Κατηγορία: Θέατρο

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ

Εισαγωγική διάλεξη σε ακροατήριο εκπαιδευτικών στο σεμινάριο του
ΙΝ.ΠΑΙ.ΘΕ.ΘΕ. σε συνεργασία με τον Δήμο Καισαριανής με θέμα “το
θέατρο ως παιδαγωγικό εργαλείο” τον Δεκέμβριο 2002.
Εισηγητής Τάκης Χρυσούλης

Μέρος Α΄
Ξεκινώντας την επαφή μας σε αυτό το σεμινάριο, με θέμα «το θέατρο σαν παιδαγωγικό εργαλείο», θεωρώ σημαντικό το να σας υπενθυμίσω σύντομα τις βασικές αρχές και την πορεία του θεάτρου. Για να μιλάμε μια κοινή γλώσσα ως προς τον σκοπό και την αξία του θεάτρου, πρέπει να εξετάσουμε τα ιστορικά δεδομένα που το γέννησαν. Να εξετάσουμε συνοπτικά, στοιχεία από τη γέννησή του. Να ερευνήσουμε αρχικά πώς δημιουργήθηκε, κατόπιν πώς εξελίχθηκε και ακόμα πώς φτάνει σήμερα στα χέρια μας. Τέλος να δούμε πώς μπορούμε να το χειριστούμε και να το αξιοποιήσουμε σήμερα. Τι εννοούμε όταν λέμε θέατρο; Από πρώτη άποψη θέατρο είναι ό,τι “παρίσταται” ως γεγονός, μέσα σε μια σύμβαση, της οποίας είτε γνωρίζουμε τους κανόνες της, είτε δεν τους γνωρίζουμε και συμμετέχουμε, από ένστικτο, οπότε τους δημιουργούμε ως θεώμενα και θεατές. Και στις δυο περιπτώσεις βασιζόμαστε στην ύπαρξη μιας υπόγειας διαδρομής την οποία ας ονομάσουμε γενικότερα “σύμβαση αποδοχής”. Δηλαδή, μια κοινή αναγνωρίσιμη αίσθηση επαφής, όμοια μ’ αυτή που υπάρχει σε βασικά στοιχεία της καθημερινότητάς, όπως ο πόνος κι η χαρά μας. Συμπάσχουμε δηλαδή με τα παθήματα των άλλων με βάση έναν κοινό κώδικα λειτουργιών. Υπάρχει μία υπόγεια σχέση μεταξύ μας, η οποία εξελίσσεται πολλές φορές σε έκφραση συμπάθειας ή αντιπάθειας. Αυτό συμβαίνει απ’ ό,τι καταγράφεται εδώ και χιλιάδες χρόνια και χαρακτηρίζεται ως βαθύτερη και παλαιότερη επικοινωνιακή μέθοδος.
Το θέατρο όμως αποτελεί παράλληλα και ένα τμήμα, ένα κομμάτι της ζωής. Δηλαδή, σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας είμαστε θεατές και θεώμενα. Αυτομάτως, συμμετέχουμε με τις δύο αυτές ιδιότητες. Η δράση μας κάτω απ’ αυτές τις έννοιες καταλήγει σε “θεατό” και εξ’ αυτού μέσα από τεχνικούς κανόνες σε “θέατρο”.
Ας εξετάσουμε το επάγγελμά σας ή σωστότερα λειτούργημα σας, κάτω από αυτή τη σκοπιά. Ο δάσκαλος όταν μπαίνει στην τάξη καθίσταται “θεατής” καθώς βλέπει τους μαθητές και τις αντιδράσεις τους στα θρανία, αλλά συνάμα και “θεώμενο” αφού παραδίδει και τον “θεώνται” οι μαθητές. Αυτή η διαλεκτική, της δια του βιώματος μάθησης είναι θεμελιακή ανταλλαγή. Στην εξέλιξή της με επιβεβαίωση της αρτιότητας της μέσω της εμπειρίας καταλήγει στην δια του “ήθους” μάθηση. Με αυτό το δεδομένο αντιλαμβανόμαστε την όλη ανταλλακτική διεργασία του μαθήματος και ανατρέχουμε συγχρόνως και σε μια βασική “σύμβαση αποδοχής”. Απ’ αυτό λοιπόν αρχίζει μια πολυεπίπεδη σύμβαση συμπεριφοράς τους κώδικες της οποίας θα εξερευνήσουμε κι εμείς σε τούτο το σεμινάριο «Το Θέατρο σαν Παιδαγωγικό Εργαλείο» και ειδικά στο μάθημα: «Γέννηση και σκοπός του θεάτρου».
Σε μια εποχή που είναι “εικονοκρατική”, όπου δηλαδή η εικόνα πάει να υποτάξει το λόγο και εξ’ αυτού και τη λογική των πραγμάτων, ερχόμαστε εμείς να δούμε τι μπορεί να μας προσφέρει σήμερα το θέατρο. Το σύνθετο είδος αυτό της τέχνης που υπηρετεί και υπηρετείται συνάμα, από το λόγο και την εικόνα. Θα προσπαθήσουμε να αναστηλώσουμε δηλαδή το ένα παθητικό του σκέλος, στον τρέχοντα καιρό, να θεραπεύσουμε το λαβωμένο σήμερα πόδι του… τον λόγο. Αναζητάμε μέσα απ’ το παιχνίδι της εικόνας και της ουσιαστικής βίωσης και αναβίωσής της, τη “λογική” επικοινωνία.
Το θέατρο (με προαισθητική μορφή) ξεκινάει από τα πρωτόγονα χρόνια όπως όλες οι τέχνες. Εκεί αρθρώνει τον πρώτο του λόγο, κι απλώνει το πρώτο του βήμα. Από τη στιγμή που στέκεται ο άνθρωπος στα δύο του πόδια, αρχίζει να θέτει το ερώτημα «ποιος είμαι». Συγχρόνως του γεννιέται η ανάγκη τόσο να μοιραστεί την απορία του με τους γύρω του όσο και ν’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Αυτό συντελείται αυθόρμητα. Αυτή η εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για έκφραση της απορίας του, υποδηλώνει την παρουσία του και είναι σύμφυτη με την δράση του. Όπως ποτέ δεν ρώτησε γιατί τρώω. Ίσως, κατά βάθος, γιατί το νιώθει σαν απαραίτητο για να ζήσει. Έτσι δεν ρώτησε ποτέ γιατί ζωγραφίζω, γιατί τραγουδώ, γιατί παριστάνω! Ίσως το νιώθει σαν εξίσου απαραίτητο για να επιβιώνει.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι από τα πρώτα χρόνια, καθώς ο πρωτόγονος άνθρωπος μαζεύεται γύρω από τη φωτιά- όταν ησυχάζει και δεν τον κυνηγάνε τα θηρία, και έχει φάει- αρχίζει και αναρωτιέται, από που έρχεται, που πάει; Αυτά λοιπόν τα βασικά του ερωτήματα, που τα έχει από την πολύ πρώιμη εμφάνισή του στον κόσμο, τον ακολουθούν μέχρι σήμερα και ανεξαρτήτως συνθηκών διαβίωσης, κατά το μάλλον ή ήττον τον προβληματίζουν ουσιαστικά.
Μ’ αυτές λοιπόν τις βασικές ερωτήσεις ξεκίνησε -και τον βλέπουμε ακόμα και μέχρι σήμερα να συνεχίζει αποκρινόμενος στις ίδιες. Αυτό που λέω μπορεί να γίνει φανερότερο αν εξετάσουμε στις μέρες μας λαούς που βρίσκονται ακόμα σε “πρωτόγονο” στάδιο. Κάθονται πάλι γύρω από μια φωτιά, κάτω από κάποιο τοτέμ ή κάποια σύμβολά τους και ψάχνουν μέσα από τελετές να βρούνε τον Θεό τους. Που σημαίνει τον σκοπό, τον προορισμό τους. Και τέλος να δώσουν απάντηση στη μέγιστη απορία·τι γίνεται όταν πεθάνουν! Έτσι έχουμε, όπως στο παρελθόν, σαν απόρροια αυτού τις τελετές. Τελετές γέννας, διαιώνισης, γάμου και ταφής. Μέσα απ’ αυτές τις ίδιες τελετές, όταν προ αιώνων άρχισε ο άνθρωπος να τις τελεί και να τις καλλιεργεί, αναζητώντας συγχρόνως και τον καλύτερο τρόπο τέλεσής τους, ξεκίνησε και το πρώτο σπέρμα του θεάτρου. Γι’ αυτό πέρα απ’ την εξέλιξη των κοινωνιών η ερώτηση και η ανάγκη απάντησης παραμένει το ίδιο θεμελιώδης. Μ’ αυτήν το κάθε πρόσωπο «άνω-θρώσκει». Αναζητά δηλαδή τον προορισμό του. Επιδιώκει την πρώτη σύνδεση με τους
προγόνους. Η προσωπικότητά του αναζητά τη σύνθεση της, ανατρέχοντας στους θεμελιωτές της φυλής, στις ρίζες. Αναμετρά το “χρόνο”, την ομοιότητα, την εναλλαγή και την επανάληψη του όποιου ιστορικού ή μυθικού γεγονότος. Αυτό αποτελεί και το κλειδί της αναγνώρισης της ταυτότητας και συνάμα ανάλυσης της ιδιοσυστασίας του προσώπου.
Πρωταρχικός σκοπός του θεάτρου παράλληλα με την εξέλιξη αυτού του ίδιου του προσώπου, μέσα απ’ την ερώτηση και η προσπάθεια απάντησης στο: Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Πού πάω; Κι η αναζήτηση αυτή δεν έχει πάψει να απασχολεί συνεχώς και αδιαλλείπτως την τέχνη αυτή καθαυτή, ως πρωταρχικό ερώτημα. Δηλαδή εν’ σπέρματι, έτσι όπως ξεκινάει η έντεχνη έκφραση δεν παύει να περικλείει μέσα της αυτά τα ερωτηματικά: ποιος είμαι, τι θέλω και που πάω. Και η προσπάθεια απάντησης σ’ αυτά αποτελεί τον πρώτο υπαρξιακό, θεατρικό, “καλλιτεχνικό διάλογο» του ανθρώπου.

Μέρος Β΄
Ανέκαθεν ο άνθρωπος μ’ έναν τρόπο αντιμετωπίζει το άγνωστο. Με την προσπάθεια να διατυπώσει πειστική απάντηση στο ερώτημα «Ποιος είμαι». Στο ίδιο βασικό ερώτημα καλείται να δώσει απάντηση και σήμερα. Πάνω λοιπόν σ’ αυτή τη γραμμή κινείται, κατά συνέπεια, από τα πρώτα δειλά βήματα της μέχρι σήμερα, η οργανωμένη κοινωνία. Σκοπός μου δεν είναι εδώ να σας διδάξω ιστορία ή κοινωνιολογία, μα να αποδείξω πώς γεννιέται και εξελίσσεται το θέατρο παράλληλα με την όλη πορεία της ανθρωπότητας και τι υπηρέτησε αυτή η εξέλιξή του.
Ανατρέχουμε λοιπόν στην πρώιμη ιστορική εποχή όπου όσο αναπτύσσεται ο άνθρωπος τόσο αρχίζει σιγά-σιγά, να μας αφήνει και μαρτυρίες. Τότε, στα πρώτα ιστορικά βήματα, κάποιοι άνθρωποι ξεχωρίζουν. Κάποιοι ήρωες, κάποιοι ιερείς-μάντεις. Τέλος κάποιοι εκλεκτοί μεταξύ Θεού και ανθρώπου, οι λεγόμενοι “ημίθεοι”, κυρίως συμβάλουν στην κατάθεση “πειστικών απαντήσεων”. Ξεχωρίζει λοιπόν απ’ τη μία ο ήρωας ο οποίος σώζει μια ομάδα (π.χ. Οιδίπους) ή ηγείται μιας δράσης ακραίας που πηγάζει απ’ τον συγκρουσιακό χώρο, ατομικό ή συλλογικό-κοινωνικό (Αντιγόνη-Ορέστης). Απ’ την άλλη ξεχωρίζει ο ιερέας ή ο άρχοντας (στους παλαιότερους χρόνους ταυτίζονται οι δύο αυτοί ρόλοι). Τους μύθους και την ερμηνεία της θέσης των ηρώων χειρίζονται σαν συστηματική γνώση και την συγκεντρώνουν, τα ιερατεία.
Έτσι αρχίζει, μία συσσώρευση σχετικής γνώσης παράλληλα με την εξέλιξη των Μυστηριακών Τελετών που την κατοχυρώνουν στους ολίγους, εκλεκτούς των ναών. Όταν λοιπόν έχουμε τους ήρωες, τους βασιλιάδες και τους ιερείς, τους ιεροφάντες, τους μύστες, αρχίζει με αυτούς πια να υπάρχει συσσωρευμένη γνώση σε σχέση με τις απαντήσεις στα μεγάλα ερωτηματικά και τα λοιπά προβλήματα του ανθρώπου. Από τα απλά ερωτηματικά, μέχρι τα βαθύτερα τα διαχειρίζονται κάστες. Δηλαδή από τη γνώση του πώς ο άνθρωπος θα κρατήσει ένα σφυρί ή ένα εργαλείο απλό, μέχρι το πώς πρέπει να τον θάψουνε για να πάει άνετα και ήρεμα στον κάτω κόσμο και μέχρι το πώς θα θυσιάσει σωστά για να τον ευνοήσουν οι θεοί.
Μέσα απ’ αυτές λοιπόν τις πρωταρχικές γνώσεις-δοξασίες, αρχίζουν οι ομάδες και δημιουργούν τελετές, δηλαδή ομαδικές εκδηλώσεις. Και στις τελετές αυτές αρχίζει ναυπάρχει μια πίστη και μια  γνώση, ότι αν γίνει αυτό, θα έχουμε αποτέλεσμα αυτό. Προσπαθούν να κυριαρχούν λοιπόν κοινωνικά οι ομάδες αυτές, με φυσικό τους αρχηγό, έναν ήρωα, έναν βασιλιά, και με το ιερατείο παράλληλα. Εκεί ακριβώς που συγκεντρώνεται όλη η γνώση (Δελφοί, Δωδώνη, Σαμοθράκη) είναι το στεγανό πιο ισχυρό. Τώρα ξέρουμε ότι μεταφέρθηκε γνώση και από πολλά αρχαιότερα βασίλεια, έξω απ’ την Ελλάδα, δηλαδή Αίγυπτο, Ασσυρία, κ.λπ. και η μεταφορά και προστασία της από τα ιερατεία τα ισχυροποιεί ακόμα περισσότερο. Δημιουργούνται δε από τα στεγανά αυτά της γνώσης, κάστες
ηγεμόνων, και κάστες ιερέων που άρχουν-κυβερνούν.

Επιστρέφουμε στον περίφημο 7ο και 6ο π.Χ. αιώνα εδώ στην Ελλάδα, όπου για πρώτη φορά δημιουργείται το φαινόμενο η ισχύς-γνώση και η διοίκηση να ξεφεύγουν σιγά-σιγά από τα χέρια των ελαχίστων και να περνάνε στα χέρια του λαού. Αρχίζουνε οι πρώτοι νόμοι της δημοκρατίας να θεμελιώνονται.
Μην ξεχνάμε ότι πριν εμφανιστεί εδώ η δημοκρατία, έχουμε εξίσου ισχυρά ιερατεία και ισχυρούς βασιλείς που οδηγούν σε πολέμους για τη διεύρυνση της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα. Από πλευράς ιερατείου έχουμε κυρίως το Μαντείο των Δελφών που ήταν για την εποχή του η διεθνής οικονομική τράπεζα και το διεθνές θησαυροφυλάκιο της γνώσης παράλληλα. Γιατί έστελναν απεσταλμένους στο μαντείο των Δελφών; Δεν είναι τυχαίο. Γιατί πίστευαν ότι διαχειρίζονται εκεί κάποια στοιχεία προορατικότητας ή και ακόμα γνώσης και ότι οι ιερείς και Σίβυλλες είναι οι διαχειριστές αυτών των πραγμάτων μέσα από το Θείο. Αυτό το μοντέλο διαφοροποιείται με τα χρόνια, κυρίως μετά τους νόμους τους Σόλωνα. Η διαχείριση του Κράτους ευρύνεται. Περνά σε περισσότερα χέρια χάρη στην οικονομική άνοδο των χαμηλότερων τάξεων. Έτσι φτάνουμε στην εποχή όπου αρχίζει να ανοίγεται η
εξουσία και σπάνε σιγά-σιγά τα στεγανά. Αυτό είναι μια μεγάλη και μοναδική κίνηση στην ανθρωπότητα όπου τα θέματα εξουσίας και παράλληλα τα συνδεόμενα με την εξουσία θέματα γνώσης, φεύγουν από τις μικρές κάστες και απλώνονται και γίνονται κτήματα όλου του λαού. Παράλληλα διευρύνεται και η μύηση στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Κατά ευτυχή συγκυρία μετά τον Σόλωνα έχουμε τους Μηδικούς πολέμους όπου αυτό το άνοιγμα επιβεβαιώνεται και ως ικανό και αναγκαίο να συντηρήσει και να εξελίξει μια Πολιτεία. Αυτό το εισπράττουν οι Αθηναίοι πολίτες με τις νίκες τους. Η διαχείριση της εξουσίας και της γνώσης έχει φύγει από 3-10 ανθρώπους και αρχίζει η συμμετοχή του λαού.
Αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά σωστή κίνηση για την πόλη-κράτος. Γίνονται περήφανοι για τη Δημοκρατία και μετατρέπονται πια και αυτοί σε κυρίαρχο κράτος. (Θαλασσοκρατορία, κ.λπ.). Τι ανταπόκριση έχει αυτό το πράγμα μέσα στην γενικότερη κοινωνική δομή; Βλέπουμε ότι αρχίζει το ιερατείο να αποδυναμώνεται ή να προσαρμόζεται. Όπως το γνωρίζουμε, σε μια καίρια ανανέωση, μπαίνουν νέα στοιχεία στη λατρεία των παλαιών θεών (Βάκχες). Γίνεται μια κίνηση, θα έλεγα, αποκέντρωσης της εξουσίας και της γνώσης. Ακόμα και η εξουσία του ενός, παρόλες τις παρενθέσεις των Τυράννων, περνά για λίγο μέσα από την εξουσία των ολίγων ή αρίστων και μετά στον Δήμο, στο σύνολο των Πολιτών. Ακόμα και στην «ενός ανδρός αρχή» αυτόν τον ένα τον εκλέγει ή τον οστρακίζει ο Λαός.
Κατόπιν αυτό θεμελιώνεται και επίσημα μέσα από τη διεύρυνση των τελετουργιών. Από τις αγροτικές, πρωτόγονες και μη εξελιγμένες τελετές από τα Εν Αγροίς Διονύσια, καταλήγουμε στα Εν Άστυ. Κουβαλούν από τους αγρούς γύρω από την Αθήνα – από Βραυρώνα, Αφίδνες, Ωρωπό, κ.λπ.- τις τελετές και τις φέρνουν μέσα στο Άστυ. Γίνεται μεγάλος θεός ο Διόνυσος και αρχίζει σιγά-σιγά αυτό που λέμε φανερός διάλογος των τελετουργών. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που θα εισαγάγει, η νέα λατρεία, σαν κύριο στοιχείο εξέλιξης και προχωρήματος των ανθρώπων. Ο διάλογος πλέον συντελεί καθοριστικά και στην εξέλιξη των κοινωνιών. Πριν που δεν τον είχαμε αποφάσιζε ο -ελέω θεώ- βασιλεύς ή ο κλήρος που είχε τη φώτιση από πάνω. Εδώ τι νέο έχουμε; Εδώ αρχίζει ένας ανοιχτός διάλογος όπου ο εξάρχων (κορυφαίος) διαλέγεται με τον χορό. Τι θα πει ανοιχτός διάλογος; Η ανταλλαγή γνώμης όπου εκφράζεται και η άλλη άποψη δημόσια. Πάνω πάντα σε θεσμοθετημένους
κανόνες (νόμους).

Αιτία και αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου είναι και το θέατρο. Ξεκινάει όπως το εξηγήσαμε με μια πορεία από την αρχική λατρευτική-θρησκευτική αναζήτηση του και εξελίσσεται όσο αναπτύσσεται κοινωνικά και πνευματικά ο άνθρωπος. Τότε αρχίζει ο διάλογος του να διατυπώνεται δυνατά. “Ακροαματικά”. Δεν φεύγουν βέβαια οι θεοί. Απλώς πάνε κάπως στην άκρη οι ιερείς-μεσολαβητές και αναλαμβάνει ο ίδιος ο άνθρωπος, ως ηθοποιός πια, να διαλέγεται με τους Θεούς του. Κατεβάζει επί σκηνής τα ιερά και όσιά του και διαλέγεται με θάρρος και παρησσία απέναντι στο θείο.
Αυτό είναι το σπουδαιότερο βήμα που έκανε ο άνθρωπος στην πορεία του. Από την εσωστρέφεια, και την κάστα των κρατούντων, των κατεχόντων τη γνώση και την εξουσία, φέρει δυναμικά προς τα έξω αυτή τη γνώση. Ακόμα και η ανάγκη πια για εξουσία γίνεται θέμα διαλόγου πάνω στη θεατρική σκηνή μαζί με τα λοιπά ερωτηματικά που βασάνιζαν τον σκεπτόμενο άνθρωπο. Πιστεύω ότι αυτή η δημόσια κοινωνία και θέαση των σπουδαίων ερωτημάτων υπήρξε από τα μεγαλύτερα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα. Δεν δίνουν τέτοιες διαστάσεις σήμερα σ’ αυτό το γεγονός και δεν ξέρω γιατί. Σε αυτή τη διάσταση της πράξης που ρωτάει και απαντά στο ποια είναι η γέννηση, ο σκοπός και η πορεία του ανθρώπου και που είναι η κύρια λειτουργία του θεάτρου. Στην Αθήνα, όπου γεννήθηκε το θέατρο, όπως πολύ καλά ξέρετε, είχε παιδευτικό- εκπαιδευτικό σκοπό. Ήταν η δια βίου εκπαίδευση των πολιτών της. Η δια βίου εκπαίδευσή τους, στην Δημοκρατία, στους Νόμους, στην Τέχνη, στη θρησκεία.

Ναι, ναι, γι ’αυτό χρησιμοποιούσαν το ρήμα διδάσκω στο αρχαίο δράμα. Αυτό λοιπόν το μοναδικό στον κόσμο γεγονός που παρουσιάζει τον διάλογο πάνω στα ουσιώδη θέματα που απασχολούν διαχρονικά τον άνθρωπο, το πρωτοαντικρίζουμε στο θέατρο. Αλλά συγχρόνως βέβαια, μην το παραγνωρίσουμε έχει εμφανιστεί στη βουλή της Αθήνας, στο δήμο, στα δικαστήριά της, κ.λπ.
Έχει αρχίσει δηλαδή να μοιράζεται το παιχνίδι εξουσίας και γνώσης με τη νέα του μορφή. Τι γίνεται τώρα. Βλέπουμε ξαφνικά, μία τελετή που γινότανε μεταξύ παγανισμού και χαράς της
ζωής, απευθυνόμενη σε όλους και βιωνώμενη απ’ όλους, στα Διονύσια στους αγρούς, και την πόλη. Αποκτά αστικά γνωρίσματα και χαρακτηριστικά και εξελίσσεται.

Αρχίζει λοιπόν τα πρώτα βήματα με τον Θέσπη, σιγά-σιγά καταλήγει στους τρεις μεγάλους τραγικούς, (δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τώρα ανάλυση εδώ). Από τον Αισχύλο, στον
Σοφοκλή, στον Ευριπίδη, στον Αριστοφάνη και βλέπουμε τι; Όσο εξελίσσεται το θέατρο,
ανοίγει ο διάλογος. Δηλαδή γίνονται περισσότεροι οι ηθοποιοί, γίνονται περισσότερα τα
δρώντα πρόσωπα. Αυτό έχει πάντα μια αναλογία, όπως βλέπετε, σύμφωνα με την κοινωνική
εξέλιξη των ανθρώπων. Έχει περισσότερους συμμετέχοντες, όπως η ζωή και η κοινωνία,
έχει όλο και περισσότερους συμμετέχοντες, τους ενεργούς πολίτες. Γιατί όπως καλά θα
ξέρετε, δεν υπήρχε ανενεργός πολίτης στην Αθήνα. Έτσι και στο θέατρο από τον χορό
ξεφεύγουν πρόσωπα και σιγά-σιγά γίνονται όλο και περισσότεροι οι ενεργοί, οι πρωταγωνιστές. Ξεκινάνε λιγότεροι στον Αισχύλο περισσότεροι στον Σοφοκλή κι ακόμα πιο πολλοί στον Ευριπίδη που είναι και πιο εξελιγμένοι και ζωντανοί και φτάνουμε έτσι στην κορύφωση του είδους.
Αυτά λοιπόν είναι τα πρώτα στοιχεία για να δούμε πώς ακολουθεί το θέατρο την κοινωνική
εξέλιξη και το αντίστροφο. Καθώς και ποιος υπήρξε ο πρώτος στόχος του.
Συνοπτικά να πούμε, ότι ο πρώτος στόχος του είναι να εκφράσει μέσα από τα δεδομένα της εποχής του τη γνώση απέναντι στο αγωνιώδες ερώτημα «Ποιος είμαι». Η αγωνία του να αρθρώσει την όποια πειστική απάντηση, πάνω στο ποιος είναι ο άνθρωπος και που πάει και δεύτερον να διαλεχθεί με το Θείο. Λέει στην Ελένη ο Ευριπίδης. «Τι είναι θεός, τι άνθρωπος και τι ανάμεσό τους». Από ανάγκη απόκρισης σ’ αυτό ξεκινάει το θέατρο. Τώρα, σας είπα ότι κι αυτό το ίδιο το ερώτημα γίνεται ανάγκη κοινωνική, ανάγκη προσωπική, ανάγκη έκφρασης, ανάγκη ολοκλήρωσης. Γεννήθηκε όμως παράλληλα με αυτές τις κοινωνικές αιτίες που άνθησε και η ιδέα της συλλογικής συνείδησης (πόλις).
Οι βασικές ρίζες τους όμως αν ψάξουμε βρίσκονται σε όλα αυτά τα πράγματα. Πιστεύω, αν και αυτό πιθανόν είναι λάθος από επιστημονική άποψη, ότι αν δεν υπήρχε δημοκρατία στην Αθήνα, δεν θα είχαμε θέατρο. Δηλαδή κάνω έναν συλλογισμό. Αν δεν μπορούσαν να διαλεχθούν οι άνθρωποι, θα μπορούσε να γίνει θέατρο χωρίς διάλογο; Δεν θα μπορούσε να γίνει πιστεύω. Είχαμε ποίηση, ζωγραφική, φιλοσοφία, είχαμε το μια, τη άλλη μορφή τέχνης σε όλες τις κοινωνίες. Όμως δεν μπορούσε να γίνει θέατρο. Και μην ξεχνάτε ακόμα και στα Ομηρικά έπη, τι έχουμε; Έχουμε τα πρώτα σπέρματα του διαλόγου. Ο Όμηρος ξεκινάει και λέει, «τραγούδησέ μου την έχθρητα, Μούσα, ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα».
Έχουμε λοιπόν αυτομάτως ακόμα και στο έπος του Ομήρου, το συγκρουσιακό στοιχείο όπου πάνω του διαλέγονται οι αντίπαλοι άρχοντες. Έχει δηλαδή τον διάλογο… αυτό το βασικό στοιχείο του θεάτρου που καλλιεργήθηκε στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Αυτό το βασικό στοιχείο της εξέλιξης και της πορείας του ανθρώπινου γένους.
Τώρα γνωρίζετε παρακάτω –για να φτάσουμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου εν γένει- ότι όσο ο πολιτισμός μέσα στους σπειροειδείς κύκλους του ανέβαινε ή κατέβαίνε την ανάλογη πορεία ακολουθούσαν όλες οι μορφές της τέχνης και μαζί τους το θέατρο.

Δηλαδή προχωράει στους Ρωμαϊκούς χρόνους, με την ηγεμονία της Ρώμης πριν από τον Χριστό, προσπαθώντας να μιμηθεί το αρχαίο ελληνικό κλασικό θέατρο, μέχρι που φτάνει στην έκπτωση του στα κολοσσαία και στα στάδια όπου και αποδομείται και σχεδόν ξαναγυρίζει πάλι στην ανθρωποθυσία.
Να ένα άλλο στοιχείο κοινό σε όλες τις θρησκείες. Βλέπουμε όπως και στην αρχαία ελληνική μυθολογία-θρησκεία στην «Ιφιγένεια», την ανθρωποθυσία και πώς αυτή μεταλλάσσεται σε ζωοθυσία στην εξέλιξη. Θεωρούν σε όλες σχεδόν τις παλαιότερες θρησκείες ότι αν δεν θυσιαστεί άνθρωπος δεν εξελισσόταν η ανθρωπότητα, δεν εξευμενιζόταν το θείο. Και μόνο με το πέρασμα των αιώνων φτάνουμε στις αναίμακτες θυσίες πια. Μια από αυτές είναι και η θυμέλη, ο βωμός του θεάτρου.
Όσο υπάρχουν αυτά τα πρωταρχικά στοιχεία που συγκρουόμενα συγκροτούν τον άνθρωπο, κι όσο θα βυθίζεται μέσα τους για να τα αποκαλύψει, θα υπάρχει η ανάγκη του θεάτρου. Τώρα θέλω να διατυπώσω ακόμα λίγα θεμελιώδη ερωτήματα για την εν γένει εξέλιξή του θεάτρου. Δηλαδή, τι γίνεται και μένει ζωντανό το θέατρο τόσους αιώνες; Γιατί βλέπουμε ότι και στους δύσκολους καιρούς, δηλαδή, μεσαίωνα, βυζαντινοί χρόνοι κ.λπ. μπορεί να γίνεται μια προσπάθεια να απαληφθεί το θέατρο αλλά αυτό αποβαίνει μάταιο. Γιατί κι αυτό είναι σαν τις κοινωνικές, τις ανθρώπινες δυνάμεις τις οποίες αν πιέσεις από την μια πλευρά – το ξέρουμε κι από τους νόμους της φυσικής- βγαίνουν από κάπου αλλού. Δηλαδή είτε ο χριστιανισμός ο οποίος μέσα από τους διοικούντες τα εκκλησιαστικά – κακώς- δεν μπόρεσε έπειτα από τις πρώτες συγκρούσεις να ενσωματώσει μέσα του στοιχεία ουσιαστικά του θεατρικού δρώμενου. Κατόπιν βέβαια ανακάλυψε τον σπερματικό λόγο όπως λέμε σήμερα οι χριστιανοί. Ναι, δεν μπόρεσαν από την αρχή να τον ενσωματώσουν σωστά. Και τι έκαναν;
Δίωξαν, την παλιά θρησκεία και ό,τι θύμιζε την παλιά θρησκεία και μέσα από αυτά και το θέατρο και τη ζωγραφική, γλυπτική, κ.λπ. Αυτά είναι τα μεγάλα λάθη. Κι όχι του χριστιανισμού, για να είμαστε εξηγημένοι. Είναι των χειριστών της δύναμης που απέκτησε ο χριστιανισμός μετά το 330 μ.Χ. και μετά τον μέγα Κωνσταντίνο. Τι έγινε; Όπως και οι άλλες τέχνες, το θέατρο άντλησε απ’ την ουσία της χριστιανικής διδασκαλίας και δημιούργησε εκ νέου. Το θέατρο δρα, όπως όλα τα μεγάλα φυσικά φαινόμενα, αν πέσει στο νερό αλάτι θα διαλυθεί αλλά δεν θα εξαφανιστεί.
Αυτοί που το διώκουν παίρνουν τα στοιχεία της οικονομίας του κι αυτόν τον ίδιο κώδικά επικοινωνίας και τι τον κάνουν; Τον φέρουν ακόμα και στο τελετουργικό όπου γίνεται μια Θεία θυσία. Με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιήσανε οι Πατέρες της Εκκλησίας, το σπερματικό λόγο, όπως λέμε τη σοφία των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό αποτέλεσε μια από τις πολύ σωστές κινήσεις στην εξέλιξη, της ιστορίας του ατόμου και στην Ανατολική και στη Δυτική Εκκλησία. Επιπλέον εν μέρει χρησιμοποιήσανε το “στήσιμο” του δράματος στο τελετουργικό της Ανατολικής αλλά και εν μέρει της Δυτικής Εκκλησίας.
Τι συμβαίνει κι η ουσία μένει αναλλοίωτη; Τα σπέρματα υπάρχουν όσοι αιώνες κι αν πέρασαν. Δεν έπαψαν οι άνθρωποι να προσπαθούν να τα καλλιεργήσουν σε διάφορα είδη, από τους μίμους στη Ρώμη και τη Βασιλεύουσα, μέχρι τα ιπποδρόμια, κυρίως με μικτά δρώμενα, τα οποία ήτανε μεταξύ λόγου και δράσεως, μεταξύ θαυμάτων και μπαλαφάρας, μεταξύ πολλών ανόμοιων ενίοτε πραγμάτων. Δοκίμαζε επί αιώνες ο άνθρωπος και κοιτάξτε να δείτε, τον μεσαίωνα που έχουμε τις πρώτες ενδείξεις, πάλι μέσα από την εκκλησία, μέσα από την επίσημη θρησκεία, ξαναγεννιέται το θέατρο. (Υπάρχουν για αυτά που λέμε, δύο πολύ ωραία βιβλία. Του Μάριου Πλωρίτη, «το Θέατρο στο Βυζάντιο» και του Αλέξη Σολωμού «ο Άγιος Βάκχος, όπου φαίνεται η συνέχεια του θεάτρου στο Βυζάντιο).
Το ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται στην αναγέννηση και μετά, πάλι –όπως στην αρχαία Αθηναϊκή κοινωνία- όταν αρχίζει και αποκτάει ελευθερία ο κόσμος, έκφρασης κυρίως, σιγά- σιγά, ξεκινάει ο διάλογος, από τα δρώμενα στη Δυτική Εκκλησία, όπου βγαίνει κάποιος και μιλάει και κάποιος του απαντάει. Η ίδια δηλαδή διαδρομή που ακολούθησε το θέατρο μέσα από τα Διονύσια ως την αρχαία τραγωδία. Έτσι ξαναγεννιέται το θέατρο μέσα απ’ τη θρησκεία σαν παιδί της και φτάνει στις μέρες μας. Πάντα απ’ τις ίδιες διαδρομές, από τον παγανισμό και την επίσημη θρησκεία ως την σύγχρονη ανάπλασή του και την αναβάπτισή του στην ουσία της Χριστιανικής Πίστης.
Μετά την αναγέννηση και έως σήμερα, το θέατρο απέκτησε πολλαπλές μορφές, έκφρασης σε όλα τα επίπεδα (λόγου, εικαστικό, κ.λπ.) αλλά ένας είναι ο στόχος και η πορεία του, να ακολουθεί και να εκφράζει την απορία και τον πολιτισμό του ανθρώπου. Ακόμα και να χαράζει πορεία προς τα κει. Δηλαδή το θέατρο πέρα από τα δεδομένα, που αφομοιώνει, καταθέτει και προτάσεις. Κάθε μορφή τέχνης καταθέτει βέβαια προτάσεις. Προτάσεις πάνω σ’ αυτό τον βασικό ρόλο του σκεπτόμενου ανθρώπου. («Ποιος είμαι;», «Που πάω;»)

Τα τελευταία χρόνια το θέατρο αποκτά μαζί με όλα τα άλλα πράγματα, τις νέες διαστάσεις και πλευρές του. Τάχιστα ας αναφέρουμε τον 20ο αιώνα, όπου ξεκινά από κοινωνικό ή ρεαλιστικό θέατρο, περνάει από διάφορες φόρμες και με διαφόρους τρόπους καταλήγει μέχρι το μπρεχτικό αποστασιοποιημένο, και μετά το σουρεαλιστικό που σημαίνει το θέατρο του παραλόγου, που εκφράζει τάσεις και αναζητήσεις της μη ισορροπίας τόσο των αναζητήσεων όσο και των κοινωνιών. Δηλαδή από τους Ρώσους μετεπαναστατικούς, μέχρι τον Ζενέ, από τον Μπέκετ, μέχρι τον Ιονέσκο, το θέατρο και η τέχνη γενικότερα εκφράζει τους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις της κοινωνίας μέσα από την οποία δημιουργείται.
Τι βάζει ο Πικάσσο μέσα στους πίνακές του; Τη νέα ματιά πάνω σε παλιά θέματα. Μιλάω πάντα και για το παράλογο. Εκφράζει ο Πικάσσο την τραγικότητα μιας βομβαρδισμένης πόλης, μέσα από την φόρμα αυτή. Αλλά μην ξεχνάμε και το θέατρο τα ακολουθεί αυτά. Σπάει τις φόρμες της λογικής, και προχωρεί πιο πέρα, φτάνει στο μοντέρνο θέατρο. Άρα λοιπόν το θέατρο περνώντας από όλες τις φάσεις αυτές μέχρι σήμερα, είναι σαν το εργαλείο που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου ανάμεσα στους αιώνες, και άντεξε. Επιβίωσε λοιπόν, κατά πρώτον με την αξιοπιστία του και κατά δεύτερον με τη διάσταση του διαλόγου του.
Αυτού του ανοιχτού διαλόγου που να μπορεί να απαντήσει τόσο στα καίρια προσωπικά μας ερωτήματα όσο και στα ευρύτερα ευχολόγια.
Ευχαριστώ πολύ!
***************
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΘΕΑΤΡΟμάθεια. Τεύχοi 7o (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2003) & 8ο.
(Μάρτιος-Απρίλιος 2003).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/915

To θέατρο κάνει καλό στα παιδιά

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Στιγμιότυπο από το Εργαστήρι του θεάτρου Πόρτα
Στιγμιότυπο από το Εργαστήρι του θεάτρου Πόρτα

Πιο ενεργοί πολίτες γίνονται τα παιδιά που παρακολουθούν θέατρο: Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα έρευνας που πραγματοποιήθηκε, τα δύο τελευταία χρόνια, στα παιδιά δώδεκα χωρών της Ευρώπης και στην Παλαιστίνη, μέσα από το ερευνητικό πρόγραμμα «Θέατρο στην Εκπαίδευση». Σύμφωνα με τα στοιχεία, η επίδραση του δράματος και του θεάτρου τόσο στη διαδικασία της μάθησης και της προσωπικής ανάπτυξης όσο και στην κοινωνική προσαρμογή των νέων ατόμων παίζει καθοριστικό ρόλο, ώστε όταν ενηλικιωθούν να γίνουν πιο ενεργοί και πιο συνειδητοί πολίτες, βρίσκονται στο επίκεντρο του προγράμματος που χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά κονδύλια. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα παιδιά που παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στο σχολείο μαθήματα Εκπαιδευτικού Δράματος και Θεάτρου βρέθηκαν να είναι:

– κατά 13% περισσότερο διαθέσιμα να αποδεχτούν άλλους ανθρώπους ίδιας ή διαφορετικής εθνικότητας

– κατά 8% περισσότερο διαθέσιμα να ψηφίσουν

– κατά 11% περισσότερο διαθέσιμα να ασχοληθούν ή να εμπλακούν σε πολιτικά ζητήματα

σε σχέση με τα παιδιά που δεν παρακολουθούν τα αντίστοιχα μαθήματα.

Ο υπεύθυνος του προγράμματος για τη Μεγάλη Βρετανία, Κρις Κούπερ που είναι και καλλιτεχνικός διευθυντής του Big Brum Theatre in Education Company, θα βρεθεί τις προσεχείς μέρες στην Αθήνα, καλεσμένος της Μικρής Πόρτας και της Ξένιας Καλογεροπούλου για να παρουσιάσει τα συμπεράσματα της έρευνας. Μαζί με τη δασκάλα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Χριστίνα Βασιλοπούλου, θα μιλήσουν και θα αναλύσουν τα στοιχεία που συγκέντρωσσαν. Είναι άλλωστε η τρίτη φορά που ο Κρις Κούπερ θα συνεργασθεί με την Πόρτα. Η παρουσίαση θα γίνει στο θέατρο Πόρτα και οργανώνεται από την διευθύντρια του Εργαστηρίου Πέγκυ Στεφανίδου-Τσιτσιρίκου. Παράλληλα _από τις 27 Ιανουαρίου 2011, ο Κρις Κούπερ θα διδάξει στο πλαίσιο του Εργαστηρίου του θεάτου Πόρτα.

ΠΟΤΕ & ΠΟΥ

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου, στις 19.00
Θέατρο Πόρτα (Μεσογείων 59)
Είσοδος ελεύθερη _απαραίτητη η κράτηση θέσεων στο τηλ. 210 32 49 829

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/725

Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο: Θρησκεία, Εκπαίδευση, Πολιτική

Θέατρο: Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, έτσι όπως το γνωρίζουμε μέσα από τις σύγχρονες παραστάσεις του, παρουσιάζει μια παγκόσμια και διαχρονική παιδευτική ικανότητα για τους θεατές του, όπου και αν παίζεται, σε όποια γλώσσα και αν παρουσιάζεται. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του σε έναν από τους κεντρικούς θεσμούς της πόλης-κράτους.

Κ. Καλογερόπουλος

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου Π.Κ.Ε. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο Π.Κ.Ε αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε επανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθησε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.

Στα μέσα του 5ου αι. Π.Κ.Ε., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.

Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις). Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια “ηθοποιός” ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπης λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.

Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς παρά το γεγονός ότι ήταν καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Οι τραγικοί ποιητές του 5ου Π.Κ.Ε. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και έπαιζαν σ’ αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά εδίδασκαν μέσω της θεατρικής παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις αποδίδονται ως διδασκαλίαι.

Η Σκηνή

Τα μόνα υπολείμματα αυτού του πρώτου θεάτρου, που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρύνιχο, τον Αισχύλο και ενδεχομένως τον Σοφοκλή, είναι έξι από τις θεμέλιους λίθους του τοίχου της ορχήστρας. Σύμφωνα με τον Dorpfeld, που ανέσκαψε πρώτος την περιοχή, αυτοί οι λίθοι ήταν κάποτε τμήμα ενός κύκλου διαμέτρου 24-27 μέτρων. Η λιθοδομή πιθανώς δεν ήταν κυκλική αλλά μάλλον πολυγωνική -σχήμα που χρησιμοποιείτο στην πρώιμη κλασική εποχή. Η αρχική περιοχή των θέσεων για τους θεατές (θέατρον) πιθανώς δεν απαίτησε μεγάλη εκσκαφή της λοφοπλαγιάς, αλλά χρειάστηκε να υποστηλωθεί η ορχήστρα με υποστηρικτικούς τοίχους και να μεταφερθεί χώμα, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο για το χορό (διθυραμβικό, τραγικό, κωμικό, κ.λπ.).

Η σκηνή βέβαια μάλλον δεν υπήρχε μέχρι το 460 Π.Κ.Ε, καθώς η Ορέστεια του Αισχύλου είναι το πρωιμότερο υπάρχον δράμα που τη χρησιμοποιεί. Η υπόθεση των άλλων έργων του θα μπορούσε κάλλιστα να εκτυλιχθεί στην ορχήστρα, με τους ηθοποιούς και το χορό να δρουν στο ίδιο επίπεδο. Πριν επινοηθεί η σκηνή, η είσοδος του χορού γινόταν από δύο κεκλιμένες ράμπες που αποκαλούνταν είσοδοι και οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι μεταξύ του 460 και του 431 Π.Κ.Ε. (και πιθανώς στην περίοδο που χτίστηκε το ωδείο) η ορχήστρα μετατοπίστηκε βορειοδυτικά της αρχικής της θέσης και η λοφοπλαγιά εκσκάφθηκε περισσότερο προκειμένου να στερεωθούν καλύτερα τα ξύλινα καθίσματα. Η κατανομή των καθισμάτων πιθανώς γινόταν σε 10 σφηνοειδή χωρίσματα για τις δέκα αττικές φυλές. Κατά τον 4ο αιώνα αυτές οι σφηνοειδείς διατάξεις, ή κερκίδες, έγιναν 13 τον αριθμό, με την κεντρική -την καλύτερη δηλαδή, να έχει μεγαλύτερο εύρος.

Η σκηνή του 5ου αιώνα δεν ήταν μόνιμο κτήριο, αλλά μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή που τοποθετείτο πίσω από την ορχήστρα για τις δραματικές αποδόσεις των ετήσιων γιορτασμών. Παρόλα αυτά η εφεύρεσή της επέφερε μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πρακτική και στον τρόπο με τον οποίο οι εκτελεστές και οι θεατρικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν το χώρο για να παράγουν νόημα. Το εσωτερικό αυτού του κτηρίου με την επίπεδη οροφή ήταν η περιοχή των σημερινών “παρασκηνίων”, ένας κλειστός χώρος που βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου, όπως ο αληθινός οίκος. Κατά κανόνα οι ηθοποιοί πρόβαλλαν από τη σκηνή και συναντούσαν το χορό στην ορχήστρα, αλλά δεν έχουμε καμία αναφορά που να υποδηλώνει το αντίθετο, δηλαδή την εισβολή του χορού στη σκηνή. Ο οίκος παραμένει κλειστός και απαραβίαστος για τα πλήθη, υποδηλώνοντας εν μέρει το απαραβίαστο της ατομικής ζωής, εν μέρει τη σημασία του οίκου στην παραγωγή κοινωνικών δρώμενων.

Μηχανισμοί και Προσωπεία

Οι θεότητες εμφανίζονταν ξαφνικά στη στέγη μέσω μιας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπταντο στον αέρα (όπως όπως ο Βελλεροφόντης για παράδειγμα πάνω στον Πήγασο) μεταφέρονταν στον αέρα πάνω από το σκηνικό διάκοσμο με τη βοήθεια ενός απλού γερανού, που αποκαλείτο μηχανή ή γερανός. Η γνωστότερη χρήση της μηχανής συνέβη το 431 Π.Κ.Ε., όταν ο Ευριπίδης τη χρησιμοποίησε στο τέλος της Μήδειας.

Με τη σειρά τους οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονταν στη θέα του κοινού με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας που έφερε τον ανάλογο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείτο συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό εκείνος που σκοτωνόταν στο εσωτερικό του οίκου ή χαρακτήρες που νοσούσαν.

Το μεγάλο μέγεθος του θεάτρου (στην τελική μορφή του χωρούσε 20.000 ανθρώπους) και η απόσταση ακόμη και των κοντινότερων θεατών από τους ηθοποιούς (περισσότερο από 10 μέτρα) υπαγόρευσε μια μη νατουραλιστική προσέγγιση στην ηθοποιΐα Όλες οι χειρονομίες έπρεπε να είναι ιδιαίτερα εκφραστικές σε καθορισμένα πρότυπα, ώστε να “διαβάζονται” από τις πίσω σειρές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πρόσωπα. Τα προσωπεία, οι μάσκες, έδειχναν περισσότερο “φυσικές” από τα γυμνά πρόσωπα στο θέατρο του Διονύσου, αν και είχαν το φυσικό μέγεθος του προσώπου και μεγάλο άνοιγμα στο στόμα για να επιτρέπουν την καθαρή ομιλία. Τα υλικά της κατασκευής τους ποίκιλαν. Άλλα ήταν καμωμένες από ξύλο, άλλα από δέρμα και άλλες από ύφασμα και αλευρόπαστα. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για κάθε υλικό ξεχωριστά, αλλά καθώς δεν έχουμε κάποιο αυθεντικό εύρημα στη διάθεσή μας, οι θεωρίες παραμένουν υποθέσεις. Οι πραγματικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκαλισμένοι λίθοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια και οι αγγειογραφικές απεικονίσεις.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής το θέατρο του Διονύσου ξαναχτίστηκε με μια πολυώροφη σκηνή και οι ηθοποιοί δημιούργησαν επαγγελματικό σωματείο, που ονομαζόταν οι Καλλιτέχνες του Διονύσου. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν και άλλα θέατρα σε πολλά σημεία της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου της Επιδαύρου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι Ρωμαίοι έχτισαν ή επανασχεδίασαν θέατρα και σε άλλα σημεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, το θέατρο σε αυτή την αρχική μορφή του παραμένει σημαντικό για εμάς, όχι τόσο για την αρτιότητα της κατασκευής του και τις επινοήσεις των θεατρικών διδασκάλων, αλλά για τη σημασία του ως θεσμού της πόλης-κράτους, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση.

Θρησκεία – Εκπαίδευση – Πολιτική

Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.

Σε γενικές γραμμές η τραγωδία διαθέτει άρρηκτους δεσμούς με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, είναι καθοριστική στην ελληνική σκέψη και αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη. Είναι αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελεί το θέμα για τα περισσότερα έργα. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρίσκεται εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του. Η σκευή (προσωπείο/κοστούμι) συνδέεται άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας. Εξάλλου, το προσωπείο ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δράμα εντάσσει τον υποκριτή στην κατηγορία των ηρώων, αφού τον χωρίζει από τον χορό-πολίτες, που αρχικά μάλλον δε φορούσε μάσκες. Ο διάλογος υποκριτή – χορού υποδηλώνει σε ένα βαθμό τον διάλογο που διεξάγει η πόλη με το ηρωικό παρελθόν της. Γενόμενος δράμα ο μύθος υφίσταται μια χωροχρονική επέκταση. Οι λόγοι και οι αντίλογοι των πρωταγωνιστών, όπως και η συνδιαλλαγή με το χορό προορίζονταν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα της πράξης. Κίνητρα που ενίοτε είναι σημαντικότερα από την ίδια την πράξη, γιατί είναι πύλες προς την ψυχολογική διερεύνηση του μυθολογικού υλικού. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή, η μέθεξη του κοινού είναι έντονη τόσο στις θρησκευτικές γιορτές όσο και στους δραματικούς αγώνες.

Στην Αθήνα γίνονταν συνολικά τέσσερις εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες. Στα εν άστει Διονύσια, που τελούνταν στην αρχή της άνοιξης, κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος-Απρίλιος), διεξάγονταν οι δραματικοί αγώνες, που η προετοιμασία τους διαρκούσε τουλάχιστον έξι μήνες. Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο. Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε μία σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων. Η πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων ξεκινούσε με τη μεγάλη πομπή της θυσίας, που κατέληγε μπροστά στο ναό του Διονύσου, ενώ δύο μέρες νωρίτερα (στη γιορτή του Ασκληπιού, την 8η ημέρα του μηνός Ελαφηβολιώνα), γινόταν η επίσημη παρουσίαση όλων των διαγωνιζομένων δραμάτων. Πριν από τις παραστάσεις τελούνταν θυσίες, που υπογραμμίζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Μετά τη θυσία του ζώου έκαναν καθαρμούς ραντίζοντας με το αίμα το θέατρο και τους θεατές. Στη συνέχεια, και αφού οι κριτές καταλάμβαναν τις ειδικές τιμητικές θέσεις τους, άρχιζαν οι παραστάσεις, που έκλειναν με την ανάδειξη των νικητών του τραγικού αγώνα το βράδυ της πέμπτης ημέρας της εορτής. Στα Μεγάλα Διονύσια, οι τρεις τραγικοί ποιητές που λάμβαναν μέρος αγωνίζονταν με τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες (τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, ενώ στην κωμωδία αγωνίζονταν πέντε ποιητές, που παρουσίαζαν ένα μόνον έργο τους. Στα Λήναια, που δεν είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα όπως τα Διονύσια, η τραγωδία είχε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία και έτσι έλειπε η συμμετοχή των μεγάλων τραγικών. Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 Π.Κ.Ε διδάσκονταν τρεις κωμωδίες, η καθεμία μετά την τετραλογία κάθε τραγικού ποιητή.

Οι παράλληλες θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου ανιχνεύουν τους συσχετισμούς της τραγωδίας με θρησκευτικές εκδηλώσεις και θεσμικές τελετές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, που έχουν ενίοτε προταθεί ως προβαθμίδες του δράματος. Έτσι, η θεματική απομάκρυνση από το διονυσιακό υλικό και ο εντοπισμός του στους μύθους των ηρώων οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση της λατρείας των ηρώων ως πρωτογενούς υλικού του δράματος. Παράδειγμα αποτελεί το προσωπείο που τονίζει τη συγγένεια της τραγωδίας με τις ιερουργικές μεταμφιέσεις. Το τραγικό προσωπείο, όμως, από τη φύση και τη λειτουργία του, διαφέρει από την καθαρή θρησκευτική μεταμφίεση. Έχει μεν ιερουργικό υπόβαθρο, αλλά η διάσταση της μεταμφίεσης παραμένει ανθρώπινη, δίχως ανιμιστικές τάσεις. Ο ρόλος του είναι περισσότερο αισθητικός και το ιερουργικό στοιχείο κινείται στην ανθρώπινη εξελικτική γραμμή. Το προσωπείο μπορεί κοντά στα άλλα, να χρησιμεύει για να υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που κατέχουν την τραγική σκηνή, στοιχεία αντίθετα και συνάμα πολύ στενά δεμένα. Από τη μία μεριά, έχουμε το χορό ένα συλλογικό πρόσωπο που το ενσάρκωνε ένα σώμα πολιτών και που κατ’ αρχήν φαίνεται δεν φορούσε προσωπείο, αλλά ήταν μόνο μεταμφιεσμένος, και από την άλλη μεριά έχουμε ένα τραγικό πρόσωπο, που το υποδυόταν ο ηθοποιός, ξεχωρίζοντας με το προσωπείο του από την ανώνυμη ομάδα χορού. Το προσωπείο ενσωματώνει το τραγικό πρόσωπο σε μια πολύ καθορισμένη κοινωνική και θρησκευτική κατηγορία, την κατηγορία των ηρώων.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις-θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν βαθιά ριζωμένες στην πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Αντίθετα με το ρωμαϊκό θέατρο, οι ηθοποιοί και τα μέλη της χορωδίας ήταν πολίτες. Οι κριτές ήταν πολίτες και κάθε πολίτης είχε τις ίδιες πιθανότητες να πάρει τη θέση του κριτή (αφού η επιλογή γινόταν με κλήρωση) και να αποφασίσει για την τύχη του κάθε έργου. Το θέατρο ως χώρος ήταν δημόσιο οίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η συγκέντρωση στο θέατρο λειτουργούσε και ως εκκλησία του δήμου, με την παρουσία πολυάριθμων ξένων και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό πλαίσιο για ορισμένες κρατικές ενέργειες που δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος θεωρούσε τη γιορτή κατάλληλη αφορμή για να υπογραμμίσει την ηγετική θέση του στην Ελλάδα με μία όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερη επίδειξη μεγαλείου. Στη διάρκεια των γιορτασμών, παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνυόταν ο φόρος υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων, αφού αυτή την εποχή του χρόνου τα μέλη της αθηναϊκής συμμαχίας έστελναν την ετήσια εισφορά τους. Έτσι η πόλη εκμεταλλεύονταν τη γιορτή για εθνική αυτοπροβολή. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογραμμίζουν στα έργα τους (Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής) ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα.

Συνολικά θεωρούμενο το θέατρο, παρόλο που διαμορφώνεται στην εποχή των τυράννων, είναι θρέμμα της δημοκρατίας. Καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του και ακμάζει σχεδόν μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με το ίδιο το πολίτευμα. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας, ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνωρίζει τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. γιατί ακριβώς δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αττικό δράμα τελικά δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται, λοιπόν, η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του. Έτσι πιθανώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θέση που κατέχουν στις ελληνικές τραγωδίες τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας, αλλά και οι διαμάχες γύρω από τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Τα δεδομένα του ηρωικού έπους αποδίδονταν στο θέατρο του Διονύσου κάτω από το άγρυπνο πνεύμα των θεών και με την έγνοια για την κοινότητα.

Όσον αφορά στη συμμετοχή του πολίτη σε αυτή τη νέα μορφή τέχνης, ο J.P. Vernant τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του χορού στο δράμα ως εκπροσώπου της πόλης. Στην τεχνική της τραγωδίας υπάρχει μια πόλωση ανάμεσα στον συλλογικό και ανώνυμο χορό που εκφράζει τους φόβους τις ελπίδες και στις κρίσεις του, τα συναισθήματα των θεατών, αυτών δηλαδή που συνθέτουν την κοινότητα των πολιτών και στο εξατομικευμένο πρόσωπο, που παριστάνει έναν ήρωα μιας άλλης εποχής, ο οποίος δεν έχει κανένα σχεδόν κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη. Η δράση του προσώπου αυτού αποτελεί το κέντρο του δράματος. Σε τούτη τη διχοτόμηση τραγικού χορού και τραγικού ήρωα αντιστοιχεί μια δυαδικότητα ακόμη και στην ίδια τη γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μια διακρίνουμε τον λυρισμό των χορικών και από την άλλη, με τους υποκριτές του δράματος, έχουμε μια διαλογική μορφή που από μετρικής άποψης είναι πιο κοντά στον πεζό λόγο. Στα νέα πλαίσια που θέτει η τραγωδία, ο ήρωας παύει να λειτουργεί ως πρότυπο, γενόμενος τελικά ένα πρόβλημα για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μοίρα που ακολουθεί τους ήρωες. Η ατομική τους αναζήτηση είναι μια επανάσταση για τη ζωή της κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της αναζήτησης διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων που αφομοιώνονται στην κοινωνική δομή και γίνονται τρόπος ζωής. Αν ο ήρωας επιλέξει τη στατικότητα και την αδράνεια επαναπαυμένος στις δάφνες του, τότε η ίδια η εξέλιξη τον καταργεί. Η συνήθης αντίδραση ενός τέτοιου ήρωα στις ανάγκες της εξέλιξης είναι η διαμόρφωση μιας τυραννικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μέσα από τις κραυγές του πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει να ακούγεται ο απόηχος των συζητήσεων των σοφιστών σχετικά με το ιδεολογικό σχήμα νόμω -φύσει, δηλαδή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους θεσπισμένους νόμους τους κράτους (νόμω) και το δίκαιο του ισχυρότερου (φύσει). Η σοφιστική ως κίνημα πολιτικό και κοινωνικό είναι αδιανόητη έξω από το πολιτικό κλίμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι σοφιστές, άνθρωποι ελεύθεροι και θαρραλέοι διανοητές βρήκαν το έδαφος της αθηναϊκής δημοκρατίας πρόσφορο για να ανακοινώσουν τις αντιλήψεις τους και να διδάξουν τη σκέψη τους. Μόνο μια κοινωνία δημοκρατική μπορούσε να ανεχθεί αυτά τα κηρύγματα επαναστατικών ενίοτε μεταρρυθμίσεων, όπως αυτά που αφορούν τους κείμενους νόμους της πολιτείας και την κρατούσα δικαιοσύνη. Οι σοφιστές δεν έρχονται σε ρήξη με την φιλοσοφική παράδοση αλλά τη συνεχίζουν και την υπερβαίνουν. Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι στρέφονται κυρίως στα ζητήματα του κόσμου ή της φύσεως, κέντρο του προβληματισμού των σοφιστών είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του που τίθενται πλέον σε πολιτική βάση. Το πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των σοφιστών μπορεί να συνοψιστεί στην απαίτηση να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία και ένα νέο πολιτικό μοντέλο με άξονα τη νέα αντίληψη για το νόμο και το δίκαιο, άρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία με μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση ή καταγωγή. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον παθητικός δέκτης αλλά καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής προόδου. Αυτή η αντίληψη απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού, που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 5ου αι. Ένα πνεύμα που επηρεάζει και επηρεάζεται από τους δραματικούς διαλόγους εκφράζει τη δυσαρέσκεια των πολιτών και αναδεικνύει τα προβλήματα της γυναίκας στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου Π.Κ.Ε. αι.

Δεν είναι τυχαίο που ο H.C. Baldry συσχετίζει την ανάπτυξη εν γένει των τεχνών στην πόλη με την άνθηση μιας πτυχής της αρχαιοελληνικής παιδείας, τον προφορικό λόγο. Ο λόγος γίνεται μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς. Ταυτόχρονα φέρει τα στοιχεία της παράδοσης, καθώς ο δραματικός αφομοιώνει τον επικό, τον λυρικό και εν τέλει τον ρητορικό λόγο). Η χρήση του στην πολιτική, τη ρητορεία και την ποίηση δηλώνει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε στη δραματική τέχνη. Παράλληλα ο J.P. Vernant προχωρεί στη σύνδεση της τραγωδίας με το δίκαιο. Ο κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύσσεται στην πόλη αποτελεί το υλικό της τραγωδίας. Η νομική σκέψη επιδρά στον τραγικό στοχασμό σε βαθμό που πολλά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το δράμα αποτελούν, ταυτόχρονα, αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων. Κατ’ επέκτασιν οι τραγικοί ποιητές υιοθετούν το νομικό λεξιλόγιο για να διαπραγματευθούν τα θέματά τους. Ο J.P. Vernant, διαπιστώνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της πόλης, καθαρά λογικό κατασκεύασμα και τη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή τις προ-νομικές βαθμίδες δικαίου προχωρεί σε έναν ακόμη συσχετισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ο τραγικός ήρωας συνήθως βιώνει αυτή τη διαμάχη επί σκηνής συνδιαλεγόμενος με τον χορό.

Με άλλα λόγια το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2001)

Rohde, E., Η Ψυχή, Β΄ τόμος, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Blume, Η. D., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1986)

Baldry, H.C. Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, (Αθήνα 1992)

Campbell, J., Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα2, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Romilly, J., Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου, Το Άστυ, (Αθήνα 1996)

Vernant, J. P. (επιμ.), Ο Έλληνας Άνθρωπος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)

Brooke, Iris, Costume in Greek Classic Drama, Greenwood Press, (London 1973)

Ley, Gr., A Short Introduction to the Greek Theatre, University of Chicago Press, (Chicago 1991)

Lonsdale, St., Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, 1993

Pickard-Cambridge, Ar., The Theatre of Dionysos in Athens, 1946

Rehm, Rush, Greek Tragic Theatre, Routledge, 1991

Taplin, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus Oxford University Press, (Oxford, 1977)

Walton, J. Michael, Living Greek Theatre, Greenwood Press, 1980

Wiles, David, Tragedy in Athens, Cambridge University Press, (London 1997)

Πηγή : http://www.ekivolos.gr/archaio%20elliniko%20theatro-thriskeia,%20ekpaideusi,%20politiki.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/717

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

ΠΗΓΗ : http://www.britsos.gr/admin/uploads/ORISMOS%20TIS%20TRAGODIAS.pdf

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/611

Η ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Η ΑΤΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

http://www.scribd.com/doc/4937374/-

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/609

Τραγωδία

Από την Live-Pedia.gr

Τον ορισμό της τραγωδίας τον έδωσε ο Αριστοτέλης στην “Ποιητική” του (VΙ 2-3): “Έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστου των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι` απαγγελίας, δι` ελέου και φόβου περαίνουσαν την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”. Δηλ. η τ. είναι μίμηση πράξης σπουδαίας και τέλειας, η οποία έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και κάποια έκταση, με έκφραση καλλιτεχνική χωριστά για κάθε μέρος (δηλ. μέτρο στα διαλογικά μέρη και μελωδία στα χορικά), που εκτελείται με πρόσωπα, τα οποία δρουν πάνω στη σκηνή και δεν απαγγέλλουν απλώς και που με τη συμπάθεια του θεατή για τον ήρωα που πάσχει και το φόβο μήπως και ο ίδιος ο θεατής βρεθεί σε όμοια θέση με τον ήρωα, εξαγνίζει στην ψυχή των θεατών τα πρόσωπα που δρουν για τα σφάλματά τους. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό η τ. δεν είναι απλή ψυχαγωγία, αλλά γίνεται ταυτόχρονα και όργανο ηθικής ανύψωσης. Γιατί μεταφέροντας το θεατή από την πραγματικό κόσμο στον οποίο δεν ικανοποιείται πάντοτε η δικαιοσύνη, σε έναν κόσμο υψηλότερο και ιδανικότερο, στον οποίο αργά ή γρήγορα το κακό τιμωρείται και η δικαιοσύνη θριαμβεύει, επιφέρει την ηθική βελτίωση του ανθρώπου.

Η γένεση της τραγωδίας

Η τ. (τράγων ωδή, δηλ. τραγούδι των μεταμφιεσμένων σε σατύρους χορευτών) προήλθε από τη διονυσιακή λατρεία. Στην Αττική οι πιστοί του θεού Διόνυσου, ντυμένοι όπως οι ακόλουθοί του, Σάτυροι, γεμάτοι ενθουσιασμό και με αρχηγό κάποιο μεταμφιεσμένο σε Σειληνό (παιδαγωγό του Διόνυσου) αναπαριστούσαν με ζωηρά τραγούδια, που τα συνόδευε μουσική αυλών, και με μιμητικές κινήσεις το μύθο της γέννησης, της ανατροφής, των εύθυμων περιπετειών, των παθημάτων και του θανάτου του Διόνυσου. Το τραγούδι αυτό ονομαζόταν “διθύραμβος” (από το τίτυρος=τράγος, με την προσθήκη της προελληνικής κατάληξης -αμβος) και με τον καιρό εξελίχτηκε σε χωριστό λογοτεχνικό είδος. Ο φιλόμουσος κυβερνήτης της Αθήνας Πεισίστρατος, για να ευχαριστήσει το λαό, επανέφερε λαμπρότερες τις διονυσιακές γιορτές, που είχαν παραμεληθεί από τους προκατόχους του, και συγκρότησε χορό από 50 άνδρες, που παρίσταναν τους οπαδούς του Διόνυσου Σατύρους, οι οποίοι χόρευαν ρυθμικά το διθύραμβο γύρω από το βωμό, στεφανωμένοι με το ιερό φυτό του θεού, τον κισσό, ντυμένοι με προβιές και φορώντας ουρές και κέρατα, εξαιτίας των οποίων ονομάζονταν τράγοι. Και η εξέλιξη του διθυράμβου σε δράμα έγινε ως εξής:

Ενώ οι τράγοι χόρευαν γύρω από το βωμό του θεού ψάλλοντας τα παθήματά του, ένας από αυτούς άφηνε τη θέση του, ανέβαινε σε ένα ψηλό βάθρο και άνοιγε διάλογο με το χορό, δηλ. απαντούσε στις ερωτήσεις του χορού. Αργότερα στη θέση του χορευτή ορίστηκε ιδιαίτερος “υποκριτής” (= αποκριτής) και αυτόν πρώτος τον παρουσίασε ο Θέσπης (520 π.Χ.). Αλλά ο διάλογος ήταν στην αρχή σύντομος σε σύγκριση προς τα τραγούδια. Όταν όμως ο Αισχύλος πρόσθεσε και το δεύτερο υποκριτή και ο Σοφοκλής τον τρίτο, το διαλογικό μέρος κυριάρχησε. Οι τρεις λοιπόν αυτοί υποκριτές, που ονομάζονταν πρωταγωνιστής, δευτεραγωνιστής και τριταγωνιστής, μοιράζονταν τους ρόλους όλων των προσώπων της τ., όσα και αν ήταν αυτά. Οι υποκριτές ήταν μόνο άνδρες, οι οποίοι υποδύονταν και τα γυναικεία πρόσωπα. Εκτός όμως από τους τρεις υποκριτές, εμφανίζονταν στη σκηνή και τα “κωφά” πρόσωπα, δηλ. τα βουβά, και τα “δορυφορήματα”, δηλ. οι ακόλουθοι των ηγεμόνων. Το χορό των αποτελούσαν στην αρχή 12 μέλη, τα οποία ο Σοφοκλής αύξησε σε 15, όσα και έμειναν τελικά. Οι υποθέσεις της τραγωδίας, τέλος, με τον καιρό ξέφυγαν από τους μύθους του Διόνυσου και άρχισαν να αναφέρονται σε μύθους ηρώων του αργοναυτικού, του θηβαϊκού και του τρωικού κύκλου, μερικές μάλιστα φορές και σε ιστορικά θέματα.

Μέρη της τραγωδίας “κατά ποιόν”

Τα “κατά ποιόν” μέρη της τραγωδίας, αυτά δηλ. από τα οποία εξαρτάται η ποιότητά της, κατά τον Αριστοτέλη είναιτα ακόλουθα:

Ο μύθος

Είναι η “σύνθεσις των πραγμάτων” και Γι` αυτό θεωρείται το σπουδαιότερο μέρος. Ο μύθος μπορεί να είναι “πεπλεγμένος”, να έχει δηλ. “περιπέτειες” (=μεταβολή από την άγνοια στη γνώση ή για καλό ή για κακό) ή “απλός”, δηλ. χωρίς περιπέτειες και αναγνωρίσεις. Άλλο στοιχείο του μύθου, της πλοκής της τ. είναι η “τραγική ειρωνεία”, δηλ. το να αγνοούν οι ήρωες του έργου αυτό που γνωρίζουν οι θεατές. Τέλος, στο μύθο διακρίνουμε “δέση” και “λύση”, δηλ. η πλοκή φτάνει σ` ένα ανώτατο σημείο, από το οποίο αρχίζει έπειτα η μεταβολή της κατάστασης.

Το ήθος η φυσιογνωμία της ψυχής, ο χαρακτήρας των προσώπων που δρουν στο έργο. Αυτό πρέπει να είναι “χρηστό”, “όμοιο” (=φυσικό) και “ομαλό” (=αμετάβλητο).
Η λέξις δηλ. η γλώσσα και το μέτρο και γενικότερα το ύφος.
Η διάνοια δηλ, οι ιδέες, “το λέγειν δύνασθαι τα ενόντα και τα αρμόττοντα”.
Η όψις, δηλ. τα σκηνικά.
Η μελοποιία ή μέλος, δηλ. η μουσική, που ρυθμίζει τα βήματα του χορού.

Μέρη της τραγωδίας “κατά ποσόν” (ή εξωτερικά μέρη)

Αυτά είναι δύο: το διαλογικό και το χορικό.

  • Το διαλογικό διαιρείται σε:
πρόλογο (η αρχή του έργου μέχρι την είσοδο του χορού),
επεισόδια (οι κυρίως πράξεις) και
έξοδο (το τελευταίο μέρος της τραγωδίας).
Ο διάλογος μεταξύ των υποκριτών γίνεται ή με πολλούς στίχους ή με έναν, οπότε έχουμε “στιχομυθία” (μονομαχία δηλ. με λόγια), όταν το πάθος τους αυξηθεί. Σε ακόμα πιο σφοδρό πάθος, τα πρόσωπα του διαλόγου κόβουν το στίχο στα δύο και στα τρία και οι διαλογικές αυτές διαμάχες ονομάζονται “αντιλαβαί”.
  • Το χορικό διαιρείται:
σε πάροδο (το πρώτο τραγούδι του χορού, καθώς μπαίνει στην ορχήστρα) και
σε στάσιμα (τα τραγούδια που ψάλλει, αφού πάρει “στάση” – θέση- στην ορχήστρα· αυτά παρεμβάλλονται ανάμεσα στα επεισόδια).
Μερικές φορές, ο χορός, για να φανερώνει ενθουσιασμό και μεγάλη χαρά, χορεύει ζωηρά, τραγουδώντας το “υπόρχημα”. Άλλοτε πάλι οι υποκριτές και ο χορός τραγουδούν αμοιβαία θρηνητικά τραγούδια, τους “κομμούς”. Τέλος, σε ορισμένες περιστάσεις οι υποκριτές μόνοι, όταν το πάθος μεγαλώνει, τραγουδούν και τα τραγούδια αυτά ονομάζονται “από σκηνής”· όταν τραγουδά ένας μόνο, τότε έχουμε μονωδία, όταν δύο, δυωδία.

Τα διαλογικά μέρη από τα χορικά διαφέρουν ακόμα και κατά τη διάλεκτο και κατά το μέτρο. Η διάλεκτος στο διάλογο είναι η αρχαία αττική, ενώ στα χορικά αυτή χρωματίζεται από δωρισμούς, γιατί η τ. παρέλαβε τα μέλη από τη δωρική ποίηση. Στις παλαιότερες τ. το μέτρο των διαλόγων ήταν τροχαϊκό τετράμετρο και αργότερα έγινε ιαμβικό τρίμετρο, ενώ των χορικών τα μέτρα είναι ποικίλα.

Κανονικά την αρχαία τ. την αποτελούσαν πέντε διαλογικά μέρη (πρόλογος, τρία επεισόδια και έξοδος) και τέσσερα χορικά (πάροδος και τρία στάσιμα). Τα πέντε διαλογικά αντιστοιχούν με πέντε πράξεις του σημερινού δράματος, οι οποίες χωρίζονται με τέσσερα χορικά.

Εκτός από την αριστοτελική αυτή διαίρεση, οι παλιοί γραμματικοί διαιρούσαν την τ. σε τρία μέρη: την πρόταση ή εισβολή (αρχή της τραγωδίας), την επίταση (η μέση, που εντείνεται η πλοκή, η δέση) και την καταστροφή (το τέλος, η λύση του έργου). Ακόμα νεότερη είναι μια άλλη διαίρεση σε 5 μέρη: πρόταση, επίταση, κορύφωση, κατάσταση, καταστροφή.

Οι παραστάσεις

Παραστάσεις τραγωδιών (=διδασκαλίαι) γίνονταν στις τρεις από τις τέσσερις γιορτές του Διόνυσου: στα μικρά ή “κατ` αγρούς” Διονύσια (Δεκέμβριος), στα Λήναια (Ιανουάριος) και στα μεγάλα ή “εν άστει” Διονύσια (Μάρτιος). Μόνο δηλ. στα Ανθεστήρια δεν παριστάνονταν τραγωδίες. Επειδή η παράσταση των τ. ήταν δαπανηρή, η πόλη, για να ανακουφίσει το δημόσιο ταμείο, με νόμο είχαν καθιερώσει το θεσμό της χορηγίας, που ήταν μια από τις λειτουργίες. Όλα τα έξοδα της παράστασης τα επωμίζονταν οι χορηγοί, που ήταν από τους πλουσιότερους πολίτες. Ως ανταμοιβή για τις μεγάλες δαπάνες και τους κόπους η πόλη έδινε στο χορηγό, αν νικούσε ο χορός του, χάλκινο τρίποδα. Οι παραστάσεις είχαν αγωνιστικό χαρακτήρα και διεξάγονταν ανάμέσα σε τρεις ποιητές, οι οποίοι εκλέγονταν σε “προάγωνα” από τον αρμόδιο άρχοντα. Την κρίση την έκαναν πέντε κριτές, οι οποίοι, αφού παρακολουθούσαν το “δραματικό αγώνα”,μοίραζαν ύστερα από σύσκεψη τα βραβεία, που ήταν πρωτεία, δευτερεία και τριτεία. Ο καθένας από τους ποιητές αγωνιζόταν με τέσσερα δράματα, από τα οποία τα τρία ήταν τραγωδίες (τριλογία) και το τέταρτο σατυρικό δράμα· και τα τέσσερα αποτελούσαν την τετραλογία.

Οι πρόδρομοι των μεγάλων τραγικών

Εκτός από το Θέσπη, από την Ικαρία, τον εισηγητή του πρώτου υποκριτή, και άλλοι προετοίμασαν τον ερχομό των μεγάλων τραγικών. Αυτοί ήταν: ο Πρατίνας από τη Φλειούντα, ο οποίος έφερε στην Αθήνα το σατυρικό δράμα. Ο Φρύνιχος, του οποίου οι σπουδαιότερες τραγωδίες ήταν οι “Φοίνισσες” και η “Μιλήτου άλωσις”. Ο Χοιρίλος, που διακρίθηκε ως ποιητής σατυρικών δραμάτων. Από τα δράματα αυτών μόνο λίγα αποσπάσματα σώθηκαν.

Οι μεγάλοι τραγικοί (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης)

Μ` αυτούς, η τραγωδία έφτασε στο απόγειο της ακμής της.

  • Ο Αισχύλος (525-456 π.Χ.) πρόσθεσε το δεύτερο υποκριτή, μεγάλωσε τα διαλογικά μέρη και έκανε καινοτομίες στη σκηνογραφία και τη χορογραφία. Έγραψε 90 περίπου έργα, από τα οποία σώθηκαν 7.
  • Ο Σοφοκλής (496 – 406 π.Χ.) διακρίθηκε στη διαγραφή των χαρακτήρων, παριστάνοντας τους ήρωές του ιδανικά πρότυπα. Πρόσθεσε τρίτο υποκριτή, αύξησε τα μέλη του χορού από 12 σε 15, περιόρισε τα χορικά ακόμα περισσότερο προς όφελος του διαλόγου και πρωτοπαρουσίασε τη φρυγική αρμονία (μελοποιία) στις σκηνικές μονωδίες. Από τα 130 περίπου δράματά του σώθηκαν και αυτού 7.
  • Ο Ευριπίδης (480 – 406 π.Χ.) υπήρξε ο “δραματικότερος” όλων, κατά τον Αριστοτέλη. Καινοτόμησε φέρνοντας την ομιλούμενη γλώσσα στο θέατρο. Επινόησε τον πρόλογο, συντόμευσε ακόμα περισσότερο τα χορικά, κάνοντάς τα σχεδόν “εμβόλιμα”, και συνήθιζε να δίνει τις λύσεις με τον “από μηχανής θεό”. Έδειξε ανεξαρτησία απέναντι στη θρησκεία, υποστήριξε τη θέση της γυναίκας, χρησιμοποίησε πολύ τα γνωμικά (γι` αυτό και ονομάστηκε “από σκηνής φιλόσοφος”) και παρουσίασε τους χαρακτήρες των ηρώων του, όπως ακριβώς παρουσιάζονται στην πραγματικότητα. Από τα 92 έργα του σώθηκαν 17 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα.

Η παρακμή

Εκτός από τους τρεις κορυφαίους κλασικούς παρουσιάστηκαν και άλλοι σύγχρονοι και μεταγενέστεροι από αυτούς. Από την εποχή του Θέσπη (520 π.Χ.) μέχρι το 620 π.Χ., οπότε αρχίζει να χάνεται η τ., μέσα δηλ. σε δυόμισι αιώνες περίπου παρουσιάστηκαν 180 τραγικοί ποιητές, οι οποίοι έγραψαν 1500 περίπου τραγωδίες και σατυρικά δράματα. Από αυτά σώθηκαν ακέραιες μόνο 31 τραγωδίες (7 του Αισχύλου, 7 του Σοφοκλή και 17 του Ευριπίδη) και ένα σατυρικό δράμα του Ευριπίδη, καθώς επίσης και πολλά αποσπάσματα, τα οποία πληθύνονται διαρκώς, με την εύρεση αιγυπτιακών παπύρων. Μετά τους μεγάλους τραγικούς όμως, η τ. άρχισε να παρακμάζει και γι` αυτό μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ. οι Έλληνες προτιμούσαν τις επαναλήψεις των τριών κλασικών και μάλιστα του Ευριπίδη. Τους Έλληνες τραγικούς μιμήθηκαν και οι Ρωμαίοι και ιδιαίτερα ο Πακούβιος, ο Άτιος και ο Σενέκας, τα έργα των οποίων όμως ποτέ δεν έφτασαν στο ύψος των προτύπων.

Μεταχριστιανική τραγωδία

Κατά τη βυζαντινή εποχή τη θέση της τ. πήραν τα “μυστήρια”, δηλ. δράματα με υποθέσεις παρμένες από τις γραφές. Αυτά τα μιμήθηκαν αργότερα και στη Δύση. Κατά την Αναγέννηση, οπότε ξεθάφτηκαν από την αφάνειά τους οι αρχαίοι Έλληνες, το θέατρο επηρεάστηκε από την ελληνική τ., και οι δυτικοί, εγκαταλείποντας τα μεσαιωνικά μυστήρια, δημιούργησαν το νεότερο ευρωπαϊκό θέατρο. Η αρχή έγινε στην Ισπανία το 16ο αι. με τα ποιμενικά δράματα του Χουάν ντε λα Ενσινά, τον οποίο ακολούθησαν ο Θερβάντες, ο Λόπε ντε Βέγκα κ.ά. Στην Αγγλία έκανε την εμφάνισή του ο Σαίξπηρ και οι Θόμσον, Χάρντι, Μπέρναρ Σο κ.ά. Στη Γαλλία οι κλασικοί Κορνέιγ, Ρακίνας κ.ά. Στη Γερμανία ο Γκέτε, ο Σίλερ, ο Χάουπτμαν κ.ά. Στην Ιταλία ο Αλφιέρι, ο Νικοντέμι κ.α. Στη Σκανδιναβία ο Ίψεν. Τέλος, στην Αμερική, ο Γκόντφρεϊ, ο Ευγένιος Ο` Νιλ κ.ά.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/608

Αρχαίο ελληνικό θέατρο: θρησκεία, εκπαίδευση, πολιτική

Θέατρο: Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, έτσι όπως το γνωρίζουμε μέσα από τις σύγχρονες παραστάσεις του, παρουσιάζει μια παγκόσμια και διαχρονική παιδευτική ικανότητα για τους θεατές του, όπου και αν παίζεται, σε όποια γλώσσα και αν παρουσιάζεται. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του σε έναν από τους κεντρικούς θεσμούς της πόλης-κράτους.

Κ. Καλογερόπουλος

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου Π.Κ.Ε. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο Π.Κ.Ε αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε επανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθησε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.

Στα μέσα του 5ου αι. Π.Κ.Ε., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.

Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις). Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια “ηθοποιός” ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπης λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.

Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς παρά το γεγονός ότι ήταν καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Οι τραγικοί ποιητές του 5ου Π.Κ.Ε. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και έπαιζαν σ’ αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά εδίδασκαν μέσω της θεατρικής παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις αποδίδονται ως διδασκαλίαι.

Η Σκηνή

Τα μόνα υπολείμματα αυτού του πρώτου θεάτρου, που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρύνιχο, τον Αισχύλο και ενδεχομένως τον Σοφοκλή, είναι έξι από τις θεμέλιους λίθους του τοίχου της ορχήστρας. Σύμφωνα με τον Dorpfeld, που ανέσκαψε πρώτος την περιοχή, αυτοί οι λίθοι ήταν κάποτε τμήμα ενός κύκλου διαμέτρου 24-27 μέτρων. Η λιθοδομή πιθανώς δεν ήταν κυκλική αλλά μάλλον πολυγωνική -σχήμα που χρησιμοποιείτο στην πρώιμη κλασική εποχή. Η αρχική περιοχή των θέσεων για τους θεατές (θέατρον) πιθανώς δεν απαίτησε μεγάλη εκσκαφή της λοφοπλαγιάς, αλλά χρειάστηκε να υποστηλωθεί η ορχήστρα με υποστηρικτικούς τοίχους και να μεταφερθεί χώμα, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο για το χορό (διθυραμβικό, τραγικό, κωμικό, κ.λπ.).

Η σκηνή βέβαια μάλλον δεν υπήρχε μέχρι το 460 Π.Κ.Ε, καθώς η Ορέστεια του Αισχύλου είναι το πρωιμότερο υπάρχον δράμα που τη χρησιμοποιεί. Η υπόθεση των άλλων έργων του θα μπορούσε κάλλιστα να εκτυλιχθεί στην ορχήστρα, με τους ηθοποιούς και το χορό να δρουν στο ίδιο επίπεδο. Πριν επινοηθεί η σκηνή, η είσοδος του χορού γινόταν από δύο κεκλιμένες ράμπες που αποκαλούνταν είσοδοι και οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι μεταξύ του 460 και του 431 Π.Κ.Ε. (και πιθανώς στην περίοδο που χτίστηκε το ωδείο) η ορχήστρα μετατοπίστηκε βορειοδυτικά της αρχικής της θέσης και η λοφοπλαγιά εκσκάφθηκε περισσότερο προκειμένου να στερεωθούν καλύτερα τα ξύλινα καθίσματα. Η κατανομή των καθισμάτων πιθανώς γινόταν σε 10 σφηνοειδή χωρίσματα για τις δέκα αττικές φυλές. Κατά τον 4ο αιώνα αυτές οι σφηνοειδείς διατάξεις, ή κερκίδες, έγιναν 13 τον αριθμό, με την κεντρική -την καλύτερη δηλαδή, να έχει μεγαλύτερο εύρος.

Η σκηνή του 5ου αιώνα δεν ήταν μόνιμο κτήριο, αλλά μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή που τοποθετείτο πίσω από την ορχήστρα για τις δραματικές αποδόσεις των ετήσιων γιορτασμών. Παρόλα αυτά η εφεύρεσή της επέφερε μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πρακτική και στον τρόπο με τον οποίο οι εκτελεστές και οι θεατρικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν το χώρο για να παράγουν νόημα. Το εσωτερικό αυτού του κτηρίου με την επίπεδη οροφή ήταν η περιοχή των σημερινών “παρασκηνίων”, ένας κλειστός χώρος που βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου, όπως ο αληθινός οίκος. Κατά κανόνα οι ηθοποιοί πρόβαλλαν από τη σκηνή και συναντούσαν το χορό στην ορχήστρα, αλλά δεν έχουμε καμία αναφορά που να υποδηλώνει το αντίθετο, δηλαδή την εισβολή του χορού στη σκηνή. Ο οίκος παραμένει κλειστός και απαραβίαστος για τα πλήθη, υποδηλώνοντας εν μέρει το απαραβίαστο της ατομικής ζωής, εν μέρει τη σημασία του οίκου στην παραγωγή κοινωνικών δρώμενων.

Μηχανισμοί και Προσωπεία

Οι θεότητες εμφανίζονταν ξαφνικά στη στέγη μέσω μιας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπταντο στον αέρα (όπως όπως ο Βελλεροφόντης για παράδειγμα πάνω στον Πήγασο) μεταφέρονταν στον αέρα πάνω από το σκηνικό διάκοσμο με τη βοήθεια ενός απλού γερανού, που αποκαλείτο μηχανή ή γερανός. Η γνωστότερη χρήση της μηχανής συνέβη το 431 Π.Κ.Ε., όταν ο Ευριπίδης τη χρησιμοποίησε στο τέλος της Μήδειας.

Με τη σειρά τους οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονταν στη θέα του κοινού με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας που έφερε τον ανάλογο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείτο συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό εκείνος που σκοτωνόταν στο εσωτερικό του οίκου ή χαρακτήρες που νοσούσαν.

Το μεγάλο μέγεθος του θεάτρου (στην τελική μορφή του χωρούσε 20.000 ανθρώπους) και η απόσταση ακόμη και των κοντινότερων θεατών από τους ηθοποιούς (περισσότερο από 10 μέτρα) υπαγόρευσε μια μη νατουραλιστική προσέγγιση στην ηθοποιΐα Όλες οι χειρονομίες έπρεπε να είναι ιδιαίτερα εκφραστικές σε καθορισμένα πρότυπα, ώστε να “διαβάζονται” από τις πίσω σειρές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πρόσωπα. Τα προσωπεία, οι μάσκες, έδειχναν περισσότερο “φυσικές” από τα γυμνά πρόσωπα στο θέατρο του Διονύσου, αν και είχαν το φυσικό μέγεθος του προσώπου και μεγάλο άνοιγμα στο στόμα για να επιτρέπουν την καθαρή ομιλία. Τα υλικά της κατασκευής τους ποίκιλαν. Άλλα ήταν καμωμένες από ξύλο, άλλα από δέρμα και άλλες από ύφασμα και αλευρόπαστα. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για κάθε υλικό ξεχωριστά, αλλά καθώς δεν έχουμε κάποιο αυθεντικό εύρημα στη διάθεσή μας, οι θεωρίες παραμένουν υποθέσεις. Οι πραγματικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκαλισμένοι λίθοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια και οι αγγειογραφικές απεικονίσεις.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής το θέατρο του Διονύσου ξαναχτίστηκε με μια πολυώροφη σκηνή και οι ηθοποιοί δημιούργησαν επαγγελματικό σωματείο, που ονομαζόταν οι Καλλιτέχνες του Διονύσου. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν και άλλα θέατρα σε πολλά σημεία της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου της Επιδαύρου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι Ρωμαίοι έχτισαν ή επανασχεδίασαν θέατρα και σε άλλα σημεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, το θέατρο σε αυτή την αρχική μορφή του παραμένει σημαντικό για εμάς, όχι τόσο για την αρτιότητα της κατασκευής του και τις επινοήσεις των θεατρικών διδασκάλων, αλλά για τη σημασία του ως θεσμού της πόλης-κράτους, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση.

Θρησκεία – Εκπαίδευση – Πολιτική

Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.

Σε γενικές γραμμές η τραγωδία διαθέτει άρρηκτους δεσμούς με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, είναι καθοριστική στην ελληνική σκέψη και αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη. Είναι αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελεί το θέμα για τα περισσότερα έργα. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρίσκεται εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του. Η σκευή (προσωπείο/κοστούμι) συνδέεται άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας. Εξάλλου, το προσωπείο ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δράμα εντάσσει τον υποκριτή στην κατηγορία των ηρώων, αφού τον χωρίζει από τον χορό-πολίτες, που αρχικά μάλλον δε φορούσε μάσκες. Ο διάλογος υποκριτή – χορού υποδηλώνει σε ένα βαθμό τον διάλογο που διεξάγει η πόλη με το ηρωικό παρελθόν της. Γενόμενος δράμα ο μύθος υφίσταται μια χωροχρονική επέκταση. Οι λόγοι και οι αντίλογοι των πρωταγωνιστών, όπως και η συνδιαλλαγή με το χορό προορίζονταν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα της πράξης. Κίνητρα που ενίοτε είναι σημαντικότερα από την ίδια την πράξη, γιατί είναι πύλες προς την ψυχολογική διερεύνηση του μυθολογικού υλικού. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή, η μέθεξη του κοινού είναι έντονη τόσο στις θρησκευτικές γιορτές όσο και στους δραματικούς αγώνες.

Στην Αθήνα γίνονταν συνολικά τέσσερις εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες. Στα εν άστει Διονύσια, που τελούνταν στην αρχή της άνοιξης, κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος-Απρίλιος), διεξάγονταν οι δραματικοί αγώνες, που η προετοιμασία τους διαρκούσε τουλάχιστον έξι μήνες. Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο. Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε μία σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων. Η πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων ξεκινούσε με τη μεγάλη πομπή της θυσίας, που κατέληγε μπροστά στο ναό του Διονύσου, ενώ δύο μέρες νωρίτερα (στη γιορτή του Ασκληπιού, την 8η ημέρα του μηνός Ελαφηβολιώνα), γινόταν η επίσημη παρουσίαση όλων των διαγωνιζομένων δραμάτων. Πριν από τις παραστάσεις τελούνταν θυσίες, που υπογραμμίζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Μετά τη θυσία του ζώου έκαναν καθαρμούς ραντίζοντας με το αίμα το θέατρο και τους θεατές. Στη συνέχεια, και αφού οι κριτές καταλάμβαναν τις ειδικές τιμητικές θέσεις τους, άρχιζαν οι παραστάσεις, που έκλειναν με την ανάδειξη των νικητών του τραγικού αγώνα το βράδυ της πέμπτης ημέρας της εορτής. Στα Μεγάλα Διονύσια, οι τρεις τραγικοί ποιητές που λάμβαναν μέρος αγωνίζονταν με τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες (τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, ενώ στην κωμωδία αγωνίζονταν πέντε ποιητές, που παρουσίαζαν ένα μόνον έργο τους. Στα Λήναια, που δεν είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα όπως τα Διονύσια, η τραγωδία είχε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία και έτσι έλειπε η συμμετοχή των μεγάλων τραγικών. Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 Π.Κ.Ε διδάσκονταν τρεις κωμωδίες, η καθεμία μετά την τετραλογία κάθε τραγικού ποιητή.

Οι παράλληλες θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου ανιχνεύουν τους συσχετισμούς της τραγωδίας με θρησκευτικές εκδηλώσεις και θεσμικές τελετές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, που έχουν ενίοτε προταθεί ως προβαθμίδες του δράματος. Έτσι, η θεματική απομάκρυνση από το διονυσιακό υλικό και ο εντοπισμός του στους μύθους των ηρώων οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση της λατρείας των ηρώων ως πρωτογενούς υλικού του δράματος. Παράδειγμα αποτελεί το προσωπείο που τονίζει τη συγγένεια της τραγωδίας με τις ιερουργικές μεταμφιέσεις. Το τραγικό προσωπείο, όμως, από τη φύση και τη λειτουργία του, διαφέρει από την καθαρή θρησκευτική μεταμφίεση. Έχει μεν ιερουργικό υπόβαθρο, αλλά η διάσταση της μεταμφίεσης παραμένει ανθρώπινη, δίχως ανιμιστικές τάσεις. Ο ρόλος του είναι περισσότερο αισθητικός και το ιερουργικό στοιχείο κινείται στην ανθρώπινη εξελικτική γραμμή. Το προσωπείο μπορεί κοντά στα άλλα, να χρησιμεύει για να υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που κατέχουν την τραγική σκηνή, στοιχεία αντίθετα και συνάμα πολύ στενά δεμένα. Από τη μία μεριά, έχουμε το χορό ένα συλλογικό πρόσωπο που το ενσάρκωνε ένα σώμα πολιτών και που κατ’ αρχήν φαίνεται δεν φορούσε προσωπείο, αλλά ήταν μόνο μεταμφιεσμένος, και από την άλλη μεριά έχουμε ένα τραγικό πρόσωπο, που το υποδυόταν ο ηθοποιός, ξεχωρίζοντας με το προσωπείο του από την ανώνυμη ομάδα χορού. Το προσωπείο ενσωματώνει το τραγικό πρόσωπο σε μια πολύ καθορισμένη κοινωνική και θρησκευτική κατηγορία, την κατηγορία των ηρώων.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις-θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν βαθιά ριζωμένες στην πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Αντίθετα με το ρωμαϊκό θέατρο, οι ηθοποιοί και τα μέλη της χορωδίας ήταν πολίτες. Οι κριτές ήταν πολίτες και κάθε πολίτης είχε τις ίδιες πιθανότητες να πάρει τη θέση του κριτή (αφού η επιλογή γινόταν με κλήρωση) και να αποφασίσει για την τύχη του κάθε έργου. Το θέατρο ως χώρος ήταν δημόσιο οίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η συγκέντρωση στο θέατρο λειτουργούσε και ως εκκλησία του δήμου, με την παρουσία πολυάριθμων ξένων και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό πλαίσιο για ορισμένες κρατικές ενέργειες που δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος θεωρούσε τη γιορτή κατάλληλη αφορμή για να υπογραμμίσει την ηγετική θέση του στην Ελλάδα με μία όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερη επίδειξη μεγαλείου. Στη διάρκεια των γιορτασμών, παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνυόταν ο φόρος υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων, αφού αυτή την εποχή του χρόνου τα μέλη της αθηναϊκής συμμαχίας έστελναν την ετήσια εισφορά τους. Έτσι η πόλη εκμεταλλεύονταν τη γιορτή για εθνική αυτοπροβολή. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογραμμίζουν στα έργα τους (Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής) ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα.

Συνολικά θεωρούμενο το θέατρο, παρόλο που διαμορφώνεται στην εποχή των τυράννων, είναι θρέμμα της δημοκρατίας. Καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του και ακμάζει σχεδόν μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με το ίδιο το πολίτευμα. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας, ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνωρίζει τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αι. γιατί ακριβώς δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αττικό δράμα τελικά δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται, λοιπόν, η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του. Έτσι πιθανώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θέση που κατέχουν στις ελληνικές τραγωδίες τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας, αλλά και οι διαμάχες γύρω από τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Τα δεδομένα του ηρωικού έπους αποδίδονταν στο θέατρο του Διονύσου κάτω από το άγρυπνο πνεύμα των θεών και με την έγνοια για την κοινότητα.

Όσον αφορά στη συμμετοχή του πολίτη σε αυτή τη νέα μορφή τέχνης, ο J.P. Vernant τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του χορού στο δράμα ως εκπροσώπου της πόλης. Στην τεχνική της τραγωδίας υπάρχει μια πόλωση ανάμεσα στον συλλογικό και ανώνυμο χορό που εκφράζει τους φόβους τις ελπίδες και στις κρίσεις του, τα συναισθήματα των θεατών, αυτών δηλαδή που συνθέτουν την κοινότητα των πολιτών και στο εξατομικευμένο πρόσωπο, που παριστάνει έναν ήρωα μιας άλλης εποχής, ο οποίος δεν έχει κανένα σχεδόν κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη. Η δράση του προσώπου αυτού αποτελεί το κέντρο του δράματος. Σε τούτη τη διχοτόμηση τραγικού χορού και τραγικού ήρωα αντιστοιχεί μια δυαδικότητα ακόμη και στην ίδια τη γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μια διακρίνουμε τον λυρισμό των χορικών και από την άλλη, με τους υποκριτές του δράματος, έχουμε μια διαλογική μορφή που από μετρικής άποψης είναι πιο κοντά στον πεζό λόγο. Στα νέα πλαίσια που θέτει η τραγωδία, ο ήρωας παύει να λειτουργεί ως πρότυπο, γενόμενος τελικά ένα πρόβλημα για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μοίρα που ακολουθεί τους ήρωες. Η ατομική τους αναζήτηση είναι μια επανάσταση για τη ζωή της κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της αναζήτησης διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων που αφομοιώνονται στην κοινωνική δομή και γίνονται τρόπος ζωής. Αν ο ήρωας επιλέξει τη στατικότητα και την αδράνεια επαναπαυμένος στις δάφνες του, τότε η ίδια η εξέλιξη τον καταργεί. Η συνήθης αντίδραση ενός τέτοιου ήρωα στις ανάγκες της εξέλιξης είναι η διαμόρφωση μιας τυραννικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μέσα από τις κραυγές του πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει να ακούγεται ο απόηχος των συζητήσεων των σοφιστών σχετικά με το ιδεολογικό σχήμα νόμω -φύσει, δηλαδή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους θεσπισμένους νόμους τους κράτους (νόμω) και το δίκαιο του ισχυρότερου (φύσει). Η σοφιστική ως κίνημα πολιτικό και κοινωνικό είναι αδιανόητη έξω από το πολιτικό κλίμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι σοφιστές, άνθρωποι ελεύθεροι και θαρραλέοι διανοητές βρήκαν το έδαφος της αθηναϊκής δημοκρατίας πρόσφορο για να ανακοινώσουν τις αντιλήψεις τους και να διδάξουν τη σκέψη τους. Μόνο μια κοινωνία δημοκρατική μπορούσε να ανεχθεί αυτά τα κηρύγματα επαναστατικών ενίοτε μεταρρυθμίσεων, όπως αυτά που αφορούν τους κείμενους νόμους της πολιτείας και την κρατούσα δικαιοσύνη. Οι σοφιστές δεν έρχονται σε ρήξη με την φιλοσοφική παράδοση αλλά τη συνεχίζουν και την υπερβαίνουν. Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι στρέφονται κυρίως στα ζητήματα του κόσμου ή της φύσεως, κέντρο του προβληματισμού των σοφιστών είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του που τίθενται πλέον σε πολιτική βάση. Το πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των σοφιστών μπορεί να συνοψιστεί στην απαίτηση να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία και ένα νέο πολιτικό μοντέλο με άξονα τη νέα αντίληψη για το νόμο και το δίκαιο, άρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία με μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση ή καταγωγή. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον παθητικός δέκτης αλλά καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής προόδου. Αυτή η αντίληψη απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού, που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 5ου αι. Ένα πνεύμα που επηρεάζει και επηρεάζεται από τους δραματικούς διαλόγους εκφράζει τη δυσαρέσκεια των πολιτών και αναδεικνύει τα προβλήματα της γυναίκας στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου Π.Κ.Ε. αι.

Δεν είναι τυχαίο που ο H.C. Baldry συσχετίζει την ανάπτυξη εν γένει των τεχνών στην πόλη με την άνθηση μιας πτυχής της αρχαιοελληνικής παιδείας, τον προφορικό λόγο. Ο λόγος γίνεται μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς. Ταυτόχρονα φέρει τα στοιχεία της παράδοσης, καθώς ο δραματικός αφομοιώνει τον επικό, τον λυρικό και εν τέλει τον ρητορικό λόγο). Η χρήση του στην πολιτική, τη ρητορεία και την ποίηση δηλώνει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε στη δραματική τέχνη. Παράλληλα ο J.P. Vernant προχωρεί στη σύνδεση της τραγωδίας με το δίκαιο. Ο κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύσσεται στην πόλη αποτελεί το υλικό της τραγωδίας. Η νομική σκέψη επιδρά στον τραγικό στοχασμό σε βαθμό που πολλά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το δράμα αποτελούν, ταυτόχρονα, αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων. Κατ’ επέκτασιν οι τραγικοί ποιητές υιοθετούν το νομικό λεξιλόγιο για να διαπραγματευθούν τα θέματά τους. Ο J.P. Vernant, διαπιστώνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της πόλης, καθαρά λογικό κατασκεύασμα και τη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή τις προ-νομικές βαθμίδες δικαίου προχωρεί σε έναν ακόμη συσχετισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ο τραγικός ήρωας συνήθως βιώνει αυτή τη διαμάχη επί σκηνής συνδιαλεγόμενος με τον χορό.

Με άλλα λόγια το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2001)

Rohde, E., Η Ψυχή, Β΄ τόμος, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Blume, Η. D., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1986)

Baldry, H.C. Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, (Αθήνα 1992)

Campbell, J., Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα2, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)

Romilly, J., Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου, Το Άστυ, (Αθήνα 1996)

Vernant, J. P. (επιμ.), Ο Έλληνας Άνθρωπος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)

Brooke, Iris, Costume in Greek Classic Drama, Greenwood Press, (London 1973)

Ley, Gr., A Short Introduction to the Greek Theatre, University of Chicago Press, (Chicago 1991)

Lonsdale, St., Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, 1993

Pickard-Cambridge, Ar., The Theatre of Dionysos in Athens, 1946

Rehm, Rush, Greek Tragic Theatre, Routledge, 1991

Taplin, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus Oxford University Press, (Oxford, 1977)

Walton, J. Michael, Living Greek Theatre, Greenwood Press, 1980

Wiles, David, Tragedy in Athens, Cambridge University Press, (London 1997)

Πηγή : http://www.ekivolos.gr/archaio%20elliniko%20theatro-thriskeia,%20ekpaideusi,%20politiki.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/606

ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ 44 ΤΡΑΓΩΔΙΩΝ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

Ελένη Νικολαίδου – Χρήστος Κάτσικας

Πηγή : www.alfavita.gr

ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ 44 ΤΡΑΓΩΔΙΩΝ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΔΡΑΜΑΤΟΣ


ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Ο «Οδηγός των Έργων του Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου», παρουσιάζει με απλό, σαφή και παραστατικό τρόπο τα 44 έργα της ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αριστοφάνη, που είναι πάντοτε πλημμυρισμένα από ιδέες επικαιρότητας και ζωής και αποτελούν μια «λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας» του πολιτισμού.

Αποτελεί μια αξονική τομογραφία του αρχαιοελληνικού θεάτρου και των δημιουργών του, που εξακολουθούν να συγκινούν μέχρι σήμερα, πέρα από το στενό κύκλο των φιλολόγων και των ατόμων με ειδικά ενδιαφέροντα, πέρα από τη χώρα και το έθνος και, παρά την παρέλευση σχεδόν δυόμισι χιλιάδων χρόνων καθώς τα έργα τους αντανακλούν προβληματισμούς και σκέψεις για τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα που μας συνοδεύουν στην πορεία μας στο χρόνο.

Οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη αλλά και οι κωμωδίες του Αριστοφάνη αποτελούν μια παγκόσμια σταθερή αξία. Σίγουρα όταν έγραφαν τα έργα τους οι μεγάλοι αυτοί δραματουργοί δεν είχαν φανταστεί ότι χιλιάδες χρόνια μετά οι άνθρωποι θα ασχολούνταν ακόμη με τα δικά τους έργα.

Η αρχαία ελληνική τραγωδία με την πλούσια συγκομιδή που έδωσε από αριστουργήματα, έζησε συνολικά ογδόντα χρόνια. Γνωρίζουμε ότι η  πρώτη παράσταση τραγωδίας δόθηκε στα αθηναϊκά Διονύσια και τοποθετείται στο 534 π.Χ. περίπου, όταν άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος. Το Πάριο μάρμαρο, μια χρονολογική επιγραφή του 3ου αι. π. Χ., μας πληροφορεί ότι στα Μεγάλα Διονύσια του 535/4 ο Θέσπις, εγκαινιάζοντας ίσως την επίσημη εισαγωγή της τραγωδίας στη γιορτή, νίκησε και πήρε ως έπαθλο έναν τράγο. Το πρώτο βραβείο πήγε στο Θέσπη και από εκεί καθιερώθηκε και το θεσπίζω.

Αυτή εικάζεται ότι είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης της τραγωδίας. Η φθορά όμως του χρόνου και η ανθρώπινη επέμβαση επιβάλλει η παλαιότερη σωσμένη τραγωδία να χρονολογείται το 472 π.Χ. Πρόκειται για τους «Πέρσες» του Αισχύλου, τραγωδία στην οποία διαιωνίζεται η ανάμνηση της νίκης των Αθηναίων εναντίον των Περσών. Η δραματική απόδοση της νίκης στη Σαλαμίνα που εδραιώνει την ισχύ της Αθήνας, είναι ίσως το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα στον κόσμο.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Ο πόλεμος στην Τροία τελείωσε και ο βασιλιάς Αγαμέμνων επιστρέφει στην πόλη του. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα στην πόλη. Οι γέροντες μαζεύτηκαν έξω από το παλάτι και άρχισαν να θυμούνται τη στιγμή που ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια για να έχουν τα ελληνικά πλοία ούριους ανέμους στο ταξίδι τους προς την Τροία.

Η Κλυταιμνήστρα, η γυναίκα του Αγαμέμνονα, μίσησε τον άντρα της επειδή θυσίασε την κόρη τους για να σωθεί μία άλλη γυναίκα.

Οι γέροντες γνωρίζουν τα συναισθήματα της Κλυταιμνήστρας και φοβούνται. Ένας κήρυκας έρχεται να προαναγγείλει τον ερχομό του βασιλιά. Τον εκθειάζει και πληροφορεί τους γέροντες ότι αυτός κατέσκαψε την Τροία.

Η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι.

Να τρέξει ο κήρυκας να πει στον άντρα της ότι τον περιμένει με αγωνία και ότι όλα αυτά τα χρόνια του έμεινε πιστή.

Ο Αγαμέμνονας έρχεται αγέρωχος στο ανάκτορο, πάνω στο άρμα του, μαζί του έχει και την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. Προσωπικό του λάφυρο.

Ο ήρωας της Τροίας φέρεται αλαζονικά. Η Τροία ό,τι έπαθε άξιζε να το πάθει είπε στους γέροντες. Η ταπεινοφροσύνη δεν ταίριαζε φαίνεται στο χαρακτήρα του.

Η Κλυταιμνήστρα βλέπει τον άντρα της μαζί με την Κασσάνδρα και φωναχτά διαλαλεί την αγάπη της για αυτόν. Το βεβαιώνει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στο σπίτι του τα δέκα χρόνια που έλειπε.  Μόνο που ο γιος τους ο Ορέστης δεν είναι σπίτι. Η μητέρα του φοβόταν για τη ζωή του και τον έστειλε στη Φωκίδα. Το κόκκινο χαλί στρώθηκε για να το πατήσει ο νικητής βασιλιάς για να μπει στο σπίτι του.

Ο Αγαμέμνονας μπαίνει στο παλάτι μαζί με τη γυναίκα του.

Οι γέροντες έχουν κακό προαίσθημα. Γιατί τόσες γλύκες αφού ξέρουν πόσο τον μισεί η Κλυταιμνήστρα. Ξέρουν ότι χρόνια τώρα έχει εραστή τον Αίγισθο.

Η Κλυταιμνήστρα βγαίνει από το παλάτι και ξερά καλεί την Κασσάνδρα να κατέβει από το άρμα και να μπει και αυτή στο παλάτι. Η Κασσάνδρα δίσταζε  και δεν μπήκε. Η Κασσάνδρα είχε προφητικές ικανότητες. Είδε το φόνο που θα γινόταν. Δεν μπορούσε όμως να αποφύγει τη μοίρα της και μπήκε στο παλάτι.

Η Κλυταιμνήστρα, μέσα στο παλάτι, όταν ο άντρας της έβγαινε από το μπάνιο του έριξε ένα δίχτυ και τον χτύπησε στο κεφάλι με μαχαίρι. Ο Αγαμέμνονας έπεσε νεκρός. Χωρίς δισταγμό σκότωσε και την Κασσάνδρα.

Οι φωνές του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας ακούστηκαν μέχρι έξω και οι γέροντες κατάλαβαν ότι έγινε το κακό.

Οι πύλες του παλατιού ανοίγουν, η Κλυταιμνήστρα με το μαχαίρι στο χέρι και με αίματα πάνω της έρχεται προς τους γέροντες.

Θυσίασε την κόρη τους και γυρνώντας φέρνει σπίτι και την ερωμένη του. Αυτοί οι λόγοι ήταν αρκετοί για την Κλυταιμνήστρα για να τον σκοτώσει.

Κοντά στην Κλυταιμνήστρα τρέχει ο εραστής της, ο Αίγισθος. Δείχνει εκπληκτικά χαρούμενος για το γεγονός.

Οι γέροντες τον προσβάλουν αποκαλώντας τον δειλό. Οι δολοφονίες δεν είναι γενναίες πράξεις.

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ

Ο Ορέστης έχει σκοτώσει τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα επειδή σκότωσε τον άντρα της και πατέρα του Αγαμέμνονα. Τώρα ο Ορέστης έχει βρει καταφύγιο στο ναό του Απόλλωνα. Γύρω του βρίσκονται οι φιδόκορμες Ερινύες, αυτές που κυνηγούν τους δολοφόνους.

Οι Ερινύες αποκαμωμένες από το κυνηγητό που έκαναν στον Ορέστη έχουν αποκοιμηθεί. Ο Ορέστης είναι μέσα στα αίματα, το σπαθί του στάζει ακόμη από το αίμα της μάνας του.

Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο θεός Απόλλωνας που τον είχε στηρίξει να σκοτώσει τη μητέρα του και το συμβουλεύει να πάει στην Αθήνα που θα βρει σίγουρα το δίκιο του.

Ο Ορέστης φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί, προτού ξυπνήσουν οι Ερινύες.

Το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας παρουσιάζεται μπροστά στις Ερινύες και τις ξυπνάει. Ντροπή να τους ξεφύγει ο μητροκτόνος.

Ο Ορέστης φτάνει στην ακρόπολη της Αθήνας μπροστά στο άγαλμα της θεάς Αθηνάς.

Οι Ερινύες το βρίσκουν και την ίδια στιγμή εμφανίζεται η θεά Αθηνά και ζητάει εξηγήσεις. Ποιο είναι το πλήθος, τι ζητάνε στο άγαλμά της. Ο γιος του Αγαμέμνονα σκότωσε τη μητέρα του.

Γιατί τη σκότωσε; Μήπως υποχρεώθηκε; Μήπως ο Ορέστης πρέπει να απολογηθεί; Αναρωτιέται η θεά.

Έπρεπε να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Δεν υπήρχε άλλη λύση, ισχυρίζεται ο μητροκτόνος Ορέστης.

Η Αθηνά καλεί τους δικαστές και ο θεός Απόλλωνας έρχεται υπερασπιστής του Ορέστη.

Ο Απόλλωνας ισχυρίζεται ότι αυτός έδωσε εντολή στον Ορέστη και ότι ο γιος πρέπει να εκδικείται το φόνο του πατέρα του. Οι Ερινύες ισχυρίζονται ότι ο φόνος της μάνας είναι βαρύτερος αφού είναι το ίδιο αίμα.

Οι δικαστές στις ψήφους έρχονται ισοπαλία. Μα η ψήφος της θεάς βαραίνει περισσότερο και αθωώνει τον Ορέστη. Άλλωστε η θεά Αθηνά είναι κόρη που προέρχεται μόνο από πατέρα, το Δία.

Στο τέλος της υπόθεσης οι Ερινύες μετατρέπονται σε Ευμενίδες.

Και τέλος καλό κατ΄ ευχήν του Δία.

ΧΟΗΦΟΡΕΣ

Ο Αγαμέμνονας έχει ήδη σκοτωθεί από τη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα. Ο τάφος του βρίσκεται επιβλητικός μπροστά από το παλάτι των Ατρειδών. Στον τάφο του πατέρα του πλησιάζει ο Ορέστης με το φίλο του Πυλάδη. Οι γυναίκες που πλησιάζουν στον τάφο αναγκάζουν τον Ορέστη με τον Πυλάδη να κρυφτούν. Η αδερφή του Ηλέκτρα μαυροφορεμένη μαζί με άλλες γυναίκες φέρνουν χοές στο νεκρό. Το πένθος στη γυναικεία συντροφιά είναι διάχυτο. Η μητέρα της, Κλυταιμνήστρα, την είχε στείλει στον τάφο γιατί το βράδυ που πέρασε είδε άσχημο όνειρο. Ζητούσε εξιλέωση από το θυμό του Αγαμέμνονα. Μα η Ηλέκτρα παρακούει την εντολή της μητέρας της και ζητάει να γυρίσει ο αδερφός της Ορέστης και να εκδικηθεί.

Εκείνη τη στιγμή βλέπει την κοτσίδα που είχε αφήσει ως θυσία ο Ορέστης και δίπλα από τον τάφο τα χνάρια από τις πατημασιές. Μπορεί να ήρθε ο αδερφός της; Αναρωτιέται από μέσα της.

Τότε ο Ορέστης παρουσιάζεται μπροστά στην αδερφή του. Τα αδέρφια βρίσκονται αντικριστά σε μία συγκινητική σκηνή αναγνώρισης. Ο Ορέστης πληροφορεί την Ηλέκτρα και τις γυναίκες ότι με εντολή του Απόλλωνα ήρθε να πάρει εκδίκηση.

Ο Ορέστης καταστρώνει το σχέδιο. Οι γυναίκες να μπούνε στο παλάτι. Αυτός με το σύντροφό του τον Πυλάδη θα προσπαθήσουν να πλησιάσουν το ανάκτορο και να μπουν μέσα. Τότε θα πάρει την εκδίκησή του.

Ο Ορέστης με τον Πυλάδη, ως ξένοι ικέτες από τη Φωκίδα βρίσκονται έξω από το παλάτι. Και φτάνει η στιγμή να συναντηθεί ο γιος με τη μάνα. Ήρθε τάχα, να της αναγγείλει το θάνατο του γιου της του Ορέστη.

Η Κλυταιμνήστρα ακούει το θάνατο του Ορέστη με ψυχραιμία. Η παραμάνα κλαίει περισσότερο από την ίδια τη μάνα.

Η Κλυταιμνήστρα φιλοξενεί τον ξένο και τον Πυλάδη στο σπίτι και στέλνει την παραμάνα να ειδοποιήσει τον Αίγισθο.

Οι γυναίκες που βρίσκονται έξω από το παλάτι πείθουν την παραμάνα να ζητήσει από τον Αίγισθο να έρθει μόνος και χωρίς τη φρουρά του και έμμεσα της λένε την αλήθεια. Η παραμάνα φεύγει.

Ο Αίγισθος φτάνει τρέχοντας και ρωτάει τις γυναίκες αν είναι αλήθεια ότι ο Ορέστης πέθανε. Μπες μέσα να μάθεις, του απαντάνε οι γυναίκες. Ο Αίγισθος πέφτει νεκρός από το σπαθί του Ορέστη. Η σειρά είναι της Κλυταιμνήστρας. Θα αντισταθεί. Θα σκοτώσεις τη μάνα σου, πως θα το αντέξεις του φωνάζει. Ο Ορέστης όμως ήταν αποφασισμένος. Το ζευγάρι ήταν νεκρό.

Οι Ερινύες όμως έκαναν την εμφάνισή τους. Νάτες έτοιμες να τον κυνηγήσουν. Έτοιμες να εκδικηθούν το θάνατο της μάνας του.

ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ

Βρισκόμαστε στη Θήβα στο παλάτι του βασιλιά Ετεοκλή. Εχθρικός στρατός βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης και ο πόλεμος είναι έτοιμος να ξεσπάσει. Ο Πολυνείκης, ο αδερφός του Ετεοκλή ηγείται του εχθρικού στρατού. Ο λαός έχει μαζευτεί έξω από τα ανάκτορα. Ο Ετεοκλής βγήκε να τους μιλήσει και τους καθησυχάζει. Εμπρός όσοι μπορούν να πιάσουν όπλο να πάνε στις πολεμίστρες.

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει ο αγγελιοφόρος που είχε πάει να κατασκοπεύσει το αντίπαλο στρατόπεδο. Πολύ σκληροί οι στρατηγοί που διοικούν τους εχθρούς, τους Αργείους. Επτά στρατηγοί ντυμένοι στα μαύρα. Οι ετοιμασίες σε αυτούς έχουν ξεκινήσει. Ο αγγελιοφόρος ξαναφεύγει για να μάθει ποιοι στρατηγοί θα πάνε σε ποια πύλη. Έτσι για τον Ετεοκλή θα είναι πιο εύκολο να παρατάξει τους δικούς του.

Γυναίκες πολλές μαζεύτηκαν στα αγάλματα των θεών. Φοβούνται, κλαίνε και φωνάζουν. Η γλώσσα του Ετεοκλή προς τις γυναίκες είναι πολύ σκληρή. Κανένας δεν επιτρέπεται να φοβάται και τους υπόσχεται ότι θα είναι ο έβδομος στρατηγός, στην έβδομη πύλη απέναντι από τον εχθρό. Πρέπει, λοιπόν, να έχουν εμπιστοσύνη.

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει ο αγγελιοφόρος. Του μιλάει για την παράταξη των αντίπαλων στρατηγών και στο άκουσμα του κάθε ονόματος ο Ετεοκλής βάζει και έναν αντίστοιχο δικό τους στρατηγό. Και στην έβδομη πύλη ο Ετεοκλής θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον αδερφό του Πολυνείκη. Παιδιά και οι δύο του τραγικού Οιδίποδα, πόσο διαφορετική μοίρα θα τους περίμενε; Αδερφός τον αδερφό, πριγκηπόπουλο το πριγκηπόπουλο αντικριστά θα πολεμήσουν. Ο θάνατός τους ήταν δεδομένος.

Η μάχη τελειώνει, η Θήβα νικάει και τα άψυχα κορμιά των δύο αδερφών βρίσκονται ακόμη στο πεδίο της μάχης.

Η Αντιγόνη και η Ισμήνη θρηνούν το θάνατο των αδερφών τους. Η πολιτεία παίρνει μία σκληρή απόφαση. Ο Πολυνείκης έγινε η αιτία του πολέμου. Η τιμωρία του θα είναι να μείνει άταφος. Στη σκληρή απόφαση της πολιτείας η Αντιγόνη αντιστέκεται. Αυτή είναι μεγάλη ντροπή για να τη δεχτεί η Αντιγόνη. Προτιμά να πεθάνει παρά να παραβεί το ιερό της δικαίωμα να θάψει τον αδερφό της. Θα τον θάψει έστω και με τα ίδια της τα χέρια.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ

Η περιοχή έχει μόνο βράχια, ερημιά και βράχια. Εκεί εμφανίζονται τρεις άντρες, ο Ήφαιστος μαζί με το Κράτος και τη Βία. Μαζί τους έχουν αλυσοδεμένο τον Προμηθέα. Θα το δέσουν στα βράχια. Εντολή του Δία. Ο Ήφαιστος είναι ευγενική ψυχή και συμπονάει τον Προμηθέα σε αντίθεση με το Κράτος και τη Βία.

Όταν μένει μόνος του ο Προμηθέας αναρωτιέται πόσα χρόνια θα μείνει έτσι.

Ένα φτερωτό άρμα τον πλησιάζει που πάνω του βρίσκονται οι Ωκεανίδες, οι θαλάσσιες κόρες του δηλώνουν τη συμπόνια τους και τη συμπαράστασή τους.

Ο Δίας κάποτε στηρίχθηκε από τον Προμηθέα μα η εξουσία του τον έκανε σκληρό. Και τώρα ο Προμηθέας τιμωρείται επειδή συμπόνεσε τους ανθρώπους, γιατί δεν τους άφησε να αφανιστούν. Τους έμαθε τις τέχνες, τους έδωσε τη φωτιά. Σπουδαίες πράξεις που τώρα τις πληρώνει πολύ ακριβά. Οι Ωκεανίδες το λυπούνται. Σε λίγο εμφανίζεται ο Ωκεανός σε ένα φτερωτό άλογο. Μήπως του λέει πρέπει να υποχωρήσεις για να μην υποφέρεις;

Ο Προμηθέας είναι αμετακίνητος.

Ο Προμηθέας είδε από μακριά να έρχεται ένα πλάσμα τρέχοντας. Ήταν η Ιώ, η κόρη του Ινάχου. Πλήρωνε η καημένη την τυραννική εξουσία του Δία. Θύμα του ήταν και αυτή. Ο Προμηθέας τότε της λέει ότι ο Δίας κινδυνεύει από καρπό του γάμου της. Της λέει ότι στην όχθη του Νείλου θα βρει τη γαλήνη.

Η Ιώ τον συμπονά, τι θα μπορούσε να κάνει για να τον λυτρώσει. Και τότε ο Προμηθέας της λέει ότι δικό της παιδί θα τον σώσει από το μαρτύριό του.

Η Ιώ φεύγει και ο Προμηθέας λέει στις Ωκεανίδες ότι ο Δίας κινδυνεύει από το δεσμό του με τη Θέτιδα.

Με αυτά τα λόγια και τους υπαινιγμούς δεν αργεί να έρθει κοντά του ο Ερμής. Έπρεπε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες.

Ο Ερμής του μιλάει υποτιμητικά, περιφρονητικά. Πως μπόρεσε ένας θεός να βοηθήσει τους ανθρώπους. Μα ώρα είναι του λέει, να φανερώσει το μυστικό που θα σώσει το Δία.

Ο Προμηθέας δεν απαντάει σε τσιράκια μίας τυραννικής εξουσίας.

Οι απειλές και οι φοβέρες εξαπολύονται από τον Ερμή κατά του Προμηθέα.

Μα έτσι αλυσοδεμένος δεν φοβάται τίποτα και κανέναν ο Προμηθέας. Δεν υποχωρεί ούτε μπροστά στον κεραυνό του Δία που τον παρασύρει στα βάθη της γης μαζί με τις Ωκεανίδες που του έμειναν πιστές.

ΙΚΕΤΙΔΕΣ

Οι Δαναϊδες έφυγαν διωγμένες από την Αίγυπτο. Τις καταδιώκουν οι γιοι του Αιγύπτου. Έφτασαν ικέτισσες στο Άργος και βρίσκονται σε έναν από τους βωμούς της πόλης. Πενήντα νέες κοπέλες αρνήθηκαν να παντρευτούν τα ξαδέρφια τους και ήρθαν στην πόλη από όπου κατάγεται η γενιά τους. Εδώ ελπίζουν να βρουν το δίκιο τους. Κατ΄ αρχήν ζητούν άσυλο από το Άργος. Η πρόγονός τους η Ιώ κατάγεται από εδώ και για αυτό το λόγο θα ζητήσουν προστασία. Οι κοπέλες κάθονται στο βωμό και θρηνούν, δεν θέλουν να κάνουν αυτούς τους γάμους.

Ο πατέρας τους ο Δαναός που τις συνοδεύει τους λέει να μην απελπίζονται.

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζουν πάνοπλοι και οι άρχοντες της πόλης.

Ο βασιλιάς του Άργους πλησιάζει στο βωμό και ζητάει να μάθει τι θέλουν και στέκουν εκεί με κλαδιά ικεσίας.

Ο βασιλιάς Πελασγός τους ζητάει να μιλήσουν άφοβα.

Του είπαν ότι κατάγονται από την Ιώ, την οποία την είχε ερωτευτεί ο Δίας και η Ήρα από τη ζήλια της τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Τότε ο Δίας μεταμορφώθηκε σε ταύρο για να ενωθεί μαζί της. Και τότε η Ήρα οιστρηλάτησε την Ιώ η οποία έφτασε μέχρι την Αίγυπτο. Εκεί η Ιώ έκανε το παιδί του Δία τον Έπαφο. Από αυτούς λοιπόν κατάγονται οι Δαναΐδες.

Το μόνο που ζητούν τώρα είναι να μην τις παραδώσει ο Πελασγός στους διώκτες τους.

Ο βασιλιάς διστάζει. Δεν είναι εύκολη απόφαση. Και είναι μία απόφαση που πρέπει να την πάρει όλη η πόλη.

Οι συνέπειες από μία τέτοια απόφαση μπορεί να είναι πολύ σοβαρές.

Οι Δαναΐδες επιμένουν. Δεν πρέπει να επιτρέψει να τις σύρουν σε γάμους που δεν θέλουν.

Αν δεν προστατευθούν τότε οι ίδιες θα κρεμαστούν από τα αγάλματα των θεών.

Ο Πελασγός καταλαβαίνει ότι είτε πάρει τη μία ή την άλλη απόφαση θα πληρώσει και το αντίστοιχο τίμημα.

Στο τέλος αποφασίζει να παραχωρήσει άσυλο στις νέες γυναίκες.

Ο βασιλιάς παίρνει μαζί του το Δαναό και πάνε να μιλήσουν στο λαό. Οι δύο άντρες επιστρέφουν φέρνοντας καλά νέα. Ο λαός αποφάσισε ότι οι νέες κοπέλες δεν έχουν να φοβούνται τίποτα στην πόλη τους.

Ο Δαναός βλέπει να πλησιάζει καράβι των εχθρών. Σίγουρα είναι καράβι του Αίγυπτου.

Ο Δαναός τρέχει να ειδοποιήσει τους στρατιώτες.

Ένας κήρυκας από το πλοίο πλησιάζει τις κόρες. Απειλεί τις γυναίκες να εγκαταλείψουν το βωμό και να πάνε μαζί του. Οι Δαναΐδες τον καταριούνται και αυτός τις απειλεί ότι θα τις σύρει από τα μαλλιά.

Εκείνη τη στιγμή φτάνει ο βασιλιάς. Η συμπεριφορά του κήρυκα μέσα στη χώρα του είναι προσβλητική.

Ο κήρυκας απειλεί με πόλεμο.

Ο βασιλιάς τον βεβαιώνει ότι δεν φοβάται τίποτα.

Οι γυναίκες ευχαριστούν τους Αργείους.

ΠΕΡΣΕΣ

Βρισκόμαστε στα Σούσα, την πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας. Οι νέοι άντρες της χώρας έχουν φύγει για να πολεμήσουν στην Ελλάδα, στα Σούσα βρίσκονται μόνο γέροι. Έχει περάσει πολύς καιρός και δεν έχουν μάθει νέα της μεγάλης στρατιάς του βασιλιά τους, Ξέρξη. Οι γέροντες ανήσυχοι έφτασαν έξω από το ανάκτορο, από το οποίο βγήκε η Άτοσσα, η γυναίκα του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη. Η Άτοσσα είχε δει ένα πολύ κακό, ένα τρομακτικό όνειρο και ήταν αναστατωμένη. Είχε δει δύο γυναίκες, μία ντυμένη με περσικά και η άλλη με δωρικά ρούχα. Και οι δυο γυναίκες τσακώθηκαν άσχημα και ξαφνικά ο γιος της ο Ξέρξης εμφανίστηκε ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Προσπάθησε να της ημερώσει μα ο ίδιος έπεσε κάτω και ο πατέρας του ο Δαρείος τον κοιτούσε και ο Ξέρξης έσκυψε το κεφάλι στεναχωρημένος.

Εκείνη τη στιγμή φθάνει ένας αγγελιοφόρος που φέρει νέα.

Πολύ δύσκολο για αυτόν να πει στη βασίλισσα και τους γέροντες την καταστροφή που υπέστησαν ο βασιλιάς και ο στρατός.

Καταραμένο νησί η Σαλαμίνα. Η θάλασσά του γέμισε από νεκρούς Πέρσες που τα πλοία τους εμβολίσθηκαν από τα ελληνικά.

Σιγά σιγά ο αγγελιοφόρος ξεδιπλώνει τις θλιβερές σκηνές.

Ο Ξέρξης γελάστηκε, νόμισε ότι οι Έλληνες θα το έσκαγαν ενώ αυτοί τους περίμεναν πάνοπλοι και τραγουδώντας.

Οι Έλληνες πολεμούσαν σαν τα θεριά ενώ ο πανικός σκόρπισε το στρατόπεδο των Περσών.

Όταν πλησίασαν οι δύο στόλοι τα έμβολα των Ελλήνων μπήγονται με ορμή στα καράβια των Περσών. Στην αρχή ο περσικός στρατός κρατούσε. Μα τα πλοία τους είχαν παρασυρθεί στα στενά της Σαλαμίνας με δόλο και δυσκολεύονταν στις κινήσεις τους. Το χρώμα της θάλασσας βάφτηκε κόκκινο.

Ο αγγελιοφόρος αναγγέλλει και το πιο δυσάρεστο από όλα. Ο ανθός της χώρας τους, οι πιο γενναίοι, οι πιο εύρωστοι, οι πιο δυνατοί είναι όλοι νεκροί.

Και μέσα στο θρήνο οι γέροντες κάνουν τη σύγκριση μεταξύ πατέρα και γιου, μεταξύ Δαρείου και Ξέρξη.

Η Άτοσσα πλησιάζει στον τάφο του Δαρείου και καλεί το πνεύμα του. Ο Δαρείος μόλις μαθαίνει τη συμφορά κατηγορεί το γιο του.

Μετά από λίγο έρχεται στο παλάτι ο Ξέρξης, ατιμασμένος, βαθιά ντροπιασμένος και στενοχωρημένος. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα και μπροστά στους γέροντες ξεσπά σε θρήνο.

Η ήττα ήταν γεγονός.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

ΑΙΑΣ

Βρισκόμαστε στο στρατόπεδο των Αχαιών έξω από τα τείχη της Τροίας. Μέσα από τη σκηνή του Αίαντα ακούγονται φωνές, γέλια, κλαγγή λεπίδας που δουλεύει και έξω από αυτή υπάρχει ένα μονοπάτι, κόκκινο, αιμάτινο.

Ο Οδυσσέας στέκεται έξω από τη σκηνή με κάθε προφύλαξη και η θεά Αθηνά τον πληροφορεί ότι ο Αίας μέσα στη σκηνή σφάζει ζωντανά νομίζοντας με το σαλεμένο του μυαλό ότι είναι οι σύντροφοί του.

Ο Αίας βγαίνει από τη σκηνή του ήρεμος πιστεύοντας ότι είχε πάρει την εκδίκησή του κομματιάζοντας και βασανίζοντας τους συντρόφους του. Φώναξε από χαρά που είχε μέσα στη σκηνή, τάχα, δεμένο τον Οδυσσέα και ξαναμπήκε να συνεχίσει.

Η Αθηνά έφυγε την ώρα που πλησίαζαν οι ναύτες του Αίαντα.

Από τη σκηνή βγήκε η Τέκμησσα, περίλυπη, για τις πράξεις του άντρα της και επιβεβαίωσε στους ναύτες αυτά που ήξερε πια όλο το στρατόπεδο των Ελλήνων.

Τώρα ποια θα είναι η τύχη του Αίαντα; Οι στρατηγοί θα τον τιμωρήσουν.

Δεν μπόρεσε να ημερέψει μέσα του την οργή που δεν πήρε αυτός τα όπλα του Αχιλλέα. Έκανε ό,τι έκανε και τώρα έχει ηρεμήσει, τους πληροφορεί η Τέκμησσα. Τώρα είναι σε χειρότερη κατάσταση, ουρλιάζει και τραβάει τα μαλλιά του.  Φοβάται η γυναίκα του μήπως κάνει καμία τρέλα.

Ο Αίαντας βγαίνει από τη σκηνή και ζητάει κάποιος να τον σκοτώσει.

Τι ατιμωτικά ήταν όσα έκανε, πόσο θα λυπήσει το γέροντα Τελαμώνα, τον πατέρα του. Μόνο ο θάνατος θα ξεπλύνει την ντροπή.

Ο γιος του ο Ευρυσάκης πλησιάζει τον πατέρα του, ο οποίος τον αγκαλιάζει για τελευταία φορά. Ο Αίας μπαίνει στη σκηνή του.

Ο αγγελιοφόρος που ήρθε πληροφόρησε τους ναύτες ότι ο Κάλχας είπε ότι άμα ο Αίας σωθεί σήμερα θα γλιτώσει. Πρέπει να τρέξουν να το βρουν γιατί έφυγε και δεν ξέρουν που βρίσκεται.

Ο Αίας είχε πάει πιο πέρα, έμπηξε το σπαθί του με τη λαβή στο χώμα και έπεσε πάνω του.

Στο άψυχο σώμα του Αίαντα έφτασε η Τέκμησσα, οι ναύτες και ο αδερφός του ο Τεύκρος.

Σε λίγο έφτασε ο Μενέλαος με τον Αγαμέμνονα και πολεμιστές. Απαγόρευσαν στον Τεύκρο να θάψει τον αδερφό του. Ο Τεύκρος δεν άκουγε κανέναν, ο αδερφός του θα είχε όλες τις τιμές.

Μεταξύ των αντρών ακούστηκαν βαριές λέξεις και τα πνεύματα δεν θα ηρεμούσαν αν δεν ερχόταν ο Οδυσσέας.

Τον Οδυσσέα που μισούσε τόσο ο Αίας, που του πήρε τα όπλα του Αχιλλέα, σε αυτόν νεκρός τώρα ο γενναίος Αίας χρωστούσε την αξιοπρεπή ταφή του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ

Βρισκόμαστε στη Θήβα, λίγο μετά τη μεγάλη μάχη μεταξύ Θήβας και Άργους. Ο Ετεοκλής, ο βασιλιάς της Θήβας, υπερασπίστηκε την πόλη του. Ο δε Πολυνείκης, ο αδερφός του, επιτέθηκε στη Θήβα για να πάρει την εξουσία. Και οι δύο είναι νεκροί. Οι αδερφές Αντιγόνη και Ισμήνη είναι έξω από το παλάτι. Ο Κρέοντας, ο άρχοντας της πόλης έβγαλε εντολή να μην ταφεί ο Πολυνείκης και μάλιστα απειλεί ότι αν κάποιος προσπαθήσει να τον θάψει θα πεθάνει με λιθοβολισμό. Η Αντιγόνη σε αντίθεση με την Ισμήνη, είναι αποφασισμένη να αντισταθεί. Για την Αντιγόνη οι αρχές της είναι σπουδαιότερες από ένα νόμο. Ο αδερφός της βρίσκεται νεκρός στο χώμα, πρέπει να ταφεί κανονικά.

Οι δύο γυναίκες φεύγουν από το παλάτι στο οποίο πλησιάζουν Θηβαίοι γέροντες. Σε λίγο φτάνει και ο Κρέοντας. Σε όλους ανακοινώνει ότι κανένας δεν δικαιούται να παραβεί τους νόμους του. Ένας αγγελιοφόρος ανακοινώνει στον Κρέοντα ότι κάποιος πρόσφερε νεκρικές τιμές στον Πολυνείκη.

Ο φύλακας του πτώματος του Πολυνείκη συνέλαβε την Αντιγόνη και την έφερε μπροστά στο παλάτι. Η Αντιγόνη δεν φοβάται τίποτα, έχει ήσυχη τη συνείδησή της και ας την απειλεί ο Κρέοντας με θάνατο.

Η Ισμήνη έρχεται τρέχοντας και παρακαλεί τον Κρέοντα να μη σκοτώσει την Αντιγόνη, δεν πρέπει να ξεχνάει ότι είναι και αρραβωνιαστικιά του γιου του Αίμωνα.

Ο Κρέοντας είναι αμετάπειστος, η Αντιγόνη θα πεθάνει.

Ο Αίμωνας τρέχει στον πατέρα του να τον παρακαλέσει να ανακαλέσει, να μη σκοτώσει την αγαπημένη του.

Οι φρουροί παίρνουν την Αντιγόνη να τη θάψουν στο σπήλαιο.

Μέχρι και ο μάντης Τειρεσίας έρχεται, σε μια προσπάθεια να μεταπειστεί ο Κρέοντας. Του ζητάει να πάρει πίσω την απόφασή του γιατί θα θρηνήσει και το δικό του σπίτι. Μόνο με αυτά τα λόγια ταράχτηκε ο Κρέοντας και έτρεξε να αποδώσει τιμές στο νεκρό Πολυνείκη και ύστερα να ελευθερώσει την Αντιγόνη.

Μα ήταν αργά πλέον.

Η Αντιγόνη άφηνε την τελευταία της πνοή στο σπήλαιο.

Ο Αίμωνας αυτοκτόνησε δίπλα της.

Τα νέα έφτασαν στους γέροντες έξω από το παλάτι και η μητέρα του Αίμωνα, η Ευρυδίκη, βγήκε να μάθει τι συνέβη.

Η Ευρυδίκη όταν άκουσε το χαμό του γιου της μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε.

Η στενοκεφαλιά του Κρέοντα στοίχισε τρεις ζωές.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ο Ορέστης μαζί με τον Παιδαγωγό του και το φίλο του τον Πυλάδη έφτασαν έξω από το ανάκτορο της Κλυταιμνήστρας. Έχουν έρθει για εκδίκηση, ο Ορέστης είναι αποφασισμένος να σκοτώσει τη μητέρα του επειδή δολοφόνησε τον πατέρα του Αγαμέμνονα.

Ο Παιδαγωγός θα μπει στο παλάτι και θα αναγγείλει τάχα το θάνατο το Ορέστη και ύστερα ο Ορέστης θα εμφανιστεί με την τεφροδόχο του. Πρώτα όμως ο Ορέστης και ο Πυλάδης θα πάνε στον τάφο του Αγαμέμνονα.

Από το παλάτι βγαίνει η Ηλέκτρα, η αδερφή του Ορέστη. Είναι απελπισμένη, περιμένει τον αδερφό της, αυτός πρέπει να έρθει για να πάρει εκδίκηση. Το κακούργημα που έκανε η μάνα της δεν μπορεί να το συγχωρέσει.

Η αδερφή της η Χρυσόθεμη βγαίνει από το παλάτι με σπονδές στα χέρια. Πάει στον τάφο του πατέρα τους ύστερα από παράκληση της Κλυταιμνήστρας. Οι δύο αδερφές τσακώνονται. Η Ηλέκτρα μαλώνει την Χρυσάθεμη, πρέπει να πάψει να είναι υποταγμένη σε μία δολοφόνο και ας είναι μάνα της. Που ακούστηκε ο φονιάς να στέλνει δώρα στο θύμα.

Εκείνη στη στιγμή βγήκε από το παλάτι η Κλυταιμνήστρα και τσακώνεται με την Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα δεν της αναγνωρίζει καμία δικαιολογία.

Στο σημείο αυτό έρχεται ο Παιδαγωγός και τους ανακοινώνει το θάνατο του Ορέστη. Η καρδιά της Κλυταιμνήστρας ανακουφίζεται, η καρδιά της Ηλέκτρας ραγίζει.

Η Κλυταιμνήστρα μπαίνει στο παλάτι και η Χρυσόθεμη επιστρέφει από τον τάφο. Η Ηλέκτρα της ανακοινώνει ότι μένει σε αυτές τις δύο να πάρουν εκδίκηση. Η Χρυσόθεμη αρνείται και αποχωρεί.

Η Ηλέκτρα μένει μόνη και απελπισμένη έξω από το παλάτι όπου την πλησιάζει ο Ορέστης με την τεφροδόχο στα χέρια. Η Ηλέκτρα θρηνεί. Ο αδερφός της συγκινείται από το κλάμα της και της αποκαλύπτεται.  Η χαρά της αδερφής είναι τώρα μεγάλη.

Ο Ορέστης μαζί με τον Πυλάδη μπαίνουν στο ανάκτορο. Μέσα από το παλάτι ακούγονται οι κραυγές της Κλυταιμνήστρας.

Η Ηλέκτρα περιμένει έξω από το παλάτι τον Αίγισθο, τον εραστή της μητέρας της. Όταν πλησιάζει η Ηλέκτρα του μιλάει ήρεμα για να μην υποψιαστεί. Ο Αίγισθος μπαίνει στο παλάτι και βρίσκει και αυτός το θάνατο από το σπαθί του Ορέστη.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

Στην περιοχή του Ίππιου Κολωνού πλησιάζει ο τυφλός Οιδίποδας καθοδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη. Εκεί στο ιερό δάσος, δίπλα από το ιερό των Ευμενίδων κάθισε ο γέροντας Οιδίποδας να ξαποστάσει.

Κάποιοι γέροντες εμφανίζονται προς το μέρος τους και η Αντιγόνη με τον Οιδίποδα κρύβονται. Οι γέροντες άκουσαν ότι κάποιος πάτησε στο ιερό δάσος και ψάχνουν να τον βρούνε.

Ο Οιδίποδας και η Αντιγόνη τους φανερώνονται. Οι γέροντες τρομάζουν από την όψη του Οιδίποδα και ζητούν να μάθουν ποιος είναι.

Τους αποκαλύπτουν την ταυτότητά του και ο Οιδίποδας ζητάει να έρθει στο μέρος αυτό ο βασιλιάς της πόλης που έχει κάτι να του πει.

Από μακριά φαίνεται η Ισμήνη. Έρχεται να τους πει ότι ο Πολυνείκης ετοιμάζεται να επιτεθεί στην πόλη τους γιατί ο Ετεοκλής δεν του παραδίδει την εξουσία. Η Ισμήνη τους λέει ότι υπάρχει και ένας χρησμός που ζητάει ο Οιδίποδας να πάει στα σύνορα νεκρός ή ζωντανός και ο Κρέοντας έρχεται από στιγμή σε στιγμή για να τον πάρει.

Οι γιοι του δεν τον υπερασπίστηκαν και ο Οιδίποδας τους καταριέται.

Μετά από λίγο έρχεται ο βασιλιάς της πόλης ο Θησέας που ήξερε την ιστορία του Οιδίποδα.

Ο Θησέας υπόσχεται να τον βοηθήσει.

Ο Οιδίποδας του λέει ότι έτσι και τον βοηθήσει η πόλη του θα έχει μεγάλο όφελος από το θάνατό του.

Ο Θησέας φεύγει.

Τότε καταφτάνει στο σημείο που βρισκόταν ο Οιδίποδας με την Αντιγόνη και τους γέροντες ο Κρέοντας. Ο Κρέοντας έδιωξε τον Οιδίποδα κακήν κακώς από τη Θήβα, μην περιμένει λοιπόν ο Οιδίποδας να τον βοηθήσει και να πάει μαζί του.

Ο Κρέοντας τον πληροφορεί ότι έπιασε την κόρη του Ισμήνη, στο δρόμο της για την επιστροφή. Άρα καλά θα έκανε να συνεργαστεί μαζί του. Μάλιστα για να τον φοβίσει περισσότερο κάνει να αρπάξει και την Αντιγόνη.

Ο Θησέας έρχεται τρέχοντας και βάζει τους στρατιώτες του να ψάξουν να βρουν τις γυναίκες.

Μετά από λίγο η Αντιγόνη με την Ισμήνη τρέχουν ελεύθερες προς τον πατέρα τους.

Μα να που ήρθε και ο Πολυνείκης να του μιλήσει. Ποτέ δεν στάθηκε στον πατέρα του και τώρα αυτός τον διώχνει.

Ακούγεται μία βροντή και ο Οιδίποδας καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Πρέπει να έρθει ο Θησέας κοντά του. Πολλά καλά θα βρουν την Αθήνα για τη φιλοξενία που πρόσφεραν στον Οιδίποδα.

Οι Οιδίποδας πηγαίνει προς το μέρος που πρέπει να πεθάνει, ακολουθούν οι κόρες του και ο Θησέας.

ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ

Βρισκόμαστε στη Θήβα όπου βασιλιάς είναι ο Οιδίποδας. Έξω από το παλάτι έχουν μαζευτεί ανήσυχοι Θηβαίοι. Ο Οιδίποδας βγήκε να τους ρωτήσει τι έχουν.

Ο Οιδίποδας αγαπάει τον τόπο του και θέλει να τους βοηθήσει.

Τον πληροφορούν ότι ένας φονικός λοιμός έχει απλωθεί παντού και πρέπει να βρουν τη ρίζα του κακού.

Μα ο Οιδίποδας είχε προνοήσει. Είχε στείλει τον αδερφό της γυναίκας του, τον Κρέοντα, στο μαντείο του θεού Απόλλωνα για να τους δώσει συμβουλή. Τους υπόσχεται δε πως ό,τι ζητήσει ο θεός θα το κάνει για να σωθεί η πόλη.

Από μακριά φαίνεται ο Κρέοντας.

Ο θεός λέει ότι πρέπει να πιάσουν το φονιά του παλιού βασιλιά Λάιου για να σωθεί η πόλη.

Ο Οιδίποδας ζητάει να φέρουν μπροστά του το μάρτυρα του φονικού. Αυτός είχε πει ότι οι φονιάδες ήταν πολλοί.

Ο Οιδίποδας απαγορεύει σε όλους τους πολίτες να δεχτούν ή να μιλήσουν στο φονιά. Και όποιος ξέρει κάτι τον παρακαλεί ο ίδιος ο βασιλιάς να το φανερώσει.

Ο μάντης Τειρεσίας ίσως βοηθήσει.

Ο Τειρεσίας φτάνει έξω από το παλάτι μα δεν μιλάει, ξέρει και δυσκολεύεται να μιλήσει. Η στάση του εξοργίζει τον Οιδίποδα που του λέει σκληρά λόγια.

Ο Τειρεσίας τον κατηγορεί ότι αυτός είναι το μίασμα της πόλης. Τον αποκαλεί φονιά και υπεύθυνο ανόσιων πράξεων.

Ο Οιδίποδας μέμφεται τον Τειρεσία ότι έχει συνεννοηθεί με τον Κρέοντα για να του αρπάξουν την εξουσία και τον διώχνει.

Ο Κρέοντας βγαίνει από το παλάτι και προσπαθεί να πείσει τον Οιδίποδα ότι έχει άδικο στις κατηγορίες του. Φαίνεται όμως ότι είναι μάταιη η προσπάθειά του και φεύγει.

Η Ιοκάστη, η γυναίκα του Οιδίποδα, βγαίνει από το παλάτι. Προσπαθεί να τον πείσει ότι οι χρησμοί δεν βγαίνουν πάντα αληθινοί. Για να τον πείσει του λέγει για το δικό τους παιδί, που έκανε με το Λάιο και που του έδεσαν τα πόδια και το πέταξαν στο βουνό. Και όχι μόνο ο γιος δεν σκότωσε τον πατέρα όπως έλεγε ο χρησμός μα πέθανε από ληστές σε τρίστρατο.

Ο Οιδίποδας θυμάται πριν χρόνια που είχε σκοτώσει έναν γέρο άντρα σε ένα τρίστρατο. Τότε έρχεται αγγελιοφόρος που τους λέει ότι ο πατέρας του Οιδίποδα ο Πόλυβος πέθανε και μπορεί να πάρει το θρόνο του. Στο λόγο του όμως επάνω του αποκαλύπτει ότι δεν ήταν πραγματικό του παιδί. Του μίλησε για το βοσκό του Λάιου που τον λυπήθηκε και αντί να σκοτώσει το βρέφος το παρέδωσε σε αυτόν.

Η Ιοκάστη κατάλαβε τα πάντα. Ο Οιδίποδας ακόμη.

Ο βοσκός που έτυχε να είναι και ο μάρτυρας του φονικού έρχεται στο παλάτι και αποκαλύπτει τα πάντα.

Το κακό που ξεσκεπάστηκε είναι μεγάλο.

Η Ιοκάστη μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε. Ο Οιδίποδας πήρε τις καρφίτσες από το φόρεμά της και τύφλωσε τα μάτια του.

Η ντροπή και οι ενοχές έσπρωξαν τον Οιδίποδα να βγάλει τα μάτια του.

Μόλις το κακό μαθεύτηκε ο Κρέοντας έτρεξε προς το παλάτι.

Του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθήσει.

ΤΡΑΧΙΝΙΕΣ

Βρισκόμαστε στην πόλη Τραχίνια και από το παλάτι βγαίνει η Δηιάνειρα με την υπηρέτριά της. Είναι πολύ ανήσυχη γιατί ο άντρας της ο Ηρακλής λείπει πολύ καιρό. Απουσιάζει τουλάχιστον δεκαπέντε μήνες.

Η υπηρέτριά της τη συμβουλεύει να στείλει το γιο της Ύλλο να βρει τον πατέρα του. Έτσι θα ξέρει.

Τη στιγμή εκείνη πλησιάζει ο Ύλλος ο οποίος καθησυχάζει τη μητέρα του. Τότε η Δηιάνειρα θυμήθηκε έναν χρησμό που έλεγε ότι αν ο Ηρακλής δεν εμφανιστεί για δεκαπέντε μήνες τότε ή θα πεθάνει ή θα ζήσει μία ζωή ευτυχισμένη.

Ο Ύλλος για να καθησυχάσει τη μητέρα του προθυμοποιείται να πάει να βρει τον πατέρα του.

Οι γυναίκες της πόλης έρχονται να συμπαρασταθούν στη Δηιάνειρα.

Ένας αγγελιοφόρος πλησιάζει στο παλάτι. Την πληροφορεί ότι ο Ηρακλής είναι ζωντανός και έρχεται σπίτι γεμάτος λάφυρα. Αυτά άκουσε να λέει ο κήρυκας Λίχας ο οποίος όπου να είναι θα έρθει εδώ.

Δεν περνάει ώρα και ο Λίχας έρχεται ακολουθούμενος από γυναίκες αιχμάλωτες. Ο Λίχας της εξηγεί από πού προέρχονται οι γυναίκες και η Δηιάνειρα νιώθει λύπη μεγάλη για τις αιχμάλωτες. Ανάμεσά στις γυναίκες είναι μία πολύ όμορφη νέα, η Ιόλη. Η Δηιάνειρα τη συμπάθησε.

Ο Λίχας αποφεύγει να δώσει πληροφορίες για τη νεαρή. Η Δηιάνειρα ζήτησε από την Ιόλη να μπει στο παλάτι και ο Λίχας έφυγε.

Τότε ο αγγελιοφόρος της εξηγεί ότι με αυτή τη γυναίκα είναι ερωτευμένος ο Ηρακλής και την έφερε εδώ ως γυναίκα του.

Η πληροφορία έπρεπε να διασταυρωθεί και η ευκαιρία δόθηκε με το Λίχα που ερχόταν προς το παλάτι. Ο Λίχας επιβεβαιώνει όσα είπε ο αγγελιοφόρος.

Η Δηιάνειρα δίνει στο Λίχα ένα χιτώνα αλειμμένο από το αίμα του Κενταύρου Νέσσου. Της είχε πει ότι έτσι θα της έμενε πιστός ο Ηρακλής.

Δεν περνάει πολύ ώρα και έρχεται τρέχοντας ο Ύλλος. Ξεστομίζει άσχημα λόγια στη μάνα του. Ο Ηρακλής φόρεσε το χιτώνα και μετά από λίγο σφάδαζε από τους πόνους. Ο χιτώνας άρχισε να τον κατατρώγει.

Ο Ηρακλής θα πεθάνει από φρικτούς πόνους.

Η Δηιάνειρα, για το κακό που προκάλεσε στον μοναδικό άντρα που αγάπησε πολύ, μπήκε στο παλάτι και αυτοκτόνησε.

Σε ένα φορείο φέρνουν έξω από το παλάτι τον Ηρακλή που υποφέρει. Σε λίγο ο μεγάλος ήρωας ήταν νεκρός.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Βρισκόμαστε στη Λήμνο, σε μία σπηλιά όπου έχει βρει καταφύγιο ο Φιλοκτήτης. Ο Οδυσσέας και ο Νεοπτόλεμος πλησιάζουν προσεκτικά. Ο Φιλοκτήτης είχε ποίον στο πόδι του και πονούσε φρικτά, οι φωνές του ανάγκασαν τους υπόλοιπους Έλληνες να τον εγκαταλείψουν στη Λήμνο στο δρόμο τους για την Τροία.

Η αποστολή των δύο αντρών είναι ο Νεοπτόλεμος να ξεγελάσει το Φιλοκτήτη και να του πάρει τα όπλα με τα οποία ο χρησμός λέει ότι οι Έλληνες θα μπορέσουν να κυριεύσουν την Τροία.

Ο Οδυσσέας τραβάει για το πλοίο του και αφήνει το Νεοπτόλεμο να περιμένει το Φιλοκτήτη που φαίνεται ότι έλειπε από τη σπηλιά.

Όταν ο Φιλοκτήτης έρχεται, υποφέρει από τον πόνο στο πόδι του και η όψη του είναι άγρια. Ο Νεοπτόλεμος του λέει ότι είναι ο γιος του Αχιλλέα και ότι γυρίζει στο σπίτι του τη Σκύρο.

Ο Φιλοκτήτης, με τα όπλα του Ηρακλή στα χέρια, τον χαιρετάει.

Ο Νεοπτόλεμος για να καλοπιάσει το Φιλοκτήτη του είπε ότι τσακώθηκε με τον Οδυσσέα επειδή αυτός πήρε τα όπλα του πατέρα του. Ο γιος του Αχιλλέα γνώριζε ότι ο Φιλοκτήτης μισούσε θανάσιμα τον Οδυσσέα.

Ο Φιλοκτήτης παρακαλάει το νέο να τον πάρει μαζί του στη Σκύρο. Ο Νεοπτόλεμος δέχεται έχοντας στο νου του να τον πάει στην Τροία.

Τότε ο πόνος της πληγής παραλύει το Φιλοκτήτη.

Στον πόνο του επάνω ο Φιλοκτήτης τον ξορκίζει να φυλάξει τα όπλα του μέχρι να του περάσει η κρίση.

Ο Νεοπτόλεμος, όταν συνήλθε ο Φιλοκτήτης, του είπε όλη την αλήθεια γιατί ένιωθε τύψεις. Τότε ο πληγωμένος άντρας του ζητάει να του δώσει πίσω τα όπλα του.

Στην κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο Οδυσσέας. Τόσοι σύντροφοι θα τεθούν σε κίνδυνο αν τα επιστρέψει τα όπλα, λέει στο Νεοπτόλεμο.

Ο Νεοπτόλεμος όμως γυρίζει τα όπλα και υπόσχεται να τον γιατρέψει αν έρθει ως την Τροία. Επειδή ο Φιλοκτήτης ήταν αμετάπειστος εμφανίστηκε ο Ηρακλής, ως από μηχανής θεός, και τον μετέπεισε.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

ΜΗΔΕΙΑ

Βρισκόμαστε έξω από το σπίτι του Ιάσονα και της Μήδειας. Από το σπίτι ακούγονται θρήνοι και κλάματα. Η Μήδεια κλαίει επειδή ο Ιάσονας θέλει να κάνει δεύτερο γάμο και να τη χωρίσει. Ο Ιάσονας θέλει να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, του βασιλιά της πόλης.

Η Μήδεια που για χάρη του Ιάσονα έκανε τόσες αποτρόπαιες πράξεις, θεωρεί ότι είναι άδικο να την πετάει στο δρόμο, αυτήν και τα παιδιά της.

Και σαν να μην έφτανε η ντροπή του χωρισμού ο Κρέοντας θέλει να διώξει τη Μήδεια και τα παιδιά της από την πόλη.

Και ο πατέρας, ο Ιάσονας δέχεται να πάνε τα παιδιά του εξορία;

Ο Κρέοντας επιμένει να εξορίσει τη Μήδεια μαζί με τα παιδιά της.

Να φύγει και να πάει που; Ποια πόλη θα δεχτεί τη Μήδεια;

Και εκεί φωλιάζει στο ταραγμένο της μυαλό η ιδέα του φόνου. Ο θάνατος από φαρμάκι είναι τέχνη που την κατέχει καλά.

Ο Ιάσονας προθυμοποιείται να τη βοηθήσει, να της δώσει χρήματα, να ειδοποιήσει φίλους του να τη δεχτούν. Στα λόγια αυτά η Μήδεια τον διώχνει κακήν κακώς.

Ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας, που φτάνει έξω από το παλάτι υπόσχεται στη Μήδεια, ό,τι και να συμβεί να της δώσει καταφύγιο στην πόλη του. Ήσυχη τώρα η Μήδεια καταστρώνει το σχέδιο της εκδίκησής της.

Στέλνει τα παιδιά της στη μέλλουσα γυναίκα του Ιάσονα. Της στέλνει δώρα ένα χρυσό στεφάνι μαζί με τα πέπλα, μόνο που τα έχει αλείψει με φαρμάκι. Και η δύστυχη βασιλοπούλα, μόλις τα φοράει πεθαίνει από φρικτούς πόνους. Μαζί της πέθανε και ο πατέρας της ο Κρέοντας, αφού έτρεξε να τις βγάλει τα πέπλα και κόλλησε και αυτός σε αυτά.

Η Μήδεια στη συνέχεια σφάζει τα παιδιά της. Οι φωνές τους δεν τη λύγισαν.

Ο Ιάσονας έτρεξε στο παλάτι πολύ αργά.

Η Μήδεια έχει στην αγκαλιά της τα δύο νεκρά παιδιά της και στέκεται πάνω στο άρμα του θεού Ήλιου.

Πόνεσε όσο τίποτε άλλο ο Ιάσονας. Αυτό ήθελε.

Η Μήδεια εξαφανίζεται με το άρμα

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

Βρισκόμαστε στη χώρα των Ταύρων, η Ιφιγένεια είναι ιέρεια στο ναό της Θεάς Άρτεμης. Κανένας δεν ξέρει ότι είναι ζωντανή, όλοι πιστεύουν ότι θυσιάστηκε στην Αυλίδα για να έχουν ούριο άνεμο τα πλοία των Ελλήνων.

Έξω από το ναό εμφανίζεται ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Είχαν έρθει από το Άργος γιατί είχαν εντολή να πάρουν το άγαλμα της θεάς από το ναό και να το πάνε στην Αθήνα. Έτσι ο δύστυχος Ορέστης θα ησύχαζε από τις Ερινύες.  Θα πήγαιναν όμως να κρυφτούν κάπου κοντά μέχρι να σκοτεινιάσει. Μα οι ντόπιοι δεν άργησαν να τους πιάσουν. Αιχμάλωτοι πια οδηγήθηκαν έξω από το ναό για να θυσιαστούν στη θεά.

Όπως η Ιφιγένεια ετοιμάζεται να τους θυσιάσει στο βωμό, τους κάνει ερωτήσεις, θέλει να μάθε από ποιο μέρος της πατρίδας της έρχονται.

Ερώτηση στην ερώτηση και απάντηση στην απάντηση τα δύο αδέρφια, μετά από τόσα χρόνια αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον.

Συγκινημένοι και οι τρεις σκέφτονται με ποιο τρόπο θα φύγουν από τη χώρα των Ταύρων χωρίς να τους πιάσουν.

Βρήκαν ένα τέχνασμα, θα κατηγορήσουν τον Ορέστη μολυσμένο και ότι άγγιξε το άγαλμα της Θεάς, έτσι οι τρεις τους θα μπουν στο καράβι για να γίνει ο εξαγνισμός στη θάλασσα. Ο βασιλιάς της χώρας, ο Θόας, σίγουρα θα τους πιστέψει.

Ο Ορέστης, η Ιφιγένεια και ο Πυλάδης έχοντας το άγαλμα της θεάς μπαίνουν στο πλοίο. Οι στρατιώτες του Θόα καταλαβαίνουν ότι πάνε να το σκάσουν. Η θάλασσα ήταν αγριεμένη και το πλοίο του Ορέστη κινδύνευε να πέσει στα βράχια.

Ο Θόας ετοιμάστηκε να τους κυνηγήσει και τότε εμφανίστηκε η θεά Αθηνά και τον ηρέμησε.

Ο Ποσειδώνας ημέρεψε τη θάλασσα και το ταξίδι προς την πατρίδα έγινε γαλήνιο.

ΚΥΚΛΩΨ

Βρισκόμαστε στη Σικελία, κοντά στο ηφαίστειο Αίτνα, έξω από μία σπηλιά. Ο Σιληνός στέκεται και επικαλείται το θεό Βάκχο που τόσα χρόνια ήταν πιστός του υπηρέτης. Και στην προσπάθειά του να σώσει το θεό βρέθηκε υπηρέτης των Κυκλώπων, αυτός και τα παιδιά του.

Οι Σάτυροι έρχονται και βάζουν τα πρόβατα στη σπηλιά.

Στο Σιληνό πλησιάζουν μία ομάδα Ελλήνων με αρχηγό τον Οδυσσέα. Ψάχνουν για τρεχούμενο νερό και για τροφή.

Ο Σιληνός πληροφορεί τον Οδυσσέα ότι στον τόπο που ήρθαν μένουν Κύκλωπες, και ότι ο δικός του, ο Πολύφημος είναι ανθρωποφάγος.

Τώρα όμως λείπει για κυνήγι.

Θα γίνει ανταλλαγή ο Οδυσσέας θα του δώσει κρασί και θα πάρει κρέας, γάλα και τυρί.

Αφού πίνει ένα ποτήρι ο Σιληνός μπαίνει να φέρει τα τρόφιμα. Όταν πήραν τα τρόφιμα ήρθε ο Κύκλωπας. Αυτή ήταν μεγάλη ατυχία και έτρεξαν να κρυφτούν μέσα στη σπηλιά.

Ο Κύκλωπας βλέπει τους Έλληνες στην είσοδο της σπηλιάς να κρατούν τρόφιμα δικά του. Κλέφτες είναι;

Ο Σιληνός από το φόβο του είπε τρομερά ψέματα, ότι τον χτύπησαν πολύ, ότι άρπαξαν τα τρόφιμα με το έτσι θέλω.

Ο Κύκλωπας πιστεύει το Σιληνό και οι προσπάθειες του Οδυσσέα να πει την αλήθεια πέφτουν στο κενό.

Οι Σάτυροι, παραδόξως, αηδιασμένοι από τα ψέματα του πατέρα τους παίρνουν το μέρος των Ελλήνων.

Ο Πολύφημος όμως είχε καιρό να φάει ανθρώπινο κρέας και η καλοπέρασή του τον ένοιαζε περισσότερο από όλα γι΄ αυτό σπρώχνει τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του μέσα στη σπηλιά.

Οι Σάτυροι έστεκαν έξω από τη σπηλιά και ανησυχούσαν. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βγήκε τρέχοντας ο Οδυσσέας. Κάποιους συντρόφους του τους είχε φάει. Τότε του πρόσφερε κρασί και ο Κύκλωπας ήπιε πολύ. Διέταξε μάλιστα τον Οδυσσέα να του κάνει και άλλο.

Μόλις το πιει όλο ο Οδυσσέας θα πάρει έναν κορμό, θα τον πελεκήσει στην άκρη, θα το χώσει στη φωτιά και μετά στο μάτι του. Αρκεί από το μεθύσι ο Κύκλωπας να πέσει ξερός.

Οι Σάτυροι όμως θα τον βοηθήσουν;

Ο Κύκλωπας βγαίνει από τη σπηλιά και πίνει κρασί συνέχεια. Ήρθε η ώρα που έπεσε για ύπνο και ο Οδυσσέας του έμπηξε τον κορμό στο μάτι.

Με το μάτι χαλασμένο ο Πολύφημος αρχίζει να ψάχνει τους Έλληνες, να τους πιάσει και να εκδικηθεί.

Ο Οδυσσέας του αποκαλύπτει το όνομά του και του λέει ότι εκδικήθηκε έτσι το θάνατο των συντρόφων του.

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Η Ανδρομάχη βρίσκεται γονατιστή στο βωμό της θεάς Θέτιδας, δίπλα από το παλάτι του Νεοπτόλεμου.  Η κακιά της η τύχη φταίει. Άρχοντας της περιοχής είναι ο Πηλέας ο παππούς του Νεοπτόλεμου. Ο Νεοπτόλεμος δεν θέλησε την Ανδρομάχη για γυναίκα του και παντρεύτηκε την Ερμιόνη, η οποία όμως της κάνει σκληρό πόλεμο. Την κατηγορεί ότι της έκανε μάγια και για αυτό δεν κάνει παιδί με το Νεοπτόλεμο.

Η Ερμιόνη μαζί με τον πατέρα της το Μενέλαο την κυνηγούν. Ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, η θέση της είναι δεινή.

Μόνο ο Πηλέας μπορεί να τη σώσει.

Κοντά στο βωμό και για συμπαράσταση έρχονται οι γυναίκες της Φθίας.

Η Ερμιόνη βγαίνει από το παλάτι, πλησιάζει την Ανδρομάχη και της μιλάει με εμπάθεια.

Η Ανδρομάχη προσπαθεί να δώσει στην Ερμιόνη να καταλάβει ότι δεν έχει λόγο να της χαλάσει το σπίτι. Δεν πρέπει να τη ζηλεύει.

Οι γυναίκες συζητούν μα δεν βρίσκουν κανένα κοινό σημείο.

Φεύγοντας η Ερμιόνη, πλησιάζει την Ανδρομάχη ο Μενέλαος κρατώντας το μικρό της γιο από το χέρι.  Τον είχε κρύψει μα αυτός κατάφερε να τον βρει.

Ο Μενέλαος την απειλεί, αν δεν φύγει από το βωμό θα σφάξει το γιο της. Τι άλλο μένει στην Ανδρομάχη; Εγκαταλείπει το βωμό της θεάς.

Μάνα και γιος φυλακίζονται στο παλάτι από τους άντρες του Μενελάου.

Και ήρθε η ώρα που δεμένους τους οδηγούν να τους σκοτώσουν, την Ανδρομάχη και το γιο της.

Τότε εμφανίζεται ο γέρος Πηλέας. Ο Πηλέας λέει σκληρά λόγια στο Μενέλαο που είναι ανυποχώρητος και δεν αφήνει ελεύθερη την Ανδρομάχη.

Παρά τα άσπρα του μαλλιά ο Πηλέας καταφέρνει να επιβληθεί και λύνει την Ανδρομάχη. Ο Μενέλαος φεύγει νευριασμένος.

Η Ερμιόνη, μόνη, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα της, θέλει να αυτοκτονήσει.

Τότε πλησιάζει ο Ορέστης και ψάχνει την Ερμιόνη. Πως μπορεί να τη βοηθήσει να μην είναι δυστυχισμένη; Ο Ορέστης είχε στήσει ενέδρα στο Νεοπτόλεμο. Τώρα φυσιολογικά θα πρέπει να είναι νεκρός. Χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Ορέστης αρπάζει την Ερμιόνη και φεύγουν.

Ένας αγγελιοφόρος έρχεται στον Πηλέα. Του έχει άσχημα νέα για τον εγγονό του. Του έστησαν ενέδρα και πέθανε με άσχημο θάνατο. Του έριχναν πέτρες, μαχαίρια και ό,τι άλλο μπορούσαν.

Τώρα νεκρός ο Νεοπτόλεμος έρχεται έξω από το παλάτι πάνω σε ένα φορείο.

Τη στιγμή του θρήνου εμφανίζεται η θεά Θέτιδα. Δίνει οδηγίες στον Πηλέα.

Κανένας δεν πρέπει να λυπάται. Ο θάνατος πάντα περιμένει τους ανθρώπους.

ΤΡΩΑΔΕΣ

Ο Τρωικός πόλεμος έχει τελειώσει. Η Εκάβη, βασίλισσα της κατεστραμμένης Τροίας βρίσκεται στο στρατόπεδο των Αχαιών. Χωρίς η ίδια να το καταλάβει ο Ποσειδώνας και η Αθηνά μιλούν μεταξύ τους και συμφωνούν να κάνουν δύσκολη την επιστροφή των Ελλήνων στην πατρίδα. Είχαν δείξει τρομερή ασέβεια στους θεούς.

Η Εκάβη θρηνεί, πάνε όλα, πατρίδα και οικογένεια, για μια γυναίκα. Την Ελένη. Οι Τρωαδίτισσες μαζί με την Εκάβη θρηνούν και για το μέλλον που θα έχουν. Κοντά τους φτάνει ο κήρυκας Ταλθύβιος. Το που θα πάει η κάθε μία έχει κριθεί πλέον. Η Κασσάνδρα θα γίνει ερωμένη του Αγαμέμνονα, η Πολυξένη δούλα στον τάφο του Αχιλλέα, η Ανδρομάχη θα δοθεί στο γιο του Αχιλλέα και η Εκάβη θα ακολουθήσει τον Οδυσσέα.

Οι στρατιώτες ήρθαν να πάρουν την Κασσάνδρα η οποία βγαίνει από τη σκηνή χορεύοντας τον Υμεναίο, τραγουδώντας το νυφικό τραγούδι. Η Κασσάνδρα ως μάντισσα είδε το τέλος που θα έχει στο σπίτι του Αγαμέμνονα. Η Κασσάνδρα φωνάζει στις άλλες γυναίκες που την κοιτούν έκπληκτες, ότι οι Τρώες τελικά είναι πιο τυχεροί από τους Έλληνες. Η ίδια μαντεύει κακά για τον αρχηγό των Αχαιών. Ο κήρυκας συμβουλεύει την Εκάβη να ετοιμάζεται και αυτή να ακολουθήσει τον Οδυσσέα. Η Κασσάνδρα που τον άκουσε του είπε ότι η μητέρα της δεν θα πάει πουθενά, εδώ θα πεθάνει και ο Οδυσσέας θα περιπλανηθεί δέκα χρόνια πριν δει το σπιτικό του. Και τα βάσανά του θα είναι πολλά. Η Κασσάνδρα γυρνά στη μητέρα της, την χαιρετά, αποχαιρετά τη χώρα της και φεύγει για τη σκηνή του Αγαμέμνονα.

Η Εκάβη σπαράζει, δεν μπορεί να δεχθεί πως από βασίλισσα που ήταν θα γίνει μία δούλα. Δεν μπορεί να δεχθεί πως τόσα παιδιά της σκοτώθηκαν, ο άντρας της είναι σφαγμένος πάνω στο βωμό του παλατιού και οι νύφες της αρπαγμένες.

Στη θύμησή των γυναικών ήρθε ο Δούρειος Ίππος. Πόσο είχαν χαρεί όταν τον είδαν.

Κοντά από τις γυναίκες περνάει σε ένα άρμα η Ανδρομάχη, κρατώντας στην αγκαλιά της το μικρό Αστυάνακτα. Ανακοινώνει ότι η Πολυξένη σφάχτηκε θυσία στον Αχιλλέα. Η ίδια αναρωτιέται πως θα μπορέσει να ζήσει στη νέα χώρα που την πάνε. Τότε η Εκάβη τη συμβουλεύει για το καλό του παιδιού της να υποταχθεί.

Κοντά στις γυναίκες έρχεται πάλι ο κήρυκας Ταλθύβιος. Τους ανακοινώνει ότι ο Οδυσσέας ζήτησε να θανατωθεί ο Αστυάνακτας. Ο θυμός και η πίκρα στην Ανδρομάχη ξεχειλίζουν. Για όλα φταίει αυτή η Ελένη. Η άμαξα με την Ανδρομάχη και το παιδί φεύγει. Η Εκάβη πια δεν έχει άλλη δύναμη.

Ο Μενέλαος εμφανίζεται στη σκηνή και ζητεί να σύρουν δια της βίας από τη σκηνή την Ελένη. Ο Μενέλαος λέει ότι η Ελένη πρέπει να πεθάνει. Μαζί του συμφωνεί και η Εκάβη. Η Ελένη θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ο Μενέλαος είναι αμετάπειστος. Θα θανατωθεί.

Ο Ταλθύβιος πλησιάζει πάλι τις γυναίκες και τους δείχνει το νεκρό Αστυάνακτα. Η Εκάβη ετοιμάζει τον εγγονό της για την ταφή. Μετά από λίγο είδε την πόλη της να παραδίδεται στη φωτιά.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ

Ο Αγαμέμνονας θυμάται με ποιο τρόπο ο Τυνδάρεως είχε δέσει με όρκο όλους τους υποψήφιους μνηστήρες της Ελένης να εκδικηθούν αυτόν που θα την κλέψει. Τώρα την Ελένη την έχει κλέψει ο Πάρης και η υπόσχεση πρέπει να τηρηθεί. Αρχηγός της εκστρατείας ορίστηκε ο Αγαμέμνονας.

Ο μάντης Κάλχας είπε ότι η θεά Άρτεμη θέλει θυσία την Ιφιγένεια για να φυσήξουν οι άνεμοι  να φύγουν τα πλοία. Έτσι θα πάρουν και την Τροία.

Μηνύουν στην Κλυταιμνήστρα να στείλει την κόρη της για να την παντρέψουν με τον Αχιλλέα. Οι τύψεις ζώνουν τον Αγαμέμνονα και εξομολογείται στον πιστό του δούλο. Ετοιμάζει νέο γράμμα, που θα ζητάει από την Ιφιγένεια να μην έρθει στο στρατόπεδο.

Στο στρατόπεδο των Ελλήνων, περίμεναν να ξεκινήσουν όλοι οι ήρωες, οι δύο Αίαντες, ο Διομήδης, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας. Τα πλοία ήταν αραγμένα, πλοία από όλες τις μεριές της Ελλάδας.

Προς τη σκηνή του Αγαμέμνονα πηγαίνει γεμάτος οργή ο Μενέλαος και στα χέρια του κρατάει το δεύτερο γράμμα του αδερφού του. Από πίσω βρίσκεται ο δούλος.

Τα δύο αδέρφια τσακώνονται. Πως είναι δυνατόν να κάνεις πίσω; Του λέει ο Μενέλαος. Εσύ; Ο αρχηγός της εκστρατείας;

Ο Αγαμέμνονας αμφιταλαντεύεται.

Μα όλα πλέον ήταν τελειωμένα. Η Ιφιγένεια μαζί με τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα είχαν φτάσει στο στρατόπεδο. Μαζί τους ήταν και ο μικρός Ορέστης. Πως θα το αντέξει ο πατέρας αυτό; Ο Μενέλαος συμπονάει τον αδερφό του. Συμφωνεί να μη γίνει η θυσία.

Μα δεν είναι πια στο χέρι τους. Θα μαθευτεί στο στρατό και θα στασιάσουν. Για τη θυσία ξέρει και ο Κάλχας και ο Οδυσσέας.

Όταν συναντιέται όλη η οικογένεια ο Αγαμέμνονας δεν μπορεί να κρύψει την ανησυχία του. Η Κλυταιμνήστρα ζητά να μάθει λεπτομέρειες από τον άντρα της. Και αυτός της λέει την ιστορία της οικογένειας του Αχιλλέα.

Παρά τις προσπάθειες του Αγαμέμνονα η Κλυταιμνήστρα δεν γυρνάει στο Άργος. Έτσι ο Αγαμέμνονας φεύγει να συναντήσει τον Κάλχα.

Στη σκηνή του Αγαμέμνονα φτάνει ανυπόμονος ο Αχιλλέας, γιατί δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη. Στο διάλογο που έχει με την Κλυταιμνήστρα αποκαλύπτεται το ψέμα για το γάμο. Τότε ο δούλος με το γράμμα, πιστός της Κλυταιμνήστρας, τους εκμυστηρεύεται για τη θυσία. Η Κλυταιμνήστρα συγκλονίστηκε και ο Αχιλλέας εξοργίστηκε που χρησιμοποίησαν το όνομά του. Ο Αχιλλέας υπόσχεται να βοηθήσει την πονεμένη μάνα.

Όταν ήρθε ο Αγαμέμνονας στη σκηνή, η Κλυταιμνήστρα και η Ιφιγένεια τον παρακαλούν να μην προβεί στη θυσία.

Ο Αχιλλέας τις πλησιάζει. Θα τις προστατέψει μα όλος ο στρατός θέλει τη θυσία.

Στο αδιέξοδο που δημιουργείται η Ιφιγένεια δέχεται να θυσιαστεί. Η θεά αντί για την Ιφιγένεια άφησε να σπαρταράει ένα ελάφι.

ΑΛΚΗΣΤΗ

Ο Άδμητος ήταν τόσο καλός άνθρωπος που ο θεός Απόλλωνας φρόντισε να τον γλιτώσει από το θάνατο, αρκεί κάποιος δικός του να πάει στη θέση του.

Οι γονείς του αρνήθηκαν να πάρουν τη θέση του, η γυναίκα του όμως δέχτηκε. Και σήμερα είναι η μέρα που θα έρθει ο Θάνατος να την πάρει.

Έξω από το παλάτι μαζεύονται γέροντες της πόλης. Μακαρίζουν όλοι την υπέροχη γυναίκα, την καλή σύζυγο και αναρωτιούνται αν έχει κιόλας πεθάνει. Η ώρα της πλησιάζει, ο νεκρικός στολισμός άρχισε κιόλας.

Έτοιμη να πεθάνει η Άλκηστη νοιάζεται όμως τι θα γίνουν ο γιος της και η κόρη της. Ύστερα έβαλε τα κλάματα για την τύχη της, άρχισε να παγώνει και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Τα παιδιά της την αγκάλιασαν και τη φιλούσαν.

Ο άντρας της θρηνούσε που έχανε τέτοια γυναίκα και ευχόταν να μην τον παρατήσει μόνο.

Ο Άδμητος βγαίνει από το παλάτι έχοντας στα χέρια του την Άλκηστη που έχει χάσει τις αισθήσεις της. Η δύστυχη γυναίκα ήθελε λίγο πριν πεθάνει να δει τον ήλιο.

Ο Χάρος όμως την πλησίασε, έφτασε δίπλα της και ζητούσε να την πάρει.

Ο Άδμητος την παρακαλεί να μην πεθάνει, να μη φύγει. Η Άλκηστη τον παρακαλεί όμως να μην βάλει μητριά στο σπίτι, αγωνιά για τα παιδιά της. Ο άντρας της της υπόσχεται ότι θα την πενθεί συνέχεια γιατί του χάρισε το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Ήσυχη για τα παιδιά της η Άλκηστη πεθαίνει. Αυτή είναι αγάπη, γυναίκας προς τον άντρα της.

Μέσα στο πένθος έρχεται στο παλάτι ο Ηρακλής. Ο Άδμητος τον δέχεται και τηρώντας την ιερή παράδοση της φιλοξενίας δεν θέλει να λυπήσει τον Ηρακλή και αποφεύγει να του πει για το θάνατο της γυναίκας του.

Η κηδεία αρχίζει, η νεκρή Άλκηστη είναι έξω και περνάνε να τη χαιρετήσουν.

Ο Φέρης, ο πατέρας του Άδμητου έρχεται να χαιρετήσει την νεκρή. Πάνω από το νεκροκρέβατο πατέρας και γιος τσακώνονται για το ποιος θα έπρεπε να είναι στη θέση της Άλκηστης.

Όταν ο Ηρακλής έμαθε ποιος ήταν ο νεκρός θέλησε να ακολουθήσει τη νεκρική πομπή.

Μετά από ώρα ο Άδμητος βρίσκεται έξω από το παλάτι και θρηνεί. Τον πλησιάζει ο Ηρακλής κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα που έχει σκεπασμένο το πρόσωπό της με πέπλο. Του έφερε πίσω την Άλκηστη αφού πάλεψε με το Χάρο και του την πήρε.

ΒΑΚΧΑΙ

Βρισκόμαστε στη Θήβα όπου βασιλιάς είναι ο στενόμυαλος και ασεβής Πενθέας.  Στο παλάτι πλησιάζει ο θεός Διόνυσος με μορφή ανθρώπου. Ήταν γιος της Σεμέλης και του Δία. Τη θεϊκή του καταγωγή αρκετοί την αμφισβήτησαν. Τις γυναίκες που τον αμφισβήτησαν τις τρέλανε και τις έχει να κάθονται κάτω από τα έλατα. Και αυτές θα πάει τώρα να βρει ο Διόνυσος.

Έξω από το παλάτι εμφανίζεται ο μάντης Τειρεσίας. Βγαίνει και ο γέρος Κάδμος. Και οι δύο άντρες είναι ντυμένοι με τη στολή του Βάκχου. Είναι έτοιμοι να ανέβουν στο βουνό. Εκείνη τη στιγμή τους πλησιάζει ο Πενθέας που είναι αναστατωμένος. Συνέλαβε μερικές από τις μαινάδες γυναίκες και σε λίγο θα πιάσει και τις άλλες. Και αναζητεί αυτόν τον άντρα που ισχυρίζεται ότι είναι ο Διόνυσος. Ο Πενθέας είναι αποφασισμένος να κυνηγήσει τη νέα θρησκεία.

Και στην απόφασή του αυτή είναι ανυποχώρητος. Αντίθετος στη στάση του αυτή βρίσκεται ο Τειρεσίας που προσπαθεί να τον λογικεύσει.  Εκεί έξω από το παλάτι έχουν μαζευτεί γυναίκες Βάκχες από την Ασία και ακούν με ευχαρίστηση τα λόγια του σοφού μάντη.

Ως αντίποινα ο Πενθέας διατάζει να καταστρέψουν όλα τα μέρη που κάνει τις μαντείες του ο Τειρεσίας και να ψάξουν να βρουν τον άνθρωπο που έχει επηρεάσει τόσο πολύ τις γυναίκες.

Τελικά ο Διόνυσος συλλαμβάνεται και παρουσιάζεται μπροστά στον Πενθέα που δεν διστάζει σε όσα λέει ο θεός να κοροϊδεύει.

Το Διόνυσο το δένουν κάτω στο υπόγειο με βαριές αλυσίδες. Μα για έναν θεό δεν είναι δύσκολο να βγει έξω από το υπόγειο και το παλάτι. Και όπως βρίσκονται έξω από τα ανάκτορα ο Πενθέας και ο Διόνυσος έρχεται ένας αγγελιοφόρος από το βουνό του Κιθαιρώνα με άσχημα νέα. Οι γυναίκες μαζί με τη μάνα του Πενθέα την Αγαύη, επιτέθηκαν σε κοπάδια και τα έσφαξαν και μετά επιτέθηκαν σε κοντινά χωριά.

Ο Πενθέας είναι αποφασισμένος να ανέβει στο βουνό να δει με τα ίδια του τα μάτια. Μα οι μαινάδες τον είδαν και του επιτέθηκαν με πρώτη και καλύτερη τη μητέρα του. Η μάνα του δεν καταλάβαινε τι έκανε και έτσι έκανε το γιο της κομμάτια.

Πίσω στο παλάτι, σε ένα φορείο βρίσκεται ο κομματιασμένος Πενθέας και δίπλα του πενθούν ο παπούς του ο Κάδμος και η μητέρα του Αγαύη. Ο θεός Διόνυσος εμφανίζεται μπροστά τους με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Αυτά παθαίνει όποιος δεν πιστεύει στο θεό.

ΕΚΑΒΗ

Ο Πολύδωρος ήταν το πιο μικρό παιδί της Εκάβης και του Πριάμου. Τον είχαν στείλει να τον προστατεύει ο φίλος τους βασιλιάς της Θράκης Πολυμήστορας. Αυτός μόλις έπεσε η Τροία σκότωσε το μικρό παιδί για να του πάρει το χρυσάφι που το συνόδευε.

Η Εκάβη νιώθει το φάντασμα του γιου τους να περιπλανιέται αφού δεν αποδόθηκαν στο νεκρό οι απαραίτητες τιμές. Εκτός από αυτό οι Έλληνες αποφασίζουν να σφάξουν την κόρη της Πολυξένη στον τάφο του Αχιλλέα.

Η δύστυχη κλαίει και οδύρεται, τα βάσανά της δεν έχουν τελειωμό. Η μάνα Εκάβη φωνάζει να βγει έξω από τη σκηνή η Πολυξένη και μαθαίνει τα τραγικά νέα.

Ο Οδυσσέας έρχεται να πάρει την κόρη. Ο γιος του Αχιλλέα ο Νεοπτόλεμος θα είναι ο ιερέας που θα κάνει τη θυσία. Η Εκάβη τον παρακαλεί, του θυμίζει παλιότερα που του έσωσε τη ζωή. Μα τίποτα δεν αλλάζει. Αυτό το καταλαβαίνει και η Πολυξένη που με αξιοπρέπεια βαδίζει προς το θάνατο.

Η μόνη της ελπίδα τώρα είναι ο Πολύδωρος.

Κοντά τους φτάνει λαχανιασμένος ο κήρυκας Ταλθύβιος. Ο Αγαμέμνονας την καλεί να έρθει να θάψει την κόρη της.

Σε λίγο έρχεται στη σκηνή η θεράπαινα φορτωμένη με ένα βαρύ φορτίο που το αποθέτει κάτω. Θέλει να δει την Εκάβη.

Η Εκάβη βλέπει να αφαιρούν από το φορτίο τα πανιά και να κείτεται μπρος της το άψυχο σώμα του μικρού της γιου του Πολύδωρου. Η Εκάβη ξεσπά σε θρήνους. Ο Αγαμέμνονας έρχεται και ρωτά γιατί αργεί η βασίλισσα να έρθει να θάψει την κόρη της. Η Εκάβη του ζητά να τιμωρηθεί ο ένοχος, ο Πολυμήστορας, ο Αγαμέμνονας πείθεται να την αφήσει να εκδικηθεί.

Η Εκάβη στέλνει με μήνυμα τη θεράπαινα να ειδοποιήσει τον Πολυμήστορα πως τον ζητά η βασίλισσα της Τροίας να την επισκεφτεί με τα παιδιά του. Εκεί με ένα τέχνασμα οδηγεί τα παιδιά του στο θάνατο και αυτόν στην τύφλωση.

ΕΛΕΝΗ

Η Ελένη βρίσκεται στην Αίγυπτο. Τα βάσανά της ξεκίνησαν από παλιά. Από τότε που οι τρεις θεές, η Ήρα, η Αθηνά και η Αφροδίτη φιλονικούσαν σχετικά με το ποια ήταν η ομορφότερη. Όταν η Ήρα έχασε έπλασε ένα είδωλο της Ελένης και αντικατέστησε με αυτό την πραγματική βασίλισσα της Σπάρτης. Το είδωλο της Ελένης ήταν στην Τροία ενώ την πραγματική τη μετέφερε ο Άρης στον Πρωτέα στην Αίγυπτο.

Εξ αιτίας αυτών των γεγονότων η φήμη της έχει καταστραφεί. Είναι το πιο μισητό πρόσωπο στους Έλληνες. Και ένα άλλο κακό προστέθηκε στη δυστυχία της. Ο Πρωτέας πέθανε και ο γιος του ο Θεοκλύμενος επιμένει να την κάνει γυναίκα του. Η Ελένη για να αποφύγει τον ανεπιθύμητο γάμο γίνεται ικέτισσα στο μνήμα του Πρωτέα.

Μπροστά της εμφανίζεται ο Τεύκρος που δεν πιστεύει στα μάτια του. Την πληροφορεί με όλα τα νέα από το πάρσιμο της Τροίας. Της λέει ότι ο Μενέλαος χάθηκε. Ο Τεύκρος φεύγει για να φτάσει στον προορισμό του την Κύπρο.

Η Ελένη ξεκινά το θρήνο και οι φωνές της αναστατώνουν τις γυναίκες που ζητούν να μάθουν το λόγω των σπαρακτικών κραυγών. Η μόνη που μπορεί να βεβαιώσει αν ο Μενέλαος είναι στη ζωή είναι η Θεονόη και η Ελένη μπαίνει στο παλάτι για να τη συναντήσει.

Έξω από το παλάτι εμφανίζεται ρακένδυτος ο Μενέλαος, είναι ναυαγός σε αυτή τη χώρα και σε μία σπηλιά κρυμμένοι βρίσκονται οι άντρες του και η Ελένη που έφερε από την Τροία. Εκείνη τη στιγμή βγαίνουν η Ελένη και οι γυναίκες από το παλάτι. Βλέπουν τον αγριωπό άντρα.

Η Ελένη πρώτη αναγνωρίζει τον άντρα της. Το ίδιο και ο Μενέλαος. Ένας αγγελιοφόρος δεν αργεί να φτάσει για να τους πει ότι το είδωλο της Ελένης εξαφανίστηκε ανεβαίνοντας στον ουρανό. Το ζευγάρι ευτυχισμένο αγκαλιάζεται και ο καθένας εξιστορεί τις περιπέτειές του.

Πρέπει να φύγουν από αυτό το μέρος χωρίς να το καταλάβει ο Θεοκλύμενος και τους σκοτώσει. Το ζευγάρι παρακαλά τη μάντισσα Θεονόη να τους βοηθήσει. Καταστρώνουν σχέδιο τάχα η Ελένη να πενθήσει το νεκρό άντρα της στη θάλασσα. Αυτό απαιτεί πλοίο. Με αυτό ο Μενέλαος και η Ελένη θα ξεφύγουν.

ΗΛΕΚΤΡΑ

Μετά το θάνατο του Αγαμέμνονα η Ηλέκτρα δεν είχε και την καλύτερη τύχη. Ο Αίγισθος την ανάγκασε να παντρευτεί έναν άντρα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. Ο γάμος τους αναγκαστικά ήταν λευκός. Η Ηλέκτρα δεν εκτιμά καθόλου τη μητέρα της και φυσικά ούτε τον Αίγισθο. Ο Ορέστης με το φίλο του Πυλάδη πλησιάζουν στο φτωχκό σπίτι της Ηλέκτρας. Θέλουν να τη βρουν για να τους βοηθήσει στην εκδίκηση που έχουν σχεδιάσει.  Εμφανίζονται μπροστά της έξαφνα και η Ηλέκτρα τα χάνει. Δεν αναγνωρίζει τον αδερφό της γιατί αυτός έφυγε πολύ μικρός από το σπίτι.

Στην παράξενη συντροφιά πλησιάζει ο Αυτουργός, ο σύζυγος της Ηλέκτρας. Τι θέλουν οι ξένοι; Ο Ορέστης και ο Πυλάδης συστήθηκαν και στους δύο ως απεσταλμένοι του Ορέστη. Η Ηλέκτρα ζητά να έρθει στο σπίτι τους ο γέρος παιδαγωγός του πατέρα τους. Για να ετοιμάσουν κάτι για τους ξένους. Να τους φιλέψουν.

Ο Παιδαγωγός έρχεται, πριν όμως είχε περάσει από τον τάφο του Αγαμέμνονα και είδε ότι κάποιος είχε θυσιάσει εκεί. Όταν ο Παιδαγωγός συναντά τον Ορέστη δεν αργεί να τον αναγνωρίσει. Τα δύο αδέρφια αγκαλιάζονται και αποφασίζουν να πάρουν από κοινού εκδίκηση.  Πρέπει να πεθάνει και ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα. Ο Ορέστης θα σκοτώσει τον Αίγισθο στη γιορτή για τις Νύμφες και η Ηλέκτρα θα καλέσει τη μητέρα της στο σπίτι και εκεί θα τη σκοτώσει.

Πράγματι ο Ορέστης κατάφερε το στόχο του. Ο Αίγισθος έπεσε νεκρός από το σπαθί του. Όταν έμαθε το ευχάριστο νέο η Ηλέκτρα έφερε στολίδια για να στεφανώσει και να τιμήσει τον αδερφό της. Τώρα δεν μένει παρά να έρθει η μητέρα της σπίτι. Ο Ορέστης διστάζει να σκοτώσει τη μητέρα του. Αυτό δεν είναι εύκολο. Στο τέλος το έκανε. Τον βοήθησε και η Ηλέκτρα.

Μετά τη μητροκτονία εμφανίζονται οι Διόσκουροι, τα αδέρφια τα Κλυταιμνήστρας. Προφητεύουν το μέλλον των αδερφών μετά το έγκλημα.

ΗΡΑΚΛΕΙΔΕΣ

Μετά το θάνατο του Ηρακλή ο Ευρυσθέας θέλησε να σκοτώσει τα παιδιά του επειδή φοβήθηκε το θρόνο του. Ο Ιόλαος, ο φίλος του Ηρακλή, γλύτωσε τα παιδιά του Ηρακλή και τώρα ζητούν βοήθεια από την Αθήνα. Μαζί τους είναι και η γιαγιά των παιδιών η Αλκμήνη.

Ο Ευρυσθέας τους κυνηγάει και δεν τους αφήνει ήσυχους σε όποια πόλη και να πάνε. Πράγματι εκεί στο ναό που έχουν προσπέσει, ένας κήρυκας του Ευρυσθέα τους φθάνει και προσπαθεί να πάρει τα παιδιά.

Τότε ο Ιόλαος βάζει τις φωνές και μαζεύονται γέροντες Αθηναίοι.

Ο βασιλιάς της Αθήνας ο Δημοφώντας καταφτάνει μαζί με τον αδερφό του τον Ακάμαντα.

Ο κήρυκας του Ευρυσθέα προειδοποιεί το Δημοφώντα ότι δεν είναι και πολύ συνετό να κρατήσει στην πόλη του τον Ιόλαο και τα παιδιά. Ζητάει, λοιπόν, να τον αφήσουν να τους πάει πίσω στην πόλη.

Ο Ιόλαος εναντιώνεται. Ο Δημοφώντας συμφωνεί μαζί του. Τον υποχρεώνει η ικεσία τους αλλά και η συγγένειά τους. Ο Ιόλαος και τα παιδιά το Ηρακλή βρήκαν επιτέλους καταφύγιο. Όμως ο κήρυκας απειλεί με πόλεμο. Ο Ευρυσθέας θα εξαγριωθεί.

Η πόλη της Αθήνας όμως πρέπει να ετοιμαστεί. Συγκαλείται συνέλευση του λαού. Ο στρατός θα πρέπει να ετοιμαστεί.

Ο στρατός των Αργείων έχει πλησιάσει την πόλη. Οι θεοί θέλουν να γίνει θυσία, μία παρθένα από αρχοντική γενιά. Ποια θα είναι αυτή η νέα; Ο χρησμός έχει διχάσει την πόλη. Εκείνη τη στιγμή πλησιάζει η Μακαρία, η μεγαλύτερη κόρη του Ηρακλή. Δέχεται αυτή να θυσιαστεί. Έτσι θα σώσει και τα αδέρφια της.

Η Μακαρία αποχαιρετά τα αδέρφια της.

Μετά από λίγη ώρα ο Ιόλαος πληροφορείται ότι ο μεγάλος γιος του Ηρακλή ο Ύλλος έχει έρθει με στρατό. Όλα είναι έτοιμα για τη μάχη. Τότε ο Ιόλαος, αν και σε βαθιά γεράματα, αποφασίζει να πολεμήσει και αυτός.

Η μάχη είχε αίσιο τέλος. Οι εχθροί νικήθηκαν.

Και τότε στη μάχη ο Ιόλαος έγινε νέος, ώστε να πάρει την εκδίκησή του. Έπιασε τον Ευρυσθέα και τον φέρνει μαζί του. Ταπεινωμένος έρχεται μπροστά στην Αλκμήνη. Η Αλκμήνη δεν έχει άλλη σκέψη από το να ζητήσει το θάνατο του εχθρού της του Ευρυσθέα. Μόνο έτσι δεν θα μπορέσει να ξαναβλάψει την οικογένειά της.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Βρισκόμαστε στην πόλη της Θήβας έξω από το αρχοντικό σπίτι του Αμφιτρύωνα. Δίπλα στο βωμό στέκεται ο γέρος Αμφιτρύωνας, ο πατέρας του Ηρακλή και η γυναίκα του Ηρακλή η Μεγάρα μαζί με τα τρία παιδιά της. Όμως στην πόλη της Θήβας ένας Λύκος σκότωσε το βασιλιά της πόλης τον Κρέοντα και για να εξασφαλίσει το θρόνο του θέλει να σκοτώσει την κόρη του Κρέοντα τη Μεγάρα, τα παιδιά της και τον Αμφιτρύωνα. Στην πόλη δεν τους βοήθησαν και πολύ οι φίλοι τους, ίσως γιατί δεν ήταν φίλοι. Σα να φαίνεται ότι ήρθε η ώρα τους. Από πουθενά δεν έρχεται λύση.

Κοντά τους φτάνουν γέροντες της πόλης που νιώθουν βαθιά λύπη. Δεν αργεί να τους πλησιάσει και ο νέος άρχοντας ο Λύκος. Μήπως περιμένετε από πουθενά σωτηρία; Τους ρωτάει. Και μιλάει προσβλητικά για τους άθλους του Ηρακλή. Τότε ο Αμφιτρύωνας θυμώνει. Μα ο Λύκος δεν πτοείται, θα βάλει φωτιά να τους κάψει.

Ο Ηρακλής είχε πάει στον Άδη για έναν άθλο, κανένας δεν πιστεύει ότι θα μπορέσει να γυρίσει πίσω.

Η Μεγάρα μπαίνει στο σπίτι για να ετοιμάσει τα παιδιά της για το θάνατο. Την ακολουθεί ο Αμφιτρύωνας.

Μα στην πόλη δεν αργεί να έρθει ο Ηρακλής που όλοι τον είχαν για πεθαμένο. Μόλις μαθαίνει τι είχε συμβεί και ότι ο Λύκος προσπαθεί να σκοτώσει τα παιδιά του μπαίνει μέσα στο παλάτι. Εκεί θα τον περιμένει. Ο Λύκος δεν αργεί να έρθει και μπαίνει στο παλάτι για να πάρει τα παιδιά και τη Μεγάρα. Μέσα στα δωμάτια του παλατιού βρίσκει το θάνατο από το σπαθί του Ηρακλή.

Εκείνη τη στιγμή η Ήρα στέλνει την Ίριδα και τη Λύσσα να θολώσουν το μυαλό του Ηρακλή και να σκοτώσει τα παιδιά του. Πράγματι ο Ηρακλής, χωρίς να γνωρίζει τι κάνει, σκοτώνει ένα ένα τα παιδιά του και τη γυναίκα του. Μόλις συνέρχεται, νιώθει πόνο και ντροπή. Από τη δύσκολη στιγμή τον σώζει ο φίλος του ο Θησέας που έρχεται στην πόλη και τον παίρνει μαζί του στην Αθήνα.

ΙΚΕΤΙΔΕΣ

Βρισκόμαστε έξω από το ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί φτάνουν ικέτιδες γυναίκες από το Άργος, τα παιδιά τους και ο Άδραστος ο βασιλιάς της πόλης. Επιθυμία τους είναι να βοηθήσει την πόλη τους ο Θησέας. Τι είχε γίνει; Στον πόλεμο του Άργους με τη Θήβα, οι Αργείτες χάνουν και η αλαζονεία του νικητή απαγορεύει στους ηττημένους να πάρουν πίσω τους νεκρούς τους και να τους θάψουν με όλες τις τιμές. Έτσι οι γυναίκες των νεκρών και τα παιδιά τους, με κομμένα μαλλιά και δάκρια στα μάτια έχουν έρθει να βρουν μία λύση. Μόνο ο βασιλιάς της Αθήνας μπορεί να βοηθήσει.

Ο Άδραστος εξιστορεί τα γεγονότα στο Θησέα, οι γυναίκες πέφτουν στα πόδια του και τον παρακαλούν. Μα ο βασιλιάς της Αθήνας πείστηκε ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του Αίθρας που ήταν παρούσα σε όσα γίνονταν μπροστά από το ναό.

Η Αθήνα όμως ήταν δημοκρατική πόλη και για όποια κίνηση του βασιλιά θα έπρεπε να είναι σύμφωνος και ο λαός. Έτσι συγκαλείται συνέλευση στην οποία αποφασίζεται να βοηθήσουν να ταφούν οι Αργείτες. Ο Θησέας στέλνει ένα γράμμα στον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβας και του ζητά να του επιτρέψει να πάρει τους νεκρούς. Ο Κρέοντας του απαντά ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να διώξει από τη γη του τον Άδραστο και να μην ανακατεύεται.

Τίποτα άλλο δεν μένει πια από τον πόλεμο.

Η σύγκρουση των δύο στρατών είναι σφοδρή, η νίκη όμως χαμογελάει στους Αθηναίους.

Ο αθηναϊκός στρατός γυρνάει στην πόλη του και φέρνει μαζί του και τους νεκρούς. Θα ετοιμάσουν την πυρά για να τους κάψουν. Μετά την καύση οι μάνες έχουν το δικαίωμα να πάρουν τα κόκαλα των παιδιών τους.

Η Ευάνδη πέφτει στην πυρά του άντρα της Καπανέα, αφού χωρίς αυτόν δεν μπορεί να ζήσει. Ο δύστυχος πατέρας της παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να επέμβει.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ

Ο Ιππόλυτος υμνεί την Άρτεμη και προσφέρει ένα στεφάνι στο άγαλμα της θεάς.

Γυναίκες της Τροιζήνας έχουν μαζευτεί έξω από το παλάτι. Ανησυχούν για την κυρά τους τη Φαίδρα που μαραζώνει. Η Φαίδρα δεν έχει τη δύναμη να χαρεί πλέον τίποτα στη ζωή της. Δεν τρώει, δεν χαμογελά και  φαίνεται σαν να αποζητά το θάνατο. Η γυναίκα αναγκάζεται να πει το μυστικό της στην τροφό. Είναι βαθιά ερωτευμένη με το γιο του άντρα της, τον Ιππόλυτο. Η τροφός και οι γυναίκες που την ακούν τρομάζουν και διαισθάνονται φοβερά πράγματα.

Η Φαίδρα σκέφτεται την αυτοκτονία, δεν θα άντεχε την ντροπή αν κάποιος αποκάλυπτε το ένοχο μυστικό της.

Μα η τροφός την αγαπάει την κυρά της και θα προσπαθήσει να τη σώσει. Έχει στο σπίτι κάτι βότανα που γλυτώνουν τον άνθρωπο από τον έρωτα.

Μετά από λίγο τσακώνεται ο Ιππόλυτος με την Τροφό. Δεν μπορεί να πιστέψει αυτά που μόλις του αποκάλυψε η Τροφός.

Η Φαίδρα αισθάνεται ντροπή. Μπαίνει στο παλάτι και κρεμιέται.  Πάνω στην ώρα καταφτάνει ο Θησέας. Ο άντρας σπαράζει στο χαμό της γυναίκας του. Στο νεκρό χέρι της Φαίδρας βρίσκεται ένα γράμμα. Ο Θησέας διαβάζει ότι ο γιος του μοιράστηκε τη γυναίκα του.

Γεμάτος θυμό ζητά να πραγματοποιηθεί η μία από τις τρεις χάρες του Ποσειδώνα. Να πεθάνει ο Ιππόλυτος.

Μάταια ο Ιππόλυτος προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του ότι τίποτα δεν έχει συμβεί.

Ο Ιππόλυτος εξορίζεται.

Φεύγοντας από την πόλη του, η άμαξα αναποδογύρισε και τώρα ψυχορραγεί.

Τότε εμφανίστηκε μπροστά στο Θησέα η θεά Άρτεμη. Του εξήγησε ότι για όλα φταίει η Αφροδίτη.

Οι δούλοι μεταφέρουν τον Ιππόλυτο μπροστά στον πατέρα του. Ο Ιππόλυτος συγχωρεί με μεγαλοθυμία τον πατέρα του και το σκοτάδι σκεπάζει τα μάτια του.

Ο Θησέας μετανιωμένος κρατάει στη αγκαλιά του τον νεκρό γιο του.

ΙΩΝ

Η Κρέουσα γέννησε το παιδί του Απόλλωνα. Την ένωσή της με το θεό την έκρυψε από τους γονείς της και αφού γέννησε κρυφά, άφησε το βρέφος σε ένα καλάθι, σε μία σπηλιά. Ο Ερμής όμως πήρε το μωρό και το πήγε στο μαντείο των Δελφών.

Στη συνέχεια η Κρέουσα παντρεύτηκε τον Ξούθο με τον οποίο όμως δεν μπόρεσε να κάνει παιδί. Το ζευγάρι συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών για την ατεκνία τους.

Βρισκόμαστε στο μαντείο και ο Ίωνας είναι από έξω από το ιερό. Καθαρίζει τον τόπο. Κοντά του πλησιάζει η ακολουθία της Κρέουσας. Η Κρέουσα και ο Ίωνας συναντιούνται. Τι υπέροχος νέος, σίγουρα η μητέρα σου θα νιώθει τυχερή που σε έχει, του λέει. Ο Ίωνας ομολογεί ότι είναι ορφανός και η Κρέουσα συγκινείται. Θέλει όμως να μάθει από το θεό τι απέγινε το δικό της παιδί που είχε εγκαταλείψει πριν χρόνια.

Κοντά τους έρχεται και ο Ξούθος. Το ζευγάρι μπαίνει στο ναό. Όταν ο Ξούθος βγαίνει από το ναό αναγνωρίζει τον Ίωνα ως παιδί του. Οι δύο άντρες αναρωτιούνται με ποιο τρόπο είναι ο Ξούθος πατέρας του. Γιατί αφού το είπε ο θεός έτσι θα είναι. Πατέρας και γιος θα κινήσουν για την Αθήνα.

Η Κρέουσα μαζί με τον Παιδαγωγό αναζητά τον άντρα της για να μάθει για το χρησμό. Οι γυναίκες που είχαν μαζευτεί έξω από το μαντείο την πληροφορούν ότι οι ειδήσεις δεν είναι καλές για αυτήν.

Μήπως η Κρέουσα πρέπει να δράσει; Μήπως όλα αυτά είναι σχέδιο του άντρα της για να νομιμοποιήσει το νόθο παιδί του; Μήπως στον Ίωνα ταιριάζει μόνο ο θάνατος; Ο Παιδαγωγός θα την προμηθεύσει με το φαρμάκι.

Στο γλέντι που στήθηκε για το σμίξιμο γιου και πατέρα ο Παιδαγωγός έβαλε το φαρμάκι στο ποτήρι του Ίωνα. Πριν να γίνει το κακό η Κρέουσα αποκαλύπτεται.

Η Πυθία εμφανίζεται μπροστά τους κρατώντας το καλάθι που τον είχε αφήσει βρέφος η Κρέουσα. Μόλις βλέπει το καλάθι η Κρέουσα καταλαβαίνει ότι είναι ο γιος της.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μπροστά από το παλάτι του Αγαμέμνονα βρίσκεται ξαπλωμένος ο Ορέστης και δίπλα του στέκεται η αδερφή του η Ηλέκτρα. Τον Ορέστη τον κυνηγούν οι Ερινύες γιατί σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα. Μέσα στο παλάτι είναι η Ελένη, κλαίει για την αδερφή της την Κλυταιμνήστρα. Λυπάται όμως και την Ηλέκτρα και τον Ορέστη.

Η Ηλέκτρα όμως δεν συμπαθεί την Ελένη. Εξαιτίας της έγιναν όλα.

Οι γυναίκες της πόλης πλησιάζουν, θέλουν να συμπαρασταθούν στα δύο αδέρφια.

Ο Ορέστης ξυπνά και μαθαίνει από την αδερφή του ότι στο παλάτι είναι η Ελένη και ο Μενέλαος είναι στο Ναύπλιο. Μία κρίση από τις Ερινύες καταλαμβάνει τον Ορέστη. Δεν κρατάει πολύ είναι όμως αρκετή να ταράξει την αδερφή του.

Τη στιγμή που μπαίνει στο παλάτι η Ηλέκτρα, πλησιάζει ο Μενέλαος. Είχε μάθει για τους φόνους. Βλέπει μπροστά του τον Ορέστη και ανατριχιάζει από την όψη του.

Στη στιγμή φτάνει και ο Τυνδάρεως, ο πατέρας της Κλυταιμνήστρας. Ο Ορέστης εξακολουθεί να είναι αμετανόητος και ο γέροντας φεύγει εκνευρισμένος και υπόσχεται ότι η πόλη θα τους τιμωρήσει.

Ο Μενέλαος βρίσκεται σε δίλημμα. Χρωστάει βέβαια στον αδερφό του Αγαμέμνονα, να σώσει το γιο του Ορέστη. Μα οι θεοί δεν του στέλνουν κανένα σημάδι ότι θα του συμπαρασταθούν.

Ο Ορέστης απογοητεύεται από τη στάση του.

Μόνη του ελπίδα είναι να πάει στη συνέλευση της πόλης και να τους πείσει ότι δίκαια τη σκότωσε τη μάνα του. Τον βοηθάει ο φίλος του ο Πυλάδης.

Οι Αργείοι όμως αποφασίζουν τη θανάτωσή τους. Ο θάνατός τους δεν θα αργήσει. Έχουν όμως καιρό να σχεδιάζουν την εκδίκησή τους προς το Μενέλαο που τους εγκατέλειψε.

Ο Πυλάδης και ο Ορέστης μπαίνουν στο παλάτι με πρόθεση να σκοτώσουν την Ελένη και να πάρουν όμηρο την κόρη της, Ερμιόνη. Έτσι ο Μενέλαος θα τους βοηθήσει. Η Ελένη όμως ξέφυγε από τα κοφτερά τους μαχαίρια.

Ο Μενέλαος φτάνει τρομαγμένος, έμαθε για τη γυναίκα του και την κόρη του.

Ο Ορέστης απειλεί να σκοτώσει την Ερμιόνη αν ο Μενέλαος δεν πείσει τους Αργείτες να μην τους σκοτώσουν.

Στη δύσκολη στιγμή εμφανίζεται ο θεός Απόλλωνας και δίνει τη λύση για όλους. Ο Ορέστης θα παντρευτεί την Ερμιόνη, θα εξοριστεί για ένα χρόνο και μετά η θεά Αθηνά θα τον αθωώσει.

ΦΟΙΝΙΣΣΑΙ

Η Ιοκάστη βρίσκεται έξω από το παλάτι της Θήβας και θυμάται όλη την ιστορία με το Λάιο και τον Οιδίποδα. Και βήμα βήμα πως έφτασαν σε αυτό το τραγικό τέλος. Οι γιοι του ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης κρατούν φυλακισμένο τον πατέρα τους μέσα στο παλάτι. Τα δύο αδέρφια διεκδικούν το θρόνο της πόλης και δεν θα αργήσει η μάχη μεταξύ τους. Η Ιοκάστη μπαίνει στο παλάτι.

Η Αντιγόνη έρχεται, βλέπει το στρατό που βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης και μπαίνει στο παλάτι.

Εκείνη τη στιγμή πλησιάζουν γυναίκες από τη Φοινίκη από εκεί που κατάγεται ο Κάδμος, ο πρόγονός τους. Με προφύλαξη πλησιάζει ο Πολυνείκης, τον οποίο άδικα τον έδιωξε από την πόλη και του πήρε την εξουσία ο αδερφός του ο Ετεοκλής. Ο Πολυνείκης μπήκε στην πόλη μόνο και μόνο για τη μητέρα του την Ιοκάστη. Η οποία μόλις τον είδε τον αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα. Κλαίει γιατί είναι μακριά της, γιατί παντρεύτηκε μία ξένη. Κοντά τους φτάνει ο Ετεοκλής. Κανένας από τους δύο αδερφούς δεν υποχωρεί. Και οι δυο επιθυμούν την εξουσία της πόλης. Η Ιοκάστη τους συμβουλεύει. Και ο Ετεοκλής κακώς κρατά την εξουσία αφού έπρεπε να την παραδώσει στον αδερφό του και ο Πολυνείκης κακώς έχει φέρει στρατό έξω από την πόλη του.

Τα δύο αδέρφια τσακώνονται άσχημα και υπόσχονται ότι θα λύσουν τις διαφορές τους με το σπαθί στο πεδίο της μάχης.

Η μάχη είναι έτοιμη να αρχίσει και ο Κρέοντας έχει τις αμφιβολίες τους για την παράταξη του στρατού. Στις πύλες της πόλης της Θήβας θα σταθούν επτά στρατηγοί, εκεί θα είναι και ο Ετεοκλής που εύχεται να αντιμετωπίσει τον αδερφό του.

Έξω από το παλάτι φτάνει ο Τειρεσίας με τον Κρέοντα. Ο Τειρεσίας προφητεύει ότι η πόλη θα σωθεί με τη θυσία του Μενοικέα του γιου του Κρέοντα.

Η μάχη έγινε και η Ιοκάστη με χαρά ακούει ότι οι δυο γιοι της δεν σκοτώθηκαν και ότι η πόλη της γλίτωσε τον κίνδυνο. Μα τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να μονομαχήσουν. Η Ιοκάστη μαζί με την Αντιγόνη τρέχουν προς το μέρος τους. Η μονομαχία τελείωσε και οι γιοι της Ιοκάστης είναι νεκροί. Η μητέρα τους δεν άντεξε στο θέαμα και αυτοκτόνησε πάνω από τα πτώματά τους.

Τώρα την εξουσία της πόλης την έχει ο Κρέοντας ο οποίος αποφασίζει να εξορίσει τον Οιδίποδα. Ο δε Ετεοκλής θα ταφεί και Πολυνείκης θα μείνει άταφος. Η Αντιγόνη πηγαίνει στην εξορία μαζί με τον πατέρα της Οιδίποδα.

ΡΗΣΟΣ

Μέσα στη νύχτα στρατιώτες πάνε στη σκηνή του Έκτορα και τον ξυπνούν. Υπάρχει κινητικότητα στο ελληνικό στρατόπεδο και πρέπει να είναι και αυτοί σε ετοιμότητα. Ο στρατός πρέπει να οπλιστεί γιατί οι Αχαιοί θα θέλουν να το σκάσουν.

Ο Αινείας θεωρεί τον Έκτορα επιπόλαιο που νόμισε ότι οι Αχαιοί θα εγκαταλείψουν τόσο εύκολα τη μάχη. Το σοφότερο είναι να στείλουν κατάσκοπο και ο καταλληλότερος είναι ο Δόλωνας. Θα ντυθεί με λυκοτόμαρο και θα πλησιάσει το στρατόπεδο των εχθρών.

Στον Έκτορα πλησιάζει ένας βοσκός που του αναγγέλλει ότι έρχεται ως σύμμαχος ο Ρήσος από τη Θράκη. Είναι έτοιμος να πολεμήσει και να νικήσει τους Αχαιούς. Μάλιστα ανακοινώνει και τα σχέδιά του να κατακτήσει την Ελλάδα, και ζητάει για αυτό τη συνδρομή του Έκτορα. Ο Ρήσος επιθυμεί να πολεμήσει απέναντι από τον Αχιλλέα, και όταν ακούει ότι αυτός δεν πολεμάει, απογοητεύεται. Μα δεν το βάζει κάτω. Υπάρχει και ο Διομήδης, ο Οδυσσέας.

Οι ώρες περνούν και ο Δόλωνας δεν φαίνεται.

Στο τρωικό στρατόπεδο, μπαίνουν προσεκτικά ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Το σκοτάδι τους προφυλάσσει. Ο Δόλωνας είχε συλληφθεί και είχε μαρτυρήσει τα πάντα, το σύνθημα και που κοιμάται ο Έκτορας. Ευκαιρία, λοιπόν, να τον σκοτώσουν. Ο Έκτορας όμως λείπει. Μήπως πρέπει να σκοτώσουν κάποιον άλλον, για να μη γυρίσουν πίσω άπραγοι;

Μέσα στο σκοτάδι, εμφανίζεται στους δύο άντρες, οι θεά Αθηνά. Τους παροτρύνει να σκοτώσουν το Ρήσο. Τους δείχνει μάλιστα και τη σκηνή του. Ο Διομήδης θα τον σκοτώσει και ο Οδυσσέας θα του πάρει τα άλογα. Την επιθυμία τους την σταματά ο ερχομός του Πάρη. Η θεά Αθηνά τον παραπλανά μέχρι να ολοκληρώσουν την αποστολή τους οι δύο Έλληνες.

Οι Τρώες όμως τους πήραν χαμπάρι.

Ο ηνίοχος του Ρήσου εμφανίζεται πληγωμένος. Εξιστορεί τα όσα συνέβησαν. Ο Έκτορας πλησιάζει τρέχοντας. Τι ντροπή!

Το πιο παράξενο όμως είναι που ο ηνιόχος του Ρήσου κατηγορεί τον Έκτορα ότι αυτός σκότωσε τον αφέντη του. Διαφορετικά δεν εξηγείται πως οι Τρώες δεν έχουν απώλειες.

Ο Έκτορας υποστηρίζει ότι αυτό είναι δουλειά του Οδυσσέα. Τον ισχυρισμό του επιβεβαιώνει και η μούσα Τερψιχόρη, η μητέρα του Ρήσου που εμφανίζεται μπροστά τους.

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

ΑΧΑΡΝΕΙΣ

Ο Δικαιόπολης, Αθηναίος πολίτης, πήγε στην Πνύκα για να παρακολουθήσει τη συνέλευση του λαού. Ο ίδιος είναι πολύ στενοχωρημένος. Πρέπει να μιλήσουν για την ειρήνη, ο πόλεμος δεν πάει άλλο. Όταν αρχίζει η συνέλευση ο κήρυκας καλεί πρώτα τους πρεσβευτές. Εμφανίζονται κάτι κοιλαράδες, με όλα τα χρυσά του κόσμου πάνω τους. Καλοπερασάκηδες. Αυτοί θα ενδιαφερθούν να κλείσουν ειρήνη για μας; Αναρωτιέται ο Δικαιόπολης. Οι κλέφτες και οι απατεώνες; Τους γυρνάει την πλάτη και φωνάζει τον Αμφίθεο. Τον στέλνει στην Σπάρτη να αγοράσει ένα μπουκάλι ειρήνη που θα διαρκεί για τριάντα χρόνια. Όταν ο Αμφίθεος γύρισε από την αποστολή ήταν τρομαγμένος γιατί τον κυνηγούσαν με άγριες διαθέσεις οι καρβουνιάρηδες από τις Αχαρνές. Οι Αχαρνείς ήταν ενάντια στην ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Ο Δικαιόπολης προσπαθεί να τους ηρεμήσει και αυτοί πείθονται να τον ακούσουν πριν τον σπάσουν στο ξύλο. Ο Δικαιόπολης τρέχει στο σπίτι του Ευριπίδη που είναι δίπλα στο δικό του για να δανειστεί κουρέλια από τους ήρωές του. Έτσι ρακένδυτος και αξιολύπητος εμφανίζεται στους οργισμένους καρβουνιάρηδες. Τους μιλάει για τα αγαθά της ειρήνης. Τους θυμίζει τις αστείες αφορμές από τις οποίες ξέσπασε ο πόλεμος. Τονίζει τα κακά και τις δυστυχίες που έχουν τώρα. Οι Αχαρνείς αρχίζουν να διχάζονται. Βρε λες να έχει δίκιο ο Δικαιόπολης; Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο στρατηγός Λάμαχος που είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος για πόλεμο. Ο Δικαιόπολης τον ειρωνεύεται.

Ο ΔΙκαιόπολης χαράζει τα σύνορά τους γύρω από το σπίτι του. Αυτή θα είναι η ελεύθερη αγορά. Στο σπίτι του έρχεται ένας Μεγαρίτης που από την πολύ πείνα του πουλάει τις δύο μικρές του κόρες για γουρουνάκια. Όλη την ώρα ένας συκοφάντης, ένας καταδότης κατασκοπεύει το Δικαιόπολη. Ένας Βοιωτός έρχεται στην ελεύθερη αγορά και πουλάει όλα τα αγαθά στο Δικαιόπολη. Για αντάλλαγμα παίρνει χειροπόδαρα δεμένο τον καταδότη.

Τώρα σιγά σιγά όλοι του ζητάνε να τους δώσει μία σταγόνα από την ειρήνη. Αυτός όμως δεν δίνει ούτε στο Λάμαχο που ζήτησε ούτε στο γεωργό που τον επισκέφτηκε. Μόνο σε μία νύφη δίνει αφού οι γυναίκες δεν φταίνε για τον πόλεμο. Ο ΔΙκαιόπολης ετοιμάζεται για το γλέντι και ο Λάμαχος για τον πόλεμο.

Ο Δικαιόπολης πίνει και χορεύει ενώ ο Λάμαχος τραυματίζεται σοβαρά στη μάχη.

ΙΠΠΕΙΣ

Ο Δημοσθένης και ο Νικίας είναι δούλοι και μάλιστα στενοχωρημένοι. Αφέντης τους είναι ο Δήμος που έχει βέβαια τις ιδιοτροπίες του. Μα από τότε που τον πλεύρισε ο κατεργάρης το Παφλαγόνας άλλαξε προς το χειρότερο. Τον γλυκοπιάνει τον αφέντη τους και τον εθίζει στην ευκολία. Τον ξεγελάει, κλέβει αλλονών και τα σερβίρει για δικά του. Τον έχει γεμίσει με ψευτιές και συκοφαντίες. Πως θα απαλλαγούν από αυτόν; Αναρωτιούνται. Ας πιούνε να κατεβάσουν καμία ιδέα. Για αρχή κλέβουν το χρησμό που φυλάει με προσοχή ο Παφλαγόνας. Ο χρησμός λέει ότι ο αχρείος θα χαθεί από έναν πωλητή σαλαμιών. Ο Αγοράκριτος, ο αλλαντοπώλης, πλησιάζει τους δύο δούλους. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας τον πείθουν ότι αυτός είναι ο άξιος διεκδικητής της εξουσίας. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει από το σπίτι, οργισμένος ο Παφλαγόνας. Ο Αγοράκριτος στην αρχή τρομοκρατείται, αλλά έρχονται σε συμπαράστασή του οι Ιππείς. Ο καβγάς ανάβει για τα καλά. Ο Παφλαγόνας και ο Αγοράκριτος αλληλοκατηγορούνται. Οι Ιππείς κατηγορούν τον Παφλαγόνα για ψεύτη, δόλιο, απατεώνα και κλέφτη. Οι συκοφαντίες δίνουν και παίρνουν. Ο Παφλαγόνας υπερηφανεύεται ότι κανείς δεν τον περνάει στην αδιαντροπιά. Οι δύο άντρες τρέχουν στη Βουλή για να καταδώσει ο ένας τον άλλον και να πάρουν με το μέρος τους την εύνοια του λαού. Ο Αγοράκριτος νικάει τον Παφλαγόνα. Και οι δύο έταξαν στο λαό και κέρδισε αυτός που έδωσε περισσότερα. Ο Παφλαγόνας δεν μπορεί να το χωνέψει ότι έχασε. Και οι δύο πάνε έξω από την πόρτα του Δήμου. Τον καλούν να βγει από το σπίτι του και του λένε πόσο τον αγαπούν. Γίνεται ένας διαγωνισμός στα λόγια για να αποδείξουν ποιος νοιάζεται περισσότερο. Ο Αγοράκριτος κατακτά και το Δήμο. Οι δύο άντρες φέρνουν χρησμούς, ύστερα φέρνουν από ένα καλάθι γεμάτο με διάφορα τρόφιμα. Συνεχίζουν ποιος θα καλοπιάσει πιότερο το Δήμο. Μέχρι που ο Παφλαγόνας παραδέχεται την ήττα του. Με τη νίκη του Αγοράκριτου, η Αθήνα αποκτά την παλιά της αίγλη. Ο Αγοράκριτος χαρίζει στο Δήμο την τριαντάχρονη συνθήκη που είχε φυλακισμένη ο Παφλαγόνας.

ΟΙ ΝΕΦΕΛΕΣ

Ο Στρεψιάδης είναι ανήσυχος. Έχει αγωνία για τα χρέη του αλλά και για το γιο του. Τα χρέη τα έκανε εξαιτίας του γιου του που του αρέσουν τα άλογα. Τώρα έχει έρθει σε αδιέξοδο και σπάει το κεφάλι του να βρει τρόπο να ξεχρεώσει. Μήπως ο γιος του πρέπει να αλλάξει τρόπο ζωής; Καλό θα ήταν να γίνει μαθητής του Σωκράτη. Να μαθητεύσει στο εργαστήρι των σοφών. Να μάθει ο Φειδιππίδης, ο γιος του, πως νικά ο άδικος λόγος τον δίκαιο. Του το λέει και αυτός αρνείται και τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση να γίνει ο ίδιος ο Στρεψιάδης μαθητής του Σωκράτη. Μπαίνει στο εργαστήρι. Βιβλία, χάρτες και όργανα βρίσκονται παντού. Όλοι εκεί μέσα φαίνεται πως κάτι ερευνούν. Ο Στρεψιάδης θαυμάζει ένα χάρτη του κόσμου. Εκεί σε μία γωνιά βρίσκεται ο Σωκράτης και παρατηρεί τον Ήλιο.

Ο Στρεψιάδης τον φωνάζει και του ζητά να του μάθει τη ρητορική για να ξεφεύγει από τα χρέη. Οι δύο άντρες βγαίνουν από το κτίριο. Μόνο που πρέπει να πιστέψει στις θεές Νεφέλες. Ο Σωκράτης του υπόσχεται ότι θα γίνει πρώτος ρήτορας και κάνει τη σχετική δέηση στις θεές. Οι Νεφέλες με μορφή γυναικών πλησιάζουν με αστραπές και βροντές.

Ο Στρεψιάδης αναρωτιέται αν οι Νεφέλες είναι θεές τότε ο Δίας τι είναι; Σίγουρα όχι θεός το διαβεβαιώνει ο Σωκράτης.

Ο καημένος ο Στρεψιάδης είναι έτοιμος να πιστέψει σε όποιον θεό, αρκεί να αποκτήσει την ικανότητα να ξεφεύγει από αυτούς που τους χρωστάει.

Είναι καιρός να αρχίσουν τα μαθήματα, μπαίνουν στο σπουδαστήριο και βγαίνουν μετά από ώρα. Ο Σωκράτης το θεωρεί χωριάτη και ανίκανο να μάθει το οτιδήποτε.

Είναι αλήθεια ότι ο Στρεψιάδης δυσκολεύεται και στα εύκολα. Σιγά σιγά όμως με τη βοήθεια του Σωκράτη του κατεβαίνουν ιδέες μα στο τέλος τα κάνει θάλασσα.

Στην απελπισία του ο Στρεψιάδης στρέφεται πάλι στο γιο του. Τελικά τον σπρώχνει να πάει στο Σωκράτη.

Στη σκηνή εμφανίζονται ο Δίκαιος και ο Άδικος λόγος και συναγωνίζονται να κερδίσουν με τα επιχειρήματά τους το Φειδιππίδη. Και οι δύο λόγοι επιχειρηματολογούν. Στο τέλος όμως ο Δϊκαιος λόγος χάνει.

Περνά ο καιρός και ο Φειδιππίδης είναι έτοιμος, έχει πια αέρα και από τις κινήσεις του φαίνεται η άνεση και η ευχέρεια του λόγου του.

Έξω από το σπίτι του Στρεψιάδη έρχεται ένας δανειστής του ο Πασίας. Μα δεν παίρνει τίποτα από τα χρωστούμενα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αμυνία ο οποίος είχε δανείσει στο γιο του, το Φειδιππίδη. Τίποτα από τα χρωστούμενα δεν επιστρέφεται.

Δεν περνά πολύ ώρα και ο Στρεψιάδης βγαίνει από το σπίτι κυνηγημένος από το γιο του ο οποίος και τον έδειρε και επιχειρηματολογεί για το δίκιο που έχει που έδειρε τον πατέρα του.

Ο Στρεψιάδης μετανιώνει για όλα και ως μόνη λύση βλέπει να βάλει φωτιά στο σπουδαστήριο του Σωκράτη.

ΟΙ ΣΦΗΚΕΣ

Οι δούλοι Σωσίας και Ξανθίας φυλάνε έξω από το σπίτι του Φιλοκλέωνα. Είναι βράδυ όμως και νυστάζουν. Ο Βδελυκλέωνας έχει βάλει τους δούλους να φυλάνε να μη φύγει από το σπίτι ο πατέρας του Φιλοκλέωνας. Ο γέρος έχει μανία να δικάζει. Που τον χάνεις που τον βρίσκεις στα δικαστήρια.

Ο Βδελυκλέωνας ξύπνησε και ψάχνει τον πατέρα του. Όλες οι τρύπες στο σπίτι είναι κλειστές και από πουθενά δεν μπορεί να φύγει. Ο γέρος κάνει να κρυφτεί κάτω από το γάιδαρο, μα τον πιάνουνε. Σε λίγο θα έρθουν και άλλοι γέροι να φωνάξουν το Φιλοκλέωνα. Αυτοί σαν τις σφήκες έχουν ένα κεντρί που τους κρέμεται από τη μέση.

Και να δεν αργούν να έρθουν οι σφηκόμορφοι γέροι. Φτάνουν και αναζητούν το Φιλοκλέωνα.

Ο Φιλοκλέων εμφανίζεται από έναν φεγγίτη ψηλά στο σπίτι και λέει στους συντρόφους του ότι είναι φυλακισμένος. Ο γέρος πατέρας προσπαθεί να κατέβει κρυφά μα ο γιος του ξυπνά.

Όλοι μαζεύονται έξω από το σπίτι.

Οι γέροι απειλούν να κεντρίσουν το Βδελυκλέωνα αν δεν ελευθερώσει τον πατέρα του.

Πατέρας και γιος ανταλλάσσουν επιχειρήματα για τις δίκες. Έτσι αρχίζει μεταξύ τους μία λεκτική μάχη. Ο γέρος πατέρας όμως δεν αλλάζει με τίποτα την επιθυμία του να δικάζει. Η πρόταση του Βδελυκλέωνα αρέσει στον πατέρα του. Ας δικάζει όσα γίνονται στο σπίτι.

Ο Βδελικλέων ετοιμάζει το προσωπικό δικαστήριο του πατέρα του.

Όλα είναι έτοιμα.

Η πρώτη δίκη έχει να κάνει με το σκύλο του σπιτιού που έφαγε το τυρί.  Έρχονται μάρτυρες πολλοί, μεγάλοι και μικροί σκύλοι, μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Με τέχνασμα του Βδελυκλέωνα ο σκύλος αθωώνεται.

Ο γιος προσπαθεί να ντύσει με καλύτερα ρούχα τον πατέρα του που όμως αντιστέκεται. Θα πάνε σε ένα συμπόσιο σε λίγο, θα βρεθούν με κόσμο και ο πατέρας Φιλοκλέωνας όχι μόνο πρέπει να είναι ευπρεπώς ντυμένος μα και να μιλάει πολιτισμένα. Ο γέρος πατέρας όμως τα έκανε θάλασσα. Μέθυσε, πρόσβαλε ανθρώπους που τον απειλούν τώρα με μήνυση.

ΕΙΡΗΝΗ

Έξω από το σπίτι του Τρυγαίου στέκονται οι δύο υπηρέτες του και ζυμώνουν. Ζυμώνουν κοπριά για να φάει το τεράστιο σκαθάρι που βρίσκεται μέσα στο στάβλο. Ο Τρυγαίος βγήκε από το σπίτι του, έβγαλε το σκαθάρι από το στάβλο, το καβάλησε και πέταξε μακριά. Προορισμός του είναι το παλάτι των θεών, θέλει να ρωτήσει το Δία τι θα κάνει με τους Έλληνες. Ο Τρυγαίος φτάνει στο παλάτι του Δία μα δεν βρίσκει κανέναν μέσα. Μόνο ο Ερμής έμεινε να φυλάει κάποια αντικείμενα. Οι Θεοί έφυγαν μακριά γιατί είχαν θυμώσει με τους Έλληνες που μόνο στον πόλεμο είχαν το νου τους. Ο θεός Πόλεμος, λοιπόν, είχε βρει την ευκαιρία και είχε φυλακίσει την Ειρήνη σε μία σπηλιά εκεί δίπλα. Μπροστά από τον Τρυγαίο και τον Ερμή εμφανίζεται ο Πόλεμος. Κρατάει στο χέρι του ένα μεγάλο γουδί και μέσα σε αυτό ρίχνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Θα τις λιώσει όλες μα χρειάζεται ένα γουδοχέρι. Ο υπηρέτης του δεν βρίσκει πουθενά, τότε ο Πόλεμος φεύγει για να βρει ο ίδιος το γουδοχέρι.

Ευκαιρία τώρα που έφυγε ο Πόλεμος να μαζευτούν όσοι περισσότεροι μπορούν για να βγάλουν τις πέτρες από την είσοδο της σπηλιάς και να ελευθερώσουν την Ειρήνη. Ο Ερμής προσπαθεί να εμποδίσει τον κόσμο να την ελευθερώσει μα στο τέλος πείθεται να βοηθήσει. Και νάτη η θεά εμφανίζεται μπροστά τους ελεύθερη. Η Ειρήνη όμως τα έχει με τους ανθρώπους. Δεν τους μιλά γιατί τους θεωρεί άμυαλους και όλο στον πόλεμο καταλήγουν. Με ελευθερωμένη τα θεά ο Τρυγαίος τακτοποιεί κάοιες λεπτομέρειες και γυρνάει χαρούμενος σπίτι του. Αρχίζει τις ετοιμασίες για να παντρευτεί την Οπώρα, τη συντρόφισσα της Ειρήνης. Έξω από το σπίτι του ετοιμάζονται να θυσιάσουν ένα αρνί προς τιμήν της θεάς. Όσοι αγαπούσαν τον πόλεμο και είχαν συμφέροντα από αυτόν δεν έχουν τύχη πια.

Όσοι έφτιαχναν όπλα έχασαν τη δουλειά τους. Το γλέντι έχει αρχίσει.

ΟΡΝΙΘΕΣ

Ο Πισθέτερος και ο Ευελπίδης κρατάνε στα χέρια τους από ένα πουλί.  Τους ακολουθούν δύο δούλοι. Έχουν προχωρήσει πολύ και ακόμη δεν ξέρουν που έχουν φτάσει. Ψάχνουν να βρουν τον Τηρέα που πρώτα ήταν άνθρωπος και μετά έγινε φτερωτό πουλί, τσαλαπετεινός. Μπροστά τους εμφανίζεται ο υπηρέτης του τσαλαπετεινού.  Σε λίγο εμφανίζεται και ο Τηρέας με μεγάλα και μαδημένα φτερά και ένα αστείο ράμφος.

Ο Πισθέτερος και ο Ευελπίδης εξηγούν στον Τηρέα γιατί τον ζητούν. Θέλουν να τους πει ένα μέρος, μία πόλη που να περνάνε καλά. Γιατί όμως τα ίδια τα πουλιά να μη φτιάξουν μία δική τους πόλη; Τα πουλιά βρίσκονται ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Αυτά λοιπόν μπορούν να ελέγχουν τη θυσία να πηγαίνει στους θεούς.

Όλα τα πουλιά μαζεύονται. Τους εξηγούν το σχέδιο. Οι δύο άντρες τους μαθαίνουν τη σπουδαιότητα των πουλιών. Πρέπει όμως να ξυπνήσουν, να εκμεταλλευτούν τη δύναμή τους. Ο Πισθέτερος και ο Ευελπίδης θα μείνουν μαζί με τα πουλιά. Θα φάνε μάλιστα και από μία ρίζα και θα βγάλουν φτερά στους ώμους.

Σειρά έχει η ονομασία της πόλης. Ποιο όνομα πρέπει να έχει; Νεφελοκοκκυγία. Αυτό θα έχει.

Ο Πισθέτερος ετοιμάζεται για θυσία. Κάνει δέηση στους φτερωτούς θεούς. Τον πλησιάζει ένας ποιητής, ένας χρησμολόγος, ένας γεωμέτρης ο Μέτωνας, ένας επιθεωρητής με δύο κάλπες στα χέρια του, ένας πωλητής νόμων κρατώντας στα χέρια του παπύρους ο καθένας για το δικό του λόγο μα οι περισσότεροι έφυγαν κυνηγημένοι.

Τα πουλιά έχτισαν γρήγορα ένα τείχος, μα ένας θεός, φτερωτός, μπήκε μέσα στο χώρο τους. Αυτό απαγορεύεται.  Πρέπει οι θεοί του Ολύμπου να μάθουν ότι θεοί είναι τώρα τα πουλιά. Κήρυκας έρχεται και ενημερώνει ότι οι άνθρωποι τώρα τιμούν τον Πισθέτερο. Έρχεται ένας νέος που γίνεται φρουρός.

Μετά έρχεται ο ποιητής Κινησίας και έπειτα ένας καταδότης.

Τον Πισθέτερο πλησιάζει ο Προμηθέας. Του λέει ότι ο Δίας ξόφλησε αφού αυτοί του έκοψαν την επικοινωνία με τους ανθρώπους. Ο Ποσειδώνας και ο Ηρακλής ψάχνουν τον Πισθέτερο. Έχουν έρθει για ειρήνη.

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

Η Λυσιστράτη είναι έξω από το σπίτι της και ανυπομονεί να έρθουν οι άλλες γυναίκες. Έχουν αργήσει πολύ. Θα έρθουν γυναίκες από την Πελοπόννησο, τη Βοιωτία, την Αθήνα και αλλού. Και να που σιγά σιγά μαζεύονται στη συνάντηση.

Η Λυσιστράτη εξηγεί στις γυναίκες το λόγο που τις φώναξε. Ο πόλεμος τους έχει ρημάξει όλους. Πρέπει να πείσουν τους άντρες τους να κάνουν ειρήνη. Και θα τους πείσουν μόνο αν κάνουν αποχή από τον έρωτα. Οι γυναίκες την ακούν μα δυσκολεύονται να δεχτούν την αποχή. Στο τέλος όμως συμφωνούν. Ορκίζονται ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία μέχρι να νικήσουν. Μέχρι να πείσουν τους άντρες τους να παρατήσουν τα τερτίπια του πολέμου.

Τη στιγμή που μιλούσαν κάποιες άλλες γυναίκες –κατ΄ εντολήν της Λυσιστράτης- πήγαν στην Ακρόπολη και την κατέλαβαν.

Οι ξένες γυναίκες σύμφωνες μεταξύ τους, φεύγουν για τις πόλεις τους και οι Αθηναίες πηγαίνουν στην Ακρόπολη.

Γέροντες άντρες τρέχουν εξαγριωμένοι στον ιερό βράχο.  Θέλουν να βάλουν φωτιά στις γυναίκες που έδειξαν τόσο θράσος. Ταμπουρωμένες αυτές απαιτούν το δίκιο τους. Τις πλησιάζει ο Πρόβουλος της πόλης με τοξότες.

Όλοι οι άντρες με λοστούς προσπαθούν να ανοίξουν την πύλη της Ακρόπολης. Κάνουν οι τοξότες να συλλάβουν τις γυναίκες και αποτυγχάνουν. Αναγκαστικά, λοιπόν, οι άντρες έρχονται σε διάλογο μαζί τους.

Ο πόλεμος πρέπει να σταματήσει για αυτό είναι οι γυναίκες στην Ακρόπολη για να σώσουν τους άντρες, οι οποίοι μέχρι τώρα όλα λάθος τα έκαναν.

Ήρθε η σειρά της γυναίκας να βάλει νόμους. Απαγορεύεται, για αρχή,  οι άντρες να κυκλοφορούν στην αγορά οπλισμένοι.

Ο Πρόβουλος αγανακτισμένος χωρίς να βγάλει άκρη με τις γυναίκες, φεύγει.

Οι γυναίκες στην Ακρόπολη άρχισαν να έχουν και αυτές πρόβλημα μακριά από τους άντρες τους και η Λυσιστράτη αδυνατεί να τις πειθαρχήσει.

Ο Κινησίας, ο άντρας της Μυρρίνης, φτάνει στο βράχο με κάθε προφύλαξη. Μα η γυναίκα του δεν πλαγιάζει μαζί του αν δεν συμφωνήσει στην ειρήνη.

Οι Σπαρτιάτες έρχονται και ζητούν ειρήνη. Η αποχή από τις γυναίκες τους δεν αντέχεται.

Τελικά οι άντρες πείθονται και συνάπτουν ειρήνη. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες συμφωνούν. Η συμφιλίωση είναι γεγονός.

Ώρα για γλέντι και χορό.

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ

Ο Ευριπίδης έρχεται έξω από το σπίτι του ποιητή Αγάθωνα. Μαζί του είναι και ένας ηλικιωμένος συγγενής του. Ο Ευριπίδης λέει στον υπηρέτη του Αγάθωνα να φωνάξει το αφεντικό του να βγει από το σπίτι.

Ο ποιητής είναι αναστατωμένος γιατί σήμερα οι γυναίκες στο ναό των Θεσμοφόρων θα συνεδριάσουν για να βρουν τρόπο να εξοντώσουν τον Ευριπίδη. Ότι τάχατες τις κακολογεί στα έργα του. Και θέλει ο Αγάθωνας να ντυθεί γυναίκα να πάει εκεί που θα τον δικάσουν και να τον υποστηρίξει.

Ο Αγάθωνας βγαίνει από το σπίτι του απαγγέλλοντας στίχους. Είναι ντυμένος γυναικεία γιατί γράφει για γυναίκα.

Ο Ευριπίδης του εξηγεί γιατί ήρθε σπίτι του. Του ζητάει να τον βοηθήσει μα ο Αγάθωνας αρνείται. Ο συγγενής του Ευριπίδη προσφέρεται ο ίδιος να τον βοηθήσει. Ξυρίζεται, βάζει γυναικεία ρούχα και πηγαινει στο Θεσμοφορείο όπου είναι και άλλες γυναίκες εκεί. Τον συνοδεύει μία Θρακιώτισσα δούλα με ένα πανέρι προσφορές. Η συζήτηση αρχίζει. Η πρόθεση είναι να τιμωρηθεί ο Ευριπίδης. Το λόγο παίρνουν οι γυναίκες που θέλουν να μιλήσουν. Καμιά τους δεν εκτιμά τον ποιητή, θεωρούν ότι τις προσβάλει παράφορα. Το λόγο πήρε ο συγγενής και υποστήριξε τον Ευριπίδη. Οι άλλες θύμωσαν.

Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο Κλεισθένης ντυμένος γυναίκα και τις πληροφορεί για το συγγενή του Ευριπίδη που ντύθηκε γυναίκα και είναι ανάμεσά τους. Οι γυναίκες δεν αργούν να ανακαλύψουν ποιος είναι ο άντρας ανάμεσά τους.

Ο συγγενής τρομοκρατημένος αρπάζει ένα βρέφος και πάει στο βωμό. Θέλει να τον αφήσουν να φύγει. Το μωρό αποδεικνύεται ότι ήταν ένα φλασκί κρασί.

Τις γυναίκες πλησιάζει ο Ευριπίδης μεταμφιεσμένος ναυαγός του Μενελάου. Μα δεν καταφέρνει να πάρει το συγγενή του πίσω. Ένας πρύτανης έρχεται κοντά τους. Η βουλή ψήφισε να τιμωρηθεί γιατί έκανε ατιμία.

Αυτή τη φορά ζυγώνει ο Ευριπίδης ντυμένος Περσέας. Θα κάνει πάλι προσπάθεια να ελευθερώσει το συγγενή του. Και πάλι δεν μπορεί. Την τρίτη όμως φορά που ντύθηκε γριά κατάφερε να ξεγελάσει το φύλακα του συγγενή του και έτσι τον έλυσε και έφυγαν τρέχοντας.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Ο Διόνυσος ντυμένος σαν τον Ηρακλή αλλά με αστεία μορφή, μαζί με τον Ξανθία το δούλο του πάνε προς το σπίτι του Ηρακλή. Ο Διόνυσος εξηγεί ότι θέλει να κατέβει στον Άδη να συναντήσει τον Ευριπίδη. Θέλει, λοιπόν, ο Ηρακλής να του δείξει το δρόμο για τον Άδη. Ο Ηρακλής του λέει ότι γρήγορα θα φτάσει άμα αυτοκτονήσει. Αυτό όμως δεν αρέσει στο Διόνυσο. Καλύτερα να ακολουθήσει το μονοπάτι του Ηρακλή.

Ο Διόνυσος μεταμορφωμένος σε Ηρακλή και ο Ξανθίας τραβάνε για τον Άδη. Φτάνουν στη λίμνη με το Χάρωνα και τη βάρκα. Αφού πέρασαν τη λίμνη περπατάνε στη χώρα των νεκρών. Ακούνε και βλέπουν διάφορα.

Τους πλησιάζουν άντρες μυημένοι στα μυστήρια.

Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το σπίτι του Πλούτωνα. Ο Διόνυσος και ο Ξανθίας στέκονται έξω από την πόρτα. Ο Διόνυσος όμως ήταν πολύ φοβιτσιάρης και βάζει το δούλο του να παραστήσει τον Ηρακλή και αυτός το δούλο. Βγαίνει μία παρακόρη της Περσεφόνης και τους καλοδέχεται. Βλέποντας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος ο Διόνυσος ξαναντύνεται Ηρακλής.

Συμβαίνουν καταστάσεις που άλλοτε επαινούν τον Ηρακλή και άλλοτε τον κατακρίνουν. Και αυτά τα εισπράττει ο Διόνυσος.

Έξω από το σπίτι του Πλούτωνα στέκεται ένας υπηρέτης και ο Ξανθίας. Από το σπίτι ακούγονται πολλές φωνές. Ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης τσακώνονται. Ο καλύτερος στην τέχνη κάθεται κοντά στον Πλούτωνα. Μέχρι τώρα καθόταν ο Αισχύλος, μα να που ήρθε στους νεκρούς και ο Ευριπίδης. Θα γίνει αγώνας να φανεί ο καλύτερος. Θα ζυγίσουν ποιανού η τραγωδία είναι καλύτερη.

Και να που από το σπίτι του Πλούτωνα βγαίνει ο Διόνυσος, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης. Οι δύο ποιητές λογομαχούν. Ο Ευριπίδης παρουσιάζεται με έπαρση. Αποκαλύπτει στους άλλους τα κόλπα που χρησιμοποιούσε ο Αισχύλος στα έργα του για να επηρεάσει τους θεατές. Ο Αισχύλος μιλάει για τους άθλιους ήρωες του Ευριπίδη. Η λογομαχία τους ανάβει. Η τεχνική τους, οι ήρωές τους, οι ιδέες τους, όλα μπαίνουν στο καζάνι της κριτικής.

Και ήρθε η ώρα της ζυγαριάς. Σαν εμπόρευμα θα ζυγιστούν οι ποιητές. Και οι δύο απαγγέλλουν στίχους τους και τους ζυγίζουν. Του Αισχύλου αποδεικνύονται βαρύτεροι.

Από το σπίτι βγαίνει ο Πλούτωνας. Ο Διόνυσος τους αποκαλύπτει ότι ήρθε στον Άδη για να πάρει τον πιο άξιο ποιητή μαζί του. Ο Διόνυσος αποφασίζει αυτός να είναι ο Αισχύλος.

ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΕΣ

Η μέρα δεν έχει χαράξει ακόμη και η Πραξαγόρα βγαίνει κρυφά από το σπίτι της. Δίπλα της μαζεύονται πολλές άλλες γυναίκες. Όλες μιλάνε σιγά μην τις ακούσουν. Μεταμφιέζονται σε άντρες, φορούν γένια, αντρικά ρούχα και παπούτσια, κρατάνε μαγκούρες. Το σχέδιο είναι απλό. Θα παρουσιαστούν ως άντρες στη συνέλευση του δήμου στην Πνύκα και θα ψηφίσουν να δοθεί η εξουσία στις γυναίκες. Οι πρόβες είναι απαραίτητες. Η Πραξαγόρα είναι αυτή που θα ανεβεί στο βήμα. Οι λόγοι που ισχυρίζονται ότι μπορούν να ασκήσουν την εξουσία είναι απλοί και λογικοί.

Όταν οι γυναίκες φεύγουν από τα σπίτια τους, οι άντρες τους τις ψάχνουν και αναγκαστικά φορούν γυναικεία ρούχα.

Ο Χρέμης έρχεται και ανακοινώνει τη νέα απόφαση της συνέλευσης.

Από εδώ και στο εξής οι γυναίκες θα κάνουν κουμάντο. Οι γυναίκες τώρα θα έχουν τις έγνοιες, θα τρέχουν στα δικαστήρια, θα τρέφουν τους δικούς τους.

Μόλις οι γυναίκες επιστρέφουν, πετούν τα μασκαρέματα και η Πραξαγόρα ανακοινώνει τους νέους νόμους.

Όλες οι γυναίκες θα είναι κοινές, μόνο που οι άντρες πρέπει να περνάνε πρώτα από τις άσχημες. Οι δούλοι θα καλλιεργούν τους αγρούς. Δεν θα υπάρχουν δικαστήρια και τέρμα στα τυχερά παιχνίδια.

Μία γριά διεκδικεί ένα νέο παλικάρι που θέλει να βρεθεί με τη νέα που αγαπά.

Και μαζεύονται και άλλες γριές, η μία χειρότερη από την άλλη και όλες θέλουν στο κρεβάτι τους το νέο.

Στην πόλη γίνεται γλέντι, κρασί και φαγητό σε αφθονία. Όλοι είναι καλεσμένοι.

ΠΛΟΥΤΟΣ

Ο Χρεμύλος μόλις βγαίνει από το μαντείο ακολουθεί ένα γέροντα τυφλό και κουρελή. Από πίσω του ακολουθεί ο δούλος του ο Καρίωνας.

Ποιος όμως είναι ο τυφλός; Θα πρέπει να το πει στο Χρεμύλο και τον Καρίωνα.

Ο γέρος αναγκάζεται να τους εξομολογηθεί ότι είναι ο Πλούτος. Ο Χρεμύλος του υπόσχεται να τον πάρει σπίτι του και να τον γιατρέψει από την τύφλωση. Έτσι θα πηγαίνει μόνο στους τίμιους. Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι του Πλούτου τον αγαπούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεό.

Η παρέα αυτή φτάνει έξω από το σπίτι του Χρεμύλου και ο  Καρίωνας τρέχει να φωνάξει τους φτωχούς χωριάτες.

Κοντά τους έρχεται ο φίλος του Χρεμύλου ο Βλεψίδημος. Έμαθε ότι ο φίλος του έγινε πλούσιος. Και φυσικά το φίλο του δεν θα τον αφήσει έτσι.

Πρέπει οι δύο φίλοι να πάνε τον τυφλό Πλούτο στο ναό του Ασκληπιού για να βρει το φως του. Μόνο έτσι θα έχουν και αυτοί καλό τέλος. Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίζεται η θεά Φτώχεια. Προσπαθεί να τους εμποδίσει να γιατρέψουν τον Πλούτο. Ισχυρίζεται ότι η ίδια κάνει καλό στους ανθρώπους. Αρχίζει ένας αγώνας μεταξύ του Χρεμύλου και της Φτώχειας.

Στο τέλος διώχνουν τη Φτώχεια κακήν κακώς. Ο Καρίωνας βγαίνει από το σπίτι μαζί με τον Πλούτο. Τον πάνε στο θεό Ασκληπιό όπου βρίσκει το φως του. Ο Καρίωνας τρέχει χαρούμενος πίσω να προφτάσει τα ευχάριστα. Τα λέει στους φτωχούς χωρικούς και στη γυναίκα του Χρεμύλου. Τώρα όλοι θα έρθουν στο σπίτι του Χρεμύλου, δίκαιοι και άδικοι να ζητήσουν λίγο από τον Πλούτο.

Έρχεται ένας δίκαιος να προσφέρει θυσία στο θεό. Έπειτα ένας καταδότης. Έρχεται και μία γριά που πρώτα είχε δικό της ένα νέο και όμορφο παλικάρι επειδή αυτή ήταν πλούσια και αυτός φτωχός. Τώρα όμως ο νέος δεν την έχει ανάγκη.

Και τέλος, έρχεται ο Ερμής. Θέλει και αυτός μερίδιο και θα μείνει μαζί τους. Όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη παρέα βαδίζουν προς το ναό του θεού.

Ελένη Νικολαίδου – Χρήστος Κάτσικας

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/565

Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, θεσμός της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, διδασκαλία και τέλεση θεατρικών παραστάσεων, επ’ ευκαιρία των εορτασμών του Διονύσου, αναπτύχθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο -κυρίως στην Αθήνα. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του.

Άποψη του θεάτρου της Επιδαύρου

Τα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου

Κάτοψη αρχαίου ελληνικού θεάτρου και τα μέρη σκηνής, ορχήστρας και κοίλου

Τα κύρια μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ήταν η σκηνή, η ορχήστρα και το κοίλον, με τα ακόλουθα επιμέρους μέρη:


Η σκηνή: ορθογώνιο, μακρόστενο κτίριο, που προστέθηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην περιφέρεια της ορχήστρας απέναντι από το κοίλον. Στην αρχή ήταν ισόγεια και χρησιμοποιούταν μόνο ως αποδυτήρια, όπως τα σημερινά παρασκήνια και τα καμαρίνια.
Το προσκήνιο: μια στοά με κίονες μπροστά από τη σκηνή. Ανάμεσα στα διαστήματα των κιόνων βρίσκονταν θυρώματα και ζωγραφικοί πίνακες (τα σκηνικά). Τα θυρώματα του προσκηνίου απέδιδαν τρεις πύλες, από τις οποίες έβγαιναν οι υποκριτές. Το προσκήνιο ήταν αρχικά πτυσσόμενο, πιθανώς ξύλινο.
Τα παρασκήνια: τα δύο άκρα της σκηνής που προεξέχουν δίνοντάς της σχήμα Π στην κάτοψη.
Οι πάροδοι: οι διάδρομοι δεξιά και αριστερά από τη σκηνή που οδηγούν στην ορχήστρα. Συνήθως σκεπάζονταν με αψίδες.

Η ορχήστρα: Η ημικυκλική (ή κυκλική, π.χ. Επίδαυρος) πλατεία στο κέντρο του θεάτρου. Συνήθως πλακόστρωτη. Εκεί δρούσε ο χορός.
Η θυμέλη: ο βωμός του Διονύσου στο κέντρο της ορχήστρας.
Ο εύριπος: αγωγός απορροής των υδάτων στην περιφέρεια της ορχήστρας από το μέρος του κοίλου.

Το κοίλον: όλος ο αμφιθεατρικός χώρος (με τα εδώλια, τις σκάλες και τα διαζώματα) γύρω από την ορχήστρα όπου κάθονταν οι θεατές.
Οι αναλημματικοί τοίχοι: οι τοίχοι στήριξης του εδάφους στα άκρα του κοίλου.
Οι αντηρίδες: πυργοειδείς τοίχοι κάθετοι προς τους αναλημματικούς που χρησιμεύουν στην καλύτερη στήριξή τους.
Τα διαζώματα: οριζόντιοι διάδρομοι που χωρίζουν τις θέσεις των θεατών σε οριζόντιες ζώνες.
Οι σκάλες: κλιμακωτοί εγκάρσιοι διάδρομοι για την πρόσβαση των θεατών στις θέσεις τους.
Οι κερκίδες : ομάδες καθισμάτων σε σφηνοειδή τμήματα που δημιουργούνται από τον χωρισμό των ζωνών με τις σκάλες.
Τα εδώλια: τα καθίσματα, οι θέσεις των θεατών.
Η προεδρία : η πρώτη σειρά των καθισμάτων όπου κάθονταν οι επίσημοι.

Το θέατρο του Διονύσου

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν το αρχαίο θέατρο στην ανάπτυξή του, θα χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα το θέατρο του Διονύσου, καθώς οι σωζόμενες τραγωδίες και κωμωδίες του 5ου και του 4ου π.Χ. αι. γράφτηκαν -τουλάχιστον οι περισσότερες- για να παιχτούν στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα. Το θέατρο του Διονύσου θεμελιώθηκε πιθανώς τον 6ο π.Χ. αι., στην περίοδο της δυναστείας των Πεισιστρατιδών. Έκτοτε ανοικοδομήθηκε και επεκτάθηκε πολλές φορές, και έτσι είναι δύσκολο να καθορίσουμε ποια ήταν η αρχική μορφή του.

Το θέατρο ήταν αρχικά μόνο ένα μέρος του περίβολου ή τεμένους του Διονύσου. Ο περίβολος περιείχε μόνο τον αρχαιότερο ναό του Διονύσου και ένα θυσιαστικό βωμό. Αργότερα προστέθηκε μια αίθουσα ή στοά εξαλείφοντας τον παλαιότερο ναό και χτίστηκε ένας δεύτερος ναός επεκτείνοντας τα όρια του περίβολου νότια. Η ψηλότερη σειρά θέσεων του θεάτρου υψωνόταν περίπου 35 μέτρα επάνω από το χαμηλότερο μέρος του περιβόλου, και πριν από την κατασκευή της στοάς και της σκηνής οι θεατές μπορούσαν να δουν το ναό και το θυσιαστικό βωμό από το θέατρο. Το πιο σημαντικό για τους Αθηναίους βέβαια ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος Διόνυσος (αντιπροσωπευόμενος από το λατρευτικό του άγαλμα στην μπροστινή σειρά) μπορούσε να βλέπει όχι μόνον τις παραστάσεις που δίνονταν προς τιμήν του, αλλά και τις θυσίες που προσφέρονταν στο βωμό του.

Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., ανοικοδομώντας την αρχαία ακρόπολη, ο Περικλής έχτισε το ωδείον ανατολικά του θεάτρου. Αυτό το κτήριο ήταν κατά προσέγγιση τετραγωνικό στη μορφή με μια στέγη που περιγράφηκε ως πυραμιδική ή κωνική. Το ωδείον του Περικλή χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως. Μία από τις χρήσεις του ήταν η τέλεση του προαγώνος, μια τελετή στην οποία οι δραματικοί ποιητές ανήγγειλαν τους τίτλους των έργων τους και εισήγαγαν τους ηθοποιούς τους. Επίσης, τα μέλη του χορού περίμεναν στο ωδείον για να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή.

Καθώς η ελληνική δραματουργία γεννήθηκε ταυτόχρονα με το χορό, το σημαντικότερο κομμάτι απόδοσης του έργου ήταν η ορχήστρα, δηλαδή η θέση για το χορό, (όρχησις). Ο τραγικός χορός συνίστατο από 12 ή 15 άτομα (χορευτές), πιθανώς νέους λίγο πριν τη στρατιωτική τους θητεία, μετά από μερικά χρόνια εκπαίδευσης. Οι Αθηναίοι άλλωστε διδάσκονταν τραγούδι και χορό από πολύ νεαρή ηλικία. Σε αντίθεση με τον πολυπληθή χορό, υπήρχαν μόνο τρεις ηθοποιοί στην αθηναϊκή τραγωδία του 5ου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η αρχική λέξη που απέδιδε την έννοια “ηθοποιός” ήταν υποκριτής, και υποδήλωνε τον ηθοποιό που απαντούσε στον χορό. Ο Θέσπης λέγεται πως εισήγαγε και ήταν ταυτόχρονα ο πρώτος ηθοποιός, ο πρωταγωνιστής. Η εισαγωγή ενός δεύτερου ηθοποιού (δευτεραγωνιστής) αποδίδεται στον Αισχύλο και του τρίτου (τριταγωνιστής) στον Σοφοκλή. Από τη μακρινή αρχαιότητα δεν έχουν διασωθεί έργα με έναν μόνο ηθοποιό, αν και οι Πέρσες του Αισχύλου απαιτούν μόνο δύο ηθοποιούς.

Συνήθως κάθε ηθοποιός ανελάμβανε να υποδυθεί διάφορους ρόλους, και είναι συνήθως δυνατό να διαιρεθούν τα μέρη ομιλίας της ελληνικής τραγωδίας σύμφωνα με τους χαρακτήρες που βρίσκονται επί σκηνής. Συχνά η απόδοση των ρόλων είχε μια εσωτερική θεματική ενότητα, σχετική με το έργο. Αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που οι θεατές μπορούσαν να ξεχωρίζουν τους ηθοποιούς, παρά το γεγονός ότι ήταν καλυμμένοι με κοστούμια και μάσκες, καθώς υπήρχε βραβείο για τον καλύτερο ηθοποιό το 449 Π.Κ.Ε. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις ένας ενιαίος ρόλος μπορούσε να να κατανεμηθεί σε δύο ή περισσότερους ηθοποιούς, όπως στον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Οι τραγικοί ποιητές του 5ου π.Χ. αι., ειδικότερα ο Φρύνιχος και ο Αισχύλος όχι μόνο συνέθεταν τα έργα τους αλλά τα σκηνοθετούσαν, τα χορογραφούσαν και έπαιζαν σ’ αυτά ως ηθοποιοί. Ουσιαστικά δίδασκαν μέσω της θεατρικής παραγωγής, γεγονός που αποδίδει στην αρχαιοελληνική δραματουργία -εκτός του πολιτικού και θρησκευτικού-και παιδευτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, βάσει των επιγραφικών στοιχείων που διαθέτουμε, οι επιγραφές στις οποίες αναγράφονταν οι νικητές των δραματικών αγώνων οι θεατρικές παραστάσεις αποδίδονται ως διδασκαλίαι.

Η Σκηνή

Το ρωμαϊκό ωδείο στην Κω

Τα μόνα υπολείμματα αυτού του πρώτου θεάτρου, που χρησιμοποιήθηκε από τον Φρύνιχο, τον Αισχύλο και ενδεχομένως τον Σοφοκλή, είναι έξι από τις θεμέλιους λίθους του τοίχου της ορχήστρας. Σύμφωνα με τον Dorpfeld, που ανέσκαψε πρώτος την περιοχή, αυτοί οι λίθοι ήταν κάποτε τμήμα ενός κύκλου διαμέτρου 24-27 μέτρων. Η λιθοδομή πιθανώς δεν ήταν κυκλική αλλά μάλλον πολυγωνική -σχήμα που χρησιμοποιείτο στην πρώιμη κλασική εποχή. Η αρχική περιοχή των θέσεων για τους θεατές (θέατρον) πιθανώς δεν απαίτησε μεγάλη εκσκαφή της λοφοπλαγιάς, αλλά χρειάστηκε να υποστηλωθεί η ορχήστρα με υποστηρικτικούς τοίχους και να μεταφερθεί χώμα, προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο επίπεδο για το χορό (διθυραμβικό, τραγικό, κωμικό, κ.λπ.).

Η σκηνή βέβαια μάλλον δεν υπήρχε μέχρι το 460 π.Χ., καθώς η Ορέστεια του Αισχύλου είναι το πρωιμότερο υπάρχον δράμα που τη χρησιμοποιεί. Η υπόθεση των άλλων έργων του θα μπορούσε κάλλιστα να εκτυλιχθεί στην ορχήστρα, με τους ηθοποιούς και το χορό να δρουν στο ίδιο επίπεδο. Πριν επινοηθεί η σκηνή, η είσοδος του χορού γινόταν από δύο κεκλιμένες ράμπες που αποκαλούνταν είσοδοι και οδηγούσαν στην ορχήστρα.

Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες υποδεικνύουν ότι μεταξύ του 460 και του 431 π.Χ. (και πιθανώς στην περίοδο που χτίστηκε το ωδείο) η ορχήστρα μετατοπίστηκε βορειοδυτικά της αρχικής της θέσης και η λοφοπλαγιά εκσκάφθηκε περισσότερο προκειμένου να στερεωθούν καλύτερα τα ξύλινα καθίσματα. Η κατανομή των καθισμάτων πιθανώς γινόταν σε 10 σφηνοειδή χωρίσματα για τις δέκα αττικές φυλές. Κατά τον 4ο αιώνα αυτές οι σφηνοειδείς διατάξεις, ή κερκίδες, έγιναν 13 τον αριθμό, με την κεντρική -την καλύτερη δηλαδή, να έχει μεγαλύτερο εύρος.

Η σκηνή του 5ου αιώνα δεν ήταν μόνιμο κτήριο, αλλά μια προσωρινή ξύλινη κατασκευή που τοποθετείτο πίσω από την ορχήστρα για τις δραματικές αποδόσεις των ετήσιων γιορτασμών. Παρόλα αυτά η εφεύρεσή της επέφερε μια σημαντική αλλαγή στη θεατρική πρακτική και στον τρόπο με τον οποίο οι εκτελεστές και οι θεατρικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν το χώρο για να παράγουν νόημα. Το εσωτερικό αυτού του κτηρίου με την επίπεδη οροφή ήταν η περιοχή των σημερινών “παρασκηνίων”, ένας κλειστός χώρος που βρισκόταν υπό την εποπτεία και την κυριαρχία του θηλυκού στοιχείου, όπως ο αληθινός οίκος. Κατά κανόνα οι ηθοποιοί πρόβαλλαν από τη σκηνή και συναντούσαν το χορό στην ορχήστρα, αλλά δεν έχουμε καμία αναφορά που να υποδηλώνει το αντίθετο, δηλαδή την εισβολή του χορού στη σκηνή. Ο οίκος παραμένει κλειστός και απαραβίαστος για τα πλήθη, υποδηλώνοντας εν μέρει το απαραβίαστο της ατομικής ζωής, εν μέρει τη σημασία του οίκου στην παραγωγή κοινωνικών δρώμενων.

Μηχανισμοί και Προσωπεία

Οι θεότητες εμφανίζονταν ξαφνικά στη στέγη μέσω μιας καταπακτής. Χαρακτήρες που ίπταντο στον αέρα (όπως ο Βελλεροφόντης για παράδειγμα πάνω στον Πήγασο) μεταφέρονταν στον αέρα πάνω από το σκηνικό διάκοσμο με τη βοήθεια ενός απλού γερανού, που αποκαλείτο μηχανή ή γερανός. Η γνωστότερη χρήση της μηχανής συνέβη το 431 π.Χ., όταν ο Ευριπίδης τη χρησιμοποίησε στο τέλος της Μήδειας.

Με τη σειρά τους οι εσωτερικές σκηνές παρουσιάζονταν στη θέα του κοινού με τη βοήθεια του εκκυκλήματος, μιας χαμηλής κυλιόμενης πλατφόρμας που έφερε τον ανάλογο διάκοσμο και φυσικά τους ηθοποιούς. Το εκκύκλημα χρησιμοποιείτο συνήθως για να επιδειχθεί στο κοινό εκείνος που σκοτωνόταν στο εσωτερικό του οίκου ή χαρακτήρες που νοσούσαν.

Το μεγάλο μέγεθος του θεάτρου (στην τελική μορφή του χωρούσε 20.000 ανθρώπους) και η απόσταση ακόμη και των κοντινότερων θεατών από τους ηθοποιούς (περισσότερο από 10 μέτρα) υπαγόρευσε μια μη νατουραλιστική προσέγγιση στην ηθοποιία Όλες οι χειρονομίες έπρεπε να είναι ιδιαίτερα εκφραστικές σε καθορισμένα πρότυπα, ώστε να “διαβάζονται” από τις πίσω σειρές. Το ίδιο συνέβαινε και με τα πρόσωπα. Τα προσωπεία, οι μάσκες, έδειχναν περισσότερο “φυσικές” από τα γυμνά πρόσωπα στο θέατρο του Διονύσου, αν και είχαν το φυσικό μέγεθος του προσώπου και μεγάλο άνοιγμα στο στόμα για να επιτρέπουν την καθαρή ομιλία. Τα υλικά της κατασκευής τους ποίκιλαν. Άλλα ήταν καμωμένες από ξύλο, άλλα από δέρμα και άλλες από ύφασμα και αλευρόπαστα. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για κάθε υλικό ξεχωριστά, αλλά καθώς δεν έχουμε κάποιο αυθεντικό εύρημα στη διάθεσή μας, οι θεωρίες παραμένουν υποθέσεις. Οι πραγματικές πληροφορίες που διαθέτουμε είναι σκαλισμένοι λίθοι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως καλούπια και οι αγγειογραφικές απεικονίσεις.

Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής το θέατρο του Διονύσου ξαναχτίστηκε με μια πολυώροφη σκηνή και οι ηθοποιοί δημιούργησαν επαγγελματικό σωματείο, που ονομαζόταν οι “Καλλιτέχνες του Διονύσου”. Σε αυτή την περίοδο χτίστηκαν και άλλα θέατρα σε πολλά σημεία της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου του θεάτρου της Επιδαύρου. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση οι Ρωμαίοι έχτισαν ή ανασχεδίασαν θέατρα και σε άλλα σημεία στην Ελλάδα. Ωστόσο, το θέατρο σε αυτή την αρχική μορφή του παραμένει σημαντικό για εμάς, όχι τόσο για την αρτιότητα της κατασκευής του και τις επινοήσεις των θεατρικών διδασκάλων, αλλά για τη σημασία του ως θεσμού της πόλης-κράτους, ιδιαίτερα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση.

Θρησκεία – Εκπαίδευση – Πολιτική

Άποψη του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου

Όλες οι δραματικές παραστάσεις διδάσκονταν κατά τη διάρκεια των γιορτασμών προς τιμήν του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, ως θεός της γονιμότητας και της βλάστησης συνδέεται με το πάθος, την έκσταση των συμμετεχόντων στη λατρεία του, τη χαρά, τον τρόμο και κάλλιστα μπορεί να ενωθεί τόσο με την τραγωδία όσο και με την κωμωδία.

Σε γενικές γραμμές η τραγωδία διαθέτει άρρηκτους δεσμούς με τη μυθολογική παράδοση, καθώς οι ποιητές αντλούν το υλικό τους από το λατρευτικό υπόβαθρο της ηρωολατρείας και της λατρείας των θεών. Η παρουσία των θεών, άλλωστε, είναι καθοριστική στην ελληνική σκέψη και αποτελεί σημαντικό μέρος της ζωής της πόλης. Οι δραματικοί αγώνες διεξάγονται κατά τη διάρκεια θρησκευτικών γιορτασμών στην πόλη. Είναι αφιερωμένοι στο θεό Διόνυσο, έστω και αν ο θεός δεν αποτελεί το θέμα για τα περισσότερα έργα. Το ίδιο το θεατρικό κτήριο βρίσκεται εντός του ιερού χώρου του θεού και ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το συμβολισμό του. Η σκευή (προσωπείο/κοστούμι) συνδέεται άμεσα με βαθύτερα στρώματα της διονυσιακής λατρείας. Εξάλλου, το προσωπείο ανθρώπου που χρησιμοποιεί το δράμα εντάσσει τον υποκριτή στην κατηγορία των ηρώων, αφού τον χωρίζει από τον χορό-πολίτες, που αρχικά μάλλον δε φορούσε μάσκες. Ο διάλογος υποκριτή – χορού υποδηλώνει σε ένα βαθμό τον διάλογο που διεξάγει η πόλη με το ηρωικό παρελθόν της. Γενόμενος δράμα ο μύθος υφίσταται μια χωροχρονική επέκταση. Οι λόγοι και οι αντίλογοι των πρωταγωνιστών, όπως και η συνδιαλλαγή με το χορό προορίζονταν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος του έργου και αποκαλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα της πράξης. Κίνητρα που ενίοτε είναι σημαντικότερα από την ίδια την πράξη, γιατί είναι πύλες προς την ψυχολογική διερεύνηση του μυθολογικού υλικού. Αυτός είναι πιθανώς και ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή, η μέθεξη του κοινού είναι έντονη τόσο στις θρησκευτικές γιορτές όσο και στους δραματικούς αγώνες.

Στην Αθήνα γίνονταν συνολικά τέσσερις εορτές προς τιμήν του Διονύσου, κατά τους χειμερινούς και τους εαρινούς μήνες. Στα εν άστει Διονύσια, που τελούνταν στην αρχή της άνοιξης, κατά τον μήνα Ελαφηβολιώνα (Μάρτιος-Απρίλιος), διεξάγονταν οι δραματικοί αγώνες, που η προετοιμασία τους διαρκούσε τουλάχιστον έξι μήνες. Σε ανάμνηση της άφιξης του Διονύσου από τις Ελευθερές στην Αθήνα, γινόταν κάθε χρόνο η συμβολική αναπαράσταση του ταξιδιού του. Το λατρευτικό άγαλμα του θεού, την παραμονή και μετά τη δύση του ήλιου, κατέληγε στη μόνιμη θέση του στο ιερό, κοντά στο θέατρο. Όταν στην πόλη έφτανε η είδηση της παρουσίας του θεού, ξεκινούσε μία σειρά γιορταστικών και θεατρικών εκδηλώσεων. Η πρώτη μέρα των Μεγάλων Διονυσίων ξεκινούσε με τη μεγάλη πομπή της θυσίας, που κατέληγε μπροστά στο ναό του Διονύσου, ενώ δύο μέρες νωρίτερα (στη γιορτή του Ασκληπιού, την 8η ημέρα του μηνός Ελαφηβολιώνα), γινόταν η επίσημη παρουσίαση όλων των διαγωνιζομένων δραμάτων. Πριν από τις παραστάσεις τελούνταν θυσίες, που υπογραμμίζουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Μετά τη θυσία του ζώου έκαναν καθαρμούς ραντίζοντας με το αίμα το θέατρο και τους θεατές. Στη συνέχεια, και αφού οι κριτές καταλάμβαναν τις ειδικές τιμητικές θέσεις τους, άρχιζαν οι παραστάσεις, που έκλειναν με την ανάδειξη των νικητών του τραγικού αγώνα το βράδυ της πέμπτης ημέρας της εορτής. Στα Μεγάλα Διονύσια, οι τρεις τραγικοί ποιητές που λάμβαναν μέρος αγωνίζονταν με τέσσερα δράματα, τρεις τραγωδίες (τριλογία) και ένα σατυρικό δράμα, ενώ στην κωμωδία αγωνίζονταν πέντε ποιητές, που παρουσίαζαν ένα μόνον έργο τους. Στα Λήναια, που δεν είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα όπως τα Διονύσια, η τραγωδία είχε σαφώς υποδεέστερη θέση σε σχέση με την κωμωδία και έτσι έλειπε η συμμετοχή των μεγάλων τραγικών. Κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) διδάσκονταν τρεις κωμωδίες, η καθεμία μετά την τετραλογία κάθε τραγικού ποιητή.

Αρχαίο θέατρο Δελφών

Οι παράλληλες θεωρίες για την καταγωγή του θεάτρου ανιχνεύουν τους συσχετισμούς της τραγωδίας με θρησκευτικές εκδηλώσεις και θεσμικές τελετές της αρχαιοελληνικής κοινωνίας, που έχουν ενίοτε προταθεί ως προβαθμίδες του δράματος. Έτσι, η θεματική απομάκρυνση από το διονυσιακό υλικό και ο εντοπισμός του στους μύθους των ηρώων οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση της λατρείας των ηρώων ως πρωτογενούς υλικού του δράματος. Παράδειγμα αποτελεί το προσωπείο που τονίζει τη συγγένεια της τραγωδίας με τις ιερουργικές μεταμφιέσεις. Το τραγικό προσωπείο, όμως, από τη φύση και τη λειτουργία του, διαφέρει από την καθαρή θρησκευτική μεταμφίεση. Έχει μεν ιερουργικό υπόβαθρο, αλλά η διάσταση της μεταμφίεσης παραμένει ανθρώπινη, δίχως ανιμιστικές τάσεις. Ο ρόλος του είναι περισσότερο αισθητικός και το ιερουργικό στοιχείο κινείται στην ανθρώπινη εξελικτική γραμμή. Το προσωπείο μπορεί κοντά στα άλλα, να χρησιμεύει για να υπογραμμίζει την απόσταση, τη διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο στοιχεία που κατέχουν την τραγική σκηνή, στοιχεία αντίθετα και συνάμα πολύ στενά δεμένα. Από τη μία μεριά, έχουμε το χορό ένα συλλογικό πρόσωπο που το ενσάρκωνε ένα σώμα πολιτών και που κατ’ αρχήν φαίνεται δεν φορούσε προσωπείο, αλλά ήταν μόνο μεταμφιεσμένος, και από την άλλη μεριά έχουμε ένα τραγικό πρόσωπο, που το υποδυόταν ο ηθοποιός, ξεχωρίζοντας με το προσωπείο του από την ανώνυμη ομάδα χορού. Το προσωπείο ενσωματώνει το τραγικό πρόσωπο σε μια πολύ καθορισμένη κοινωνική και θρησκευτική κατηγορία, την κατηγορία των ηρώων.

Οι ανθρωπολόγοι έχουν επινοήσει τον όρο πόλις-θέατρο, προκειμένου να εκφράσουν τους θεατρικούς μηχανισμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται η διαχείριση της κεντρικής εξουσίας. Οι θεατρικές παραστάσεις στην αθηναϊκή δημοκρατία ήταν βαθιά ριζωμένες στην πολιτεία και τους δημοκρατικούς θεσμούς της. Αντίθετα με το ρωμαϊκό θέατρο, οι ηθοποιοί και τα μέλη της χορωδίας ήταν πολίτες. Οι κριτές ήταν πολίτες και κάθε πολίτης είχε τις ίδιες πιθανότητες να πάρει τη θέση του κριτή (αφού η επιλογή γινόταν με κλήρωση) και να αποφασίσει για την τύχη του κάθε έργου. Το θέατρο ως χώρος ήταν δημόσιο οίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, πως η συγκέντρωση στο θέατρο λειτουργούσε και ως εκκλησία του δήμου, με την παρουσία πολυάριθμων ξένων και αποτελούσε ένα εντυπωσιακό πλαίσιο για ορισμένες κρατικές ενέργειες που δεν είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Το αθηναϊκό κράτος θεωρούσε τη γιορτή κατάλληλη αφορμή για να υπογραμμίσει την ηγετική θέση του στην Ελλάδα με μία όσο το δυνατόν εντυπωσιακότερη επίδειξη μεγαλείου. Στη διάρκεια των γιορτασμών, παράλληλα με τις θεατρικές παραστάσεις, επιδεικνυόταν ο φόρος υποτέλειας των συμμαχικών πόλεων, αφού αυτή την εποχή του χρόνου τα μέλη της αθηναϊκής συμμαχίας έστελναν την ετήσια εισφορά τους. Έτσι η πόλη εκμεταλλεύονταν τη γιορτή για εθνική αυτοπροβολή. Ο Θουκυδίδης και ο Αριστοφάνης υπογραμμίζουν στα έργα τους (Επιτάφιος Περικλέους και Αχαρνής) ότι τα Διονύσια επέτρεπαν στην πολιτεία να επιδεικνύει το μεγαλείο της στις άλλες πόλεις, μετατρεπόμενη η ίδια σε θέαμα.

Συνολικά θεωρούμενο το θέατρο, παρόλο που διαμορφώνεται στην εποχή των τυράννων, είναι θρέμμα της δημοκρατίας. Καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας του και ακμάζει σχεδόν μέσα σε έναν αιώνα, διαγράφοντας παράλληλη τροχιά με το ίδιο το πολίτευμα. Οι αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στα όργανα της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα, εντός του θεάτρου, βίωναν τη συλλογικότητα της δραματουργίας, ασκούνταν στην αντιπαράθεση ιδεών, στο διάλογο και την επικοινωνία. Η ίδια η πολιτεία με τη συμμετοχή της αναγνωρίζει τόσο την αισθητική όσο και την εκπαιδευτική αξία της θεατρικής τέχνης. Το δράμα άνθησε και έφτασε σε ύψη τελειότητας στην Αθήνα του 5ου αιώνα γιατί ακριβώς δεν ήταν περιθωριακή ή τυχαία κοινωνική δραστηριότητα προς τέρψιν εξίσου τυχαίων θεατών. Κατείχε κεντρική θέση στις σκέψεις και τις δαπάνες μιας συμπαγούς κοινωνίας. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αττικό δράμα τελικά δεν ήταν μόνο μια μορφή τέχνης, όπως στη σημερινή εποχή, αλλά ένας κοινωνικός θεσμός. Πραγματώνεται, λοιπόν, η σύνδεση του τραγικού είδους με την πολιτική άνθηση, όταν ο ίδιος λαός συσπειρωμένος, όπως και στο θέατρο, γίνεται ρυθμιστής των πεπρωμένων του. Έτσι πιθανώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη θέση που κατέχουν στις ελληνικές τραγωδίες τα μεγάλα εθνικά προβλήματα του πολέμου, της ειρήνης της δικαιοσύνης, της φιλοπατρίας, αλλά και οι διαμάχες γύρω από τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Τα δεδομένα του ηρωικού έπους αποδίδονταν στο θέατρο του Διονύσου κάτω από το άγρυπνο πνεύμα των θεών και με την έγνοια για την κοινότητα.

Όσον αφορά στη συμμετοχή του πολίτη σε αυτή τη νέα μορφή τέχνης, ο J.P. Vernant τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο του χορού στο δράμα ως εκπροσώπου της πόλης. Στην τεχνική της τραγωδίας υπάρχει μια πόλωση ανάμεσα στον συλλογικό και ανώνυμο χορό που εκφράζει τους φόβους τις ελπίδες και στις κρίσεις του, τα συναισθήματα των θεατών, αυτών δηλαδή που συνθέτουν την κοινότητα των πολιτών και στο εξατομικευμένο πρόσωπο, που παριστάνει έναν ήρωα μιας άλλης εποχής, ο οποίος δεν έχει κανένα σχεδόν κοινό σημείο με τη συνηθισμένη κατάσταση του πολίτη. Η δράση του προσώπου αυτού αποτελεί το κέντρο του δράματος. Σε τούτη τη διχοτόμηση τραγικού χορού και τραγικού ήρωα αντιστοιχεί μια δυαδικότητα ακόμη και στην ίδια τη γλώσσα της τραγωδίας. Από τη μια διακρίνουμε τον λυρισμό των χορικών και από την άλλη, με τους υποκριτές του δράματος, έχουμε μια διαλογική μορφή που από μετρικής άποψης είναι πιο κοντά στον πεζό λόγο. Στα νέα πλαίσια που θέτει η τραγωδία, ο ήρωας παύει να λειτουργεί ως πρότυπο, γενόμενος τελικά ένα πρόβλημα για τον εαυτό του και για τους άλλους. Αυτή ίσως είναι η μοίρα που ακολουθεί τους ήρωες. Η ατομική τους αναζήτηση είναι μια επανάσταση για τη ζωή της κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της αναζήτησης διαμορφώνει μια νέα τάξη πραγμάτων που αφομοιώνονται στην κοινωνική δομή και γίνονται τρόπος ζωής. Αν ο ήρωας επιλέξει τη στατικότητα και την αδράνεια επαναπαυμένος στις δάφνες του, τότε η ίδια η εξέλιξη τον καταργεί. Η συνήθης αντίδραση ενός τέτοιου ήρωα στις ανάγκες της εξέλιξης είναι η διαμόρφωση μιας τυραννικής συμπεριφοράς.

Τα προγενέστερα της τραγωδίας λογοτεχνικά έργα ήσαν βασισμένα στον μονόλογο. Με την εμφάνιση του πολιτεύματος της δημοκρατίας στην Αθήνα, γράφτηκαν οι τραγωδίες που είναι έργα βασισμένα στον διάλογο. Βασικά, αυτοί που παρακολουθούν μια τραγωδία διδάσκονται την λειτουργία της δημοκρατίας.

Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μέσα από τις κραυγές του πελοποννησιακού πολέμου αρχίζει να ακούγεται ο απόηχος των συζητήσεων των σοφιστών σχετικά με το ιδεολογικό σχήμα νόμω -φύσει, δηλαδή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στους θεσπισμένους νόμους τους κράτους (νόμω) και το δίκαιο του ισχυρότερου (φύσει). Η σοφιστική ως κίνημα πολιτικό και κοινωνικό είναι αδιανόητη έξω από το πολιτικό κλίμα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι σοφιστές, άνθρωποι ελεύθεροι και θαρραλέοι διανοητές βρήκαν το έδαφος της αθηναϊκής δημοκρατίας πρόσφορο για να ανακοινώσουν τις αντιλήψεις τους και να διδάξουν τη σκέψη τους. Μόνο μια κοινωνία δημοκρατική μπορούσε να ανεχθεί αυτά τα κηρύγματα επαναστατικών ενίοτε μεταρρυθμίσεων, όπως αυτά που αφορούν τους κείμενους νόμους της πολιτείας και την κρατούσα δικαιοσύνη. Οι σοφιστές δεν έρχονται σε ρήξη με την φιλοσοφική παράδοση αλλά τη συνεχίζουν και την υπερβαίνουν. Σε αντίθεση με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, οι οποίοι στρέφονται κυρίως στα ζητήματα του κόσμου ή της φύσεως, κέντρο του προβληματισμού των σοφιστών είναι ο άνθρωπος και τα προβλήματά του που τίθενται πλέον σε πολιτική βάση. Το πολιτικό και κοινωνικό αίτημα των σοφιστών μπορεί να συνοψιστεί στην απαίτηση να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνία και ένα νέο πολιτικό μοντέλο με άξονα τη νέα αντίληψη για το νόμο και το δίκαιο, άρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία με μία νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση ή καταγωγή. Ο άνθρωπος δε θεωρείται πλέον παθητικός δέκτης αλλά καθοριστικός παράγοντας της κοινωνικής προόδου. Αυτή η αντίληψη απηχεί το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού διαφωτισμού, που χαρακτηρίζει το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Ένα πνεύμα που επηρεάζει και επηρεάζεται από τους δραματικούς διαλόγους εκφράζει τη δυσαρέσκεια των πολιτών και αναδεικνύει τα προβλήματα της γυναίκας στην αθηναϊκή πολιτεία του 5ου π.Χ. αιώνα.

Δεν είναι τυχαίο που ο H.C. Baldry συσχετίζει την ανάπτυξη εν γένει των τεχνών στην πόλη με την άνθηση μιας πτυχής της αρχαιοελληνικής παιδείας, τον προφορικό λόγο. Ο λόγος γίνεται μέσο ψυχαγωγίας, προβληματισμού και πειθούς. Ταυτόχρονα φέρει τα στοιχεία της παράδοσης, καθώς ο δραματικός αφομοιώνει τον επικό, τον λυρικό και εν τέλει τον ρητορικό λόγο. Η χρήση του στην πολιτική, τη ρητορεία και την ποίηση δηλώνει και την ιδιαίτερη σημασία που είχε στη δραματική τέχνη. Παράλληλα ο J.P. Vernant προχωρεί στη σύνδεση της τραγωδίας με το δίκαιο. Ο κοινωνικός προβληματισμός που αναπτύσσεται στην πόλη αποτελεί το υλικό της τραγωδίας. Η νομική σκέψη επιδρά στον τραγικό στοχασμό σε βαθμό που πολλά από τα θέματα που διαπραγματεύεται το δράμα αποτελούν, ταυτόχρονα, αντικείμενο εξέτασης των δικαστηρίων. Κατ’ επέκτασιν οι τραγικοί ποιητές υιοθετούν το νομικό λεξιλόγιο για να διαπραγματευθούν τα θέματά τους. Ο J.P. Vernant, διαπιστώνοντας τη διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της πόλης, καθαρά λογικό κατασκεύασμα και τη θρησκευτική παράδοση, δηλαδή τις προ-νομικές βαθμίδες δικαίου προχωρεί σε έναν ακόμη συσχετισμό, σύμφωνα με τον οποίο ο ίδιος ο τραγικός ήρωας συνήθως βιώνει αυτή τη διαμάχη επί σκηνής συνδιαλεγόμενος με τον χορό.

Με άλλα λόγια το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα απλό ψυχαγωγικό δρώμενο, ή μάλλον ήταν ψυχαγωγικό στην κυριολεκτική έννοια του όρου. Διαμόρφωνε συνειδήσεις και την ίδια στιγμή διαμορφωνόταν από τη συλλογική συνείδηση. Συνδυάζοντας τη θρησκεία, την κοινωνική και πολιτική κριτική με την εκπαίδευση, έγινε κόμβος, ένα σημαντικό σταυροδρόμι για τις συνιστώσες που παράγουν συνήθως πολιτισμική δράση. Από αυτή την άποψη θεωρούμενο ενσωμάτωσε τους κανόνες της πόλης και την ίδια στιγμή έγινε ένα μεγάλο λαϊκό δικαστήριο για την κρίση της κοινωνικής της διαχείρισης. Και όλα αυτά, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Διόνυσου, του επαναστάτη θεού που προτίμησε τη θηλυκή φρενίτιδα για τη λατρεία του, μια μανική φρενίτιδα και αμφισβήτηση της πατριαρχικής εξουσίας εκφρασμένη στις πράξεις των ηρωίδων του αττικού δράματος. Βέβαια, ο τελικός στόχος των τραγικών ποιητών δεν ήταν πιθανώς η ανατροπή αλλά μάλλον ο αποτροπαϊκού χαρακτήρα εξορκισμός των ασυνείδητων καταπιεσμένων θηλυκών ενεργειών μιας έντονα και αδιαμφισβήτητα πατριαρχικής κοινωνίας. Όμως, παραμένει το γεγονός ότι οι θίασοι του Διόνυσου διέθεταν έναν έντονο θηλυκό χαρακτήρα και ενίοτε χρησιμοποιήθηκαν, όπως και η λατρεία του θεού, ως φορείς λαϊκισμού της τυραννικής εξουσίας, τόσο στην κορινθιακή όσο και στην αττική γη.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

  • Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2001)
  • Rohde, E., Η Ψυχή, Β΄ τόμος, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)
  • Blume, Η. D., Εισαγωγή στο Αρχαίο Θέατρο, ΜΙΕΤ, (Αθήνα 1986)
  • Baldry, H.C. Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, Καρδαμίτσας, (Αθήνα 1992)
  • Campbell, J., Ο Ήρωας με τα Χίλια Πρόσωπα2, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)
  • Romilly, J., Η Ελληνική Τραγωδία στο Πέρασμα του Χρόνου, Το Άστυ, (Αθήνα 1996)
  • Vernant, J. P. (επιμ.), Ο Έλληνας Άνθρωπος, Ελληνικά Γράμματα, (Αθήνα 1996)
  • Brooke, Iris, Costume in Greek Classic Drama, Greenwood Press, (London 1973)
  • Ley, Gr., A Short Introduction to the Greek Theatre, University of Chicago Press, (Chicago 1991)
  • Lonsdale, St., Dance and Ritual Play in Ancient Greek Religion, Johns Hopkins University Press, 1993
  • Pickard-Cambridge, Ar., The Theatre of Dionysos in Athens, 1946
  • Rehm, Rush, Greek Tragic Theatre, Routledge, 1991
  • Taplin, Oliver, The Stagecraft of Aeschylus, Oxford University Press, (Oxford, 1977)
  • Walton, J. Michael, Living Greek Theatre, Greenwood Press, 1980
  • Wiles, David, Tragedy in Athens, Cambridge University Press, (London 1997)

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/491

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΣΗΜΕΡΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΣΗΜΕΡΑ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/488

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση