια— είναι όχι μόνο καλόν (στίχ. 72), όχι μόνο σε συμφωνία με τον κοινωνικό κανόνα, αλλά και ὅσιον, γιατί έτσι θα έχει αποδοθεί τιμή σ’ εκείνα που οι θεοί περιβάλλουν με τιμή (στίχ. 77-78). Και εννοεί φυσικά τους χθόνιους θεούς, που απαιτούν το ταφικό αυτό χρέος. Όλα τούτα είναι αλληλένδετα μέσα της σ’ ένα συγκινησιακό πλέγμα, που δεν την αφήνει καλά-καλά να κάνει διάκριση, από τους κατοίκους του κάτω κόσμου, ανάμεσα στους νεκρούς της οικογένειας της και στις χθόνιες θεότητες που τους έχουν υπό την προστασία τους και θα έχουν σε λίγο και την ίδια.

Υπάρχει συγκινησιακή ένταση, και συγκινησιακά έντονες είναι οι εκφράσεις “μίσους” που η ηρωίδα απευθύνει στην Ισμήνη. Και βέβαια ένας μάρτυρας δεν πηγαίνει από ψυχρό υπολογισμό στον θάνατο για μια υπόθεση ή για τις αρχές που υποστηρίζει. Πριν όμως δούμε την Αντιγόνη υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι κάτι άλλο που μας προκαλεί ερωτη­ματικά, μια νότα προσωπικού πάθους. Ο Πολυνείκης ήταν ὁ ἀδελφός, ὁ κασίγνητος (στίχ. 21, 46), και άρα φίλος. Η λέξη αυτή μπορεί, όχι όμως και κατ’ ανάγκη, να συνυποδηλώνει βαθύ συναίσθημα· το υπερθετικό φίλτατος πάντως οπωσδήποτε. Πράγματι ο Πολυνείκης, για τον οποίο η Αντιγόνη θα ετοιμάσει τάφο, είναι ο φίλτατος αδελφός της (στίχ. 80-81). Δεν μπορεί να είναι τυχαίο που, όταν η Αντιγόνη μιλάει για τη θέση της στον Άδη, παρουσιάζεται να χρησιμοποιεί γλώσσα που θα ταίριαζε σε εραστές (στίχ. 73): φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα. Ποιος μπορεί, με το χέρι στην καρδιά, να ισχυρισθεί μετά βεβαιότητας ότι ο Σοφοκλής θέλησε —ή δεν θέλησε— να υπαινιχθεί μια ιδιαίτερη σχέση βαθύτερου συναισθήματος μεταξύ Αντιγόνης και Πολυνείκη; (Τελικά η Αντιγόνη, όταν πεθάνει, κείσεται μετά τοῦ Αίμονος.)

Αν η περίπτωση της Αντιγόνης είναι δύσκολη, οι ιδέες είναι πιο βατές. Η περίπλοκη σχέση ανάμεσα στην φιλιαν και στην ἔχθραν παρουσιάζεται στον Πρόλογο, για να ξανατεθεί και να εξετασθεί αργότερα σ’ ένα διάλογο ζωτικής σημασίας. Η Αντιγόνη επιστρέφει τώρα με τη συ­νοδεία του Φύλακα. Πριν αρχίσει να μιλάει η ίδια, τη βλέπουμε με τα δικά του μάτια και την ακούμε με τ’ αυτιά του να ξεσπά σε διαπεραστι­κές κραυγές θρήνου, καθώς αντίκρισε το νεκρό σώμα άθαφτο, και να εκστομίζει φρικτές κατάρες για τους υπαίτιους της πράξης (στίχ. 423-428). Ακολουθεί μια πολύπλοκη αλληλουχία σκηνών. Ο Φύλακας τε­λειώνει την αφήγηση του και αποχωρεί, ενώ παραμένει στη σκηνή η Αντιγόνη αντιμέτωπη με τον Κρέοντα. Οι δυο τους εκφωνούν μακρές ρήσεις. Ο Κρέων προστάζει να παρουσιαστεί η Ισμήνη. Ώσπου να του την παρουσιάσουν, αναπτύσσεται ανάμεσα στην κατηγορούμενη Αντι­γόνη και τον κατήγορο της πυκνότατη στιχομυθία, που ίσως είναι ένα από τα σημαντικότερα χωρία του έργου.

Η Αντιγόνη, μπροστά στα σκληρά ερωτήματα του Κρέοντος (στίχ.441-449), υποχρεώνεται για άλλη μια φορά να πολεμήσει με όπλο της το επιχείρημα· αυτό κάνει με μια περίφημη ρήση (στίχ. 450-470). Στον Πρόλογο είχε μνημονεύσει μόνο μια φορά τους θεούς, όταν ισχυρίστηκε ότι τιμά όσα οι θεοί τιμούν. Αυτή τη φορά αρχίζει με τους θεούς και μάλιστα με τον ίδιο τον Δία: «δεν ήταν δα κι ο Δίας που μου το διέταξε δημόσια» (στίχ. 450: οὐ γάρ τι μοι Ζεύς ἦν ὁ κηρύξας τάδε). Κι ενώ αρχίζει με τον Δία, συνεχίζει μιλώντας για την Δίκην, την συγκάτοικο των κάτω θεών στο διάγγελμα του Κρέοντος αντιτάσσει τους άγραφους νόμους, που απαιτούν την ταφή του νεκρού και αναθέτουν αυτό το τελετουργικό καθήκον στους συγγενείς – καθήκον στο οποίο η Αντιγόνη δεν τολμά να υστερήσει, και για το οποίο θα αντιμετωπίσει τη θανατική καταδίκη. Είναι πρόθυμη μάλιστα να πεθάνει πριν της ώρας της —  κάτι που η ίδια θεωρεί κέρδος για όποιον ζει, όπως αυτή, μέσα σε ένα πλήθος κακών. Ο θάνατος δεν πρόκειται να της προκαλέσει πόνο: θα ένιωθε πόνο αν άφηνε άταφο τον γιο απ’ την ίδια της τη μάνα. Έτσι, από τις υψιπετείς γενικεύσεις με τις οποίες άρχισε τη ρήση της, γυρίζει πάλι στο θέμα της φιλίας και του άταφου αδελφού της. Εντωμεταξύ, μας έδωσε την εικόνα ανθρώπου που τον απασχολεί η ιδέα του θανάτου και που είναι ίσως αποφασισμένος να πεθάνει. Γιατί όμως; Διότι η Αντιγόνη ζει μέσα στην οικογένεια, και η οικογένεια της —ολόκληρη, εκτός απ’ την Ισμήνη,— ανήκει τώρα στον κόσμο των νεκρών. Με τα τελευταία λόγια της επανέρχεται στο οξύ, σχεδόν απρεπές ύφος των αρχικών της απαντήσεων προς τον Κρέοντα (στίχ. 443, 448) και προκαλεί την παρατήρηση του Κορυφαίου για την ὠμότητα που κληρονόμησε από τον ὠμόν πατέρα της (στίχ. 471-472).

Αναζητείται η Ισμήνη και, όσο περιμένουμε την προσαγωγή της, ανοίγει ένας διάλογος της Αντιγόνης με τον Κρέοντα. Όταν η Αντιγόνη επικαλείται την υποστήριξη της κοινής γνώμης (στίχ. 502 κ.εξ.), μπορεί να έχει δίκιο ή μπορεί να έχει άδικο: κάτι θα προσθέσει ο Αίμων επ’ αυτού. Ο Κρέων απωθεί την αξίωση της Αντιγόνης για κλέος και την αναγκάζει για άλλη μία φορά να αγωνιστεί με επιχειρήματα ενάντια σε κάτι που μπορεί να μοιάζει με σημείο αντιγνωμίας αλλά που δεν τελειώνει εκεί. Είχε δύο αδελφούς: τιμώντας τον ένα δεν προσβάλλει τάχα την τιμή του άλλου; (στίχ. 512-516). Η Αντιγόνη απαντά ότι η μαρτυρία του νεκρού Ετεοκλή δεν θα υποστηρίξει μια τέτοια κατηγορία. Πρέπει να ξαναπάμε πίσω.

Η έκκληση της Αντιγόνης προς την Ισμήνη είχε ως βάση την αλληλεγγύη της οικογένειας· η πρώτη λέξη που της απηύθυνε ήταν η λέξη κοινόν (στίχ. 1) και το μεγάλο παράπτωμα της Ισμήνης είναι η ρήξη που επέφερε σ’ αυτή τη σχέση κοινωνίας. Σχεδόν με δέος αναθυμάται κανείς ότι τα δεινά στα οποία αναφέρεται η Αντιγόνη στους στίχους 4-6, η αισχύνη και η απώλεια της τιμῆς, είχαν προέλθει από πράξεις που συντελέστηκαν μεταξύ μελών της οικογένειας· ότι αυτή ήταν ακριβώς το αρχέτυπο της διαιρεμένης οικογένειας· ότι, αν η πατροκτονία είχε διαπραχθεί από τον Οιδίποδα μέσα στην άγνοια, οι γιοι του ωστόσο του συμπεριφέρθηκαν προσβλητικά, εκείνος τους καταράστηκε και μεταξύ τους ήρθαν σε μοιραία φιλονεικία. Όλα αυτά ήσαν η αιτία της τωρινής κατάστασης και το υπόβαθρο του συγκινησιακού κόσμου της Αντιγόνης. Το γνωρίζει και η ίδια, αλλά δεν το λέει: γνωρίζει δηλαδή ότι, όπως ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης ήταν ίσοι ως μέλη της οικογένειας και ίσοι στο δικαίωμα τους για ταφή, άλλο τόσο ίσοι ήταν και στην αμοιβαία εχθρότητα τους. Η ρεαλίστρια Ισμήνη είναι αυτή που θα αναφέρει την αμοιβαία αδελφοκτονία, πρώτα στον στίχο 14 και, κατόπιν, μέσα στη μοναδική μακρά ρήση της, στους στίχους 55-57.

Τα δύο αδέρφια ήταν φίλοι, αλλά και εχθροί ταυτόχρονα· χωρισμένοι στη ζωή, είχαν κοινό μόνο τον θάνατο (στίχ. 57). Φυσικά ο Κρέων εκμεταλλεύεται το θέμα της εχθρότητας των δύο αδελφών και, φυσικά επίσης, το εκμεταλλεύεται από την πολιτική σκοπιά. Η Αντιγόνη, βασι­ζόμενη απλώς σε προσωπική της πίστη, αρνείται ότι είναι εχθροί μετά θάνατον (στίχοι 515, 521). Μια τέτοια πίστη δεν ανήκει στον αρχαιοελ­ληνικό κώδικα: μάλιστα, ένας αρχαίος Έλληνας, ιδίως αν θυμόταν την Νέκυιάν του και το πώς ο Αίας έμενε εκεί σε απόσταση, μπορεί να έκλινε πολύ περισσότερο να συμφωνήσει με τα λόγια του Κρέοντος (στίχ. 522), ότι ένας εχθρός ποτέ δεν γίνεται φίλος, ούτε ακόμα κι όταν έχει πεθάνει. Ούτε υπήρχε η προοπτική της παρήγορης αποκάλυψης κάποιας αλήθειας για τον κόσμο των θεών — ότι τάχα θα βασιλεύει η αγάπη μετά θάνατον (οι ήρωες εξακολουθούν να μισούν και να βλά­πτουν ακόμα κι από τον τάφο τους). Πρόκειται μάλλον για ηρωική επιταγή της Αντιγόνης, που παρουσιάζεται αποφασισμένη να εξαλείψει από τον βασιλικό της οίκο τα μίση, εξαγγέλλει ειρήνη, την επικυρώνει με την πράξη της ταφής και προσδοκά την επανένωση της στον κάτω κόσμο με μια οικογένεια αγαπημένη (στίχ. 897 κ.εξ.). Η πράξη αυτή, όχι ως πράξη που απαιτούσε θάρρος, αλλά ως υπέρτατη προσπάθεια να επικρατήσει η ηρωική θέληση σ’ έναν κόσμο αχαλίνωτο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η “ηρωικότερη” πράξη στο θέατρο του Σοφοκλή. Αλλά το γεγονός του θανάτου, και μόνο αυτό, κατέστησε δυνατή μιαν τέτοια πράξη. Στον θάνατο μόνο μπορεί να αποκατασταθεί η τιμή που χάθηκε στη ζωή· μόνο μέσα σε περιβάλλον θανάτου μπορούσε η ηρωική φύση της Αντιγόνης να βρει την πλήρωση της.

Όταν ο Κρέων επιμένει ότι η έχθρα συνεχίζεται ακόμη και στο θάνατο, η Αντιγόνη απαντά ότι το φυσικό της δεν είναι να συντάσσεται με το μίσος αλλά με την αγάπη: οὔτοι συνέχθειν ἀλλά συμφιλεῖν ἔφυν (στίχ. 523), που είναι ίσως ο πιο διάσημος στίχος στο διάσημο αυτό δράμα — κι έχουν οικοδομηθεί τόσο πολλές ερμηνείες πάνω σ’ αυτόν. Σε πρώτο επίπεδο το νόημα του είναι πέραν πάσης αμφιβολίας· προκύ­πτει από τα συμφραζόμενα που εκθέσαμε στις προηγούμενες παραγρά­φους. Ο Κρέων έχει θέσει την Αντιγόνη μπροστά σε ένα φαινομενικό δίλημμα: οι δύο αδελφοί, όσο κι αν ήταν συγγενείς (φίλοι), ήταν επίσης και αμείλικτοι εχθροί, που σκότωσαν ο ένας τον άλλο. Του λέει λοιπόν κι αυτή ότι δεν πρόκειται να συμμεριστεί την έχθρα τους (που, κατά την Αντιγόνη, έχει τώρα τερματιστεί από τον θάνατο) αλλά την φιλίαν τους, τον δεσμό αίματος μεταξύ τους (που θέτει γι’ αυτήν ίσες απαιτήσεις). Αλλά φιλία δεν είναι απλώς μια παθητική κατάσταση — οπωσδήποτε όχι σ’ αυτό το δράμα. Κι αν βέβαια η ιδιότητα του φίλου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κάποιο βαθύ προσωπικό συναίσθημα, το ρήμα συμφιλεῖν πάντως μάλλον αποκλείεται να μην συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Επιπλέον, η Αντιγόνη λέει ἔφυν και, αν συχνά το ρήμα φῦναι λίγο απέχει από τη συνωνυμία με το είναι, δύσκολα θα πιστέψει κανείς ότι εδώ η Αντιγόνη δεν κάνει μία δήλωση για το ποια είναι —ή ποια πιστεύει πως είναι— η φυσική της προδιάθεση, η φύσις της. Μοιάζει σαν να ισχυρίζεται ότι από το χαρακτήρα της είναι όλο αγάπη και καθόλου μίσος. Μήπως πέφτουμε πάλι σ’ εκείνη την «Antigone inzuccherata», που τόσο εύστοχα κατήγγειλε ο Perrotta; Το καλύτερο θα είναι να επανέλθουμε σ’ αυτό το θέμα, όταν θα έχουμε μελετήσει την Ισμήνη.

Ο Κρέων έχει διατάξει να προσαχθεί η Ισμήνη. Δεν περιμέναμε να την ξαναδούμε, ή ίσως να ξανακούσουμε γι’ αυτήν, και πάντως δεν περιμέναμε μια Ισμήνη τόσο διαφορετική από εκείνη την προσωποποίη­ση της σωφροσύνης που γνωρίσαμε στον Πρόλογο· και τώρα μας λένε ότι είναι σε κατάσταση αλλοφροσύνης και έχει χάσει τον έλεγχο του μυαλού της (στίχ. 492: λυσσῶσαν… οὐδ’ ἐπήβολον φρενῶν). Λίγα πράγ­ματα στην κριτική της αρχαίας τραγωδίας μας εξοργίζουν πιο πολύ από την φαρισαϊκή καταφρόνηση της Ισμήνης, που συναντούμε σε ορισμένα συγγράμματα — λες και είμαστε όλοι ήρωες. Πρέπει όμως να την κατα­λάβουμε σωστά την Ισμήνη σ’ αυτή τη σκηνή, θα εξακολουθούσε να μας συγκινεί, αν παρουσιαζόταν γεμάτη τύψεις για μια χαμένη ευκαιρία, λαχταρώντας να διασώσει την ηθική της θέση, αλλά και με κάποια συναίσθηση του οίκτου που προκαλεί η αδυναμία της να βαδίσει στο μαρτύριο. Όμως ο Σοφοκλής, νομίζω, δεν την παρουσιάζει έτσι. Η Ισμήνη δεν επιθύμησε ποτέ —και ούτε τώρα επιθυμεί— να είναι ήρωας. Δεν ενέκρινε ποτέ —και ούτε τώρα εγκρίνει— την επιλογή της Αντιγόνης να πεθάνει. Όταν η Αντιγόνη της λέει «εσύ μεν διάλεξες να ζήσεις, εγώ όμως να πεθάνω» (στίχ. 555), εκείνη απαντά «αλλά τουλάχιστον όχι χωρίς να ειπωθούν τα δικά μου λόγια» (στίχ. 556). Τα λόγια που έχει πει η Ισμήνη —αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα και το χρέος της ταφής (στίχ. 98-99) και τη δική της αδυναμία να το εκπληρώσει (στίχ. 79, 92)— δεν τα αναιρεί τώρα. Μέσα από τις ελάχιστα συγκαλυμμένες υπεκφυγές 1.1ης (στίχοι 536-7), επιζητεί τον θάνατο για χάρη όχι του νεκρού αλλά της ζωντανής που τώρα έχει καταδικαστεί να πεθάνει. Για τον νεκρό έχει να πει τρεις λέξεις στο τέλος της φράσης της (στίχ. 545: … τόν θανόντα θ’ ἁγνίσαι), ενώ ολόκληρη η έμφαση του διαλόγου αποδίδεται στην Αντιγόνη και στην επιθυμία της Ισμήνης να έχει κοινή μοίρα μ’ αυτήν: αγαπάει την αδελφή της και χωρίς αυτήν δεν αντέχει να ζει (στίχ. 548, 566). Τί φίλαυτη λοιπόν η Ισμήνη! Τί αντιηρωική, τί ανάξια!

Η συμμετοχή στην κοινή μοίρα είναι σπουδαίο θέμα: κοινόν είναι η πρώτη πλήρης λέξη που ακούμε στο έργο, καθώς η Αντιγόνη απευθύνει προς την Ισμήνη μια προσφώνηση που μετά βίας αποδίδεται σε μετά­φραση, ὦ κοινόν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα (στίχ. 1) ενώ, μετά την άρνηση της Ισμήνης να την υποστηρίξει, εκείνη θεωρεί ότι έληξε η μεταξύ τους κοινωνία. Εύλογα η ίδια ιδέα επανέρχεται και σ’ αυτή τη σκηνή. «Ούτε συ θέλησες ούτε εγώ σε είχα συμμέτοχο» (στίχ. 539)· δεν πρόκειται πλέον να μοιραστεί μαζί της το θάνατο (στίχ. 546). Αυτή είναι η απάντηση της Αντιγόνης στην επανειλημμένη χρήση της πρόθεσης συν από την Ισμήνη (τρεις φορές σε εννέα στίχους — ξυμμετίσχω, ξύμπλουν, σύν σοίκαι η Ισμήνη, ανταπαντώντας, διερωτάται τί θα είναι γι’ αυτήν» η ζωή, αν στερηθεί την Αντιγόνη. Η αντιπαραβολή μεταξύ των δύο αδελφών, όσο αλληλένδετη κι αν είναι με την έννοια του ηρωισμού, δεν καταντά καθόλου μια χονδροειδής αντίθεση. Αυτό που δεν συμμερίζεται η Ισμήνη είναι η έμμονη προσήλωση της Αντιγόνης στην ιδέα του θανάτου και στον κόσμο των νεκρών, η αίσθηση της Αντιγόνης πως ήδη ανήκει σ’ εκείνο τον κόσμο και εκεί θα μπορέσουν να βρουν τη λύση τους οι οικογενειακές διενέξεις. Αρνείται να βαδίσει στον θάνατο για τέτοιους λόγους, τον επιζητεί όμως, όταν συνειδητοποιεί ότι η ζωή της δεν έχει αξία χωρίς την αδελφή της, που τόσο αγαπά. Τέτοιας λογής αγάπη —και τέτοιας λογής θάνατο— η Αντιγόνη τα απορρίπτει: διότι έρχονται σε λάθος χρόνο και με λάθος τρόπο· δεν πηγάζουν από το πλέγμα των συναισθημάτων που παρακινούν την ίδια – από εκείνα δη­λαδή που αυτή νιώθει για την οικογένεια, για την ταφή, για το θάνατο.

Μερικές φορές συναντούμε την άποψη ότι η Αντιγόνη, με τον σκαιό τρόπο που φέρεται προς την Ισμήνη σ’ αυτή τη σκηνή, προσπαθεί να την σώσει από τον Κρέοντα. Όμως αυτό προφανώς είναι λάθος. Στον Πρόλογο του έργου η Ισμήνη αρνείται την πρόσκληση της Αντιγόνης να βοηθήσει, αρνείται, θα λέγαμε, να συμπράξει στην επιβολή της φιλίας σε μια διχασμένη οικογένεια· μετά απ’ αυτό η Αντιγόνη την αποκλείει από την παράταξη των φίλων δεν αποσύρει απλώς την αγάπη της ή μιλάει σε τόνους ψυχρής περιφρόνησης, αλλά χρησιμοποιεί λόγια ε­χθρότητας, μίσους (στίχ. 86, 93-94). Η Ισμήνη συντάχθηκε με τον Κρέο­ντα και, για την Αντιγόνη, παραμένει σ’ εκείνο το στρατόπεδο. «Τον Κρέοντα να ρωτήσεις· αφού μ’ εκείνον είσαι». Ο στίχος (549) εκφρά­ζει κακότητα και την εκφράζει ειλικρινά. Τί γίνεται τότε ο ισχυρισμός της Αντιγόνης, που ακούστηκε αμέσως πριν από την είσοδο της Ισμήνης, — ότι το φυσικό της είναι να μετέχει στην αγάπη και όχι στο μίσος;

Στο άμεσο περιβάλλον των συμφραζομένων, είναι γεγονός αναμφι­σβήτητο ότι μια Αντιγόνη που δρα παρακινούμενη από βαθύ αίσθημα στοργής πλεονεκτεί ηθικά έναντι ενός Κρέοντος που εμμένει στην ε­χθρότητα και πέρα από τον τάφο. Όμως μπορούμε άραγε να είμαστε εξίσου βέβαιοι ότι στον ισχυρισμό της δεν ενυπάρχει ειρωνεία; Ασφα­λώς δεν είναι συμπτωματικό το ότι ο ισχυρισμός της αυτός ακολουθείται αμέσως από μια σκηνή, όπου η Αντιγόνη, με γλώσσα εχθρική, απορρί­πτει την προσφορά αγάπης εκ μέρους της Ισμήνης, να μοιραστεί μαζί της τον θάνατο. Ούτε είναι συμπτωματικό το ότι αυτή η σκηνή αντικαθρεφτίζει τον Πρόλογο, όπου η Αντιγόνη απέκλεισε την αδελφή της από την οικογένεια, αναλαμβάνοντας να εκφράσει την εχθρότητα του Πολυ­νείκη εναντίον της, και συμμεριζόμενη και η ίδια αυτή την εχθρότητα (βλ. στίχ. 93-94). Αυτό άραγε δεν είναι συνέχθειν; Αν πράγματι ενυ­πάρχει εδώ ειρωνεία, δεν είναι καθόλου επιφανειακή: είναι τραγική, και είναι αλληλένδετη με την πλατιά τραγωδία του ηρωισμού στον Σοφοκλή. Η Αντιγόνη τηρεί τον κώδικα της παλαιάς παράδοσης με τη διπολική του αντίθεση φιλίας και έχθρας, αντίθεση που δεν αίρεται, διότι όπου υπάρχει φιλία, εκεί θα υπάρχει επίσης και έχθρα, και όσο ισχυρότερη η φιλία, άλλο τόσο ισχυρότερη και η ἔχθρα. Μπορεί η Αντι­γόνη να πιστεύει ότι είναι του χαρακτήρα της να μοιράζεται αγάπη, είναι όμως δέσμια ενός κώδικα που απαιτεί εξίσου και μίσος. Στη σκέψη μας έρχονται ο Αίας, ο Φιλοκτήτης, ο Οιδίπους στον Κολωνό, δυνατοί εξίσου στην αγάπη και στο μίσος. Μόνο οι μη ηρωικοί χαρακτήρες είναι απαλ­λαγμένοι από αυτή την τραγική αντινομία.

Η Ισμήνη ίσα-ίσα είναι όλο στοργή. Προσέξτε λοιπόν ποιον καταπλη­κτικό όρο χρησιμοποίησε ο Κρέων (στίχ. 492), για να περιγράψει την ψυχική της κατάσταση: την είδε, λέει, φρενιασμένη —λυσσῶσαν—, και σε πλήρη αδυναμία ελέγχου των φρενῶν της. Να σε τί κατάσταση περιήλθε η Ισμήνη από την αγάπη της ως αδελφής για την αδελφή της.

Τον ίδιο όρο (ελαφρά παραλλαγμένον) τον ξανασυναντούμε κατά την είσοδο του Αίμονος. Μπορεί άραγε να είναι κι αυτός φρενιασμένος (λυσσαίνων, στίχ. 633) εναντίον του πατέρα του; Άλλωστε τον βλέπου­με τελικά να φέρεται ως ο μαινόμενος εραστής, για τον οποίο τρα­γούδησε ο Χορός (στίχ. 790). Εξετάσαμε το θέμα της ερωτικής αγά­πης σε προηγούμενο κεφάλαιο και σύντομα θα ξαναχρειαστεί να επανέλθουμε σ’ αυτό. Η Ισμήνη ακριβώς το εισάγει. Ίσως μπορούμε τώρα να καταλάβουμε τον λόγο της επανεμφάνισης της στο έργο. Δεν έρχεται μόνο για να συνεχίσει, λειτουργώντας αντιθετικά, τη διερεύ­νηση της φύσης του ηρωισμού της αδελφής της, αλλά, καθώς η ζωή της καταστρέφεται από αυτό τον ηρωισμό, είναι πέρα για πέρα ται­ριαστό, με τη βαθιά σχέση της προσωπικής στοργής που τρέφει για την Αντιγόνη, η Ισμήνη να είναι αυτή που θα μας μιλήσει για τη σχέση Αίμονος και Αντιγόνης. Και ακολουθεί η σκηνή του Αίμονος. Η επό­μενη σκηνή μας παρουσιάζει την Αντιγόνη, που έχει απορρίψει την αγάπη της Ισμήνης, να βαδίζει προς το θάνατο, χωρίς να αξιωθεί, από τον Σοφοκλή, να μάθει ότι ο νέος υπερασπίστηκε την υπόθεση της και ήρθε σε ρήξη με τον πατέρα του.

Η Αντιγόνη απάγεται δέσμια. Το σχόλιο του Κρέοντος κατά την αποχώ­ρηση της είναι ότι «και οι τολμηροί ακόμη προσπαθούν να ξεφύγουν, όταν νιώθουν τον Άδη να πλησιάζει ήδη τη ζωή τους» (στίχ. 580-581). Αυτά που λέει ο Κρέων —αφού η αποτυχία του να καταλάβει την Αντι­γόνη είναι ολοσχερής— μπορεί να ισχύουν για τη δική της περίπτωση, μπορεί και όχι. θα πρέπει να περιμένουμε, για να δούμε — να περιμέ­νουμε μέχρι να επιστρέψει συνοδευόμενη από τον Φύλακα, βαδίζοντας προς τον τόπο όπου θα ταφεί ζωντανή. Διότι ο Κρέων αλλάζει γνώμη: δεν θα την θανατώσουν με λιθοβολισμό, αλλά θα την κλείσουν σε μια πέτρινη σπηλιά με την ελάχιστη επιβαλλόμενη τροφή. Η Αντιγόνη επι­στρέφει και αρχίζει έναν εκτενή κομμόν από κοινού με το Χορό. Κατό­πιν ξανάρχεται ο Κρέων (εάν ήταν απών) και εκφωνεί κάποιους στίχους. Και μετά από μια τελευταία ρήση της Αντιγόνης, γίνεται ανταλλα­γή αναπαίστων και η ηρωίδα εγκαταλείπει τη σκηνή για ύστατη φορά. Αμέσως ο Χορός τραγουδάει το Δ’ Στάσιμο. Υπάρχουν πολλών ειδών δυσκολίες, η σπουδαιότερη από τις οποίες είναι ότι μας φαίνεται σαν να βλέπουμε μια νέα Αντιγόνη. Μήπως είχε δίκιο ο Κρέων για την επίδραση που ασκεί ακόμα και στους πιο τολμηρούς το άγγιγμα του θανάτου;

Έχει επισημανθεί η σχετικά μικρή διάρκεια του ρόλου της Αντιγό­νης. Τρεις είναι οι σκηνές όπου εμφανίζεται. Είναι ο Πρόλογος, που, παρ’ όλη τη σπουδαιότητα του, δεν είναι και πολύ μεγάλος. Είναι η μεγάλης διάρκειας σκηνή, που εξετάζαμε πριν λίγο, στην οποία βλέπου­με την Αντιγόνη πρώτα με τον Κρέοντα και κατόπιν με την Ισμήνη. Κι ένα πολύ ουσιαστικό τμήμα του συνολικού ρόλου της Αντιγόνης περιέ­χεται στον κομμόν και την συνέχεια του (στίχ. 801-943). Δεν είναι επο­μένως και πολύ πιθανό να εγκατέλειψε ο Σοφοκλής την προσωπογράφηση της ηρωίδας του για να μας δώσει μια λαμπρή παραλλαγή πάνω σε ένα συμβατικό θέμα, που και ως κατάσταση είναι συμβατική — το γάμο της κόρης με το θάνατο. Η σκηνή πρέπει να μελετηθεί με περισ­σότερη επιμέλεια. Υπάρχουν δυσκολίες, οι σπουδαιότερες από τις ο­ποίες έγκεινται στην κατανόηση των αντιδράσεων του Χορού. Πρέπει λοιπόν τώρα να πούμε κάποια πράγματα για τον Χορό. Ο Χορός στα δράματα του Σοφοκλή δίνεται ως θεατρικός χαρακτήρας, μέσα στα όρια που του αρμόζουν (και τα οποία ποικίλλουν από δράμα σε δράμα), και γενικά η παρουσίαση αυτού του χαρακτήρα γίνεται με συνέπεια. Η δομική και θεματική σημασία των χορικών είναι τέτοια, ώστε μπορεί οι συνδέσεις μεταξύ άσματος και Χορού ως χαρα­κτήρα να καταντούν μάλλον χαλαρές, αν και ποτέ δεν εκλείπουν τε­λείως, όμως η στάση και οι συμπάθειες του Χορού τείνουν γενικά να είναι ξεκάθαρες και να εξηγούνται εύκολα από το ρόλο του στο έργο. Στο Αντιγόνη η στάση του Χορού έναντι του Κρέοντος, από έκδηλη, αν όχι ανεπιφύλακτη, υποστήριξη, μεταστρέφεται σε επίκριση μέχρι τέ­τοιου σημείου, ώστε αυτός ο Χορός μοιάζει ίσως σαν να διεκδικεί τον τίτλο του λιγότερο ευνοϊκού Χορού αρχαίας τραγωδίας. Μπορούμε να πούμε, αν θέλουμε, ότι ο Χορός περίμενε απλώς την ηθική υποστήριξη του Τειρεσία, για να διατυπώσει ανοιχτά αμφιβολίες που από καιρό ένιωθε (και για τις οποίες μάλιστα παρείχε κάποιες αμυδρές νύξεις). Όμως το σημαντικό —και το δύσκολο— είναι να προσδιορίσουμε τη φύση και το βαθμό των συμπαθειών του Χορού ως προς την Αντιγόνη. Στους στίχ. 504 κ.εξ. η Αντιγόνη διατείνεται ότι ο Χορός —διότι θα πρέπει και αυτός να συμπεριληφθεί στη γενικευτική της έκφραση (τού­τοις … πᾶσιν)— θα της φανέρωνε την ευνοϊκή διάθεση του, αν δεν φοβόταν τον τύραννο. Μπορεί να έχει δίκιο, μπορεί και άδικο: είναι πάντως πολύ καλή στο να υιοθετεί αυτό που θέλει η ίδια να πιστεύει. Όταν όμως ο Αίμων δηλώνει (στίχ. 692 κ.εξ.) ότι η πόλη οδύρεται γι’ αυτήν και θεωρεί τις πράξεις της ως εξαιρετικά ένδοξες (εὐκλεεστάτων), πρέπει να έχει δίκιο. Κανονικά, τώρα, θα περιμέναμε ίσως από ένα Χορό γερόντων να εκφράσει αυτός τις αντιδράσεις της πόλεως. Αλλά αντιδράσεις ευνοϊκές για την Αντιγόνη δεν είναι δυνατόν να εκ­φραστούν ενώ ακούει ο Κρέων, που είναι παρών σχεδόν απ’ την αρχή ως το τέλος. Να δεχτούμε λοιπόν ότι η συμπάθεια του Χορού για την ηρωίδα είναι στην πραγματικότητα πολύ ισχυρότερη απ’ όση τολμά να εκφράσει; Άποψη απλουστευτική, που παραβλέπει ένα παράγοντα αρ­κετά σπουδαίο από δραματική άποψη. Ουσιώδη όρο αποτελεί η απομό­νωση της Αντιγόνης. Για το σκοπό αυτό, ο Σοφοκλής περιέβαλε την ηρωίδα του —αν η Αντιγόνη είναι “η ηρωίδα”— με Χορό ανδρικό, κάτι που για τις περισσότερες ηρωίδες στην αρχαία τραγωδία δεν συνηθίζε­ται. Κι ακόμα (για να διασφαλίσει διπλά το σκοπό του), έταξε τους άνδρες αυτούς σε μια κατάσταση όπου τους απαγορεύεται να μιλούν ελεύθερα. Αλλά ούτε κι αυτό είναι αρκετό: έπρεπε οι θεατές όπως και η Αντιγόνη να νιώσουν την έλλειψη ή το όριο της συμπάθειας. Μπο­ρούμε τελικά γι’ αυτό τον Χορό να πούμε ότι απαρτίζεται όχι μόνο από άνδρες (που φυσικά αποδοκιμάζουν την τόλμη μιας γυναίκας), αλλά από ευγενείς (στίχ. 843, 940), που ως μέλη του ανακτοβουλίου και προσκεί­μενοι στον θρόνο (στίχ. 160-1), έχουν κάθε λόγο να ενδιαφέρονται πε­ρισσότερο για τη στήριξη της εξουσίας απ’ ό,τι ο κοινός λαός, για τον οποίο κάνει λόγο ο Αίμων (στίχ. 700, 733).

Η στάση του Χορού προς την Αντιγόνη κατά τη διάρκεια του κομμοῦ (στίχ. 801-882) έχει συζητηθεί πολύ. Όταν βλέπει την ηρωίδα να έρχεται βαδίζοντας προς τον θάνατο, ο Χορός δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα του και σχεδόν απολογείται γι’ αυτό, βρίσκοντας μιαν αναλογία μεταξύ της δικής του συγκίνησης και της συναισθηματικής κατάστασης του Αίμονος, που κι εκείνος, όπως και ο Χορός τώρα, εκτρέπονται από τους θεσμούς. Η δικαιολογία αυτή θα μπορούσε να είναι μια έμμεση δήλωση αφοσίωσης προς τον Κρέοντα (εάν εξακολουθεί να είναι πα­ρών) ή προσήλωσης στις αρχές του ίδιου του Χορού (εάν ο Κρέων δεν είναι παρών). Οι συγκινησιακές μεταπτώσεις της Αντιγόνης είναι στενά δεμένες με τις παρεμβάσεις του Χορού.

Η Αντιγόνη είχε επιλέξει τον θάνατο (στίχ. 555), μιλούσε ήδη για τον εαυτό της ως πεθαμένη ψυχή (στίχ. 559-60), έλεγε στην Ισμήνη ότι το να πεθάνει είναι γι’ αυτήν κάτι καλόν (στίχ. 72) και στον Κρέοντα ότι ο θάνατος είναι κέρδος (στίχ. 462, 464). Έδειχνε σαν να ανήκε ήδη συ­ναισθηματικά στον κάτω κόσμο περισσότερο παρά στον επάνω. Και τώρα, καθώς βαδίζει προς τον θάνατο, θρηνεί. Καλεί ως μάρτυρες αυ­τούς που την ακούνε· οι στίχοι που τραγουδάει λένε πως αυτό είναι το τελευταίο της ταξίδι, πως βλέπει για τελευταία φορά το φως του ήλιου· θρηνεί που θα πεθάνει ανύπαντρη, που θα πάει ως νύφη για τον Αχέροντα. Όσο συγκινητικές κι αν είναι οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται εδώ, τα θέματα είναι συμβατικά για άνθρωπο που βρίσκεται στη θέση της. Μήπως λησμόνησε ο Σοφοκλής την Αντιγόνη του επειδή του ήρθε η όρεξη να γράψει μια σκηνή πονεμένη; Ή μήπως πρέπει θυμηθούμε τα λόγια του Κρέοντος, ότι και οι τολμηροί ακόμα κάνουν πίσω βλέποντας να πλησιάζει ο θάνατος; Μήπως το φρόνημα της Αντιγόνης έχει καμφθεί; Και εκείνη η «τρομερή ηρωίδα» του Perrotta μήπως αποδεικνύεται τώρα μια εύθραυστη κοπέλα; Βέβαια, είναι δικαίωμα τη| να λυγίζει μπροστά στον θάνατο, που αν της το αρνηθεί κανείς, βιάζει την έννοια της συνέπειας με μία ψυχρότητα που ξεπερνάει και τον Αριστοτέλη. Όμως η τέχνη του Σοφοκλή στόχευε πολύ πιο ψηλά από μια απλή απεικόνιση ενός μάρτυρα που δειλιάζει μπροστά στην πυρά. Ένα δεδομένο έχει μεταβληθεί από την προηγουμένη εμφάνιση της Αντιγόνης: τώρα γνωρίζει τον τρόπο θανάτωσης της. Στο πρώτο ήμισυ του κομμοῦα΄ στροφή, β΄ στροφή και α΄ αντιστροφή από την Αντιγόνη, και στις ενδιάμεσες παρεμβάσεις του Χορού με ανάπαιστους— κυριαρχεί η εικόνα κάποιου που αφήνεται να πεθάνει ζωντανός.

Το να θαφτείς ζωντανός, ως ιδέα και μόνο, ανέδιδε πάντοτε μια ιδιάζουσα φρίκη για τον ανθρώπινο νου. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι αυτή η φυσική αποστροφή εξηγεί από μόνη της την αλλαγή διάθεσης της Αντιγόνης. Ας δούμε όμως πώς επενεργεί. Στην πρώτη της στροφή, η Αντιγόνη, πλάι σε άλλα θέματα, τραγουδά και για τον Άδη που τη σέρνει ζωντανή (ζῶσαν) στην όχθη του Αχέροντα. Ο τόνος της απόκρισης του Χορού έχει συζητηθεί πολύ. Όμως, τη στιγμή που τα δάκρυα του στίχ. 803 δεν έχουν ακόμη στεγνώσει, δύσκολα μπορεί αυτός ο τόνος να εκληφθεί ως εχθρικός ή σαρκαστικός (όση αποδοκιμασία κι αν εκφράζει ο Χορός). Οι Θηβαίοι γέροντες μοιάζουν να ‘χουν παιδευτεί να επινοήσουν κάτι για παρηγοριά, και πιάνονται από τον εξαιρετικό τρό­πο του θανάτου της ως πηγή υστεροφημίας: μόνη αυτή από τους θνητούς θα κατεβεί ζωντανή (ζῶσα) στον Άδη. Η ιδέα του να αφεθεί κάποιος στο θάνατο ζωντανός οδηγεί τις σκέψεις της Αντιγόνης στη Νιόβη. Κι εκείνη επίσης χάθηκε με ελεεινό τρόπο (λυγροτάταν ὀλέσθαι): γιατί όμως άραγε ομοιότατο με της Αντιγόνης ( με δαίμων ὁμοιοτάταν κατευνάζει); Διότι της Αντιγόνης της έχει γίνει έμμονη ιδέα η σπηλιά στα βράχια όπου καταδικάστηκε να κλειστεί. Εκεί, σαν βράχος ανάμεσα σε βράχια, ζει και η Νιόβη, με τη βροχή για δάκρυα και την πέτρα για κορμί: καμία νύξη για πέρασμα στον κάτω κόσμο. Εκεί, ανάμεσα στα βράχια, έχει σταθεί και η φαντασία της Αντιγόνης, στα μισά του δρόμου μεταξύ ζωής και θανάτου. Ο Χορός, συνεχίζοντας τη μάταιη προσπά­θεια του να την παρηγορήσει, μόλις που βρίσκει τα κατάλληλα λόγια: στην αρχή, όπως σημειώνει ένας συγγραφέας, την επιπλήττει για «αλα­ζονεία», ωστόσο έπειτα «συγχωρεί την υπερβολή της». Και πάλι όμως, λένε, παραείναι μεγάλη κουβέντα για μια γυναίκα ότι μοιράστηκε κλήρο ίσο με των θεών «στη ζωή κι έπειτα στο θάνατο» (ζῶσαν και έπειτα θανοῦσαν). Ίσως αυτό που την κεντρίζει, που την κάνει να νιώθει σαν να την περιγελούν και να την υβρίζουν, είναι η μνεία της ζωής και του θανάτου. Επικαλείται τους συμπολίτες της ως μάρτυρες. Μάρτυρες σε τί; Στην αποχώρηση της —και με την ετυμηγορία τίνος! — προς ένα τάφο-φυλακή, σκαμμένο στα βράχια, ένα τάφο ανήκουστο (ποταίνιον), όπου δεν θα ‘χει επαφή ούτε με τους νεκρούς ούτε με τους ζωντανούς.

Αυτή είναι και η κορύφωση, με την οποία κλείνει το πρώτο ήμισυ του κομμοῦ.

Απ’ όλα τα αντιθετικά δίπολα του έργου, κανένα δεν είναι τόσο επίμονο όσο αυτό της ζωής και του θανάτου. Δύο χωριστά βασίλεια, και η Αντιγόνη έχει διαλέξει το βασίλειο του θανάτου, όπου ανήκουν ήδη τα αγαπημένα της πρόσωπα. Περίμενε θάνατο δια λιθοβολισμού (στίχ. 36),ένα απότομο δραματικό πέρασμα από τον ένα κόσμο στον άλλο: και βρίσκει μπροστά της ζωή που συνεχίζεται στον τάφο, αποκομμένη κι από τους ζωντανούς κι από τους πεθαμένους, μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Τη στιγμή αυτή, δεν βλέπει τίποτε παραπέρα.

Απευθύνεται στους ζωντανούς, αφού και η ίδια είναι ζωντανή και βλέπει ακόμη το φως (στίχ. 842)· κι είναι ίσως τα εύκολα λόγια που ο Χορός, στην αμηχανία του, βρίσκει να πει για το θάνατο της, ενόσω ακόμη η ίδια ζει, τα οποία η Αντιγόνη εκλαμβάνει (λανθασμένα) ως ύβρεις. Απευθύνεται στον Χορό: στην τροπή αυτή του δράματος δεν έχει κανέναν άλλο στον οποίο να απευθυνθεί. Ο τρόπος όμως με τον οποίο αρχίζει τις αποστροφές της είναι οπωσδήποτε μάλλον περίεργος. Είναι πολίτες της πάτριας γης της (στίχ. 806). Είναι η πόλις, προσωποποιημένη από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της (στίχ. 843 κ.εξ.: ὦ πόλις, ὦ πόλεως πολυκτήμονες ἄνδρες). Είναι περίεργο, διότι η Αντιγόνη δεν είχε φανεί ως τώρα να νοιάζεται καθόλου για την πόλιν. (Έτσι και ο Κρέων φάνηκε αδιάφορος έναντι των υποχρεώσεων που απορρέουν από τους συγγενι­κούς δεσμούς, και συντρίβεται με την απώλεια συγγενών του προσώ­πων.) Στις τελευταίες στιγμές της επικαλείται την πόλιν ως μάρτυρα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται να προσφωνεί τους Γέροντες που εκπροσωπούν αυτή την πόλιν δεν είναι και ο πλέον αυτονόητος: τους ονομάζει «άνδρες της πόλεως, άνδρες πλούσιους σε κτήματα». Το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως σημάδι για τους θεατές ότι εδώ πρόκειται για εκπροσώπους του “κατεστημένου” — πιο κάτω θα τους προσφωνή­σει «άρχοντες της Θήβας» (στίχ. 940). Πώς τους βλέπει όμως η Αντιγόνη; Ως πλούσιους αρχηγούς μεγάλων αριστοκρατικών οικογενειών (όπως η δική της), που θα έπρεπε να ευαισθητοποιηθούν στα δικαιώματα των φίλων, στα παραδεδομένα τελετουργικά ταφής, στους πανάρχαιους νό­μους. Εξ ου και αποτείνεται προς αυτούς, αλλά μάταια, όπως νιώθει και η ίδια.

Ο Χορός έχει κληθεί ως μάρτυρας. Τί μπορεί να πει; Τί μπορεί να σκέφτονται αυτοί οι ευσεβείς γέροντες, με την παραδοσιακή ανατροφή, για τον ποταίνιον τάφον, και μάλιστα για την εγκατάλειψη του Πολυνεί­κη άταφου; Για τα θέματα αυτά δεν μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά. Με το τραγούδι όμως προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί και ως αιτιολόγηση, για όσα συμβαίνουν στην Αντι­γόνη. Στοχασμός και γλωσσική διατύπωση θυμίζουν Αισχύλο. Η Αντι­γόνη ζήτησε τη μαρτυρία τους για το τί λογής νόμοι ήσαν αυτοί που επέβαλαν το μαρτύριο της: και οι Γέροντες προσφέρουν μια εξήγηση με τους όρους της παραδεδομένης θρησκείας. Η εξήγηση τους χωρίζεται σε δύο μέρη.

Παίρνοντας μια λέξη που είχε μεταχειριστεί ο Κρέων (στίχ. 580, 752), τραγουδούν για το θράσος της, τον ύψιστο βαθμό του θράσους της· για την υπέρμετρη τόλμη με την οποία προσέκρουσε στο βάθρο του υψηλού βωμού της Δικαιοσύνης (Δίκας). Άρα, εξυπακούεται, η τιμωρία ήταν φυσικό επακόλουθο. Ταυτίζουν και πάλι τη δικαιοσύνη με τους νόμους του κράτους (που εξισώνονται άραγε με τα διατάγματα του κάθε Κρέο­ντος;), όπως τα εταύτιζαν και πριν (πρβλ. στίχ. 368-9), χρησιμοποιούν όμως μια μεταφορική έκφραση που ανακαλεί την προσωποποίηση: η Δίκη είναι μια θεά με βωμό, κι έτσι υπενθυμίζεται βέβαια στους θεατές ότι το θράσος της η Αντιγόνη το είχε θέσει στην υπηρεσία αυτής ακριβώς της Δίκης που συνοικεί με τους κάτω θεούς (στίχ. 451). Ο Σοφοκλής προχωρεί προς τη σχέση ή την έλλειψη σχέσης μεταξύ Αντιγόνης και θεών, που θα είναι η κυρίαρχη ιδέα κατά την έξοδο της ηρωίδας.

Το δεύτερο μέρος της ερμηνείας, την οποία προσφέρει ο Χορός μέσα σε τέσσερις εν όλω στίχους, αποτελείται από ένα και μόνο στίχο. Όσο αυστηρό κι αν είναι το θέμα τους, δεν μπορεί να νιώθουν εχθρότητα για την κοπέλα που αποκαλούν τέκνον (στίχ. 855). Κάθε παιδί όμως έχει και πατέρα, και με το τέκνον φθάνουν στον τελευταίο στίχο του συστήματος: «αλλά μ’ αυτή σου τη δοκιμασία πληρώνεις ίσως για κάποιον πατέρα» (πατρῷον δ’ εκτίνεις τιν’ ἄθλον, στίχ. 856). Η σκέψη τους κινείται ίσως κάπως έτσι: Πώς έγινε άραγε κι έφτασε αυτή η νέα κοπέλα σε τέτοιο σημείο αποκοτιάς —προς λύπη τους—, ώστε να στρέψει τη μοίρα ενα­ντίον της; Πρέπει να είναι συνέπεια κάποιας δυσμενούς κληρονομικό­τητας — κι αυτό το νιώθουν σαν ένα είδος κολασμού. Το θέμα εισάγεται για πρώτη φορά σ’ αυτή τη σκηνή, όχι όμως και στο έργο.

Τα λόγια του Χορού έχουν καταπληκτικό αποτέλεσμα στην Αντιγόνη. Σαν να γκρεμίζεται ένα φράγμα μέσα της και απελευθερώνει ένα νέο κύμα συγκίνησης. Στο πρώτο μέρος του κομμοῦ η φαντασία της δεν μπορούσε να υπερβεί την κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου στον βραχόσκαφτο τάφο και να αναπαυθεί στη σκέψη του άλλου κόσμου. Τώρα μπορεί και πάλι να μιλήσει για τον εαυτό της ως μελλοντικό συγκάτοικο (μέτοικον) των νεκρών της. Δεν φρίττει πλέον με την απο­μόνωση του τάφου αλλά με τον ίδιο της τον εαυτό, έτσι όπως έχει πιαστεί σε μια τρομερή αλυσίδα θανάτου με τον πατέρα, τη μητέρα και τον αδελφό της. Ολόκληρο το συγκινησιακό υπόβαθρο της κατάστασης και της δράσης της βγαίνει σαν χείμαρρος (με λέξεις που μοιάζουν σαν σχολιασμός του πρώτου της λόγου στο έργο), καθώς ακούμε την έκφρα­ση της οδύνης της, τους επανειλημμένους της θρήνους για τις αμαρτίες (ἆται) που συνόδεψαν τη γέννηση της. Νιώθει και η ίδια πως τη βα­ραίνει μια κατάρα (αραιός·)· καρπός μιας αιμομεικτικής ένωσης, πεθαί­νει χωρίς η ίδια να ενωθεί με δεσμά γάμου (άγαμος). Τέσσερις όροι σχετικοί με γάμο υπάρχουν σ’ αυτή την αντιστροφή: άγαμος (στίχ. 867), που επανέρχεται ως ἀνυμέναιος (στίχ. 876)· λίγους στίχους πιο κάτω (891), σε μια αποστροφή, θα ονομάσει τον τάφο της νυφική παστάδα. «Μπορούμε να φτάσουμε σε παρατραβηγμένα συμπεράσματα», γράφει ένας σχολιαστής, «ξεκινώντας από τους θρήνους της Αντιγόνης για το γάμο που δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσει. Κατά μέγα μέρος, είναι συμβατικοί για κάποιον στη δική της κατάσταση. Συγκρίνετε τη Μακα­ριά». Αλλά για τη Μακαριά, καθώς και για τις περισσότερες κοπέλες που πεθαίνουν άγαμες, εικάζεται ότι ο σύντροφος του οποίου την απώ­λεια θρηνούν είναι υποθετικός: όχι όμως και για την Αντιγόνη, η οποία είχε μνηστευθεί τον Αίμονα σε μια ένωση που η Ισμήνη τουλάχιστον φαίνεται πως θεωρούσε καλοταιριασμένη· μάλιστα ο Αίμων πήρε μέ­ρος νωρίτερα σε μία από τις σκηνές του έργου και η αγάπη του για την Αντιγόνη επιβεβαιώθηκε από τον Χορό με όλη τη δύναμη του Σοφόκλειου λυρισμού. Το λεξιλόγιο του γάμου ακούστηκε επίσης, επίμονα, στην αρχή του κομμοῦ. Ήταν άραγε ερωτευμένη η Αντιγόνη; Ο Σοφοκλής έκανε τα πάντα για να διερωτηθούμε, αλλά δεν μας έδωσε την απάντηση. (Στην πραγματικότητα οδηγούμαστε να θέσουμε ένα είδος ερωτήματος, κατ’ ουσίαν αναπάντητου, το οποίο γενικά θεωρείται και αταίριαστο με την κρι­τική ενός αρχαιοελληνικού θεατρικού έργου.) Οποιαδήποτε συναισθήματα κι αν έτρεφε η Αντιγόνη για τον Αίμονα, τα θυσίασε στην αγάπη και στο καθήκον της προς την οικογένεια της και προς τον Πολυνείκη. Και με τον Πολυνείκη ακριβώς τελειώνει η αντιστροφή της Αντιγόνης.

«Με το θάνατο σου», τραγουδά η Αντιγόνη (στίχ. 871), «κατέστρεψες τη ζωή μου». Και ο Χορός ξέρει πώς έγινε αυτό. Με μία κρυπτική, αμήχανη φράση (σέβειν μέν εὐσέβεια τις) αναγνωρίζει δειλά το σεβα­σμό που επέδειξε η ηρωίδα. Ναι, είναι βέβαια ένα είδος ευσέβειας αυτό. Τί γίνεται όμως άραγε, όταν έρχεται σε σύγκρουση με μια ανταγωνιστι­κή αξίωση στο σέβας; Μια αξίωση που υποστηρίζεται από την εξουσία; Ο Χορός εγκαταλείπει την αυστηρή αλλά υψηλή θρησκευτική θεώρηση του τελευταίου μικρού του τραγουδιού και παίρνει θέση ως προς την ωμή αλήθεια της εξουσίας, της εξουσίας του Κρέοντος (ὅτῳ κράτος μέλει). Το θέμα της κληρονομικής ενοχής, που είχαν θίξει οι Θηβαίοι γέροντες και που η Αντιγόνη είχε πάρει από εκείνους, δεν το συνεχίζουν ανοιχτά, όταν όμως τραγουδούν για την «ξεροκεφαλιά» που την κατέ­στρεψε (αὐτόγνωτος… ὀργά), αναπόφευκτα σκεπτόμαστε πως καθόλου δεν αποκλείεται να έχουν στο νου τους την κληρονομιά της από τον Οιδίποδα (στίχ. 471-2).

Ο κομμός ολοκληρώνεται με μια σύντομη στροφή, στην οποία η Α­ντιγόνη αποχαιρετά και πάλι τον κόσμο του φωτός, θρηνεί και πάλι που πάει άκλαυτη (πρβλ. στίχ. 847), χωρίς φίλους (αφού και η Ισμήνη δεν μετράει πια), ανύπαντρη (αφού δεν πρόκειται να έχει τον Αίμονα). Η μοίρα της είναι να πεθάνει χωρίς ούτε ένα φίλο που να κλάψει γι’ αυτήν. Είναι εντελώς απομονωμένη. Μιλάει τώρα ο Κρέων, επιμένο­ντας ακριβώς στην απομόνωση της, την απομόνωση όμως στον τάφο όπου θα κλειστεί ζωντανή. Όταν λέει (στίχ. 887 κ.εξ.) ότι θα της στερή­σουν την επικοινωνία (μετοικίαν) με τον επάνω κόσμο, δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε ότι νωρίτερα η Αντιγόνη έβλεπε το θάψιμο της ζωντα­νής ως στέρηση της επικοινωνίας και με τους δυο κόσμους, αλλά επίσης ότι είχε τραγουδήσει πως πήγαινε να κατοικήσει (μέτοικος) ανάμεσα στους νεκρούς μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα της. Με τους πεθα­μένους της στη σκέψη μπορεί τώρα να δει τον τάφο σαν ένα πέρασμα που θα τη φέρει σ’ εκείνους, στο βασίλειο της Περσεφόνης· μέσα στον εκτενή της λόγο σε τρίμετρα ξανακούγονται νότες από τον Πρόλογο. Έστω κι αν πεθαίνει πρόωρα, έχει όμως ακόμα ζωηρή την ελπίδα ότι, όταν φτάσει εκεί, θα ‘ναι προσφιλής στον πατέρα, στη μητέρα και στον αδελφό της τον Πολυνείκη, του οποίου το άταφο σώμα φροντίζοντας κέρδισε τέτοια ανταμοιβή.

Στο σημείο αυτό, το τέρας ορθώνεται στο δρόμο του σχολιαστή. Ό­πως διαβάζεται το κείμενο στα χειρόγραφα, η Αντιγόνη υποστηρίζει τώρα με επιχειρήματα ότι αυτό που έπραξε θα το έπραττε μόνο για αδελφό, και επιχειρηματολογεί με σκεπτικό παρόμοιο με της γυναίκας του Ινταφέρνη (Ηρόδοτος 111,119), η οποία διάλεξε να σώσει τον αδελ­φό της παρά το σύζυγο ή ένα από τα παιδιά της. «Αυτό το περίφημο χωρίο», γράφει ο Jebb, «παρέχει για την κριτική μιαν από τις πιο ενδια­φέρουσες ασκήσεις σε ολόκληρη την αρχαία λογοτεχνία». Ενδιαφέρου­σες, ναι, αλλά που σε παλαβώνουν. Το χωρίο υπήρχε στο κείμενο του Αριστοτέλη. Το θέμα επομένως είναι αν υπάρχουν αρκετά απαράδεκτα στοιχεία στο ύφος και στο περιεχόμενο των στίχ. 904-20 (διότι αυτοί οι στίχοι πάνε όλοι μαζί, είτε γίνουν αποδεκτοί είτε αθετηθούν) ώστε να κάνουν λιγότερο απίθανο το ενδεχόμενο ο Αριστοτέλης να είχε υπόψη του κείμενο νοθευμένο με παρεμβολή. Η κοινή γνώμη των φιλολόγων είναι σχεδόν διαιρεμένη στα δυο, με ηχηρά ονόματα και από τις δυο πλευρές, αλλά και με μια τάση υπεράσπισης του χωρίου προσφάτως. Αναποφάσιστα άτομα, όπως ο υποφαινόμενος συγγραφέας, ταλαντεύ­τηκαν επανειλημμένα μεταξύ της μιας και της άλλης άποψης, θα πω απλώς ότι τώρα θεωρώ το χωρίο νόθο, για λόγους μάλιστα εντελώς υποκειμενικούς. Οι πρώτοι δεκατρείς στίχοι της τελικής ρήσης της Αντι­γόνης (στίχ. 891-903) θα μπορούσαν να σταθούν ως υπόδειγμα Σοφόκλειας ρητορικής, φτασμένης στο υψηλότερο σημείο δεξιοτεχνίας, βαθιά συγκινητικής και χωρίς εμφανές ίχνος προσπάθειας. Οι τελευταίοι οκτώ στίχοι, με τον δικό τους, διαφορετικό τρόπο, δεν υπολείπονται. Μπορεί άραγε να λεχθεί το ίδιο και για το ενδιάμεσο τμήμα, με τη συνεστραμμένη πορεία του επιχειρήματος και την αδέξια φρασεολογία; Εάν όχι, μπορούν άραγε τα γνωρίσματα αυτά να εξηγηθούν τάχα από την ταραγ­μένη ψυχική κατάσταση της Αντιγόνης; Αμφιβάλλω.

Η Αντιγόνη πεθαίνει κάκιστα (στίχ. 895). Προσβλέπει στην αγάπη, με την οποία θα την υποδεχθούν στον κάτω κόσμο. Σε τί άλλο μπορεί πια να στραφεί; Όχι στους θεούς, αφού αυτοί δεν πρόκειται να κινηθούν για χάρη της. Μήπως διότι παρέβη κάποιο θεϊκό δίκαιο; Υπήρξε ευσεβής και το μόνο που κέρδισε ήταν η φήμη της δυσσεβείας. Αν αυτοί είναι οι κανόνες των θεών, τότε από τη δοκιμασία της θα καταλάβει το λάθος της· αν το λάθος είναι δικό τους (και εννοεί “των διωκτών” της), η χειρότερη τους τιμωρία ας είναι η αδικία που διέπραξαν εις βάρος της.

Ο Χορός αναγνωρίζει τον τόνο των λεγομένων της, ίσως καλύτερα απ’ ό,τι μερικοί σύγχρονοι ερμηνευτές. «Ακόμα οι ίδιες ριπές των ίδιων ανέμων της ψυχής τη διαφεντεύουν αυτήν» (στίχ. 929-30). Είναι ακόμα η ίδια Αντιγόνη που αντιμετώπισε τις απειλές του Κρέοντος, το φρόνημα της είναι ακόμα αλύγιστο· με την αγανάκτηση του αδικημένου μάλλον παρά με τη σύγχυση του συντετριμμένου, μέσα στην έσχατη και ολοκλη­ρωτική της απομόνωση, ορθώνει με τόλμη το ανάστημα της προς τους θεούς και, πιασμένη στα γρανάζια της μοίρας, δικαιολογεί ακόμα την πράξη της. Είναι η ίδια Αντιγόνη που, αὐτόγνωτος ακόμα, θα συντομέψει την αγωνία της και τη συνάντηση της με τους αγαπημένους της νεκρούς, αυτοκτονώντας. Τις τελευταίες της λέξεις τις εκφωνεί ως γνή­σια βασιλοπούλα του βασιλικού οίκου του πατέρα της. Επικαλείται τη θηβαϊκή γη, ως την πόλη του πατέρα της, τους θεούς, ως προγόνους της, και τον Χορό, ως τους άρχοντες της Θήβας, να προσμαρτυρήσουν όλοι τί υποφέρει, και από τί λογής ανθρώπους, τήν εὐσεβίαν σεβίσασα.

Η πομπή αποχωρεί· η Αντιγόνη δεν ξαναεμφανίζεται στο έργο. Ο Χορός τραγουδά ένα αινιγματικό άσμα, που είναι μοιρασμένο μεταξύ της Αντιγόνης και του πολεμίου της. Κι αυτό διότι οι παραλληλισμοί που κάνει ο Χορός σχετίζονται όχι μόνο με το επικείμενο τέλος της, αλλά επίσης εν μέρει και ίσως στο σύνολο τους, με τα παραπτώματα του Κρέοντα. Μετά το χορικό έρχονται ο Τειρεσίας, η μάταιη μεταστροφή και η τιμωρία του Κρέοντος, του οποίου ολοκληρώνεται η τραγική καταστροφή. Και μ’ αυτό μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στο πρώτο μας ερώτημα: ποιο είναι άραγε ο “ήρωας”, ο κεντρικός χαρακτήρας του έργου;

Κακό μεν εκ πρώτης όψεως το ερώτημα, μπορεί ωστόσο να επιδέχεται μια ενδιαφέρουσα απάντηση. Είναι κακό, στο μέτρο που υπονοεί ότι πρέπει πάση θυσία να βρούμε κάποιον κεντρικό χαρακτήρα. Ο στόχο9 της ανασκόπησης που προηγήθηκε ήταν, κατά ένα μέρος, να δείξει πόσο βαθιά και στερεή είναι η δημιουργία χαρακτήρων σ’ αυτό το έργο. αντιπαράθεση μεταξύ Κρέοντος και Αντιγόνης είναι αντιπαράθεση προσώπων και οφείλει πολλά από το δραματικό της αποτέλεσμα σ’ αυτό το γεγονός. Η ισορροπία κρατιέται καλά. Επίσης, εάν αυτό το έργο προ­βάλλει μεγάλα θέματα —ταφή και παράλειψη της ταφής, οικογένεια και κράτος, φίλοι και εχθροί—, τα προβάλλει μέσα από τις αντιτιθέμενες στάσεις των δυο δραματικών προσώπων που είναι απαραίτητα για την εκδίπλωσή του. Υπάρχουν βέβαια αντιδιαμετρικοί πόλοι στη δομή του έργου, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα μας με βάση αυτούς και μόνο, ή καταγράφοντας κάθε φορά ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Είναι δυο τραγωδίες που εκτυλίσσονται ταυτόχρονα: η τραγωδία του Κρέοντος και η τραγωδία της Αντιγόνης. Γιατί άραγε έχουν επιμείνει τόσο πολλοί φιλόλογοι στα πρωτεία της Αντιγόνης; Υπάρχει μία απάντηση απλή, επαρκής και με νόημα – αν και ίσως φανεί κάπως ωμή, όπως θα δοθεί τώρα: η τραγωδία του Κρέοντος είναι “Αισχύλεια”, ενώ η τραγωδία της Αντιγόνης είναι εκείνη που ανοίγει τα μεγάλα Σοφόκλεια θέματα.

Για την Αισχύλεια διάσταση της τραγωδίας του Κρέοντος έχουν ήδη ειπωθεί αρκετά. Ο Κρέων ασεβεί και τιμωρείται· δείχνει αλαζονεία και ταπεινώνεται· τυφλώνεται από αλόγιστο πάθος και καταστρέφεται. Λεν εννοώ φυσικά μ’ αυτό ότι το ύφος με το οποίο ο Σοφοκλής πραγμα­τεύεται τον χαρακτήρα του Κρέοντος είναι Αισχύλειο, αφού στη σχέση του χαρακτήρα με τη δράση, από τη μια, και με τα παθήματα του, από την άλλη, υπάρχουν σύνθετοι παράγοντες που δεν πρέπει να περιμένου­με πως θα βρούμε στον Αισχύλο. Κι αυτό ισχύει επίσης για τη σχέση του χαρακτήρα με τους θεούς. Ο Κρέων πιστεύει στους θεούς, κι όμως η καταδίκη του είναι η καταδίκη ενός θεομάχου. Αν το έργο έχει ερμηνευ­θεί ορθά, ο Κρέων έχει ανοίξει δύο μέτωπα με τους θεούς: πρώτον, με το να εναντιωθεί στις δυνάμεις και στα δίκαια των νεκρών (παρ’όλο που το φάσμα του Διός, αναμφισβήτητου επόπτη και των δύο κόσμων, προβάλλει στο βάθος), κάτι για το οποίο καταδικάζεται ρητά από τον Τειρεσία και από τον Χορό. Δεύτερον, με το να εναντιωθεί στη δύναμη μιας μεγάλης αρχής στον κόσμο των ζωντανών — στη δύναμη του ερω­τικού πάθους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι σε καθεμιά απ’ τις δύο πε­ριπτώσεις ο Κρέων προσβάλλει ανθρώπινα συναισθήματα και προσω­πικές σχέσεις: τα συναισθήματα μιας οικογένειας για τους νεκρούς της και τη συναισθηματική σχέση μεταξύ δύο ερωτευμένων ανθρώπων. Μ­πορεί να πιστεύει στους θεούς, αλλά τους ταυτίζει με το συμφέρον του κράτους ενώ, σε τελική ανάλυση, ταυτίζει το κράτος με τον εαυτό του, τη φιλοδοξία του και την εξουσία του. Βλέπουμε χαρακτήρα και δράση σε μια τέλεια ισορροπία: τυπικό επίτευγμα του Σοφοκλή. Είναι ένα εξαίρετο δραματικό θέμα που αναπτύσσεται αποτελεσματικά.

Συζητώντας, πάντως, τα διακριτικά γνωρίσματα ενός ήρωα του Σο­φοκλή, κανένας μάλλον δεν πρόκειται να σταθεί για πολύ στον Κρέοντα. Διότι, όπως παρατήρησε ο Knox, αποδεικνύεται ότι ο Κρέων δεν δια­θέτει την έσχατη εκείνη ακλόνητη προσήλωση του ήρωα: στο τέλος λυ­γίζει, ενώ η Αντιγόνη, όπως κι οι άλλοι ηρωικοί χαρακτήρες, παραμένει ως το τέλος αλύγιστη. Πλάι στον Αίαντα, την Ηλέκτρα και τον Φιλοκτή­τη, μόνο η Αντιγόνη μπορεί να σταθεί, από την ομώνυμη τραγωδία, θέτοντας κι αυτή όπως κι εκείνοι, με το δικό του διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ερωτήματα για τη φύση του ηρωισμού, για τη δυνατότητα του να επιβιώσει μέσα σ’ ένα κόσμο που καθόλου δεν τον ευνοεί, και για τη σχέση του με τη θεϊκή εξουσία. Η δική της η στάση απέναντι στα μεγάλα ζητήματα είναι η αληθινά σημαντική, ενώ η στάση του Κρέοντος καμία πρωτοτυπία δεν παρουσιάζει, και ηθελημένα την μειώνει ο δραματουρ­γός. Η Αντιγόνη είναι εκείνη που υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσια της οικογένειας και κατ’ αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται καλύτερο μέλος της πόλεως απ’ ό,τι ο Κρέων. Μάχεται πάνω στο προπύργιο της φιλίας, μ’ έναν υπέρτατο ηρωικό σκοπό, που (όπως υποστηρίζεται) βρίσκεται πολύ πιο πέρα από μια θαρραλέα περιφρόνηση της εξουσίας, κι ωστόσο δεν μπορεί ν’ αποφύγει τις συγκρούσεις που είναι εγγενείς στον κώδικα της. Και θέτει ένα ερώτημα θεοδικίας πιο διεισδυτικό απ’ οποιοδήποτε άλλο στα έργα του Σοφοκλή. Είδαμε δε πώς το θέτει, στα τελευταία της λόγια.

Το καταληκτικό σχόλιο του έργου δεν έχει ως στόχο την Αντιγόνη ούτε έχει ως αφορμή τη μοίρα της ηρωίδας. Δεν έχει καμιά σχέση με την Αντιγόνη, εκτός εάν, όταν ο Κορυφαίος κάνει λόγο για την υποχρέωση «σε τίποτε να μην ασεβούμε έναντι των θεών», θυμηθούμε πώς βάδισε η Αντιγόνη προς τον θάνατο με την υπερήφανη πεποίθηση ότι υπηρέτησε την υπόθεση της ευσέβειας. Είναι μια πεποίθηση που δεν μπορούμε να της την αρνηθούμε. Ποια δίκαιη επιταγή των θεών παρέβη (στίχ. 921); Καμία. Κι όμως, παρά την εκδίκηση που παίρνουν οι θεοί για το χαμό της, δεν αποτρέπουν κιόλας αυτό τον χαμό σώζοντας την. Το θέαμα μιας γυναίκας, που πεθαίνει με τρόπο ντροπιαστικό και υπό το βάρος της κατηγορίας της ασέβειας, ενώ καμία παράβαση θεϊκού νόμου δεν έχει διαπράξει —κάθε άλλο!—, όχι μόνο δικαιολογεί την αγανακτισμένη της διαμαρτυρία, αλλά σίγουρα καλεί ποιητή και θεατές να σκεφτούν σοβα­ρά τί κόσμος είναι άραγε αυτός όπου συμβαίνουν τέτοιες εκτροπές.

Απομένει ν’ αναφερθεί μία ακόμη όψη της αντίθεσης Κρέοντος και Αντιγόνης· κι εδώ ανήκει ένα θέμα —κι ένα σημαντικό χορικό— που δεν συζητήσαμε. Η Αντιγόνη βαδίζει με αρχοντιά προς το χαμό της· ο Κρέων πέφτει στο δικό του χαμό, από τον ελεεινό του κατήφορο. Γιατί άραγε ήρθαν έτσι τα πράγματα; Οι ατραποί της αιτιότητας διακλαδίζονται πολυειδώς, ανάλογα με τις περιστάσεις και τους χαρακτήρες. Μοίρα του Κρέοντος ήταν να βρεθεί αντιμέτωπος με μία Αντιγόνη· της Αντιγόνης, να αντιμετωπίσει ένα Κρέοντα, μέσα σε μία κατάσταση που προκάλεσε τη μοιραία σύγκρουση. Η προϊστορία του Κρέοντος ελάχιστα ενδιαφέ­ρει: δραματικά, είναι δεδομένος, όπως τον βρίσκουμε, αντίθετα από την Αντιγόνη, στης οποίας το κληρονομικό ιστορικό δίδεται έμφαση. Είναι αυτή που είναι, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, διότι είναι κόρη του πατέρα της κι έχει πάρει από εκείνον μια τάση που ο Χορός τη βλέπει σαν «τραχύτητα» (τό γοῦν λῆμ’ ὠμόν ἐξ ὠμοῦ πατρός, στίχ. 471-2) — τάση κληρονομημένη από ένα Οιδίποδα άγνωστον σ’ εμάς. Και δεν είναι μόνο κόρη του Οιδίποδος η Αντιγόνη, αλλά μέλος ενός βασιλικού οίκου με βεβαρυμένο ιστορικό από συμφορές· σ’ αυτό ακριβώς το θέμα αφιέ­ρωσε ο Σοφοκλής το Β’ Στάσιμο του έργου. Εκεί γίνεται λόγος για το Δία, την Ερινύα και την παραδοσιακή έννοια της ατής. ‘Οταν πια η Αντιγόνη έχει αποχωρήσει από τη σκηνή για να οδηγηθεί στον τάφο όπου θα την κλείσουν ζωντανή, ο Χορός τραγουδά, στο Δ’ Στάσιμο, για τις Μοίρες και παρεμφερή θέματα. Το επόμενο αντικείμενο που θα εξετάσουμε είναι λοιπόν η μοίρα στον Σοφοκλή, ώστε από εκεί να οδηγηθούμε στον Οἰδίποδα Τύραννον.

Πηγή : http://www.ekivolos.gr/kron%20kai%20antigoni.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/599

Σχόλια για το Γ’ Επεισόδιο της «Αντιγόνης»

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ  ΣΤΙΧΩΝ 635-780

Στ.635-638: Ο Αίμονας, προς μεγάλη έκπληξη του Χορού, του Κρέοντα και των θεατών, διατυπώνει την υποταγή του στον πατέρα του με τρόπο έντεχνο και αμφίσημο. Τα προσεγμένα λόγια του μαρτυρούν την εφαρμογή μιας τακτικής με σκοπό να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα για να πείσει τον πατέρα του ότι η απόφασή του δεν ήταν σωστή χωρίς να προκαλέσει αμέσως την οργή του. Με τόνο συγκαταβατικό βεβαιώνει τον Κρέοντα ότι ενδιαφέρεται ειλικρινά για το κύρος του. Η μετοχή «εχων» λαμβάνεται από τον Κρέοντα ως αιτιολογική και δημιουργεί σ’ αυτόν την εντύπωση ότι ο Αίμονας παραδέχεται αναντίρρητα την ορθότητα των αποφάσεών του. Ο Αίμονας όμως απαντά με έξυπνο και διπλωματικό τρόπο. Δεν εκφράζει  εδώ μια κρίση, αλλά κάνει μιαν ευχή. Το ρήμα απορθοις κατά τον Αίμονα είναι σε ευκτική έγκλιση, ενώ ο Κρέοντας το εκλαμβάνει ως οριστική. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και όταν ο Αίμονας αναφέρεται στο γάμο του, ύστερα από την αναφορά του Κρέοντα  σ’ αυτόν. Ο Αίμονας δηλώνει πως κανένας γάμος δε θα θεωρηθεί πιο άξιος από τον πατέρα του, αλλά θέτει ως προϋπόθεση  το «σου καλως ηγουμένου». Ο Αίμονας, λοιπόν, γνωρίζοντας το χαρακτήρα του πατέρα του αποφεύγει μια κατά μέτωπο επίθεση και προσαρμόζει ανάλογα τη συμπεριφορά του.

Στ.639-680: Ο Κρέοντας χρησιμοποιεί ορθολογιστικά και ηθικά επιχειρήματα. Οι περισσότερες απόψεις του έχουν γενικό και απόλυτο κύρος. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι:

α) Χρέος των παιδιών είναι η απόλυτη υποταγή στους γονείς και η      ταύτιση των απόψεών τους με αυτές των γονιών τους.

β) Η κακή γυναίκα είναι ψυχρή αγκαλιά και όλεθρος για έναν άνδρα.

γ) Χρέος του ηγέτη είναι να παραμένει άτεγκτος απέναντι στον παραβάτη του νόμου.

δ) Αν ο ηγέτης ανεχθεί απείθεια στον κύκλο των συγγενών του, θα ενθαρρύνει ανατρεπτικές ενέργειες κι ανάμεσα στους πολίτες.

ε) Οι πολίτες οφείλουν τυφλή υπακοή στις αποφάσεις του ηγέτη είτε αυτές είναι δίκαιες είτε άδικες.

στ) Καλός πολίτης είναι ο σταθερός και πιστός στον ηγέτη και στην πολιτεία, παρά τις όποιες αντιξοότητες.

ζ) Η αναρχία, η αμφισβήτηση της εξουσίας και του νόμου της πολιτείας φέρνει την καταστροφή.

η) Ο άρχοντας πρέπει να υπερασπίζεται με κάθε τρόπο τους νόμους και τις αποφάσεις του.

θ) Η αξιοπρέπεια του άντρα προϋποθέτει να μην υποτάσσεται ποτέ σε μια γυναίκα.

Σε γενικές γραμμές ο Κρέοντας διατυπώνει σωστές θέσεις, αλλά σε λάθος στιγμή και για λάθος πρόσωπα. Έτσι τονίζεται ο εγωισμός και η πλάνη του.

Κρίνοντας τις απόψεις του Κρέοντα για την αγωγή και το ρόλο των παιδιών πρέπει να πούμε ότι η απαίτηση των γονιών να είναι τα παιδιά τους υπάκουα δεν πρέπει να λαμβάνει απόλυτο χαρακτήρα, γιατί η υπερβολική υπακοή δημιουργεί άτομα με ανελεύθερο φρόνημα κι αδύναμα να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Επίσης η υπακοή των παιδιών πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ορθότητα των απόψεων της γνώμης του γονιού και την ηλικία του παιδιού.

Ο Κρέων φαίνεται πως εκπροσωπεί μια αριστοκρατική πατριαρχική κοινωνία, στην οποία όλοι ήταν εξαρτημένοι από τον πατέρα, πιστευόταν πως ό,τι συμβαίνει σε ένα μέλος της οικογένειας έχει επιπτώσεις σ’ όλα τα μέλη της, αποδιδόταν μεγάλη σημασία στην γνώμη των άλλων κι ιδιαίτερα στη στάση των εχθρών.

Τα επιχειρήματα του Κρέοντα προβάλλουν έναν άντρα συνεπή προς τις αρχές και τις εξαγγελίες του. Θυσιάζει την οικογενειακή του γαλήνη για χάρη του ορθού και του δικαίου. Καταδικάζει την απειθαρχία και φροντίζει την τιμή και την υπόληψή του. Οι τελικές του όμως πολιτικές θέσεις αποκαλύπτουν την τυραννική του νοοτροπία και τον αυταρχικό του χαρακτήρα. Οι ορθές απόψεις, που διατυπώνει πιο πάνω πηγάζουν από αυτή την τυραννικότητα. Ο ίδιος δεν εφαρμόζει κατά γράμμα όλες τις αρχές του, καθώς δεν πειθαρχεί στο άγραφο θεϊκό δίκαιο, επιβάλλει το δίκαιο με άστοχες ενέργειες προκαλώντας αναρχία και υπερασπίζεται τους νόμους του με εμπάθεια και αδεξιότητα επιφέροντας αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Στ.639: Το χρή δηλώνει ανάγκη που προέρχεται από ηθικά αίτια, ενώ το δει σημαίνει κυρίως ανάγκη που προέρχεται από υλικά αίτια.

Στ.643: Οι αρχαίοι με τη λέξη εχθρός συνήθως εννοούσαν τον εσωτερικό εχθρό ή τον πολιτικό αντίπαλο, ενώ με τη λέξη πολέμιος τον εξωτερικό εχθρό.

Στ.650-651: Το επιχείρημα αυτό έχει γνωμικό και κοινωνικό χαρακτήρα και σίγουρα θα συμφωνούσαν μ’ αυτό οι Αθηναίοι πολίτες. Ο Αίμονας, όμως, δε θεωρεί την Αντιγόνη «κακή».

Στ.652: Ο Κρέοντας ενισχύει το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη πληγή από έναν κακό φίλο δίνοντάς του γνωμικό χαρακτήρα και μορφή ρητορική ερώτησης. Το επιχείρημά του είναι σωστό, καθώς ο φίλος γνωρίζει όλα τα μυστικά του φίλου του, τους στόχους και τις επιδιώξεις του και έτσι έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να τον βλάψει, αν το θελήσει.

Στ.655-656: Τη θέση της Αντιγόνης επιβαρύνουν οι λέξεις «εμφανως», «απιστήσασαν» και «μόνην». Οι λέξεις αυτές τονίζουν την ιδιαιτερότητα της πράξης, την έλλειψη δικαιολογίας και την αδυναμία της Αντιγόνης να αρνηθεί τα γεγονότα.

Στ.658: Η θέση του ρήματος στην αρχή του στίχου με την τελεία που ακολουθεί τονίζει τη σκληρή αποφασιστικότητα του Κρέοντα.

Στ.665: Ο Κρέοντας μιλάει εδώ πολύ συγκρατημένα, για να μην προκαλέσει περισσότερο το χορό. Έτσι, ενώ πρόκειται για ζωή ή θάνατο, μιλάει για έπαινο ή ψόγο.

Στ.674-676: Για να ενισχύσει τις απόψεις του ο Κρέων χρησιμοποιεί: α) την αντίθεση πειθαρχίας-αναρχίας, β) το ασύνδετο σχήμα που ενισχύεται με την επανάληψη του ηδε, γ) την εικόνα από τη στρατιωτική ζωή.

Στ.677-680: Ενώ προηγουμένως ο Κρέων πρόβαλε ως κίνητρο των ενεργειών του την επιθυμία του να μένει συνεπής στις αρχές της ισονομίας και της δικαιοσύνης, τώρα αναφέρεται στο πληγωμένο αντρικό φιλότιμο και τη μειωμένη αντρική αξιοπρέπεια. Η θέση του, όμως, αυτή εξασθενίζει τα επιχειρήματά του. Διαφαίνεται εδώ η ψυχολογική του κατάσταση και η αβεβαιότητά του, που τονίζεται από την επανάληψη του δυνητικού αν.

Στ.681-682: Στα λόγια του Κρέοντα δεν αντιδρά ο Αίμονας, όπως θα περιμέναμε, αλλά ο Χορός. Η τεχνική αυτή είναι συνηθισμένη στο Σοφοκλή. Ο Χορός σχολιάζει εκτενείς ομιλίες των προσώπων με δίστιχες παρεμβάσεις. Τα λόγια του Χορού δε σημαίνουν ότι αυτός τάσσεται με το μέρος του Κρέοντα. Απλώς σχολιάζει τις απόψεις του για την πειθαρχία και την αναρχία και τον ισχυρισμό του ότι πρέπει να μείνει σταθερός στις απόψεις του και να εφαρμόσει το νόμο του. Ο Χορός δεν επιμένει στις λεπτομέρειες, σε μια προσπάθεια να διαδραματίσει ένα διαμεσολαβητικό ρόλο στη συνέχεια και να αναλάβει ενεργότερη δράση.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

ΑΙΜΟΝΑΣ

Στους πρώτους στίχους του Γ’ επεισοδίου, ο Αίμονας παρουσιάζεται ένας νέος ήρεμος και ψύχραιμος, με αρκετή αυτοκυριαρχία. Διακρίνεται για την ευγένεια της ψυχής του, πράγμα που φαίνεται τόσο στον τόνο της φωνής του, όσο και στην τακτική αμφισημίας που ακολουθεί. Δείχνει σεβασμό προς τον πατέρα του, όμως, όπως θα δούμε, η αγάπη του για την Αντιγόνη είναι ισχυρότερη.

ΚΡΕΟΝΤΑΣ

Από τα λόγια του Κρέοντα, προκύπτουν οι απολυταρχικές διαθέσεις του σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που απαγορεύει το διάλογο. Ο δεσποτικός χαρακτήρας του Κρέοντα θα φανεί και όταν στο τέλος θα πει ότι «δεν πρέπει να είμαστε κατώτεροι από τις γυναίκες». Οι ιδέες του για τα παιδιά δείχνουν την εγωιστική πατριαρχική αντίληψή του ότι τα παιδιά πρέπει να υποτάσσονται στους γονείς τους και να υπηρετούν τον πατέρα. Όταν επικαλείται το Δία, φτάνει μέχρι ασέβειας γιατί ορκίζεται στο όνομα του Δία πως θα τιμωρήσει την Αντιγόνη που είναι συγγενής και μέλλουσα νύφη του. Διαρρηγνύει έτσι τους συγγενικούς δεσμούς του και ασεβεί στον προστάτη της οικογένειας, Δία.

Σαν άρχοντας είναι βέβαια υποχρεωμένος να προστατεύσει τους νόμους και τα διατάγματά του. Θέλει να δείχνει ότι υπάρχει συνέπεια μεταξύ λόγων και έργων και αυτή η επιθυμία του φαίνεται να ρυθμίζει τη στάση του. Επιπλέον, η φροντίδα και ο σεβασμός προς την πατρίδα δεν του επιτρέπουν να παρεκκλίνει από τις αρχές του και γι’ αυτό τον διακρίνει αυτή η αυστηρότητα. Τέλος, είναι φανερά εγωιστής αναφορικά με τις απόψεις του για τη γυναίκα, όπως θα δούμε και στην συνέχεια.

Ο Χορός

Στους στίχους 681-82 αντιδρά στα λόγια του Κρέοντα ο κορυφαίος του Χορού και όχι ο Αίμονας όπως ίσως θα περιμέναμε. Ο κορυφαίος εκφράζει την άποψη πως οι θεωρίες που ανέπτυξε ο Κρέοντας είναι σωστές. Αυτό δε σημαίνει πως ο Χορός τάσσεται στο πλευρό του Κρέοντα όσον αφορά το επίμαχο θέμα. Απλώς σχολιάζει τις ιδέες περί αναρχίας και δεν μπαίνει σε λεπτομέρειες, ούτε στην ουσία του πράγματος όμως για να μην οξύνει πολύ τα πράγματα.

Γενικά, ο Χορός έχει ένα ρόλο διαλλακτικό και συμβιβαστικό. Προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποτρέψει την όξυνση.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Ο μονόλογος του Αίμονα εισάγει τη διαφωνία του γιου προς τον πατέρα, η οποία στηρίζεται πάνω σε λογικά επιχειρήματα, που κάθε άλλο παρά τη σύγκρουση των δύο ανδρών προκαλούν. Τα επιχειρήματα του Αίμονα είναι τα εξής:

α) πολλοί μπορεί να κατέχουν την ορθοφροσύνη

β) ο καλός γιος οφείλει να προστατεύει το κύρος και την εξουσία του πατέρα του

γ) ο ηγέτης δεν έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει τη κοινή γνώμη, όπως έχει ένα πρόσωπο του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος

δ) η ευτυχία και η δύναμη του πατέρα είναι χαρά και ευτυχία για τα παιδιά

ε) η ισχυρογνωμοσύνη καταστρέφει τους ανθρώπους (επιχείρημα με γνωμικό χαρακτήρα)

στ) δεν είναι κακό ακόμη και ο σοφός να μαθαίνει πολλά από τους άλλους (επιχείρημα με γνωμικό χαρακτήρα)

ζ) η σοφία και η φρόνιμη σκέψη κατέχεται από πολλούς

Βλέπουμε ότι ο Αίμονας παρακάμπτει τα ηθικά και θρησκευτικά επιχειρήματα, που χρησιμοποίησαν οι άλλοι χαρακτήρες. Αποσιωπά τη σχέση του με την Αντιγόνη και στηρίζεται σε πολιτικές αρχές για να πετύχει την απαλλαγή και λύτρωση της Αντιγόνης. Γνωρίζοντας το χαρακτήρα του πατέρα του προβάλλει τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν: τη γνώμη των πολλών, την αποδοκιμασία της εξουσίας του από την πόλη και τη διατήρηση του κύρους του. Το ενδιαφέρον του όμως δεν είναι προσποιητό. Νοιάζεται πραγματικά για τον πατέρα του και θέλει να τον προστατεύσει.

Ο Αίμονας προβάλλει μερικές νέες και πρωτότυπες πολιτικές απόψεις, που έρχονται βέβαια σε αντίθεση με τις αρχές του Κρέοντα, αλλά βρίσκουν απήχηση στην κρίση των Αθηναίων θεατών του 8ου αι. π.Χ. Πρόκειται για την αρχή της αμφίδρομης επικοινωνίας κι αμοιβαίας σχέσης άρχοντα και λαού και την αρχή της άσκησης κριτικής στους ηγέτες ως εποικοδομητικού στοιχείου για την άσκηση της εξουσίας.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο λόγος του Αίμονα εμπεριέχει το βασικό ιδεολογικό και ηθικό άξονα του δράματος, καθώς καυτηριάζει την απόλυτη στάση και την υπέρβαση του μέτρου και προτρέπει σε μια νηφάλια και συνετή σκέψη και πράξη.

Οι παραινέσεις του Αίμονα προκαλούν στο θεατή έντονες προσδοκίες και ελπίδες για μεταστροφή του Κρέοντα, αλλά και φόβο για ένα πιθανό ξέσπασμα οργής εξαιτίας της στάσης του γιου του.

Στ.685-686: Στην αρχή φαίνεται ότι ο Αίμονας εγκρίνει τα λόγια του πατέρα του κι αποδέχεται τη λογική τους βάση. Δεν υπάρχει όμως απόλυτη συμφωνία και αποδοχή και αυτό φαίνεται από τη μετατροπή της δυνητικής ευκτικής σε ευχετική με παράλλαξη. Ο Αίμονας προτάσσει ένα προοίμιο εύνοιας για να αποφύγει την οργή του πατέρα του κι έπειτα διατυπώνει τη θέση του.

Στ.687: Η φράση διατυπώνεται με κάποια αοριστία, αφού δε φαίνεται καθαρά το υποκείμενο. Αυτό, μαζί με τη δυνητική ευκτική δείχνει τη συστολή και τη λεπτότητα του Αίμονα, αλλά και την αυτοκυριαρχία του, που του δίνει το δικαίωμα να εκφράζει σωστές γνώμες.

Στ.689-691: Στα λόγια του Αίμονα υπάρχουν λέξεις, όπως το «ψέγειν» και το «μη τέρψη», που προοικονομούν τη φύση του λόγου του Αίμονα και σηματοδοτούν το περιεχόμενό του.

Στ.692-695: Η αποδοκιμασία της πόλης αποτελεί το βασικότερο επιχείρημα του Αίμονα, που αποβλέπει στο να κλονίσει το κυριότερο στήριγμα της θέσης του Κρέοντα. Ο Κρέων ήταν μέχρι τώρα αντιμέτωπος με τους θεούς και την οικογένειά του, τους οποίους περιφρόνησε. Τώρα τίθεται αντιμέτωπος με τον ίδιο το λαό, για χάρη του οποίου διατείνεται πως ενεργεί κι αποφασίσει. Βρίσκεται λοιπόν μπροστά σ’ ένα δίλημμα που επιδεινώνει την τραγικότητά του.

Η Αντιγόνη με τα λόγια αυτά δικαιώνεται από την κοινή γνώμη κι έμμεσα από τον Αίμονα, που φαίνεται να συντάσσεται μ΄ αυτήν. Η επανάληψη της περιγραφής της μοίρας του νεκρού Πολυνείκη τονίζει την εναντίωση της ηρωίδας σε μια απάνθρωπη και ανόσια πράξη. Οι υπερθετικοί βαθμοί «αναξιωτάτη», «κάκιστα» και ευκλεεστάτων» υποδηλώνουν το μεγάλο ψυχικό πόνο του Αίμονα για την τύχη της μνηστής του. Όλη η αγάπη του βέβαια κρύβεται στο «ταύτην», καθώς φαίνεται ότι έχει την εικόνα της μπροστά του.

Στ.701-704: Ο Αίμονας προσπαθεί να ενισχύσει τη δήλωση ότι το πολυτιμότερο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ευτυχία του πατέρα του: α) στηρίζοντάς τη πάνω σε ένα σχετικό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για τα παιδιά από την καλή φήμη του πατέρα, β) δίνοντας στο αξίωμα αυτό ερωτηματικό ρητορικό χαρακτήρα και γ) χρησιμοποιώντας την εκφραστική μεταφορά «θάλλοντος». Με τα λόγια του ο Αίμονας προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του πατέρα του, να του δείξει πως ενδιαφέρεται για τη φήμη και την ευτυχία του και να του υποδείξει ότι πρέπει να λάβει υπόψη και την ευτυχία του παιδιού του.

Στ.705: Οι γέροντες είναι συνήθως ισχυρογνώμονες και θεωρούν μόνο τη δική τους γνώμη σωστή.

Στ.707-709: Ο Αίμονας προσπαθεί να δώσει κύρος στα λόγια του χρησιμοποιώντας εικόνες και γνώμες, όπως είχε κάνει και ο Κρέοντας μιλώντας για την ισχυρογνωμοσύνη της Αντιγόνης. Λέξεις-κλειδιά στο λόγο του αποτελούν οι λέξεις «φρονειν», «γλωσσαν» και «ψυχήν», λέξεις τις οποίες είχε χρησιμοποιήσει και στις προγραμματικές του δηλώσεις ο Κρέοντας αναφερόμενος στα τρία βασικά στοιχεία του σωστού ηγέτη. Το επιχείρημα του Αίμονα ενισχύεται με το πολυσύνδετο και τη μεταφορά «διαπτυχθέντες». Η άποψη του Αίμονα είναι απολύτως σωστή, καθώς σε ζητήματα δικαίου, ηθικής και αισθητικής δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτο.

Στ.712-717: Και τα δύο παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Αίμονας είναι παρμένα από τη φύση και καυτηριάζουν τα ίδια γνωρίσματα του ήθους του Κρέοντα. Το δεύτερο όμως δεν έχει αντιθετική διατύπωση και αναφέρεται περισσότερο στις συνέπειες που ενδέχεται να έχει η στάση του Κρέοντα στην πολιτεία κι όχι στον ίδιο. Οι φυσικές αυτές εικόνες προοικονομούν τη συντριβή του σκληρού και άκαμπτου τυράννου.

Στ.711,716,718,723: Οι λέξεις «εικε», «μη τείνειν», «υπείκει», «μανθάνειν», αποτελούν λέξεις-κλειδιά για την κατανόηση του χαρακτήρα του Κρέοντα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Ο Αίμονας στην αρχή του λόγου του, εκπροσωπεί την κοινή γνώμη. Μετά την Αντιγόνη, ο Κρέων θα έχει να αντιμετωπίσει στη συνέχεια και τον Αίμονα. Η Αντιγόνη χρησιμοποίησε θρησκευτικά και ηθικά επιχειρήματα. Ο Αίμονας χρησιμοποιεί πολιτικά. Εδώ ο Αίμονας θέτει τον πατέρα του απέναντι στη γνώμη του λαού του, γεγονός που βαραίνει τον Κρέοντα σημαντικά.

Ο Αίμονας εδώ εμφανίζεται ως ένας νέος ήρεμος με αρκετή αυτοκυριαρχία. Φαίνεται η ευγένεια της ψυχής του που διακρίνεται από την τακτική που ακολουθεί.

Δείχνει σεβασμό και ενδιαφέρον για τον πατέρα του, αλλά θα αποδειχθεί πως η αγάπη του για την Αντιγόνη είναι εντονότερη.

Ο Αίμων είναι σίγουρα ανήσυχος και έχει αγωνία τόσο για την τύχη της Αντιγόνης όσο και για τους κινδύνους που εγκυμονεί η άκαμπτη στάση του πατέρα του.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Στ.726-765: Η σύγκρουση των δύο αντρών εξυπηρετεί τα εξής:

α) προβάλλει την απάθεια και τον εγωισμό του Κρέοντα, ακόμη και απέναντι στα πρόσωπα της οικογένειάς του

β) δικαιολογεί την παρανενοημένη ενέργειας της αυτοκτονίας του Αίμονα

γ) οδηγεί στη σταδιακή απομόνωση και απόλυτη ερημιά του Κρέοντα

Τα επιχειρήματα του Κρέοντα είναι τα εξής:

  1. οι νεότεροι πρέπει να υποτάσσονται στους μεγαλύτερους
  2. κανείς δεν πρέπει να τιμά τους απείθαρχους, και η Αντιγόνη ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία
  3. η πόλη δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει τη θέλησή της στον άρχοντα
  4. ο άρχοντας πρέπει να διοικεί το λαό του όπως αυτός κρίνει σωστό κι όπως επιβάλλει το συμφέρον του
  5. η πόλη είναι κτήμα αυτού που την κυβερνά
  6. κίνητρό του γιου του είναι η αγάπη του για την Αντιγόνη
  7. η στάση του γιου του απέναντί του δε δείχνει αγάπη και σεβασμό
  8. δεν είναι σφάλμα να μένει κανείς πιστός στις αρχές του
  9. οι απειλές του γιου του δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα

Ο Κρέων χρησιμοποιεί επιχειρήματα όμοια μ’ αυτά που χρησιμοποίησε στις διάφορες φάσεις της ανέλιξης του έργου. Στερούνται λογικής βάσης και θα προσέκρουαν στις αντιλήψεις ακόμα και των πιο συντηρητικών θεατών. Ο Κρέων υπερεκτιμά τον εαυτό του ως άρχοντα και διευρύνει αυθαίρετα τα δικαιώματά του. Έχει τα δικά του «στερεότυπα» και λειτουργεί μέσα από αυτά. Αδυνατεί να λυτρωθεί από τη δουλική υποταγή σ’ αυτά. Οι θέσεις του τον καθιερώνουν ως ακραίο υπόδειγμα τυραννικής νοοτροπίας. Το ύφος του είναι περιφρονητικό και ειρωνικό.

Τα επιχειρήματα του Αίμονα είναι τα εξής:

1.          σημασία δεν έχει η ηλικία αλλά η ορθότητα των λόγων και των ενεργειών

2.         η πράξη της Αντιγόνης είναι έντιμη, όπως υποστηρίζει η κοινή γνώμη

3.         η γνώμη του λαού είναι ανώτερη από του άρχοντα

4.         δεν υπάρχει πόλη που να ανήκει αποκλειστικά σ’ έναν άντρα

5.         πόλη χωρίς κατοίκους δεν έχει καμία αξία για τον άρχοντα

6.         ενδιαφέρεται και ανησυχεί για τον πατέρα του.

7.         η απόφαση του πατέρα του για την Αντιγόνη δεν είναι δίκαιη

8.         η παραβίαση των θεϊκών νόμων δεν είναι δείγμα ευσέβειας

9.         ο θάνατος της Αντιγόνης θα οδηγήσει στο θάνατο και κάποιον άλλον.

Ο Αίμων προβάλλει επιχειρήματα με ηθικό και πολιτικό χαρακτήρα, τα οποία φαίνονται λογικότερα από του Κρέοντα και δείχνουν δημοκρατικότερη θεώρηση των πραγμάτων. Αρχικά εξακολουθεί να παρουσιάζει συνέπεια ήθους, καθώς εμφανίζεται ήρεμος, ευγενής και διακριτικός. Παρουσιάζει τις απόψεις του με διπλωματικό και συγκαλυμμένο τρόπο. Η ειρωνική και περιφρονητική στάση, όμως, του πατέρα του τον οδηγεί σταδιακά να χάσει τον έλεγχο φτάνοντας σε αυθάδεια. Η διφορούμενη και αινιγματική φράση του στ. 751 προκαλεί την όξυνση των πνευμάτων, καθώς παρερμηνεύεται από τον Κρέοντα.

Η στιχομυθία, με τον ελλειπτικό της χαρακτήρα και το γρήγορο ρυθμό της, βοηθά την προοδευτική ένταση και κλιμάκωση της σκηνής και την ταχεία εξέλιξη των πραγμάτων. Το ύφος και των δύο ομιλητών είναι οξύ κι έντονο. Το πιο βασικό εποικοδομητικό στοιχείο από την άποψη της κατασκευής του μύθου είναι, πέρα από την αταλάντευτη απόφαση του Κρέοντα να θανατώσει την Αντιγόνη, η απειλή του Αίμονα πως ο θάνατός της θα επιφέρει το θάνατο και σε κάποιον άλλο που δεν κατονομάζει. η απειλή αυτή και η δήλωση του Αίμονα πως ο Κρέοντας δεν πρόκειται να τον ξαναδεί προοικονομούν σκηνές που θα ακολουθήσουν.

Ο δραματικός ρόλος της παρέμβασης του Αίμονα είναι πολυδιάστατος:

α) ο τραγικός ήρωας πρέπει να συγκρουστεί με ορισμένους παράγοντες, να εγκαταλειφθεί από αυτούς και να μείνει μόνος. Όπως η Αντιγόνη εγκαταλείπεται από την Ισμήνη στον Πρόλογο, έτσι κι ο Κρέων εγκαταλείπεται εδώ από τον γιο του.

β) ο Αίμων γίνεται φορέας της κοινής γνώμης και της συνείδησης της πόλης. Έτσι η σύγκρουση ανάμεσα στον Κρέοντα και τον Αίμονα αποκτά μια ευρύτερη διάσταση.

γ) η παρέμβαση του Αίμονα επηρεάζει ως ένα βαθμό τον πατέρα του.

Στ.724-725: Ο χορός φοβάται να πάρει σαφή και καθαρή θέση απέναντι στο όλο θέμα και παίζει το ρόλο του ενδιάμεσου και του συμφιλιωτή, προσπαθεί να στήσει μια γέφυρα επικοινωνίας και συνεννόησης ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Η παρέμβασή του όμως δίνει το έναυσμα της ρήξης τους.

Στ.728: Οι απόψεις του Αίμονα, που στηρίζονται στο δίκαιο, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αυθαίρετες και αυταρχικές θέσεις του τυράννου.

Στ.729: Ο Αίμων μιλάει γενικά κάνοντας έναν υπαινιγμό στη δική του φρόνιμη πράξη να μιλήσει για το δίκαιο της Αντιγόνης.

Στ.731: Ο Αίμων συντάσσεται με την άποψή του πατέρα του και συμπληρώνει πως δεν πρέπει να σέβεται κανείς τους κακούς. Οι ιδέες τους σ’ αυτό το σημείο φαίνονται ταυτόσημες. Η σύγκρουση πηγάζει όχι από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας βλέπει το σεβασμό και την παρανομία, αλλά από την αξιολόγηση του ίδιου προσώπου με διαφορετικά κριτήρια. Ο Κρέων θεωρεί την Αντιγόνη απείθαρχη, ενώ ο Αίμων όχι.

Στ.732&748: Ο Κρέων αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει το όνομα της Αντιγόνης.

Στ.735: Ο ευγενικός μέχρι τώρα Αίμων αρχίζει να γίνεται οξύς και πικρός, χωρίς όμως να ξεπερνά τα όρια της ευπρέπειας.

Στ.740: Ο Κρέων, οργισμένος από τα ειρωνικά λόγια του γιου του, στρέφεται προς το χορό αλλάζοντας θέμα. Δε διστάζει να προσβάλλει τον ανδρισμό του γιου του.

Στ.744-745: Ο Αίμων επικρίνει τον πατέρα του όχι για τη στάση που τηρεί απέναντι στις ιδέες και τις αρχές του, αλλά για τη φύση και τον χαρακτήρα των αρχών αυτών.

Στ.746: Ο Κρέων αποφεύγει να συζητήσει το θέμα της αντίθεσης ανάμεσα στο ανθρώπινο και θεϊκό δίκαιο. Επειδή δεν έχει επιχειρήματα που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις θέσεις του Αίμονα στο σημείο αυτό, καταφεύγει σε υβριστικούς χαρακτηρισμούς.

Στ.750: Η διατάραξη της σειράς των λέξεων δείχνει την ταραχή του Κρέοντα.

Στ.752-755: Στο σημείο αυτό κάθε ομιλητής αρπάζεται από μια λέξη-έννοια του άλλου κι έτσι προχωρεί η συζήτηση. Ο ένας χαρακτηρίζει τον άλλο ως ανόητο και ασύνετο.

Στ.760&764: Στους στίχους αυτούς έχουμε κάποιες σκηνοθετικές πληροφορίες. Η διαταγή που δίνει ο Κρέων στους δορυφόρους του για την προσαγωγή της Αντιγόνης, υποδηλώνει την αποστροφή που κάνει προς αυτούς και την αποχώρησή τους από τη σκηνή. Επίσης οι τελευταίες λέξεις του Αίμονα υπαινίσσονται την αποχώρησή του από τη σκηνή, χωρίς όμως να είναι ευδιάκριτη η κατεύθυνση και ο προορισμός του.

Στ.767: Η τυπική παρέμβαση του χορού μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια ανανέωσης της αίσθησης του κινδύνου που απειλεί τον Κρέοντα να χάσει το γιο του.

Στ.768: Τα λόγια του Κρέοντα δείχνουν την υποψία του ότι ο Αίμων θα προβεί σε κάποια παράτολμη ενέργεια διάσωσης ή εκδίκησης.

Στ.772: Η ερώτηση του Χορού αντανακλά την επιθυμία του να αποφύγει η Αντιγόνη τον άμεσο θάνατο. Ο Χορός πιθανόν νομίζει ότι ο Κρέων ενδέχεται να μεταβάλλει την απόφασή του στο μέλλον ή ότι η Αντιγόνη θα φανεί πιο διαλλακτική και συμβιβαστική. Ο Χορός φαίνεται πως ενεργεί σαν ένας υποδεέστερος υποκριτής. Οι ερωτήσεις του είναι περισσότερο εισηγήσεις που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων και καθορίζουν την εξέλιξη του μύθου.

Στ.775: Σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα στάση του, ο τύραννος παρουσιάζεται εδώ με θρησκευτικές προλήψεις και προκαταλήψεις.

Στ.773-775: Η υποχώρηση του Κρέοντα όσον αφορά την ενοχή της Ισμήνης και την ποινή της Αντιγόνης ενδεχομένως προέρχεται από τον κίνδυνο που επισήμανε ο χορός και που απειλεί τον Αίμονα ή από τη σκέψη ότι κανένας πολίτης δε θα ήταν πρόθυμος να ρίξει τον πρώτο λίθο, εφόσον η κοινή γνώμη ήταν αντίθετη μ’ αυτόν. Πάντως η προσωρινή ενοχοποίηση της Ισμήνης έδωσε την ευκαιρία στον ποιητή να ηθογραφήσει πληρέστερα τόσο τον Κρέοντα όσο και την Αντιγόνη, αλλά και να αποκαταστήσει την Ισμήνη στα μάτια των Θεατών με τη μεταστροφή της συμπεριφοράς της στο β’ επεισόδιο. Από την άλλη, η αλλαγή της ποινής της Αντιγόνης είναι απαραίτητη για την εξέλιξη του δράματος και την προοικονόμηση σκηνών που θα ακολουθήσουν.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Χορός: Στους στίχους 724-25 ο Χορός σχολιάζει πάλι τα λόγια του Αίμονα που προηγήθηκαν, όπως είχε κάνει λίγο πρωτύτερα και με το μονόλογο του Κρέοντα που είχε προηγηθεί. Δέχεται πως και ο Αίμονας μίλησε σωστά και συνετά και γι’ αυτό συνιστά αυτοσυγκράτηση και συμβιβασμό. Παίζει ένα ρόλο διαλλακτικό και συμβιβαστικό, προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποτρέψει την όξυνση. Αυτή όμως η τυπική παρέμβαση καταλήγει να εξοργίσει τον Κρέοντα ο οποίος ανταπαντά με οργή στον Χορό.

Αίμονας : Καθώς αρχικά ο Αίμονας παρουσιάζεται ένας νέος ήρεμος, ψύχραιμος με αυτοκυριαρχία που δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον για τον πατέρα του αλλά και σεβασμό προς αυτόν, σταδιακά και στο διάλογο με τον πατέρα του αρχίζει να φαίνεται διαφορετικός. Θα μιλήσει περισσότερο αποφασιστικά και θα υποστηρίξει αντίθετες απόψεις από αυτές του πατέρα του.

Ο Αίμονας γνωρίζει το χαρακτήρα του πατέρα του. Γι’ αυτό μπορεί και ρυθμίζει ανάλογα τη συμπεριφορά του. Θα πρέπει να είμαστε έτσι κάπως επιφυλακτικοί σχετικά με την ειλικρίνεια των λόγων του και τα κίνητρα που προβάλλει. Ούτε μια στιγμή δείχνει πως αυτός κινείται από την αγάπη που τρέφει προς την Αντιγόνη. Προσποιείται ότι ενδιαφέρεται για την υπόληψη του πατέρα του και την ασφάλεια της εξουσίας του. Πραγματικά η συμπεριφορά του καθορίζεται από τον έρωτα του για τη μνηστή του. Στη συνέχεια βλέποντας πως δεν καταφέρνει να αλλάξει τη γνώμη του πατέρα του μέσω της διπλωματικής οδού, θα αλλάξει στάση και με ορμητικότητα  θα συγκρουστεί με άσχημο τρόπο μαζί του.

Κρέοντας : Η συμπεριφορά του Κρέοντα  δεν παρουσιάζει αισθητή μεταβολή ούτε στη συνέχεια του επεισοδίου. Σαν άρχοντας είναι υποχρεωμένος να προστατεύσει τους νόμους και τα διατάγματά του. Η θέλησή του είναι να δείξει συνέπεια λόγων και έργων. Βέβαια πέρα και πάνω από όλα πιστεύει ότι είναι επιβεβλημένη η τυφλή υπακοή των πολιτών στον άρχοντα. Η νοοτροπία του είναι καθαρά τυραννική. Διακρίνεται για την άκαμπτη ισχυρογνωμοσύνη του και για τον οξύθυμο χαρακτήρα του. Η οργή το ιδίου θα εξοργίσει τελικά και τον Αίμονα και έτσι θα επέλθει η σύγκρουση.

Με τη συνάντηση πατέρα και γιου και την εμφάνιση του έμπρακτου ενδιαφέροντος του γιου προς τον πατέρα, έχουμε την ικανοποίηση του πατέρα για την αγωγή που έχει ο γιος του. Παράλληλα ένα μίσος ενάντια σε όλους τους απείθαρχους στην πραγματικότητα όμως ενάντια στην Αντιγόνη διαφαίνεται σε όλη την ομιλία. Με την στιχομυθία, κορυφώνεται η ένταση των συναισθημάτων και ξεδιπλώνονται τα κίνητρα και οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών.

Ο Αίμονας διακρίνεται από την αγωνία αλλά και την ανησυχία για την εξέλιξη των πραγμάτων και την τύχη της Αντιγόνης αλλά και του πατέρα του με την άκαμπτη και ασυμβίβαστη στάση του.

Στη στιχομυθία πατέρα – γιου, οι δυο πρωταγωνιστές φτάνουν στο χειρότερο σημείο του επεισοδιακού διαλόγου τους. Ο Κρέοντας δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να βρίζει σαρκαστικά, αλαζονικά και κατάφωρα το γιο του. Φτάνει μέχρι την πλήρη αδιαφορία και περιφρόνηση για το παιδί του. Υπάρχει τέτοια σύγχυση στο μυαλό του που αδυνατεί να προβάλλει άλλο επιχείρημα ή να συνεχίσει το διάλογο με το γιο του και το μόνο που κάνει είναι να βρίζει.

Από την άλλη ο Αίμονας καταλαβαίνει ότι ο πατέρας του ποτέ δε θα αλλάξει στάση και πως ό,τι και αν του πει θα είναι περιττό. Γι’ αυτό του φέρεται με απρέπεια και τον κατηγορεί επίσης ως ανόητο. Το αδιέξοδο της επικοινωνίας τους είναι τέτοιο ώστε ο Αίμονας αναγκάζεται να αποχωρήσει και μάλιστα απειλώντας ότι θα αυτοκτονήσει. Ο Κρέοντας όμως δεν αντιλαμβάνεται ότι ο γιος του θα κάνει κάτι τέτοιο. Είναι τόσο εγωιστής που μια τέτοια απειλή θεωρεί ότι στρέφεται εναντίον του και μόνο.

Στο τέλος του επεισοδίου, με την απομάκρυνση του Αίμονα πέφτουν οι τόνοι και στη σκηνή παραμένει ο Κρέοντας με το Χορό. Η ψυχική διάθεση του Κρέοντα μεταστρέφεται. Επικρατεί κάποια σύγχυση στο μυαλό του. Η ανησυχία του φαίνεται και στις αλλαγές των αποφάσεών του. Αρχίζει να τον βασανίζει η αβεβαιότητα για την ορθότητά τους. Αρχίζει να μεταστρέφεται κάπως η συμπεριφορά του η οποία γίνεται τώρα κάπως πιο ήπια και γαλήνια. Δείχνει πως δεν είναι ψυχρός και άξεστος υπολογιστής των πραγμάτων αλλά αρχίζει να φοβάται πως είναι θύμα κακής εκτίμησης των πραγμάτων. Αρχίζουν να διαφαίνονται και τα πρώτα ίχνη μιαςκάποιας αβεβαιότητας σχετικά με την ορθότητα των αποφάσεων του. Τώρα η ισχυρογνωμοσύνη του αρχίζει να κάμπτεται.

Ο Χορός από την άλλη αισθάνεται κάποια αγωνία για την τύχη του Αίμονα. Αισθάνεται βέβαια κάποια ανακούφιση, όταν ακούει τον Κρέοντα να υποκύπτει και να μεταβάλλει προς το ηπιότερο τις αποφάσεις του για την Ισμήνη και την Αντιγόνη. Αισθάνεται ικανοποίηση γιατί οι παρεμβάσεις του υπήρξαν αποτελεσματικές.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/544

ΣΟΦΟΚΛΗ «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» : ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Γ’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

Στίχ. 635-680

ΑΙ. Πατέρα, είμαι δικός σου·

και συ με καθοδηγείς σωστά με τις καλές σου συμβουλές,

τις οποίες εγώ, βέβαια, θα ακολουθή­σω·

γιατί εγώ κανένα γάμο δε θα θεωρήσω τόσο σπουδαίο

ώστε να τον βάλω πάνω από τη δική σου συνετή καθοδήγηση.

ΚΡ. Ναι, παιδί μου, γιατί αυτή τη γνώμη πρέπε ινα έχεις,

σ’ όλα δηλαδή ν’ ακολουθείς την πατρική συμβουλή.

Γι’ αυτό εξάλλου οι άνθρωποι εύχονται να αποκτήσουν υπάκουα παιδιά

και να τα ‘χουν σπίτια τους,

για να εκδικούνται τους εχθρούς και να τιμούν το φίλο

όπως ακριβώς [εκδικείται και τιμά] ο πατέρας·

όποιος όμως γεννάει παιδιά άχρηστα,

τι άλλο θα ‘λεγες πως γέννησε αυτός

παρά βάσανα για τον εαυτό του και πολύ γέλιο στους εχθρούς;

Ποτέ λοιπόν να μην αλλάξεις,γιε μου,

τις τωρινές σου σκέψεις από έρωτα για μια γυναίκα, γνωρίζοντας ότι αυτό,

μια γυναίκα δηλαδή όταν είναι κακή σύζυγος, είναι παγερό αγκάλιασμα·

γιατί τι μεγαλύτερη πληγή μπορεί να γίνει από τον κακό φίλο;

Περιφρονώντας την λοιπόν σαν να ήταν εχθρός σου,

άφησε αυτή την κόρη στον Άδη να παντρευτεί.

Γιατί αυτή μόνη απ’ όλους τους πολίτες την έπιασα επ’ αυτοφώρω

να παρα­βαίνει τη διαταγή μου και ψεύτης

δε θα βγω μπροστά σ’ όλους τους πο­λίτες,

αλλά θα τη θανατώσω.Γι’ αυτά ας επικαλείται το Δία,

τον προστάτη της συγγένειας·

γιατί, αν βέβαια αναθρέψω τους φυσικούς μου συγγενείς, ώστε να είναι απείθαρχοι,

θα ανέχομαι πολύ πιο απείθαρχους τους ξένους.

Γιατί, όποιος στους δικούς του είναι άνθρωπος καλός,

και στους πολίτες θα φανεί ότι είναι δίκαιος.

Αν όμως κάποιος αυθαιρετώντας ή νόμους παραβιάζει

ή σχεδιάζει να δίνει διαταγές σ’ αυτούς που κυβερνούν,

δεν είναι δυνατό να επαινεθεί από μένα.

Αλλ’ όποιον εκλέξει η πόλη άρχοντα,αυτόν πρέπει να τον υπακούνε όλοι

και στα μικρά και δίκαια και στ’ αντίθετα τους.

Κι εγώ θα μπορούσα να πιστέψω   ·

ότι ένας τέτοιος άντρας θα είχε τη θέληση και να κυβερνά καλά

και καλά να κυβερνιέται, και πως θα ‘μενε στη θύελλα της μάχης

πιστός και γενναίος σύντροφος εάν είχε παραταχθεί [δίπλα σε κά­ποιον].

Απ’ την αναρχία όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό·

αυτή και πόλεις καταστρέφει,αυτή και σπίτια διαλύει,αυτή κάνει να σπάσει η παράταξη

και να τραπεί σε άτακτη φυγή ο συμμαχικός στρατός·

η πειθαρχία όμως σώζει τους πολλούς απ’ αυτούς που πειθαρχούν.

Γι’ αυτό πρέπει να υπερασπίζεται κανείς τους νόμους

και με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να νικιέται [ένας άντρας] από μια γυναίκα·

γιατί είναι προτιμότερο να χάσουμε την εξουσία από έναν άντρα,αν χρειαστεί,

κι έτσι δε θα αποκαλούμαστε κατώτεροι από γυναίκες.

Στίχ. 681-723

ΧΟ. Σε μας τουλάχιστον,αν δεν έχουμε χάσει το νου από τα γηρατειά,

φαίνεσαι ότι μιλάς σωστά για όσα τώρα κάνεις λόγο.

ΑΙ. Πατέρα μου, οι θεοί προικίζουν τους ανθρώπους με μυαλό,

το πιο πολύτιμο απ’ όλα τα πράγματα που υπάρχουν.

Κι εγώ ούτε θα μπορούσα και μακάρι να μη μάθω να πω

ότι εσύ δε λες σωστά αυτά εδώ.

θα μπορούσε όμως να έχει και κάποιος άλλος κάποια σωστή σκέψη.

Πάντως, από τη φύση μου έχω χρέος να προσέχω από πριν για σένα

όλα όσα λέει κάποιος ή κάνει ή μπορεί να σε κατηγορεί·

γιατί το βλέμμα σου προκαλεί φόβο στον απλό πολίτη για τέτοια λόγια

ώστε εσύ να μην ευχαριστιέσαι ακούγοντας τα.

Σ’ εμένα όμως είναι δυνατό ν’ ακούω αυτά εξαιτίας της ασημότητας της θέσης μου,

πόσο δηλαδή θρηνεί η πόλη την κόρη αυτή,

λέγοντας πόσο πιο ανάξια απ’ όλες τις γυναίκες με τον πιο ατιμωτικό τρόπο πεθαίνει

για μια τόσο ένδοξη πράξη·γιατί αυτή τον αδερφό της

πεσμένο μέσα στο αίμα δεν άφησε άταφο να κατασπαραχτεί

ούτε από άγρια σκυλιά ούτε από κάποιο όρνιο·

δεν αξίζει αυτή να τιμηθεί με λαμπρή τιμή;

Τέτοια σκοτεινή φήμη κυκλοφορεί κρυφά [στην πόλη].

Για μένα όμως, πατέρα μου,

κανένα   πολυτιμότερο αγαθό δεν υπάρχει από τη δική σου ευτυχία·

γιατί ποια χαρά είναι μεγαλύτερη για τα παιδιά

από τη δόξα του ευτυχισμένου πατέ­ρα

ή ποια [χαρά είναι μεγαλύτερη] για τον πατέρα [από τη δόξα] των ευτυχισμένων παι­διών;

Μην έχεις λοιπόν μέσα σου έναν τρόπο σκέψης μόνο,

ότι είναι σωστό αυτό που λες εσύ και τίποτε άλλο.

Γιατί όσοι νομίζουν ή ότι μόνο αυτοί σκέφτονται σωστά

ή ότι έχουν γλώσσα ή θάρρος που δεν έχει άλλος,

αυτοί, όταν ανοιχτούν και εξεταστούν σε βάθος,φαίνονται ότι είναι άδειοι.

Αλλά για έναν άνθρωπο να μαθαίνει πολλά,κι αν ακόμη κάποιος είναι σοφός,

δεν είναι καθόλου ντροπή, και, ακόμη, να μην παρατραβάει το σκοινί.

Βλέπεις πως όσα (από τα) δέντρα υποχωρούν κοντά στο ορμητικό ρεύμα

διασώζουν τα κλαδιά τους,

όσα όμως αντιστέκονται, αυτά καταστρέφονται σύρριζα.

Επίσης, όποιος τεντώνει πολύ τα πανιά του πλοίου

ώστε να είναι σταθερά και δεν τα χαλαρώνει καθόλου στον άνεμο,

[αυτός]  αφού  αναποδογυρίσει  το πλοίο,

από κει και πέρα ταξιδεύει με ανεστραμμένο το κατάστρωμα (του πλοίου).

Μα δώσε τόπο στην οργή κι άλλαξε γνώμη.

Γιατί, αν κι εγώ, αν και νεότερος, μπορώ να προσθέσω κάποια γνώμη,

εγώ, βέβαια, λέω ότι το πιο καλό είναι να γεννιέται κανείς πάνσοφος·

διαφορετικά, γιατί αυτό συνήθως δε συμβαίνει έτσι,

είναι καλό να μαθαίνει και απ’ όσους μιλούν ορθά.

Στίχ. 724-780

ΧΟ. Βασιλιά, είναι λογικό και συ ν’ ακούσεις [τον Αίμονα], αν λέει κάτι ορθό,

και συ πάλι αυτόν εδώ· γιατί κι από τους δυο έχουν ειπωθεί σωστά λόγια.

ΚΡ. θα διδαχτούμε λοιπόν εμείς σ’ αυτήν την ηλικία να σκεφτόμαστε σωστά από έναν άντρα τόσο νέο στην ηλι­κία;

ΑΙ. Να μη διδαχτείς τίποτε το άδικο· κι αν εγώ είμαι νέος,

δεν πρέπει να κοιτάς τα χρόνια μου περισσότερο από τις πράξεις μου.

ΚΡ. Είναι λοιπόν πράξη σωστή να τιμά κανείς όσους παρανομούν;

ΑΙ. Ούτε και θα συμβούλευα κανέναν να δείχνει σεβασμό στους κακούς.

ΚΡ. Αυτή εδώ λοιπόν δεν έχει προ­σβληθεί από τέτοια αρρώστια;

ΑΙ. Δεν το ομολογούν αυτό όλοι οι πολίτες αυτής της Θήβας.

ΚΡ. Και λοιπόν η πόλη θα μας πει τι πρέπει εγώ να διατάζω;

ΑΙ. Βλέπεις πως έχεις πει αυτό το λόγο σαν ανόητος;

ΚΡ. Για λογαριασμό άλλου ή για δικό μου

πρέπει να κυβερνάω εγώ αυτήν εδώ τη χώρα;

ΑΙ. Πόλη δεν υπάρχει που ανήκει σ’ έναν άνθρωπο.

ΚΡ. Η πόλη δε θεωρείται ότι ανήκει στον άρχοντα;

ΑΙ. Ωραία, βέβαια, θα κυβερνούσες μόνος σου εσύ μια έρημη χώρα.

ΚΡ. Αυτός εδώ, όπως φαίνεται, είναι σύμμαχος της γυναίκας.

ΑΙ. Ναι, αν βέβαια γυναίκα είσαι συ·γιατί πραγματικά για σένα ενδιαφέ­ρομαι.

ΚΡ. Αχρείε, [ενδιαφέρεσαι για μένα]ενώ έρχεσαι να αντιδικήσεις με τον πατέρα σου;

ΑΙ. Ναι, γιατί σε βλέπω να παίρνεις άδικες αποφάσεις.

ΚΡ. Αδικώ λοιπόν τιμώντας την εξουσία μου;

ΑΙ. Ναι, γιατί δεν την τιμάς,με το να καταπατείς τους νόμους των θεών.

ΚΡ. Πρόστυχε χαρακτήρα και δούλε μιας γυναίκας.

ΑΙ. Ναι, αλλά δεν μπορείς να με βρειςνα υποκύπτω σε αισχρές πράξεις.

ΚΡ. Όλα, βέβαια, αυτά εδώ τα λόγια σου είναι για κείνη.

ΑΙ. Και για σένα, βέβαια, και για μένα

και για τους θεούς του κάτω κόσμου [ενδιαφέρομαι].

ΚΡ. Με κανέναν τρόπο πια δε θα την παντρευτείς ποτέ αυτή ζωντανή.

ΑΙ. Αυτή λοιπόν θα πεθάνει και με το θάνατο της θα καταστρέψει κάποιον.

ΚΡ. Αλήθεια, έρχεσαι εναντίον μου με τόσο θράσος, ώστε να με απειλείς ακόμα;

ΑΙ. Και τι απειλή είναινα μιλάει κανείς ενάντια σε ανόητες γνώμες;

ΚΡ. Με κλάματα θα με συνετίσεις,αν και είσαι ο ίδιος άμυαλος;

ΑΙ. Αν δεν ήσουν πατέρας μου,θα ‘λεγα ότι εσύ δε σκέφτεσαι σωστά,

ΚΡ. Μην προσπαθείς να με κολακέ­ψεις,δούλε μιας γυναίκας.

ΑΙ. θέλεις μόνο να μιλάς και να μην παίρνεις καμιά απάντηση στα λόγια;

ΚΡ. Αλήθεια; Αλλά,μα τον ίδιο τον Όλυμπο,

να ξέρεις ότι δε θα με βρίζεις ατιμώρητα με τις συνεχείς κατηγορίες σου.

Φέρε το μισητό πράμα για να πεθάνει αμέσως

μπροστά στα μάτια [του] κοντά, παρουσία του μνηστήρα.

ΑΙ. Όχι βέβαια,αυτή δε θα πεθάνει κοντά μου του­λάχιστον,

αυτό ποτέ σου μην το φανταστείς κι εσύ ποτέ πια δε θα δεις

το πρόσωπο μου κοιτάζοντας με με τα μάτια σου,

για να δείχνεις την τρέλα σου σε όσους από τους φίλους σου μπορούν να την ανεχτούν.

ΧΟ. Ο άντρας, βασιλιά,από την οργή του έφυγε γρήγορα·

κι η ψυχή τόσο νέου,αν πονέσει, είναι επίφοβη.

ΚΡ. Αφού πάει, ας κάνει κι ας σκέφτεται πράγματα ανώτερα

απ’ αυτά που ταιριάζουν σ’ έναν άνθρωπο·

αυτές όμως τις δυο κόρες δε θα τις γλιτώσει απ’ το θάνατο.

ΧΟ. Αλήθεια, σκέφτεσαι και τις δυο αυτές να τις σκοτώσεις;

ΚΡ. Όχι βέβαια αυτήν που δεν άγγι­ξε [το νεκρό]·

πράγματι μιλάς σωστά.

ΧΟ. Και με ποιόν τρόπο, σκέφτεσαι να σκοτώσεις αυτήν;

ΚΡ. Αφού την οδηγήσω εκεί όπου είναι δρόμος απάτητος,

θα τη θάψω ζωντανή σε πέτρινη σπηλιά,

δίνοντας της τόση τροφή όση μόλις να είναι αρκετή για εξα­γνισμό,

για ν’ αποφεύγει το μίασμα όλη η πόλη.

Και κει,παρακαλώντας τον Άδη που μόνο από τους θεούς τιμά,

ίσως γλιτώσει το θάνατο,ή τουλάχιστον θα καταλάβει,αν και αργά,

ότι είναι μάταιος κόπος να τιμά κανείς όσους βρίσκονται στον Άδη.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/543

ΣΟΦΟΚΛΗ «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» : ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Β’ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

Στίχ. 441-470

ΚΡ. Σε σένα, σε σένα μιλώ που σκύβεις το κεφάλι κάτω,

ομολογείς ή αρνείσαι ότι τα ‘κανες αυτά;

ΑΝΤ. Και ομολογώ ότι τα ‘κανα και δεν τ’ αρνούμαι αυτό.

ΚΡ. Εσύ μπορείς να πας όπου θέλεις,

εντελώς απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία·

συ πες μου όχι με πολυλογία ,αλλά με συντομία,

γνώριζες ότι είχε διακηρυχτεί να μην κάνει κανείς αυτά;

ΑΝΤ. Το ‘ξερα· πώς ήταν δυνατό να μην το ξέρω;

Αφού ήτανε σ’ όλους γνωστό.

ΚΡ. Και τόλμησες λοιπόν να παραβείς αυτούς εδώ τους νόμους;

ΑΝΤ. Ναι [τόλμησα], γιατί δεν ήταν ο Δίας αυτός που είχε διακηρύξει σε μένα αυτά

ούτε η Δίκη, η συγκάτοικος με τους θεούς του κάτω κόσμου,

όρισε τέτοιους νόμους μες στους ανθρώπους,

ούτε μπορούσα να φανταστώ ότι οι δικές σου διακηρύξεις έχουν τόση δύναμη,

ώστε να μπορείς εσύ, αν και θνητός,

να ξεπεράσεις τους άγραφους και απαρασάλευτους νόμους των θεών.

Γιατί δεν έχουν ισχύ αυτοί (οι νόμοι) σήμερα, βέβαια, και χτες αλλά αιώνια, και κανείς δεν ξέρει από πότε φάνηκαν.

Κι ούτε σκόπευα εγώ, από φόβο για την αλαζονεία κανενός ανθρώπου,

να τιμωρηθώ γι’ αυτούς (τους νόμους) μπροστά στους θεούς·

γιατί πως θα πεθάνω το ‘ξερα πολύ καλά·πώς όχι;

Κι αν ακόμη εσύ δεν είχες βγάλει τη διαταγή σου.

Αν όμως είναι να πεθάνω πρόωρα,κέρδος αυτό το θεωρώ εγώ·

γιατί όποιος ζεισε μεγάλη δυστυχία,όπως εγώ,

πώς αυτός δεν είναι κερδισμένοςόταν πεθάνει;

Έτσι και μένα να υποστώ αυτόν το θάνατοκαθόλου δε με λυπεί·

αν ανεχόμουνα όμως για τον αδερφό μου

να μένει άταφο το πτώμα μετά το θάνατο του,

για κείνο θα λυπόμουνα·γι’ αυτό εδώ όμως δε θλίβομαι.

Κι αν όμως τώρα σου φαίνομαι πως είμαι ανόητη,

ίσως από έναν ανόητο θεωρούμαι ανόητη.

Στίχ. 471-507

ΧΟ. Ο χαρακτήρας της κόρης φαίνεται πως είναι σκληρός από σκληρό πατέ­ρα και δεν ξέρει να υποχωρεί στις συμφορές.

ΚΡ. Μάθε όμως πως τα πιο αλύγιστα φρονήματα συχνά ταπεινώνονται,

και μπορείς να δεις ότι το πιο σκληρό σίδερο,

πυρακτωμένο στη φωτιά ώστε να γίνει άκαμπτο,

ραγίζει και σπάει τις πιο πολλές φορές·

και ξέρω ότι τα αγριεμένα άλογα δαμάζονται με μικρό χαλινάρι·

γιατί δεν επιτρέπεται να περηφανεύεται αυτός που ‘ναι δούλος των άλλων.

Αυτή ήξερε καλά να αυθαδιάζει τότε,

όταν παραβίαζε τους νόμους που ισχύουν κι αυτό είναι δεύτερη αυθάδεια,

αφού το έχει κάνει, να καυχιέται δηλαδή γι’ αυτό

και να χλευάζει για το κατόρθωμα της.

Αλήθεια τώρα εγώ δεν είμαι άντρας, αυτή θα είναι άντρας,

αν η νίκη αυτή θα εξακολουθεί να μένει στο ενεργητικό της χωρίς τιμωρία.

Όμως, είτε είναι κόρη της αδερφής μου

είτε ο πλησιέστερος απ’ όλους μας τους συγγενείς,

αυτή και η αδερφή της δε θα ξεφύγουν

από τον πιο ατιμωτικό θάνατο·

γιατί κι εκείνη κατηγορώ εξίσου ότι σκέφτηκε και σχεδίασε αυτή την ταφή.

Φωνάξτε κι αυτήν.Πραγματικά πριν από λίγο την είδα μέσα

να κάνει σαν λυσσασμένη και να μην ελέγχει το λογικό της.

Συνήθως η ψυχή αυτών που μηχανεύονται άσχημες πράξεις στο σκοτάδι

προδίνεται ως ένοχη·

μισώ όμως όταν συλληφθεί κάποιος την ώρα που κά­νει το κακό

κι ύστερα θέλει να το παρουσιάζει ως ωραίο αυτό.

ΑΝΤ. Θέλεις τίποτα χειρότερο από το να με συλλάβεις και να με θανατώσεις;

ΚΡ. Εγώ τουλάχιστον τίποτα·απ’ τη στιγμή που έχω αυτό,έχω τα πάντα.

ΑΝΤ. Γιατί λοιπόν αργείς [να με θα­νατώσεις];

Γιατί τίποτε από τα λόγια σου δε μου είναι ευχάριστο

και μακάρι ποτέ να μη μου είναι ευχάριστο·

έτσι και σε σένα τα δικά μου λόγια είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα·

κι όμως,από πού θα κέρδιζα λαμπρότερη δόξα

παρά θάβοντας τον αδερφό μου;

Αυτό θα ομολογούσαν όλοι αυτοί ότι τους αρέσει,

εάν ο φόβος δεν κρατούσε κλειστό το στόμα τους.

Αλλά ο τύραννος,εκτός από τα πολλά άλλα πλεονεκτή­ματα που έχει,

μπορεί ακόμη να κάνει και να λέει ό,τι θέλει.

Στίχ. 508-525

ΚΡ. Εσύ μόνη απ’ αυτούς εδώ τους  Καδμείους το βλέπεις έτσι αυτό.

ΑΝΤ. Κι αυτοί το βλέπουν, αλλά για χάρη σου κλείνουν το στόμα τους.

ΚΡ. Δεν ντρέπεσαι λοιπόν εσύ που σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ αυτούς εδώ;

ΑΝΤ. [Όχι], γιατί καμιά ντροπή δεν είναι να τιμά κανείς τ’ αδέρφια του.

ΚΡ. Αδερφός από το ίδιο αίμα δεν ήταν κι αυτός που σκοτώθηκε απέναντι ακριβώς;

ΑΝΤ. Από το ίδιο αίμα ήταν, από μια μάνα και από τον ίδιο πατέρα.

ΚΡ. Πώς λοιπόν προσφέρεις τιμές[στον Πολυνείκη], που ‘ναι ασέβεια για κείνον (τον Ετεο­κλή);

ΑΝΤ. Δε θα συμφωνήσει μ’ αυτά ο σκοτωμένος.

ΚΡ. [θα συμφωνήσει] βέβαια,αν τον τιμάς εξίσου με τον ασεβή.

ΑΝΤ. [Τον τιμώ τον Πολυνείκη],γιατί, βέβαια, δε σκοτώθηκε σαν δού­λος αλλά σαν αδερφός.

ΚΡ. [Σαν αδερφός σκοτώθηκε],προσπαθώντας όμως να υποτάξει αυτήν εδώ τη χώρα1

ενώ ο άλλος [σκοτώθηκε]υπερασπίζοντας την.

ΑΝΤ. Ο Άδης όμως αξιώνει οι νόμοι να είναι ίσοι για όλους.

ΚΡ. Μα ο καλός δεν είναι στην ίδια θέση με τον κακό,

ώστε να λάβει την ίδια τιμή.

ΑΝΤ. Ποιος ξέρει αν αυτές οι διακρίσεις είναι δίκαιες στον κάτω κόσμο;

ΚΡ. Ποτέ όμως ο εχθρός δεν είναι φίλος,ούτε κι όταν πεθάνει.

ΑΝΤ. Δε γεννήθηκα εγώ για να συμμερίζομαι το μίσος,

αλλά για να αγαπώ μαζί με άλλους.

ΚΡ. Αν λοιπόν πρέπει να αγαπάς, αγάπα εκείνους,

όταν πας στον κάτω κόσμο·όσο όμως εγώ ζω,δε θα κυβερνήσει γυναίκα.

Στίχ. 526-550

ΧΟ. Αλλά να η Ισμήνη μπροστά στις πύλες,

χύνονταςδάκρυα από αδερφική αγάπη,

κι ένα σύννεφο πάνω απ’ τα φρύδια της

ασχημίζει το κατακόκκινο πρόσωπο της,

βρέχοντας τα ωραία μαγουλά της.

ΚΡ. Εσύ, πουμέσα στο σπίτι μου σαν οχιά κρυμμένη

μου έπινες το αίμα χωρίς να γίνεσαι αντιληπτή,

και δεν καταλάβαινα πως έτρεφα δυο συμφορές

και δυο επαναστάτριες εναντίον του θρόνου μου,

εμπρός, πες μου λοιπόν, θα ομολογήσεις και συ ότι πήρες μέρος σε τούτη την ταφή ή θα ορκιστείς πως δεν ξέρεις τίποτα;

ΙΣΜ. Το έχω κάνει αυτό, αν βέβαια και τούτη συμφωνεί,

κι έχω μερίδιο στην κατηγορία και τη δέχομαι.

ΑΝΤ. Η δικαιοσύνη όμως δε θα σ’ το επιτρέψει αλήθεια αυτό,

γιατί ούτε και θέλησες ούτε κι εγώ σε έκανα συνεργό.

ΙΣΜ. Μα μέσα στις συμφορές σου δεν ντρέπομαι

να κάνω τον εαυτό μου συμμέτοχο στο πάθος σου.

ΑΝΤ. Ο Αδης και οι θεοί του κάτω κόσμου ξέρουν καλά

ποιοι έκαναν αυτή την πράξη·

κι εγώ όποια με λόγια αγαπάει δεν τη θεωρώ δικό μου άνθρωπο.

ΙΣΜ. Αδερφή, μη μου στερήσεις την τιμή

μαζί σου να πεθάνω και να εξαγνίσω το νεκρό.

ΑΝΤ. Να μην πεθάνεις μαζί μου ούτε να οικειοποιείσαι αυτά που δεν άγγιξες·

θα είναι αρκετό να πεθάνω εγώ.

ΙΣΜ. Και στη ζωή ποια χαρά θα έχω αν στερηθώ εσένα;

ΑΝΤ. Τον Κρέοντα ρώτα· γιατί γι’ αυτόν εσύ νοιάζεσαι.

ΙΣΜ. Γιατί με πικραίνεις μ’ αυτά, χωρίς να έχεις κανένα κέρδος;

Στίχ. 551-560

ΑΝΤ. Πονώντας, βέβαια[το κάνω αυτό],αν γελώ σε βάρος σου.

ΙΣΜ. Έστω και τώρα λοιπόν σε τι θα μπορούσα να σε ωφελήσω ακόμη εγώ;

ΑΝΤ. Σώσε τον εαυτό σου·δεν αρνούμαι από φθόνο εσύ να γλιτώσεις το θάνατο.

ΙΣΜ. Αλοίμονο η δύστυχη,και να μη συμμεριστώ τη δική σου μοίρα;

ΑΝΤ. Ναι, γιατί εσύ προτίμησες να ζεις, εγώ όμως να πεθάνω.

ΙΣΜ. Αλλά όχι χωρίς να εκφράσω τις δικαιολογίες μου.

ΑΝΤ. Στα μάτια αυτών εδώ φαινόσουν ότι σωστά σκέφτεσαι εσύ,

ενώ εγώ φαινόμουν ότι σκέφτομαι σωστά στα μάτια των άλλων.

ΙΣΜ. Κι όμως το παράπτωμα είναι ίσο για τις· δυο μας.

ΑΝΤ. Πάρε θάρρος· εσύ ζεις, η δική μου όμως ψυχή από καιρό έχει πεθάνει, ώστε να είναι ωφέλιμη στους νεκρούς.

Στίχ. 561-569

ΚΡ. Απ’ αυτές τις δύο κόρες λέω πωςη μια πριν από λίγο αποδείχτηκε άμυαλη και η άλλη από την πρώτη στιγμή της γέννησης της.

ΙΣΜ. Ναι, βασιλιά, γιατί ποτέ δε μένει ούτε η φρόνηση που έχουμε έμφυτη

σε όσους δυστυχούν, αλλά φεύγει από τη θέση της.

ΚΡ. Εσένα λοιπόν σου σάλεψε,

από τη στιγμή που προτίμησες να κάνεις με τους κακούς παράνομα έργα.

ΙΣΜ. Και πώς μπορώ μόνη μου να ζήσω χωρίς αυτήν εδώ;

ΚΡ. Όμως μη λες «αυτή εδώ»· γιατί δεν είναι πια στη ζωή.

ΙΣΜ. θα σκοτώσεις λοιπόν τη μνη­στή του δικού σου παιδιού;

ΚΡ. Ναι, γιατί κι άλλων χωράφια είναι κατάλληλα για καλ­λιέργεια.

Στίχ. 570-581

ΙΣΜ. Όμως ο γάμος με άλλη δε θα είναι τόσο ταιριαστός

όσο ήταν ταιριαστός ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ αυτήν εδώ.

ΚΡ. Εγώ μισώ γυναίκες κακές για τα παιδιά.

ΙΣΜ. Πολυαγαπημένε Αίμονα, πόσο σε προσβάλλει ο πατέρας σου!

ΚΡ. Πολύ πράγματι με στεναχωρείς και συ και ο γάμος για τον οποίο μιλάς.

ΧΟ. Αλήθεια θα στερήσεις το σπλάχνο σου απ’ αυτήν εδώ;

ΚΡ. Ο Αδης είναι αυτός που θα διαλύσει το γάμο αυτό.

ΧΟ. Έχει αποφασιστεί, όπως φαίνε­ται, αυτή εδώ να πεθάνει.

ΚΡ. Και από σένα, βέβαια, και από μένα έχει αποφασιστεί·

μην καθυστερείτε άλλο,αλλά οδηγήστε τις μέσα,δούλοι·

δεμένες (φυλακισμένες)πρέπει αυτές να ‘ναι κι όχι ελεύθερες γυναίκες·

γιατί προσπαθούν, βέβαια, να ξεφύγουν και οι τολμηροί,

όταν βλέπουν πια το Χάρο κοντά στη ζωή τους.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/541

Σχόλια για το Β’ Επεισόδιο της “Αντιγόνης”

Στιχ. 376-440

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Στ.376-383: Στο σημείο αυτό έχουμε δραματικό απρόοπτο. Ο Χορός ήταν προετοιμασμένος για άλλα πράγματα, καθώς είχε επηρεαστεί από τις υπόνοιες του Κρέοντα. Η έκπληξη και η ταραχή του βλέποντας την Αντιγόνη είναι έκδηλες από τις πολλές ερωτήσεις του και από τη χρήση ασύνδετου σχήματος. Ο Χορός νιώθει επίσης βαθύ πόνο για την ηρωίδα και αποδίδει την πράξη της σε αφροσύνη. Παράλληλα διατυπώνει την άποψη πως ότι παθαίνει αυτή οφείλεται στην κληρονομική κατάρα και τα πατρογονικά αμαρτήματα.

Στ.384-440: Ο διάλογος με το φύλακα και η εξαιρετικά ρεαλιστική αφήγησή του επιβραδύνει την άμεση αντιπαράθεση του Κρέοντα και της Αντιγόνης. Έτσι εντείνεται η αγωνία των θεατών για την αντίδραση του Κρέοντα.

Στ.386: Ο ποιητής παρουσιάζει σκόπιμα την έξοδο του Κρέοντα τη στιγμή που φτάνει ο φύλακας με την Αντιγόνη. Έτσι αποτρέπει τη συζήτηση μεταξύ φύλακα και Χορού ή Αντιγόνης και Χορού, πράγμα που θα επηρέαζε αρνητικά τη δραματικότητα της επόμενης σκηνής. Επίσης δε δίνεται η δυνατότητα στο χορό να εκφράσει κάποια άποψη πάνω στη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και έτσι κάνει πιο ενδιαφέρουσα, από δραματική άποψη, την παρουσία του.

Στ.389-390: Ο Σοφοκλής είχε παρουσιάσει σκόπιμα το φύλακα να υπερτονίζει ότι ποτέ δε θα ξανάρθει, για να λειτουργήσει ο ερχομός του ως ισχυρό δραματικό απρόοπτο.

Στ.392: Ο φύλακας χαρακτηρίζει τη χαρά του ξαφνική και ανέλπιστη, όπως χαρακτήρισε και τη σωτηρία του στο προηγούμενο επεισόδιο, γιατί θέλει να περιγράψει την ένταση και το μέγεθος του συναισθήματος και να δικαιολογήσει την ασυνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τα έργα του.

Στ.397: Εδώ φαίνεται ο εγωισμός και η ιδιοτέλεια του φύλακα· ενώ όλοι μαζί συνέλαβαν την Αντιγόνη, θέλει ο ίδιος να επωφεληθεί.

Στ.398: Η φράση δηλώνει την πλήρη αδιαφορία του φύλακα για την τύχη της Αντιγόνης.

Στ.402-405: Ο φύλακας δε δείχνει διάθεση να επεκτείνει τη συζήτηση και αυτό φαίνεται από τις κοφτές και τις σύντομες απαντήσεις που δίνει. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να γλιτώσει από κάθε ευθύνη. Είναι φουσκωμένος από περηφάνεια και κλείνει το λόγο του με την κοφτή φράση που συνηθίζει να βάζει ο Σοφοκλής στο στόμα αγγελιοφόρων στο τέλος μιας μακράς ρήσης.

Στ.408-414: Η περιγραφή των ενεργειών των φυλάκων από τη στιγμή που επέστρεψαν στα πόστα τους, μετά τις απειλές του Κρέοντα θέλει α) να κάνει μια σύνδεση με τα προηγούμενα, β) να δείξει τη σοβαρότητα με την οποία επιλήφθηκαν του καθήκοντός τους οι φύλακες και γ) να προβάλλει τις δυσκολίες που εμπεριέχει το έργο τους.

Οι ενέργειές τους όμως είναι σπασμωδικές και παράλογες. Η πράξη της ταφής έχει ήδη συντελεστεί και η αφαίρεση της σκόνης δεν μπορεί να επαναφέρει το νεκρό στην προηγούμενη κατάσταση. Οι φύλακες αντιδρούν μ’ αυτό τον τρόπο, γιατί νιώθουν αμηχανία και ταραχή και γιατί προσπαθούν να εξιλεωθούν και να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους για την αμέλεια που έδειξαν στη φρούρηση του νεκρού.

Στ.416-421: Η εισαγωγή της θύελλας στο έργο δεν είναι αρκετά δικαιολογημένη, αλλά εξυπηρετεί θαυμάσια την εξέλιξη. Έχει πολύπλευρο λειτουργικό ρόλο: α) δημιουργεί την αίσθηση της θείας παρέμβασης και εκφράζει τα δικαιώματα των νεκρών σύμφωνα με τις επιταγές των θεϊκών νόμων, β) υποδηλώνει ότι η φύση συμπαραστέκεται στο νεκρό και την αδελφή του, γ) υποδαυλίζει την επιθυμία της Αντιγόνης να επισκεφθεί για δεύτερη φορά το πτώμα του αδελφού της, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η σύλληψή της, δ) δημιουργεί προϋποθέσεις για την εκδήλωση των βαθύτερων αισθημάτων της ηρωίδας, ε) προσδίδει στην πράξη της ηρωίδας τη χροιά του ασυνήθιστου, του παράξενου, της ανατροπής της φυσικής τάξης των πραγμάτων με την υπέρβαση των περιορισμών της γυναικείας φύσης, σύμφωνα με τις αντιλήψεις εκείνης της εποχής.

Στ.423-425: Ο ποιητής παρομοιάζει την Αντιγόνη με πτηνό που θρηνεί για την απώλεια των παιδιών του. Μ’ αυτή την παρομοίωση επιδιώκει να τονίσει την ένταση και το βάθος της αγάπης που η Αντιγόνη αισθάνεται για τον αδελφό της, καθώς η αδελφική αγάπη αίρεται στο ύψος της μητρικής, από την οποία δεν υπάρχει εντονότερη.

Στ.423-431: Κάποιοι ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι η πρώτη ταφή ήταν μυστικό έργο της Ισμήνης, αλλά αυτή η άποψη δε στηρίζεται σε κανένα χωρίο. Η παρατήρηση μάλιστα του φύλακα ότι, όταν η Αντιγόνη βρήκε το πτώμα απογυμνωμένο από τη σκόνη, ξέσπασε σε κατάρες για εκείνους που το έκαναν, αποδεικνύει ότι σχετίζεται με την ταφή.

Η διπλή ταφή ήταν δραματικά απαραίτητη. Η πρώτη ταφή έδωσε τη δυνατότητα στον ποιητή: α) να εμπλουτίσει το έργο με τη σκηνή του φύλακα, που διακρίνεται για τη ζωντάνια και την εκφραστικότητα της και να εξασφαλίσει κάποια εσωτερική ισορροπία στο έργο με το κωμικό στοιχείο που προσφέρει, β) να παρουσιάσει τη μορφή και το χαρακτήρα του Κρέοντα και να δημιουργήσει τραγικές ειρωνείες ανυπέρβλητης δραματικής αξίας, γ) να μακρύνει το διάστημα ανάμεσα στη διαπίστωση της ταφής του Πολυνείκη και τη σύλληψη του δράστη, πράγμα που συντελεί στην προοδευτική ένταση και την κλιμάκωση των συναισθημάτων του θεατή, δ) αφήνει το Χορό να σχολιάσει αντικειμενικά και χωρίς συναισθηματικές επιρροές την πράξη της ταφής στο Α’ στάσιμο.

Με τη δεύτερη ταφή η Αντιγόνη όχι μόνο ολοκληρώνει το χρέος προς τον αδελφό της με τον απαραίτητο θρήνο και τις τρίσπονδες χοές, αλλά πετυχαίνει να πετυχαίνει να προκαλέσει την εξουσία. Καθώς χωρίς προφυλάξεις και με βέβαια την τιμωρία, προκαλεί η ίδια τη σύλληψή της. Μ’ αυτό τον τρόπο ολοκληρώνεται η παρουσίαση του χαρακτήρα της ηρωίδας και τονίζεται η ακρότητά του, έτσι ώστε πλέον στη συνείδηση του θεατή να είναι δικαιολογημένη η τελική τιμωρία της. Επίσης υπογραμμίζεται η αγάπη που τρέφει η ηρωίδα για τον αδελφό της και προβάλλεται το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς της.

Αξιοσημείωτη στη σκηνή αυτή είναι η σιωπή της Αντιγόνης, η οποία δείχνει την αταραξία της και την περιφρόνηση του διαλόγου του φύλακα και του Κρέοντα.

Στ.438: Ο φύλακας νιώθει συμπάθεια για την Αντιγόνη, επειδή είχε καλή ανάμνηση από τη βασιλεία του Οιδίποδα. Παράλληλα η στάση του προοικονομεί τη στάση και των υπόλοιπων πολιτών που συμμερίζονται το ορθό της ταφής του νεκρού.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Ο φύλακας είναι χαρούμενος και μπαίνει με ύφος θριαμβευτικό. Ανυπομονεί να βρει τον Κρέοντα για να θριαμβολογήσει μπροστά του για το κατόρθωμά του (εκδηλώσεις μικρού παιδιού ή απλοϊκού ανθρώπου). Δε νιώθει δέος πια απέναντί του. Μπορεί στο τέλος να εκφράζει μια συμπάθεια για την Αντιγόνη για την επικείμενη τιμωρία της αλλά αποδιώχνει αυτό το συναίσθημα μπροστά στη δική του χαρά. Δεν έχει καμιά συνείδηση του δράματος ούτε του μεγαλείου της Αντιγόνης, δε συμμετέχει σε υψηλά συναισθήματα. Είναι μικρός και εκφράζει την αφελή όψη της ζωής, το κωμικό της στοιχείο. Είναι φλύαρος. Όση ώρα μιλά κρατά την Αντιγόνη.

Η Αντιγόνη όλη την ώρα παραμένει σιωπηλή. Έχει το βλέμμα της στραμμένο στο έδαφος σε ένδειξη περιφρόνησης προς τον Κρέοντα. Είναι περήφανη και αποφασιστική. Είναι η ηρωίδα που έχει ξεπληρώσει το χρέος της και είναι έτοιμη να δεχτεί με αταραξία το μαρτύριό της. Διακρίνεται η τόλμη της από τη διήγηση του φύλακα, καθώς και η προσήλωσή της στο χρέος, αφού για δεύτερη φορά πάει να προσφέρει νεκρικές τιμές στο νεκρό.

Ο Χορός εκφράζει τη συμπόνια του προς την Αντιγόνη αλλά παραμένει πιστός υπηρέτης του άρχοντα.

Ο Κρέων από την άλλη, τηρεί στάση παθητική. Μένει βυθισμένος στους συλλογισμούς του. Αυτή η στάση έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη σκηνή που ήταν οργίλος όσο και με την επόμενη που θα ακολουθήσει.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/444

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση