Κενάν Μεσαρέ – έργα εμπνευσμένα από την εποποιία του ’40

Ο Κενάν Ταχσίν Μεσαρέ γεννήθηκε το 1889, στα Γιάννενα, καθώς η μητέρα του ταξίδευε, φιλοξενούμενη στο σπίτι του Μουσταφά πασά των Ιωαννίνων, μετέπειτα πεθερού του Κενάν. Γόνος επιφανούς οικογένειας αλβανικής καταγωγής, ήταν ο πρωτότοκος γιος του ικανού στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά, στρατιωτικού διοικητού Θεσσαλονίκης. Η μητέρα του Κενάν ήταν Ελληνίδα. Ο Ταχσίν Πασάς, γνωστός απο την Ιστορία, παρέδωσε στον Κωνσταντίνο την Θεσσαλονίκη την 26η Οκτωβρίου 1912, αφού είχε απορρίψει δελεαστικές προτάσεις και υπέρογκη χρηματική προσφορά των Βουλγάρων, για να τους παραδώσει τη Θεσσαλονίκη ή να συνυπογράψουν κι αυτοί το πρωτόκολλο παραδόσεως. Ο Ταχσίν, όπως και ο γιος του και υπασπιστής του Κενάν, όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και θεώρησε την προσφορά προσβολή στην στρατιωτική του τιμή.  Από τους Έλληνες την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε, τους οποίους άλλωστε γνώρισα και στα πεδία των μαχών”.

Ο Κενάν με κίνδυνο της ζωής του, έφτασε με την επιστολή του πατέρα του στον Κωνσταντίνο. Συνυπόγραψε κι αυτός μια απο τις σημαντικότερες σελίδες της νεωτέρας ιστορίας της Μακεδονίας, της Ελλάδος.

Ο Κενάν Μπέης ήταν απόφοιτος της Σχολής Γαλατά Σεράϊ της Κωνσταντινούπολεως. Το 1934 παντρεύτηκε την Ραφέτ, κόρη του Μουσταφά πασά Ιωαννίνων και έκτοτε εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα.

Ο Κενάν μπέης από μικρός έδειξε έφεση στη ζωγραφική και υπήρξε αυτοδίδακτος ζωγράφος. Ένα προσφιλές του θέμα ήταν η απεικόνιση θεμάτων του πολέμου του 1912, της Εποποιίας του 1940. Στη Στρατιωτική Λέσχη Θεσσαλονίκης δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας με θέμα την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και φέρει την υπογραφή Κενάν Μεσαρέ. Στα Γιάννινα, στο Δημαρχείο, υπάρχει επίσης μεγάλος πίνακας του Κενάν Μεσαρέ με θέμα την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Πέθανε στα Γιάννενα το 1965 και ετάφη στον οικογενειακό του τάφο στη Θεσσαλονίκη στο αλβανικό νεκροταφείο Τριανδρίας, σύμφωνα με την επιθυμία του και εντολή του.

Συνήθιζε να χαρίζει έργα του και για το λόγο αυτό πολλά βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές ενώ πολλοί από τους πίνακές του χάθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και του Εμφυλίου.

ΠΗΓΗ: https://zsgiannina.gr/       &   https://anemourion.blogspot.com/

Μερικά από τα έργα του (τα ασπρόμαυρα ανήκουν στην προσωπική συλλογή του Α. Δάλλα στον οποίο χαρίστηκαν από τον γυιό του ζωγράφου Σαχίν- Σέργιο (Ίνη))

Πορεία προς το μέτωπο…

Ο ποιητής κατέγραψε με τρόπο μοναδικό τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες φαντάροι.

«Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες». 

Τώρα κείτεται – 1968

“Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
μοιάζει μπαξές που το `φυγαν άξαφνα τα πουλιά
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.”

(Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας)

…Ο Ελύτης είχε αρχικά υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας «από τις 8 Ιανουαρίου ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1937, οπότε “καμένος από τον ήλιο και με χρυσές επωμίδες”, επέστρεψε στην Αθήνα, χάρη στη βοήθεια και τη μεσολάβηση της Ελένης Βλάχου, και τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στον 6ο Λόχο του ΙΙ Τάγματος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο έδρευε στο Πικέρμι».

Το 1940 στρατεύεται εκ νέου και πολύ γρήγορα βρίσκεται στο μέτωπο. Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης τοποθετείται στη Διλοχία Διοικήσεως του Στρατηγείου του Α΄ Σ.Σ. στο Ψυχικό και λίγες μέρες αργότερα, ξεκινά ένα διαφορετικό ταξίδι στην Ελλάδα.

«5-9 Νοεμβρίου 1940: Το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. και οι οργανικές μονάδες του μετακινούνται στην περιοχή Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών». Η μετακίνηση γίνεται με οχήματα της Διμοιρίας Αυτοκινήτων του Στρατηγείου ή με τον σιδηρόδρομο. Από ένα σημείο και μετά, το μέσον είναι η πεζοπορία. «Οι στρατιώτες, ύστερα από το Αγρίνιο, την Καλαμπάκα, τη Φλώρινα, όπου κυρίως με το τραίνο φτάνουν, πεζοπορούν για να φτάσουν στο μέτωπο – λίγοι αφικνούνται με αυτοκίνητο κι αυτοί, πάντως, όχι μέχρι την πρώτη γραμμή. Κάποιοι από τους επιστρατευμένους φαντάρους καλύπτουν ίσως και περισσότερα από 300 χλμ. πορείας για να φτάσουν στην πρώτη γραμμή. Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1940, το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. μετακινείται στο χωριό Βοτονόσι, 5 χλμ. ανατολικά του Μετσόβου. Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η ελληνική (αντ)επίθεση».

Τα ιταλικά στρατεύματα απωθούνται και «το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. προωθείται στο χωριό Ζίτσα, 3 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. “Πότε με τα πόδια, βαδίζοντας προσεχτικά και κρατώντας ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, πότε καβάλα σ’ ένα πανύψηλο άλογο ανέβαινα ολοένα τις νύχτες ανάμεσα από τα μεγάλα σύδεντρα και τα τρομαχτικά φαράγγια της Πίνδου. Νύχτα πάντοτε”» εκμυστηρεύεται αργότερα σε επιστολή του ο Ελύτης. Αλλού γράφει: «Πρέπει να βρω το αντίσκηνό μου. Το ’χουνε στήσει μακριά, στην άκρη απ’ όλα τ’ άλλα, που ’ναι όλα τους περιποιημένα, στοιχημένα σ’ ευθείες γραμμές. Έτσι που τα φωτίζει το φεγγάρι κάτω από τα σύννεφα, μοιάζουνε με τάφους. Ωστόσο, εδώ, σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα, νιώθω καλύτερα, προπάντων που δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω μου. Αρχινάω τις βόλτες επάνου κάτω καπνίζοντας. Άλλο ένα τσιγάρο. Κι άλλο ένα».

Ιανουάριος 1941. «Το Σύνταγμα μετασταθμεύει στην περιοχή Καλαράτι, όπου αντικαθιστά το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων (Αρτας), έχοντας μέτωπο το “νεκρό χωριό” Μπολένα. “Αργότερα”, θυμάται και γράφει ο Ελύτης, με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. […] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους…”».

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1941 ο Οδυσσέας Ελύτης είναι άρρωστος με υψηλό τυφοειδή πυρετό. «Από το Μπόρσι με υγειονομικό όχημα, μέσω Αγίων Σαράντα, ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης μεταφέρεται στο Δέλβινο, έδρα του Α1 Ορεινού Νοσηλευτικού Τμήματος και του Α2 Ορεινού Χειρουργείου, ένας “Σωτήρας άγγελος της ζώνης των πρόσω”. Τελικά, στις 2 Φεβρουαρίου, μέσω της καροποίητης οδού Δέλβινο-Γεωργουτσάδες και κατόπιν της αμαξιτής οδού Μπουλαράτ-Ελαία (Καλπάκι)-Γιάννενα, ο Ελύτης μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο “Ρουμανικόν” όπου νοσηλεύεται μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Εκεί, στο 406 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων “η ιδέα ενός βιβλίου” κρατούσε τον ποιητή, “όπως άλλους ένα εικόνισμα”, κι όταν επιτέλους ξύπνησε απύρετος, και “είχε περάσει η μεγάλη κρίση”, πίστεψε πως “το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει”».

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Οδυσσέας Ελύτης περιπλανήθηκε σε διάφορες περιοχές της χώρας, ανέβηκε σε καρότσες φορτηγών, ξάπλωσε σε πεζούλια δρόμων εξαντλημένος και στις 23 Απριλίου του 1941 «εισάγεται στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο που εδρεύει στον Ευαγγελισμό. Την επόμενη μέρα, το νοσοκομείο αδειάζει, ο Ελύτης παίρνει εξιτήριο για το σπίτι του και αναρρώνει. Τότε ήταν που συγκροτήθηκε μέσα του η ιδέα που είχε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. “Δεν απέμενε παρά να κρατήσω τον όρκο μου και να δώσω υπόσταση στον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, αυτόν που είχε δοκιμαστεί σ’ όλα τα ανεβοκατεβάσματα της ελληνικής ιστορίας και που προχωρούσε ολοένα για να φτάσει μέσα και πέρα από το θάνατο… […] Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Ασμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Αξιον Εστί”».

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου “Ελύτης εποχούμενος- Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο”

ΠΗΓΗ: https://www.kathimerini.gr/culture/books/789225/o-vios-toy-efedroy-od-alepoydeli/

Τα κίτρινα καπέλα

«Τα κίτρινα καπέλα» της Κέλλυ Ματαθία  Κόβο (Εκδ. Πατάκη) είναι ένα βιβλίο για αναγνώστες κάθε ηλικίας που μιλά για τις διώξεις, την αδικία, τον πόλεμο, αλλά και την ανθρωπιά, το μεγαλείο της ψυχής, την ανάγκη αντίστασης.

Όπως αναφέρει η συγγραφέας «το έγραψα με αφορμή την ιστορία και τις περιπέτειες της οικογένειάς μου που, μέσα στον παραλογισμό και την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κατάφερε να σωθεί στο σύνολό της από το Ολοκαύτωμα. Δεκατρείς άνθρωποι.  Τι έκαναν, πού πήγαν, πώς τα κατάφεραν. Είναι οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα και ήταν το πιο σημαντικό θέμα συζήτησης στο σπίτι μας. Είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Μιλάει για φόβο, για κουράγιο, για ελπίδα και για φιλία που δεν γνωρίζει όρια. Μιλάει για εκείνους που, εφόσον τους δόθηκαν οι ευκαιρίες, αντέδρασαν και κατάφεραν να επιβιώσουν. Μιλάει, όμως και για εκείνους που χωρίς την βοήθειά τους δεν θα τα είχαν καταφέρει. Για εκείνους τους απλούς και θαρραλέους ανθρώπους που υπερασπίστηκαν τις αξίες τους και αυτό που εκείνοι πίστευαν ότι ήταν σωστό και δίκαιο. Εκείνους που δεν παρέμειναν αμέτοχοι παρατηρητές.» (ΠΗΓΗ: https://www.oanagnostis.gr/)

Ευτυχισμένη ζούσε η οικογένεια Μπε σε ένα βοσκοτόπι

μέχρι που μαθαίνουν πως πλησιάζουν –τα διαισθανόμαστε αλλά δεν τα βλέπουμε-τα άγρια θηρία, τα οποία θέλουν να συλλάβουν τα πρόβατα. Απόγνωση κυριεύει τον κύριο Μπε, που πρέπει να βρει τρόπο να σώσει την οικογένειά του.

 

Τα υπόλοιπα πρόβατα της κοινότητας ζουν μέσα στην αγωνία κοιτώντας ανήσυχα προς τα πάνω, προς έναν μαύρο ουρανό. Κάτι περιμένουν μα κανείς δεν μπορεί να φανταστεί.

Τελικά τα θηρία έρχονται και τα πρόβατα αναγκάζονται να φορέσουν κίτρινα καπέλα, απομονώνονται από όλα τα άλλα ζώα και διαχωρίζονται πίσω από αγκαθωτά συρματοπλέγματα.

Οι απορίες των παιδιών εύλογες…

 «Μα δεν έκαναν τίποτε κακό!»

 «Έτσι τα πήραν; Γιατί;»

 «Μήπως τα άγρια θεριά είναι λύκοι, αλλά είναι σαν εκείνους που παριστάνουν τους καλούς γιατί θέλουν να μας ξεγελάσουν και πρέπει όλους να τους προσέχουμε;»(Επηρεασμένος από το «…και βγάζω το καπέλο μου»)

Τότε είναι που η οικογένεια του κ. Μπε αποφάσισε να δραπετεύσει. Κατέστρωσαν σχέδια με τη βοήθεια αγαπημένων φίλων- του Ποντικού του Τρομερού και του Κόκορα του Πρωινού. Στέλνουν τηλεγράφημα- στο νησιώτη Λαγό αποκαλώντας τον Σωτήρη, ένα όνομα που δεν ήταν το δικό του. Μα ο Λαγός κατάλαβε και έτρεξε με βάρκα και τους πήρε. Λίγο πριν να είναι πολύ αργά. Κι έμειναν στο νησί του κρυμμένοι μέχρις ότου ο πόλεμος τελείωσε.

Τότε πήραν την ακριβώς αντίθετη πορεία. Επέστρεψαν.

Η ζωή ξανάρχισε αν και πέρα μακριά στα βουνά τα θεριά πάντα παραμονεύουν. Η οικογένεια έζησε και μεγάλωσε. Πολλοί χάθηκαν αλλά…

  …αυτούς που χάθηκαν δεν τους ξέχασαν ποτέ.

Τη φράση συνεχίζουν πετραδάκιααδιαμφισβήτητα αποσιωπητικά ένδειξη ότι κάποιος πέρασε από εκεί και οι νεκροί δεν ξεχάστηκαν. Και σε αυτή τη μαυρόασπρη συνέχεια εμφανίζεται ένα λουλούδι – η παπαρούνα της μνήμης για τα θύματα του πολέμου- ως φόρος τιμής και μνήμης.

Αυτό μας φέρνει στο νου το μνημείο που δημιουργήθηκε από τον σκηνοθέτη Can Togay και τον γλύπτη Gyula Pauer στη Γέφυρα των Αλυσίδων στον Δούναβη στη Βουδαπέστη για τους 550.000 Ούγγρους Εβραίους που έχασαν τη ζωή τους το 1944 – 45. Χιλιάδες από αυτούς πυροβολήθηκαν δίπλα στην όχθη από συμπατριώτες τους, συνεργάτες των Ναζί. Πριν τους εκτελέσουν, τους ανάγκαζαν να βγάλουν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαν επάνω τους: τα παπούτσια τους.

Το μνημείο είναι μια διαδρομή με 40 μπρούντζινα αδειανά ζεύγη υποδημάτων, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, σαν τα τελευταία βήματα μιας χορογραφίας που οδηγούσε στην εξόντωση…

“Φυσικό χάπι”

Σε μία περίοδο θλίψης, μοναξιάς και άγχους για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο –όπως η τρέχουσα περίοδος πανδημίας- έρχεται η φύση να μας παρηγορήσει και να μας αποφορτίσει.

Σύμφωνα με έρευνες, η φύση μας επηρεάζει από το κεφάλι έως τα δάχτυλα των ποδιών μας μέσω διαφορετικών οδών, ανακάμπτουμε από το άγχος πιο γρήγορα και πληρέστερα μετά την έκθεση στη φύση σε σύγκριση με τα δομημένα περιβάλλοντα και το ανοσοποιητικό μας σύστημα επωφελείται όταν είμαστε σε αυτήν τη χαλαρή κατάσταση.

Το περπάτημα σε έναν δεντρόφυτο δρόμο μειώνει τη δραστηριότητα στον εγκέφαλο που σχετίζεται με τη θλίψη, τη μελαγχολία.

Τι καλύτερο για τη διάθεσή μας λοιπόν από αυτό το “φυσικό χάπι”;

Ο Rousseau,  κύριος εκπρόσωπος της αγωγής που εναρμονίζεται με τους νόμους της φύσης, θεωρούσε ύψιστη την προσφορά της στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου και υποστήριζε ότι «πρέπει να φέρουμε τα παιδιά μας στη φύση και να τα αφήσουμε εκεί ελεύθερα να διαβάσουν από μόνα τους το ανοιχτό βιβλίο της». Και τα παιδιά έχουν πολλά να διδαχτούν από το βιβλίο αυτό. Κι αφού η φύση δεν μπαίνει σε καραντίνα ούτε απειλείται με lockdown, είναι εκεί και μας περιμένει …