Μετά από περιπετειώδη αναζήτηση κατάλληλης θέσης πάνω στο Βράχο της Ακρόπολης, το πρώτο Μουσείο θεμελιώθηκε το 1865 ανατολικά του Παρθενώνα. Η τοποθέτηση των γλυπτών ολοκληρώθηκε το 1886, αλλά στο μεταξύ τα ευρήματα πλήθαιναν, κυρίως με την ανακάλυψη των γλυπτών που είχαν θάψει οι αρχαίοι Αθηναίοι σε κοιλότητες του Βράχου μετά την καταστροφή της πόλης από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην απόφαση να επεκταθεί το παλιό Μουσείο το 1888. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εκσυγχρονίστηκε και λειτούργησε με τη μορφή που το θυμόμαστε από το 1964.
Δέκα χρόνια αργότερα το κράτος έθεσε ως στόχο την κατασκευή νέου Μουσείου προκειμένου να στεγαστούν οι μοναδικές αρχαιότητες της Ακρόπολης και να παρουσιαστούν στο σύνολό τους τα γλυπτά του Παρθενώνα. Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί του 1976 και του 1978 απέβησαν άκαρποι. Ο τρίτος του 1989 ακυρώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ ο τέταρτος διεθνής διαγωνισμός του 2000 τελεσφόρησε και σήμερα το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι πραγματικότητα.
Παρά τους ασυνήθιστους περιορισμούς που επιβάλλει η θέση του, το Μουσείο προκύπτει αβίαστα, δίχως επιτηδευμένο σχεδιασμό: η βάση-πιλοτή πάνω από τους αρχαίους τοίχους, το μεσαίο τμήμα με τις κύριες αίθουσες έκθεσης και η κορύφωση του κτηρίου με τη γυάλινη επίστεψη όπου εκτίθενται τα γλυπτά του Παρθενώνα. Στόχος αυτής της συμφωνικής απλότητας είναι να επικεντρωθούν τα συναισθήματα και ο νους του θεατή στα εκπληκτικά έργα τέχνης.
Bernard Tschumi, Αρχιτέκτων
Μορφή και σύνδεση με την Ακρόπολη και την ανασκαφή.
Η αρχιτεκτονική μορφή της κορυφαίας αίθουσας του Μουσείου υπαγορεύτηκε από τα γλυπτά και την αρχιτεκτονική του μεγάλου αρχαίου ναού πάνω στο Βράχο. Ένας ορθογώνιος πυρήνας από σκυρόδεμα λειτουργεί ως σηκός στον οποίο τοποθετείται ολόκληρη η ζωφόρος του Παρθενώνα με την ίδια τάξη και τον ίδιο προσανατολισμό. Ανάμεσα στους κίονες από ανοξείδωτο χάλυβα στήνονται οι μετώπες και μπροστά από αυτές ανατολικά και δυτικά, τα αετώματα. Η οπτική επαφή από την αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα με το μνημείο από το οποίο προέρχονται επιτεύχθηκε χάρη στις διαφανείς, γυάλινες όψεις του Μουσείου. Με τον τρόπο αυτό, ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει την πανοραμική θέα της Ακρόπολης, των ιστορικών λόφων αλλά και της σύγχρονης Αθήνας.
Η βάση του Μουσείου αντίθετα προσδιορίστηκε από τα αρχαιολογικά ευρήματα της ανασκαφής, τα οποία είναι ορατά από τα μεγάλα ανοίγματα στο δάπεδο του ισογείου.
Ένα Μουσείο γλυπτών και φωτός
Αν και έχει να επιδείξει ευρύτατη ποικιλία εκθεμάτων, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι κυρίως ένα Μουσείο γλυπτικής. Τα γλυπτά, αρχιτεκτονικά και ελεύθερα, που κοσμούσαν τα μνημεία και τον Ιερό Βράχο, λούζονταν από το διαρκώς μεταβαλλόμενο φυσικό φως. Η εκτεταμένη χρήση γυαλιού στις εξωτερικές επιφάνειες του Μουσείου επιτρέπει την είσοδο του φυσικού φωτός και εξασφαλίζει παρεμφερείς συνθήκες έκθεσης. Η έμφαση στο φυσικό φως είναι ορατή σε όλες τις αίθουσες του Μουσείου. Στην αίθουσα των Αρχαικών, το φως κατεβαίνει από πενήντα φεγγίτες στην οροφή της, ενώ στην αίθουσα του Παρθενώνα από δύο περιμετρικές αύλακες φωτισμού. Το φως εισέρχεται και στο αίθριο αυτής της αίθουσας και διαπερνώντας το γυάλινο δάπεδο, φωτίζει τους εκθεσιακούς χώρους έως και το χώρο της ανασκαφής.
Οι χώροι του Μουσείου
Το Μουσείο στο σύνολό του καταλαμβάνει έκταση 25.000 τ.μ. και διαθέτει εκθεσιακούς χώρους με εμβαδόν 14.000 τ.μ., δέκα φορές μεγαλύτερους από αυτούς του παλιού Μουσείου στο Βράχο της Ακρόπολης. Η γυάλινη αίθουσα του Παρθενώνα με επτάμισι μέτρα ύψος καταλαμβάνει χώρο 3.200 τ.μ., ενώ η αίθουσα των Αρχαϊκών με ύψος εννέα μέτρα, ξεπερνά σε εμβαδόν τα 1500 τ.μ. Για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών του το Μουσείο διαθέτει 4.000 τ.μ., ενώ 7.000 τ.μ. γύρω από το κτήριο αποτελούν τον κήπο του, κατά κύριο λόγο ένα άλσος με ελιές.