Δημήτρης Βικέλας, “Λουκής Λάρας”

Βιογραφικά στοιχεία Δημήτρη Βικέλα (1835 – 1908)

Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835. Καταγόταν από μεγάλη εμπορική οικογένεια της Βέροιας και το αρχικό όνομα της οικογένειάς του ήταν Μπεκέλα ή Μπικέλα. Πατέρας του ήταν ο έμπορος Εμμανουήλ Βικέλας και μητέρα του η Σμαράγδα, κόρη του εμπόρου Γεωργίου Μελά και αδελφή του Λέοντος Μελά. Σε ηλικία τεσσάρων ετών έμεινε για ένα χρόνο στο Ναύπλιο με την οικογένειά του, η οποία ένα χρόνο μετά εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Γενικά η μόρφωσή του δεν υπήρξε ποτέ συστηματική λόγω των συνεχών μετακινήσεων της οικογένειάς του αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας. Η μητέρα του όμως ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ’ οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ’ αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Στην Πόλη πέρασε εννιά χρόνια ως το 1849, οπότε γύρισε στη Σύρο μαζί με τη μητέρα του και φοίτησε στο Λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη.

Υπήρξε συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδη, μαζί με τον οποίο εξέδωσε το χειρόγραφο μαθητικό περιοδικό Μέλισσα. Το 1851 σε ηλικία δεκαέξι ετών μετέφρασε το έργο του Ρακίνα Εσθήρ, που ανέβηκε σε σχολική παράσταση και εκδόθηκε στην Ερμούπολη. Τη μετάφραση αυτή απέδωσε ο Βικέλας στον ελβετό Weiss, δάσκαλό του στην Οδησσό. Τον επόμενο χρόνο έφυγε για το Λονδίνο, όπου συνολικά έζησε 24 χρόνια της ζωής του, ασχολούμενος με το εμπόριο, εργαζόμενος αρχικά ως υπάλληλος στο κατάστημα της εταιρείας Ανεψιοί Μαύρου και έπειτα ως συνέταιρος στον οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα φοίτησε στο University College του Λονδίνου, όμως λόγω του περιορισμένου χρόνου του παρακολούθησε μόνο μαθήματα Βοτανικής. Έτσι, ύστερα από δύο χρόνια παίρνει το Δίπλωμα Βοτανικής, τον μοναδικό τίτλο σπουδών που απόκτησε ο Δημήτριος Βικέλας. Δεν έπαψε όμως ποτέ να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία, μελέτησε φιλολογία και ιστορία, ενώ έγραψε στίχους και μεταφράσεις (από τον Όμηρο, τον Θεόκριτο, τον Goethe, τον Alfieri, κ.α.).

Στο Λονδίνο ο Βικέλας έδρασε για να διατηρήσει η εκεί ομογένεια τον ελληνικό χαρακτήρα της, προωθώντας την ίδρυση ελληνικού σχολείου. Το 1855 επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kωνσταντινούπολη και πήρε μέρος για πρώτη φορά σε ποιητικό διαγωνισμό (τον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό με το ποίημα Αναμνήσεις του Πριγκήπου). Ακολούθησαν δημοσιεύσεις ποιημάτων του, άλλοτε στην καθαρεύουσα και άλλοτε στη δημοτική στο περιοδικό Πανδώρα και σε άλλα λογοτεχνικά περιοδικά (Χρυσαλλίς, Κλειώ) ενώ το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική συλλογή Στίχοι. Το 1859 γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δουμά, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του με ατμόπλοιο προς την Αγγλία. Στην Αγγλία παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, η οποία καταγόταν από οικογένεια μεγαλοεμπόρων. Μαζί της ταξίδεψε στην Ευρώπη μέχρι το 1876, όμως λόγω της  οικονομικής κρίσης της περιόδου εκείνης που επηρέασε όλη την Ευρώπη, διαλύθηκε η συνεργασία του με την εταιρεία των αδελφών Μελά, και το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Τον επόμενο χρόνο όμως επιδεινώθηκε η ήδη διαταραγμένη ψυχική υγεία της συζύγου του και έτσι ο Βικέλας αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Παρίσι. Εκεί ο Βικέλας ασχολήθηκε ξανά με τη μετάφραση (μεταφράσεις του από έργα του Σαίξπηρ ανέβηκαν στην Αθήνα), παρέδιδε διαλέξεις και αρθρογραφούσε, ενώ έγραψε επίσης το έργο Λουκής Λάρας που τον καθιέρωσε στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Λουκής Λάρας δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εστία το 1879 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε αυτοτελώς, ενώ σύντομα μεταφράστηκε σε πολλές σλαβικές και ευρωπαϊκές γλώσσες. Ως το 1897 ταξίδευε διαρκώς από το Παρίσι προς την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και αντιστρόφως, ενώ η σύζυγός του ήταν έγκλειστη στο ψυχιατρείο του Ivry. Το 1886 χρονολογούνται τα διηγήματά του Φίλιππος Μάρθας, Άσχημη αδελφή, Ανάμνησις και Παππα-Νάρκισσος. Το 1893 εξέδωσε τον τόμο Διαλέξεις και Αναμνήσεις, με 23 δοκίμιά του της περιόδου 1860-1893.

Την ίδια εποχή ύστερα από πρόσκληση του Γάλλου βαρόνου Πιερ ντε Kουμπερτέν συμμετέχει στο Παρίσι στο Συνέδριο για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και μάλιστα προεδρεύει της επιτροπής. Ο Βικέλας προτείνει την Αθήνα για να φιλοξενήσει τους πρώτους Αγώνες, το Συνέδριο δέχεται την πρόταση και ο Βικέλας διορίζεται ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Από το 1897 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ως το τέλος της ζωής του προσανατολίστηκε κυρίως προς κοινωφελή έργα, με κύριο έργο την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη. Στα πλαίσια του Συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκε το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή πινάκων εποπτικής διδασκαλίας, ενώ το 1907 κυκλοφόρησε και το περιοδικό Μελέτη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του με τίτλο Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις, που εκδόθηκαν το 1908, χρονιά του θανάτου του.

Πέθανε στην Κηφισιά σε ηλικία 73 χρόνων από καρκίνο του ήπατος, στις 7 Ιουλίου του 1908, έχοντας προλάβει να τοποθετήσει τον θεμέλιο λίθο στη Σεβαστοπούλειο Εργατική Σχολή, το τελευταίο από τη σειρά κοινωφελών έργων που πραγματοποιήθηκαν με τη μέριμνά του. Ο Βικέλας διέθετε πλουσιότατη βιβλιοθήκη, την οποία κληροδότησε στο δήμο Ηρακλείου Κρήτης (πρόκειται για τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη). Η λογοτεχνική παραγωγή του Δημητρίου Βικέλα είναι περιορισμένη σε σύγκριση προς το μέγεθος του συνόλου του γραπτού έργου του. Η ποιητική του παραγωγή ανέρχεται σε σαράντα ποιήματα, στην παράδοση της ρομαντικής ποίησης της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, για τα οποία ο ίδιος δε φαίνεται να έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι έμμετρες μεταφράσεις του, κυρίως εκείνες των έργων του Σαίξπηρ.

“Λουκής Λάρας”

Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του Δημήτριου Βικέλα είναι ο “Λουκής Λάρας”, ένα ιστορικό μυθιστόρημα βασισμένο στις μαρτυρίες ενός υπαρκτού προσώπου. Αφορμή της έμπνευσης του συγγραφέα στάθηκε η γνωριμία του στο Λονδίνο με έναν Χίο ομογενή, τον Λουκά Τζίφο, που σύμφωνα με παράκληση του συγγραφέα του άφησε τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις. Βέβαια ο Βικέλας κατάφερε να διαμορφώσει αυτές τις σημειώσεις του γέροντα από τη Χίο και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο πεζογράφημα που κυμαίνεται ανάμεσα στην ηθογραφία και την ιστορία και έχει έκταση ανάλογη με μια νουβέλα. Η λογοτεχνική κριτική τοποθέτησε τον Λουκή Λάρα στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ώριμη φάση της ρομαντικής πεζογραφίας της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής και στις απαρχές της ηθογραφικής και ρεαλιστικής πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880. Ο Απόστολος Σαχίνης (Σαχίνη Α., «Η πεζογραφία του Δημήτριου Βικέλα», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Α΄ Περίοδος, 1973, Τόμος ΙΒ΄, σ. 34) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το υπόδειγμα που ακολούθησε ο Βικέλας στη συγγραφή του Λουκή Λάρα υπήρξε το μυθιστόρημα The Vicar of Wakefield του Oliver Goldsmith (1766). Χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου θεωρούνται η επιλογή ενός αντι-ήρωα για τη θέση του κεντρικού προσώπου της ιστορίας και η γλωσσική έκφραση του Βικέλα, που σταδιακά οδηγείται από την απλή καθαρεύουσα σε μια γλώσσα που προσεγγίζει την καθομιλουμένη της εποχής του. Η συγγραφή του έργου άρχισε στο Παρίσι στις αρχές Φεβρουαρίου του 1878 και ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Ο συγγραφέας συντάσσει ένα κεφάλαιο περίπου κάθε μήνα, το αποστέλλει στο περιοδικό Εστία και συγχρόνως το μεταφράζει με τη βοήθεια του ελληνιστή και στενού του φίλου Marquis de Queux de Saint-Hilaire στα γαλλικά. Το έργο δημοσιεύτηκε αρχικά σε δέκα συνέχειες στο περιοδικό Εστία, και αν και είχε ολοκληρωθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης συνέχειας, ο συγγραφέας επενέβαινε με διορθώσεις και βελτιώσεις. Ο Βικέλας αφηγείται σε α΄ πρόσωπο την ιστορία και αυτό του δίνει τη δυνατότητα για μια απέριττη παρουσίαση του μύθου. Έτσι δημιουργεί ζεστή ατμόσφαιρα και δίνει φιλικό τόνο στο έργο που άμεσα κερδίζει τον αναγνώστη. Το έργο γνώρισε μεγάλη απήχηση στο κοινό, σημείωσε πέντε εκδόσεις στην Ελλάδα, όσο ζούσε ο συγγραφέας του (1879, 1881, 1891, 1892 και 1904) και μεταφράστηκε στις περισσότερες και κυριότερες ξένες γλώσσες της εποχής του (γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, δανικά, ισπανικά, σερβικά, σουηδικά, ρωσικά και ουγγρικά).

Περίληψη του “Λουκή Λάρα”

Σημείο εκκίνησης της αφήγησης είναι το 1821, όταν ο εικοσάχρονος τότε Λουκής Λάρας βρίσκεται στη Σμύρνη και ασχολείται με το εμπόριο μαζί με τον πατέρα του. Για την Επανάσταση και τη Φιλική Εταιρεία γνώριζε λίγα και έτρεφε ελάχιστες ελπίδες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Με την έναρξη της Επανάστασης οι Τούρκοι τρομοκρατούν τους χριστιανικούς πληθυσμούς κι έτσι πατέρας και γιος καταφεύγουν στη Χίο, όπου βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένεια. Μολονότι διαθέτει ψυχικά χαρίσματα και σωματικά προσόντα, δε συμμετέχει ενεργά στον αγώνα. Ένα χρόνο μετά οι Τούρκοι επιτίθενται στη Χίο και μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο η οικογένεια εκπατρίζεται ξανά. Καταφεύγουν πρώτα στη Μύκονο, κατόπιν στις Σπέτσες και αργότερα στην Τήνο, όπου ο Λουκής Λάρας επιδίδεται με επιτυχία στο εμπόριο. Εκεί πεθαίνει ο πατέρας του ήρωα. Τελικά, ο ήρωας επιστρέφει κρυφά στη Χίο, για να ξεθάψει και να πάρει μαζί του κάποια κοσμήματα και ασημικά, που είχε κρύψει στον κήπο του σπιτιού του λίγο πριν αναχωρήσουν για τη Μύκονο. Μετά από κόπους και κινδύνους πετυχαίνει το παράτολμο έργο του, αλλά αμέσως ανταλλάσσει τον θησαυρό του για να σώσει μια αιχμάλωτη στους Τούρκους κοπέλα, κόρη ενός φίλου του πατέρα του. Το έργο καταλήγει στην αναπόληση της ευτυχισμένης πια ζωής του Λουκή, αφού αποκατέστησε τα αδέρφια του, παντρεύτηκε την κόρη που έσωσε και έφτιαξε μαζί της μια μεγάλη και ευτυχισμένη οικογένεια.

Πηγή : http://www.e-alexandria.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/1053

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση