«Ένας δάσκαλος φέρνει την άνοιξη» της Άλκης Ζέη

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ – ΜΠΕ 

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ: επιμέλεια Νατάσσα Δομνάκη

“Όταν ήμουνα μικρή, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τα σχολεία άνοιγαν την πρώτη Οκτωβρίου. Τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη που γυρίζαμε από την εξοχή περίμενα με ανυπομονησία ν’ αρχίσει το σχολείο. Το αγαπούσα πολύ. Η μυρωδιά των καινούργιων βιβλίων, η διαδικασία του ντυσίματος με μπλε κόλλα και η άσπρη ετικέτα που κολλούσαμε για να γράψουμε όσο πιο καλλιγραφικά μπορούσαμε τον τίτλο του βιβλίου και το όνομά μας. Θυμάμαι με τι καμάρι έγραφα… Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου Ανάβασις, της μαθητρίας Α΄ γυμνασίου Άλκης Ζέη. Δεν το πίστευα πως θα πήγαινα στο γυμνάσιο. Άσε που νόμιζα πως ο Κοσμάς και Δαμιανός είχανε γράψει την Κύρου Ανάβαση!

Στο γυμνάσιο! Ένιωθα μεγάλη πια. Η αδελφή μου που ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο, μου έλεγε με πολλή περηφάνια πως είχανε πολλούς καθηγητές, έναν για κάθε μάθημα κι όχι μια δασκάλα για όλα όπως στο δημοτικό.

Εκεί, στην πρώτη γυμνασίου εκτός από τα τόσα θαυμαστά που συνέβαιναν γνώρισα και τη Ζώρζ Σαρή που γίναμε φίλες για μια ολόκληρη ζωή.

Το ίδιο το σχολείο που πήγαινα δεν το αγαπούσα. Η διευθύντρια ήτανε θαυμάστρια του Μεταξά και σε όλες τις τάξεις πλάι στον Χριστό κρεμόταν μια μεγάλη φωτογραφία του, που μας κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μέσα από τα τεράστια γυαλιά του. Όμως, μαζί με τη Ζωρζ κι άλλα τρία κορίτσια είχαμε κάνει μια τόσο στενή παρέα που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαλύσει. Ούτε καν ότι η Ζωρζ αγαπούσε τον Μεταξά γιατί της άρεσε η στολή νεολαίας και τα χρυσά αστέρια που της είχανε κολλήσει στους ώμους. Ήτανε πολύ όμορφη η Ζωρζ, είχε μια δυνατή φωνή και πολύ θάρρος. Έπαιρνε μέρος σε όλες τις γιορτές του σχολείου και πότε παρίστανε τον Ρήγα Φεραίο και πότε τον Ερμή. Με προστάτευε από τα μαλώματα της διευθύντριας επειδή στις εκθέσεις έγραφα τα δικά μου κι όχι τις τυποποιημένες φράσεις που μας έλεγε εκείνη σχετικά με την αποταμίευση και την αστυφιλία και άλλα τέτοια συγκλονιστικά.

Μια μικρή παρένθεση. Στην κατοχή η Ζωρζ ξέχασε τα χρυσά αστέρια, τον Μεταξά και τους βασιλιάδες και ήμασταν μαζί στην Αντίσταση.

Είχαμε δύο καθηγήτριες, μια στα Αρχαία και μια στα Νέα Ελληνικά, που τις λατρεύαμε κι εύρισκαν τον μπελά τους από τη διευθύντρια γιατί μας φέρονταν φιλικά και δεν μας κρατούσαν σε απόσταση. Ώσπου τη μια, την πιο νέα, την έδιωξε γιατί μας υπερασπίστηκε όταν εκείνη μας κατσάδιασε άδικα. Παρ’ όλα αυτά το αγαπούσαμε το σχολείο επειδή η φιλία μας ήταν τόσο δυνατή που δεν την αλλάζαμε με τίποτα.

Όταν οι γονείς μας, που ήταν πολύ δημοκρατικοί, θέλησαν να μας αλλάξουν σχολείο και σε μια διαφωνία με τη διευθύντρια μάς πήραν στη μέση της χρονιάς για να πάμε στη σχολή Αηδονοπούλου που για κείνα τα χρόνια ήταν -μα ακόμα και για σήμερα μπορούσε να είναι – ένα προοδευτικό, ελεύθερο σχολείο.

Η απελπισία μου δεν περιγράφεται. Είπα πως άρχιζε η πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου. Άφηνα τις φίλες μου που για μένα, ακόμα και τώρα, η φιλία είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στη ζωή μου.

Πήγα με κατεβασμένα μούτρα, το σχολείο όμως εκείνο δεν ήθελε κανένα παιδί που να μην χαμογελάει. Σ’ έσπρωχναν να κάνεις κάτι που αγαπούσες, να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο, κουκλοθέατρο, να γράψεις. Εκεί έμαθα πως μ’ αρέσει να γράφω. Την πρώτη έκθεση που έγραψα χωρίς τον φόβο της διευθύντριας του άλλου σχολείου την δημοσίευσαν στο περιοδικό του σχολείου. Κι ύστερα, μια επιτροπή από τις μεγάλες μαθήτριες που έβγαζαν μια φορά τη βδομάδα την εφημερίδα του τοίχου- την κολλούσαν στον τοίχο στους διαδρόμους του σχολείου-, μου ανέθεσαν να γράψω το χρονογράφημα γιατί βρήκαν από την πρώτη εκείνη έκθεση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό πως είχα χιούμορ. Έγραψα το πρώτο χρονογράφημα κι από τότε το έγραφα σχεδόν κάθε βδομάδα ώσπου τελείωσα το σχολείο. Δεν ξέρω αν θα γινόμουν συγγραφέας, αν δεν είχα αλλάξει σχολείο.

Έκανα καινούριες φίλες χωρίς όμως να ξεχάσω τις παλιές που κάθε μεσημέρι όταν σχολούσαμε με περίμεναν στη γωνιά ενός δρόμου ν’ αγκαλιαστούμε και να πούμε τα νέα μας.

Ήρθε ο πόλεμος. Ήτανε μια Δευτέρα και η πιο μεγάλη μου λύπη ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δει ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή.

Παρ’ όλο που το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρεις τρεις στα θρανία, τότε κάναμε τις παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια. Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε όλα. Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά.

Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο Μιχάλης Αναστασίου-ξάδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ’ έξω. Μας διάβαζε από μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν.

Οι δάσκαλοι, αυτοί είναι το παν για το σχολείο. Τώρα περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν’ αρχίσω να επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να κουβεντιάσω με τα παιδιά.

Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο, κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου .Τους θαυμάζω αυτούς τους δασκάλους. Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα ελπίδας. Σ΄ ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία, τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος.

Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για τα παιδιά. Πριν αποχαιρετήσω τα παιδιά τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους. Τότε σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο, μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές, είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος δάσκαλος, έκανε μέσα σ’ ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του.

Ας αλλάζουν οι υπουργοί Παιδείας, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι’ αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν.

Δεν θ’ άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; Άραγε θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει;”

 

Γιατί ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να νοείται ως διεκπεραιωτής – κινείται από αγάπη και πάθος για αυτό που κάνει.

Είναι αυτός που μεταφέρει στάσεις ζωής και έναν κόσμο ολόκληρο στο μαθητή του,

αλλά στη διάρκεια του ‘ταξιδιού’ τους κάνει στάσεις για να δει στα μάτια του παιδιού εάν όλο αυτό τον αφορά.

Με άλλα λόγια, είναι νοιάξιμο και αφοσίωση.

Mom – A Mother, Missing Home

Ένα animation από την Kορέα που δείχνει τον κύκλο της ζωής μίας γυναίκας, η οποία πριν φέρει στον κόσμο το δικό της παιδί, υπήρξε η ίδια παιδί,  ενηλικιώθηκε, ερωτεύτηκε, αγάπησε, παντρεύτηκε και ήρθε η στιγμή να φύγει από το σπίτι της, Μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτέλεσε το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο για τη δική της μητέρα.

Έχοντας αποκτήσει πια το δικό της μωρό, ο κύκλος επαναλαμβάνεται, η ίδια βρίσκεται σε νέο ρόλο και χρόνια μετά θυμάται το σπίτι της και τις γλυκιές αναμνήσεις που το πλαισιώνουν.

Κι αυτές οι αναμνήσεις είναι ένας θησαυρός. Δεν κοστίζουν χρήματα – μόνο χρόνο. Και αυτό είναι που τις κάνει πολύτιμες.

Σήμερα  20 χρόνια αναμνήσεων…

“The eyes of a child”

Στόχος του Noemi association είναι να βλέπουμε το διαφορετικό με τον ίδιο τρόπο που το βλέπουν τα παιδικά μάτια. Όσοι εργαζόμαστε με μικρά παιδιά ξέρουμε πως για αυτά οι ‘ταμπέλες’ και συμβάσεις δεν υπάρχουν. Μπαίνοντας σε μια τάξη νηπιαγωγείου αυτό που διαπιστώνει κάποιος είναι πως όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πιο μεγάλη είναι η αποδοχή την οποία επιδεικνύουν στο διαφορετικό. Για τα μικρά παιδιά δεν έχει διαφορά  αν ένα άλλο παιδί  δεν μπορεί να επικοινωνήσει λεκτικά τις ανάγκες του, αν είναι άσπρο ή μαύρο, αν είναι Χριστιανός ή έχει κάποιο άλλο θρήσκευμα. Μόνο και μόνο ότι είναι παιδί είναι αρκετό για να κάνει τα παιδιά να πουν -απλά, φυσικά και αβίαστα- τη φράση «είναι φίλος μου».

Ας μην προβάλλουμε στα παιδιά τις δικές μας προκαταλήψεις…

“Το μόλεμα”

Τον Ιούνιο με την επιστροφή μας διαβάσαμε “Το μόλεμα” του Φίλιππου Μανδηλαρά από τις εκδ. Παπαδόπουλος.

Προβλημάτισε αρχικά ο τίτλος του παραμυθιού. Τι θα μπορούσε να σημαίνει; Το σίγουρο ήταν πως τη λέξη δεν την είχαμε ξανακούσει αλλά κάτι θα μπορούσε να μας θυμίζει…

“Κυρία μήπως σημαίνει αίμα;” ή “μήπως πόλεμο”;

…Ήταν ξέγνοιαστη η ζωή στη φάρμα ώσπου μια μέρα το περιστέρι έφερε τα κακά μαντάτα. Μόλεμα. Οδηγίες προστασίας: σχολαστικό πλύσιμο των φτερών, κάλυψη ράμφους και άλλα τέτοια ακατανόητα. “Σιγά μη στεγνώνουμε και τα φτερά με φυσερό”, είπε μια χήνα. Αδιαφόρησαν και συνέχισαν τη ζωή τους.

Το περιστέρι ξανάρθε. “Το μόλεμα χτύπησε πίσω από το δάσος”. Μα ούτε τότε έδειξαν να συγκινούνται. Ώσπου το μόλεμα ήρθε δίπλα τους. Κι άρχισαν να τρώγονται, καχύποπτα να κοιτούν άλλα ζώα ώσπου έγινε αναγκαστικός ο εγκλεισμός στις φωλιές τους.

“Κυρία το βρήκαμε – το μόλεμα είναι ο κορονοϊός”

Πράγματι “με θαυμαστά αντανακλαστικά ο Φίλιππος Μανδηλαράς, η Ναταλία Καπατσούλια και οι εκδόσεις Παπαδόπουλος έβγαλαν μέσα στον Απρίλιο του υποχρεωτικού εγκλεισμού “Το Μόλεμα” αναδιατάσσοντας την πραγματικότητα που έζησε και ζει η ανθρωπότητα και τοποθετώντας την σε ένα βιβλίο για παιδιά με πρωταγωνιστές κότες, χήνες και άλλα πτηνά. Η ιστορία, τα μαθήματα και τα μηνύματά της είναι εύληπτα και βοηθούν τα παιδιά να αντιληφθούν καλύτερα την κατάσταση, τις δυσκολίες της καθώς και τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διαφύλαξη της ατομικής και δημόσιας υγείας.”                                                                   ΠΗΓΗ: Elniplex

Ένα παραμύθι για την υπευθυνότητα (ή αλλιώς ατομική ευθύνη για την οποία πολύς λόγος γίνεται από όσους επιλέγουν τα λόγια και όχι τις πράξεις) που χρειάζεται να δείχνουμε απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους όταν παρουσιάζεται μια δυσκολία.

 

 

Με αφορμή έναν νεαρό κύριο στην είσοδο φούρνου σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης,

ο οποίος δεν ήθελε (!!!) να βάλει μάσκα -φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση

και την υπάλληλο του καταστήματος- γιατί τον ενοχλεί και δε θέλει να πιστεύει αυτά που λέγονται στην τηλεόραση...

Κάποιες φορές δεν χρειάζεται να μένουμε στο πόσο μεγάλος ή μικρός είναι ο κίνδυνος. Και μόνο οι υποψίες αρκούν. Και μόνο λίγες ενδείξεις είναι υπεραρκετές. Και η μάσκα είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε -όχι γιατί μας το επιβάλλει ο νόμος αλλά γιατί μας το επιβάλλει η συνείδησή μας. Στην τρέχουσα φάση, αυτή η στάση είναι η μόνη που μπορεί να κάνει τη διαφορά.

“Αύγουστος”

Ο μεγάλος, νομπελίστας ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε το τραγούδι ο “Αύγουστος”, που μελοποίησε ο Λίνος Κόκοτος και ερμήνευσε η Ρένα Κουμιώτη (πρώτη εκτέλεση 1972).

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.

(Τα Ρω του Έρωτα, Ο. Ελύτης, εκδ. Ίκαρος)