“O ακροβάτης”… στάση ζωής

Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Μουσική: Δημήτρης Αποστολάκης
(Πρώτη εκτέλεση: Χαΐνηδες)

Ερμηνεία: Γιάννης Χαρούλης

“Για ιδέστε όλοι τον ακροβάτη που τραμπαλίζεται
για ιδέστε όλοι τον ξενομπάτη πως δε ζαλίζεται.
Για ιδέστε τον ακροβάτη που κι όταν πέφτει γελά
και ποτέ δε κλαίει, ποτέ δεν κλαίει.

Για ιδέστε που χει το ερημοπούλι αίμα στο φτερό
πετά κι ας το βρε θανάτου βόλι, κόντρα στον καιρό.
Με τον καιρό να ναι κόντρα, έχει τιμή σαν πετάς
να μένεις μόνος, να μένεις μόνος.

Για ιδέστε όλοι δέστε και μένα άλλο δε ζητώ
που `χω στους ώμους φτερά σπασμένα και ακροβατώ
Γύρισε κάτω η μέρα κι ακόμη εσύ να φανείς
μην κλαις πουλί μου, μην κλαις πουλί μου.”

Το αγαπημένο μου τραγούδι – στιχουργικό αριστούργημα. Εκπληκτικά ποιητικό μα και εντυπωσιακά δομημένο, με τρεις στροφές -σχεδόν σαν κινηματογραφικές πράξεις- όπου η τελευταία λειτουργεί ταυτόχρονα ως ανατροπή και επεξήγηση…

Το να πέφτεις πού και πού, είναι ατύχημα.

Το να μείνεις κάτω όμως, είναι επιλογή.

Το να σηκώνεσαι και να στέκεσαι στα πόδια σου είναι μάθημα ζωής…

Καλοκαίρι με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι…

Καλοκαίρι
η γαλάζια προκυμαία θα σε φέρει
καλοκαίρι
καρεκλάκια, πετονιές μες στο πανέρι
μες στη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει
καλοκαίρι
πλάι στα μέγαρα, στις τέντες με τ’ αγέρι
καλοκαίρι
με χρυσούς ανεμιστήρες μεταφέρει
την βανίλια με το δίσκο του στο χέρι
την κοψιά μιας προτομής μες στο παρτέρι
καλοκαίρι
μ’ ανοιχτό πουκαμισάκι στα ίδια μέρη

Καλοκαίρι
με μισόκλειστες τις γρίλιες μεσημέρι
καλοκαίρι
καθρεφτάκια και μια θάλασσα που τρέμει
στο ταβάνι και τους γύψους μεσημέρι
καλοκαίρι
με τον κούκο μες στα πεύκα και στ’ αμπέλι
καλοκαίρι
στόμα υγρό, μικροί λαγώνες, καλοκαίρι
με τη φέτα το καρπούζι στο ‘να χέρι
με φιλιά μισολιωμένα, καλοκαίρι
καλοκαίρι
λίγες φλούδες στης κουζίνας το μαχαίρι

Καλοκαίρι
του σκυμμένου θεριστή του τυφλοχέρη
καλοκαίρι
με βαριά μοτοσικλέτα μες τα σκέλη
τους φακούς του ανάβει μέρα μεσημέρι
καλοκαίρι
όλο πίσσα και κατράμι καλοκαίρι
καλοκαίρι
με τον ρόγχο του air condition μεσημέρι
φαλακροί μες στις σακούλες μας σαν γέροι
εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει
καλοκαίρι
μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι

Καλοκαίρι
στην αρχή σαν έγχρωμο έργο στην Ταγγέρη
αλλά εν τέλει
με του κάτω κόσμου το έγκαυμα στο χέρι
την λαχτάρα του στον κόσμο περιφέρει
καλοκαίρι
στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει
καλοκαίρι
τόσο ώριμο που πέφτοντας προσφέρει
μια πλημμύρα των καρπών, στάρι και μέλι
στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι
καλοκαίρι
μες στα κόκκινα της δύσης του ανατέλλει

 
Άλμπουμ: Το κούρεμα
Συνθέτης & Στιχουργός: Σαββόπουλος Διονύσης
Έτος Κυκλοφορίας: 1989

“Μ’ αγαπάς, μπαμπά;”

…του Βασίλη Κουτσιαρή από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική

“Γεννηθήκαμε σε έναν πανέμορφο δρόμο.
Σε μια πεδιάδα μακριά από σπίτια και φασαρία.
Στο τέρμα αυτού του δρόμου βρισκόταν
το σπίτι του κυρ Σταύρου, του «μπαμπά» μας.
Άνθρωπος αυτός, δέντρα εμείς.

Εγώ δεν έμοιαζα με τα υπόλοιπα δέντρα.
Εκείνα είχαν ρίξει περισσότερο μπόι από μένα
και καμάρωναν με τον ψιλόλιγνο κορμό τους,
ενώ ο δικός μου κορμός παρέμενε κοντός με τα κλαδιά μου
να καλύπτουν ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου.

Μια μέρα ο μπαμπάς με πλησίασε και μου είπε:
–  Πώς μπερδεύτηκε σπόρος από άλλη ποικιλία στο σακούλι μου;
Δηλαδή, είχα φυτρώσει κατά λάθος εδώ;
Ο μπαμπάς μου, άραγε, μ’ αγαπούσε;…’

(Από το οπισθόφυλλο του παραμυθιού)

Το δεντράκι το διαφορετικό, που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το κάθε παιδί με τα ξεχωριστά του χαρίσματα, είναι χαρούμενο και ανέμελο και δεν καταλαβαίνει την διαφορετικότητά του παρά μόνο από το βλέμμα των άλλων και από τα λόγια που πληγώνουν…
– Τι λάθος έκανα με σένα, αναρωτιέται ο κυρ Σταύρος.

Στο πρόσωπο του κυρ Σταύρου – του μπαμπά, πατερούλη ή μπαμπάκα των δέντρων – θα μπορούσε να είναι εκείνοι οι γονείς που αναρωτιούνται τι λάθος έκαναν και το παιδί τους δεν είναι όπως το ονειρεύτηκαν – ευγενικό, υπάκουο, ο ‘πρώτος μαθητής’, αυτός που ξεχωρίζει στα αθλήματα και από όλους τους άλλους, πρόθυμος να διαβάζει τα μαθήματά του όποτε του ζητηθεί.

Και χωρίς να παραδεχτούν πως αυτοί έχουν το λάθος στον τρόπο που ‘βλέπουν’ τα πράγματα προσπαθώντας να βάλουν το παιδί τους σε ένα καλούπι -αυτό που αυτοί ονειρεύονται και επιθυμούν- καταλήγουν να «κόψουν τα φτερά του» με τον ίδιο τρόπο που ο κυρ Σταύρος με ένα πριόνι έκοψε τα κλαδιά της λεύκας ώστε να την αλλάξει και να μοιάζει με τις υπόλοιπες.

Το δέντρο κατόπιν θα αναρωτηθεί…

‘Δεν είμαι εγώ’
‘Γιατί σε μένα;’
‘Γιατί ο πατέρας μου δεν με θέλει;’

…γεμίζοντας απογοήτευση, στενοχώρια, πληγές ψυχής…
 
Το «Μ’ αγαπάς, μπαμπά;» είναι ένα παραμύθι για τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την αναγκαιότητα της ύπαρξής της στον κόσμο μας. Το πρόβλημα της αποδοχής της ξεκινά από τους μεγάλους   αυτοί πρέπει να σκεφτούν και αν χρειάζεται να αλλάξουν τρόπο σκέψης και στάση ζωής.

Είναι αναγκαίο οι γονείς να αναγνωρίσουν το παιδί ως ένα άτομο ξεχωριστό και διαφορετικό από εκείνους με διαφορετικά κίνητρα, ανάγκες και στόχους. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται χώρος στο παιδί να αναπτύξει τις δικές του επιθυμίες, να κάνει όνειρα και να τα προβάλλει στο μέλλον βασισμένο στη δική του ιδιοσυγκρασία και προσωπικότητα. Αντίθετα, προβάλλοντας στο παιδί τους τις δικές τους προσδοκίες τι άμυνες του δίνουν; Θα καταφέρουν να το κάνουν να νιώθει ελεύθερο ή μήπως –αντίθετα- εγκλωβισμένο στα ‘θέλω’ άλλων;

Το μπαλόνι είναι σαν την ευτυχία…

“Ένας δάσκαλος έφερε μπαλόνια στο σχολείο και ζήτησε από τα παιδιά να τα φουσκώσουν όλα και στη συνέχεια να γράψει το κάθε παιδί στο μπαλόνι του το όνομά του.

Μάζεψαν όλα τα μπαλόνια στο διάδρομο και ο δάσκαλος τα ανακάτεψε από άκρη σε άκρη. Ο δάσκαλος έδωσε τότε 5 λεπτά για να βρει το κάθε παιδί το μπαλόνι που είχε πάνω του το όνομά του. Τα παιδιά έτρεξαν πάνω κάτω, κοιτάζοντας και ψάχνοντας ξέφρενα, αλλά καθώς έφτασε η ώρα και τα 5 λεπτά πέρασαν… κανένα δεν βρήκε το δικό του μπαλόνι.

Τότε ο δάσκαλος είπε στα παιδιά να πάρουν το μπαλόνι που είχαν πιο κοντά τους και να το δώσουν σε εκείνο το παιδί του οποίου το όνομα ήταν γραμμένο πάνω στο μπαλόνι. Σε λιγότερο από 2 λεπτά το κάθε παιδί είχε το δικό του μπαλόνι.

Τελικά, ο δάσκαλος είπε:
“Το μπαλόνι είναι σαν την ευτυχία. Κανείς δεν θα το βρει εάν ψάχνει μόνο για το δικό του. Αντ ‘αυτού, αν όλοι νοιάζονται και για τους άλλους, θα βρουν το δικό τους πολύ πιο γρήγορα.”

ΠΗΓΗ: parents24.gr

“Το ελαφοκάραβο”

…της Dashka Slater από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

“Το ελαφοκάραβο ” είναι ένα ταξιδιάρικο παραμύθι με πρωταγωνιστή τον Μάρκο, μια μικρή αλεπού, με πολλές απορίες και αναπάντητα ερωτήματα. Συλλογίζεται για τη ζωή και τη φύση προκαλώντας την αδιαφορία / περιφρόνηση των άλλων αλεπούδων που τα ενδιαφέροντά τους περιορίζονται στην κοτόσουπα που θα φάνε το μεσημέρι.

Γιατί μερικά τραγούδια σε κάνουν χαρούμενο και κάποια άλλα λυπημένο;
Πόσο βαθιά βουτάει ο ήλιος όταν δύει μέσα στη θάλασσα;
Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να βρεις έναν φίλο;

Ψάχνοντας για απαντήσεις αποφασίζει να σαλπάρει, μετά από πρόσκληση της καπετάνισσας Σίλβια που αναζητάει νέο, δυναμικό πλήρωμα, με το Ελαφοκάραβο. Μαζί του επιβιβάζονται  4 θαρραλέα περιστέρια και 3 όμορφα ελάφια. Κάπως έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι αναζήτησης με την ελπίδα να φθάσουν σε ένα υπέροχο νησί με το ψηλό χορτάρι και δέντρα γεμάτα καρπούς. Ο Μάρκο δεν είναι χορτοφάγος – ελπίζει πως εκεί θα βρει αλεπούδες που να γνωρίζουν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του.

Το ταξίδι αποδεικνύεται δυσκολότερο από ό,τι αρχικά περίμεναν. Τα περιστέρια δεν είναι συνηθισμένα στη σκληρή δουλειά των ναυτικών, ενώ τα ευαίσθητα ελάφια φοβούνται. Ο Μάρκο είναι αυτός που θα καταφέρει να ενώσει και να εμψυχώσει την ομάδα. Παρά τις απογοητεύσεις, τις φουρτούνες και τις εμπόδια δεν παύει να τους υπενθυμίζει πως είναι μαζί σε αυτή την περιπέτεια.

Κι όταν τελικά φθάσουν και γευτούν όσα το νησί τους προσφέρει ένα από τα ερωτήματα που θα προκύψουν είναι το εξής:

Και τώρα γυρίζουμε πίσω ή ξεκινάμε μία καινούρια περιπέτεια;

Οι 8 συνταξιδιώτες θα πάρουν γρήγορα την απόφαση- ένας νέος προορισμός θα τους περιμένει. Το ταξίδι μπορεί να είναι δύσκολο, οι άνεμοι άλλοτε δυνατοί κι άλλοτε θα καταλαγιάζουν, αλλά αυτοί θα ταξιδεύουν παρέα …

Στην τάξη μας η πλειοψηφία αποφάσισε -επηρεασμένη από τον ενθουσιασμό του Αν…- πως θα έπρεπε να ξεκινήσουν ένα καινούριο ταξίδι. Η Κ… θα προτιμούσε να γυρίσει πίσω, ενώ ο Κ… πως θα ήθελε να παραμείνει στο νησί, αφού ήταν όμορφα εκεί….

Το βέβαιο είναι πως βοηθήσαμε τη Μ…, η οποία από το πρωί είχε δηλώσει συγκινημένη πως αντιμετώπιζε μία κατάσταση – αισθανόταν πολύ στενοχωρημένη, καθώς πλησιάζει ο καιρός για να αφήσει το σχολείο, τους φίλους της και τις κυρίες της που 2 χρόνια τώρα πέρασε μαζί τους. Δεν ήθελε να αλλάξει κάτι από αυτό , αν και ξέρει πως δε γίνεται αλλιώς.

Η τάξη μας λοιπόν υπήρξε το δικό μας ΕΛΑΦΟΚΑΡΑΒΟ. 22 διαφορετικά πρόσωπα – ξεχωριστά και μοναδικά- ακολουθήσαμε για 2 χρόνια μία κοινή πορεία, η οποία είχε από όλα. Γελάσαμε και θυμώσαμε, χαρήκαμε και λυπηθήκαμε, συγκρουστήκαμε αλλά και αγκαλιαστήκαμε, πεισμώσαμε αλλά προχωρήσαμε, σκοντάψαμε και σηκωθήκαμε. Άλλωστε το moto μας δεν έπαψε να είναι αυτό: “Λίγη χαρά, λίγη λύπη και μπόλικη αγάπη”.

Το ταξίδι μας πλησιάζει στο τέλος του. Ένας κύκλος κλείνει, ένας άλλος ξεκινά. Είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε, να θαυμάσουμε το νέο, να αναρωτηθούμε για το δεδομένο, να δεχθούμε την πρόκληση και να φύγουμε από την ασφάλεια και τη σιγουριά του γνωστού. Έτσι κι αλλιώς , η αγάπη δε χάνεται και οι θύμησες δεν σβήνουν…

 

 

 

“και βγάζω το καπέλο μου…”

“και βγάζω το καπέλο μου…” του Μάκη Τσίτα από τις εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη

Όπως λέει ο συγγραφέας…

“Είχα στο νου μου ένα βιβλίο που να απευθύνεται εξίσου στα παιδιά και τους γονείς. Με ενδιαφέρει η έννοια του κακού στην παιδική λογοτεχνία. Ότι το κακό υπάρχει και ο κόσμος δεν είναι αγγελικά φτιαγμένος. Οι μεγαλύτεροι το ξέρουμε καλά αυτό. Με αυτό δεν θέλω ασφαλώς να τρομάξω τα παιδιά. Δεν πρέπει να τα φορτώνουμε με επιπρόσθετα άγχη και φοβίες, ωστόσο ήθελα να τους επιστήσω την προσοχή, να τους πω ότι πρέπει να είναι προσεκτικά γιατί ο κίνδυνος υπάρχει. Δεν παύει να υπάρχει αν τον αγνοείς. Το ίδιο θα έλεγα και προς τους γονείς. Δεν πρέπει να τους πιάσει κάποιος πανικός, παρά μόνο να είναι προσεκτικοί με τα παιδιά τους. Στα παιδιά πρέπει να λέμε τα πάντα, να τα προετοιμάζουμε γι’ αυτά που θα αντιμετωπίσουν, χωρίς βέβαια, όπως είπα, να τα φορτώνουμε με ενοχές και με άγχη. Άλλο η αισιοδοξία, η όρεξη για ζωή και άλλο οι κίνδυνοι που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς παντού. Γιατί είναι όπως λες στο παιδί “μη βάζεις το στυλό στην πρίζα”. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάθει κάποια φοβία ή ότι το αγχώνεις, αλλά του λες να προσέχει, του μαθαίνεις τον κίνδυνο. Γιατί κίνδυνοι υπάρχουν παντού, ακόμα και μέσα στο σπίτι.”                                                                                                               

    ΠΗΓΗ: Elniplex

Πολλές φορές οι κακοί των παραμυθιών δεν βρίσκονται μόνο στα παραμύθια αλλά και στα πάρκα περιμένοντας να τους επιτρέψουν κάποια παιδιά να πλησιάσουν. Και τότε ανοίγουν τη στοματάρα τους και προσπαθούν να χορτάσουν την πείνα τους.

Ευτυχώς στο παραμύθι ο φύλακας του πάρκου βρισκόταν εκεί για να σώσει τα παιδιά και να στείλει τον κακό λύκο στη φυλακή.

“Είδες κυρία; Όλα μια χαρά” (Β…)

“Πάει, τελείωσε…” (Αν…)

Να όμως που στις ιστορίες μπορεί  να υπάρχει ένας κακός, στην πραγματικότητα όμως οι κακοί είναι πολλοί περισσότεροι. Κι αν ένας πάει στη φυλακή, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος άλλος να φορέσει το πεταμένο καπέλο και τα γυαλιά και να καθίσει στο πάρκο να περιμένει τα επόμενα παιδιά που θα θελήσουν έναν ακόμη για να παίξουν.Το κακό μπορεί να καραδοκεί και πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να το αντιμετωπίσουμε.

“Δηλαδή αυτός είναι άλλος; Μην ανησυχείς εμείς δε μιλάμε σε αγνώστους ”  (Βί…)

“Η Κόκκινη και η πόλη”


“Η Κόκκινη και η πόλη” της Marie Voigt από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ – μία σύγχρονη εκδοχή ενός κλασικού παραμυθιού, αφιερωμένο σε όποιον κάπου, κάποτε ένιωσε πως μπορεί να έχασε για λίγο το δρόμο του…

Η μαμά στέλνει την Κόκκινη να πάει λίγο κέικ στη γιαγιά της.

“Πάρε μαζί σου και τον Γούντι και το νου σου: Να ακολουθείς τα λουλούδια-καρδούλες”, την παραίνεσε η μητέρα της. Της είπε ακόμα να προσέχει τους δρόμους, να μη ξεστρατίσει από τον δικό της δρόμο, να μη μιλά σε αγνώστους. Λίγο μετά, η Κόκκινη πεινά. Τρώει λίγο κέικ. Και πριν το καταλάβει το έφαγε όλο. Πάει να της πάρει λουλούδια, να επανορθώσει. Βγαίνει από τον δρόμο της. Η μεγάλη πόλη την ξεμυαλίζει. Ξεχνά και τα λουλούδια.

“Ω, πόλη, πόσο λαμπερά παιχνίδια έχεις!”
“Για να σε θαμπώνω καλύτερα”.

“Ω, πόλη, πόσο λαχταριστές λιχουδιές έχεις!”
“Για να βαρυστομαχιάζεις καλύτερα”.

“Ω, πόλη, πόσο συγκλονιστικά νέα έχεις!”
“Για να σε αγχώνω καλύτερα”.

Όλα αυτά μοιάζουν με τα δόντια ενός λύκου που σε καταπίνει αργά, δίχως να το καταλάβεις… Γιατί ο δρόμος έχει πάντα λύκους και οι λύκοι πάντα θα καραδοκούν κρυμμένοι πίσω από δέντρα ή πολυκατοικίες. Το θέμα είναι εμείς οι ίδιοι να γνωρίζουμε την ύπαρξή τους και να τους προσπερνάμε. Γιατί όταν ξέρεις την ύπαρξη του κινδύνου, ξέρεις και πως να τον προσπεράσεις!

“Κυρία, νομίζω πως όλα αυτά έχουν να κάνουν με το ‘θέλω’ – ‘θέλω’ που λέμε συνέχεια και με το χρήμα… ”   !!! (Άλ…)

“Τελικά, δεν είναι ο πραγματικός λύκος, το ζώο. Λύκοι μπορούν να είναι και οι άνθρωποι…”  (Αν…)

“Αυτοί που θέλουν να μας ξεγελάσουν για να μας κάνουν κακό, αλλά φαίνονται καλοί”  (Ι…)

“Όπως έγινε με το κορίτσι στη Θεσσαλονίκη που το έψαχναν” (Ιω…)

Ένα υπέροχο παραμύθι που προβλημάτισε,  σύγχρονος αναγραμματισμός της διάσημης Κοκκινοσκουφίτσας που στάζει από παντού σκέψεις και ιδέες.

“Η Χαρά χορεύει”

 του Luciano Lozano  από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

Τα όνειρα ήταν πάντα η βάση όλων των επιτευγμάτων στην ανθρωπότητα. Είναι το απαραίτητο συστατικό για την επίτευξη των στόχων μας στη ζωή. Όταν σταματάμε να ονειρευόμαστε, αρχίζουμε να χάνουμε το παιδί που κουβαλάμε μέσα μας.

Η Χαρά, πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, είναι ένα μικρό, παχουλό κορίτσι που δεν του αρέσει να μελετά καθόλου, ειδικά μαθηματικά, και για  αυτό βαριέται στο σχολείο και παίρνει κακούς βαθμούς. Ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθούν, οι γονείς της δεν κάνουν την κόρη της να μπορεί να επικεντρωθεί στις σπουδές της. Έτσι, ένας γιατρός συνιστά να επισκεφτεί έναν ψυχολόγο. «Μπερδεμένη και λυπημένη» είναι αυτό που αισθάνεται…
Ο Luciano Lozano με τη γλυκιά αυτή ιστορία μας κάνει να δούμε πώς ο καθένας μας είναι διαφορετικός, έχει τα δικά του ενδιαφέροντα και κίνητρα και ανάγκες και κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο.

Ο χαρακτήρας γεννήθηκε όταν ο Ισπανός συγγραφέας, γραφίστας και εικονογράφος Luciano Lozano “είδε  ένα χαριτωμένο, παχουλό κορίτσι να χορεύει και το σχεδίασε – Αυτή η πρώτη σκηνή είναι αυτή που ήταν το εξώφυλλο του βιβλίου” . Σε ένα βιβλίο με τίτλο «The Element» διάβασε για τη ζωή της αγγλικής χορεύτριας Gillian Lynne και πήρε το περιστατικό με τον ψυχολόγο για να εξελίξει την ιστορία…

“Το μπάνιο μας”

Κάθε φορά που θα διαβάζουμε “ΤΟ ΜΠΑΝΙΟ ΜΑΣ”, θα θυμόμαστε τις μέρες που μείναμε μέσα οι γονείς με τα παιδιά και τα παιδιά με τους γονείς και ίσως θα λέμε ό,τι κι ο Κώστας της ιστορίας: «Αυτές ήταν εποχές»!

«Το συνηθίσαμε αμέσως το μπάνιο μας», τονίζει ο Κώστας και αρχίζει την περιγραφή των όσων έζησε σε αυτό το εντυπωσιακό, αλλά μικρό δωμάτιο, που τελικά του έμοιαζε σαν παλάτι. Και καθώς το κείμενο και οι περιγραφές του Κώστα συνεχίζεται, οι εικόνες προσφέρουν μια συμπληρωματική ματιά στην ιστορία και μας βάζουν σε σκέψεις. Δημιουργήθηκαν απορίες…

  • Μα πώς χωρούσαν όλοι μέσα σε ένα μπάνιο; (Β…)
  • Καλά από τα σκουπίδια τους έφερναν φαγητό οι γονείς τους; (Αν…)
  • Λίγο άτσαλοι δεν είναι; Δεν καθαρίζουν καθόλου;  (Ηλ…) 
  • Πού υπήρχαν κρυψώνες μέσα στο μπάνιο όταν έπαιζαν κρυφτό; (Κ…)
  • Πώς χωρούσαν 5 αδέρφια να κοιμηθούν στην μπανιέρα; Έπρεπε να πάνε και στο μπιντέ μήπως; (Αλ…)

Μα πώς γίνεται μια οικογένεια να ζει για μήνες ευτυχισμένη κλεισμένη σε ένα μπάνιο; Ακόμα κι αν το μπάνιο είναι πράγματι πανέμορφο. Η απάντηση του Κώστα; «Είναι απίθανο πόσα πράγματα μπορείς να σκαρώσεις σε ένα μπάνιο όταν είσαι μικρός».

Βέβαια, το πιο σημαντικό ήταν πως ήταν μαζί, ήταν αγαπημένοι και κυρίως 

Α! Έτσι εξηγούνται όλα τελικά… (Αν…)

“Μια Λαμπρή Ιδέα!”

Ο Τουρνίπ είναι δυστυχισµένος µε τα µεγάλα αυτιά του. Γι’ αυτό αποφασίζει να φορέσει µια µάσκα για να τα κρύψει. Όλοι µένουν έκπληκτοι µε τη  «λαµπρή ιδέα» του και αποφασίζουν να κάνουν το ίδιο. Όλοι κρύβουν κάτι που δεν τους αρέσει, αλλά κανείς δεν µπορεί πλέον να ξεχωρίσει! Αυτό οδηγεί τον Τουρνίπ να συλλογιστεί…

Κι εμείς προσθέτουμε…

“Μα εμείς κυρία δεν λέμε πως δεν πρέπει να μας ενοχλεί κάτι στην εμφάνισή μας, γιατί έτσι είμαστε μοναδικοί;” (Αν…)

“Σημασία έχει να μας αγαπάνε και να μας θέλουν έτσι όπως είμαστε ” (Αλ…)

“Εκτός αν πρέπει να φορέσουμε τη μάσκα για λόγους ιατρικούς. Να σκέφτομαι- τώρα που είμαστε έτσι- μήπως πρέπει να προστατεύσουμε εσάς τους μεγάλους” (Μ…)  !!!

Το βιβλίο “Μια Λαμπρή Ιδέα!” είναι μια ιστορία για την αυτοεκτίμηση και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας και βοηθά τα παιδιά να καταλάβουν ότι δεν έχει σημασία η εξωτερική εμφάνιση, γιατί η διαφορετικότητα είναι όμορφη και η ομορφιά είναι διαφορετική.

 

“I am sorry my baby…”

Οι φωτογραφίες έδειξαν την ελεφαντίνα να στέκεται στο ποτάμι με το στόμα της και τον κορμό στο νερό, ίσως για κάποια ανακούφιση από τον αφόρητο πόνο …Μετά από ώρες προσπαθειών για να σωθεί, πέθανε εκεί όρθια , στο νερό …

Το λάθος της;

Εμπιστεύθηκε τους “ανθρώπους ” .