Τώρα κείτεται – 1968

“Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
μοιάζει μπαξές που το `φυγαν άξαφνα τα πουλιά
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.”

(Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας)

…Ο Ελύτης είχε αρχικά υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας «από τις 8 Ιανουαρίου ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1937, οπότε “καμένος από τον ήλιο και με χρυσές επωμίδες”, επέστρεψε στην Αθήνα, χάρη στη βοήθεια και τη μεσολάβηση της Ελένης Βλάχου, και τοποθετήθηκε ως ανθυπασπιστής στον 6ο Λόχο του ΙΙ Τάγματος στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο έδρευε στο Πικέρμι».

Το 1940 στρατεύεται εκ νέου και πολύ γρήγορα βρίσκεται στο μέτωπο. Στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης τοποθετείται στη Διλοχία Διοικήσεως του Στρατηγείου του Α΄ Σ.Σ. στο Ψυχικό και λίγες μέρες αργότερα, ξεκινά ένα διαφορετικό ταξίδι στην Ελλάδα.

«5-9 Νοεμβρίου 1940: Το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. και οι οργανικές μονάδες του μετακινούνται στην περιοχή Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών». Η μετακίνηση γίνεται με οχήματα της Διμοιρίας Αυτοκινήτων του Στρατηγείου ή με τον σιδηρόδρομο. Από ένα σημείο και μετά, το μέσον είναι η πεζοπορία. «Οι στρατιώτες, ύστερα από το Αγρίνιο, την Καλαμπάκα, τη Φλώρινα, όπου κυρίως με το τραίνο φτάνουν, πεζοπορούν για να φτάσουν στο μέτωπο – λίγοι αφικνούνται με αυτοκίνητο κι αυτοί, πάντως, όχι μέχρι την πρώτη γραμμή. Κάποιοι από τους επιστρατευμένους φαντάρους καλύπτουν ίσως και περισσότερα από 300 χλμ. πορείας για να φτάσουν στην πρώτη γραμμή. Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Νοεμβρίου 1940, το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. μετακινείται στο χωριό Βοτονόσι, 5 χλμ. ανατολικά του Μετσόβου. Στις 14 Νοεμβρίου αρχίζει η ελληνική (αντ)επίθεση».

Τα ιταλικά στρατεύματα απωθούνται και «το Στρατηγείο του Α΄ Σ.Σ. προωθείται στο χωριό Ζίτσα, 3 χλμ. ΒΔ των Ιωαννίνων. “Πότε με τα πόδια, βαδίζοντας προσεχτικά και κρατώντας ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, πότε καβάλα σ’ ένα πανύψηλο άλογο ανέβαινα ολοένα τις νύχτες ανάμεσα από τα μεγάλα σύδεντρα και τα τρομαχτικά φαράγγια της Πίνδου. Νύχτα πάντοτε”» εκμυστηρεύεται αργότερα σε επιστολή του ο Ελύτης. Αλλού γράφει: «Πρέπει να βρω το αντίσκηνό μου. Το ’χουνε στήσει μακριά, στην άκρη απ’ όλα τ’ άλλα, που ’ναι όλα τους περιποιημένα, στοιχημένα σ’ ευθείες γραμμές. Έτσι που τα φωτίζει το φεγγάρι κάτω από τα σύννεφα, μοιάζουνε με τάφους. Ωστόσο, εδώ, σ’ αυτή τη μικρή κοιλάδα, νιώθω καλύτερα, προπάντων που δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω μου. Αρχινάω τις βόλτες επάνου κάτω καπνίζοντας. Άλλο ένα τσιγάρο. Κι άλλο ένα».

Ιανουάριος 1941. «Το Σύνταγμα μετασταθμεύει στην περιοχή Καλαράτι, όπου αντικαθιστά το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων (Αρτας), έχοντας μέτωπο το “νεκρό χωριό” Μπολένα. “Αργότερα”, θυμάται και γράφει ο Ελύτης, με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. […] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους…”».

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1941 ο Οδυσσέας Ελύτης είναι άρρωστος με υψηλό τυφοειδή πυρετό. «Από το Μπόρσι με υγειονομικό όχημα, μέσω Αγίων Σαράντα, ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Αλεπουδέλης μεταφέρεται στο Δέλβινο, έδρα του Α1 Ορεινού Νοσηλευτικού Τμήματος και του Α2 Ορεινού Χειρουργείου, ένας “Σωτήρας άγγελος της ζώνης των πρόσω”. Τελικά, στις 2 Φεβρουαρίου, μέσω της καροποίητης οδού Δέλβινο-Γεωργουτσάδες και κατόπιν της αμαξιτής οδού Μπουλαράτ-Ελαία (Καλπάκι)-Γιάννενα, ο Ελύτης μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο “Ρουμανικόν” όπου νοσηλεύεται μέχρι τον Απρίλιο του 1941. Εκεί, στο 406 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων “η ιδέα ενός βιβλίου” κρατούσε τον ποιητή, “όπως άλλους ένα εικόνισμα”, κι όταν επιτέλους ξύπνησε απύρετος, και “είχε περάσει η μεγάλη κρίση”, πίστεψε πως “το βιβλίο που ονειρευόμουνα θα μπορούσε ίσως να γίνει”».

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ο Οδυσσέας Ελύτης περιπλανήθηκε σε διάφορες περιοχές της χώρας, ανέβηκε σε καρότσες φορτηγών, ξάπλωσε σε πεζούλια δρόμων εξαντλημένος και στις 23 Απριλίου του 1941 «εισάγεται στο Β΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο που εδρεύει στον Ευαγγελισμό. Την επόμενη μέρα, το νοσοκομείο αδειάζει, ο Ελύτης παίρνει εξιτήριο για το σπίτι του και αναρρώνει. Τότε ήταν που συγκροτήθηκε μέσα του η ιδέα που είχε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. “Δεν απέμενε παρά να κρατήσω τον όρκο μου και να δώσω υπόσταση στον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, αυτόν που είχε δοκιμαστεί σ’ όλα τα ανεβοκατεβάσματα της ελληνικής ιστορίας και που προχωρούσε ολοένα για να φτάσει μέσα και πέρα από το θάνατο… […] Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Ασμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Αξιον Εστί”».

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ηλία Καφάογλου “Ελύτης εποχούμενος- Διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο”

ΠΗΓΗ: https://www.kathimerini.gr/culture/books/789225/o-vios-toy-efedroy-od-alepoydeli/