OLYMPUS DIGITAL CAMERATo Σάββατο, 25 Απριλίου 2015, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η προγραμματισμένη ενημερωτική εκδήλωση με θέμα «Εισαγωγή στη χαρισματικότητα». Οι προσκεκλημένες ομιλήτριες της εκδήλωσής μας, κυρίες Γκιουλέκα Αλίνα και Δεληγεώργη Δανάη, παρουσίασαν ένα πλαίσιο χαρακτηριστικών και συμπτωμάτων που προσδιορίζουν το φάσμα της χαρισματικότητας, εξειδικεύοντας τις αναφορές τους σε θέματα που αφορούν τα χαρισματικά παιδιά, τη σχέση τους με το σχολείο και την ενδεχόμενη συνύπαρξη άγχους και συμπεριφορικών δυσκολιών όσο και παθολογικών καταστάσεων όπως άσθμα ή αλλεργίες. Μετά την παρουσίαση, η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την υποβολή ερωτήσεων από τους συμμετέχοντες και τη συζήτηση επί αυτών.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΕυχαριστούμε τις ομιλήτριες, κυρίες Γκιουλέκα & Δεληγεώργη, για την προθυμία τους να στηρίξουν αφιλοκερδώς την εκδήλωσή μας, τους Συλλόγους Γονέων & Κηδεμόνων που συνέβαλαν οργανωτικά στην εκδήλωση αυτή όπως και τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, τόσο από τα συνεργαζόμενα σχολεία όσο και από όμορα σχολεία της περιοχής μας, που προσήλθαν για να παρακολουθήσουν την εκδήλωση.

1ο & 2ο Δημοτικά Σχολεία Αλιβερίου

Σκέψεις μετά την εκδήλωση

Το πέρας της εκδήλωσης μας έθεσε στη σκέψη μας το ερώτημα: Υπάρχει χώρος για τη χαρισματικότητα στο ελληνικό σχολείο;

Εκκινώντας από το νόμο-πλαίσιο για την εκπαίδευση παρατηρούμε πως ο σκοπός της είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά. Ο νομοθέτης λοιπόν προτάσσει το παιδί ως αυτόνομη, ολοκληρωμένη προσωπικότητα και στη συνέχεια το αντιμετωπίζει υπό την ιδιότητα του μαθητή, προτείνοντας διδακτικούς σκοπούς και μέσα, ως επικουρικά για την επίτευξη του στόχου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό καλούμαστε να εντάξουμε τη χαρισματικότητα, ξεπερνώντας αφενός την ευρύτητα και την πολυσημία της ίδιας της έννοιας,  αναζητώντας ταυτόχρονα το πεδίο συνάρθρωσής της με το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα που έχει εμφανώς κανονιστικό και ομογενοποιητικό χαρακτήρα.

Ο λόγος περί χαρισματικότητας δεν ενέσκηψε ξαφνικά στην εκπαιδευτική πραγματικότητα. Ήδη πολλές από τις πτυχές που σήμερα προσεγγίζουμε στο φάσμα της χαρισματικότητας αποτέλεσαν παλαιότερα σημεία του λόγου περί δημιουργικότητας στην εκπαίδευση. Ο λόγος αυτός, ενώ παιδαγωγικά προβαλλόταν ως αναγκαιότητα σε ένα σχολείο που φιλοδοξούσε να ακολουθήσει τη διαδικασία παιδαγωγικού και κοινωνικού εκσυχρονισμού που χαρακτήριζε την Ελλάδα των μέσων της δεκαετίας του ‘80, εντούτοις ποτέ δεν κατόρθωσε να εισχωρήσει και να αποκτήσει κυρίαρχη θέση στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν η πρωτοτυπία, η ασυνήθιστη σκέψη, η δημιουργική φαντασία, το ταλέντο, η εφευρετικότητα έπρεπε να ισορροπήσουν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που προσπαθούσε να ενσωματώσει τα νέα παιδαγωγικά ρεύματα, χωρίς ποτέ όμως να αποβάλει το γνωσιοκεντρικό προσανατολισμό του και την ακαδημαϊκή προσέγγιση της γνώσης.

Τρεις δεκαετίες μετά, ο λόγος περί χαρισματικότητας έρχεται να συγκεφαλαιώσει ξανά το περιεχόμενο της δημιουργικότητας, ενσωματώνοντας τόσο τις νοησιαρχικές προσεγγίσεις που απέδιδαν σημασία στο δείκτη νοημοσύνης όσο και ζητήματα ταλέντου, ευαισθησίας, ενόρασης, αυθορμητισμού, αυτοπραγμάτωσης. Έτσι λοιπόν,  ως περιεχόμενο η έννοια της χαρισματικότητας αποκτά μια ερμηνευτική εμβέλεια η οποία ωστόσο απαιτείται να αποκτήσει και μια χρηστική αξία. Αυτό γίνεται καθώς ο επιστημονικός λόγος οφείλει πρώτα απ’ όλα να ανθίσταται στους πειρασμούς της μόδας, μη υιοθετώντας άκριτα γυαλιστερούς και καινούριους όρους. Στην περίπτωση αυτή η προστιθέμενη αξία που φέρνει η έννοια συνίσταται στη δυνατότητά της να λειτουργήσει ως ένα γενικό ενοποιητικό αναλυτικό πλαίσιο που ενσωματώνει χαλαρά συνδεδεμένες έννοιες όπως η δημιουργικότητα και οι διάφορες μορφές νοημοσύνης. Αντί λοιπόν να αναζητήσουμε έναν αναγκαστικά καινοφανή και ριζοσπαστικό χαρακτήρα για τη χαρισματικότητα ως νέα έννοια, αυτή έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά – όχι ανταγωνιστικά – με τις προγενέστερες έννοιες, προσφέροντας μια δυναμική και σχεσιακή θεώρηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έτσι προχωρά πέρα από το στατικό, συχνά επισφαλή και κοινωνικά καθοριζόμενο χαρακτήρα της νοητικής ικανότητας και αναδεικνύει τη σημασία ενός συνεχούς φάσματος, όπου χωρίς να αγνοείται η ύπαρξη και η σημασία των ακραίων θέσεων μεταξύ π.χ. νοητικής ικανότητας και ταλέντου, αποφεύγεται ο εγκλωβισμός σε μια μανιχαϊστικού τύπου διάκριση μεταξύ νοητικώς προκισμένων και μη ή μεταξύ ταλαντούχων και ατάλαντων.

Το αποτέλεσμα είναι να αναδεικνύονται άνθρωποι με διακριτές ικανότητες, άρα πολλαπλές ταυτότητες, η αξιοποίηση των οποίων μας οδηγεί στην αναζήτηση της σχεσιακής διάστασης της χαρισματικότητας. Εδώ αναδεικνύεται ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο η σχεσιακή διάσταση της χαρισματικότητας του μαθητή συναρθρώνεται αυτόματα με τα υπόλοιπα θεμελιώδη στοιχεία  κάθε μαθησιακής διαδικασίας, δηλαδή  το δάσκαλο και το διδακτικό αντικείμενο. Το αρχικό μας ερώτημα αν υπάρχει χώρος για τη χαρισματικότητα στο ελληνικό σχολείο πρέπει λοιπόν να προσδιοριστεί στο αν ο Έλληνας δάσκαλος μπορεί να χειριστεί τις περιπτώσεις χαρισματικών μαθητών και φυσικά αν το πλαίσιο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το περιεχόμενο  και τη δομή των αναλυτικών προγραμμάτων και των μεθόδων διδασκαλίας μπορεί να την υποστηρίξει.

Τα νέα αναλυτικά προγράμματα, οι προτεινόμενες δραστηριότητες και οι συναρτώμενες μέθοδοι διδασκαλίας δείχνουν μια πρωτοφανή φιλικότητα προς την ανάδειξη χαρακτηριστικών που εντάξαμε στο ενοιολογικό περιεχόμενο της χαρισματικότητας. Ταυτόχρονα όμως ο όγκος και κυρίως οι γνωστικές απαιτήσεις της ύλης οδηγούν μονοκατευθυντικά το σχολείο στην ιεράρχηση των γνωστικών στόχων, συνηθέστερα με επίταση της ακαδημαϊκής και δασκαλοκεντρικής προσέγγισης της γνώσης, εις βάρος πιο συμμετοχικών και ευεπίφορων προς τη δημιουργικότητα προσεγγίσεων. Σε αυτό πρέπει να συμπληρωθεί και ο παραδοσιακά ισχυρός ρόλος του σχολείου ως του κυρίαρχου κοινωνικοποιητικού και ομογενοποιητικού παράγοντα σε μια λειτουργία κοινωνικοποίησης που συχνά έχει τα χαρακτηριστικά της προκρούστειας κλίνης και όχι της απελευθέρωσης των δημιουργικών δυνάμεων κάθε μαθητή.

Αν σε αυτά προστεθούν και οι δομικές αδυναμίες στη διάρθρωση του συστήματος, όπως π.χ.  η ελλιπής υποστήριξη κάθε μαθητή που βρίσκεται στα άκρα της γκαουσιανής κατανομής και η ανεπάρκεια της επιστημονικής στήριξης των ίδιων των λειτουργών του συστήματος, τότε ως ασφαλές συμπέρασμα προκύπτει πως το ελληνικό σχολείο δε διάκειται ευνοϊκά προς τα χαρακτηριστικά της χαρισματικότητας, καθώς πέραν της θεωρητικής τους παραδοχής δύσκολα μπορεί να τα ενσωματώσει στην καθημερινή σχολική πρακτική.

Καθόσον οι εκπαιδευτικοί, ως λειτουργοί του συστήματος, θέτουν τους εαυτούς τους πρωτίστως στην υπηρεσία των δομικών του χαρακτηριστικών, που συνδέονται άρρηκτα με την κανονιστική αλλά και εθιμική ισχύ του περιεχομένου των διδακτικών εγχειριδίων, τη σημασία της αξιολόγησης των μαθητών κυρίως ως προς την επίτευξη γνωστικών στόχων, τη δυσκολία στη διαχείριση της κάθε λογής ποικιλομορφίας, τότε μάλλον προκύπτει ως συμπέρασμα πως ο χώρος για την αποδοχή των χαρακτηριστικών της χαρισματικότητας στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο περιορίζεται σημαντικά, ιδιαίτερα καθώς οι μαθητές διέρχονται τις τάξεις και τις βαθμίδες αυτού, οδηγούμενοι στη λυδία λίθο των πανελληνίων εξετάσεων.

Είναι στα αλήθεια παράδοξο να αναγνωρίζεις σε θεωρητικό επίπεδο την αξία κάποιων χαρακτηριστικών, αλλά στο επίπεδο της πράξης να τα ισοπεδώνεις προς εξυπηρέτηση μιας εκπαιδευτικής πρακτικής που αδρανειακά αντιστέκεται στην αλλαγή. Εδώ έρχεται η αξία μικρο-παρεμβάσεων όπως αυτή που προσπαθήσαμε με αυτή την εκδήλωση. Να δημιουργήσουμε ρωγμές στο μικρο-επίπεδο των δασκάλων, των γονέων, των σχολείων μας, μέσα από τις οποίες να διέλθει το φως μιας άλλης οπτικής των πραγμάτων. Όπως σε ένα σκοτεινό δωμάτιο που από μια χαραμάδα μπαίνει μια φωτεινή ακτίνα, φωτίζοντας τη σκόνη που αναδεύεται στον αέρα, ας  ελπίσουμε οι ρωγμές που πετύχαμε  σήμερα να γίνουν πρίσματα διάχυσης αυτού του δημιουργικού φωτός. Το τι θα μας δείξει θα το δούμε στην πορεία…