Ετικέτα: Συντακτικό Αρχαίων

ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Ορισμός
Απρόσωπα ή τριτοπρόσωπα λέγονται τα ρήματα που βρίσκονται σε γ΄ ενικό πρόσωπο και δεν έχουν ως υποκείμενο ένα πρόσωπο ή πράγμα.

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ


Αποκλειστικώς απρόσωπα ρήματα είναι μόνο το χρὴ(= πρέπει, είναι ανάγκη) και το ἔξεστι (= είναι δυνατό, επιτρέπεται).

Τα υπόλοιπα προέρχονται από προσωπικά ρήματα:

α) ενεργητικά, όπως:
  • δοκεῖ (= φαίνεται, νομίζεται, θεωρείται)
  • δεῖ, πρέπει, προσήκει (= πρέπει, επιβάλλεται, αρμόζει)
  • ἔνεστι, πάρεστι, ἔστιν (= είναι δυνατό)
  • μέλλει (= πρόκειται)
  • σημαίνει (= δίνεται σημείο)
  • μέλει τινί (= ενδιαφέρει κάποιον)
  • δηλοῖ (= είναι φανερό)
  • φιλεῖ (= συνηθίζεται)
  • διαφέρει (= υπάρχει διαφορά)
  • παρέχει (= παρουσιάζεται ευκαιρία)
  • ἔοικε (= φαίνεται)
  • προχωρεῖ (= πάει καλά)
  • λυσιτελεῖ, συμφέρει (= συμφέρει)
  • ἐγχωρεῖ (= είναι δυνατό, επιτρέπεται)
  • ἀρκεῖ (= είναι αρκετό)

β) παθητικά, όπως:
  • λέγεται, ἀγγέλλεται, θρυλεῖται, ἄδεται, (= λέγεται, διαδίδεται)
  • ὁμολογεῖται (= αναγνωρίζεται)
  • νομίζεται (= θεωρείται)
  • ἐπέρχεταί τινι, παρίσταταί τινι (= έρχεται στο νου κάποιου)
  • εἴμαρται (= είναι πεπρωμένο, είναι ορισμένο από τη μοίρα)
  • ἁμαρτάνεται (= γίνεται σφάλμα)
  • εἰκάζεται (= συμπεραίνεται)
  • ὥρισται (= είναι καθορισμένο)
  • ἐνδέχεται, ἐγγίγνεται (= είναι ενδεχόμενο)
  • προβεβούλευται (= έχει βγει προκαταρτική απόφαση)
  • ἐγγίγνεται (= επιτρέπεται)


Οι
απρόσωπες εκφράσεις σχηματίζονται:

α) από ουδέτερο επιθέτου και το ρήμα ἐστί:
  • ῥᾴδιόν ἐστι (= είναι εύκολο)
  • οἷόν τ΄ἐστι (= είναι δυνατό)
  • δῆλόν ἐστι (= είναι φανερό)
  • δεινόν ἐστι (= είναι φοβερό)
  • προσῆκόν ἐστι (= είναι πρέπον)
  • χαλεπόν ἐστι (= είναι δύσκολο)
  • ἀγαθόν ἐστι (= είναι καλό)
  • πλημμελές ἐστι (= είναι ανάρμοστο)

β) από ουδέτερο μετοχής και το ρήμα ἐστί:
  • εἰκός ἐστι (= είναι φυσικό)
  • χρεών ἐστί (= είναι αναγκαίο)
  • προσῆκόν ἐστι (= αρμόζει)
  • δεδογμένόν ἐστι (= έχει αποφασιστεί)
  • καθεστηκός ἐστι (= είναι καθορισμένο)
  • δυνατόν ἐστι (= είναι δυνατό)

γ) από αφηρημένο ουσιαστικό και το ρήμα ἐστί:
  • ἀνάγκη ἐστί (= είναι ανάγκη)
  • ὥρα ἐστί (= είναι ευκαιρία)
  • ἀκμή ἐστι (= είναι η πιο κατάλληλη στιγμή)
  • σχολή ἐστι (= υπάρχει διαθέσιμος χρόνος)
  • θέμις ἐστί (= υπάρχει νόμος / συνήθεια)
  • ἔργον ἐστί (= είναι επίπονο / δύσκολο)
  • ἔργον ἐστί τινος (= είναι καθήκον κάποιου)
  • κίνδυνός ἐστι (= υπάρχει κίνδυνος)
  • λόγος ἐστί (= λέγεται)
  • ἔθος ἐστί (= συνηθίζεται)

δ) από (τροπικό) επίρρημα και το ρήμα ἔχει:
  • ῥᾳδίως ἔχει (= είναι εύκολο)
  • ἀναγκαίως ἔχει (= είναι αναγκαίο)
  • εὖ ἔχει (= είναι καλό)
  • ἀρκούντως ἔχει (= είναι αρκετό)
  • προσηκόντως ἔχει (= είναι πρέπον)
  • αἰσχρῶς ἔχει (= είναι ντροπή)
  • καλῶς ἔχει (= είναι καλό)
  • κακῶς ἔχει (= είναι κακό)

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ


Τα απρόσωπα ρήματα και οι απρόσωπες εκφράσεις δέχονται ως υποκείμενο:

α) άναρθρο απαρέμφατο, τελικό ή ειδικό:
π.χ. Τοὺς νόμους δεῖ τηρεῖν τοὺς δικάζοντας

(= Oι δικαστές πρέπει να τηρούν τους νόμους)

β) δευτερεύουσα ονοματική πρόταση, ειδική, ενδοιαστική ή πλάγια ερωτηματική:
π.χ. Ἠγγέλθη ὅτι ἡττημένοι εἶεν Λακεδαιμόνιοι

(= Aνακοινώθηκε ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν ηττηθεί)

γ) αφηρημένη σύστοιχη έννοια που ενυπάρχει στο απρόσωπο ρήμα και προκύπτει αν αυτό αναλυθεί σε απρόσωπη έκφραση:
π.χ. πολεμεῖται = γίγνεται πόλεμος

παρεσκεύασται = γεγένηται παρασκευή

Τυπικά τα ρήματα αυτά δεν έχουν υποκείμενο


Τέτοια
ιδιόρρυθμα απρόσωπα ρήματα είναι συνήθως:

α) τα παθητικά απρόσωπα:
  • πολεμεῖται = πόλεμος γίγνεται
  • παρεσκεύασταί τινι = παρασκευή γεγένηται
  • ηὖκται = εὐχή γεγένηται

β) τα ενεργητικά απρόσωπα:
  • μέλει τινι τινός = μέλησὶς ἐστί τινί τινός (= φροντίζει κάποιος για κάτι)
  • μεταμέλει τινι τινός = μεταμέλεια ἐστί τινι τινός (= μετανοεί κάποιος για κάτι)
  • μὲτεστί τινι τινός = μετουσία ἐστί τινι τινός (= διεκδικεί κάτι, μετέχει κάποιος σε κάτι)
  • δεῑ μοι τινός = ἔνδεια ἐστί τινι τινός (= χρειάζεται κάποιος κάτι)

Σημείωση:
Σε αυτές τις περιπτώσεις το «τινός» είναι αντικείμενο και σπανίως τίθεται σε αιτιατική.
Η γενική όμως που συνοδεύει το ρήμα «μεταμέλει» θεωρείται γενική της αιτίας.

γ) ρήματα που δείχνουν φυσικά ή καιρικά φαινόμενα:
  • ὕει = ὑετός γίγνεται (= βρέχει)
  • νίφει = πίπτει χιών (= χιονίζει)
  • συννέφει = νέφος γίγνεται (= συννεφιάζει)
  • συνεσκόταζε = σκότος ἐγίγνετο (= σκοτείνιασε, έπεσε σκοτάδι)
  • ἐκείνου τοῦ μηνός ἔσειε = σεισμός ἐγένετο (= έγινε σεισμός)

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Οι απρόσωπες εκφράσεις «δῆλόν ἐστι» και «φανερόν ἐστι» δεν δέχονται ποτέ ως υποκείμενο απαρέμφατο, αλλά ονοματική ειδική ή πλάγια ερωτηματική πρόταση:
π.χ. Δῆλον ἐγένετο τοῖς Θηβαίοις ὅτι ἐμβαλοῖεν οἱ Λακεδαιμόνιοι.
(= Έγινε φανερό στους Θηβαίους ότι θα εισβάλουν οι Λακεδαιμόνιοι)

2. Στην απρόσωπη σύνταξη έχουμε πάντοτε ετεροπροσωπία, εφόσον το υποκείμενο του ρήματος δεν γίνεται να συμπίπτει με το υποκείμενο του απαρεμφάτου

3. Το ρήμα «δεῖ» είναι προσωπικό όταν συντάσσεται με μία από τις γενικές: «μικροῦ, «πολλοῦ», «ὀλίγου», «τοσούτου», «ἑνός», «δυοῖν»

4. Στην απρόσωπη έκφραση «ἔργον ἐστί τινός»,το «ἔργον» συχνά παραλείπεται και η γενική «τινός» είναι κτητική:
π.χ. Ἄρχοντος (ἔργον) ἐστί ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἀρχομένων
(= Είναι έργο του άρχοντα να φροντίζει το λαό)

5. Το ρήμα «δοκεῖ» όταν συντάσσεται με τελικό απαρέμφατο είναι απρόσωπο και μεταφράζεται: φαίνεται καλό να..
Όταν όμως συντάσσεται με ειδικό απαρέμφατο είναι συνήθως προσωπικό και μεταφράζεται: νομίζει κάποιος ότι..

6. Όταν στην πρόταση υπάρχει ονομαστική τότε η σύνταξη είναι προσωπική:
π.χ. Λέγεται Ἀλκιβιάδης εἶναι ἐν Λακεδαίμονι.
(= Λένε ότι ο Αλκιβιάδης βρίσκεται στην Λακεδαίμονα)

Η ΔΟΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΣΥΝΤΑΞΗ


Η δοτική προσωπική είναι η δοτική που συνοδεύει τα απρόσωπα ρήματα και τις απρόσωπες εκφράσεις και δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται η έννοιά τους, το πρόσωπο δηλαδή για το οποίο υπάρχει η γίνεται κάτι.
Αποτελεί λοιπόν το λογικό υποκείμενο του ρήματος

π.χ. Ἐμοί προσήκει λέγειν.

(= Πρέπει να μιλήσω)

Η δοτική προσωπική, όταν μετατραπεί σε αιτιατική, δίνει το υποκείμενο του απαρεμφάτου που λειτουργεί ως υποκείμενο του απροσώπου ρήματος

π.χ. Ἐμοί προσήκει λέγειν.

(= Πρέπει να μιλήσω)

προσήκει: ρήμα

λέγειν: υποκείμενο του ρήματος, τελικό απαρέμφατο

ἐμοί: δοτική προσωπική

άρα υποκείμενο του απαρεμφάτου: μὲ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Η δοτική προσωπική που συνοδεύει τα ρήματα «δοκεῖ» και «φαίνεται» χαρακτηρίζεται δοτική προσωπική (του ενεργούντος προσώπου), όταν λειτουργούν ως απρόσωπα. Όταν όμως λειτουργούν ως προσωπικά ,τότε η δοτική προσωπική χαρακτηρίζεται του κρίνοντος προσώπου.

2. Τα ρήματα «χρὴ» (πάντα) και «δεῖ» (συνήθως) δεν συντάσσονται με δοτική προσωπική, αλλά αντί για δοτική τίθεται συνήθως αιτιατική προσώπου ως υποκείμενο του απαρεμφάτου:
π.χ. Οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ
(= Δεν χρειάζεται να μπω σε μεγάλο κόπο)

3. Η δοτική προσώπου που συντάσσεται με απρόσωπα ρήματα, τα οποία προκύπτουν από ρήματα προσωπικά μεταβατικά που συντάσσονται με δοτική είναι αντικείμενο:
π.χ. Οὐ συμφέρει τοῖς τυράννοις

(= Δεν συμφέρει τους τυράννους)

4. Η δοτική προσωπική παραλείπεται συχνά:
α) όταν εννοείται από τα συμφραζόμενα
β) όταν είναι γενική και αόριστη, οπότε εννοούμε ένα από τα: «τινί», «ἡμῖν», «τοῖς ἀνθρώποις»
γ) όταν είναι η ίδια με το υποκείμενο του απαρεμφάτου που εξαρτάται από το απαρέμφατο.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1271

ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ : Ασκήσεις

Στις παρακάτω προτάσεις να εντοπίσετε και να υπογραμμίσετε τις διάφορες μορφές κατηγορούμενου

πλό, προληπτικό, επιρρηματικό, γενική κατηγορηματική) και να δηλώσετε αυτό που προσδιορίζουν.

1.   Ἀγησίλαος ἐτύγχανε ὤν τεσσαράκοντα ἐτῶν.

2.    Δια τούτων Φίλιππος ἤρθη μέγας.

3.    Φημί γαρ ἐγώ το νόμιμον εἶναι δικαιοσύνης.

4.    Ἀγησίλαος ἔτι μεν νέος ὤν ἔτυχε τῆς βασιλείας.

5.    Αἱ νήες ἀνήχθησαν πελάγιοι.

6.    Φημί Πρωταγόραν εἶναι των σοφιστῶν.

7.    Ὁ ἄνεμος ἐκπνεῖ μέγας.

8.    Οἱ θεοί ἱκανοί εἰσίν και τους μεγάλους ταχύ μικρούς ποιεῖν.

9.    Ἡ ῥώμη της ψυχῆς ἐστί ἀγαθών ἀνδρῶν.

10.  Την πόλιν τοῖς πᾶσι παρεσκευάσαμεν αὐταρκεστάτην.

11.  Οἱ στέφανοι ἦσαν ῥόδων.

12.  Ὑμεῖς ἐστέ μεγάλων δήμων.

13.  Πάντες σοι Μῆδοι ἑκόντες ἠκολούθησαν.

14.  Ὁ γαρ λίθος πέφυκε ἄφθονος ἐν ταύτη τῆ γῆ.

15.  Πρόξενος ἐπεθύμει γενέσθαι ἀνήρ τα μεγάλα πράττειν ἱκανός.

16.  Δεῖ κυρίους εἶναι τους νόμους.

17.  Ἀνέστη πρῶτος ὁ Περικλῆς και εἶπεν.

18.  Πολλοί μεν ἰδιῶται ηὐξήθησαν μεγάλοι.

19. Ἦρχε δε αὐτῶν Ἀλκίδας και Βρασίδας αὐτῶ ξύμβουλος ἐπέπλει.

20.  Ἦν δε και οὗτος τῶν στρατευομένων.

21.  Λέγονται μεν Πέρσαι ἀμφί τας δώδεκα μυριάδας εἶναι.

22.  Περικλῆς ὁ Ξανθίππου ἦν στρατηγός τῶν Ἀθηναίων δέκατος αὐτός.

23.  Ὦ παῖδες, ὑμεῖς ἐστέ πατέρων ἀγαθῶν.

24.  Δικαίου πολίτου κρίνω την τῶν πραγμάτων σωτηρίαν

25.  Πάντες ἔγνωσαν ὅτι Ἁριάδνη ἀσμένη ἤκουσε τούτων.

26.  Ἡ οὐσία, ἥν κατέλιπε ὁ πατήρ, ἦν εβδομήκοντα μνῶν.

27.  Οὗτοι ὅμοροι Χαλκιδεῦσι οἰκούσιν.

28.  Πλεύσαντες σταδίους ἐς τριάκοντα ἑσπέριοι κατάγονται ἐς Κάβανα.

29.  Το ἄγαλμα ἦν Παρίας λίθου.

30.  Τον μεν Δημοσθένη μετά νεῶν πέντε αὐτοῦ φύλακα καταλείπουσι.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1255

ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ : Ασκήσεις

A. Να εξαρτήσετε τις παρακάτω προτάσεις από τα ρήματα λέγουσιν, ἔλεγον, φασίν και ἴσασιν.

1.    Ὁ δε Λύσανδρος ἑώρα τον κίνδυνον.

2.    Οἱ στρατιῶται ἤκουσαν τοῦ Λυσάνδρου.

3.    Ὅρα τον κίνδυνον.

Β. Να εξαρτήσετε τις παρακάτω προτάσεις από το ρήμα που δίνεται στην παρένθεση.

1.   Ὁ τῆς Ἀσίας βασιλεύς ἔπεμψεν στρατιάν. (Οὗτος ἔλεγεν…)

2.   Ἐβουλόμην ἄν και την βουλήν ὀρθῶς διοικεῖσθαι. (Οὗτος ἔφη…)

3.   Μέμφομαι τῶν ἰδιωτῶν τους ὀλίγα κατορθοῦντας. (Οὗτος ἑώρα …)

4.   Την αὐτήν οὖν γνώμην ἔχω και περί τῶν κοινῶν. (Οὗτος οἶδε…)

5.   Ὁ σύλλογος οὐκ ἐν Θήβαις δεῖ εἶναι. ( Λυκομήδης ἔλεγεν…)

6.    Ὦ στρατιῶται, μη πιστεύητε τοῖς αὐτοῦ εἰρημένοις. (Οὖτος ἐκέλευσε…)

7.   Τίνι τρόπῳ κηδεσταί ὑμῖν ἐγένοντο; (Οὗτος διδάξει ἡμᾶς…)

8.   Ὦ στρατιῶται, ἴτε εἰς Λακεδαίμονα. (Ἐκέλευσε…)

9.   Βούλομαι τῆς τιμῆς ταύτης τυχεῖν. ( Ἴσμεν τοῦτον…)

10. Εἶδον ὑμᾶς βουλομένους ταῦτα πράττειν.  ( Ἔλεγεν…)

Γ. Να εξαρτήσετε τις παρακάτω προτάσεις από τα ρήματα λέγουσιν, ἔλεγον, φασίν και ἴσασιν.

1.   Εἰ νοῦν ἔχοιμεν, άλλήλοις ἄν εἰς τας ἐκκλησίας άργύριον παρέχοιμεν.

2.   Ταῦτ’ἔπραττον, ὅτε η μάχη ἐγένετο.

3.   Ἤν μεν οὖν ἐνταῦθα καταλίπω τον λόγον, δόξω την πόλιν ἐλαττοῦν.

4.   Δῆλον γαρ ἐστί ὅτι νῦν περί δόξης πολεμοῦσι.

5.   Τα πλοῖα κατέκαυσεν, ἴνα μη Κῦρος διαβῆ.

Δ. Να εξαρτήσετε τις παρακάτω προτάσεις από το ρήμα που δίνεται στην παρένθεση.

1.   Ὅτε ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν. (Οὗτος διηγεῖτο ὅτι…)

2.   Εἰ δ’ἀπιστεῖς, ἐρώτησον αὐτούς. (Τοῦτον ἐκέλευσεν…)

3.   Ἐπιζητεῖται τοῦτο, πότερον ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον δεῖ φίλων ἤ ἐν ἀτυχίαις. ( Οὗτος ἔφη…)

4.   Ὅ μέλλεις ποιεῖν, μη λέγε. ( Συνεβούλευεν…)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1254

ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Να αναγνωρίσετε πλήρως τις δευτερεύουσες προτάσεις.

1. Ἐφοβούμην μη  οὐ  δυνηθείην δια την ἀπειρίαν δηλῶσαι.

2. Δῆλον γαρ ἐστί ὅτι νῦν  περί δόξης πολεμοῦσιν.

3. Ὁπότε τις λέγει περί ἀρετῆσ, οἱ  παῖδες ἤκουον.

4. Ἀγαθός εστίν ὅστις τα προς τους θεούς τελεῖ.

5. Μη ἀπέλθητε, πριν ἀκούσητε.

6. Τα πλοῖα κατέκαυσεν, ἴνα μη  Κῦρος διαβῆ.

7. Ὅτε ἡ μάχη ἐγένετο, Τισσαφέρνης ἐν Σάρδεσιν ἔτυχεν ὤν.

8. Κῦρος ἔχων οὕς εἴρηκα ὡρμάτο ἀπό Σάρδεων.

9. Επιζητεῖται τοῦτο, πότερον ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον δεῖ φίλων ἤ ἐν ἀτυχίαις.

10.Ἐπιτιμοῦσιν τοῡτω, ὠς οὐκ  ἐπαινῆ τούσδε τους ἄνδρας.

11.Εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἀν ἔσται παντί τῶ λαῶ.

12.Χαίρω, ὅτι εὐδοκιμεῖς.

13.Ὅ μέλλεις ποιεῖν, μη  λέγε.

14. Ταῦτα ἐποίησεν, πρίν ἀκοῦσαι περί τῆς βουλῆς.

15.Πρωταγόρας ἐρωτᾶ εἰ οὐκ  αἰσχύνομαι.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1252

ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

άγαµαι =θαυµάζω

1) άγαµαι τίνα ή τι (αιτ)  (σπν. άγαµαι τινι)

αγανακτέω (-ώ)

1) αγανακτώ τινι (δοτ)

2)αγανακτώ + εµπροθ. προσδ. (δοτ.)

αγαπάω (-ώ ) =αγαπώ, αρκούµαι

1) αγαπώ τι (αιτ.)

2) αγαπώ τινί (=αρκούµαι σε κάτι )  (δοτ.)

3) αγαπώ + απαρµφ. (αγαπώ έχειν τι = συνηθίζω να έχω κάτι )

αγγέλλω

1)αγγέλλω τι  (αιτ.)

2) αγγέλλω τινί τι (αιτ. – δοτ. )

3) αγγέλλω τινά + κατηγρ. µτχ. (αγγέλλω τινά ποιούντα τι )

4) αγγέλλω τι + εµπρ. προσδ. (αγγέλλω τι προς τινα )

5) αγγέλλω + ειδική πρόταση

αγείρω = συναθροίζω

1) αγείρω τινά ή τι ( αιτ.)

αγνοέω (-ώ ) = δε γνωρίζω , απατώµαι

1) αγνοώ τινά  ή τί ( αιτ.)

2) αγνοώ + ειδική πρόταση ( αγνοώ ότι ….)

3) αγνοώ + κατηγρ. µτχ.

αγορεύω

Συνήθως αµετάβατο

αγω = οδηγώ, φέρω

1)άγω τινα  (αιτ)

αγωνίζοµαι = κοπιάζω, πολεµώ

1) αγωνίζοµαι τινί  (δοτ )

2) αγωνίζοµαι + εµπροθ. προσδιορισµό ( αγωνίζοµαι περί τινός….)

3) αγωνίζοµαι + συστοιχο αντικείµενο.

αδικέω(-ώ)

1) αδικώ τινά (αιτ.)

2) αδικώ + κατηγρ. µτχ. ( στη δικαστική γλώσσα)

3) άδικώ τινά τά µέγιστα ( 2 αιτ.) [σπν]

αθροίζω = συναθροίζω , συλλέγω

1) αθροίζω τινά (αιτ.)

αινέω (-ώ) = επαινώ

1) αινώ τινά (αιτ.)

αιρέω (-ώ) = λαµβάνω, συλλαµβάνω, κυριεύω αιρούµαι = εκλέγοµαι ( παθητικό)

1) αιρώ τινά (αιτ.)

µεσο   2) αιρούµαι τινά  (αιτ.)

2) αιρούµαι + 2 αιτιατικές ( µία κατηγρ. στην άλλη).

αίρω = σηκώνω

1) αίρω τινά ή τι (αιτ.).

αισθάνοµαι =


1) αισθάνοµαι τι (αιτ.)

2) αισθάνοµαι τινός (γεν.) άµεση αίσθηση

3) αισθάνοµαι + ειδική πρόταση

4) αισθάνοµαι + κατηγορ. µετοχή (στο υποκείµενο ή το αντικείµενο)

αιτέω (-ώ) = ζητώ να πάρω

1) αιτώ τινά ή τι (αιτ.)

2) αιτώ τινα τι (2 αιτ.)

3) αιτώ τινα + απαρεµφατο

αιτιάοµαι (-ώµαι) = κατηγορώ

1) αιτιώµαι τινά ή τι ( αιτ.)

2) αιτιώµαι τινά τι (2 αιτ.)

3) αιτιώµαι τινά τινός ( αιτιατική + γενική )

ακολουθέω (-ώ) =

1) ακολουθώ τινί (δοτ)


ακούω


1) ακούω τινός ( γεν )  αυτηκοϊα

2) ακούω τινά ή τι ( αιτ.)

3)ακούω τινός τι ( γεν. + αιτ )

4)ακούω + ειδική πρόταση

5) ακούω + κατηγ. µετοχή στο αντικείµενο

6) ακούω τινα + απαρέµφατο


ακροάσµαι (-ώµαι) = ακούω, υπακούω, υποτάσσοµαι

1) ακροώµαι τινός ( γεν.)

2) ακροώµαι τι τινός ( αιτ + γεν.)

αµαρτάνω = αποτυγχάνω, αστοχώ

1) αµαρτάνω τινός (γεν.)= αποτυγχάνω σε κάτι

2)αµαρτάνω τι (αιτ.) = σφάλλω σε κάτι

αµελέω (-ώ)

1) αµελώ τινός (γεν)

2) αµελώ + απαρέµφατο

αµύνω = αποµακρύνω, υπερασπίζοµαι , εκδικούµαι

1) αµυνώ τινά τινι ( αιτ. + δοτ.)

2) αµυνώ τινί  (δοτ)

3) αµυνώ τινά  (αιτ.)

µέσο   4) αµύνοµαι τινά  (αιτ.)

αµφισβητέω (-ώ) = φιλονικώ , διαφωνώ

1) αµφισβητώ τινί + εµπρ. προσδ, (δοτ)

2) αµφισβητώ τι (αιτ.)

3)αµφισβητώ + ειδ. απαρέµφατο ή ειδική πρόταση.

αναγκάζω

1) αναγκάζω τινά + απαρέµφατο (αιτ.)

αναλίσκω = δαπανώ , ξοδεύω

1)αναλίσκω τι (αιτ.)

ανέχοµαι = υποφέρω , επιτρέπω

1) ανέχοµαι τινός (γεν.)

2) ανέχοµαι τινά (αιτ.)

3) ανέχοµαι + κατηγορ. µετοχή ( στο υποκ. ή το αντικ.)

ανοίγω


1) ανοίγω τι  (αιτ.)

αξιόω (-ώ) = θεωρώ άξιο, απατώ.

1) αξιώ τινά τινός ( αιτ + γεν.)

2) αξιώ τινά + τελικό απαρέµφατο

3) αξιώ + τελικό απαρέµφατο

απαντάω (-ώ) = συναντώ, αντιµετωπίζω , συµβαίνω

1)απαντώ τινί ( δοτ ) =  συναντώ

2) απαντώ + εµπρ. προσδιόρ.

απαταώ (-ώ)

1) απατώ τινά ( αιτ.)

απειλέω (-ώ)

1) απειλώ τινά τι (2 αιτ.)

2) απειλώ τινί τι ( δοτ. + αιτ.)

3) απειλώ + απαρέµφ. µέλλοντα

απιστέω (-ώ)= δυσπιστώ, αµφιβάλλω

1) απιστώ τινί (δοτ.)

αποκρίνοµαι = µεσο    αποκρίνοµαι /// παθ= αποχωρίζοµαι

1)αποκρίνοµαι τινί τι ( δοτ.+ αιτ.)

2)αποκρίνοµαι + σύστοιχο (αιτ.)

3)αποκρίνοµαι + εµπροθ. προσδιορισµός

απορέω(-ώ) = βρίσκοµαι σε αµηχανία. υποφέρω από έλλειψη χρηµάτων

1)απορώ τινός (γεν.) = στερούµαι

2)απορώ + εµπροθ. προσδιορισµός = βρίσκοµαι σε αµηχανία.

3)απορώ + πλάγια ερώτηση

άπτω = αγγίζω , συνάπτω

1)άπτω τι (αιτ.)

µέσο   2)άπτοµαι τινός (γεν.)

αρέσκω

1) αρέσκω τινί (δοτ.)

2) αρέσκω τι (αιτ.)

3) αρέσκοµαι τινί (δοτ)

αρµόττω (-ζω) = εφαρµόζω, τακτοποιώ, προσαρµόζω

1)αρµόττω τινί τι (δοτ + αιτ.)

µέσο   2)αρµόττοµαι τι (αιτ.)

αρνέοµαι (-ούυµαι )

1)αρνούµαι τι ή τινά (αιτ.)

2)αρνούµαι + τελικό απαρέµφατο

3)αρνούµαι + ειδική πρόταση

αρπάζω

1)αρπάζω τι  ή τινά (αιτ.)

άρχω = κάνω αρχή, κυβερνώ

1) άρχω τινός (γεν.) = αρχίζω – εξουσιάζω

µέσο    2) άρχοµαι τινός (γεν.) = αρχίζω κάτι που θα τελείωσω ο ίδιος

3) άρχοµαι + κατηγορηµ. µετοχή = βρίσκοµαι στην αρχή

4) άρχοµαι + απαρέµφατο = καταπιάνοµαι µε κάτι για πρώτη φορά

ατιµάζω = δε τιµώ, θεωρώ ανάξιο, καταφρονώ

1) ατιµάζω + τινά ( αιτ.)

2) ατιµάζω τινά τινός  (αιτ.+ γεν.)


ατυχέω (-ώ) = δυστυχώ, αποτυγχάνω

1)ατυχώ τινός (γεν.)

αυξάνω

1) αυξάνω +τινά ή τι (αιτ .)

2) αυξάνω τινά + προληπτικό κατηγορούµενο παθ.  3) αυξανοµαι + προληπτικό κατηγοτούµενο αφανίζω

1)αφανίζω τινά (αιτ.)

άχθοµαι (= στεναχωρούµαι , αγανακτώ, φορτώνοµαι

1)άχθοµαι τινί (δοτ.) = στεναχωρούµαι

2)άχθοµαι τι  (αιτ.) = στεναχωρούµαι

3)άχθοµαι + κατηγορηµατική µετοχή


Βάλλω


1) βάλλω τινά ή τι (αιτ.)

2)βάλλω τινά τινί (αιτ.+ δοτική  οργανική )


βλάπτω

1)βλάπτω τινά ή τι (αιτ.)

βοηθέω (-ώ)

1)βοηθώ τινί (δοτ.)

βουλεύω

1)βουλεύω + εµπρ. προσδιορ.

2)βουλεύω τι (αιτ.)

3)βουλεύω + τελικό απαρέµφατο

4)βουλεύω + πλάγια ερώτηση

βούλοµαι

1)βούλοµαι + τελικό απαρέµφατο

γίγνοµαι

1)γίγνοµαι + κατηγορούµενο ή γενική κατηγορηµατική

2)γίγνοµαι τινός (γεν.)

3) γίγνοµαι τί τινί (αιτ. + δοτ.)

γιγνώσκω

1)γιγνώσκω τι ή τινά (αιτ.)

2)γιγνώσκω + ειδική πρόταση

3)γιγνώσκω + τελικό απαρέµφατο

4)γιγνώσκω + κατηγορηµατική µετοχή

γνωρίζω

1)γνωρίζω τινά ή τι (αιτ.)

2)γνωρίζω τινά + κατηγορηµατική µετοχή


γράφω


1)γράφω τινά ή τι (αιτ.)

2)γράφω τινά τινός (αιτ.+ γενική της αιτίας)

3)γράφω τινά + απαρέµφατο


δείδω(δέδοικα) = φοβούµαι

1)δείδω + ενδοιαστική πρόταση

2)δείδω + αιτιατική                     [σπν]

3)δείδω + τελ. απαρέµφατο     [σπν]

δείκνυµι

1)δείκνυµι τινά ή τι (αιτ.)


2)δεικνυµι + κατηγορ. µετοχή στο υποκ. ή στο αντικείµενο

δέχοµαι

1)δέχοµαι τινά ή τι (αιτ )

2)δέχοµαι τινά   (2 αιτ, – η µια κατηγ. στην άλλη)

3)δέχοµαι + τελικό απαρέµφατο

δέω= έχω ανάγκη (δέοµαι)

1)δέω τινός (γεν.)

2)δεί µοι τινός (γεν.)      [απρόσωπο]

3)δεί τινά + απαρέµφατο (αιτ.)  ,  [απρόσωπο]

µέσο   4)δέοµαι τινός (γεν.)

5)δέοµαι τινός τι (γεν.+ αιτ.)

6)δέοµαι + τελικό απαρέµφατο

δέω = δένω

1)δέω τινά ή τι (αιτ.)

διδάσκω

1)διδάσκω τινά τι (2 αιτ.)


δίδωµι


1)δίδωµι τινί τι (δοτ. + αιτ.)

2)δίδωµι τινί + απαρέµφατο


δικάζω

1)δικάζω τινά ή τι (αιτ.)

2)δικάζω τινά + γενική της αιτίας


διώκω


1)διώκω τινά ή τι (αιτ.)

2)διώκω τινά + γενική της αιτίας (δικαστικός όρος)


δοκέω (-ώ)

1)δοκώ + δοτ. προσωπικη + απαρέµφατο ( και ως προσωπικό και ως απρόσωπο).Το απαρέµφατο είναι ΤΕΛΙΚΟ όταν το ρήµα σηµαίνει φαίνεται καλό και ειδικό όταν το ρήµα σηµαίνει νοµιζω. θεωρώ

δουλόω (-ώ)

1)δουλώ τινά (αιτ.)

δράω (-ώ)

1)δρώ τι (αιτ,)

2)δρώ τινά τι (2 αιτ.)

3)δρώ τι τινί (αιτ.+ δοτ.)

δύναµαι

1)δύναµαι + τελικό απαρέµφατο

εάω (-ώ)

1)εώ + τι (αιτ.)

2)εώ τινά + απαρέµφατο

3)εώ + απαρέµφατο

εγείρω = ξυπνώ ,ξεσηκώνω

1)εγείρω   τινά (αιτ.)


εθέλω


1)εθέλω + τελικό απαρέµφατο


εθίζω = συνηθίζω

1)εθίζω   τινά + απαρέµφατο

2)εθίζω τινά ταύτα (2 αιτ. – η µια σύστοιχο αντικείµενο )


ειµί


1)ειµί + κατηγοτούµενο

2) ειµί (  ουδέτερης διάθεσης )= υπάρχω


ελαύνω =πηγαίνω έφιππος , καταδιώκω

1)αµετάβατο ( αρχικά µεταβατικό µε αιτιατική)


ελέγχω


1)ελέγχω τινά (αιτ, )

2)ελέγχω τινά + κατηγοτηµατική µετοχή (στο αντικ.)


παθ.     3)ελέγχοµαι  + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ.)

ελπίζω = ελπίζω, περιµένω

1)ελπίζω τι (αιτ.)

2)ελπίζω τινί (δοτ.)

3)ελπίζω  + απαρέµφατο

εµποδίζω

1)εµποδίζω τινά ή τι (αιτ.)

2) εµποδίζω τινί ( δοτ.) = γίνοµαι

εναντιοόµαι(-ουµαι)

1)εναντιουµαι τινι (δοτ)

2)εναντιουµαι τινι + απαρέµφατο

ενθυµεοµαι(-ουµαι)

1)ενθυµουµαι τι (αιτ.)

2)ενθυµουµαι τινός (γεν.)

3)ενθυµουµαι + ονοµατικη δευτερεύουσα πρόταση

εννοεω(-ω) = σκέπτοµαι, έχω στο νου, διανοούµαι

1)εννοω τι (αιτ.) = συλλογίζοµαι

2)εννοω τινός (γεν.) = έχω ιδέα…

3)εννοω + κατηγορηµατική µετοχή

4)εννοω + απαρέµφατο

5)εννοω + δευτερεύουσα πρόταση

ενοχλέω(-ω)

1)ενοχλω τινί (δοτ.)

2)ενοχλω τινά (αιτ.)

εξεστι = επιτρέπται, είναι δυνατόν (απρόσωπο)

1)εξεστι + δοτική προσωπική

εξετάζω

1)εξετάζω τινά ή τι (αιτ.)

µέσο   2)εξετάζοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

επιθυµέω(-ω)

1)επιθυµω τινός (γεν.)

2)επιθυµω + τελικό απαρέµφατο

3)επιθυµω τινά (αιτ.) [σπν]

επιµελέοµαι(-ουµαι) = φροντίζω για κάποιον, ασχολούµαι µε κάτι

1)επιµελουµαι τινός (γεν.)

2)επιµελούµαι τινός + απαρέµφατο

3)επιµελουµαι + πλάγια ερώτηση

επίσταµαι = γνωρίζω καλά

1)επίσταµαι τι (αιτ.,)

2)επίσταµαι + τελικό απαρέµφατο


3)επίσταµαι + κατηγορηµατική µετοχή

4)επίσταµαι + ειδική πρόταση

επιχειρέω(-ω) = προσπαθώ, επιτίθεµαι

1)επιχειρω τινί (δοτ.)

2)επιχειρω τι (αιτ.)

3)επιχειρω + τελικό απαρέµφατο

έποµαι = ακολουθώ

1)έποµαι τινί (δοτ.)

εράω(-ω) = αγαπώ µε πάθος

1)ερω τινός (γεν.)

εργάζοµαι

1)εργάζοµαι τι (αιτ.)

2)εργάζοµαι τι τινά (2 αιτ.)

3)εργάζοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

έρχοµαι

1)συνήθως αµτβ(ως κινήσεως συντάσσεται µε τελική µετοχή

ερωτάω(-ω)

1)ερωτω τινά ή τι (αιτ.)

2)ερωτω τινα τι (2 αιτ.)

3)ερωτω τινά + εµπρόθετος προσδιορισµός

4)ερωτω τινά + πλάγια ερώτηση

5)ερωτω + πλάγια ερώτηση

ευρίσκω

1)ευρίσκω τινά ή τι (αιτ.)

2)ευρίσκω + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ. ή στο αντικ.)

3)ευρίσκω + τι + εµπρόθετο προσδιορισµό

εύχοµαι

1)εύχοµαι τινί (δοτ.)

2)εύχοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

3)εύχοµαι τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό

4)εύχοµαι + απαρέµφατο


έχω


1)έχω τινά ή τι (αιτ.)

2)έχω + απαρέµφατο (=µπορώ)

3)έχω + πλάγια ερώτηση (συνοδεύεται από άρνηση)

4)έχω + επίρρηµα (=επίρρηµα)


µέσο   5)έχοµαι τινός (γεν.) = κρατώ κάτι

ζηµιόω(-ω)

1)ζηµιώ τινά (αιτ.)

2)ζηµιω τινά + δοτική οργανική

παθ.     3)ζηµιούµαι + σύστοιχο αντικείµενο ή δοτική οργανική

ζητέω(-ω)

1)ζητω τινά ή τι (αιτ.)

2)ζητω + απαρέµφατο

ηγέοµαι(-ουµαι)=είµαι αρχηγός, προπορεύοµαι, οδηγώ//νοµίζω

1)ηγούµαι τινός (γεν.)= είµαι αρχηγός

2)ηγουµαι τινί (δοτ.)= οδηγω

3)ηγουµαι + ειδικό απαρέµφατο = νοµίζω


4)ηγουµαι τινα τι (2 αιτ.-η µία κατηγ. στην άλλη) = θεωρώ κάποιον κάτι

ήδοµαι = ευχαριστιέµαι

1)ήδοµαι τινί (δοτ.)

2)ήδοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

3)ήδοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

ηττάοµαι(-ωµαι) = είµαι κατώτερος από κάποιον, νικιέµαι

1)ηττωµαι τινός (γεν.) = είµαι κατώτερος

2)ηττωµαι τινός τινί (γεν.-δοτ.) = είµαι κατώτερος από κάποιον

3)ηττωµαι + κατηγορηµατική µετοχή


θάπτω


1)θάπτω τινά ή τι (αιτ.)


θαυµάζω = εκπλήττοµαι, θαυµάζω, τιµώ

1)θαυµάζω τινά ή τι (αιτ.)

2)θαυµάζω τινός (γεν.) = εκπλήττοµαι, απορώ για κάτι

3)θαυµάζω τινά + γενική της αιτίας

4)θαυµάζω τινός + κατηγορηµατική µετοχή

5)θαυµάζω + πλάγια ερώτηση

6)θαυµάζω + αιτιολογική πρόταση (µε το ότι ή το ει)

θνήσκω

αµετάβατο

θύω = θυσιάζω

1)θύω τινί (δοτ.)

2)θύω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

3)θύω + σύστοιχο αντικείµενο


ιδρύω


1)ιδρύω τι (αιτ.)


ίηµι = ρίχνω, χτυπω, στέλνω, προσφέρω, σπεύδω

1)ίηµι τι (αιτ.)

ικνέοµαι(-ουµαι) = έρχοµαι, φθάνω

1)ικνούµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

ίστηµι = στήνω

1)ίστηµι τινά ή τι (αιτ.)

µέσο   2)ίσταµαι ==αµτβ.

ισχυρίζοµαι = µεταχειρίζοµαι όλες τις δυνάµεις µου, επιµένω

1)ισχυρίζοµαι τι (αιτ.)

2)ισχυρίζοµαι τι + απαρέµφατο

3)ισχυρίζοµαι + ειδική πρόταση

4)ισχυρίζοµαι τινί (δοτ.) = εµπιστεύοµαι σε κάτι

καλέω(-ω) = ονοµάζω, προσκαλώ, συγκαλώ

1)καλω τινά (αιτ.)

2)καλω τινά τι (2 αιτ.- η µία κατηγ. στην άλλη)

κατηγορέω(-ω) = µιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, αποδεικνύω

1)κατηγορώ τινός (γεν.)

2)κατηγορω τινός τι (γεν. – αιτ.)

3)κατηγορω τινός + ειδική πρόταση

4)κατηγορω τι (αιτ.) = αποδεικνύω

5)κατηγορω + απαρέµφατο

κελεύω = διατάσσω, παραγγέλλω, συµβουλεύω, παρακαλώ


1)κελεύω τινά + τελικό απαρέµφατο

2)κελεύω τινά τι (2 αιτ.)

3)κελεύω τινά ή τι (αιτ.)

4)κελεύω + τελικό απαρέµφατο

κήδοµαι = φροντίζω

1)κήδοµαι τινός (γεν.)

κηρύττω

1)κηρύττω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

2)κηρύττω τινά (αιτ.)

3)κηρύττω τινί + τελικό απαρέµφατο

κινδυνεύω

1)κινδυνεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός

2)κινδυνεύω + σύστοιχο αντικέιµενο

3)κινδυνεύω + τελικό απαρέµφατο

κοινωνέω(-ω) = µετέχω

1)κοινωνω τινός (γεν.)

2)κοινωνω τινός τινί (γεν.-δοτ.)

κοµίζω = φέρνω

1)κοµίζω τι (αιτ.)

2)κοµίζω τι τινί (αιτ. – δοτ.)

3)κοµίζω τι + εµπρόθετος προσδιορισµός

µέσο   4)κοµίζω τινά (αιτ.)

κρατέω(-ω) = υπερισχύω, εξουσιάζω

1)κρατω τινός (γεν.)=εξουσιάζω

2)κρατω τινά (αιτ.) = νικώ κάποιον

κρίνω = διαχωρίζω, αποφασίζω, εξετάζω, δικάζω

1)κρίνω τινά (αιτ.)

2)κρίνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)

3)κρίνω τινά τινός (αιτ. – γεν.)

κτάοµαι(-ωµαι) = αποκτώ, προµηθεύοµαι, κερδίζω

1)κτωµαι τι (αιτ.)

2)κτωµαι τινά τι (2 αιτ. ή µία κατηγ. στην άλλη)

κτείνω = φονεύω

1)αποκτείνω τινα (αιτ.)

κυριεύω

1)κυριεύω τινός (γεν.)

λαγχάνω = παίρνω µε κλήρο, µετέχω, κατηγορώ σε δίκη

1)λάγχάνω τι (αιτ.)

2)λαγχάνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)

3)λαγχάνω τινός (γεν.) = τυχαίνω κάτι

4)λαγχάνω + απαρέµφατο

5)λαγχάνω + κατηγορούµενο

λαµβάνω

1)λαµβάνω τινά ή τι (αιτ.)

2)λαµβάνω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ,. στην  αλλη)

3)λαµβάνω τινός (γεν.)

4)λαµβάνω τινά + κατηγορηµατική µετοχή

µέσο    5)λαµβάνοµαι τινός (γεν.) = πιάνοµαι από κάτι


λανθάνω = ξεφεύγω την προσοχή, µένω άγνωστος

1)λανθάνω τινά (αιτ.)

20λανθάνω τινά + κατηγορηµατική µετοχή

3)λανθάνω + κατηγορηµατική µετοχή

µέσο   4)επιλανθάνοµαι τινός (γεν.)

5)επιλανθάνοµαι + τελικό απαρέµφατο

6)επιλανθάνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

λέγω = συλλέγω, συνάγω

1)συλλέγω τι (αιτ.)

λέγω = µιλώ, λέω

1)λέγω τι (αιτ.)

2)λέγω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

3)λέγω τινά τι (2 αιτ.)

4)λέγω + ειδικό απαρέµφατο

5)λέγω + ειδική πρόταση

6)λέγω + εµπρόθετος προσδιορισµός

λείπω = αφήνω

1)λείπω τινά ή τι (αιτ.)

µέσο   2)λείποµαι τινός (γεν.) = είµαι κατώτερος από κάποιον

3)εκλείπω === αµτβ.

λοιδορέω(-ω) = κακολογώ, υβρίζω

1)λοιδορω τινά (αιτ.)

µέσο   2)λοιδορουµαι τινί (δοτ.) = κατηγορώ, επιπλήττω κάποιον

λυµαίνοµαι = βλάπτω

1)λυµαίνοµαι τί (αιτ.)

2)λυµαίνοµαι τινί (δοτ.)

λυπέω(-ω) = προξενώ λύπη, ενοχλώ

1)λυπω τινά (αιτ.)

2)λυπω τινα τι (2 αιτ. – η µία σύστοιχο αντικείµενο)

3)λυπω + κατηγορηµατική µετοχή

µέσο   4)λυπουµαι + κατηγορηµατική µετοχή

5)λυπουµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

µανθάνω

1)µανθάνω τινά ή τι (αιτ.)

2)µανθάνω τινός (γεν.) = ακούω

3)µανθάνω τινά + εµπρόθετος προσδιορσιµός

4)µανθάνω + τελικό απαρέµφατο

5)µανθάνω + κατηγορηµατική µετοχή

µάχοµαι

1)µάχοµαι τινί (δοτ.)

2)µάχοµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

µείγνυµι = αναµειγνύω

1)µείγνυµι τινί τι (δοτ. – αιτ.)

µέλει = υπάρχει φροντίδα (απρόσωπο)

1)µέλει + δοτ. προσωπική + γενική (µέλει µοι τινός)

2)µέλει + δοτ. προσωπική + τελικό απαρέµφατο [σπν]

µέλλω = σκοπεύω, αναβάλλω, καθυστερώ

1)αµτβ.


2)µέλλω + τελικό απαρέµφατο

µέµφοµαι = µαλώνω, κατηγορώ

1)µέµφοµαι τινά ή τι (αιτ.)

2)µέµφοµαι τινί (δοτ.)

3)µέµφοµαι τινά + γενική της αιτίας

4)µέµφοµαι τινί τινά (δοτ. – αιτ.)

µένω = µένω, περιµένω

1)αµτβ.

2)µένω τινά ή τι (αιτ.) [σπν]

µιµνήσκω = θυµίζω

1)µιµνήσκω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

µέσο   2)µιµνήσκοµαι τινός (γεν.)

3)µιµνήσκοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

4)µιµνήσκοµαι + απαρέµφατο

συνθ.   5)αναµιµνήσκω, υποµιµνήσκω + 2 αιτ.

µνηµονεύω = θυµούµαι, αναφέρω

1)µνηµονεύω τινός (γεν.)

2)µνηµονεύω τινά ή τι (αιτ.)

3)µνηµονεύω + ειδική πρόταση

νέµω= µοιράζω, απονέµω, κατοικώ, διοικώ, βόσκω

1)νέµω τι (αιτ.)

2)νέµω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

µέσο   3)νέµοµαι τι (αιτ.)

νέω = πλέω, κολυµπώ

1)αµτβ.

νεωτερίζω = κάνω µεταρρυθµίσεις, καινοτοµώ, στασιάζω

1)νεωτερίζω τι (αιτ.)

2)νεωτερίζω + σύστοιχο αντικείµενο

νικάω(-ω)

1)αµτβ.

2)νικω τινά (αιτ.) + σύστοιχο αντικείµενο [σπν]

3)νικω τινί (δοτ. του τρόπου)

νοέω(-ω) = σκέπτοµαι, εννοώ

1)νοω τι (αιτ.)

2)νοω + απαρέµφατο

νοµίζω = παραδέχοµαι, ακολουθώ συνήθεια, θεωρώ, πιστεύω, φρονώ

1)νοµίζω τινά ή τι (αιτ.)

2)νοµίζω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)= θεωρώ…

3)νοµίζω + ειδικό απαρέµφατο

νοµοθετέω(-ω)

1)νοµοθετω τινί (δοτ.)

2)νοµοθετω + εµπρόθετος προσδιορισµός

οιδα = γνωρίζω

1)οιδα τι (αιτ.)

2)οιδα τινός (γεν.) [σπν] = γνωρίζω για κάποιον

3)οιδα + τελικό απαρέµφατο

4)οιδα + κατηγορηµατική µετοχή (στο υποκ. ή το αντικ.)

5)οιδα + ειδική πρόταση


6)οιδα + πλάγια ερώτηση

οικέω(-ω) = κατοικώ, κυβερνώ // αµτβ. για πόλεις = κατοικούµαι, κυβερνιέµαι

1)οικω τι (αιτ.)

οίοµαι(οιµαι) = νοµίζω, υποθέτω

1)οίοµαι + ειδικό απαρέµφατο

οίχοµαι = έχω φύγει, έχω πεθάνει, χάνοµαι

1)οίχοµαι + κατηγορηµατική µετοχή (η µτχ. µεταφράζεται ως ρήµα και το ρήµα ως

επίρρ.)

ολιγορέω(-ω) = δε φροντίζω, δεν προσέχω

1)ολιγορω τινός (γεν.)

όλλυµι (ολλύω) = αφανίζω, καταστρέφω

1)όλλυµι τινά ή τι (αιτ.)

οµιλέω(-ω) = συνανστρέφοµαι, πλησιάζω

1)οµιλω τινί (δοτ.)

2)οµιλω + επιρρηµα ή εµπρόθετος προσδιορισµός

οµνυµι (οµνύω) = ορκίζοµαι

1)όµνυµι τινά (αιτ.)

2)όµνυµι τινί (δοτ.) [σπν]

3)όµνυµι τινι τινά (δοτ. + συστοιχο αντικείµενο)

4)όµνυµι + απαρέµφατο µέλλοντα

οµολογέω(-ω) = συµφωνω, παραδέχοµαι

1)οµολογω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

2)οµολογω τινί (δοτ.)

3)οµολογω + ειδικό απαρέµφατο

4)οµολογειται===> απόλυτο

ονειδίζω = ελέγχω, επιτιµώ, υβρίζω

1)ονειδίζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

2)ονειδίζω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός

3)ονειδίζω τινά (αιτ.)

οράω(-ω) = βλέπω

1)ορω τινά ή τι (αιτ.)

2)ορω + κατηγορηµατική µετοχή

3)ορω + ειδική πρόταση

4)ορω + ενδοιαστική πρόταση

5)ορω + πλάγια ερώτηση


οργίζω


1)οργίζω τινά (αιτ.)


µέσο   2)οργίζοµαι τινί (δοτ.) ή εµπρόθετος προσδιορισµός

ορίζω = θέτω όρια, προσδιορίζω, τάσσω, χωρίζω

1)ορίζω τινά ή τι (αιτ.)

2)ορίζω τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)

µέσο    3)ορίζοµαι τινά (αιτ.)

ορµά(-ω)= µτβ παρορµώ, παρακινώ /// αµτβ= ορµώ, ξεκινώ

1)ορµω τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό

2)ορµω + απαρέµφατο

ορµέω(-ω) = είµαι αραγµένος

1)αµτβ.

ορµίζω = µτβ οδηγώ πλοίο στο λιµάνι


1)ορµίζω τινά + εµπρόθετο προσδιορισµό

οφείλω

1)οφείλω τινί (δοτ.)

2)οφείλω + τελικό απαρέµφατο

οφλισκάνω = χρωστώ στο δηµόσιο, καταδικάζοµαι, οφείλω

1)οφλισκάνω τινά (αιτ.)

2)οφλισκάνω τινά + γεν. της αιτίας ή της ποινής

3)οφλισκάνω + γεν. της αιτίας

παιδεύω = εκπαιδεύω, διδάσκω, µορφώνω, ανατρέφω

1)παιδεύω τινά (αιτ.)

2)παιδεύω τινά τι (2 αιτ.)

3)παιδεύω τινά + απαρέµφατο

4)παιδεύω τινά + δοτ. του µέσου

5)παιδεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός

παραιτέοµαι(ουµαι)= παρακαλώ, ζητώ κάτι από κάποιον, ικετεύω

1)παραιτουµαι τινά (αιτ.) = παρακάλω κάποιον

2)παραιτουµαι τινά τι (2 αιτ.) = ζητώ µε παρακλήσεις κάτι

3)παραιτουµαι τινά + απαρέµφατο = παρακαλώ

παρασκευάζω

1)παρασκευάζω τι (αιτ.)

2)παρασκευάζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

3)παρασκευάζω + πλάγια ερώτηση

µέσο   4)παρασκευάζοµαι τι (αιτ.)

5)παρασκευάζοµαι + τελική µετοχή

πάσχω = υποφέρω, παθαίνω κάτι

1)πάσχω τι (αιτ.)

παύω = κάνω κάποιον να σταµατήσει, αποτρέπω, εµποδίζω

1)πάυω τινά (αιτ.)

2)παύω τινά τινός (αιτ. – γεν.)

3)παύω + κατηγορηµατική µετοχή

µέσο    4)παύοµαι τινός (γεν.)

5)παύοµαι + κατηγορηµατική µετοχή στο υποκ.


πείθω


1)πείθω τινά (αιτ.)

2)πείθω τινά + τελικό απαρέµφατο

3)πείθω τινά τι (2 αιτ.)

4)πείθω + συµπερασµατική πρόταση


µέσο    5)πείθοµαι τινί (δοτ.)

6)πείθοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)

7)πείθοµαι τινί + τελικό απαρέµφατο

πειράω(-ω) = αποκτώ πείρα, πειράζω, δοκιµάζω, προσπαθώ

1)πειρω τινά (αιτ.)

2)πειρω τινός (γεν.)

3)πειρω + τελικό απαρέµφατο

4)πειρω + πλάγια ερώτηση


πέµπω


1)πέµπω τινά ή τι (αιτ.)

2)πέµπω τινί τι (δοτ. -αιτ.)


3)πέµπω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός

4)πέµπω + απαρέµφατο

µέσο   5)πέµποµαι τινά (αιτ.) = στέλνω κάποιον εκ µέρους µου

πίµπληµι = γεµίζω

1)πίµπληµι τινά τινός (αιτ. – γεν.)

πίµπρηµι = καίω

1)πίµπρηµι τι (αιτ.)

πιστεύω

1)πιστεύω τινί (δοτ.)

2)πιστεύω + ειδικό απαρέµφατο

3)πιστεύω + ειδική πορόταση

ποιέω(-ω)

1)ποιω τι (αιτ.)

2)ποιω τινά τινι (αιτ. – δοτ.)

3)ποιω τινά τι (2 αιτ. – η µιά κατηγ. στην άλλη)

4)ποιω τινά + απαρέµφατο

µέσο   5)ποιουµαι τι (αιτ.)

6)ποιουµαι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)

πολεµέω(-ω)

1)πολεµω τινί (δοτ.)

2)πολεµω + εµπρόθετος προσδιορισµός

3)πολέµω τινά [σπν]

πορεύω = µεταφέρω, διαβιβάζω // µέσο = βαδίζω, οδοιπορώ

1)πορεύω τινά ή τι (αιτ.)

πράττω = κάνω, ενεργώ, κατορθώνω

1)πράττω τι (αιτ.)

2)πράττω τινά τι (2 αιτ.)

3)πράττω τινά τινί (αιτ. – δοτ. ) ή εµπρόθετο προσδιορισµό

4)πράττω + εµπρόθετο προσδιορισµό

5)πράττω + επίρρηµα

µέσο    6)πράττοµαι τι (αιτ.)

7)πράττοµαι τινα τι (2 αιτ.)

πρεσβεύω = είµαι µεγαλύτερος σε ηλικία, είµαι πρεσβευτής, κυβερνώ, εξουσιάζω, τιµώ, παραδέχοµαι /// µέσο = διαπραγµατεύοµαι µέσω πρεσβευτών /// παθ.=στέλνοµαι πρέσβευτής

1)πρεσβεύω τινός (γεν.) = είµαι µεγαλύτερος σε ηλικία

2)πρεσβεύω τι (αιτ.) = παραδέχοµαι, τιµώ

3)αµτβ= είµαι πρεσβευτής

πυνθάνοµαι = πληροφορούµαι, εξετάζω, ζητώ να µάθω, ακούω

1)πυνθάνοµαι τινά τινός (αιτ. – γεν.) = ρωτώ να µάθω

2)πυνθάνοµαι τινός (γεν.) = µαθαίνω για κάτι

3)πυνθάνοµαι τι (αιτ.) = πληροφορούµαι

4)πυνθάνοµαι τι + εµπρόθετος προσδιορισµός

5)πυνθάνοµαι + απαρέµφατο

6)πυνθάνοµαι + πλάγια ερώτηση

7)πυνθάνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή στο αντικ.

σηµαίνω = δίνω σηµείο, φανερώνω, γνωστοποιώ, υποδεικνύω, σφραγίζω, διατάσσω

1)σηµαίνω τι (αιτ.)


2)σηµαίνω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

3)σηµαίνω τινί + εµπρόθετος προσδιορισµός= φανερώνω

4)σηµαίνω τινί + απαρέµφατο =αναγγέλλω µε σηµάδι να κάνει κάτι

5)σηµαίνω τινί + πλάγια ερώτηση = φανερώνω

6)σηµαίνω + κατηγορηµατική µετοχή = φανερώνω

σκοπέω(-ω)= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτοµαι

1)σκοπω τινά (αιτ.)

2)σκοπω + πλάγια ερώτηση

3)σκοπω + εµπρόθετος προσδιορισµός

σπένδω = κάνω σπονδή ///µέσο = κάνω συνθήκη, συµφωνία, ειρήνη

1)σπένδω τινί (δοτ.)

2)σπένδω τι (αιτ.) = η αιτ. δηλώνει το υγρό της σπονδής

3)σπένδω + δοτ. του οργάνου

µέσο   4)σπένδοµαι τινί (δοτ.)

5)σπένδοµαι τινί + απαρέµφατο

6)σπένδοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)

σπουδάζω = ασχολούµαι σοβαρά µε κάτι

1)σπουδάζω + εµπρόθετος προσδιορισµός

2)σπουδάζω + απαρέµφατο

3)σπουδάζω τι (αιτ.)

στασιάζω = αµτβ. επαναστατώ, φιλονικώ // µτβ= παρακινώ σε στάση

1)στασιάζω τινά (αιτ.)

2)στασιάζω τινι (δοτ.) = επαναστατώ εναντίον κάποιου

στέλλω = ετοιµάζω, τεκτοποιώ, ντύνω, αποστέλλω

1)στέλλω τινά ή τι (αιτ.)

στρατεύω

1)στρατεύω + εµπρόθετος προσδιορισµός

2)στρατεύω + σύστοιχο αντικείµενο

στρατηγέω(-ω) = είµαι στρατηγός

1)αµτβ.

2)στρατηγω τινός (γεν.) = είµαι αρχηγός κάποιου

3)στρατηγω τινί (δοτ.) = είµαι αρχηγός κάποιου [σπν]

4)στρατηγω + σύστοιχο αντικείµενο

συµµαχέω(-ω)

1)συµµαχω τινί (δοτ.)

σφάλλω=κάνω κάποιον να παραπατήσει, βλάπτω, νικώ, καταρρίπτω

1)σφάλλω τινά (αιτ.) = κάνω κάποιον να παραπατήσει

µέσο    2)σφάλλοµαι τινός (γεν.)= απατώµαι, κάνω λάθος

σωζω = σωζω, ελευθερώνω, διατηρώ, διαφυλλάσσω

1)σωζω τινά (αιτ.)

2)σωζω τινά τινός (αιτ. – γεν.) ή εµπρόθετο προσδιορισµό

τάττω(τάσσω) = τακτοποιώ, διατάσσω, προπσδιορίζω

1)τάττω τινά ή τι (αιτ.)

2)τάττω τινά + απαρέµφατο

3)τάττω τινί τινά (δοτ. – αιτ.)

4)τάττω + εµπρόθετος προσδιορισµός ή επιρρηµατικός προσδιορισµός

τελευτάω(-ω) = τελειώνω κάτι, πεθαίνω

1)τελευτω τι (αιτ.)


2)τελευτω τινός (γεν.)

3)αµτβ.

τέµνω = κόβω, σκίζω, διαχωρίζω, σφάζω

1)τέµνω τι (αιτ.)

2)τέµνω + γενική διαιρετική

τίθηµι = θέτω, τοποθετώ

1)τίθηµι τινά ή τι (αιτ.)

2)τίθηµι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ. στην άλλη)

3)τίθηµι τι τινός (αιτ. – γεν.)

4)τίθηµι τινά + απαρέµφατο

µέσο    5)τίθεµαι τι (αιτ.)

6)τίθεµαι τι + εµπρόθετος προσδιορισµός

7)τίθεµαι τινά τι (2 αιτ. – η µία κατηγ, στην άλλη)

τιµάω(-ω)

1)τιµω τινά ή τι (αιτ.)

2)τιµω τινά + γενική της αξίας

3)τιµω τινί + γενική της ποινής (ως δικαστικός όρος)

τυγχάνω = συναντώ, χτυπώ µε επιτυχία, αποκτώ, βρίσκω τυχαία, επιτυγχάνω

1)τυγχάνω + κατηγορούµενο

2)τυγχάνω τινός (γεν.) = πετυχαίνω κάτι (µπορεί να έχει και κατηγ, στο αντικ.)

3)τυγχάνω τι (αιτ.)

4)τυγχάνω τι τινός (αιτ. – γεν.)

5)τυγχάνω + κατηγορηµατική µετοχή στο υποκ.

6)ετύγχανε ===>απρόσωπο

7)τυχόν ==> το ουδ. µτχ τίθεται απόλυτα και θεωρείται επίρρηµα

υβρίζω = αµτβ, συµπεριφέροµαι µε αυθάδεια // µτβ = περιφρονώ, ατιµάζω, προσβάλλω

1)υβρίζω τινά (αιτ.)

υπισχνέοµαι(-ουµαι) = υπόσχοµαι, διαβεβαιώνω

1)υπισχνουµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.)

2)υπισχνούµαι + απαρέµφατο

υποκρίνοµαι =αποκρίνοµαι, εξηγώ, ερµηνεύω, παριστάνω κάτι, προσποιούµαι

1)υποκρίνοµαι τινί τι (δοτ. – αιτ.) = απαντώ

2)υποκρίνοµαι τι (αιτ.) = παριστάνω

3)υποκρίνοµαι + απαρέµφατο = παριστάνω

φαίνω = φέγγω, φανερώνω, γνωστοποιώ, καταγγέλλω

1)φαίνω τινά ή τι (αιτ.) = φανερώνω

2)φαίνω τινά τινί (αιτ. – δοτ.) = φανερώνω

µέσο    3)φαίνοµαι + απαρέµφατο

4)φαίνοµαι + κατηγορηµατική µετοχή

5)φαίνοµαι + κατηγορούµενο (ως δοξαστικό) = νοµίζοµαι, θεωρούµαι παθ.           6)φαίνοµαι υπό τινός = ελέγχοµαι, φανερώνοµαι, καταγγέλλοµαι

φέρω = φέρω, υποφέρω, φορώ, βαστάζω, παράγω, προξενώ, πληρώνω, κατορθώνω,

οδηγώ

1)φέρω τινά ή τι (αιτ.)

2)φέρω τινά τινί (αιτ. – δοτ.)

3)φέρω + επιρρηµατικό ή εµπρόθετο προσδιορισµό

µέσο    4)φέροµαι τι (αιτ.)

5)φέροµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός


παθ.     6)φέροµαι υπό τινός

φεύγω = τρέποµαι σε φυγή, αποφεύγω, εξορίζοµαι, κατηγορούµαι

1)φεύγω τινά ή τι (αιτ.) = αποφεύγω, διαφεύγω

2)φεύγω + τελικό απαρέµφατο = αποφεύγω

3)φεύγω + επιρρηµατικός ή εµπρόθετος προσδιορισµός

φηµί = λέγω, ισχυρίζοµαι, διακηρύσσω, φανερώνω, εκθέτω, βεβαιώνω

1)φηµί + ειδικό απαρέµφατο

φθάνω = φτάνω, προφτάνω, κάνω κάτι πρώτος, έρχοµαι πρώτος

1)φθάνω τινά ή τι (αιτ.) = προφτάνω

2)φθάνω + επιρρηµατικός ή εµπρόθετος προσδιορισµός

3)φθάνω + κατηγορηµατική µετοχή (=επίρρηµα χρόνου)

φθείρω = καταστρέφω, αρπάζω, φονεύω

1)φθείρω τινά ή τι (αιτ.)

φθονέω(-ω)

1)φθονώ τινί (δοτ.)

2)φθονω τινί + γενική της αιτίας

3)φθονω + απαρέµφατο = αρνούµαι, αποφεύγω απο φθόνο να κάνω κάτι

φιλέω(-ω) = αγαπώ, επιδοκιµάζω, συνηθίζω

1)φιλω τινά (αιτ.) = αγαπώ, προτιµώ,

2)φιλω + απαρέµφατο = συνηθίζω

φιλονικέω(-ω) = αγαπώ τη νίκη, προσπαθώ να φαίνοµαι πρώτος, µαλώνω

1)φιλονικω τινί (δοτ.)

2)φιλονικω +εµπρόθετος προσδιορισµός

φοβέω(-ω) = φοβίζω, τρέπω σε φυγή, προξενώ φόβο

1)φοβω τινά (αιτ.)

µέσο    2)φοβουµαι τινά ή τι (αιτ.)

3)φοβουµαι + εµπρόθετος προσδιορισµός

4)φοβουµαι + απαρέµφατο

5)φοβουµαι + ενδοιαστική πρόταση

φράζω =λέγω, εκφράζω, φανερώνω, εξηγώ, υποδεικνύω, παραγγέλλω ///

µέσο=σκέφτοµαι, συλλογίζοµαι /// παθ. εκφράζοµαι

1)φράζω τι (αιτ.)

2)φράζω τινί τι (δοτ. – αιτ.)

3)φράζω τινά τι (2 αιτ.)

4)φράζω τινί + ειδικό απαρέµφατο

5)φράζω + ειδική πρόταση

φρονέω(-ω) = σκέφτοµαι. συλλογίζοµαι, νοµίζω, έχω φρόνηµα, αισθάνοµαι

1)φρονω + απαρέµφατο = σκέφτοµαι

2)φρονω + ειδική πρόταση

3)φρονω + επιρρηµατικός προσδιορισµός

φροντίζω = σκέφτοµαι, µελετώ, προσέχω, έχω φροντίδα /// µέσο = φροντίζοµαι

1)φροντίζω τινός (γεν.) ή εµπρόθετος προσδιορισµός

2)φροντίζω τι (αιτ.) = σκέφτοµαι

3)φροντίζω + πλάγια ερώτηση ή ενδοιαστική ή τελική πρόταση

φυλάττω(φυλάσσω)=φυλασσω, αγρυπνώ, προσέχω, υπερασπίζοµαι, παραµονεύω

1)φυλάττω τινά ή τι (αιτ.)

2)φυλάττω τινί (δοτ.) = αγρυπνώ για κάποιον

3)φυλάττω τινά + τελικό απαρέµφατο = προσέχω


4)φυλάττω + πλάγια ερώτηση ή τελική ή ενδοιαστική πρόταση

µέσο    5)φυλάττοµαι τινά ή τι (αιτ.) = προσέχω, φροντίζω

6)φυλάττοµαι τινός = τσιγγουνευοµαι σε κάτι

7)φυλάττοµαι + πλάγια ερώτηση ή τελική ή ενδοιαστική πρόταση

χαίρω = χαίροµαι, ευχαριστιέµαι

1)χαίρω τινί (δοτ.) ή εµπρόθετο µε δοτική

2)χαίρω τινά (αιτ.) [σπν]

3)χαίρω + κατηγορηµατική µετοχή

χαλεπαίνω = οργίζοµαι, αγανακτώ

1)χαλεπαίνω τινί (δοτ.)

2)χαλεπαίνω + εµπρόθετος προσδιορισµός

χρή, χρέων εστι = πρέπει, είναι ανάγκη (απρόσωπο)

1)χρή + τελικό απαρέµφατο ως υποκείµενο

χρήοµαι(-ωµαι) = µεταχειρίζοµαι

1)χρωµαι τινί (δοτ.)

2)χρωµαι τινί τινί (2 δοτ.- η µία κατηγ. στην άλλη)

χωρίζω = αποχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω

1)χωρίζω τι τινός (αιτ. – γεν.)

µέσο    2)χωρίζοµαι τινός (γεν.) = αποχωρίζοµαι από κάποιον

ψεύδω = διαψεύδω /// µέσο = λέω ψέµµατα

1)ψεύδω τι τινός (αιτ. – γεν.)

µέσο    2)ψεύδοµαι τινός (γεν.)

3)ψεύδοµαι τινά (αιτ.)

ψηφίζω = ψηφίζω, αποφασίζω /// µέσο=ρίχνω ψήφο, αποφασίζω

1)ψηφίζω τινά (αιτ.)

µέσο    2)ψηφίζοµαι τινά (αιτ.)

3)ψηφίζοµαι + απαρέµφατο

4)ψηφίζοµαι τινά + απαρέµφατο

5)ψηφίζοµαι τινά τινί (αιτ. – δοτ.)

ωφελέω(-ω)=ωφελώ, υποστηρίζω, βοηθώ

1)ωφελω τινά (αιτ.)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1248

ΣΥΝΤΑΞΗ ΡΗΜΑΤΩΝ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ:

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

  1. Ρήματα που σημαίνουν ωφέλεια ή βλάβη με λόγους ή έργα:

ὀνίνημι, ὠφελῶ,εὐεργετῶ, εὖ ποιῶ, βλάπτω, ἀδικῶ, εὖ λέγω, εὐλογῶ, κακῶς ποιῶ, κακῶς λέγω, λοιδορῶ, κολακεύω, κακοποιῶ, κακουργῶ, θωπεύω, θεραπεύω, τιμωροῦμαι (=τιμωρώ).

2. Ρήματα καταδίωξης ή απόδρασης: θηρῶ, θηρεύω, διώκω, ἐνεδρεύω, φεύγω, ἀποφεύγω, ἀποδιδράσκω, ζηλῶ.

3. Ρήματα διαφόρων σημασιών: φθάνω, λανθάνω, ἐπιλείπω, μένω, περιμένω, ὄμνυμι, ἐπιορκῶ, κελεύω, οἰκῶ, σπεύδω, θαρρῶ, σιγῶ, σιωπῶ.

4. Ρήματα αμετάβατα που χρησιμοποιούνται ως μεταβατικά: αἰδοῦμαι,

αἰσχύνομαι, φυλάττομαι, εὐλαβοῦμαι, ἐκπλήττομαι, καταπλήττομαι,

δακρύω, κλαίω, φοβοῦμαι, δέδοικα, οἰμώζω, θρηνῶ, ποθῶ, πενθῶ, ἀλγῶ.

5. Τα ρήματα: ὁρῶ, κρατῶ (+αιτιατική=νικώ), ἀγαπῶ, ποθῶ, φιλῶ, ακούω (+αιτιατική, δηλώνεται έμμεση αντίληψη), αἰσθάνομαι (+αιτιατική

κάποιες φορές, π.χ. ᾔσθετο βοήν).

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΓΕΝΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

1. Ρήματα που σημαίνουν μνήμη ή λήθη: μιμνήσκομαι, μέμνημαι, μνημονεύω, ἐπιλανθάνομαι.

2. Ρήματα που σημαίνουν φειδώ και τα αντίθετά τους: φείδομαι, ἀφειδῶ.

3. Ρήματα που σημαίνουν φροντίδα ή επιμέλεια και τα αντίθετά τους: φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, προνοῶ, μέλει μοι τινός, κήδομαι, μεταμέλει μοι τινός, μεταμέλομαι, ὀλιγορῶ, ἀμελῶ.

4. Ρήματα που σημαίνουν επιθυμία: ἐπιθυμῶ, ἐρῶ (=αγαπώ), ἐρῶμαι

(=επιθυμώ), ἐφίεμαι, ὀρέγομαι, γλίχομαι.

5. Ρήματα που σημαίνουν απόλαυση: ἀπολαύω, ὀνίναμαι.

6. Ρήματα που σημαίνουν μετοχή: μετέχω, μεταλαμβάνω, κοινωνῶ,

κληρονομῶ, μέτεστί μοι τινός.

7. Ρήματα που σημαίνουν πλησμονή: βρίθω, πίμπλαμαι, εὐπορῶ, γέμω, πλήθω,μεστῶ.

8. Ρήματα που σημαίνουν στέρηση: δέω, δέομαι, δεῖ μοι τινός, χρῄζω, ἀπορῶ, στέρομαι, σπανίζω.

9. Ρήματα που σημαίνουν γενικά αίσθηση (αφή, γεύση, όσφρηση, οσμή, ακοή):ἅπτομαι, ψαύω, θιγγάνω, ἔχομαι, ἀντέχομαι, δράττομαι, λαμβάνομαι,ἐπιλαμβάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι, γεύομαι, ὀσφραίνομαι, ὄζω, πνέω, ἀκούω(για άμεση αντίληψη), ἀκροῶμαι.

10. Ρήματα που σημαίνουν απόπειρα: πειρῶ, πειρῶμαι.

11. Ρήματα που σημαίνουν επιτυχία: τυγχάνω, ἐφικνοῦμαι, ἐξικνοῦμαι.

12. Ρήματα που σημαίνουν αποτυχία: ἀποτυγχάνω, ἁμαρτάνω, διαμαρτάνω, ἐξαμαρτάνω, ψεύδομαι (=αποτυγχάνω)

13. Ρήματα που σημαίνουν έναρξη ή λήξη: ἄρχω, ἄρχομαι, λήγω, παύομαι (=σταματώ).

14. Ρήματα που σημαίνουν αρχή ή εξουσία και τα αντίθετά τους: ἄρχω, κρατῶ (+γενική=εξουσιάζω), βασιλεύω, ἡγεμονεύω, δεσπόζω, στρατηγῶ, τυραννῶ, ἡγοῦμαι (+γενική=είμαι αρχηγός).

15. Ρήματα που σημαίνουν χωρισμό: χωρίζομαι.

16. Ρήματα που σημαίνουν αποχή: ἀπέχω, ἀπέχομαι.

17. Ρήματα που σημαίνουν απομάκρυνση: διέχω, ἄπειμι, εἴκω (=υποχωρώ), παραχωρῶ.

18. Ρήματα που σημαίνουν απαλλαγή: ἀπαλλάττω, ἐλευθερῶ, λύω, ἀφίεμαι.

19. Ρήματα που σημαίνουν καταγωγή: εἰμί, γίγνομαι, ἔφυν, πέφυκα.

20. Ρήματα που σημαίνουν σύγκριση, διαφορά, υπεροχή: ἡττῶμαι, λείπομαι, ἀριστεύω, ἀπολείπομαι, ὑστερῶ, προέχω, μειονεκτῶ, περιγίγνομαι, περίειμι, πρωτεύω, κρατιστεύω, πλεονεκτῶ, ὑπερτερῶ, διαφέρω.

21. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἀπό, ἐκ, πρό, ὑπέρ, κατά.

22. Ρήματα διαφόρων σημασιών: φεύγω + γενική (=κατηγορούμαι για κάτι), ἑάλω + γενική (=καταδικάζομαι για κάτι), κρίνομαι + γενική (=τιμωρούμαι σε…π.χ. θάνατο), αἰσθάνομαι + γενική. Θυμήσου: ἁλίσκομαι = κυριεύομαι (για άψυχα), συλλαμβάνομαι (για έμψυχα).

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

1. Ρήματα σημαίνουν πρέπει, αρμόζει, ταιριάζει και τα συνώνυμά τους.

2. Ρήματα που σημαίνουν προσέγγιση ή συνάντηση απλή, φιλική ή εχθρική διάθεση: πλησιάζω, πελάζω, προσίημι, ἐντυγχάνω, συντυγχάνω.

3. Ρήματα που σημαίνουν ακολουθία, διαδοχή: ἕπομαι, ἀκολουθῶ.

4. Ρήματα που σημαίνουν επικοινωνία, ένωση: ὁμιλῶ, χρῶμαι (συχνά

συντάσσεται με δύο δοτικές, από τις οποίες η μία είναι κατηγορούμενο της

άλλης), μείγνυμαι, ἐπιμείγνυμαι, κεράννυμι.

5. Ρήματα που σημαίνουν φιλική ή εχθρική ενέργεια – διάθεση: εὐνοῶ, ἀρέσκω, βοηθῶ, ἀρήγω (=βοηθώ), ἀμύνω (=βοηθώ), τιμωρῶ (=βοηθώ), λυσιτελῶ, δουλεύω, πείθομαι, χαλεπαίνω (=οργίζομαι), ὀργίζομαι, ἐνοχλῶ, μάχομαι, στασιάζω, πολεμῶ, εἰς χείρας ἔρχομαι (=συμπλέκομαι), ἀπειλῶ, φθονῶ, ἐπιβουλεύω, λοιδοροῦμαι, ἀπειθῶ, ἐπιτιμῶ.

6. Ρήματα που σημαίνουν άμιλλα: ἁμιλλῶμαι.

7. Ρήματα που σημαίνουν φιλονικία: διαφέρομαι, ἐρίζω, ἀμφισβητῶ.

8. Ρήματα που σημαίνουν έριδα ή συμφιλίωση: σπένδομαι (=συνθηκολογώ), σπονδὰς ποιοῦμαι, συναλλάττομαι – διαλλάττομαι – καταλλάττομαι (=συμφιλιώνομαι).

9. Ρήματα που σημαίνουν ισότητα και ομοιότητα: ἰσοῦται, ὁμοιάζω, ἔοικα.

10. Ρήματα που σημαίνουν συμφωνία: συμφωνῶ, ὁμολογῶ, ὁμονοῶ, συνᾴδω (=συμφωνώ), συναρμόττω (=ταιριάζω).

11. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἐν, σύν, ἐπί, περί, παρά, ὑπό, πρός.

12. Ρήματα διαφόρων σημασιών: ἡγοῦμαι + δοτική = οδηγώ, ἡγοῦμαι + ειδικό απαρέμφατο = νομίζω ότι…, χρῶμαι + δύο δοτικές (η μία κατηγορούμενο της άλλης).

ΔΙΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ:

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ ΑΙΤΙΑΤΙΚΕΣ:

α) Η μία αιτιατική, η οποία είναι πρόσωπο ή περιεκτικό ουσιαστικό, ειναι το ΑΜΕΣΟ αντικείμενο. Η άλλη, το πράγμα ή το άψυχο, είναι το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.

1. Ρήματα που σημαίνουν: ἀποκρύπτω, ἀποστερῶ, εἰσπράττω, ἱκετεύω, ἐρωτῶ, ἀνερωτῶ.

2. Ρήματα που σημαίνουν: ὑπενθυμίζω, διδάσκω.

3. Ρήματα που σημαίνουν: ἐνδύω.

4. Ρήματα που σημαίνουν: δρῶ, ἐργάζομαι, ποιῶ, ἀγορεύω, λέγω, εὐεργετῶ (τα ρήματα αυτά έχουν εξωτερικό και σύστοιχο αντικείμενο).

β) Η μία αιτιατική κατηγορούμενο της άλλης (με κατηγορούμενο του

αντικειμένου σε αιτιατική συντάσσονται τα κλητικά ρήματα, τα εκλογής,

δοξαστικά και τα συνώνυμα του εἰμὶ και του γίγνομαι).

1. Ρήματα που σημαίνουν: λέγω, καλῶ, προσαγορεύω, ὀνομάζω.

2. Ρήματα που σημαίνουν: ποιῶ, καθίστημι, τίθημι, ἀποδείκνυμι, ἀποφαίνω, αἱροῦμαι, χειροτονῶ.

3. Ρήματα που σημαίνουν: νομίζω, ἡγοῦμαι, κρίνω.

4. Ρήματα που σημαίνουν: ἔχω, δίδωμι, λαμβάνω, παραλαμβάνω, παρέχω.

5. Προσοχή: τα ρήματα αὔξω, τρέφω, αἴρω συντάσσονται με προληπτικό

κατηγορούμενο του αντικειμένου.

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

Η αιτιατική είναι το ΑΜΕΣΟ, η γενική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.

1. Ρήματα που σημαίνουν: πληρῶ, μεστῶ, γεμίζω, κενῶ, ἐρημῶ, ἑστιῶ (=κάνω τραπέζι σε κάποιον).

2. Ρήματα που σημαίνουν: ἀκούω, μανθάνω, πληροφοροῦμαι.

3. Ρήματα που σημαίνουν: λαμβάνω, ἄγω, ἕλκω.

4. Ρήματα που σημαίνουν: ἀπαλλάσσω, ἀπολύω, παύω, ἀποστερῶ, χωρίζω, εἴργω (=εμποδίζω), κωλύω, ἐλευθερῶ.

5. Ρήματα που σημαίνουν: ἀνταλλάσσω, ἀγοράζω, πωλῶ, πιπράσκω, ὠνοῦμαι (=αγοράζω), ἀποδίδομαι (=πωλώ), ἀξιῶ, τιμῶ, ἐκτιμῶ.

(Στις παραπάνω 5 κατηγορίες ρημάτων η ΓΕΝΙΚΗ είναι ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ σε θέση ΕΜΜΕΣΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ)

6. Ρήματα που σημαίνουν ψυχικό πάθημα: θαυμάζω, ἄγαμαι, ζηλῶ, ἐπαινῶ, εὐδαιμονίζω, οἰκτίρω, μισῶ, μακαρίζω.

7. Ρήματα που σημαίνουν δικάζω και ανταποδίδω: αἰτιῶμαι, γράφομαι, κρίνω, τιμωροῦμαι, διώκω, δικάζω.

(Στις παραπάνω 2 κατηγορίες ρημάτων η ΓΕΝΙΚΗ είναι ΓΕΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ σε θέση ΕΜΜΕΣΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ)

8. Ρήματα που είναι σύνθετα με τις προθέσεις: ἀπό, ἐκ, κατά, πρό.

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΙΤΙΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

Η αιτιατική είναι το ΑΜΕΣΟ, η δοτική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.

  1. Ρήματα που σημαίνουν: λέγω, δίδω, δεικνύω.

2. Ρήματα που σημαίνουν: ὑπόσχομαι, παραγγέλλω.

3. Ρήματα που σημαίνουν: ἐξισώνω, ὁμοιάζω.

4. Ρήματα που σημαίνουν: ἀναμιγνύω, συνδιαλλάσσω.

5. Μερικά σύνθετα ρήματα με τις προθέσεις: ἐν, σύν.

ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ:

Η γενική είναι το ΑΜΕΣΟ, η δοτική το ΕΜΜΕΣΟ αντικείμενο.

1. Ρήματα που σημαίνουν: μετέχω, μεταδίδω.

2. Ρήματα που σημαίνουν: παραχωρῶ, φθονῶ.

3. Ρήματα που σημαίνουν: τιμῶ, τιμῶμαι

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1247

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Α. ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα αναφορική πρόταση.

α) ´Εναρθρη = δεικτική αντωνυμία (ίδιο γένος, αριθμό και πτώση με τη μετοχή + αναφορική αντωνυμία (στην ονομαστική στο γένος και αριθμό της μετοχής)

β) ´Αναρθρη = αναφορική αντωνυμία (στην ονομαστική στο γένος και αριθμό της μετοχής)

ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
α) προῃρούμην γράφειν οὐ τοὺς ἐξηγουμένους. προῃρούμην γράφειν οὐκ ἐκείνους οἳ ἐξηγοῦνται.
β) Ποτείδαιαν ἔχουσιν ἐπὶ τῷ ᾿Ισθμῷ οὖσαν. Ποτείδαιαν ἔχουσιν ἐστι ἐπὶ τῷ ᾿Ισθμῷ.

Β. ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα πρόταση μόνο όταν εξαρτάται από ρήματα που σημαίνουν αίσθηση, γνώση, μάθηση, μνήμη, δείξη, αγγελία, έλεγχο και μεταφράζεται με το ότι.

ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
ὁρῶ τὰ πράγματα δυσκολίαν ἔχοντα. ὁρῶ ὅτι τὰ πράγματα δυσκολίαν ἔχουσιν.

Γ. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ

1) ΧΡΟΝΙΚΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα χρονική πρόταση.

α) Χρονικός σύνδεσμος + οριστική (πραγματικό)

β) Χρονικός σύνδεσμος + ἂν αορ. (συνήθως) + υποτακτική (προσδοκώμενο ή αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρόν και μέλλον)

γ) Χρονικός σύνδεσμος + ευκτική (αόριστα επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν ή απλή σκέψη)

ΣΗΜ. Η επιλογή του κατάλληλου συνδέσμου εξαρτάται από τη μορφή της χρονικής σχέσης μεταξύ της μετοχής και της κύριας πρότασης.

σύγχρονο: ὅτε, ὁπότε, ἐνῷ

προτερόχρονο: ἐπεί, ἐπειδή, ἀφ᾿ οὗ

υστερόχρονο: ἕως, μέχρι

ΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
α) ταῦτα εἰπὼν ἐπαύσατο. ταῦτα ἐπεὶ εἶπεν ἐπαύσατο.
β) τὰς τοῦ πατρὸς προαιρέσεις

ἀναμνησθεὶς ἕξεις παράδειγμα.

τὰς τοῦ πατρὸς προαιρέσεις

ὅταν ἀναμνησθῇς ἕξεις παράδειγμα.

γ) ἀδικεῖν ἐπιχειροῦσιν οὐκ ἐπέτρεπον. ὁπότε ἀδικεῖν ἐπιχειροῖεν οὐκ ἐπέτρεπον.

2) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα αιτιολογική πρόταση.

ἐπεί, ἐπειδή, ὅτι, διότι, ὡς + οριστική ή ευκτική του πλαγίου λόγου.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
πεπεικὼς ἐμαυτὸν ἀνέστηκα. ἐπεὶ πέπεικα ἐμαυτὸν ἀνέστηκα.

3) ΤΕΛΙΚΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα τελική πρόταση.

ἵνα, ὅπως + υποτακτική ή ευκτική πλαγίου λόγου.

ΤΕΛΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους γράμματα. πέμπουσιν εἰς διδασκάλων ἵνα μάθωσι γράμματα.

4) ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα υποθετική πρόταση.

Η υπόθεση καθορίζεται από τον υποθετικό λόγο που προκύπτει.

ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
εὖ φερομένης τῆς γεωργίας ἔρρωνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι. εἰ εὖ φέρεται ἡ γεωργία ἔρρωνται καὶ αἱ ἄλλαι τέχναι.
Λαβόντες ἐπιστάτην πολὺ ἄν διήνεγκαν. εἰ ἔλαβον ἐπιστάτην πολὺ ἄν διήνεγκαν.
Παραβὰς τις τοὺς νόμους δώσει δίκην. ἐὰν παραβῇ τις τοὺς νόμους δώσει δίκην.
τοῖς πρώτοις ἀγῶσι σφαλέντες τὴν ἐλπίδα τοῦ φόβου ἔχουσι. τοῖς πρώτοις ἀγῶσι ἐὰν σφαλῶσι τὴν  ἐλπίδα τοῦ φόβου ἔχουσι.
νικῶν μὲν οὐκ ἂν θαυμάζοιο. εἰ νικῴης μὲν οὐκ ἂν θαυμάζοιο.
χρηστοὺς μὲν ὄντας ἐτίμων. εἰ μὲν εἶεν χρηστοὶ ἐτίμων.

5) ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ

Αναλύεται σε δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση.

α) εἰ καὶ + οριστική ή ευκτική, ἂν καὶ + υποτακτική (πραγματικό)

β) καὶ εἰ + οριστική ή ευκτική, καὶ ἂν + υποτακτική για καταφατική κύρια πρόταση — οὐδ’ εἰ + οριστική ή ευκτική, οὐδ’ ἂν + υποτακτική για αποφατική κύρια πρόταση (πιθανό ή αδύνατο)

ΣΗΜ. Η έγκλιση της υπόθεσης εξαρτάται από την απόδοση.

ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΜΕΤΟΧΗ ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
α) δημοκρατίας οὔσης οὐκ ἔστι παρρησία. εἰ καὶ ἔστι δημοκρατία οὐκ ἔστι παρρησία.
β) τῶν ἀθλητῶν δὶς τοσαύτην ρώμην λαβόντων οὐδὲν ἂν πλέον γένοιτο τοῖς ἄλλοις. καὶ εἰ λάβοιεν οἱ ἀθληταὶ δὶς τοσαύτην ρώμην οὐδὲν ἂν πλέον γένοιτο τοῖς ἄλλοις.

6) ΤΡΟΠΙΚΗ

Δεν αναλύεται σε δευτερεύουσα πρόταση.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1076

Ρηματικά Επίθετα σε -τέος και -τός

ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ -τέος

Τα επίθετα αυτά ονομάζονται ρηματικά, γιατί παράγονται από ρήματα και έχουν ενεργητική η παθητική σημασία.  Σημαίνουν ότι  π ρ έ π ε ι  να γίνει αυτό που δηλώνει το ρήμα από το οποίο παράγονται.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (=παθητική σημασία).

Εχει την εξής μορφή:

Ονομαστική ρηματικού επιθέτου+ ἐστί (ή  εἰσί) + ονομαστική  +δοτική.

-Η ονομαστική λειτουργεί ως υποκείμενο,

-η ονομαστική του ρηματικού επιθέτου λειτουργεί ως  κατηγορούμενο  σ’ αυτό το υποκείμενο μέσω του συνδετικού ἐστί,

-η δοτική είναι του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου).

π.χ. εἴπερ τιμᾶσθαι βούλει, ὠφελητέα σοὶ ἡ πόλις ἐστί.

ἡ πόλις: υποκείμενο το ρήματος ἐστί,

ὠφελητέα: κατηγορούμενο στο υποκείμενο,

σοί: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου.

Μτφρ.: αν επιθυμείς να τιμάσαι, η πόλη πρέπει να ωφελείται από σένα (πρέπει να ωφελείς την πόλη).

Ανάλυση: η παραπάνω σύνταξη ισοδυναμεί με την εξής:

δεῖ + απαρέμφατο παθητικής διάθεσης (δεῖ τὴν πόλιν ὠφελεῖσθαι ὑπὸ σοῦ).

ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (ενεργητική σημασία)

Εχει την εξής μορφή:

Ουδέτ. ενικού (σπ. πληθ.) ρηματικού επιθέτου +(ἐστί) + δοτική + αντικείμενο.

-Στην απρόσωπη αυτή σύνταξη δεν υπάρχει υποκείμενο.

-η δοτική είναι του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου),                                                         -το αντικείμενο μπορεί να είναι πλάγια πτώση,  απαρέμφατο* , ονοματική δευτερεύουσα πρόταση ή και να μην υπάρχει καθόλου (ανάλογα  με  το πώς συντάσσεται το ρήμα από το οποίο παράγεται το ρηματικό επίθετο).

*συνηθισμένο λάθος  συντακτικού:  να  θεωρείται  αυτό  το  απαρέμφατο υποκείμενο της απρόσωπης σύνταξης του ρηματικού επιθέτου.

π.χ. θεραπευτέον ἡμῖν τοὺς θεούς.

θεραπευτέον ἐστί: απρόσωπη σύνταξη ρηματικού επιθέτου (χωρίς υποκείμενο),

ἡμῖν: δοτική προσωπική ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου),

τοὺς θεούς: αντικείμενο.

Μτφρ.: Πρέπει να λατρεύουμε τους θεούς.

Ανάλυση: η παραπάνω σύνταξη ισοδυναμεί με την εξής:

Δε~ι + απαρέμφ. ενεργ. ή μέσης φωνής (δεῖ ἡμᾶς θεραπεύειν τοὺς θεούς).

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

1. Οὐ παραδοτέον ἐστί τούς συμμάχους τοῖς Ἀθηναίοις.

2. Εἴπερ τιμᾶσθαι βούλει, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις ἐστι.

3. Εἰς τόν ἐπίλοιπον χρόνον φυλακτέον ὅπως  μηδέν  συμβήσεται  σοι τοιοῦτον.

4. Ἐγώ γιγνώσκω τούς κακούς  ἀνθρώπους  ἐξαιρετέους  εἶναι ἐκ  τῆς στρατιᾶς.

5. Τόν θάνατον ἡμῖν μετ’  εὐδοξίας αἱρετέον ἐστίν.

6. Παρασκευαστέον μάλιστα μηδέν δεῖσθαι τοῦ κολάζεσθαι.

7. Οὔτε μισθοφορητέον εἴη ἄλλους ἤ τούς στρατευομένους, οὔτε μεθεκτέον τῶν πραγμάτων πλείοσιν ἤ πεντακοσίοις.

8. Μιμητέον ἐστίν ἡμῖν τούς ἀγαθούς.

9. Ἐμοί μέν δοκεῖ ἐλευθέρῳ ἀνδρί εὐκτέον  εἶναι μή  τυχεῖν δούλου τοιούτου.

10. Σκεπτέον τί τά συμβαίνοντα.

11. Τοῖς ἀγαθοῖς τῶν νέων γέρα δοτέον και ἆθλα.

12. Οὗτος ἐστιν ὑμῖν ἀποψηφιστέος.

ΤΑ ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ -τος

Εχουν  κανονικά  παθητική  σημασία  και   σπανιότερα   ενεργητική. Σημαίνουν συνήθως ότι  ε ί ν α ι  δ υ ν α τ ό  ν   να  γίνει αυτό που δηλώνει το ρήμα από το οποίο παράγονται.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

Εχει την εξής μορφή:

Ονομαστική ρηματικού επιθέτου+ [εστί + ονομαστική + δοτική.

-Η ονομαστική λειτουργεί ως υποκείμενο,

-η ονομαστική του ρηματικού επιθέτου λειτουργεί ως  κατηγορούμενο  σ[  αυτό το υποκείμενο μέσω του συνδετικού [εστί,

-η δοτική είναι του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου).

π.χ. ]ο λοιπός βίος [αβίωτός μοί [εστιν.

]ο βίος : υποκείμενο του ρήματος [εστί,

[αβίωτος : κατηγορούμενο στο υποκείμενο,

μοί: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου).

ΑΠΡΟΣΩΠΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (σπάνια)

Εχει την εξής μορφή:

Ουδέτερο ενικού (σπ. πληθ.) ρηματικού επιθέτου +([εστί)+  δοτική.

-Στην απρόσωπη αυτή σύνταξη δεν υπάρχει υποκείμενο.

-η δοτική είναι του ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου).

π.χ. ο[υ βιωτόν μοί [εστιν

ο[υ βιωτόν [εστί: απρόσωπη σύνταξη ρηματικού επιθέτου (χωρίς υποκείμενο),

μοί: δοτική προσωπική ενεργούντος προσώπου (ποιητικού αιτίου).

*Τα ρηματικά επίθετα -τός μπορεί να σημαίνουν επίσης:

α)Ο,τι και η μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος  από  το οποίο παράγεται το ρηματικό επίθετο:

γραπτός= αυτός που έχει γραφτεί

λυτός= αυτός που έχει λυθεί.

β)Εκείνον που είναι άξιος να πάθει αυτό που φανερώνει το ρήμα  από  το οποίο παράγεται το ρηματικό επίθετο.

θαυμαστός =άξιος θαυμασμού

μεμπτός= άξιος επίκρισης

ζηλωτός= αξιοζήλευτος

πιστός= άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος.

**Κάποια ρηματικά επίθετα -τός έχουν ενεργητική  η  παθητική  σημασία κατά περίπτωση:

πιστός: α)αυτός που πιστεύει, υπακούει. β)αξιόπιστος.

δυνατός: α)ισχυρός.  β)που είναι δυνατό να κατορθωθεί.

{απρακτος: α)αυτός που δεν έχει πράξει.    β)αυτός που δεν έχει πραχθεί..

ΑΣΚΗΣΕΙΣ
Να αναλυθούν τα ρηματικά επίθετα σε -τέος των παρακάτω παραδειγμάτων:
1. Παρὰ τούτους ἐλθόντες σκεψώμεθα ὅ τι ἡμῖν ποιητέον ἐστίν
2. Ἔστι δ’ ὑμῖν οὐ τοῦτο μόνον σκεπτέον
3. ‘Aλλ’, ἔφη ὁ Κλειτοφῶν, τὸ τοῦ κρείττονος συμφέρον ἔλεγεν ὃ ἡγοῖτο ὁκρείττων αὑτῷ συμφέρειν· τοῦτο ποιητέον εἶναι τῷ ἥττονι, καὶ τὸ δίκαιον τοῦτο ἐτίθετο.
4. Δοτέον οὖν τῷ τελέως ἀδίκῳ τὴν τελεωτάτην ἀδικίαν, καὶ οὐκ ἀφαιρετέον ἀλλ’ ἐατέον τὰ μέγιστα ἀδικοῦντα τὴν μεγίστην δόξαν αὑτῷ παρεσκευακέναι εἰς δικαιοσύνην
5. Ἀλλ’ ἄρα ἵνα βελτίους ὦσιν οἱ πολῖται ὁρῶντες ἅπαντας ὁμοίως τιμωμένους, διὰ τοῦτο δοκιμαστέος ἐστίν
6. Οὐκοῦν, εἰ μηδὲν αὐτοῖς τῶν ἀνθρωπίνων μέλει, τί καὶ ἡμῖν μελητέον τοῦ λανθάνειν αὐτοὺς;
7. Πρῶτον δὴ ἡμῖν, ὡς ἔοικεν, ἐπιστατητέον τοῖς μυθοποιοῖς, καὶ ὃν μὲν ἂν καλὸν μῦθον ποιήσωσιν, ἐγκριτέον, ὃν δ’ ἂν μή, ἀποκριτέον
8. ῏Ην δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον.
9. Ἵν’ εἰδότες τὸ κέρδος ἔνθεν οἰστέον τὸ λοιπὸν ἁρπάζητε
10 Κάτω νυν ἐλθοῦσ’, εἰ φιλητέον, φίλει κείνους· ἐμοῦ δὲ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή.
11. Καὶ οὐκ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἐπισκεπτέον ὑμῖν τοῖς ἄλλοις τὸ ἥσυχον, εἰ μὴ καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ἐς τὸ ὁμοῖον μεταλήψεσθε.
12. Κατὰ γὰρ τὸν αὐτὸν λόγον κἂν ἐκ βασιλέως γίγνηταί τι ἔκγονον, βασιλεὺς κλητέος
13. Περὶ τούτων ὑμῖν τε βουλευτέον καὶ ἐμοί, εἴ τι πλέον οἶδα, ἐσηγητέον.
14. Ἄλλοις μὲν γὰρ χρήματά ἐστι πολλὰ καὶ νῆες καὶ ἵπποι, ἡμῖν δὲ ξύμμαχοι ἀγαθοί, οὓς οὐ παραδοτέα τοῖς ᾿Αθηναίοις ἐστίν, οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους, ἀλλὰ τιμωρητέα ἐν
τάχει καὶ παντὶ σθένει
15. Καὶ ἄλλα δὲ πάμπολλα ἄν τις λέγοι ἐν οἷς τοῖς νοῦν τε καὶ νόμον ἔχουσιν ὀρθὸν οὐ ποτέος οἶνος
16. ᾿Εγὼ δ’, ἐπίσταμαι γὰρ ἀρτίως ὅτι ὅ τ’ ἐχθρὸς ἐσθ’ ἡμῖν ἐχθαρτέος

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1013

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση