Ετικέτα: Ν.Ε Λογοτεχνία

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Η φιλόλογος κ. Χαρά Αγγελή επισημαίνει για την αυριανή εξέταση στη Λογοτεχνία

Η εξέταση στο μάθημα της Λογοτεχνίας αναφέρεται σε πεζό ή ποιητικό κείμενο. Στηριζόμενοι στα θέματα των Πανελληνίων εξετάσεων από το 2000 ως το 2010 μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Είναι αναγκαία η γνώση των χαρακτηριστικών στοιχείων της ποίησης ή της πεζογραφίας του κάθε λογοτέχνη. Διαβάζουμε, επίσης, το εισαγωγικό κείμενο για κάθε έργο και τα συνοδευτικά κείμενα που βρίσκονται σε Παράρτημα (Γ΄ μέρος).

Δίνουμε βαρύτητα στην κατανόηση των αφηγηματικών τεχνικών. Ενδεικτικά: ο τύπος του αφηγητή και ο ρόλος του, η εστίαση, η αφηγηματική οργάνωση του χρόνου, η λειτουργία των περιγραφών και των διαλόγων, τα δραματικά απρόοπτα, η τραγική ειρωνεία.

Εντοπίζουμε τα στοιχεία που σχετίζονται με τη γλώσσα, το ύφος, τα εκφραστικά μέσα.

Επικεντρωνόμαστε στα πρόσωπα, τους χαρακτήρες, τα συναισθήματα, τις συγκρούσεις που προωθούν τη δράση.

Μαθαίνουμε για το ιστορικό – κοινωνικό πλαίσιο και για τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του συγγραφέα, γιατί αυτές οι πληροφορίες μας διευκολύνουν στην ερμηνεία του κειμένου.

Ως προς το σχολιασμό παραγράφου συνδυάζουμε την ερμηνευτική ανάλυση με στοιχεία της τεχνικής.

Στην ερώτηση με το Παράλληλο Κείμενο:

α)Αν ζητούν σύγκριση των δύο κειμένων, γράφω ομοιότητες και διαφορές ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο.

β)Αν εξειδικεύουν το ερώτημα, απαντώ μόνο στο συγκεκριμένο (π.χ. ομοιότητες: γράφω μόνο ομοιότητες ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο / διαφορές στο περιεχόμενο: γράφω μόνο διαφορές ως προς το περιεχόμενο και όχι προς τη μορφή).

Επιλογικά: Η διεισδυτική ανάγνωση του κειμένου, η γνώση των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, η ικανότητα να τα εντοπίζουμε στο κείμενο και η προσεγμένη χρήση του λόγου μπορούν να μας βοηθήσουν στην επιτυχία του στόχου μας, την οποία εύχομαι ολόψυχα.

Υποσημείωση: Όλα τα κείμενα, πεζά ή ποιητικά, πρέπει να αντιμετωπιστούν με την ίδια σοβαρότητα και να μην αποκλείσετε κάποιο απ’ αυτά από τη μελέτη σας. Σε περίπτωση που κάποιοι/ες από σας είναι ριψοκίνδυνοι/ες, θα πρέπει να είστε έτοιμοι/ες να υποστείτε και τις συνέπειες ενός επιλεκτικού διαβάσματος. […]

Καλή επιτυχία σε όλους !

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1113

Αξιολόγηση Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1099

Δημοτικό Τραγούδι: η ερμηνεία και οι ρίζες του

Το βασικό ερώτημα που γεννάται σ’ ένα μελετητή της Δημοτικής Μουσικής είναι ακριβώς η ετυμολογία και η ερμηνεία του όρου.

Στο “Διεθνές Συνέδριο για τη Μουσική του Λαού” που έγινε το 1955 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας δόθηκε ο εξής ορισμός: “Δημοτική μουσική είναι το προϊόν μιας μουσικής παράδοσης που εξελίχθηκε μέσα από προφορικές διαδικασίες”.

Οι παράγοντες που συνιστούν αυτή την παράδοση είναι:

α) η αδιάκοπη συνέχεια που ενώνει το παρόν με το παρελθόν.

β) Οι παραλλαγές που ξεπηδούν από τη δημιουργική φαντασία του ατόμου ή της ομάδας.

γ) Η επιλογή από την ομάδα, που καθορίζει τον τύπο ή τους τύπους της μουσικής που επιβιώνει.

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη μουσική εκείνη που συντέθηκε από κάποιο επώνυμο δημιουργό και στη συνέχεια πέρασε στην άγραφη ζωντανή παράδοση της κοινότητας.

Ο όρος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γραπτές λαϊκές συνθέσεις που παραλήφθηκαν από την κοινότητα έτοιμες και παραμένουν αμετάβλητες.

Η μουσική αυτή, ως ακριβής ανάπλαση και αναδημιουργία, δεν θεωρείται δημοτική, παρά το γεγονός ότι η κοινότητα δίνει σ’ αυτήν δημοτικό χαρακτήρα.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, η δημοτική μουσική δηλώνει τη μουσική του δήμου, δηλαδή του λαού. Είναι το είδος της μουσικής που δημιουργεί και συντηρεί ο κάθε λαός για να εξυπηρετήσει τις διάφορες ανάγκες του στην κοινωνική και πνευματική ζωή. Ειδικότερα η δημοτική μουσική καλλιεργείται κυρίως σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές με περιορισμένη επικοινωνία και παραστάσεις από τον υπόλοιπο κόσμο.

Ένα άλλο στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η δημοτική μουσική εξελίσσεται μέσα από προφορικές διαδικασίες. Είναι δηλαδή άγραφη και δημιουργείται, συντηρείται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι οι φορείς της, οι λαϊκοί καλλιτέχνες είναι απλοϊκοί άνθρωποι της υπαίθρου χωρίς μουσική κατάρτιση: και βέβαια γίνεται φανερός ο ρόλος αυτών των ανθρώπων όσον αφορά τη διάδοση και συντήρηση της δημοτικής μουσικής.

Ποιος όμως, είναι ο δημιουργός των δημοτικών τραγουδιών;

Από πολλούς εκφράζεται η άποψη ότι “είναι ο λαός”. Όμως ο λαός ως σύνολο δεν μπορεί να συνθέσει τραγούδια.

Πως λοιπόν δημιουργούνται τα δημοτικά τραγούδια;

Ο γνωστός λαογράφος Νικόλαος Πολίτης είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός σχετικά με το ερώτημα αυτό. Κατά την άποψη του κάθε δημοτικό τραγούδι στην αρχική του μορφή, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, είναι προσωπική δημιουργία κάποιου προικισμένου λαϊκού καλλιτέχνη ο οποίος παράλληλα με τη στιχουργική του ικανότητα, διαθέτει ανεπτυγμένο και το μουσικό αίσθημα.

Σε μια στιγμή λοιπόν έξαρσης ο καλλιτέχνης αυτός δημιουργεί ένα τραγούδι το οποίο επενδύει με μια μελωδία είτε δικής του έμπνευσης, εφόσον διαθέτει μουσικό ταλέντο, είτε δανεισμένης από κάποιο άλλο γνωστό δημοτικό τραγούδι.

Τα υλικά σύνθεσης του νέου τραγουδιού (φόρμουλες, μέτρο, στιχουργικές μορφές, κλπ) ο πρώτος δημιουργός τα παίρνει από το “εθνικό ταμείο” των παραστάσεων, των γνώσεων και των εμπειριών.

Έτσι το νέο τραγούδι δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ανασύνθεση γνωστών στοιχείων τα οποία διασκευάζει και εμπλουτίζει στο βαθμό που του επιτρέπουν οι πνευματικές δυνάμεις του.

Κατά τη δημόσια εκτέλεση του τραγουδιού, κάποιος από το ακροατήριο, που αισθάνεται ότι το τραγούδι εκφράζει και τα δικά του συναισθήματα, το απομνημονεύει και το επαναλαμβάνει όπως ακριβώς είναι ή κάνοντας μικρές μόνο αλλαγές.

Με τον καιρό το όνομα του πρώτου δημιουργού, ο οποίος συνέθεσε το τραγούδι όχι για την προσωπική του προβολή αλλά απλώς και μόνο για να εκφράσει τα ψυχικά του συναισθήματα, ξεχνιέται εντελώς και το τραγούδι μεταδιδόμενο από στόμα σε στόμα, αρχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερα και γίνεται κοινό κτήμα. Και περνώντας από μια συνεχή επεξεργασία καταλήγει στην οριστική του μορφή.

Αφού λοιπόν έγινε γνωστό το πως παράγεται και διαδίδεται ένα δημοτικό τραγούδι, το άλλο πρόβλημα που χρειάζεται ν’ αντιμετωπιστεί είναι ο προσδιορισμός των αρχών του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουν βέβαια μερικά τραγούδια όπως τα ιστορικά, που παρέχουν βάσιμες ενδείξεις για τον τόπο και το χρόνο δημιουργίας τους. Για τα περισσότερα τραγούδια όμως κάθε προσπάθεια χρονολόγησης τους είναι πάρα πολύ δύσκολη.

Το θέμα αυτό απασχόλησε τον πρώτο εκδότη ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, το γάλλο φιλέλληνα Κλαύδιο – Κάρολο Φωριέλ. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Φωριέλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τραγούδια της συλλογής του ανήκουν στα τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα.

Από την παρατήρηση ότι αρκετά δημοτικά τραγούδια βρίσκονται συγχωνευμένα σε μυθιστορήματα της υστεροβυζαντινής περιόδου, μεταθέτει τις αρχές της Ελληνικής δημοτικής ποίησης στον 11ο αιώνα και έπειτα στον 8ο αιώνα όπου για πρώτη φορά αναφέρονται οι λέξεις “τραγούδι” και “τραγουδώ” με τη σημερινή τους έννοια και καταλήγει λέγοντας ότι:

“εκείνο για το οποίο είμαι πεπεισμένος και θα ήθελα να μπορούσα ν’ αποδείξω είναι ότι η δημοτική ποίηση της σύγχρονης Ελλάδας δεν δημιουργήθηκε, ούτε κατά τη σημερινή εποχή, ούτε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εποχή κατά την οποία θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την αρχή της. Αλλά δεν μπορεί παρά να είναι μία συνέχεια, μία εξακολούθηση, μία αργή και βαθμιαία μεταβολή της αρχαίας ποίησης των Ελλήνων”.

Η άποψη αυτή του Φωριέλ, αν και ορθή ως προς τις γενικές της αρχές, δεν μπορούσε στην εποχή του να στηριχθεί επαρκώς γιατί το αποδεικτικό υλικό που είχε στη διάθεσή του ήταν περιορισμένο. Από τις έρευνες άλλων σπουδαίων λαογράφων, όπως των Νικ. Πολίτη, Στυλ. Κυριακίδη, Γ. Μέγα, Γ. Σπυριδάκη, αποδείχθηκε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλά λαϊκά τραγούδια που συνήθιζαν να τραγουδούν στην εργασία, τις γιορτές και τις κάθε λογής λαϊκές εκδηλώσεις τους. (0 Ιμαίος, το τραγούδι των μυλωνάδων, ο αίλινος, το τραγούδι του αργαλειού, ο ίουλος, το τραγούδι του θέρου, το επιλήνιον, το τραγούδι κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνόν = πατητήρι, ο βουκολιασμός, το τραγούδι των βοσκών, κλπ).

Από τα τραγούδια αυτά ελάχιστα διασώθηκαν. Επίσης ως αξιόλογα στοιχεία που αποδεικνύουν τη σχέση με την αρχαιότητα, ο Στ. Κυριακίδης θεωρεί τα εξής:

1) Τις λέξεις “τραγούδι”, “παραλογή” και “καταλόγι”. Η λέξη “τραγούδι” προέρχεται από τη λέξη “τραγωδία” η οποία ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. είχε λάβει τη σημασία του άσματος (τραγουδιού) ενώ η λέξη “παραλογή” ετυμολογείται πιθανότατα από την “παρακαταλογή” που δήλωνε είδος μελοδραματικής απαγγελίας. Η λέξη “καταλόγι” που σήμερα κατά περιοχές έχει διάφορες σημασίες όπως λ.χ. μοιρολόι, δίστιχο, “παροιμία”, προέρχεται από την αρχαία λέξη “καταλογή” (ρήμα = καταλέγω) που σήμαινε αφήγηση, τραγούδι, μελωδική απαγγελία.

2) Τις υποθέσεις μερικών τραγουδιών των οποίων ο πυρήνας θυμίζει αρχαίους μύθους συνηθισμένους στο θέατρο. Έτσι λ.χ. το θέμα του τραγουδιού “0 γυρισμός του ξενιτεμένου” που είναι διαδεδομένο στην ποίηση των ευρωπαϊκών λαών, έχει σχέση με το επεισόδιο της αναγνώρισης του Οδυσσέα από την Πηνελόπη.

3) Τη χρησιμοποίηση του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου.

Επίσης, η μελωδία των δημοτικών τραγουδιών σε πολλές περιπτώσεις παραμένει αμετάβλητη στο πέρασμα του χρόνου, παρ’ όλο που τα κείμενα αλλοιώνονται ή δέχονται επιρροές.

Η σύνθεση νέων μελωδιών δεν είναι εύκολη υπόθεση και γι’ αυτό ο λαός συντηρεί τις παλιές μελωδίες και τις χρησιμοποιεί σε νέα τραγούδια. Πάνω στη μελωδία λ.χ. του ριζίτικου κρητικού τραγουδιού “0 Διγενής Ψυχομαχεί κι η γης τον ετρομάσσει”, τραγουδιούνται περισσότερα από πενήντα ριζίτικα τραγούδια διαφόρων εποχών.

Ωστόσο αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι όλες οι μελωδίες των δημοτικών τραγουδιών διατηρήθηκαν αμετάβλητες στο πέρασμα των αιώνων, ούτε ότι όλες έχουν αρχαία προέλευση. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι η ανίχνευση των αρχών της ελληνικής δημοτικής μουσικής, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες και δεν μπορεί αποδειχθεί με βεβαιότητα η σχέση της με την αρχαία και βυζαντινή μουσική.

Αλλά η επιμονή με την οποία ο ελληνικός λαός διατήρησε για χιλιάδες χρόνια τη γλώσσα, τα έθιμα και τις δοξασίες του σε συνδυασμό με τις επιστημονικές, λαογραφικές μελέτες, ενισχύουν την άποψη ότι στον πυρήνα της ελληνικής δημοτικής μουσικής επιβιώνουν αρκετά στοιχεία παλαιοτέρων εποχών.

(Το κείμενο στηρίχθηκε κατά βάση στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του καθηγητή της Μουσικολογίας κ. Γεωργίου Αμαργιανάκη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης (Άνοιξη 1990).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1087

Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κατεύθυνσης Γ’ Λυκείου

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ – Γ’ ΤΑΞΗ

Πηγή : http://www.scribd.com/doc/40422985/%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%9F%CE%A4%CE%95%CE%A7%CE%9D%CE%99%CE%91-%CE%9A%CE%91%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%98%CE%A5%CE%9D%CE%A3%CE%97%CE%A3-%CE%93-%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%97

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1085

Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Σύντομη Επισκόπηση)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο Νεοελληνική λογοτεχνία αναφερόμαστε στην λογοτεχνία του νέου ελληνισμού. Οι περισσότεροι μελετητές ανάγουν τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ήδη στα βυζαντινά χρόνια, στα πρώτα γραπτά κείμενα σε δημώδη γλώσσα που εμφανίζονται κατά τον 11ο αι. περίπου. Κριτήριο της διάκρισης αυτής δεν είναι μόνο η γλώσσα των κειμένων, αλλά και το γεγονός ότι σε αρκετά από αυτά τα λογοτεχνικά έργα εμφανίζονται στοιχεία που επιβιώνουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής παραγωγής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Γι’ αυτόν τον λόγο, και παρά τις ποικίλες απόψεις σχετικά με το θέμα των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας[1], τα σχετικά εγχειρίδια ξεκινούν την εξέταση της νεοελληνικής λογοτεχνίας από τα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Η νεοελληνική λογοτεχνία μπορεί να διακριθεί σχηματικά σε τρεις μεγάλες περιόδους:

  • Την υστεροβυζαντινή περίοδο, από την οποία έχουν ενδιαφέρον για τον μελετητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας τα κείμενα σε δημώδη γλώσσα που προέρχονται είτε από περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είτε από φραγκοκρατούμενες περιοχές.
  • Την περίοδο 1453-1821, κατά την οποία παρουσιάζονται δύο διακριτοί πόλοι στην λογοτεχνική παραγωγή: οι φραγκοκρατούμενες (Κρήτη, Επτάνησα, Κύπρος) και οι τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η μεγαλύτερη άνθηση παρουσιάζεται στις φραγκοκρατούμενες και ιδίως στην Κρήτη μέχρι το 1669. Τους δύο επόμενους αιώνες η λογοτεχνία επιζεί στα Επτάνησα και σταδιακά εμφανίζεται ένας νέος πόλος, το περιβάλλον των Φαναριωτών, που θα παίξει ρόλο στην περίοδο του Διαφωτισμού και στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας.
  • Την νεότερη ελληνική λογοτεχνία, από το 1821 έως σήμερα: μετά την απελευθέρωση η λογοτεχνία στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι Έλληνες λογοτέχνες παρακολουθούν τις λογοτεχνικές εξελίξεις της Ευρώπης και συντονίζονται με αυτές, αξιοποιώντας παράλληλα τα στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης.

Οι αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Η χρονολογία 1453, έτος κατάλυσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, φαίνεται προβληματική ως αφετηρία της νεοελληνικής λογοτεχνίας επειδή δημιουργεί μια τομή στην λογοτεχνική παραγωγή η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού ανάμεσα στα κείμενα σε δημώδη γλώσσα της Βυζαντινής περιόδου και στα αντίστοιχα των πρώτων αιώνων μετά την άλωση υπάρχουν πολλές ομοιότητες, γλωσσικές και θεματικές. Επιπλέον, το γεγονός ότι στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου οι ιστορικοί (για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος) αναζητούσαν τις αρχές του Νέου Ελληνισμού στο ύστερο Βυζάντιο, σε συνδυασμό με το έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον εκείνης της εποχής για πολλά δημώδη κείμενα που τότε ανακαλύφθηκαν και εκδόθηκαν για πρώτη φορά, είχε δημιουργήσει ήδη μια παράδοση σύμφωνα με την οποία στα δημώδη κείμενα των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου διαφαίνονταν οι ρίζες της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης και εντοπίζονταν οι απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα ο Νικόλαος Πολίτης χαρακτήριζε τον Διγενή Ακρίτη «εθνικό έπος των νεωτέρων Ελλήνων» και διατύπωνε την άποψη ότι «ἀσφαλεστάτη ἀφετηρία τῆς νέας ἑλληνικής ποιήσεως δύναται νὰ χρησιμεύση τὸ ἐθνικόν ἔπος, ἐν ᾧ παρακολουθοῦμεν τὴν ἱστορικήν ἀνάπτυξιν τῆς ἑλληνικής ψυχῆς»[2].

Έτσι, ήδη σε κάποιες από τις πρώτες Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αι. (για παράδειγμα Άριστου Καμπάνη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000 μ.Χ.-1900) (1925), Ηλία Βουτιερίδη, Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1000-1930) (1933), η εξέταση άρχιζε από τα βυζαντινά χρόνια, σχήμα που καθιερώθηκε και στις επόμενες Ιστορίες. Ο Λίνος Πολίτης στο πρώτο κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής λογοτεχνίας (1978) του έγραφε σχετικά: «Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία με έκδηλο χαρακτήρα, μπορούμε να πούμε, νεοελληνικό.[…] Από τον Διγενή έως τον Ερωτόκριτο υπάρχει ενότητα και εξέλιξη οργανική, αδιάσπαστη, ώστε μια τομή στα 1453 […] θα ήταν αυθαίρετη.[..] Φυσικότερο είναι να παραδεχτούμε πως το νεοελληνικό στοιχείο φανερώνεται[…] από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, και να θεωρήσουμε πως η “δημώδης γραμματεία” της βυζαντινής εποχής […] αποτελεί την αρχή της καθαυτό νέας ελληνικής λογοτεχνίας»[3].

Αντιθέτως, άλλοι μελετητές επέμεναν ιδιαιτέρως στα μεσαιωνικά χαρακτηριστικά της δημώδους παραγωγής των υστεροβυζαντινών και πρώτων μεταβυζαντινών χρόνων και πρότειναν άλλου είδους διακρίσεις: ο Εμμανουήλ Κριαράς χαρακτήριζε την περίοδο από το 1204 έως περίπου τα τέλη του 17ου αι. ως «υστεροβυζαντινή» ή «υστερομεσαιωνική» αλλά ταυτόχρονα και «πρωτονεοελληνική», αναγνωρίζοντας σε αυτήν την περίοδο της λογοτεχνίας διττό χαρακτήρα, με στοιχεία μεσαιωνικά και νεοελληνικά.[4]. Ο Γ.Π. Σαββίδης πρότεινε ως συμβολική χρονολογία αρχής της νεοελληνικής λογοτεχνίας το έτος της πρώτης έκδοσης του Απόκοπου, του πρώτου, απ’ όσο γνωρίζουμε, νεοελληνικού λογοτεχνικού κειμένου που τυπώθηκε, δηλαδή το 1519 ή 1509 (όπως διορθώθηκε αργότερα με την εύρεση μιας προγενέστερης έκδοσης)[5], ενώ ο Στυλιανός Αλεξίου τοποθέτησε τις αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας στα πρώτα έργα που έχουν τα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης, δηλαδή τα κυπριακά ερωτικά ποιήματα και την περίοδο της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας, προτείνοντας για τα προγενέστερα κείμενα τον όρο «βυζαντινή λογοτεχνία σε δημώδη γλώσσα»[6]

Η «νεοελληνική λογοτεχνία» ώς το 1453

Χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα

Το πρώτο γραπτό μνημείο σε δημώδη γλώσσα, το οποίο θεωρείται παραδοσιακά ότι σηματοδοτεί την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, είναι το έμμετρο επικόμυθιστορηματικό αφήγημα γνωστό ως «Έπος του Διγενή Ακρίτη», του 11ου-12ου αι. Από τα μέσα του 12ου αιώνα έχουμε μια σειρά σατιρικών και ηθικοδιδακτικών ποιημάτων. Τα λεγόμενα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που απευθύνονται στους αυτοκράτορες Ιωάννη Β’ Κομνηνό και Μανουήλ Κομνηνό, εξιστορούν με σατιρικό τρόπο τα βάσανα του ποιητή από την ανυπόφορη γυναίκα του και την φτώχεια που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους των γραμμάτων και σατιρίζουν τον κλήρο. Αντίθετα, ηθικοδιδακτικό στόχο έχουν τα ποιήματα Στίχοι γραμματικοί του Μιχαήλ Γλυκά και Ο Σπανέας.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) η χρήση της δημώδους επεκτάθηκε. Η πολυπληθέστερη ομάδα κειμένων σε δημώδη γλώσσα είναι έμμετρες μυθοπλαστικές αφηγήσεις που γενικά κατατάσσονται στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος (ή ακριβέστερα της μυθιστορίας) και έχουν θεματολογία ερωτική ή μυθολογική. Τα έργα αυτά είναι είτε μεταφράσεις δυτικών έργων -λιγότερο ή περισσότερο πιστές- είτε πρωτότυπες συνθέσεις στις οποίες διασταυρώνεται η παράδοση των ελληνιστικών και λόγιων βυζαντινών μυθιστορημάτων με δυτικά πρότυπα. Τα πρωτότυπα έργα είναι τα: Αχιλληίς, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Λίβιστρος και Ροδάμνη, Διήγησις γεναμένη εν Τροία, με ερωτικό περιεχόμενο, καθώς και τα περισσότερο ηρωικού χαρακτήρα έργα Διήγησις του Αλεξάνδρου και Ιστορία του Βελισσάριου. Τα μεταφρασμένα είναι τα: Ο Πόλεμος της Τρωάδος, Φλώριος και Πλάτζια-Φλώρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Απολλώνιος ο Τύριος, Θησηίδα (μετάφραση από τον Βοκκάκιο.

Μια άλλη ομάδα έργων σε δημώδη γλώσσα είναι οι αλληγορικές διηγήσεις με πρωταγωνιστές ζώα ή φυτά, όπως τα ἐμμετρα Ο Φυσιολόγος, Ο Πουλολόγος, το Συναξάριον του τετιμημένου γαϊδάρου και το πεζό Ο Πωρικολόγος. Ακόμη, δημώδης γλώσσα χρησιμοποιήθηκε και σε χρονικά (τα έμμετρα Χρονικόν του Μορέως, 14ος αι., το Χρονικό των Τόκκων, 15ος αι., και τα πεζά κυπριακά χρονικά του Λεοντίου Μαχαιρά, 14ος αι. και του Γεωργίου Βουστρωνίου, 15ος αι.). Τέλος, τον 14ο αι. εμφανίζονται και τα πρώτα λογοτεχνικά έργα της κρητικής λογοτεχνίας: τα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη και του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα που έζησαν και έγραψαν στο δεύτερο μισό του 14ου αι. [7]

Η λογοτεχνία ώς την απελευθέρωση (1453-1821)

Λογοτεχνία και πνευματική κίνηση έως και τον 17ο αιώνα

Το σημαντικό γεγονός της κατάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά το 1453 δεν άφησε ανεπηρέαστη την λογοτεχνία: κάποια από τα πρώτα κείμενα που εμφανίστηκαν ήταν ανώνυμα ή επώνυμα στιχουργικά κείμενα αναφερόμενα στην άλωση, τα οποία είναι γνωστά ως Θρήνοι. Το πιο γνωστό από αυτά τα κείμενα είναι το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης. Άλλα παρόμοια κείμενα είναι τα Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως, Θρήνος των τεσσάρων Πατριαρχείων, Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως. Η μεγαλύτερη λογοτεχνική άνθηση της περιόδου όμως προήλθε από τις περιοχές που τελούσαν υπό φράγκικη κυριαρχία και ώς ένα βαθμό οφείλεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ελληνικής και της δυτικής κουλτούρας. Τα αξιολογότερα λογοτεχνικά δείγματα της περιόδου προέρχονται από την Κύπρο, την Ρόδο, την Κρήτη και τα Επτάνησα.

Οι Φραγκοκρατούμενες περιοχές: Ρόδος, Επτάνησα, Κύπρος, Κρήτη και νησιά του Αιγαίου

Από την Ρόδο προέρχεται μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων του 15ου αιώνα που είναι γνωστή με τον τίτλο Καταλόγια ή Ερωτοπαίγνια και ένα έμμετρο χρονικό με τίτλο Το θανατικό της Ρόδου, του Εμμανουήλ Λιμενίτη, που αναφέρεται στην επιδημία πανούκλας που έπληξε την Ρόδο το 14981499. Από τα Επτάνησα σώζονται τα στιχουργήματα του Κερκυραίου Ιάκωβου Τριβώλη Ιστορία του Ταγιαπιέρα (τυπώθηκε το 1528) και Ιστορία του ρε της Σκότζιας με την ρήγισσα της Εγγλιτέρας (τυπώθηκε το 1543) και του Ζακυνθηνού Μάρκου Δεφαράνα Λόγοι διδακτικοί του πατρός προς τον υιόν (1543) και Ιστορία της Σωσάννης (1569). Στην Κύπρο είχε αναπτυχθεί αξιόλογη πνευματική κίνηση μέχρι την άλωση από τους Τούρκους το 1571. Από τα μέσα του 16ου αι. προέρχεται μία συλλογή ερωτικών ποιημάτων, γνωστή με τον τίτλο Κυπριακά ερωτικά ποιήματα. Περιέχει 156 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, επηρεασμένα από την ιταλική ποίηση της Αναγέννησης και κυρίως από τον Πετράρχη. Σε αυτήν την συλλογή βρίσκονται τα πρώτα ελληνικά σονέτα.

Εξώφυλλο της Ερωφίλης του Γεώργιου Χορτάτση

Η λογοτεχνική παραγωγή στην βενετοκρατούμενη Κρήτη διακρίνεται σε δύο περιόδους: την περίοδο της προετοιμασίας (ώς το 1590 περίπου) και την περίοδο της ακμής (15901669). Τα ποιήματα της πρώτης περιόδου έχουν περιεχόμενο σατιρικό, ηθικοδιδακτικό, ιστορικό και σπανιότερα ερωτικό. Από την περίοδο αυτή περισσότερο γνωστά είναι τα ποιήματα Απόκοπος του Μπεργαδή, η Κοσμογέννησις του Γεώργιου Χούμνου, τα ανώνυμα Γαδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία, Ο κάτης και οι ποντικοί, το Ερωτικόν ενύπνιον του Μαρίνου Φαλιέρου, το ανώνυμο Ριμάδα κόρης και νιου, η Συμφορά της Κρήτης του Μανόλη Σκλάβου.

Κατά την δεύτερη περίοδο σημειώνεται η μεγάλη άνθηση κυρίως του θεάτρου και η καλλιέργεια του κρητικού ιδιώματος που εξυψώνεται σε άρτια επεξεργασμένη λογοτεχνική γλώσσα. Ο σημαντικότερος συγγραφέας θεατρικών έργων είναι ο Γεώργιος Χορτάτσης, συγγραφέας του πιο διαδεδομένου θεατρικού έργου της εποχής, της Ερωφίλης, αλλά και της κωμωδίας Κατσούρμπος (ενδεχομένως και του Στάθη) και του ποιμενικού δράματος Πανώρια. Άλλα θεατρικά έργα είναι η Θυσία του Αβραάμ (ενδεχομένως του Κορνάρου), ο Φορτουνάτος και ο Ζήνων. Από την ίδια περίοδο προέρχεται και η έμμετρη μυθιστορία Ερωτόκριτος του Κορνάρου καθώς και το ειδύλλιο Η Βοσκοπούλα.

Παράλληλα με το κρητικό θέατρο, στα νησιά του Αιγαίου παρουσιάζεται ανάπτυξη της θεατρικής παραγωγής με έργα θρησκευτικού περιεχομένου. Αυτή η τάση σχετίζεται με την προσηλυτιστική δράση των ιησουιτών μοναχών στα κολέγια που είχαν ιδρύσει σε διάφορα νησιά του Αιγαίου, όπου οι θεατρικές παραστάσεις αποτελούσαν μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος. Αποτέλεσμα αυτού ήταν και η «απάντηση» ορθοδόξων ιερέων με άλλα θεατρικά έργα. Τα σωζόμενα κείμενα είναι 10 και παραδίδονται πλήρη ή αποσπασματικά. Σε αυτά εντοπίζονται επιδράσεις του κρητικού θεάτρου και ίχνη των τεχνοτροπιών του Μπαρόκ και του Ροκοκό. Από τη Χίο προέρχονται πέντε επώνυμα έργα του 17ου αι.: τρία γράφτηκαν από τον Μιχαήλ Βεστάρχη (Διάλογος της Υπεραγίας Θεοτόκου, Στίχοι… εις την Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Στίχοι… εις τον Ελεάζαρον και τους επτά παίδας τους Μακκαβαίους…) και τα άλλα δύο από τους ορθόδοξους ιερείς Γρηγόριο Κονταράτο (Στίχοι… εις τους τρεις παίδας παρά Ναβουχοδονόσωρ βασιλέον βαλθείσιν εις την κάμινον…) και Γαβριήλ Προσοψά (Δράμα περί του γεννηθέντος τυφλού). Μεταγενέστερο, επίσης από την Χίο, είναι το έργο Δαβίδ. Από τις Κυκλάδες προέρχεται η Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου, που παραστάθηκε στη Νάξο το 1723, και ένα άτιτλο πεζό δράμα για τον Ηρώδη και τη σφαγή των νηπίων (είναι μάλιστα το πρώτο νεοελληνικό θεατρικό σε πεζό λόγο). Σώζονται ακόμη αποσπάσματα από έργα για τον Άγιο Ισίδωρο και τον Άγιο Γεώργιο, καθώς και ένα τμήμα από έργο με μη θρησκευτικό περιεχόμενο, το ποιμενικό δράμα Καλλίμαχος και Ροδάμνια.

Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και Διασπορά

Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη, ένα από τα δημοφιλέστερα αναγνώσματα της Τουρκοκρατίας

Εκτός από τις φραγκοκρατούμενες περιοχές, καθαρά λογοτεχνική παραγωγή δεν εμφανίστηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όμως στις ελληνικές κοινότητες της διασποράς (κυρίως της Βενετίας και στους κύκλους του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης) άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται πνευματική κίνηση και να γίνονται προσπάθειες καλλιέργειας της ομιλουμένης γλώσσας, με στόχο την επικοινωνία με τον λαό. Αξιομνημόνευτος από αυτήν την άποψη είναι ο Νικόλαος Σοφιανός, Κερκυραίος λόγιος που έζησε τον 16αι. στην Βενετία και έγραψε γραμματική της νέας ελληνικής γλώσσας, η οποία όμως δεν δημοσιεύτηκε τότε. Η λαϊκή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε κείμενα θρησκευτικά, ομιλίες ή διασκευές θρησκευτικών κειμένων, όπως Η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη του Ιωαννίκιου Καρτάνου (1536), ο Θησαυρός του Δαμασκηνού Στουδίτη (1561 περίπου), ένα από τα αγαπημένα λαϊκά αναγνώσματα που είχε πολλές επανεκδόσεις κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Διδαχές του Αλέξιου Ραρτούρου (1560), ομιλίες και μεταφράσεις κειμένων του Μελέτιου Πηγά, Πατριάρχη Αλεξανδρείας (15491601) και του Μάξιμου Μαργούνιου (15301602).

Ηλίας Μηνιάτης, ο μεγαλύτερος ρήτορας της Τουρκοκρατίας

Κατά την διάρκεια του 17ου αι. συνεχίστηκε η συγγραφή θρησκευτικών κειμένων σε λαϊκή γλώσσα, όπως η Αμαρτωλών σωτηρία του Αγάπιου Λάνδου και αφηγήσεις θαυμάτων και Βίων Αγίων από τους Ιωάννη Μορεζήνο και του Νεόφυτο Ροδινό. Τα πιο αξιόλογα όμως δείγματα καλλιέργειας της λαϊκής γλώσσας προέρχονται από τον Φραγκίσκο Σκούφο (16441697), συγγραφέα εγχειριδίου ρητορικής με εξαιρετικά παραδείγματα σε απλή γλώσσα και τον Ηλία Μηνιάτη (16691714), τον μεγαλύτερο ρήτορα της περιόδου. Οι Διδαχές του Μηνιάτη είναι κείμενα σε δημοτική γλώσσα με περίτεχνα επεξεργασμένο ύφος σύμφωνα με τους κανόνες του λογοτεχνικού μπαρόκ.

Η λογοτεχνία μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού

Μετά την άλωση της Κρήτης το 1669 οι μόνες πνευματικές εστίες που απέμειναν ήταν τα Επτάνησα, ο ελληνισμός της Διασποράς και το Φανάρι, αλλά παράλληλα υπήρξε σταδιακή οικονομική και πνευματική άνθηση και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο 18ος αι. συχνά χαρακτηρίζεται ως «αντιποιητικός», επειδή τα λογοτεχνικά έργα της εποχής δεν φτάνουν στο ύψος της κρητικής λογοτεχνίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα λογοτεχνικά δείγματα.

Στα Επτάνησα παρατηρείται πνευματική κίνηση και μικρή άνθηση του θεάτρου, στην οποία συνετέλεσε και το γεγονός ότι πολλοί Κρήτες κατέφυγαν εκεί μετά την πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς. Βέβαια θεατρικά δείγματα υπήρχαν στα επτάνησα και πριν από το 1669, για παράδειγμα η Ευγένα του ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε που τυπώθηκε το 1646 και η μετάφραση του Pastor Fido (Ο Πιστός Βοσκός) από τον επίσης Ζακυνθινό Μιχαήλ Σουμμάκη, το 1658. Στις αρχές του 18ου αι. ο σημαντικότερος επτανήσιος ποιητής ήταν ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κατσαΐτης που έγραψε δύο θεατρικά έργα, την Ιφιγένεια (1720) και τον Θυέστη (1721) καθώς και το ποίημα Κλαυθμός Πελοποννήσου, ενώ πιθανολογείται επίσης ότι δικό του έργο είναι και το στιχούργημα Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηραίου που τυπώθηκε ανώνυμα το 1749 στην Βενετία. Η κρητική επίδραση είναι φανερή σε όλα αυτά τα έργα· εξάλλου το κρητικό θέατρο επιβίωνε και σε παραστάσεις έργων, γνωστές ως Ομιλίες.

Ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά γεγονότα των αρχών του 18ου αι. είναι η έκδοση της ποιητικής συλλογής Άνθη Ευλαβείας, από Έλληνες σπουδαστές του Φλαγγινιανού εκπαιδευτηρίου της Βενετίας, το 1708. Πνευματική και λογοτεχνική κίνηση αναπτύχθηκε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, στους κύκλους του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, όπου έγιναν απόπειρες διαμόρφωσης μιας ποιητικής που χρησιμοποιούσε το ιδίωμα των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο στιχουργήματα των μέσων του 18ου αι., η Στοιχειομαχία του Ιωάννη Ρίζου Μανέ (1746), που περιγράφει την πάλη των φυσικών στοιχείων και η Βοσπορομαχία (1752) του Momars, υπηκόου της Αυστρίας που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία περιγράφει τον ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ακτών του Βοσπόρου. Στο αστικό περιβάλλον του Φαναρίου και των Ελλήνων της διασποράς (κυρίως παραδουνάβιες ηγεμονίες) διαμορφώθηκε και η συνήθεια σύνταξης στιχουργημάτων ερωτικού περιεχομένου κυρίως που κυκλοφορούσαν σε ανώνυμες συλλογές, γνωστές ως «μισμαγιές». Από τον κύκλο των Φαναριωτών προέρχεται και ένα πεζό έργο που χαρακτηρίζεται συχνά ως η πρώτη απόπειρα σύνταξης μυθιστορήματος: είναι το Φιλοθέου Πάρεργα που γράφτηκε το 1718 από τον Νικόλαο Μαυροκορδάτο, αλλά τυπώθηκε το 1800.

Στην ηπειρωτική Ελλάδα κυριαρχεί τον 18ο αι. η μορφή του Καισάριου Δαπόντε, πολυγραφότατου ποιητή και μοναχού που έγραψε πολλές χιλιάδες στίχους με περιεχόμενο αυτοβιογραφικό, ηθικοδιδακτικό και θρησκευτικό.

Η ποίηση στην εποχή του Διαφωτισμού: Φαναριώτες, «πρόδρομοι» και Επτανήσιοι

Το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του νεοελληνικού διαφωτισμού. Οι κυριότερες πνευματικές κατευθύνσεις της περιόδου είναι η συζήτηση για το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα της παιδείας του έθνους, καθώς και η προετοιμασία της επανάστασης και της επακόλουθης πολιτικής και πνευματικής αναγέννησης.

Στα χρόνια εκείνα παρατηρείται και μια μερική άνθηση του ποιητικού λόγου με δύο πόλους: από τη μία ποιητές που ανήκουν στο κλίμα των φαναριωτών και από την άλλη οι επτανήσιοι ποιητές που χαρακτηρίζονται ως προσολωμικοί. Κεντρικές προσωπικότητες όμως είναι οι λεγόμενοι «πρόδρομοι», ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Ρήγας Φεραίος και ο Ιωάννης Βηλαράς.

Στο κλίμα των Φαναριωτών κινούνται ποιητές όπως ο Διονύσιος Φωτεινός (17771821), με γνωστότερο έργο του μία μεταγραφή του Ερωτόκριτου σύμφωνα με τις γλωσσικές και αισθητικές αντιλήψεις των φαναριωτών, ο Μιχαήλ Περδικάρης (17661828), που έγραψε την σκληρή σάτιρα Ερμήλος ή Διμοκριθηράκλειτος (1817), στην οποία ελέγχει αυστηρά τόσο τους κληρικούς όσο και τους αστούς υποστηρικτές των νέων ιδεών, και ο Γεώργιος Σακελλάριος (17651838), που αξίζει να μνημονεύεται γιατί είναι από τους εισηγητές του προρομαντισμού στην Ελλάδα.

Ρήγας Φεραίος (1757-1798), ένας από τους «προδρόμους» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Ως «πρόδρομοι» χαρακτηρίζονται οι Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ρήγας Φεραίος και Ιωάννης Βηλαράς για τον προδρομικό ρόλο τους στην διάδοση της παιδείας, την καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας και την επίδρασή τους σε μεταγενέστερους λογοτέχνες. Εμπνευσμένοι από τις ιδέες του διαφωτισμού είχαν στόχο τον φωτισμό του γένους και με πλούσιο πρωτότυπο και μεταφραστικό έργο στην δημοτική γλώσσα επιδιώξαν την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού. Ο Ρήγας μετέφρασε λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα και μετέφρασε ελεύθερα κάποια διηγήματα του Γάλλου Rétif de la Bretonne στο έργο του Σχολείον των ντελικάτων εραστών, στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά φαναριώτικά ποιήματα. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος εξέδωσε το 1811 την συλλογή ποιημάτων Λυρικά, με ερωτικό, αρκαδικό και βακχικό περιεχόμενο, για τα οποία χαρακτηρίστηκε «ο νέος Ανακρέων». Λυρικά ποιήματα πιο κοντά στην δημοτική γλώσσα καθώς και σατιρικά έγραψε και ο Ιωάννης Βηλαράς, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ο Βηλαράς αξίζει βέβαια να μνημονεύεται και για την μαχητική υπεράσπιση της δημοτικής και για τις πρωτοποριακές ιδέες του, όπως αυτή της καθιέρωσης της φωνητικής ορθογραφίας, τις οποίες υποστήριξε στο βιβλίο του Ρομέηκη γλόσα (1815).

Στα τέλη του 18ου αι. παρατηρείται ακμή της ποίησης στην Ζάκυνθο και οι ποιητές της περιόδου χαρακτηρίζονται προσολωμικοί επειδή θεωρείται ότι με το έργο τους διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική ανάπτυξη και την μελλοντική εμφάνιση και διαμόρφωση της επτανησιακής σχολής. Η ποίηση αυτή είναι κυρίως πατριωτική και σατιρική. Τα σημαντικότερα έργα είναι οι Θούριοι του Αντώνιου Μαρτελάου και του Νικόλαου Κούρτσολα και οι σάτιρες του Αντώνιου Κατήφορου και του Νικόλαου Κουτούζη.

Η νεότερη ελληνική λογοτεχνία (1821 έως σήμερα)

Ρομαντικά χρόνια (1820-1880)

Η Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος.

Το μεγάλο γεγονός της Επανάστασης του 1821 επηρέασε σημαντικά τη λογοτεχνία των πρώτων χρόνων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μέσα στην δεκαετία του 1820 γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα με θέμα την Επανάσταση από δύο Επτανήσιους ποιητές, τον Σολωμό (Ύμνος εις την Ελευθερίαν, 1823) και τον Κάλβο (Λύρα, 1824, Λυρικά, 1826). Η Επανάσταση αποτελούσε βασικό θέμα και στα ποιήματα των Αθηναίων ποιητών καθώς και σε αρκετά πεζογραφικά έργα των πρώτων χρόνων της περιόδου, ενώ το ρεύμα που καθόρισε την φυσιογνωμία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ώς το 1880 ήταν ο ρομαντισμός, που επηρέασε το έργο τόσο των Αθηναίων όσο και των Επτανησίων ποιητών, αν και εμφανίστηκε με διαφορετικές μορφές στην Αθήνα και τα Επτάνησα. Ο ρομαντικός χαρακτήρας της Επτανησιακής σχολής άρχισε να αναγνωρίζεται τα τελευταία χρόνια[8], επειδή η παλαιότερη κριτική αντιμετώπιζε αρνητικά τον ελληνικό ρομαντισμό, καθώς τον ταύτιζε με την καθαρεύουσα και τους εκφραστικούς τρόπους της Α’ Αθηναϊκής Σχολής.

Η ποίηση σε Αθήνα και Επτάνησα

Κύριο άρθρο: Α’ Αθηναϊκή Σχολή

και

Τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση η ποίηση αναπτύχθηκε σε δύο πόλους, τα Επτάνησα και την Αθήνα. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο ποιητικών «σχολών» ήταν η χρήση της γλώσσας: οι σπουδαιότεροι Επτανήσιοι ποιητές έγραψαν στην δημοτική (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός ποιητών που έγραφαν σε καθαρεύουσα γλώσσα), ενώ στην Αθήνα η γλώσσα της ποίησης γινόταν όλο και πιο αρχαΐζουσα, υπό την επίδραση των μεγαλοϊδεατικών τάσεων και της επιθυμίας να αναδειχθεί η ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαίων και νέων Ελλήνων· η καθαρεύουσα επιβαλλόταν εξάλλου και από τους Ποιητικούς διαγωνισμούς.

Ορόσημο για την εμφάνιση του ρομαντισμού της Α’ Αθηναϊκής Σχολής είναι το 1831, έτος δημοσίευσης των ποιημάτων Οδοιπόρος του Παναγιώτη Σούτσου και Δήμος και Ελένη του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Η εξέλιξη της αθηναϊκής ρομαντικής ποίησης έχει διακριθεί σε τρεις φάσεις[9]: «τα χρόνια της εξόρμησης» (18301850, που είναι περίοδος διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας, «τα χρόνια της ακμής» (18501870), όταν οι κυριότεροι εκπρόσωποι (Αλέξανδρος Σούτσος, Π. Σούτσος, Ραγκαβής) έχουν φτάσει στην ωριμότητα, ενώ εμφανίζονται και νεότεροι (Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Σπυρίδων Βασιλειάδης). Τα χρόνια αυτά σηματοδοτούνται από την κυριαρχία των Ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και την στροφή προς τον αρχαϊσμό. Η τελευταία δεκαετία ονομάζεται περίοδος της «παρακμής», γιατί τότε, και ενώ οι κυριότεροι εκπρόσωποι έχουν πεθάνει και οι Ποιητικοί διαγωνισμοί, φτάνουν σε ακραίες μορφές τα αρνητικά χαρακτηριστικά του ρεύματος (ατημέλητη έκφραση, υπερβολική μελαγχολία που έφτανε στην θανατολαγνεία). Κυρίαρχη ποιητική μορφή είναι ο Αχιλλέας Παράσχος, όμως μέσα στην δεκαετία αυτή εμφανίζονται και κάποιοι ποιητές που προαναγγέλλουν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, όπως ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αριστομένης Προβελλέγγιος και ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος.


Στα Επτάνησα η ποίηση ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις υπό την επίδραση κυρίως της μακρόχρονης επαφής με την ιταλική παιδεία. Οι Επτανήσιοι ποιητές μπορούν, σχηματικά, να διακριθούν σε δύο ομάδες: τους «σολωμικούς ποιητές», που προσπάθησαν να ακολουθήσουν τον δρόμο του Διονύσιου Σολωμού, γράφοντας ποιήματα σε δημοτική γλώσσα με τον 15σύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού ή σύντομες φόρμες της ιταλικής στιχουργίας, και τους ποιητές που ακολούθησαν προσωπικές επιλογές, όπως ο Ανδρέας Κάλβος, με την ιδιότυπη και μοναδικές στιχουργικές και γλωσσικές επιλογές του, ο Ανδρέας Λασκαράτος που συνέχισε την μακρά σατιρική παράδοση των Επτανήσων και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που έχει κοινά στοιχεία τόσο με τους Επτανήσιους ποιητές (δημοτική γλώσσα) όσο και με τους αθηναίους ρομαντικούς (ρητορεία και στόμφος).

Η πεζογραφία

Εμμανουήλ Ροΐδης,ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους του 19ου αι.

Η πεζογραφία μέχρι το 1880 καλλιεργήθηκε κυρίως στην Αθήνα και σε άλλα πνευματικά κέντρα όπως η Σύρος ή η Κωνσταντινούπολη, όχι όμως και στα Επτάνησα (με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς του Λασκαράτου και η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου). Τα χρόνια αυτά είναι τα χρόνια της διαμόρφωσης του νεοελληνικού μυθιστορήματος και τα έργα παρουσιάζουν ποικιλία στην μορφή και το περιεχόμενο. Τα κυρίαρχα θέματα είναι περιπετειώδεις ερωτικές ιστορίες ή ιστορικά γεγονότα από την Επανάσταση ή παλιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά είναι εμφανής κάποιες φορές και η σατιρική ή η κριτική διάθεση. Η γλώσσα των κειμένων είναι η καθαρεύουσα με αρκετές διαβαθμίσεις από απλούστερες μορφές έως ακραία αρχαΐζουσα γλώσσα, ενώ παρατηρείται κάποιες φορές και προσπάθεια απόδοσης του προφορικού λόγου και των ιδιωματισμών. Το πιο διάσημο σήμερα έργο της περιόδου είναι η Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη· άλλα έργα που ξεχώρισαν είναι ο Αυθέντης του Μορέως του Ραγκαβή, ο Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά, η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι του Χαρίλαου Δημόπουλου και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, ενώ μυθιστορήματα που ήταν δημοφιλή τότε, όπως η Ορφανή της Χίου και η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως ξεχάστηκαν μετά το 1880.

1880-1930

Η χρονολογία 1880 σηματοδοτεί μία σημαντική στροφή τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Νέα ευρωπαϊκά ρεύματα, όπως ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός, είναι πλέον πηγές έμπνευσης των λογοτεχνών, ενώ η ανάπτυξη της επιστήμης της Λαογραφίας οδηγεί σε θεματική ανανέωση των λογοτεχνικών έργων. Παράλληλα η δημοτική καθιερώνεται στην ποίηση πρώτα και αργότερα και στην πεζογραφία. Η χρονιά 1930 είναι επίσης οριακή, αφού τότε εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα του μοντερνισμού στην ποίηση και την πεζογραφία. Το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 18801930 χαρακτηρίζεται από πλούσια παραγωγή ποιητικών και πεζών έργων, την εμφάνιση πολλών και σημαντικών λογοτεχνών και την κυριαρχία ποικίλων τάσεων.

Η ποίηση

Κύριο άρθρο: Νέα Αθηναϊκή Σχολή

Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στο κέντρο ο Κωστής Παλαμάς.

Το 1880 εκδίδονται δύο ποιητικές συλλογές που σηματοδοτούν την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής Σχολής: οι Στίχοι του Νίκου Καμπά και οι Ιστοί Αράχνης του Γεώργιου Δροσίνη. Η τεχνοτροπική αλλαγή και η απομάκρυνση από τον αθηναϊκό ρομαντισμό είναι εμφανής: η γλώσσα των ποιημάτων είναι δημοτική, τα θέματα είναι οικεία, καθημερινά, και οι τόνοι χαμηλοί. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της γενιάς αυτής όμως είναι ο Κωστής Παλαμάς, που κυριάρχησε στην νεοελληνική πνευματική ζωή για τις επόμενες δεκαετίες. Το ποιητικό του έργο είναι πλούσιο και ποικίλο: εμπνέεται από θέματα καθημερινά, από την εσωτερική ζωή, από ιστορικά γεγονότα ή από την επικαιρότητα, γράφει είτε σύντομα ποιήματα είτε μεγαλύτερες, επικολυρικές συνθέσεις (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά), φροντίζοντας πάντα για την μορφική αρτιότητα του στίχου και εμπνεόμενος από την νεοελληνική ποιητική παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα. Από τους πρώτους ποιητές της Γενιά του 1880, μόνο ο Παλαμάς παρουσίασε σημαντική εξέλιξη στην ποιητική του, ενώ σύντομα εμφανίστηκαν νεότεροι ποιητές που συνέχισαν την ανανέωση ακολουθώντας τα ρεύματα του παρνασσισμού (τα σονέτα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, του Λορέντζου Μαβίλη και του Ιωάννη Γρυπάρη) και του συμβολισμού (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Λάμπρος Πορφύρας) ή δικούς τους εκφραστικούς δρόμους (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Κώστας Κρυστάλλης).

Τα χρόνια γύρω στα 1910, όταν ο Κωστής Παλαμάς έγραφε τις κεντρικές ποιητικές συνθέσεις του, τον Δωδεκάλογο του Γύφτου και την Φλογέρα του Βασιλιά, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έφτανε στην ωριμότητά του ο Κ.Π.Καβάφης, ο οποίος όμως έγινε ευρύτερα γνωστός στην Αθήνα μετά το 1920, κυρίως εξαιτίας της ιδιότυπης, για την ποιητική παράδοση της εποχής, γραφής του, με την καθαρεύουσα γλώσσα και τον σχεδόν πεζολογικό τόνο. Τα ίδια χρόνια όμως εμφανίστηκαν και νεότεροι ποιητές που ακολούθησαν προσωπικούς δρόμους και διαφοροποιήθηκαν από την ποίηση του Παλαμά. Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Άγγελος Σικελιανός με το εκτενές ποίημα «Αλαφροΐσκιωτος» το 1909, το οποίο ακολούθησαν πολλά εκτενή ή συντομότερα ποιήματα με χαρακτηριστικό τους τον πληθωρικό λυρισμό αλλά και την μερική αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Συνομήλικος του Σικελιανού ήταν ο Κώστας Βάρναλης ο οποίος έδωσε τα χαρακτηριστικότερα έργα του, στα οποία εκφράζονται οι αριστερές ιδεολογικές του πεποιθήσεις, μετά το 1920. Παράλληλα όμως, τα χρόνια του μεσοπολέμου έκανε την εμφάνισή της και μια ομάδα ποιητών που είχαν γεννηθεί περίπου στα 1890, οι οποίοι εξέφρασαν την απογοήτευση από την Μικρασιατική καταστροφή και την αποτυχία της «Μεγάλης Ιδέας» με μία ποίηση η οποία χαρακτηρίστηκε νεορομαντική ή νεοσυμβολιστική, με κύριο χαρακτηριστικό την απογοήτευση και την έλλειψη ιδανικών. Ο σημαντικότερος εκφραστής αυτών των αναζητήσεων ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης.

Η πεζογραφία

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της περιόδου

Μετά το 1880 σημειώνεται αλλαγή στην θεματολογία και στον τρόπο πραγμάτευσης του υλικού από τους πεζογράφους. Ενώ κατά τα προηγούμενα χρόνια επικρατούσαν τα ρομαντικά-ερωτικά ή τα ιστορικά μυθιστορήματα, οι συγγραφείς μετά το 1880 καλλιέργησαν κυρίως το διήγημα και στράφηκαν σε θέματα από την καθημερινή ζωή της επαρχίας αρχικά και αργότερα των μεγαλουπόλεων. Η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου χαρακτηρίζεται συνήθως με τον όρο ηθογραφία, που αναφέρεται στην πιστή αναπαράσταση των ηθών και του τρόπου ζωής μιας κοινότητας.

Χρονολογία-σταθμός θεωρείται το έτος 1883, όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το πρώτο διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού, Το αμάρτημα της μητρός μου, ενώ ένα μήνα αργότερα προκηρύχθηκε από το ίδιο περιοδικό διαγωνισμός για συγγραφή διηγήματος. Η προκήρυξη παρότρυνε τους συγγραφείς να αξιοποιήσουν θέματα από την παραδοσιακή ζωή του λαού ή την ελληνική ιστορία και, παρόλο που τα διηγήματα που γράφτηκαν με αφορμή των διαγωνισμό δεν ήταν όλα επιτυχημένα, ή αρκετά από αυτά δεν ήταν τόσο διηγήματα όσο συλλογή λαογραφικού υλικού, η συγκεκριμένη θεματολογία επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες, με δύο γενικές κατευθύνσεις στον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος: αφ’ ενός την ωραιοποιημένη και ειδυλλιακή απεικόνιση του αγροτικού τρόπου ζωής, με συχνή την πληθώρα λαογραφικών στοιχείων (όπως τα έργα των Γ. Δροσίνη, Κ. Κρυστάλλη κ.α.) και αφ’ ετέρου τις ποικιλότερες προοπτικές, όπως η ψυχογραφία (Γ. Βιζυηνός) ή ο ρεαλισμός και ο νατουραλισμός (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ανδρέας Καρκαβίτσας). Αυτοί οι τρεις συγγραφείς θεωρούνται οι κορυφαίοι αυτής της κατεύθυνσης. Από αυτούς, οι δύο πρώτοι έμειναν πιστοί στην καθαρεύουσα, ενώ ο Καρκαβίτσας στράφηκε γρήγορα προς την δημοτική, για την χρήση της οποίας στην πεζογραφία άνοιγαν νέοι ορίζοντες με Το Ταξίδι μου του Ψυχάρη και την σημαντικότερη απόπειρα του Παλαμά να γράψει πεζό κείμενο, το διήγημά του Θάνατος Παλληκαριού.

Γύρω στα 1900 παρουσιάζεται μία νέα στροφή στην θεματική, αυτήν την φορά προς αστικά περιβάλλοντα. Ένας από τους πρωτεργάτες της «αστικής πεζογραφίας» είναι ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που αναπαριστά στα μυθιστορήματά του το αστικό περιβάλλον της Αθήνας και της Ζακύνθου. Παράλληλα αρχίζουν να γράφονται έργα με εντονότερες κοινωνικές προοπτικές και νατουραλιστικές επιδράσεις που τοποθετούνται σε αστικά περιβάλλοντα όχι μόνο της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων, όπως τα έργα των Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, Κώστα Χατζόπουλου, Κων/νου Θεοτόκη (βλ. για παράδειγμα Πίστομα), Δημοσθένη Βουτυρά και Πέτρου Πικρού. Τη δεκαετία του 1920, ενώ οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της προηγούμενης γενιάς (Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Θεοτόκης κ.α.) έχουν πεθάνει, εμφανίζονται κάποιοι πεζογράφοι που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο ως εκπρόσωποι της γενιάς του ’30, οι οποίοι είτε εμπνέονται από τις πρόσφατες εμπειρίες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και της μικρασιατικής καταστροφής (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης), είτε ακολουθούν άλλους δρόμους, όπως ο Φώτης Κόντογλου με την«εξωτική» ιστορία Pedro Cazaz και ο Θράσος Καστανάκης με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του.

Η Γενιά του ’30 και η λογοτεχνία μέχρι το τέλος του εμφυλίου

Τα χρόνια γύρω στο 1930 είναι τα χρόνια εμφάνισης μοντερνιστικών τάσεων στην ποίηση και την πεζογραφία, γι’ αυτό και οι συγγραφείς που πρωτοδημοσίευσαν έργα με ανανεωτική διάθεση εκείνη την περίοδο ή και λίγο νωρίτερα, εντάσσονται στην λεγόμενη «Γενιά του ’30». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής ανανέωσης είναι η καθιέρωση του ελεύθερου στίχου και η εισαγωγή του υπερρεαλισμού, ενώ στην πεζογραφία καλλιεργείται ιδιαιτέρως το αστικό μυθιστόρημα και εμφανίζονται κάποιες μοντερνιστικές τάσεις όπως ο εσωτερικός μονόλογος.

Η ποίηση της Γενιάς του ’30

Η ποιητική γενιά του ’30 συνδέεται με την πλήρη αποδέσμευση από τον παραδοσιακό στίχο. Δείγματα ελεύθερου στίχου πρωτοεμφανίστηκαν μέσα στην δεκαετία του ’20, με τα ποιήματα του Τ.Κ. Παπατσώνη, ενώ γύρω στα τέλη της δεκαετίας και στις αρχές της δεκαετίας του ’30 πύκνωσαν οι εκδόσεις ποιημάτων με ελεύθερο στίχο: το 1929 εκδόθηκαν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, το 1930 η συλλογή Στου γλυτωμού του χάζι του Θεόδορου Ντόρρου, το 1933 τα ποιήματα του Νικήτα Ράντου και το 1933 του Γιώργου Σαραντάρη. Αντίθετα ποιητές που πρωταγωνίστησαν αργότερα στην «γενιά του ’30» με ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ξεκίνησαν με παραδοσιακό, όπως ο Γιώργος Σεφέρης στις δύο πρώτες συλλογές του, Στροφή (1931) και Στέρνα (1932) και ο Γιάννης Ρίτσος στην συλλογή Τρακτέρ (1934) και τον Επιτάφιο (1936).

Ο πιο σημαντικός σταθμός στην ποίηση της «γενιάς του ’30» είναι το έτος 1935. Εκείνη την χρονιά, που κατά σύμπτωση δημοσιεύεται και η τελευταία συλλογή του Παλαμά, ιδρύεται το περιοδικό Νέα Γράμματα, με το οποίο συνεργάζονται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς, εκδίδεται το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη και εισάγεται στην Ελλάδα ο υπερρεαλισμός με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου. Μέσα στην ίδια δεκαετία δημοσίευσαν τα πρώτα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο ο Ρίτσος και ο Βρεττάκος και πρωτοεμφανίστηκε και ο δεύτερος σημαντικός εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού, ο Νίκος Εγγονόπουλος.

Η πεζογραφία της γενιάς του ’30

Οι πεζογράφοι που εντάσσονται στην «Γενιά του ’30» είναι σύνολο συγγραφέων με συχνά διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με κοινό στόχο την ανανέωση της πεζογραφίας. Οι γενικές τάσεις που επικράτησαν μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: πεζογράφους με καταγωγή από την Μικρά Ασία,που εμφανίστηκαν ήδη από την δεκαετία του ’20 και έμειναν πιο κοντά στην παράδοση, εμπνεόμενοι κυρίως από τον τόπο καταγωγής τους και οι οποίοι συχνά αποκαλούνται «Αιολική Σχολή» (Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου και Στρατής Δούκας), τους πεζογράφους που ακολούθησαν κυρίως την τάση του αστικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος (Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Μ. Καραγάτσης κ.α.) και τέλος πεζογράφους που εισήγαγαν μοντερνιστικές τάσεις όπως η παραβίαση των ρεαλιστικών συμβάσεων και νέες αφηγηματικές τεχνικές όπως ο εσωτερικός μονόλογος. Αυτή η ομάδα συχνά ονομάζεται «Σχολή της Θεσσαλονίκης», επειδή οι κύριοι εκπρόσωποι (Στέλιος Ξεφλούδας, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης κ.α.) έζησαν και έδρασαν στην Θεσσαλονίκη.

Μία αξιοσημείωτη τάση που παρατηρείται στην πεζογραφία της γενιάς του ’30 μετά την δικτατορία του Μεταξά το 1936 είναι η στροφή πολλών συγγραφέων στο άμεσο ή απώτερο παρελθόν, δηλαδή σε αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία (για παράδειγμα ο Λεωνής του Θεοτοκά) ή ιστορικά μυθιστορήματα (όπως η Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη). Αυτή η στροφή ερμηνεύεται ως εθελοντική «λογοκρισία» των συγγραφέων απέναντι στο καθεστώς αλλά σχετίζεται και με την αναζήτηση της εθνικής ταυτότητας και την αξιοποίηση της παράδοσης.

Η λογοτεχνία κατά την διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου

Οι εμπειρίες του πολέμου επέδρασαν άμεσα στην λογοτεχνία της εποχής, και κυρίως στην ποίηση: σε πολλά ποιήματα που γράφτηκαν κατά την διάρκεια της δεκετίας 1940 γίνονται αναφορές στο ιστορικό παρόν, είτε ευθέως, όπως στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Ελύτη, είτε μεταφορικά, με αξιοποίηση της παράδοσης και του ιστορικού παρελθόντος (Ρωμιοσύνη του Ρίτσου) ή άλλων υπαινιγμών (Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου.

Στην πεζογραφία, αντιθέτως, η στροφή στο παρελθόν των συγγραφέων της γενιάς του ’30 ερμηνεύτηκε αρνητικά ως απόπειρα φυγής. Δεν έλειψαν βέβαια και πεζά έργα εμπνευσμένα από τις εμπειρίες του πολέμου, όπως το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη ή το Μνήμα της γριάς του Άγγελου Βλάχου, η αξιοποίηση όμως των εμπειριών του πολέμου στην πεζογραφία έγινε εντονότερη στην επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, μέσα στην δεκαετία του 1940 δημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά αλλά και δύο έργα που θεωρούνται ότι άνοιξαν τον δρόμο σε τάσεις που επικράτησαν τις επόμενες δεκαετίες, τα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (1946) και το Contre-temps της Μιμίκας Κρανάκη (1947).

Η μεταπολεμική λογοτεχνία

Μεταπολεμική ποίηση

Για τον χαρακτηρισμό της ποίησης της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (αυτής δηλαδή που εμφανίστηκε κατά την δεκαετία του 1950 αλλά και νωρίτερα) έχουν προταθεί διάφορες κατηγοριοποιήσεις. Αναμφισβήτητα η πιο ευδιάκριτη ομάδα ποιητών είναι αυτή που γράφει ποίηση που χαρακτηρίζεται ως «κοινωνική» ή «πολιτική», στην οποία ανήκουν ποιητές με αριστερές πεποιθήσεις, οι οποίοι υπέστησαν διώξεις για τις ιδέες τους, όπως οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος. Άλλοι ποιητές που ξεχώρισαν, χωρίς να είναι εύκολο να ενταχθούν σε κάποια συγκεκριμένη τάση, είναι οι Μίλτος Σαχτούρης, Τάκης Σινόπουλος, Νίκος Καρούζος. Η ποίηση των δύο πρώτων, που παρουσιάζει το κοινό στοιχείο των εφιαλτικών εικόνων, της δυσφορίας και της οδύνης, έχει κατά καιρούς συνδεθεί με εφαρμογή κάποιων αρχών του υπερρεαλισμού, η οποία αποδίδεται και στα έργα άλλων ποιητών, όπως ο Γιάννης Δάλλας, ο Δημήτρης Παπαδίτσας ή η Ελένη Βακαλό, ενώ ο Καρούζος συχνά χαρακτηρίζεται ως «θρησκευτικός» ή «φιλοσοφικός» ποιητής εξαιτίας της στενής σχέσης του έργου του με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση.

Στη σύγχρονη ελληνική ποίηση επίσης συγκαταλέγονται οι Λένα Παππά, Κική Δημουλά, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Γιώργος Κάρτερ, Γιάννης Βαρβέρης, Πάνος Καπώνης,Γιάννης Κοντός, Αντώνης Φωστιέρης, Ντίνος Σιώτης, Νάσος Βαγενάς, Γιώργος Βέης, Χάρης Βλαβιανός, Δημήτρης Π. Κρανιώτης, Κωνσταντίνος Μπούρας,Δημήτρης Παλάζης, Αθηνά Παπαδάκη,Δημήτρης Ποταμίτης,Λευτέρης Πούλιος,Γιώργος Μαρκόπουλος, Τζένη Μαστοράκη, Στέφανος Μπεκατώρος,Βασίλης Στεριάδης,Νατάσα Χατζηδάκι, Πάνος Κυπαρίσσης, Τηλέμαχος Χυτήρης. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στην λεγόμενη Γενιά του ’70 ή την «ποίηση της αμφισβήτησης» κατά τον ορισμό του Βάσου Βαρίκα.

Μεταπολεμική πεζογραφία

Οι πρώτοι μεταπολεμικοί πεζογράφοι αξιοποίησαν τις εμπειρίες του πολέμου του ’40, της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, σε έργα όπως η Πολιορκία του Αλέξανδρου Κοτζιά, η Πυραμίδα 67 του Ρένου Αποστολίδη και οι Ακυβέρνητες πολιτείες, του Στρατή Τσίρκα, έργο που ξεχωρίζει για την χρήση πολλών μοντέρνων αφηγηματικών τεχνικών. Ο άλλος σημαντικός θεματικός κύκλος από τον οποίον αντλούν οι πεζογράφοι είναι η καθημερινότητα και η ζωή στις πόλεις, με πιο γνωστούς εκπροσώπους τους Κώστα Ταχτσή, Γιώργο Ιωάννου, Μένη Κουμανταρέα, ενώ κάποιοι συγγραφείς αντιμετωπίζουν με κριτική ματιά και σκεπτικισμό την σύγχρονη οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, όπως ο Σπύρος Πλασκοβίτης στο Φράγμα, ο Βασίλης Βασιλικός στην Τριλογία ή ο Αντώνης Σαμαράκης στο Λάθος. Πιο πρωτοποριακές τάσεις, με αξιοποίηση μοντερνιστικών τεχνικών και αμφισβήτηση των ρεαλιστικών συμβάσεων εμφανίζονται σε έργα του Νίκου Καχτίτση και του Γιώργου Χειμωνά.

Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία επίσης ξεχωρίζουν οι Μάρω Δούκα, Διδώ Σωτηρίου, Νίκος Θέμελης, Ιωάννα Καρυστιάνη, Ευγενία Φακίνου, Ρέα Γαλανάκη, Θανάσης Βαλτινός, Σώτη Τριανταφύλλου, Γιάννης Ξανθούλης, Μάνος Κοντολέων, Παύλος Μάτεσις.

Σημειώσεις

  1. Ενδεικτικά: Ε. Κριαράς, «Οι όροι “μεσαιωνικός” και “νεοελληνικός” στη γραμματολογία μας», Μεσαιωνικά μελετήματα. Γραμματεία και γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1988 και ανακοινώσεις των Γ. Π. Σαββίδη, Στ. Αλεξίου, Ε. Γ. Καψωμένου, M. Vitti και H. Eideneier στο «Αρχές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi», Βενετία 1993
  2. Ν. Πολίτης, «Περί του εθνικού έπους των νεωτέρων Ελλήνων». Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο της Β. Αποστολίδου, Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεμέλιο, 1992, σ. 126
  3. Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σ.1-2
  4. Εμμ. Κριαράς, «Οι όροι «μεσαιωνικός» και «νεοελληνικός» στη γραμματολογία μας», Μεσαιωνικά μελετήματα τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 405-407
  5. Γ.Π. Σαββίδης, «Πότε άραγες αρχίζει η νεότερη ελληνική λογοτεχνία;», Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» τ. Α΄, Βενετία 1993, σελ. 37-41
  6. Στυλιανός Αλεξίου, «Η ορολογία των περίοδων της λογοτεχνίας μας»,Αρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικά του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» τ. Α΄, Βενετία 1993, σελ. 54-60.
  7. Για περισσότερες πληροφορίες για την δημώδη λογοτεχνία της περιόδου βλ. H.-G. Beck, Ιστορία της Βυζαντινής Δημώδους Λογοτεχνίας, μετάφρ. Νίκη Eideneier, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988 και R. Beaton, Η ερωτική μυθιστορία του ελληνικού μεσαίωνα, μετάφρ. Νίκη Τσιρώνη, δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996
  8. Γ. Βελουδής, «Ο Επτανησιακός, ο Αθηναϊκός και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός», Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα 1992
  9. Κ. Θ. Δημαράς, «Η ποίηση στον ΙΘ΄ αιώνα»,Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1994, σελ. 169

Πηγές

  • Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1975 (6η έκδοση)
  • Λ.Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978
  • M.Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003 (αναθεωρημένη έκδοση)
  • Γ. Βελουδής, «Ο Επτανησιακός, ο Αθηναϊκός και ο Ευρωπαϊκός Ρομαντισμός», Μονά-Ζυγά. Δέκα νεοελληνικά μελετήματα, Γνώση, Αθήνα 1992
  • R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996
  • Μ. Μερακλής, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (1945-1970).Ι. Ποίηση, εκδ. Κωνσταντινίδης
  • Α. Αργυρίου, Η μεταπολεμική πεζογραφία: Από τον πόλεμο του ’40 ώς τη δικτατορία του ’67 (εισαγωγή), Σοκόλης, Αθήνα 1988-90
  • Συλλογικό, Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας: Πατάκης, Αθήνα 2007

Δείτε επίσης

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1073

Κωνσταντίνος Καβάφης, «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» (Ανάλυση)

Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον»


Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.

[1911]

Ο Μάρκος Αντώνιος συμμετείχε το 43 π.Χ. στο σχηματισμό της Δεύτερης Τριανδρίας, μαζί με τον Οκταβιανό και το Λέπιδο, με σκοπό τη διεκδίκηση της εξουσίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ένα χρόνο μετά, αφού είχαν νικήσει τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα, μοιράστηκαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, δίνοντας στον Αντώνιο τις κτήσεις στην Ανατολή.
Ο Μάρκος Αντώνιος στην Κιλικία (περιοχή της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο) συνάντησε την Κλεοπάτρα και εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, αντί να την τιμωρήσει για τη βοήθεια που είχε προσφέρει στους δολοφόνους του Καίσαρα, την έκανε ερωμένη του. Ο Αντώνιος σύντομα ερωτεύτηκε με πάθος την Κλεοπάτρα και άρχισε να αμελεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κυρίως απέναντι στη σύζυγό του την Οκταβία, η οποία ήταν αδερφή του Οκταβιανού.
Ενώ ο Οκταβιανός κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον Λέπιδο και να συγκεντρώσει την εξουσία της Αυτοκρατορίας, ο Αντώνιος σχεδίαζε να δημιουργήσει μια χωριστή αυτοκρατορία την οποία θα διοικούσε μαζί με την Κλεοπάτρα. Ο Οκταβιανός όμως αγανακτισμένος με τη στάση του Αντώνιου απέναντι στην αδερφή του και αναγνωρίζοντας τις επεκτατικές βλέψεις του εις βάρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έστρεψε τη Σύγκλητο εναντίον του, τον καθαίρεσε και κήρυξε πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Ο πόλεμος αυτός, που ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο, κρίθηκε με τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. όπου οι δυνάμεις της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου κατατροπώθηκαν.
Λίγους μήνες μετά ο Οκταβιανός κινήθηκε κατά της Αλεξάνδρειας (30 π.Χ.), και θέλοντας να χτυπήσει την πόλη και από τη στεριά και από τη θάλασσα, συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις γύρω από την πόλη. Το τέλος του Αντώνιου ήταν πια δεδομένο.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, την παραμονή της μεγάλης επίθεσης του Οκταβιανού, ξαφνικά τη νύχτα ακούστηκαν ήχοι μελωδικών οργάνων και μεγάλη φασαρία από κόσμο που χόρευε με βακχικούς αλαλαγμούς. Ήταν σα να κινούνταν ένας θορυβώδης θίασος προς την έξοδο της πόλης και ο θόρυβος σταμάτησε μόλις πέρασε τις πύλες, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στους κατοίκους που θεώρησαν ότι ήταν ένα σημάδι ότι ο προστάτης θεός του Αντώνιου, ο Διόνυσος, τον εγκατέλειπε.

Το «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναφέρεται στη μεγάλη αξία που έχει η διατήρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην απώλεια. Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που ακούει τον αόρατο θίασο να απομακρύνεται από την πόλη και συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης θεός του τον εγκαταλείπει. Η κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι η ήττα του είναι δεδομένη και ότι όλα όσα απέκτησε στη ζωή του και όλα όσα σχεδίαζε για το μέλλον του, φτάνουν στο τέλος τους, έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιος θα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό του και να μη φανεί λιπόψυχος. Αν ο Αντώνιος αρχίσει να παρακαλάει για τη ζωή του και αρχίσει να κλαίει, όπως θα έκανε ένας δειλός άνθρωπος, αυτό θα σήμαινε ότι πέρα από τις κτήσεις του και τα αξιώματά του, θα έχανε και κάτι πολύ πιο σημαντικό, θα έχανε την αξιοπρέπειά του.
Ο Αντώνιος υπήρξε ένας γενναίος στρατιωτικός και είχε κατορθώσει να κατακτήσει πολλά εδάφη, γεγονός που υποδεικνύει ότι θα πρέπει με παρόμοια γενναίο τρόπο να αντιμετωπίσει τώρα και την απώλεια όλων των αποκτημάτων του.
Το ποίημα του Καβάφη, βέβαια, παρόλο που αναφέρεται στον Αντώνιο στην πραγματικότητα έχει μια πολύ ευρύτερη εφαρμογή και απευθύνεται ουσιαστικά σε κάθε άνθρωπο. Ο Αντώνιος, δηλαδή, συμβολίζει κάθε άνθρωπο που έχοντας αγωνιστεί στη ζωή του για να πετύχει τους στόχους και τα όνειρά του, έρχεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με την απώλεια όλων αυτών. Τότε είναι που, σύμφωνα με τον ποιητή, θα πρέπει να δείξει όλη του την ψυχική δύναμη, αντιμετωπίζοντας την απώλεια με αξιοπρέπεια και χωρίς κλάματα και παρακάλια. Ο άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, αγωνίζεται για όσα επιθυμεί, αλλά είναι πάντοτε έτοιμος να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο να χάσει όσα έχει αποκτήσει.
Ο ποιητής καθοδηγεί τον Αντώνιο για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες στιγμές του τέλους. Μόλις ακουστεί ο αόρατος θίασος να περνά, μόλις δηλαδή γίνει αντιληπτό ότι πλησιάζει το τέλος, δεν υπάρχει λόγος να θρηνήσει για όσα χάνει, μιας και κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Όσο κι αν ένας άνθρωπος θρηνεί μπροστά στο αναπόφευκτο του χαμού και της απώλειας, τίποτε δεν αλλάζει, γι’ αυτό το λόγο ο ποιητής μας προτρέπει να αποφύγουμε ένα ανώφελο συναισθηματικό ξέσπασμα.
Σαν να είσαι έτοιμος από καιρό, σαν να είσαι θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει, προτρέπει ο ποιητής, δίνοντας το βασικό μοτίβο του ποιήματος. Ο Καβάφης αναγνωρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ποτέ έτοιμος να δει να καταστρέφονται όλα εκείνα για τα οποία πάλεψε μια ζωή και κανείς δεν έχει το κουράγιο να μείνει ψύχραιμος μπροστά σε μια τόσο απόλυτη απώλεια. Γι’ αυτό μας λέει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη συμφορά σαν να είμαστε έτοιμοι, σαν να έχουμε το κουράγιο που χρειάζεται. Έστω κι αν μέσα μας νιώθουμε την ένταση του πόνου, θα πρέπει να μην λυγίσουμε μπροστά στην καταστροφή, θα πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας.
Με απόλυτη συναισθηματική συγκράτηση θα πρέπει ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει την καταστροφή και το κυριότερο δε θα πρέπει την ώρα που βλέπει το τέλος να πλησιάζει να αρνείται την πραγματικότητα, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο: Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν / ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙ Όπως ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει το τέλος ακούγοντας τη συντροφιά του Θεού να εγκαταλείπει την πόλη, έτσι και για τους περισσότερους ανθρώπους υπάρχουν πάντοτε ενδείξεις ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά κι ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Αυτές τις ενδείξεις δε θα πρέπει οι άνθρωποι να τις αγνοούν, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους ότι όλα είναι εντάξει και πως τίποτε κακό δε θα συμβεί. Οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τα σημάδια που τους προειδοποιούν ότι πλησιάζει η στιγμή της απώλειας.
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι, / πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο: Ο Αντώνιος, αλλά και κάθε άνθρωπος, που έχει πετύχει σημαντικά πράγματα στη ζωή του, θα πρέπει όταν έρθει το τέλος να σεβαστεί την προσωπική του αξία και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ένας στρατιωτικός που είχε την τιμή να κατέχει μια τόσο σημαντική πολιτεία όπως είναι η Αλεξάνδρεια, δεν μπορεί παρά κι ο ίδιος να είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος και ως σημαντικός άνθρωπος θα πρέπει να δεχτεί το χάσιμο της αγαπημένης πολιτείας. Για έναν στρατιωτικό όπως ήταν ο Αντώνιος θα ήταν ξεπεσμός να κλαίει και να θρηνεί σκεπτόμενος ότι έρχεται η στιγμή της ήττας του.
Στην πραγματικότητα ο Αντώνιος όταν κατάλαβε ότι το όνειρο της Ανατολής φτάνει στο τέλος του, αντί να προετοιμαστεί για την ύστατη μάχη, φρόντισε να γλεντήσει όσο περισσότερο μπορούσε μαζί με την Κλεοπάτρα και στο τέλος αυτοκτόνησε.
Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι όπως ο Αντώνιος στο ποίημα συμβολίζει όλους τους ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με μια σημαντική απώλεια, έτσι και η Αλεξάνδρεια λειτουργεί ως σύμβολο όλων εκείνων των πολύτιμων αποκτημάτων για τα οποία κάποιος έχει παλέψει μια ολόκληρη ζωή. Ο Αντώνιος δε χάνει μόνο την Αλεξάνδρεια, χάνει την Κλεοπάτρα, τα παιδιά που είχαν αποκτήσει μαζί, τις υπόλοιπες κτήσεις του στην Ανατολή, τα δικαιώματα που είχε στην εξουσία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φυσικά την πολυτελή ζωή στην οποία είχε πλέον συνηθίσει. Ο ποιητής δεν μπορούσε βέβαια να αναφερθεί σε όλα αυτά, γι’ αυτό και τα συμπεριέλαβε όλα στο όνομα της Αλεξάνδρειας, καθιστώντας την πόλη του διαχρονικό σύμβολο των σημαντικότερων και πολυτιμότερων αποκτημάτων.


Τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία της δομής του ποιήματος είναι οι επαναλήψεις και οι προτρεπτικές προστακτικές. Τι πετυχαίνει με τα εκφραστικά αυτά μέσα ο ποιητής;

Το ποίημα αυτό ανήκει στα διδακτικά ποιήματα του Καβάφη, με τα οποία ο ποιητής επιχειρεί να περάσει στον αναγνώστη ουσιώδη μηνύματα για τη ζωή, αλλά και για τον τρόπο που οφείλουν οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν κάποιες καταστάσεις. Εδώ, ο Καβάφης με τις προτρεπτικές προστακτικές δίνει εντονότερα την παραινετική αυτή αίσθηση του ποιήματος, μιας και ο ουσιαστικός του σκοπός είναι να συμβουλεύσει, όχι βέβαια τον Αντώνιο, αλλά τον αναγνώστη που ενδεχομένως μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με την απώλεια και την αποτυχία. Ο ποιητής, επομένως, με τις πολλαπλές προστακτικές προσπαθεί να καθοδηγήσει τον άνθρωπο που θα έρθει αντιμέτωπος με μια τόσο σημαντική απώλεια για το πώς θα πρέπει να φερθεί.

Ο Καβάφης εν γένει δε χρησιμοποιεί συχνά τις επαναλήψεις στην ποίησή του, αλλά όταν το κάνει αποσκοπεί στο να περάσει με ιδιαίτερη έμφαση το μήνυμα των στίχων ή των λέξεων που επαναλαμβάνει. Για παράδειγμα ο στίχος: «Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος», επαναλαμβάνεται καθώς φέρει το κεντρικό νόημα του ποιήματος. Η στάση που οφείλει να κρατήσει ο Αντώνιος μπροστά στην απώλεια της Αλεξάνδρειας είναι μια αξιοπρεπής ψυχραιμία, που θα δείξει στους άλλους ανθρώπους ότι αφενός ήταν προετοιμασμένος από καιρό για μια πιθανή αποτυχία κι αφετέρου ότι διαθέτει αρκετό θάρρος για να αντέξει την συνολική απώλεια όλων εκείνων των αποκτημάτων για τα οποία αγωνίστηκε μια ολόκληρη ζωή.

Να εξετάσετε τι θέση κατέχουν στο ποίημα οι στίχοι 7 και 8 και να τους συσχετίσετε με τους προηγούμενους και με τους επόμενους.

Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.

Οι στίχοι αυτοί περιέχουν το κεντρικό μήνυμα του ποιήματος, υπό την έννοια ότι η βασική μέριμνα του ποιητή είναι να διασφαλιστεί η αξιοπρεπής στάση του ατόμου απέναντι σε μια ενδεχόμενη απώλεια. Όταν κάποιος αντιληφθεί ότι πλησιάζει η στιγμή που θα χάσει όλα όσα έχει πετύχει στη ζωή του, όπως αυτό συμβαίνει στον Αντώνιο, τότε θα πρέπει να φανεί ψύχραιμος σαν να ήταν πάντοτε προετοιμασμένος για μια ενδεχόμενη αποτυχία.
Οι στίχοι που προηγούνται του κεντρικού αυτού μηνύματος περιγράφουν τη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι ο προστάτης Θεός τον εγκαταλείπει και πως είναι πλέον δεδομένη η πτώση του. Ενώ, οι στίχοι που ακολουθούν είναι οι κατευθυντήριες οδηγίες του ποιητή για το πώς θα πρέπει να αντιδράσει ο Αντώνιος και άρα κάθε άνθρωπος που συνειδητοποιεί ότι έχει έρθει αντιμέτωπος με το τέλος της επιτυχημένης διαδρομής του.

Τι συμβολίζει στο ποίημα η Αλεξάνδρεια και ο Αντώνιος;

Όταν ο ποιητής προτρέπει τον Αντώνιο να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που χάνει, εννοεί ότι θα πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι ήρθε η στιγμή που θα χάσει όλα όσα έχει αποκτήσει στη ζωή του με πολλούς αγώνες. Η Αλεξάνδρεια επομένως συμβολίζει όλα τα αγαθά που κάποιος έχει αποκτήσει, αλλά πολύ περισσότερο κάθε τι που αποτελεί το πολυτιμότερο όνειρο ενός ανθρώπου, που για κάποιο διάστημα κατάφερε να το υλοποιήσει και πλέον το χάνει. Η Αλεξάνδρεια γίνεται εδώ το σύμβολο των πιο σημαντικών αποκτημάτων, αλλά και των προσδοκιών που έχει κάποιος για το μέλλον του. Ο Καβάφης καθιστά την Αλεξάνδρεια ένα πολυσήμαντο σύμβολο, γεγονός που ως ένα βαθμό εξηγείται από την ιδιαίτερη αγάπη που είχε ο ποιητής για τη γενέτειρά του και από τη διάθεσή του να τιμήσει την πόλη του.
Ο Αντώνιος από την άλλη συμβολίζει κάθε άνθρωπο που έχει επιτύχει σημαντικά πράγματα στη ζωή του και κάποτε έρχεται αντιμέτωπος με την απώλεια όλων αυτών των επιτευγμάτων. Ο ποιητής χρησιμοποιεί ουσιαστικά την ιστορία του Αντώνιου για να απευθυνθεί σε όλους τους ανθρώπους, καθώς για όλους τους ανθρώπους είναι πιθανό κάποια στιγμή να βρεθούν αντιμέτωποι με μια σημαντική απώλεια. Όπως, λοιπόν, προτρέπει τον Αντώνιο να σταθεί στο ύψος του και να αντιμετωπίσει την κατάσταση με αξιοπρέπεια, το ίδιο ακριβώς ζητάει ο ποιητής κι από τους αναγνώστες του.

Πηγή : http://latistor.blogspot.com/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1056

Δημήτρης Βικέλας, “Λουκής Λάρας”

Βιογραφικά στοιχεία Δημήτρη Βικέλα (1835 – 1908)

Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Καταγόταν από μεγάλη εμπορική οικογένεια της Βέροιας και το αρχικό όνομα της οικογένειάς του ήταν Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε ποτέ συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας. Η μητέρα του όμως ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε γύρισε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη.

Υπήρξε συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί με τον οποίο εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου συνολικά έζησε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος αρχικά ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και έπειτα ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College του Λονδίνου, όμως λόγω του περιορισμένου χρόνου του παρακολούθησε μόνο μαθήματα Βοτανικής. Έτσι, ύστερα από δύο χρόνια παίρνει το Δίπλωμα Βοτανικής, τον μοναδικό τίτλο σπουδών που απόκτησε ο Δημήτριος Βικέλας. Δεν έπαψε όμως ποτέ να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις (από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.).

Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε για να διατηρήσει η εκεί ομογένεια τον ελληνικό χαρακτήρα της, προωθώντας την ίδρυση ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στο περιοδικό Πανδώρα και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά (Χρυσαλλίς, Κλειώ) ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, η οποία καταγόταν από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, όμως λόγω της  οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης που επηρέασε όλη την Ευρώπη, διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Τον επόμενο χρόνο όμως επιδεινώθηκε η ήδη διαταραγμένη ψυχική υγεία της συζύγου του και έτσι ο Βικέλας αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), παρέδιδε διαλέξεις και αρθρογραφούσε, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860-1893.

Την ίδια εποχή ύστερα από πρόσκληση του Γάλλου βαρόνου Πιερ ντε Kουμπερτέν συμμετέχει στο Παρίσι στο Συνέδριο για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και μάλιστα προεδρεύει της επιτροπής. Ο Βικέλας προτείνει την Αθήνα για να φιλοξενήσει τους πρώτους Αγώνες, το Συνέδριο δέχεται την πρόταση και ο Βικέλας διορίζεται ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με κύριο έργο την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του με τίτλο Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις, που εκδόθηκαν το 1908, χρονιά του θανάτου του.

Πέθανε στην Κηφισιά σε ηλικία 73 χρόνων από καρκίνο του ήπατος, στις 7 Ιουλίου του 1908, έχοντας προλάβει να τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, το τελευταίο από τη σειρά κοινωφελών έργων που πραγματοποιήθηκαν με τη μέριμνά του. Ο Βικέλας διέθετε πλουσιότατη βιβλιοθήκη, την οποία κληροδότησε στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης (πρόκειται για τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη). Η λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα είναι περιορισμένη σε σύγκριση προς το μέγεθος του συνόλου του γραπτού έργου του. Η ποιητική του παραγωγή ανέρχεται σε σαράντα ποιήματα, στην παράδοση της ρομαντικής ποίησης της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, για τα οποία ο ίδιος δε φαίνεται να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έμμετρες μεταφράσεις του, κυρίως εκείνες των έργων του Σαίξπηρ.

“Λουκής Λάρας”

Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του Δημήτριου Βικέλα είναι ο “Λουκής Λάρας”, ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο στις μαρτυρίες ενός υπαρκτού προσώπου. Αφορμή της έμπνευσης του συγγραφέα στάθηκε η γνωριμία του στο Λονδίνο με έναν Χίο ομογενή, τον Λουκά Τζίφο, που σύμφωνα με παράκληση του συγγραφέα του άφησε τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις. Βέβαια ο Βικέλας κατάφερε να διαμορφώσει αυτές τις σημειώσεις του γέροντα από τη Χίο και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο πεζογράφημα που κυμαίνεται ανάμεσα στην ηθογραφία και την ιστορία και έχει έκταση ανάλογη με μια νουβέλα. Η λογοτεχνική κριτική τοποθέτησε τον Λουκή Λάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ώριμη φάση της ρομαντικής πεζογραφίας της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και στις απαρχές της ηθογραφικής και ρεαλιστικής πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880. Ο Απόστολος Σαχίνης (Σαχίνη Α., «Η πεζογραφία του Δημήτριου Βικέλα», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Α΄ Περίοδος, 1973, Τόμος ΙΒ΄, σ. 34) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το υπόδειγμα που ακολούθησε ο Βικέλας στη συγγραφή του Λουκή Λάρα υπήρξε το μυθιστόρημα The Vicar of Wakefield του Oliver Goldsmith (1766). Χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου θεωρούνται η επιλογή ενός αντι-ήρωα για τη θέση του κεντρικού προσώπου της ιστορίας και η γλωσσική έκφραση του Βικέλα, που σταδιακά οδηγείται από την απλή καθαρεύουσα σε μια γλώσσα που προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής του. Η συγγραφή του έργου άρχισε στο Παρίσι στις αρχές Φεβρουαρίου του 1878 και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Ο συγγραφέας συντάσσει ένα κεφάλαιο περίπου κάθε μήνα, το αποστέλλει στο περιοδικό Εστία και συγχρόνως το μεταφράζει με τη βοήθεια του ελληνιστή και στενού του φίλου Marquis de Queux de Saint-Hilaire στα γαλλικά. Το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε δέκα συνέχειες στο περιοδικό Εστία, και αν και είχε ολοκληρωθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης συνέχειας, ο συγγραφέας επενέβαινε με διορθώσεις και βελτιώσεις. Ο Βικέλας αφηγείται σε α΄ πρόσωπο την ιστορία και αυτό του δίνει τη δυνατότητα για μια απέριττη παρουσίαση του μύθου. Έτσι δημιουργεί ζεστή ατμόσφαιρα και δίνει φιλικό τόνο στο έργο που άμεσα κερδίζει τον αναγνώστη. Το έργο γνώρισε μεγάλη απήχηση στο κοινό, σημείωσε πέντε εκδόσεις στην Ελλάδα, όσο ζούσε ο συγγραφέας του (1879, 1881, 1891, 1892 και 1904) και μεταφράστηκε στις περισσότερες και κυριότερες ξένες γλώσσες της εποχής του (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, δανικά, ισπανικά, σερβικά, σουηδικά, ρωσικά και ουγγρικά).

Περίληψη του “Λουκή Λάρα”

Σημείο εκκίνησης της αφήγησης είναι το 1821, όταν ο εικοσάχρονος τότε Λουκής Λάρας βρίσκεται στη Σμύρνη και ασχολείται με το εμπόριο μαζί με τον πατέρα του. Για την Επανάσταση και τη Φιλική Εταιρεία γνώριζε λίγα και έτρεφε ελάχιστες ελπίδες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Με την έναρξη της Επανάστασης οι Τούρκοι τρομοκρατούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς κι έτσι πατέρας και γιος καταφεύγουν στη Χίο, όπου βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένεια. Μολονότι διαθέτει ψυχικά χαρίσματα και σωματικά προσόντα, δε συμμετέχει ενεργά στον αγώνα. Ένα χρόνο μετά οι Τούρκοι επιτίθενται στη Χίο και μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο η οικογένεια εκπατρίζεται ξανά. Καταφεύγουν πρώτα στη Μύκονο, κατόπιν στις Σπέτσες και αργότερα στην Τήνο, όπου ο Λουκής Λάρας επιδίδεται με επιτυχία στο εμπόριο. Εκεί πεθαίνει ο πατέρας του ήρωα. Τελικά, ο ήρωας επιστρέφει κρυφά στη Χίο, για να ξεθάψει και να πάρει μαζί του κάποια κοσμήματα και ασημικά, που είχε κρύψει στον κήπο του σπιτιού του λίγο πριν αναχωρήσουν για τη Μύκονο. Μετά από κόπους και κινδύνους πετυχαίνει το παράτολμο έργο του, αλλά αμέσως ανταλλάσσει τον θησαυρό του για να σώσει μια αιχμάλωτη στους Τούρκους κοπέλα, κόρη ενός φίλου του πατέρα του. Το έργο καταλήγει στην αναπόληση της ευτυχισμένης πια ζωής του Λουκή, αφού αποκατέστησε τα αδέρφια του, παντρεύτηκε την κόρη που έσωσε και έφτιαξε μαζί της μια μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια.

Πηγή : http://www.e-alexandria.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1053

Κ. Βάρναλης, “Οι Μοιραίοι”

Αναδημοσίευση από το blog της Σωτηρίας Σιαμαντούρα, http://siamantoura.blogspot.com



Ανάλυση του ποιήματος θα βρείτε εδώ (Περίληψη από διδασκαλία του Α. Β. Μουμτζάκη)

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Κώστας Βάρναλης, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής, γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884 και πέθανε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα και από το 1908 ως το 1918 εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση. Στα φοιτητικά του χρόνια πήρε ενεργό μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα και παράλληλα άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, εκδίδοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του, Κηρήθρες, το 1905. Το 1919 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία και αισθητική. Κατά την εκεί παραμονή του ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, συμμετείχε στις ιδεολογικές ζυμώσεις και αναζητήσεις της μεταπολεμικής εποχής και μυήθηκε στον διαλεκτικό υλισμό και στη μαρξιστική ιδεολογία. Το 1920 ανακλήθηκε η υποτροφία του, η οποία του ξαναδόθηκε το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να πάει και πάλι στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1924, ανέλαβε να διδάξει νεοελληνική φιλολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, με διευθυντή το Δημήτρη Γληνό. Εξαιτίας της ιδεολογικής του τοποθέτησης αλλά και των έργων του (Το φως που καίει και Ο λαός των μουνούχων, 1922 και 1923 αντίστοιχα) του επιβλήθηκε εξάμηνη παύση και αργότερα, το 1926, οριστική απόλυση και αποκλεισμός από κάθε δημόσια θέση. Έφυγε και πάλι για το Παρίσι, όπου έμεινε ένα μικρό διάστημα, και επιστρέφοντας εργάστηκε για λόγους βιοποριστικούς στη σύνταξη εγκυκλοπαιδικών λεξικών και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Το 1935 πήρε μέρος στο Συνέδριο Ρώσων Συγγραφέων στη Μόσχα. Την ίδια χρονιά εξορίστηκε για δύο μήνες στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο. Παρά τις διώξεις που υπέστη, παρέμεινε συνεπής στην ιδεολογική τοποθέτησή του. Το 1959 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίζεται το 1904, από τις σελίδες του Νουμά και τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Στις πρώτες του ποιητικές συνθέσεις φαίνεται να ακολουθεί τις βασικές αρχές του παρνασσισμού, αποφεύγοντας κάθε κοινωνικό και εθνικό προβληματισμό και αντλώντας τα θέματά του από την αρχαιότητα. Η πρώτη φάση της δημιουργίας του κλείνει με το μακροσκελές ποίημα Προσκυνητής (1919), στο οποίο υμνεί την πατρίδα του, τον πολιτισμό της και τη ζωντανή λαϊκή παράδοσή της. Η δεύτερη φάση του έργου του εγκαινιάζεται με τη μακροσκελή σύνθεση Το φως που καίει (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 υπό το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας και ξαναγράφτηκε και τυπώθηκε με τ’ όνομά του δέκα χρόνια αργότερα), που ο Beaton τη χαρακτηρίζει «επαναστατικό έργο ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή». Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), που ο τίτλος της παραπέμπει στους Ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού και πιθανόν και στους Σκλάβους στα δεσμά τους του Θεοτόκη. Τα χρόνια που ακολούθησαν έγραψε λίγα ποιητικά κείμενα, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τον παραδοσιακό στίχο και χωρίς να πειραματιστεί στη νεωτεριστική γραφή. Το 1965 κυκλοφόρησε η συλλογή ποιημάτων του Ελεύθερος κόσμος, και το 1975, λίγο μετά τον θάνατό του, η συλλογή Οργή λαού, με την επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη.
Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Βάρναλης έχει αφήσει εκτεταμένο και σημαντικό αφηγηματικό και κριτικό έργο. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται η συλλογή διηγημάτων Ο λαός των μουνούχων (1923), η μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), που αποτελεί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), Ζωντανοί άνθρωποι (1939), Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947), το θεατρικό Άτταλος ο Γ΄ (1972), τα Φιλολογικά απομνημονεύματά του (1980, μετά τον θάνατό του, με επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου).

Η κριτική για το έργο του

«Ο Βάρναλης δε φέρνει καμιά σπουδαία ανανέωση στη μορφή του παραδοσιακού στίχου. Άριστος τεχνίτης και δουλευτής ο ίδιος, συνεχίζει τις έτοιμες παραδοσιακές φόρμες, προβάλλοντας ένα καινούργιο περιεχόμενο και δίνοντας μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας, καθώς απ’ τη μια ζωγραφίζει την κατάπτωση του αστικού κόσμου και την αθλιότητα των απόκληρων της κοινωνίας, κι απ’ την άλλη εκφράζει τα αντιπολεμικά κι επαναστατικά του συνθήματα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν αισθάνεται την ανάγκη να φύγει από την ως τότε καθιερωμένη στιχουργική, που μιλάει αμεσότερα στις πλατιές μάζες. […] Η προβολή των κοινωνικών θεμάτων από μια ορισμένη ιδεολογική σκοπιά, η ανάμιξή τους με τη σάτιρα και το ρεαλισμό και η ταυτόχρονη συνύπαρξη του ρεαλισμού με κάποιους λυρικούς και θερμούς ανθρωπιστικούς τόνους, εδραιωμένους σε μια μόνιμα προσγειωμένη αντίληψη ζωής, είναι ό,τι τελικά χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη παρουσία του ποιητή στα γράμματά μας.»

(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», Η ελληνική ποίηση. Η ανανεωμένη παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 122)

«Η κριτική όχι άδικα θεωρεί τον Προσκυνητή σταθμό στην ποίηση του Βάρναλη και τον χρησιμοποιεί σαν ορόσημο, για να χωρίσει το έργο του σε δυο περιόδους: στην πριν το 1919 και στη μετά το 1920. Από την άποψη αυτή είναι πραγματικά ένα “ποίημα-σταθμός”. Μακρόπνοο αλλά φλύαρο, σημαντικό για τη μετέπειτα πορεία του, αλλά αποτυχημένο κι έξω απ’ τα νερά του, τον στρέφει απ’ το “εγώ” στο “εμείς” και τον προωθεί από το άτομο στην ομάδα, όσο κι αν τον κρατάει ακόμα μέσα στα όρια του εθνικισμού. […]
Αμέσως ύστερα ο Βάρναλης θα βρεθεί στα ακραία φυλάκια του μαρξιστικού κινήματος, κι ό,τι θα γράψει από δω και μπρος, είτε ποίηση είτε αφηγηματική πεζογραφία και κριτική, θα κινηθεί γύρω απ’ το σταθερό τούτο κέντρο. Έτσι θα δημιουργήσει τις δυο μεγάλες συνθέσεις του: Το φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους και θα τις δώσει […] σ’ ένα άθροισμα από αυτοτελείς τις πιο πολλές φορές ποιητικές μονάδες, αλλού αναμιγνύοντας και πεζά μέρη κι αλλού παρεμβάλλοντας επεξηγηματικές σημειώσεις, για να γεφυρώσει τα χάσματα, κάτι ανάμεσα σε σκηνικές οδηγίες και στις σημειώσεις των ατέλειωτων ποιημάτων του Σολωμού, αναπτύσσοντας τις ιδέες του διαλεκτικά, με βάση το σχήμα: θέση-αντίθεση-σύνθεση. Στο Φως που καίει, έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, το πρώτο χρονολογικά της αριστερής λογοτεχνίας στον τόπο μας, κινείται στο χώρο των ιδεών, έξω από συγκεκριμένο τόπο, και χρησιμοποιεί “πρόσωπα-σύμβολα”, για να ντύσει ποιητικά τις ιδέες και να τις ενσαρκώσει, αποφεύγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αφαίρεση και το άμεσο κήρυγμα με το λόγο, που δολοφονούν την ποίηση.
Στους Σκλάβους πολιορκημένους εντοπίζεται στον ελληνικό χώρο και κινείται αντίστροφα: βγάζει τις ιδέες από τα πράγματα, μετατρέποντας, καθώς φαίνεται κι απ’ την αντιστροφή του τίτλου, τον σολωμικό ιδεαλισμό των Ελεύθερων Πολιορκημένων σε διαλεκτικό ματεριαλισμό και κάνοντας ταυτόχρονα με τη σάτιρά του οξύτατη κριτική της σύγχρονής του νεοελληνικής πραγματικότητας.»

(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», ό.π., σελ. 123-124)

«Το 1922, ο Βάρναλης δημοσίευσε το εκτενές έργο του Το φως που καίει. Πρόκειται για επαναστατικό έργο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο: από τα τρία μέρη το πρώτο είναι γραμμένο σε πεζό, ενώ το δεύτερο και το τρίτο σε στίχους. […] Το φως που καίει είναι το πρώτο μαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα ελληνικά. Με τη μορφολογική και υφολογική ποικιλία του καθώς και με την ποικιλία των αντιδράσεων που επιθυμεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, με τα διαφορετικά μέρη του, αντιπροσωπεύει μια εντελώς συνειδητή προσπάθεια του ποιητή να λύσει προβλήματα έκφρασης, τα οποία είχαν απασχολήσει πολιτικά στρατευμένους συγγραφείς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα. Δεδομένης μάλιστα μιας έντονης υλιστικής πίστης στην κοινωνική αλλαγή, τι ρόλο παίζει στο κομμουνιστικό κίνημα μια τέχνη με αστικά κυρίως προηγούμενα; Πού θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην υπονόμευση της παλαιάς τάξης με τη σάτιρα, και την εξαγγελία της νέας με τη βοήθεια της προπαγάνδας; Μέχρι ποιο σημείο η ποίηση μπορεί να προχωρήσει προς την κατεύθυνση της προπαγάνδας, ώστε να είναι ακόμη σε θέση να διεκδικεί τα προνόμια της τέχνης; Από την άλλη μεριά, κατά πόσο είναι νόμιμο για έναν μαρξιστή να θρηνεί τον ξεπεσμό της αστικής κουλτούρας, των αξιών και των πνευματικών οριζόντων, με τους οποίους έχει γαλουχηθεί; Και πάνω απ’ όλα πώς θα προσαρμοστεί η ποιητική της μη κομμουνιστικής κουλτούρας στις ανάγκες της νέας κοινωνίας; Ο Βάρναλης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αντιμετώπισε πλήρως τα ζητήματα αυτά, και οι λύσεις που πρότεινε στο Φως που καίει καθιέρωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεταγενέστεροι ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αναγνωστάκης, αλλά και πεζογράφοι, όπως ο Χατζής, ο Χάκκας και ο Αλεξάνδρου, χρειάστηκε αργότερα να λειτουργήσουν για να βρουν τις δικές τους λύσεις.»

(R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σελ. 160-161)

«Ο Βάρναλης, παρότι ιδεολογικά ενταγμένος, πολιτικά έμεινε παροδίτης του κόμματος. Άλλωστε εξακολουθούσε να ασκεί μια λογοτεχνία που απέκλειε την ποίηση των περιστατικών, ακόμη και των περιστάσεων. Κι όμως οι Σκλάβοι πολιορκημένοι είναι ένας τέτοιος απόηχος. Και εδώ η απήχηση των ιδεολογικών εξελίξεων δείχνεται αρνητικά και συμβολικά. Αρνητικά, με την έννοια πως απουσιάζει το πνεύμα της ανταρσίας, το γκρέμισμα των πατρίδων, ό,τι τέλος πάντων συγκροτούσε ως κυρίαρχη διάθεση Το φως που καίει. Αντίθετα ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος και πάλι γύρω από συμβατικούς άξονες, λ.χ. τη “γη” ή “το σπίτι”. Και η διαλεκτική των αντιθέτων δεν είναι αντίδικη όπως πριν, αλλά έχει αλληλοσυμπληρωματική κίνηση και ενιαία φορά: “άντρας-γυναίκα”, “κορμί-ψυχή”, “το θείο ήτοι το ανθρώπινο πάθος” […].»

(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 226-227)

«Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν εύρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά. Τώρα μπορεί να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουνε ανθρώπινα και νοητά από σημερινούς ανθρώπους, τον Προμηθέα και το Χριστό και την Παναγία και το Σωκράτη. Οι άδειες σκιές, τα σκέλεθρα της ιστορίας περπάτησαν ανάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας.»

(Δ. Γληνός, «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης», Εκλεκτές σελίδες, τ. Β΄, Στοχαστής, Αθήνα, 1971, σελ. 135)

«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη], ας το ξαναπούμε, “Οι μοιραίοι”, είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο, μια θλίψη για τη ζωή την αζώητη της φτωχολογιάς. Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής. Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του, στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος. Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκυγίες στ’ ακοίμητα πνεύματα.»

(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ. 17)

«Ο Κώστας Βάρναλης είναι τώρα ανοιχτός προς την εκλεκτικότητα, που οι αισθητικές προτιμήσεις της πρώτης περιόδου του κληροδότησαν, και προς μια λαϊκότερη γλώσσα. Το διπλό αυτό άνοιγμα ισχύει κατ’ εξοχήν για την ποίησή του, όπου το γλωσσικό του όργανο, που ως τώρα αποτελούσε προέκταση των προσωπικών του στόχων, των αισθητικών αντιλήψεων του καιρού του και των διεργασιών της μνήμης του, προβάλλει ισχυρή αντίσταση. Στην πεζογραφία και τα κριτικά του δοκίμια κατόρθωσε να ενσταλάξει ενιαία γραμμή και στη συντακτική δομή του λόγου και στο ύφος. Στην ποίησή του, αντίθετα, ανιχνεύονται καθαρά τα διάφορα στρώματα των γλωσσικών εποχών του. Κι όταν ακόμη θα προχωρήσει σε μια ρεαλιστικότερη ποίηση, η επεξεργασία της φόρμας, η εκλεκτικότητα στην επιλογή του λεξιλογίου και η κάποια ανεκτικότητα στις διολισθήσεις των λόγιων λέξεων επισημαίνονται και στις δύο συλλογές του, Το φως που καίει (1922) και Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927). Όπως είναι γνωστό, Το φως που καίει παρουσιάστηκε σε δεύτερη έκδοση το 1933. […] Φυσικά η ποιητική του τέχνη έχει κατορθώσει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες της, ο στόχος της όμως βασικά παραμένει αναλλοίωτος. Η δομή του λόγου πρέπει να είναι μουσική, απαλή όμως κι ευχάριστη στην ακοή. Μετά τον Παρνασσισμό, ο συμβολισμός, που έχει πια κυριαρχήσει στην ελληνική ποίηση, θα διοχετεύσει οπωσδήποτε και τα δικά του ρίγη για την ολοκλήρωση αυτού του σκοπού, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται και η ποικιλία του λεξιλογίου και των μοτίβων που θα χρησιμοποιηθούν.»

(Τ. Καρβέλης, Δεύτερη ανάγνωση, Καστανιώτης, Αθήνα, 1984, σελ. 166-167)

«Η σάτιρα είναι λοιπόν η ορίζουσα και της πολιτικής και της υπαρξιακής στάσης του στη ζωή. Μιας πολιτικής στάσης, που, καθώς θα φανεί, συμφύεται και αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια πρόωρη υπαρξιακή ως την καρικατούρα διόγκωση της μέθης και του οργασμού της στιγμής και μια ύστερη υπαρξιακή ως την ελεεινολογία παράκρουση για το ρήμαγμα ολόκληρης της ζωής. Και εκεί σαν να κομματιάζεται σε χιλιάδες σπαράγματα η πικρή γεύση του προδρομικού στίχου Αχ, πού ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος! Και έτσι μόνον από στάση ζωής γίνεται και στάση του έργου, σύμφυτη με την πεζογραφία του και γόνιμα μεταφυτευμένη στην ποίησή του. Γίνεται κινητήρια δύναμη του πνεύματός του, και έτσι μοιάζει να είναι γεννήτρια όλου του έργου του.»

(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 213)

«Με Το φως που καίει ο Βάρναλης θα μεταπηδήσει από την ποίηση του ατόμου στην κοινωνική ποίηση, κι απ’ τον διονυσιασμό (που κατά βάθος είναι μια διάθεση ψυχικού δοσίματος, αφού στη μέθη επάνω τα σύνορα που χωρίζουν τα άτομα συντρίβονται, κι ο άνθρωπος αδελφώνεται με τον άνθρωπο) στη συνειδητή επιδίωξη της πανανθρώπινης αλληλεγγύης. Αλλά και με τα παλαιότερα ήδη ποιήματά του μας είχε δείξει πως ήξερε να βλέπει —και στις διονυσιακές του ακόμα στιγμές— ρεαλιστικώτερα τους ανθρώπους. Ήταν επομένως φυσικό μια μέρα να θελήσει να εμβαθύνει στις συνθήκες της ζωής τους και να ονειρευτεί και γι’ αυτούς ακόμα την ευτυχία. “Η αντίληψη περί απολύτου ελευθερίας του πνεύματος μου είναι αηδής”, θα δηλώσει τώρα. “Κάθε καιρός έχει ωρισμένες μέσα του δυνάμεις φανερές ή λανθάνουσες. Η Τέχνη η αληθινή αυτές τις δυνάμεις τις πραγματοποιεί και τις κάμνει “ιδανικά ζωντανά”.Φρονώ πως όσο η Τέχνη γίνεται πιο σκόπιμη τόσο πιο αξιοπρόσεκτη και πιο στέρεη γίνεται”.»

(Τ. Μαλάνος, Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983, σελ. 29)
Πηγή σχολίων για την ζωή και το έργο του συγγραφέα: http://latistor.blogspot.com

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1050

89 χρόνια από το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη

«Ο μήνας που μου έδωκε την ζωή και ο μήνας που όταν μπει μου παίρνει κάθε ίχνος ζωής! Μια μελαγχολία χωρίς όρια με πνίγει, μια πλήξη τρομερή με παραλύει, μια νευρικότης με πεθαίνει. Απρίλιε, Απρίλιε πόσο ευχάριστα μου ψάλλεις τη δυστυχία μου, μου θυμίζεις ότι μου λείπει… με απελπίζεις».


89 χρόνια από το θάνατο της Μαρίας Πολυδούρη

Oγδόντα εννιά χρόνια πέρασαν από τότε που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές. 109 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τότε που γεννήθηκε η κοπέλα που έγραψε αυτές τις γραμμές στο ημερολόγιο της.

Το σημαντικότερο στοιχείο της προσωπικότητας της Μαρίας Πολυδούρη είναι η προσωπική της στάση και ο αγώνας που έδωσε στην ζωή της. Συνήθως, το όνομά της σκιάζεται από την παρουσία στην ζωή της του Κώστα Καρυωτάκη, παρουσία ιδιαίτερα σημαντική, καταλυτική θα λέγαμε. Όμως αυτή η σκιά την αδικεί, όχι ποιητικά, αλλά ως στάση ζωής.

Ο Καρυωτάκης με την ποίησή του και την αυτοκτονία του, ήταν το τέλος μιας εποχής. Η Μαρία Πολυδούρη με την στάση ζωής της και το έργο της που είναι στον προθάλαμο της ποίησης, γιατί η σύντομη ζωή της δεν της επέτρεψε να το ολοκληρώσει, σηματοδοτεί την αρχή μιας ρήξης.

Ως γυναίκα πάλεψε να σπάσει όλο το απίστευτο βάρος, κοινωνικών προκαταλήψεων, και κοινωνικών «καθηκόντων» αιώνων ολόκληρων, δίνοντας μάλιστα έναν αγώνα που δεν περιοριζόταν μόνο στην δεκαετία του ’20, αλλά, υπό την έννοια της ουσιαστικής κοινωνικής απελευθέρωσης της γυναίκας φθάνει ως τα σήμερα.

Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα την 1η Απριλίου 1902. Γονείς της ήταν ο φιλόλογος καθηγητής Ευγένιος Πολυδούρης και η Κυριακή Μαρκάτου. Μετά το Γύθειο και τα Φιλιατρά, το 1916 η οικογένεια επιστρέφει στην Καλαμάτα. Η Μαρία είναι 14 ετών και θα δημοσιεύσει το πρώτο της ποίημα – ο «Πόνος της Μάνας» το 1915 στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ».

Τα πρωτόλειά της τα συγκεντρώνει στην συλλογή «Μαργαρίτες» η οποία δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Το 1918, τελειώνει το Γυμνάσιο και διορίζεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Ενδιαφέρεται για την Οκτωβριανή Επανάσταση στην Ρωσία, για το γυναικείο ζήτημα και την χειραφέτηση της γυναίκας.

Αποφασίζει να σπουδάσει Νομικά και όχι φιλολογία που είχε υποσχεθεί στον πατέρα της για να υπερασπιστεί όλες τις αδικημένες γυναίκες του κόσμου.

Το 1920 μέσα σε διάστημα 40 ημερών η Μαρία Πολυδούρη χάνει και τους δύο γονείς της. Τους γονείς της που είχαν ανάψει την φλόγα της αναζήτησης, και της κριτικής σκέψης σε όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα της ασχολείτο και εκείνη με το γυναικείο ζήτημα, ενώ ο πατέρας της ήθελε τις κόρες του ελεύθερες.

Ηταν η Μαρία Πολυδούρη μαζί με μερικές άλλες γυναίκες που έστειλαν τηλεγράφημα στον Πρόεδρο της Βουλής επί Ελευθερίου Βενιζέλου και ζητούσαν παροχή ψήφου στις γυναίκες.

Η «καλή κοινωνία» των Καλαμών θα αναστατωθεί και όχι μόνο οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες θα τα βάλουν με την «περίεργη» που φέρνει αναστάτωση στα «σπιτικά».

Η ανήσυχη Μαρία δεν θα μείνει στην Καλαμάτα μετά τον θάνατο των γονιών της. Θα κάνει το πρώτο άλμα και θα έλθει στην Αθήνα του 1920. Το 1921 εγγράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, ενώ το 1922 μετατίθεται και εργάζεται στην Νομαρχία Αττικής με μισθό πείνας.

Η Μαρία Πολυδούρη κυκλοφορεί σε αυτήν την πόλη με τους μακριούς δρόμους, είναι μια γυναίκα περιζήτητη, περιφρονεί τα ήθη των αστών και το Τμήμα Ηθών της αστυνομίας τους που κυνηγούσε τα βράδια τις δεσποινίδες που δεν συνοδεύονταν. Μια ανεξάρτητη νέα γυναίκα, στα μαύρα μάτια της οποίας καθρεφτιζόταν η περηφάνια της ύπαρξής της και η φωτιά του χαρακτήρα της που την ωθούσε να πίνει την ζωή ως την τελευταία σταγόνα.

«Μου λείπει μια καρδιά που να πονεί για μένα» θα σημειώσει η ίδια: Τον Ιανουάριο του 1922 η Μαρία Πολυδούρη συναντά τον Κώστα Καρυωτάκη, στην Νομαρχία Αθηνών όπου εκείνος είχε μετατεθεί από την Σύρο. Ο Καρυωτάκης είχε ήδη δημοσιεύσει τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» και τα «Νηπενθή».

Η σχέση τους ξεκινά θερμά, όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει πολύ. Τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, ασθένεια ανίατη, τότε, και πράγμα -εξίσου σημαντικό- και κοινωνικά στιγματισμένη.

Στο ποίημά του «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα» ο Καρυωτάκης θα αποκαλύψει στην Πολυδούρη το φοβερό μυστικό του. Οι καταγραφές στο δικό της ημερολόγιο είναι σπαρακτικές.

Η Πολυδούρη ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της εποχής της, με μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή, αν λάβουμε υπόψη μας και την ηλικία της, προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε. Η ψυχολογική διάθεση της Μαρίας Πολυδούρη αποτυπώνεται στο ποίημα “Θα πεθάνω μιαν αυγούλα” του 1922.

Με ένα ποίημα του που δημοσιεύθηκε το 1923, με τον τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», ο Κώστας Καρυωτάκης δίνει το τέλος του έρωτά του με την Μαρία Πολυδούρη.

Και πάντα εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη. έμοιαζε το Ενδεχόμενο σα μια μεθυστική άβυσσος, όταν έρημος διαβάτης όλο σκύβει μόνο για να φαντάζεται το πέσιμό του εκεί.

Αυτή ήταν η πρώτη στροφή του ποιήματος. Αργότερα, ο Καρυωτάκης παρέλειψε την στροφή αυτή και έδωσε στο ποίημα τον τίτλο «Ωχρά Σπειροχαίτη» – είναι το μικρόβιο της σύφιλης – και το συμπεριέλαβε στην συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες»του 1927.

Η Μαρία αδιαφορεί για την υγεία της και παθαίνει αδενοπάθεια. Αναρρώνει στο Μαρούσι – τόπος παραθερισμού το 1923 – όπου την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις. Το 1924 την ερωτεύθηκε ένας όμορφος, νέος και πλούσιος δικηγόρος, ο Αριστοτέλης Γεωργίου.

Ο Καρυωτάκης νιώθοντας την τρικυμία στην καρδιά της θα της δώσει το πεζό ποίημα «Η τελευταία». Η Πολυδούρη το εμπιστεύθηκε στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα.

Η Μαρία αρραβωνιάστηκε με τον Αριστοτέλη Γεωργίου και το 1925 εγκαταλείπει το Πανεπιστήμιο χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Την ίδια χρονιά κατέφυγε στην Φτέρη Αιγίου και το πικρό ερώτημα που ανακύπτει είναι αν στις στάχτες και στα αποκαΐδια στα οποία μετετράπη και το μαγευτικό ελατόδασος το 2007 έσβησαν και τα βήματα της Μαρίας Πολυδούρη. Εκεί έγραψε μια νουβέλα που δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, ωστόσο με τον τίτλο «Μυθιστόρημα» περιλαμβάνεται στα «Απάντα» της που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Αστάρτη.

Το 1925 η Μαρία Πολυδούρη, φοιτά στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και αργότερα στην Σχολή Κουνελάκη. Το 1926 παίζει στο «Κουρέλι» του Νικοντέμι, ενώ την ίδια χρονιά ξαφνιάζοντας τους πάντες φεύγει για το Παρίσι, όπου φοίτησε στην σχολή υψηλής ραπτικής Εκόλ Πιζιέ, ενώ το πάθος της για την ζωή την έκανε να σπαταλά. Την 1η Φεβρουαρίου 1928 στα αρχεία του νοσοκομείου Σαριτέ, με τον αύξοντα αριθμό 1754 κατεγράφη η είσοδός της σε αυτό ως φυματική..

Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Την έβαλαν στη τρίτη θέση σε ένα δωματιάκι που προοριζόταν για τους κατάκοιτους. Εκεί θα μάθει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, άρρωστος κι αυτός τότε, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα «Θυσία». Στο «Σωτηρία» θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία.

Το δωματιάκι όπου νοσηλευόταν το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο Μποντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος, Χονδρογιάννης. Της συμπαραστάθηκε με πολύ αγάπη η Μυρτιώτισσα.

Το 1928 η Μαρία Πολυδούρη εκδίδει την συλλογή της «Τρίλιες που σβήνουν» και το 1929 πάντα νοσηλευόμενη στην «Σωτηρία» εκδίδει την δεύτερη συλλογή της «Ηχώ στο Χάος». Τον Φεβρουάριο του 1930, η Μαρία Πολυδούρη μεταφέρεται στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια με πρωτοβουλία του Αγγελου Σικελιανού και μερικών άλλων φίλων που δεν άντεχαν να την βλέπουν να αργοπεθαίνει πάμπτωχη σε άθλιες συνθήκες δημόσιου νοσοκομείου. Αρνείται τον έρανο που είχε ανοίξει το «Βήμα».

Εφυγε τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 με ενέσεις μορφίνης που ζήτησε να της “περάσει” ένας αφοσιωμένος θαυμαστής της ο Βασίλης Γεντέκος. Κηδεύτηκε την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο Αθηνών. Ο τάφος της δεν υπάρχει. Η εκταφή των οστών της πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1933 από την αδελφή της Βιργινία.

Ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη έχουν μελοποιήσει οι Μιχάλης Κουμπιός, Νότης Μαυρουδής, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Γιάννης Σπανός, Φώτης Λαζίδης, Σάββας Σάββα, Μιλτιάδης Σελιτσανιώτης, Μαρία Βουμβάκη και Δημήτρης Μαραμής.


http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11380&subid=2&pubid=59380957#

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/946

Η ποίηση: ως ανάγκη παραμυθίας


Ηλίας Κεφάλας

Η ποίηση συνεχίζει να είναι στη χώρα μας και σήμερα μία απόμερη, απόκρυφη και, σχεδόν, αποκλεισμένη πραγματικότητα. Το τελευταίο προσιδιάζει στην κατάσταση της μη εκδηλώσεως ενός αναφανδόν σημαντικού ενδιαφέροντος τού κοινού γι’ αυτήν ή, τουλάχιστον, της εκδηλώσεως ενός συγκροτημένου και, πολλές φορές, μη κοινοποιήσιμου ενδιαφέροντος, παρότι η ιδία κρατάει πάντα ανοικτές τις πόρτες προς κάθε προσερχόμενο.
Η ποίηση συνεχίζει να είναι και σήμερα μια αναγκαιότητα παραμυθίας, ένα παιχνίδι αναγνώσεων, μια συνεχής αναζήτηση τρόπων της γλώσσας και του βλέμματος. Η ποίηση εξακολουθεί να συνδιαλέγεται και να επικοινωνεί με τα δικά της κλειδιά και από τούς δικούς της μονάχα τόπους.
Η ελληνική ποίηση σήμερα εγείρεται ομοθυμαδόν από τρεις και τέσσερις γενιές ταυτόχρονα, λαξεύοντας την ιστορικότητα, την κοινωνικότητα και την ατομικότητα της σύγχρονης ανθρωπολογικής φυσιογνωμίας, φωτίζοντας τα πράγματα του παρόντος με αντίστιξη το εσώτερο τοπίο και αντιστρόφως.
Η ποίηση συνεχίζει να στέκεται και να αντιστέκεται σθεναρά, παρόλο που υπολείπεται της πεζογραφίας σε αναγνωστική προτίμηση και εκδοτική προβολή. Στο στήσιμο και το χτίσιμο της πολλαπλής μορφολογίας της -μια οντοφάνεια της ασύλληπτης φαινομενολογίας- χρησιμοποιεί τα δικά της ακόρεστα υλικά, μετεξελιγμένα και μη, και ποτέ μεταποιημένα. Πορείες και στάσεις, χειρονομίες και σιωπές, αισθηματικές υπογραμμίσεις και αθέατες διακηρύξεις επανέρχονται με όλους τους δυνατούς τρόπους για να καταδείξουν το δέον ή το ήδη της τοποθέτησης του ανθρώπου μέσα στα πράγματα. Με τον τρόπο αυτόν η ποίηση εξακολουθεί να είναι μια δυνατή κραυγή, παρόλο πού δεν ακούγεται και δεν εισακούεται.
Αλλά, μη έχοντας ανάγκη από τα εξωτερικά αυτά αντιστηρίγματα, η ποίηση προχωρά στις μέρες μας, ωθουμένη από το πνεύμα και τη διάθεση μιας βαθιάς και αναστοχαστικής δύναμης. Παράλληλα, ως αιθέριο προϊόν της αδιάπτωτης θλίψης μας, εξέρχεται σημαδεμένη από το πνεύμα και τη συνείδηση μιας απροσδιόριστης έλλειψης. Η ποίηση έρχεται να συμπληρώσει και να προσθέσει αυτό το ανεξιχνίαστο εν τι που μας λείπει. Γι’ αυτό και ψάχνει τρόπους και τόπους να το βρει, τρόπους και τόπους να το πει και να μας το προσδιορίσει.
Οι τόποι θέασής της άλλοτε ευρύνονται και άλλοτε σμικρύνονται. Υπάρχουν δρόμοι που αποκλείονται επιδεικτικά και δρόμοι που ακολουθούνται επαναληπτικά. Η φθορά μέσα στις κοινωνικές ομάδες, η έλξη της μοναχικότητας, η προσήλωση στην ατομικότητα, η δοξαστική μαγεία του έρωτα, το δέος του θανάτου, ο μεταφυσικός φόβος και η λαγνεία της γλωσσοκεντρικής δημιουργίας είναι οι συχνότερες αγκιστρώσεις που επιβάλλουν και την ομόλογη ποιητική θεματογραφία.
Η μορφολογία της δόμησης παραμένει παγιωμένη στη χρήση του ελεύθερου στίχου, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, και οι πολλαπλές εξακτινώσεις προς τις παραδοσιακές μορφές της παραδεδεγμένης μετρικής και ειδολογίας ή προς ξενόφερτες αγαπημένες ενσταλάξεις, όπως π.χ. το χάι-κάι.
Η γλώσσα κατασταλάζεται συνεχώς και ολονέν, πλησιάζοντας την ευπρέπεια της καθημερινής ευγένειας και της παραδοσιακής καλαισθησίας. Η ροπή προς τις κλασικές φόρμες γίνεται πλέον αβιάστως φανερή. Η εκφραστική πυκνότητα διαθέτει το βάρος του είναι και του σημαίνειν. Η γνωσιολογία, προαπαιτούμενη και μη, αποβαίνει εφαρμοσμένη δύναμη που επισημαίνει το ιστορικό παρόν και ομολόγως σημασιολογεί. Η αισθηματική καθαρότητα παραμένει το αδιάπτωτο υπόβαθρο του λόγου και η επαναφορά της λυρικής καταφυγής υπακούει σε ένα αίτημα που δεν αποσύρθηκε ποτέ.
Το βλέμμα, βεβαίως, παραμένει εγκλωβισμένο στις εσωτερικές ατραπούς κατά το πλείστον και εκδηλώνεται ως γνώρισμα του σύγχρονου ανθρώπου, συλλήβδην πλέον, και όχι μόνον του καλλιτέχνη. Ο δημιουργός των ημερών μας ή εστιάζει μονίμως μέσα του το βλέμμα ή ανιχνεύει τον εξωτερικό κόσμο κατά μικρές εστιάσεις, για να μεταφέρει στη συνέχεια τις εντυπώσεις μέσα του και να τις επεξεργαστεί εν κρυπτώ.
Η τέχνη της ποίησης απαντά στη χλεύη, την ασυναρτησία και την αταξία του οργανωμένου κόσμου, στην υποκρισία και την έλλειψη κατανόησης των θεσμικών συστημάτων, στην απρονοησία, την αδιακρισία και τη σκληρότητα του κοινωνικού ιστού. Πότε με κοινωνική φωνή η ιδία, πότε με σωματικό ψίθυρο και πότε με επεξεργασμένη σκέψη και νοητική πλησμονή, αντιδρά απέναντι στους σύγχρονους προβληματισμούς για το δέον και την ιδέα του ανθρωπισμού. Με ειρωνεία και αυτο-σαρκασμούς, με αγωνία που δεν απαλείφει τη χάρη και τα εκφραστικά παιχνιδίσματα, επιβαρυμένη πάντα με τη μελαγχολία της τριβής του χρόνου και της διάβρωσης των ιδεολογημάτων, διατυπώνει και προτείνει στάσεις ζωής οι οποίες, και μέσα στην πλήρη κατήφειά τους, παραμένουν ενεργά εποικοδομητικές.
Οι ιδεολογικές και αισθητικές αποτιμήσεις παρελαύνουν παράλληλα με την ποιητική ροή, η οποία ανιχνεύει ακούραστα τις μικρές όψεις της καθημερινότητας και όλες τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ατομικότητας. Ανάμεσά τους οι αφανείς υπαρκτικές αδυναμίες επιτείνουν την ατελέσφορη δίψα του επι-ζην, που γίνεται η σκοτεινή δίψα της καλλιτεχνικής αναγκαιότητας για έκφραση. Η αναγκαιότητα αυτή, πολλές φορές αυτοφυής και ανεξιχνίαστη, εδράζεται στην ενατένιση και τη σύλληψη της συμπαντικής μας προοπτικής.
Η ελληνική ποίηση δρα σήμερα και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μέσα από μια ταυτολογία δημιουργού και δημιουργήματος και, με τη δέσμευση αυτή, ανακαλεί κάθε πιθανή υπαρξιακή αντίστιξη και στήριξη της τέχνης προς τη ζωή. Η ποίηση, τόσο μέσα από τον συγκεκριμένο της λόγο όσο και μέσα από τον καθ’ υπέρβαση αφασικό, εξέρχεται στις μέρες μας σαν μια ακαθόριστη και υπό συνεχή αίρεση σειρά από διάφορες προσδιοριστικότητες επί αναπάντητων ερωτημάτων. Έτσι, μέσα από μια διαρκή υπονόμευση των εννοιολογικών ορίων και μέσα από διάλληλους διακειμενισμούς και λυρικούς συσχετισμούς, επιχειρεί την απόδοση ορισμών. Με τον τρόπο αυτόν απαντά στην αναγκαιότητα καταδείξεως του εαυτού της για το τι εστί η ίδια η ποίηση και, κατ’ επέκταση, το τι εστί η ίδια η ύπαρξη.
Η ποίηση των ημερών μας, τόσο αυτή που εξέρχεται ολοκληρωμένη από τους πρεσβύτερους ποιητές όσο και αυτή που περαιώνεται από τους νεότερους, ακόμα και εν απουσία των ογκολίθων, προβάλλει μιαν αναντίρρητη ποιοτική πειθαρχία και μιαν υψηλή αισθητική εγκυρότητα. Χαμένη μέσα στην αχλή της αυτοαναφορικότητάς της, λαξεύει το σύγχρονο ανθρωπολογικό περιβάλλον με όρους του σήμερα και με αιχμή την πηγαία και απαράβατη δύναμη της έμπνευσης. Ίσως ποτέ δεν είχαμε τόσους -πολλούς μαζί- καλούς ποιητές.

Ηλίας Κεφάλας

*****

Τα στοιχεία του περιοδικού για συνδρομές και πληροφορίες είναι :

ΔΙΑΒΑΖΩ, ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΤΡΙΚΟΥΠΗ 38, ΑΘΗΝΑ 106 80
Τηλ. 210 33 88 008   κα Μάρω Γαλικίδου

Πηγή : www.lexima.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/910

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση